ελληνική μουσική
    736 online   ·  210.833 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Συνεντεύξεις

    Στιχουργός Βασίλης Γιαννόπουλος: Σα ναυαγός στην Οδό Ελλήνων

    Ο στιχουργός Βασίλης Γιαννόπουλος αποκαλύπτει τις ιστορίες πίσω από τα πασίγνωστα τραγούδια του!

    Στιχουργός Βασίλης Γιαννόπουλος: Σα ναυαγός στην Οδό Ελλήνων

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    224 άρθρα στο MusicHeaven
    Τρίτη 25 Φεβ 2020

    «Οδός Ελλήνων» (Βασίλης Παπακωνσταντίνου), «Άννα» (Λαυρέντης Μαχαιρίτσας), «Μου ‘χεις Κάνει Τη Ζωή Μου Κόλαση» (Γιάννης Πάριος), «Φεγγάρι Μου Χλωμό» (Πασχάλης Τερζής), «Ροκ Μπαλάντα» (Χάρις Αλεξίου, Αντώνης Βαρδής), «Σα Ναυαγοί» (Νίνο) και πολλά άλλα, είναι μερικά από τα τραγούδια των οποίων οι στίχοι φέρουν την υπογραφή του Βασίλη Γιαννόπουλου.

    Ο Βασίλης Γιαννόπουλος αφηγείται στον Κωνσταντίνο Παυλικιάνη τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε τον άνθρωπο μέσα από τους στίχους του.

    Β.Γ.: Γεννήθηκα κάποια Δευτέρα, που ο μήνας είχε 1 και ήταν Φλεβάρης, εκεί στο γλυκοχάραμα του 1960 στην Πάτρα. Έβγαλα το B’ Λύκειο Αρρένων Πατρών και στη συνέχεια  σπούδασα μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού, στη Νέα Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια ταξίδεψα ελάχιστα κι έκανα καριέρα ναυτικού… ελάχιστη, ικανή όμως να μου δώσει εικόνες και αρώματα περιοχών του πλανήτη, που χωρίς την ιδιότητα αυτή, δεν θα είχα νιώσει ποτέ.

    Πώς μπήκατε στη στιχουργική;
    Β.Γ.: Η στιχουργική ήταν η φυσική συνέπεια της ενασχόλησής μου στην εφηβεία, αφού στα γυμνασιακά μου χρόνια είχα ασχοληθεί με την ποίηση. Το 1989, ακούγοντας τραγούδια με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, αποφάσισα να γράψω στίχο για κείνον, με σκοπό να καταφέρω να μπω σ’ αυτόν τον χώρο που με συγκινούσε ιδιαίτερα, γιατί εμπεριείχε και την ποίηση αλλά πάνω απ’ όλα γιατί μπορούσε να μεταφερθεί σε κάθε σπίτι κι εύκολα να αγαπηθεί από τον κόσμο, γιατί το τραγούδι είναι μέσο έκφρασης της ψυχής για πολλούς ανθρώπους. Πρώτη επαγγελματική επαφή με τον στίχο είναι το 1992 -αφού προηγουμένως με τον φίλο και μουσικό Γιάννη Κοτανίδη είχα φτιάξει έναν μεγάλο δίσκο (LP) με τραγουδιστές από την Πάτρα, για να γνωρίσω τη διαδικασία και μόνο- στο δίσκο με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου «Σφεντόνα» όπου δισκογραφώ τα πρώτα τέσσερα τραγούδια μου σε μουσική του Βασίλη και του Χριστόφορου Κροκίδη.

    Στιχουργός Βασίλης Γιαννόπουλος: Σα ναυαγός στην Οδό Ελλήνων

    Είχατε επιρροές από κάποιους στιχουργούς;
    Β.Γ.: Δεν είχα θαρρώ ιδιαίτερες επιρροές από κάποιους στιχουργούς για έναν λόγο. Δεν μ’ ενδιέφερε να γράψω σαν κάποιον άλλο. Ήθελα να κάνω το δικό μου κι αν περνούσε είχε καλώς, αν όχι και πάλι καλώς είχε. Φυσικά, πέρα από τις γνώσεις που μπορεί κάποιος να πάρει στο σχολείο για τους ποιητές, δεν είχα μελέτες ιδιαίτερες που να αφορούσαν τη στιχουργική. Βασικά δεν γνώριζα αν αυτό που κάνω ήταν στιχουργική ή όχι… Η αλήθεια είναι ότι κουράστηκα πολύ να απεμπλακώ από τη νοοτροπία της ποίησης και να φτάσω στο σημείο να γράφω στίχο. Κι αφού δισκογράφησα πάνω από 600 τραγούδια, μπήκα στον χώρο της συγγραφής, προσπαθώντας να «λειτουργήσω» τη γλώσσα χωρίς τους περιορισμούς του χρόνου και της ρίμας. Βέβαια ο καλός στίχος προϋποθέτει λέξεις πίσω από τις λέξεις και νοήματα που χρειάζεται να τα ανακαλύψει κανείς μέσα από την επανάληψη… Κι αφού εξέδωσα το πρώτο μου μυθιστόρημα με τον τίτλο «Άννα Χ», που κυκλοφόρησε τον Οκτώβρη του 2017 από τις εκδόσεις Δρόμων, στη συνέχεια η γραφή μου ακολούθησε έναν πιο δύσκολο δρόμο που έχει να κάνει με τη συγγραφή θεατρικών έργων.

    Θα σας διαβάσω τίτλους τραγουδιών, των οποίων τους στίχους έχετε γράψει εσείς, και θα ήθελα να μας πείτε την ιστορία τους.

     

    ΟΔΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ – Βασίλης Παπακωνσταντίνου
    (1994, μουσική: Χριστόφορος Κροκίδης)

    Β.Γ.: Για μια σειρά πολλών ετών, από το 1991 και μετά, η αλήθεια είναι ότι η στιχουργική άλλαξε τη ζωή μου ολοσχερώς. Έψαχνα έναν τρόπο για να είμαι κοντά στα μουσικά πράγματα, αλλά τούτο φαινόταν σχεδόν αδύνατον, αφού η μόνιμη κατοικία μου ήταν στην Πάτρα κι όλα διαδραματίζονταν στην Αθήνα, όπως είναι λογικό. Είχα τότε τη φαεινή ιδέα να πω στον Παπακωνσταντίνου να μου βρει μια δουλειά στην περιοδεία, στις συναυλίες δηλαδή που εκείνος έκανε ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό. Έτσι αποφασίσαμε να αναλάβω να δουλεύω  φωτισμούς, καθώς και να ασχολούμαι με τα σκηνοθετικά των συναυλιών κ.λπ. Αυτό μ’ έφερε να είμαι μέσα στον κόσμο και να παίρνω τα vibes από το πλήθος των ακροατών, ανάμεσα στους οποίους βρισκόμουν με την κονσόλα των φώτων, κάτι που με βοήθησε στην πορεία στο να αφουγκράζομαι τις ανάγκες των ακροατών και να έχω άμεση γνώση για τις επιδοκιμασίες ή όχι των τραγουδιών. Έγραφα, λοιπόν, στιχάκια στα ξενοδοχεία που γυρνούσαμε ανά την Ελλάδα και τα έδινα στον Βασίλη ή στον Χριστόφορο Κροκίδη, τον κιθαρίστα του, που ήταν και συνθέτης πολλών τραγουδιών του. Θυμάμαι το τραγούδι αυτό, το «Οδός Ελλήνων», το είχα γράψει ως ελεύθερο στιχάκι στο ξενοδοχείο Atrion, στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου είχαμε μεταβεί για συναυλία. Αφού το έγραψα, το έδωσα στον Χριστόφορο να του βάλει μουσική. Ο Χριστόφορος δεν μ’ ενημέρωσε μετά από κάποια ώρα αν είχε κάνει κάτι με το στιχάκι κι ανησύχησα διότι τον είχα αφήσει υποτίθεται να το δουλεύει. Πήγα, λοιπόν, στο δωμάτιό του και τον είδα μισοξαπλωμένο στο κρεβάτι με αγκαλιά την κόκκινη ηλεκτρική του κιθάρα, ανάμεσα σε χιλιάδες καλώδια, υπολογιστές και δεκάδες μπλιμπλίκια (γιατί παράλληλα πετούσε κάποια αεροπλάνα με το Flying Simulator που είχε στον υπολογιστή). Τον ρώτησα τι έγινε με το κομμάτι κι αν είχε κάνει κάτι με τη μελωδία. Δυστυχώς δεν είχε κάνει κάτι ως εκείνη τη στιγμή. Με ρώτησε, λοιπόν, ποια μελωδία είχα στο μυαλό μου όταν έγραφα αυτό το κομμάτι. Διότι, όταν γράφεις στίχο, πάντα έχεις μια δική σου μελωδία που σε βοηθάει να είσαι μέσα στο μέτρο του στίχου. Του είπα την μελωδία που σκεφτόμουν, ή τουλάχιστον τον τρόπο που είχα φανταστεί να γίνει το κομμάτι, κι είδα μια λάμψη μες τα μάτια του. Μετά από λίγη ώρα το τραγούδι ήταν έτοιμο και μουσικά. Η επόμενη κίνηση ήταν να το δειγματίσουμε στον Βασίλη, πράγμα που έγινε μετά από κάποιες μέρες κι αφού ο Χριστόφορος είχε κάνει demo το κομμάτι. Είχε περάσει καιρός από τότε κι ο Παπακωνσταντίνου ετοίμαζε τον καινούργιο του δίσκο αλλά δεν μας είχε πει τίποτα για το «Οδός Ελλήνων»,  σε σημείο που το είχα ξεγράψει μέσα μου και το είχα ήδη ξεχάσει ως ένα από τα τραγούδα εκείνα που δεν θα φτάσουν ποτέ στ’ αυτιά του κόσμου… Κάποια φορά βρεθήκαμε να κάνουμε συναυλία στη Σαλαμίνα. Τελειώνοντας η συναυλία, βρισκόμουν κάτω από το πάλκο, όταν άκουσα κάποιον να με φωνάζει. Ήταν ο Βασίλης, ο οποίος με ρώτησε αν κάποιο τραγούδι demo που είχε κι έλεγε για «κάτι Έλληνες» είναι δικό μου. Τον ρωτάω:
    - Το «Οδός Ελλήνων»;
    - Άι γεια σου!
    μου απαντάει
    - Δικό μου είναι. Γιατί με ρωτάς;
    - Γιατί αρέσει στη γυναίκα μου, την Ελένη.
    - Α, ωραία, να είναι καλά η κοπέλα. Αν της αρέσει γιατί δεν το τραγουδάς;
    - Γιατί εμένα δεν μ’ αρέσει!
    - Ε, τότε καλά κάνεις και δεν το λες!
    του είπα φεύγοντας, αφού τον καληνύχτισα.

    Στο τέλος, μάλλον επικράτησε της Ελένης η άποψη κι έτσι ήταν γραφτό το τραγούδι να πάρει το δρόμο του και να γίνει ένα από τα τραγούδια σταθμούς στην καριέρα του Βασίλη. Θυμάμαι την πρώτη φορά που το παίξαμε σε κοινό, ήταν ένα καλοκαίρι, που ξεκινούσαμε την περιοδεία από την Κύπρο και παίζαμε στο Τσίρειο Στάδιο, όπου 10.000 κόσμος με κόκκινους πυρσούς αναμμένους τραγουδούσαν το ρεφρέν και είχα ανατριχιάσει σύγκορμος… Το μεγαλείο εκείνης της στιγμής δεν περιγράφεται με λόγια κι ούτε μπορεί κανείς να το επαναφέρει στην ολότητά του. Ήταν μια «στιγμή» από κείνες που ο χρόνος τις φυλάει κάπου για να τις δείξει, όταν χρειαστεί να αποδείξει πως υπάρχουν τραγούδια που ξυπνάνε τις ψυχές και γίνονται αιτία για εσωτερικές αναζητήσεις του καθενός από μας ξεχωριστά.

     

    ΑΝΝΑ – Λαυρέντης Μαχαιρίτσας
    (1999, μουσική: Lucio Battisti)

    Β.Γ.: Στις συναυλίες που διοργάνωνε το γραφείο του Βασίλη, κάθε χρόνο υπήρχε και μια διαφορετική συνεργασία με άλλους καλλιτέχνες. Εκεί, στο 1999, ήταν η χρονιά που και το χειμώνα στη Σφεντόνα, αλλά και το καλοκαίρι στην περιοδεία, μαζί με τον Βασίλη ήταν ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας κι ο Διονύσης Τσακνής. Από τον χειμώνα ήδη, ο καλός μου ο Λαυρέντης, μου είχε πει πως θέλει κάποιο δικό μου τραγούδι να βάλει στο δίσκο που ετοίμαζε. Μια μέρα με φώναξε στο καμαρίνι και μου μίλησε για ένα ιταλικό τραγούδι, το «Anna» του Lucio Battisti. Του είπα ότι το ξέρω το κομμάτι κι ότι μ’ αρέσει πολύ. Είπε τότε την ιδέα μήπως να το έκανα σε ελληνική απόδοση. Του τόνισα, βέβαια, τη δυσκολία που έχουν τα πολύ ωραία ξένα κομμάτια να τα αποδώσεις στα ελληνικά, καθώς και την επικινδυνότητα που θα είχε αυτό το εγχείρημα, αλλά εν τέλει αποφασίσαμε να το προχωρήσω και βλέποντας και κάνοντας… Έγραψα το κομμάτι και του το έδωσα γραμμένο σ’ ένα χαρτάκι που το έβαλε με μιας στην τσέπη του χωρίς να διαβάσει τίποτα. Πέρασε καιρός αρκετός, είχαν πια ξεκινήσει οι συναυλίες, όπου εκείνο το καλοκαίρι του 1999 βρεθήκαμε να παίζουμε στο Θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη. Πριν την παράσταση και περνώντας έξω από τα καμαρίνια, με φώναξε ο Λαυρέντης λέγοντας μου:
    - Κάτσε κι άκου!
    Κι άρχισε μ αυτή τη βελούδινη παραπονιάρικη και Rock φωνή του να μου τραγουδάει την «Άννα» παίζοντάς την με την κιθάρα του. Για μένα τελειότερη εκδοχή του τραγουδιού αυτού δεν υπήρξε ποτέ άλλοτε. Ακόμα και τώρα που έχουν περάσει 20 χρόνια, στ’ αυτιά μου ακούω πάντα εκείνη τη φωνή του Λαυρέντη που ήταν σαν ένα διαμάντι που πρώτη φορά αντίκρισε το φως…

    ΜΟΥ ‘ΧΕΙΣ ΚΑΝΕΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ ΚΟΛΑΣΗ – Γιάννης Πάριος
    (2001, μουσική: Αντώνης Βαρδής)

    Β.Γ.: Ο μεγαλύτερος μέχρι τώρα σταθμός στην όποια καριέρα έχω στο χώρο, ήταν η γνωριμία και η μετέπειτα φιλία μου με τον Αντώνη Βαρδή. Αυτός ο τύπος ήταν περισσότερο καλλιτέχνης, περισσότερο μουσικός, περισσότερο τραγουδιστής, περισσότερο ξωτικό, περισσότερο Θεός παρά άνθρωπος…. Έγραφε μια μελωδία, τη σφύριζε παίζοντας τα ακόρντα στην κιθάρα του και ταυτόχρονα μέσα στο κεφάλι του άκουγε ποια όργανα παίζουν ακόμα,  ποιοι ήχοι και ποιες μελωδίες. Σταματούσε να μου παίζει τη μελωδία και μου έλεγε π.χ. εδώ τώρα θα μπαίνει ένα βιολί που θα παίζει αυτό. Και με την κιθάρα του  έπαιζε τις νότες εκείνες που θα έπαιζε το βιολί ή όποιο άλλο όργανο είχε εκείνη τη στιγμή στο μυαλό του. Δεν έχω δει πιο συγκροτημένο μουσικό μυαλό από αυτό του Αντώνη, ο οποίος πάντα έκανε εκείνο το κάτι παραπάνω από τους άλλους και που έδινε στα κομμάτια αυτή την κλασικότητα που αναζητούν οι πάντες. Με τον Αντώνη μιλούσαμε κάθε μέρα στο τηλέφωνο για πολλή ώρα για τη δουλειά, αλλά με τον καιρό βγάζαμε και τα εσώψυχά μας…. Το 2001, ήταν μια χρονιά που δεν δούλευα πια με τον Παπακωνσταντίνου και ο Αντώνης γνωρίζοντας τις οικονομικές δυσκολίες που υπήρχαν σε κάποιον που ασχολείται επαγγελματικά μόνο με τη στιχουργική, μου πρότεινε να δουλέψω μαζί του ως φωτιστής στα μαγαζιά που θα δούλευε εκείνος. Έτσι, βρεθήκαμε πιο κοντά ακόμα. Εκείνο τον καιρό, ο Αντώνης είχε μια πρόταση από τον Γιάννη Πάριο και τον παραγωγό του, Αχιλλέα Θεοφίλου, να γράψει τη μουσική στον καινούργιο δίσκο του Πάριου. Με πήρε τηλέφωνο κάποιο πρωινό και μου ανακοίνωσε την απόφασή του να γράψει μουσική για τον δίσκο αυτό. Στη συνέχεια, μου έδωσε την πρώτη μελωδία που είχε γράψει γι’ αυτή τη δουλειά. Μαγνητοφώνησα τη φωνή του, που μου τραγουδούσε με «να-να-να» το τραγούδι, κι όταν έφτασε στο ρεφρέν μού έδωσε ένα λεκτικό παράδειγμα, τραγουδώντας τη φράση «μου ‘χεις κάνει τη ζωή μου δύσκολη». Μου είπε ότι είναι καλή φράση και μπορώ αν θέλω να τη χρησιμοποιήσω, κάτι που έκανα στην επανάληψη του ρεφρέν, αφού στο πρώτο μέρος έβαλα τη φράση «μου ‘χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση». Εκείνη την εποχή, ο Πάριος τραγουδούσε στη Θεσσαλονίκη μαζί με τον Αντώνη, τον Γιάννη και τον Χάρη, τα παιδιά τους, όπου είχαμε πάει με τον Αχιλλέα Θεοφίλου να τους δούμε στο μαγαζί, και την ώρα που τραγουδούσε ο Πάριος, του έκανε νόημα ο Αχιλλέας  ότι είμαι αυτός που έχει γράψει την «κόλαση». Εν τω μεταξύ το χέρι μου ήταν ακουμπισμένο πάνω στο πάλκο γιατί το τραπέζι ήταν κολλητά σ αυτό…. Και θυμάμαι τον Πάριο να με σπρώχνει με νοοτροπία «μεγάλε έγραψες» και παραλίγο να με ρίξει από το τραπέζι. Το τραγούδι αυτό το χαρήκαμε πάρα πολύ στο στούντιο όταν το γράψαμε και ξέραμε εκ προοιμίου ότι επρόκειτο για ένα τραγούδι που θα έκανε τεράστια επιτυχία και δεν διαψευσθήκαμε σ’ αυτό. Σ’ εκείνο τον δίσκο που γράψαμε περίπου σε ένα μήνα συνολικά, πρέπει να πήρα γύρω στα δέκα επί πλέον κιλά! Από τη μια ο Αντώνης με τα τρίγωνα Πανοράματος, από την άλλη ο Αχιλλέας με τις μακαρονάδες και τα πιτόγυρα, δεν ήθελε και πολύ….

     

    ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΦΕΓΓΑΡΙ ΑΠΟΨΕ – Πασχάλης Τερζής
    (2002, μουσική: Χρήστος Δάντης)

    Β.Γ.: Είναι μια εποχή όπου βρέθηκα τυχαία με τον Χρήστο Δάντη σε κάποια παρουσίαση δίσκου και μου είπε πως εκτιμάει τη γραφή μου και θα ήθελε να του γράψω ένα τραγούδι στον επερχόμενο δίσκο του. Μου έστειλε τη μελωδία του κομματιού και δούλεψα πάνω σ’ αυτήν. Έτσι είχα την πρώτη μου συμμετοχή σε δίσκο του Δάντη με το τραγούδι «Μόνο Εσύ». Την ίδια ημέρα που έστειλα στον Δάντη τους στίχους του «Μόνο Εσύ», θυμάμαι με πήρε στο τηλέφωνο και με ρώτησε αν ήθελα να γράψω στίχους για ένα άλλο κομμάτι όπου είχε γράψει τη μουσική και ήταν ζεϊμπέκικο. Ακούγοντας εγώ ότι το τραγούδι ήταν λαϊκό, στραβομουτσούνιασα στην ιδέα, γιατί τον Δάντη τον ήξερα ως Pop ή Rock τραγουδιστή και περίμενα κι αυτά που έγραφε να ήταν αυτού του τύπου. Πόσο λάθος είχα κάνει… Άκουσα μια εκπληκτική μελωδία ζεϊμπέκικου τραγουδιού που ήταν τόσο καθαρή, τόσο λαϊκή, τόσο μεγαλοπρεπής, που ήταν σαν να μου είχε δώσει και το στιχάκι μαζί. Τόσο εύγλωττη ήταν ως μελωδία. Έγραψα το κομμάτι με μεγάλη ευκολία τολμώ να πω, γιατί μίλησε στην καρδιά μου από το πρώτο άκουσμα. Και δεν είχα άδικο γιατί το τραγούδι αυτό αγαπήθηκε πολύ από τον κόσμο κι έγινε κλασσικό κομμάτι που παίζεται ως τώρα στα ραδιόφωνα, τα ραδιόφωνα τα οποία ουσιαστικά κάνουν τον μεγαλύτερο πόλεμο που έγινε ποτέ μεταπολεμικά στο λαϊκό τραγούδι κι έχουν εξοβελίσει από τη συχνότητά τους τον ήχο από το πιο κλασικό όργανο του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού: το μπουζούκι.

     

    ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΟΥ ΧΛΩΜΟ – Πασχάλης Τερζής
    (2002, μουσική: Χριστόφορος Γερμενής)

    Β.Γ.: Ο Χριστόφορος Γερμενής ήταν ένα παιδί που κατοικούσε κι αυτός, όπως κι εγώ, στην Πάτρα και με είχε πλησιάσει κατά καιρούς παίζοντάς μου μουσικές που έφτιαχνε με σκοπό να γράψουμε κάποιο τραγούδι μαζί. Για πολλά χρόνια είχαμε αυτή την επαφή και κάθε φορά του έδινα πληροφορίες και οδηγίες από την μέχρι τότε εμπειρία μου στον χώρο. Ένα μεσημέρι με επισκέφτηκε έχοντας την κιθάρα του μαζί. Άρχισε να μου παίζει ένα κομμάτι και μόλις τέλειωσε του είπα ότι ήρθε η ώρα να γράψουμε μαζί το πρώτο μας τραγούδι. Το θεώρησα άρτιο και ωραίο κομμάτι. Έτσι, στη μελωδία αυτή  έγραψα το «Φεγγάρι Μου Χλωμό», που έμελλε να αργήσει λίγο να βρει τον δρόμο του. Το «Φεγγάρι Μου Χλωμό» το είχα δειγματίσει, πριν τον Πασχάλη, σε άλλους τρεις τραγουδιστές που δεν τους έκανε κάποια εντύπωση. Μέχρι που έπεσε στα χέρια του Ηλία Μπενέτου, παραγωγού των περισσότερων μεγάλων Ελλήνων τραγουδιστών και ενός από τους λίγους γνώστες της δισκογραφίας σ’ όλο το πλάτος και το μήκος της. Κατά την εγγραφή του δίσκου, στο στούντιο 111 του Τάκη Αργυρίου (και ποιος δεν έχει γράψει σ’ αυτό το studio), ο Πασχάλης είχε τραγουδήσει όλα τα τραγούδια του δίσκου, εκτός από ένα: το «Φεγγάρι Μου Χλωμό»!
    - Μπες Πασχάλη να τραγουδήσεις
    του έλεγε ο Ηλίας
    - Δεν μπαίνω!
    - Γιατί Πασχάλη μου;
    - Δεν ξέρω. Δεν μου κάθεται καλά αυτό το κομμάτι.

    Κάποια στιγμή, του ζήτησε ο Ηλίας πιο έντονα να μπει να τραγουδήσει γιατί ο χρόνος παράδοσης του δίσκου στην εταιρεία τελείωνε και δεν είχε αφ’ ενός περιθώρια να κάνει κάτι άλλο εκείνη τη στιγμή, αφ’ ετέρου πίστευε στο κομμάτι. Έτσι, και με βαριά καρδιά, μπήκε ο Πασχάλης και το τραγούδησε και φαίνεται η διάθεσή του απέναντι σ’ αυτό ακόμα και σήμερα, όταν τον ακούσει κανείς στο live πόσο πιο ωραία το ερμηνεύει απ’ ό,τι στο CD. Θυμάμαι κατά την παρουσίαση του συγκεκριμένου δίσκου είχα παρευρεθεί κι εγώ που είχα, αν θυμάμαι καλά, τέσσερα τραγούδια σ’ αυτόν. Βρέθηκα, λοιπόν, να κάθομαι σ’ ένα τραπέζι (δεν θυμάμαι σε ποιο χώρο έγινε η παρουσίαση) όπου ακριβώς απέναντί μου καθόταν ο Πασχάλης. Αριστερά του η γυναίκα του και δίπλα της ο Δημήτρης Μητροπάνος. Στη μεριά τη δική μου, στ’ αριστερά μου είχα τον Αχιλλέα Θεοφίλου, τη Βένια -τη σύζυγο του Μητροπάνου- και, αν θυμάμαι καλά, δεξιά μου πρέπει να καθόταν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ανήκαν τότε όλοι στην οικογένεια της Minos και ήταν όλοι προσκεκλημένοι στην παρουσίαση αυτή. Δυο-τρεις φορές συναντήθηκε το βλέμμα μου με τον Πασχάλη, αλλά ένοιωσα ότι ο άνθρωπος δεν θυμόταν ποιος είμαι και τι λόγο είχα που ήμουν εκεί. Με κοίταξε λοιπόν «πιο αδιάφορα πεθαίνεις». Εγώ που τότε είχα ακόμη θέμα με τη μη αναγνωρισιμότητα από ανθρώπους συνεργάτες (τώρα πια δε μ’ αφορά ως γεγονός), σκέφτηκα να «παίξω» λίγο μαζί του «εκθέτοντάς τον» (καλοπροαίρετα πάντα). Αφού πέρασε κάποια ώρα και ο Πασχάλης δεν μου έδωσε καμία σημασία, ούτε κατά τη στιγμή που ακούγονταν δικά μου τραγούδια, τον κοιτάζω και του λέω:
    - Κύριε Πασχάλη με θυμάστε εμένα;
    Εκείνος ξαφνιάστηκε από την ερώτηση αλλά δεν ήθελε να φανεί κάτι τέτοιο και μου απάντησε αμέσως:
    - Και βέβαια σε θυμάμαι, είναι δυνατόν; Αλίμονο…
    Και πριν προλάβει να χαρεί ότι ξεπέρασε τη δυσκολία μ’ εμένα τον «άσχετο» τον ξαναρωτώ:
    - Ποιος είμαι;
    Με κοιτάζει καλά- καλά ο Πασχάλης και μου λέει:
    - Είσαι ο…
    κάνοντας ωσάν να έχει κολλήσει το μυαλό του σε κάτι που το ξέρει πολύ καλά. Δεν τον αφήνω πολύ να ψάχνει και τάχα βοηθώντας τον του λέω:
    - Ο δημοσιογράφος…
    Εκείνη τη στιγμή φωτίζεται το πρόσωπό του από ένα τεράστιο αθώο χαμόγελο και μου λέει:
    - Ε, βέβαια! Ο δημοσιογράφος! Τι κάνεις;
    Εκείνη τη στιγμή, Θεοφίλου, Παπακωνσταντίνου, Μητροπάνος, Βένια, που με γνώριζαν πολύ καλά, κατάλαβαν τι γινόταν και παρακολουθούσαν με προσοχή. Μη θέλοντας να συνεχίσω άλλο αυτό τα αστείο, αλλά θεωρώντας πως πλέον ο Πασχάλης θα με θυμάται για πάντα του είπα:
    - Πασχάλη μου, είμαι ο Βασίλης Γιαννόπουλος!
    Δεν τον είδα εν τω μεταξύ να αντιδρά ιδιαίτερα και συνέχισα, ο στιχουργός που σου έχει γράψει το τάδε και το τάδε τραγούδι. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή έχει φθάσει ο Δάντης, ο οποίος σκύβει, μ’ αγκαλιάζει και τραγουδάει κοιτάζοντας τον Πασχάλη:
    - «Έχει ένα φεγγάρι απόψε, που με κάνει κι αρρωσταίνω…»
    Και τότε γυρίζει ο Πασχάλης με ένα ύφος παιδιού που ανακάλυψε την κρυμμένη γυάλα με το γλυκό και λέει:
    - Αυτός το ‘γραψε!
    δείχνοντάς με, με το δάχτυλο… κι έπεσε το γέλιο της αρκούδας. Ο Πασχάλης ίσως να μη το θυμάται ως γεγονός, εγώ όμως δεν γίνεται να το ξεχάσω ποτέ.

     

    ΡΟΚ ΜΠΑΛΑΝΤΑ – Χάρις Αλεξίου, Αντώνης Βαρδής
    (2003, μουσική: Αντώνης Βαρδής)

    Β.Γ.: Ένα από τα πρωινά που επικοινωνούσα με την Αντώνη Βαρδή, μια αγαπημένη σχεδόν καθημερινή συνήθεια, μου είπε πως είχε φτιάξει μια μελωδία και είχε στο μυαλό του μια ιδέα γι’ αυτήν. Μου περιέγραψε ότι είχε πάνω από 20 χρόνια να κάνει τραγούδι με τη Χαρούλα Αλεξίου και του καρφώθηκε στο μυαλό η ιδέα να κάνει μαζί της ένα ντουέτο. Είχαν προηγηθεί κάποιες μεταξύ τους κουβέντες σε τυχαίες συναντήσεις του στυλ: «Αντώνη εμένα δε θα μου ξαναγράψεις κάτι;» κ.λπ. Εκείνο το πρωί, λοιπόν, μου έπαιξε με την κιθάρα του από το τηλέφωνο και μου σιγοτραγούδησε τη μελωδία. Εγώ μαγνητοφωνούσα την επικοινωνία μας κι έτσι μπορούσα μετά να γράψω πάνω στη μελωδία, αλλά και στις όποιες πληροφορίες μου είχε δώσει για το κομμάτι. Μου τόνισε, θυμάμαι, να βάλω τα δυνατά μου στον στίχο, γιατί ήθελε μια τέτοια προσπάθεια συνεργασίας με τη Χαρούλα μετά από τόσα χρόνια, να έχει το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα. Το τραγούδι το γράψαμε στο στούντιο του Καλημέρη στο Χαλάνδρι, όπου η Χαρούλα τραγουδούσε και, τουλάχιστον σε μένα, φαινόταν σαν μικρό κοριτσάκι με λαμπερά μάτια και μια φωνή αγγέλου… Αυτή είναι άλλωστε η Χαρούλα…. Ένα συμβάν που δεν είναι γνωστό όσον αφορά το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι μια αντίδραση του Αντώνη, ένας τρόπος, που δείχνει την ακεραιότητα του ανδρός και την αξία του ως συνεργάτης. Όταν η Χαρούλα άκουσε τη μουσική από τον Αντώνη, γιατί επικοινώνησε μαζί της και της είπε ότι έχει γράψει κάποιο κομμάτι για κείνην, η Χαρούλα άκουσε τη μελωδία και της άρεσε πάρα πολύ. Ζήτησε από τον Αντώνη αν γινόταν να γράψει εκείνη στίχο πάνω σ’ αυτή τη μελωδία, γιατί η Χαρούλα ως γνωστόν γράφει στίχους και είναι και πάρα πολύ καλή σ’ αυτό αποδεδειγμένα. Προς τιμήν του τότε ο Αντώνης της είπε: «Χαρούλα, αυτό είναι το τραγούδι. Αν θέλεις το λέμε γιατί εμένα μου αρέσει έτσι όπως είναι αυτή τη στιγμή». Προς τιμή της κι η Χαρούλα δεν επέμεινε κι έτσι τραγουδήθηκε υπέροχα από εκείνην κι έγινε κι αυτό ένα κλασικό κομμάτι από εκείνα που με κάνουν να αισθάνομαι ότι κάτι έχω προσφέρει σ’ αυτό τον χώρο.

     

    ΣΑΝ ΝΑΥΑΓΟΙ – Νίνο Ξυπολιτάς
    (2003, μουσική: Κυριάκος Παπαδόπουλος)

    Β.Γ.: Ήταν η περίοδος που είχε βγει στον αέρα η τηλεοπτική εκπομπή, ή μάλλον το reality, «Fame Story 1». Γινόταν ο κακός χαμός με τα κοριτσόπουλα και τους επίδοξους νέους τραγουδιστές -ζεν πρεμιέ- το μέλλον της δισκογραφίας, είδωλα κ.λπ. Θυμάμαι τότε στην Heaven Music διευθυντής ήταν ένας πολύ αξιόλογος άνθρωπος και πολύ καλός επαγγελματίας ο Γιώργος Λεβέντης. Γνωριζόμασταν καλά διότι συνεργαζόμουν τότε κάνοντας πολλά τραγούδια με αρκετούς τραγουδιστές που ανήκαν στην εταιρεία αυτή. Με το που τελείωσε το reality, η τηλεόραση είχε ήδη «κατασκευάσει»  τα είδωλα  εκείνα που θα τα χρησιμοποιούσε κατά το δοκούν. Όπως και το έκανε. Θυμάμαι είχα βρεθεί σε μία συναυλία που έκανε ο Αντώνης Βαρδής σ’  ένα κλειστό γήπεδο μπάσκετ στον Βόλο κι είδα το χάρο με τα μάτια μου. Σ’ αυτή την συναυλία support ήταν κάποια από τα παιδιά του Fame Story. Ο Νίνο, η Ελεάνα, ο Νότης κ.λπ. Τη στιγμή που φάνηκε ο Νίνο στην πόρτα του χώρου της συναυλίας, με σκοπό να περπατήσει 20 μέτρα ως τα «καμαρίνια», ξεχύθηκε όλη η εξέδρα και κάποιες χιλιάδες νεαρά παιδιά αλαλάζοντας και τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, άλλα πέφτοντας και κάποια άλλα πατώντας αυτά που έπεφταν, ήρθαν κατά πάνω μας. Γιατί, για κακή μου τύχη, περπατούσα στο πλάι του Νίνο. Αυτό δεν το έχω δει ούτε με τους Beatles… Αυτή η επίπλαστη δημοσιότητα, η κατασκευασμένη «αγάπη» του κοινού, μπορεί να έφερε χρήματα στην εταιρεία, αυτός άλλωστε ήταν ο στόχος της, αλλά άφησε πίσω της πολλά ανθρώπινα ράκη σε μια πολύ ευαίσθητη ηλικία. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή, επικοινώνησε μαζί μου ο Λεβέντης και μου το ζήτησε ως προσωπική χάρη να ασχοληθώ με κάποια από τα παιδιά αυτά. Πρώτος και καλύτερος στη λίστα ήταν ο Νίνο, ο κατά κόσμον Στέφανος Ξυπολυτάς. Θυμάμαι πρέπει να είχα γράψει τα 11 από τα 12 τραγούδια του δίσκου. Ήταν η αρχή της γνωριμίας μου τότε με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο, όπου είχαμε ως εκείνη τη στιγμή συνεργαστεί σ’ ένα κομμάτι του Γιάννη Βαρδή, το «Πάρε Mε». Μου έστειλε, λοιπόν, ο Κυριάκος τη μουσική από το πρώτο τραγούδι που είχε γράψει για τον Νίνο και ξεκίνησα κι εγώ να το γράφω. Όταν το τελείωσα, του το έστειλα και μετά από λίγη ώρα με πήρε στο τηλέφωνο:
    - Βασίλη, μου αρέσει πολύ αυτό που έγραψες, αλλά δε σου κρύβω ότι ένα στιχάκι δε μου κολλάει και θα ήθελα να το αλλάξεις.
    - Βεβαίως Κυριάκο μου. Ποιο είναι αυτό το στιχάκι;
    - Είναι η πρόταση «σαν ναυαγοί σαν Ροβινσώνες».
    Κόκκαλο εγώ. Η σχέση μου η επαγγελματική με τον Κυριάκο μετρούσε κάποιες μέρες μόνο, το ίδιο και η γνωριμία μου μαζί του και δεν ήταν εύκολο να έχω αντιρρήσεις.
    - Κυριάκο μου αυτή η φράση είναι όλο το τραγούδι!
    ψέλλισα
    - Δεν ξέρω, εμένα δε μ αρέσει!
    συνεχίζει ο Κυριάκος.
    Τον δίσκο του Νίνο τον είχε αναλάβει ενορχηστρωτικά ο Αντώνης Γούναρης. Λέω λοιπόν στον Κυριάκο:
    - Στείλε το κομμάτι στον Γούναρη κι αν συμφωνεί κι αυτός να το αλλάξουμε, μέχρι να το στείλεις εσύ, εγώ θα έχω ετοιμάσει κάτι άλλο.

    Έτσι κι έγινε. Με πήρε μετά από δυο μέρες ο Κυριάκος και μου είπε ότι άρεσε και στον Αντώνη η φράση «σαν ναυαγοί σαν ροβινσώνες» και θα έμενε ως είχε. Το τραγούδι αυτό είχε τεράστια επιτυχία και τραγουδιέται ακόμα και σήμερα, μετά δηλαδή από 17 χρόνια περίπου. Μπορεί να μην είναι από τα τραγούδια που κρύβουν μέσα τους νοήματα, σκέψεις και προβληματισμούς, αλλά είναι από εκείνα που αγαπώ, γιατί αποτέλεσαν την απαρχή της γνωριμίας μου με τον Κυριάκο Παπαδόπουλο με τον οποίον ως σήμερα έχουμε δουλέψει πάρα πολύ και φιλοδοξώ ότι έχουμε αφήσει κάποια όμορφα πράγματα στη δισκογραφία.

     

    ΜΑΤΩΝΩ – Πέγκυ Ζήνα
    (2004, μουσική: Χρήστος Δάντης)

    Β.Γ.: Ήταν εκείνος ο καιρός που με φρενήρη ρυθμό έγραφα τραγούδια με τον Χρήστο Δάντη. Είχαμε «δέσει» μαζί και υπήρχε μια τεράστια ευκολία στην καλλιτεχνική μας σχέση. Όσον αφορά το συγκεκριμένο τραγούδι, θαρρώ πως η οξυδέρκεια του Ηλία Μπενέτου, που έχει αυτό που χρειάζεται για να διακρίνει τι μπορεί να γίνει επιτυχία και τι όχι, από ποιον, πότε και γιατί, βοήθησε και στην περίπτωση του «Ματώνω». Νομίζω για πρώτη φορά τότε είχε αναλάβει την Πέγκυ ως παραγωγός ο Ηλίας. Μου έδωσε τη μουσική ο Χρήστος κι ένα απόγευμα που είχα βρεθεί στην Αθήνα, κάθισα και το έγραψα. Άρεσε πολύ στον Χρήστο αλλά και σε μένα. Η εταιρεία, όμως, είχε άλλη άποψη. Αν και ο τίτλος του δίσκου -λόγω Μπενέτου- ήταν «Ματώνω», το κομμάτι δεν διαφημίστηκε ως πρώτο single του δίσκου, ούτε καν ως δεύτερο, όπως θα έπρεπε. Θυμάμαι ότι είχα απογοητευτεί από την αντιμετώπιση του τραγουδιού από την πλευρά της εταιρείας, παραγωγού και Πέγκυς. Είχα κάνει όμως λάθος. Γιατί μπορεί οι ιθύνοντες να μην το αξιολόγησαν όσο θα έπρεπε, ο κόσμος όμως το ανακάλυψε, το ξεχώρισε και έκανε τεράστια επιτυχία. Θυμάμαι την εποχή που βγήκε το «Ματώνω», εργαζόμουν στις συναυλίες με τον Παπακωνσταντίνου και όπου κι αν πηγαίναμε, σε οποιοδήποτε μέρος, από τη Θράκη ως την Κύπρο κι απ’ την Κρήτη ως την Κέρκυρα, παντού άκουγες το τραγούδι σε αυτοκίνητα στη διαπασών σε κλαμπ και σε ραδιόφωνα.

    Στιχουργός Βασίλης Γιαννόπουλος: Σα ναυαγός στην Οδό Ελλήνων


    Ποια είναι η γνώμη σας για το σημερινό ελληνικό τραγούδι;
    Β.Γ.: Κάθε τραγούδι έχει την ιστορία του όπως κάθε αντικείμενο τέχνης. Αρκεί να είναι τέχνη. Διότι η αλήθεια είναι πως το τραγούδι από καιρό στο σύνολό του έπαψε να είναι τέχνη, έγινε ένα προϊόν που μοναδικό σκοπό έχει το κέρδος. Το κέρδος του ραδιοφώνου από τις διαφημίσεις, το κέρδος των μαγαζατόρων των νυχτερινών κέντρων, το κέρδος του νυχτοκάματου κάποιων πρώτης γραμμής τραγουδιστών και άλλων πολλών συναφών επαγγελμάτων με τον χώρο. Αυτός είναι ο κανόνας. Βέβαια υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, αλλά είναι δομημένο έτσι το πράγμα όλο που δεν μπορείς να κάνεις τίποτα. Είναι κατάντια το γεγονός να υποβαθμίζεται η άποψη αυτών που παρέχουν την πρώτη ύλη, την ουσία, το τραγούδι, καθώς επίσης να υποβαθμίζεται η άποψη του παραγωγού, ακόμα και των ανθρώπων της εταιρείας και να βλέπεις το λυπηρό εξής φαινόμενο:. ο παραγωγός του δίσκου σε μια γωνιά, ο τραγουδιστής σε μια άλλη, η εταιρεία σε μια τρίτη και στη μέση κάποιοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί, οι οποίοι αποφασίζουν για το ποιο τραγούδι θα βγει πρώτο. Τι μεγάλη ντροπή κι αυτή. Να μην αρχίσω να λέω τώρα και να εξηγώ τι σημαίνει ραδιοφωνικοί παραγωγοί γιατί θα γελάσει κάθε πικραμένος. Από πού κι ως που οι ραδιοφωνικοί παραγωγοί κρίνουν τα τραγούδια; Με ποια ιδιότητα; Με ποιες γνώσεις; Είναι ένα κακόγουστο αστείο που το μόνο που κάνει είναι να καταστρέφει τη μουσική και δη το ελληνικό τραγούδι. Αν έχεις χρήματα, πληρώνεις την ξανθιά με σήμα κατατεθέν της εμπειρίας της στη μουσική το πλούσιο στήθος και το αβυσσαλέο της ντεκολτέ κι έτσι το τραγούδι σου (ότι κι αν είναι αυτό, όσο άτεχνο, όσο ίδιο με όλα, όσο άσχετο, κ.λπ.) να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις του play list…Τι σημαίνει play list;

    Σημαίνει ότι δεν έχει σημασία αν το τραγούδι που θα παίξεις έχει λόγο ύπαρξης. Αυτό που έχει σημασία είναι ποιο οικονομικό deal θα κάνει ο ραδιοφωνικός σταθμός με τον τραγουδιστή ή τον ατζέντη του… Κάπως έτσι αξιολογούνται τα τραγούδια και κάπως έτσι καταστρατηγείται η μουσική στην ψωροκώσταινα. Το ραδιόφωνο αποτελεί ως επί το  πλείστον το πλυντήριο του εγκεφάλου  των ακροατών. Ακόμα κι ένα «σκουπίδι» με το παίξε-παίξε, μπορεί να το αναγάγει σε τεράστιο σουξέ. Τραγούδια σε  μια κακοποιημένη  ελληνική γλώσσα, που υποβαθμίζουν την ποιότητα του κόσμου, γίνονται για λίγο τεράστιες επιτυχίες κι ακολούθως, στο εξάμηνο πάνω, καταλήγουν εκεί όπου ανήκουν: στην αφάνεια… Μιλώ για τον κανόνα, που έχει να κάνει με το λαϊκό και το Pop τραγούδι στους πιο μεγάλους σταθμούς της χώρας. Αυτούς με τη μεγαλύτερη ακροαματικότητα, δηλαδή, οι οποίοι ορίζουν τι θα παιχτεί και πολλάκις, άκουσον-άκουσον, ακόμη και το «τι θα γραφτεί»… Φτάσαμε στο σημείο το μπουζούκι να είναι απαγορευμένος ήχος… Γέμισε ο τόπος με τραγουδάκια φτιαγμένα σε home studios από ανθρώπους μη καλλιτέχνες. Τα παιδιά έχουν γυρίσει την πλάτη στο ελληνικό τραγούδι. Εκπομπές reality στην τηλεόραση αντί να προωθούν το ελληνικό τραγούδι, προωθούν σε αναλογία 10 προς 1 το ξένο… Όμως τούτος ο τόπος έχει μάθει να αναγεννιέται από τις στάχτες του χιλιάδες χρόνια τώρα. Είμαι αισιόδοξος πως θα έρθει με κάποιο τρόπο η στιγμή που ο κάθε ένας θα πάρει αυτό που του ανήκει. Μέχρι τότε, κάποιοι ρομαντικοί από μας θα εξακολουθούμε να δίνουμε τον αγώνα μας, σε σκοτεινά δωμάτια, μ’ ένα φωτάκι πάνω από το χαρτί, προσπαθώντας να μπούμε στην ψυχή του Έλληνα και να τραγουδήσουμε, τον καημό του, τον πόνο του, τον έρωτα ή τη χαρά του κι ας μην επιλέγει τα τραγούδια μας η δικτατορία των ραδιοφώνων με τους ως επί το πλείστον ελλιπείς «παραγωγούς» της. Μπορούμε και χωρίς αυτούς… Από την άλλη, δεν θέλω να παραβλέψω και τα φωτεινά παραδείγματα, λίγων μεν, αλλά σημαντικών ραδιοφώνων που προστατεύουν και αγαπούν το ελληνικό τραγούδι και όχι μόνον. Υπάρχουν σταθμοί, δυστυχώς με μικρότερη ακροαματικότητα, πιστοί στις αρχές τους που προάγουν το καλό τραγούδι σε όποιο είδος κι αν ανήκει αυτό. Δεν θα ήθελα να αναφερθώ και σε εκείνη την πλευρά του τραγουδιού που τραβάει τη δική της πορεία κι έχει τα δικά τη ραδιόφωνα, τα δικά της έντυπα και το δικό της υποτίθεται κοινό με την επίφαση του «εντέχνου» τραγουδιού και μιας κουλτούρας που κοιτάζει με απέχθεια τους λαϊκούς και τα μπουζούκια. Είναι κι αυτή μια κατηγορία «ιζνογκούντ». Μια κατηγορία που θα ήθελε να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη κι αφού αυτό δεν είναι εφικτό, συνηγορούν στο «όποιο μη έντεχνο, σκυλάδικο εστί». Το τραγούδι για μένα είναι ένα και χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: στο καλό και στο κακό τραγούδι. Όπως ακριβώς οι καλές και οι κακές ημέρες, οι καλοί και οι κακοί άνθρωποι, το καλό και το κακό φαγητό κ.ο.κ. Κι εγώ ως γνωστόν είμαι… καλοφαγάς!!!





    Γίνε ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

    Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.

    Στείλε το άρθρο σου

    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    Administrator
    #29881   /   27.02.2020, 00:14   /   Αναφορά
    Αφανής με τόσα σπουδαία κομμάτια. Έχει γράψει και το - αγαπημένο μου - Μυστικά, που τραγουδάει ο Γιώργος Νταλάρας. Πολλά μπράβο για τη συνέντευξη Κωνσταντίνε.
    CHE
    #29882   /   27.02.2020, 05:31
    Σ' ευχαριστώ πολύ Jorge! Φυσικά έπονται και άλλες συνεντεύξεις. Μέχρι σήμερα, από τις συνεντεύξεις έχουν συγκεντρωθεί οι ιστορίες πάνω από 230 τραγουδιών από τη δεκαετία του 1960 μέχρι σήμερα. Μάλλον κάποια στιγμή θα πρέπει να βγουν σε βιβλίο...

    Administrator
    #29883   /   08.03.2020, 19:20
    Ε μην αργείς :)