ελληνική μουσική
    769 online   ·  210.850 μέλη
    vouliakis
    25.12.2004, 11:44
    του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

    Ξένος του κόσμου και της σαρκός κατήλθε την παραμονήν από τα ύψη συστείλας τας πτέρυγας, όπως τας κρύπτει, θείος άγγελος. Έφερε δώρα από τα άνω βασίλεια, δια να φιλεύση τους κατοίκους της πρωτευούσης. Ήτον ο καλός άγγελος της πόλεως.

    Εκράτει εις την χείρα εν άστρον και επί του στέρνου του έπαλλε ζωή και δύναμις και από το στόμα του εξήρχετο πνοή θείας γαλήνης. Τα τρία ταύτα δώρα ήθελε να μεταδώση εις όλους όσοι προθύμως τα δέχονται.

    Εισήλθεν εν πρώτοις εις εν αρχοντικόν μέγαρον. Είδεν εκεί το ψεύδος και την σεμνοτυφίαν, την ανίαν και το ανωφελές της ζωής, ζωγραφισμένα εις τα πρόσωπα του ανδρός και της γυναικός και ήκουε τα δύο τέκνα να ψελλίζωσι λέξεις εις άγνωστον γλώσσαν. Ο άγγελος επήρε τα τρία ουράνια δώρα του και έφυγε τρέχων εκείθεν.

    Επήγεν εις την καλύβαν πτωχού ανθρώπου. Ο ανήρ έλειπεν όλην την ημέραν εις την ταβέρναν. Η γυνή επροσπάθει ν' αποκοιμήση με ολίγον ξηρόν άρτον τα πέντε τέκνα, βλασφημούσα άμα την ώραν που είχεν υπανδρευθή. Τα μεσάνυχτα επέστρεψεν ο σύζυγος της, αυτή τον ύβρισε νευρική, με φωνήν οξείαν, εκείνος την έδειρε με την ράβδον την οζώδη και μετ' ολίγον οι δύο επλάγιασαν, χωρίς να κάμουν την προσευχήν των και ήρχισαν να ροχαλίζουν με βαρείς τόνους. Έφυγεν εκείθεν ο άγγελος.

    Ανέβη εις μέγα κτίριον, πλουσίως φωτισμένον. Ήσαν εκεί πολλά δωμάτια με τραπέζας, κι' επάνω των έκυπτον άνθρωποι, μετρούντες αδιακόπως χρήματα, παίζοντες με χαρτιά. Ωχροί και δυστυχείς, όλη η ψυχή των ήτο συγκεντρωμένη εις την ασχολίαν ταύτην. Ο άγγελος εκάλυψε το πρόσωπον με τας πτέρυγάς του, δια να μην βλέπη, κι' έφυγε δρομαίως.

    Εις τον δρόμον συνάντησε πολλούς ανθρώπους, άλλους εξερχόμενους από τα καπηλεία, οινοβαρείς και άλλους κατερχόμενους από τα χαρτοπαίγνια, μεθύοντες χειροτέραν μέθην. Τίνας είδε ν' ασχημονούν και τίνας ήκουσε να βλασφημούν τον ¶ην - Βασίλην, ως πταίστην . Ο ¶γγελος εκάλυψε με τας πτέρυγας του τα ώτα, δια να μην ακούη, και αντιπαρήλθεν.

    Υπέφωσκεν ήδη η πρωία της πρωτοχρονιάς και ο ¶γγελος, δια να παρηγορηθή, εισήλθεν εις την εκκλησίαν. Αμέσως πλησίον εις τας θύρας είδεν ανθρώπους, να μετρούν νομίσματα, μόνον πως δεν είχαν παιγνιόχαρτα εις τας χείρας και εις το βάθος αντίκρυσεν ένα άνθρωπον χρυσοστόλιστον και μιτροφορούντα ως Μήδον σατραπην της εποχής του Δαρείου, ποιούντα διάφορους ακκισμούς και επιτηδευμένας κινήσεις. Δεξιά και αριστερά, άλλοι μερικοί έψαλλον με πεπλασμένας φωνάς: "Τον Δεσπότην και αρχιερέα!"

    Ο ¶γγελος δεν εύρε παρηγορίαν. Επήρε τα πτερόεντα δώρα του το άστρον το προωρισμένον να λάμπη εις τας συνειδήσεις, την αύραν, την κάνειν να δροσίζη τας ψυχάς, και την ζωήν, την πλασμένην δια πάλλη εις τας καρδίας, ετάνυσε τας πτέρυγας και επανηλθεν εις τας ουρανίας αψίδας.