Τον τόπο μας, εκτός των άλλων, πλήττει η προγονοπληξία, οι φανατικές πεποιθήσεις και ο συντηρητισμός. Αν προσθέσουμε σε όλα τούτα την προσωπολατρία, δημιουργούμε ένα σπέσιαλ κοκτέιλ, προς κατάποση και πέψη.
Διαβάζοντας προσεχτικά τη συζήτηση που προηγήθηκε, στις ενστάσεις σχετικά με την κίνηση, δε συνάντησα αρνητικό σχολιασμό για το πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη καθ' αυτό και τη γενικότερη προσφορά του στα πατρώα και μη εδάφη. Φαίνεται ότι κάτι μου διαφεύγει, εξ' ου και δεν αντιλήφθηκα το λόγο των λεκτικών επιθέσεων προς τους «αποκλίνοντες». Ιδού η προσωπική μου σχετική εκτίμηση.
Ο Μίκης Θεοδωράκης δώρισε πολλά στην ελληνική κοινωνία, και το πράττει ακόμη με τη διαχρονική αξία των έργων του. Δε βλέπω να διαφωνεί κανείς με αυτό. Πρόκειται μάλλον για μια κοινώς παραδεκτή αλήθεια. Εφ' όσον ισχύει το παραπάνω, ο Μίκης Θεοδωράκης το τελευταίο που έχει ανάγκη είναι ένα πλήθος υποστηρικτών να πλέκουν εγκώμια και να τοποθετούν δαφνοστέφανα στο βωμό του ονόματός του. Η πραγματικότητα μπορεί να μην έχει στόμα, αλλά μιλάει.
Είναι η πιο ακατάλληλη ώρα για τυφλό ζήλο και μεγαλοποιήσεις. Ας είμαστε αμερόληπτοι και αντικειμενικοί, ας βάλουμε την «υπερτροφική» μας λογική σε λειτουργία. Το ζήτημα είναι το εξής: αφ' ενός, ο τόπος αυτός έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο αποθηρίωσης και εκφυλισμού, που ένας άνθρωπος πρωταγωνιστής των περασμένων καιρών, σε ιδαιτέρως ώριμη ηλικία, αναλαμβάνει χρέη νεοτέρων, σε μια προσπάθεια -εικάζω- κινητοποίησης ή/και καθοδήγησης των τελευταίων. Αφ' ετέρου, η σύγχρονη γενιά μοιάζει βραδυκίνητη και οκνηρή, μια γενιά χωρίς ψυχή, όπως συχνά αποκαλείται, που «επαναστατεί» με την εικονική συμμετοχή της σε ομάδες διαδικτυακών χώρων συζητήσεων. Είναι μια γενιά ακινητοποιημένη που κινείται και δρα πίσω από την οθόνη του υπολογιστή, επικρίνοντας και ευφυολογώντας, καθήμενη στο αναπαυτικό διαμέρισμα που πλήρωσε ο μπαμπάς. Για την αφύπνιση του κοιμώμενου λαού, μια ανεξάρτητη κίνηση πολιτών κρίνεται απαραίτητη. Απαραίτητο κρίνεται, εντούτοις/επίσης, να γίνει αυτή από αίμα ζεστό και φρέσκο (Είναι κρίμα, το ξέρω, αλλά το ελιξίριο της μακροζωίας και της πνευματικής ακμαιότητας δεν εφευρέθηκε ακόμη. Τις κατηγορίες στους χημικούς, παρακαλώ.).
Ναι. Είναι κοινωνικός ρατσισμός να απορρίπτεις έναν άνθρωπο 85 ετών λόγω της ηλικίας του, θεωρώντας τον ανίκανο να αποδειχθεί επαρκής και να συνεισφέρει ουσιαστικά με στόχο την αλλαγή. Όπως επίσης, κοινωνικός ρατσισμός είναι, να κατακρίνεις, να χλευάζεις και να απορρίπτεις έναν άνθρωπο 20 ετών, επειδή δε γεννήθηκε εν καιρώ πολέμου, επειδή δε θυσιάστηκε, δεν υπέφερε, δε βασανίστηκε ψυχή τε και σώματι για τις μελλοντικές γενιές, επειδή είχε την τύχη -ή την ατυχία- να ζήσει και να αναπτυχθεί στον αιώνα της πληροφορίας και της «ανατροπής του καναπέ», θεωρώντας πως αυτό και μόνο τον καθιστά άφρονα, χωρίς πολιτική συνείδηση, λιγότερο Ρωμιό από τους παλαιότερους.
Δεν πίνουν όλοι οι νέοι φραπόγαλο και βωμολοχούν για τις ατυχίες τους στο προ. Δεν είναι όλοι οι νέοι παιδιά του Φέημ Στόρυ, του Τοπ Μόντελ και του οργουελικού εφιάλτη, ούτε συνωστίζονται όλοι στις συνοικιακές καφετέριες για να απολαύσουν τον επόμενο αγώνα του Μπάοκ. Οι υπόλοιποι είναι αποτραβηγμένοι, γιατί τους παίρνουν τη φωνή. Ή, γιατί, αν φωνάξουν, κανείς δε θα ακούσει, θα προτιμηθεί ξανά ένα πρόσωπο του τότε, ως μέντορας και ως σωτήρας και ως γνώστης των πάντων. Ελλείψει εμπειρίας, ελλείψει εξορίας, ελλείψει ένδειας, ελλείψει ετών, κανένας από τους νέους που επιθυμούν και προσπαθούν να δράσουν, δεν ακούγεται.
Δεν ξέρω ποιος δύναται να φέρει τη σωτηρία. Επιδοκιμάζω όσους το επιδιώκουν. Μέσα μου, πάντως, θεωρώ ότι το πουλημένο μέλλον πρέπει να το αναλάβουν αυτοί που θα το ζήσουν.
Επικροτώ το εγχείρημα, χαμογελώ -διστακτικά, βέβαια, δεν το αρνούμαι, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο διάψευσης- και ελπίζω πως αυτός ο καταραμένος ο Γκάτσος θα διαψευσθεί, κάποια στιγμή (το δικό μου χαρακτήρα, βλέπετε, αγγίζει πιο πολύ η ρομαντική ονειροπόληση του Χατζιδάκι). Φτάνει με τις βαρυσήμαντες δηλώσεις. Μακάρι αυτή η κίνηση να βάλει ένα λίθο στο κτίριο της ελπίδας. Γιατί ζούμε σε καιρούς, που ακόμη κι αυτή μας επισκέπτεται σπάνια.