Η αυστηρότητα, η απολυτότητα και τα αυτόματα αντανακλαστικά καθιστούν την οποιαδήποτε -ακόμα και την πιο καλοπροαίρετη- κριτική ανάλογη του «ξύλινου λόγου» των πολιτικών ή της αγόρευσης και απόδοσης φοβερών κατηγοριών ενός ανάλγητου και αμείλικτου εισαγγελέα ή προέδρου δικαστηρίου που ακολουθεί το γράμμα του νόμου, και όχι την ουσία του, μη αναγνωρίζοντας το παραμικρό ελαφρυντικό στον κατηγορούμενο, ούτε καν αυτό του πρότερου έντιμου βίου…
Ένας τέτοιος εισαγγελέας ή πρόεδρος σίγουρα δεν θα γελούσε, όπως αυτός του ανεκδότου, που ρωτώντας τον κατηγορούμενο: «Κατηγορούμενε, συνουσιάσθηκες με τη σύζυγο του καταγγέλλοντα;», πήρε την απάντηση: «Όχι κύριε πρόεδρε, δεν συνουσιάστηκα, την πήδηξα μόνο την κυρία!». Ένας τέτοιος εισαγγελέας θα ζητούσε αυστηρότερη ποινή…
Φανταστείτε έναν πατέρα που στο άκουσμα πως το παιδί του, άριστος ως τη στιγμή εκείνη μαθητής, πιάστηκε αδιάβαστο μια μέρα σε ένα μάθημα, του αστράφτει ένα χαστούκι και το ξευτιλίζει δημόσια για αυτό το τεράστιό του ατόπημα. Τι θα λέγαμε τότε για αυτόν τον πατέρα; Θα επικροτούσαμε τη μέθοδο διαπαιδαγώγησής του, λέγοντας πως πολύ καλά κάνει και τιμωρεί άμεσα το αψεγάδιαστο μέχρι τη στιγμή εκείνη παιδί του; Θα ακολουθούσαμε το παράδειγμά του;
Μία από τις βασικές αιτίες ορισμένων σοβαρών ψυχικών διαταραχών και ναρκισσιστικών τραυμάτων είναι η αυστηρότητα, ο χλευασμός, η ειρωνεία και η απόρριψη του παιδιού από τον γονιό του, όταν αυτό δεν ανταποκρίνεται κατά γράμμα στις προσδοκίες και τις αξίες του τελευταίου.
Η αυστηρότητα και η απολυτότητα ΠΟΤΕ δεν κάνουν καλό, όσο και καλοπροαίρετες και αν είναι. Κάθε είδος τέχνης έχει και τα σκουπίδια του, έτσι και το λεγόμενο έντεχνο. Είπαμε: «Δεν κάνει η γενιά τον άντρα, αλλά ο άντρας τη γενιά». Με αυτήν την έννοια, δεν είμαι ένδοξος μόνο και μόνο επειδή είμαι έλληνας και απόγονος του Αριστοτέλη ή του Σωκράτη, ούτε είμαι υπεράνω κριτικής μόνο και μόνο επειδή (αυτό)-αποκαλούμαι «έντεχνος», «έντεχνο», «ρεμπέτικο» κ.τ.λ. Υπάρχουν άπειρα έντεχνα, παραδοσιακά ή ρεμπέτικα σκουπίδια που, όμως, δεν χαρακτηρίζουν το ΣΥΝΟΛΟ του είδους, όταν αυτό κρίνεται από την απήχηση και τη διαχρονικότητά του ως «ποιοτικό».
Το ότι ο Καζαντζίδης τραγούδησε το «Σινανάϊ, γιάβρουμ, σινανάϊ να» ή άλλα ανάλογα τουρκογύφτικα, που πολλοί από εμάς -λάτρεις του «ποιοτικού» τραγουδιού- τραγουδήσαμε και χορέψαμε κάποια φορά δεν σημαίνει πως ο Στελάρας είναι για τον Καιάδα ή εμείς για τα τάρταρα του πενταγράμμου…
Όταν η αείμνηστη ρεμπέτισσα Λιλή τραγουδούσε -όταν έρχονταν στα κέφια- στο Μινουί της Θεσσαλονίκης «…του μ..νιού σου το γλωσσίδι μούδωσε κλωτσιά στ΄ αρ…δι…» δεν μετατρέπονταν σε Πάολα ή Αλεξανδράτου της εποχής της. Παρέμενε μια κυρία και αυθεντική ερμηνεύτρια του ρεμπέτικου. Το ίδιο και η γειτόνισσά μου η Μαριώ.
Είναι καλό να έχουμε χιούμορ, ευελιξία και ευρύχωρη καρδιά, ιδιαίτερα με νέα άτομα, και ιδιαίτερα όταν δεν έχουν δώσει κατά συρροή αφορμές -αν πρόκειται για καλλιτέχνες- «καλλιτεχνικής παραβατικότητας»!!!
Ο βούρδουλας ποτέ δεν συνετίζει, μόνο φοβίζει. Ας δοκιμάσουμε, λοιπόν, με το χάδι. Το λιγότερο που θα εισπράξουμε είναι ένα χαμόγελο και εκτίμηση…