Και μερικά από την παράδοσή μας...:
"Μια μαυροφόρα στέκονταν στην άκρη τη θαλάσση
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέγει
Μαρί κακούργα θάλασσα και πικροκυματούσα
Αχ τον άντρα μ' τι τον έκαμες τον άντρα μ' που τον πάϊσες"
"Του Δημητρό τουν βάρεσαν ανάμεσα στα στήθια
Γέμ'σι του στρώμα τ' γαίματα, τα χείλη του φαρμάκι
Γλωσσίτσα του βιλβίλιαξι σαν του χιλιδουνάκι
Χυθήκαν τα δοντάκια του σαν του λιανό του ρύζι
Μαύρα πουλιά τουν έτρουγαν, άσπρα τουν λουγυρνούσαν
Κι ένα πουλί καλό πουλί ψηλά χαμ'λά πιτάζει
Μαύρο χαμπέρι έφερε στη δόλια του τη μάνα"
"Με γέλασαν με γελάσανε τα πουλιά, της άνοιξης τ' αηδόνια
Με γέλασαν και μου 'πανε ποτέ δε θα πεθάνω
Κι έφκιασα του σπιτάκι μου ψηλότερο 'που τ' άλλα
Μ' ιφτά ουχτώ πατώματα μ' ιξίντα παραθύρια
Στου παραθύρι κάθουμι τους κάμπους αγναντεύω
Βλέπου του χάρου πο' 'ρχεται παν' στ' άλογο καβάλα.."
"ο Διγενής ψυχομαχά
Τρεις μέρες χαροπάλευε ψυχή δεν παραδίνει
όσ' άρχοντες τ' ακούσανε παίρνουν δρόμο και πάνε
Κι ο Διγενής ελάλησε και της καλής του λέγει
Στρώσε καλή μου τα χαλιά να κάτσουν οι αρχοντάδες
Και βγάλε και γλυκό κρασί και κέρασε τους φίλους
Εγώ χαλιά σας έστρωσα, καθήστε αρχοντάδες
Γλυκό κρασί σας έφερα μόνοι σας κεραστείτε
Τι με καλεί ο Διγενής με κραίνει ο καλός μου
Ακούει το νιο που βόγγιξε και βαργιαναστενάζει
Ο Χάροντας με νίκησε και παίρνει την ψυχή μου"
"Κατέβκαν κλέφτες στα χουριά, κλέφτες στα βιλαέτια
Πατήσαν κάστρα κι χουριά, 'κλησιές κι μοναστήρια
................................
Και μια νύφη πολλά μικρή παρηγοριά δεν έχει
Σκοτώσανε τον άντρα της, κάψανε την καρδιά της
Κι πιθιρά τσ' τη λάλησι κι την παρηγοράει
Σώπα νυφούλα μου μην κλαις
Ετσ' ήταν του γραφτό σου"
και πολλά πολλά ακόμα...