ελληνική μουσική
    843 online   ·  210.833 μέλη

    Τραγούδια για τον θάνατο

    mary_omikron
    31.08.2011, 09:19


    mary_omikron
    31.08.2011, 10:24

    Προέρχονται από την λαική μας παράδοση και τα συναντάμε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας με μικρές παραλλαγές, αλλά πάντα με το ίδιο τραγικό τέλος... Η ίδια ιστορία καταγράφεται και στην παράδοση γειτονικών χωρών (Αλβανία, Σερβία, Βουλγαρία) με το ίδιο τέλος και αλλαγή μόνο στα ονόματα... Οι βαλκανικές παραλλαγές δημοσιεύονται στο βιβλίο Αίμος, Ανθολογία Βαλκανικής ποίησης.

    ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΗΠΕΙΡΟΥ)

    Μάνα με τους εννιά τους γιους και τις εννιά νυφάδες,
    είχε και την Αρετώ της μοναχοθυγατέρα,
    την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη
    την είχε δώδεκα χρονών και ο ήλιος δεν την είδε.

    Στα σκοτεινά την έλλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει

    στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της.

    Νύφη την εζητήσανε πολύ μακριά στα ξένα.
    Οι οχτώ αδερφοί δε θέλανε κι η μάνα της  δε θέλει.

    Ο Κώστας ο μικρότερος θέλει για να τη δώσει.

    -Μάνα μου κι ας τη δώσομε την Αρετή στα ξένα,


    στα ξένα εκεί που περπατώ, στα ξένα που πηγαίνω,
    να χω κι εγώ παρηγοριά, να χω κι εγώ κονάκι,
    κι αν πάμε εμείς στην ξενιτιά ξένοι να μην περνούμε.
    -Φρόνιμος είσαι Κωνσταντή, μα άσχημα απεκρίθης!

    Κι αν μο ρθει γιε μου θάνατος, κι αν μο ρθει γιε μ’ αρρώστια
    Κι αν τύχει πίκρα ή χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
    -Βάνω τον ουρανό κριτή και τους άγιους μαρτύρους,
    αν τύχει πίκρα ή χαρά εγώ θα σου τη φέρω,

    το καλοκαίρι τρεις φορές και το χειμώνα πέντε!

    Και δώσανε την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα...

     

     

    Και σαν την επαντρέψανε την Αρετή στα ξένα,
    Ήρθανε χρόνοι δίσεχτοι, πικροί, φαρμακωμένοι,
    Ήρθανε μήνες οι κακοί κι εβδομάδες μαύρες
    Απέθαναν οι εννιά οι γιοι και οι εννιά νυφάδες.

    ‘Έμεινε η μάνα μοναχή σαν καλαμιά στον κάμπο.
    Σ’ όλα τα μνήματα έκλαιγε, σ’ όλα μοιρολογούσε,
    στου Κωνσταντίνου το μνημείο τραβούσε τα μαλλιά της:
    -Ανάθεμα σε, Κωνσταντή, και τρισανάθεμά σε,
    που μο ‘δωκες την Αρετή πολύ μακριά στα ξένα,

    το τάξιμο που μο ‘δωσες πότε θα το πληρώσεις;
    Τον ουρανό ‘βαλες κριτή και τους αγίους μαρτύρους,
    Αν τύχει πίκρα ή χαρά να πας να μου τη φέρεις.
    Από τα τρισανάθεμά κι απ τη βαριά κατάρα,
    η γη ανατινάχτηκε κι ο Κωνσταντίνος βγήκε.

    Ρίχνει την πέτρα σε μεριά, το χώμα από την άλλη,
    Κάνει το σύννεφο άλογο και το άστρο χαλινάρι
    και το φεγγάρι συντροφιά να πάει να τη φέρει.
    Παίρνει τα όρη πίσω του και τα βουνά μπροστά του
    πολλά ποτάμια πέρασε και κάμπους με λουλούδια

    Στο δρόμο όπου πήγαινε, στο δρόμο που πηγαίνει
    παρακαλούσε κι έλεγε, παρακαλεί και λέγει:
    Να έβρισκα την Αρετή εκεί που να χορεύει,
    τρεις δίπλες να ναι ο χορός κι η Αρετή στη μέση.
    Κι όπως επαρακάλεσε έτσι και πάει την ήβρε:

    Τρεις δίπλες ήταν ο χορός κι η Αρετή στη μέση.
    Από μακριά τη χαιρετά και από κοντά της λεει:
    -Άιντε αδερφή να φύγομε στη μάνα μας να πάμε!
    -Αλοίμονο αδερφάκι μου και τ είναι τούτη ώρα;
    Κώστα μ αν ήρθες για καλό, να έρθω όπως είμαι,

    αν ήρθες για παρηγοριά, τα μαύρα να φορέσω
    -Έλα, Αρετή να φύγομε κι ας είσαι όπως είσαι.
    Κοντολυγίζει το άλογο στα κάπουλα τη βάνει
    .Βέργα δίνει στο άλογο κι αυτό το δρόμο παίρνει.
    Στο δρόμο που πηγαίνανε πουλάκια κελαηδούσαν,

    δεν κελαηδούσαν σαν πουλιά κι ούδε σα χελιδόνια,
    μωρ κελαηδούσαν κι έλεγαν ανθρώπινη κουβέντα:
    -Για ιδείτε εκεί τι γίνεται, παράξενο μεγάλο,
    πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους!
    Κι η Αρετή σαν τ άκουσε πολύ παραξενεύτη.

    -Άκουσε, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
    -Πουλάκια ειν΄ και κελαηδούν, πουλάκια ειν΄κι ας λένε!
    Παρέκει που πηγαίνανε κι άλλα πουλιά τους λένε:
    -Ποιος είδε κόρη όμορφη να σέρνει ο πεθαμένος;
    -Παρέκει όπου διάβαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:

    -Δεν είναι κρίμα και άδικο, παράξενο μεγάλο
    να περπατούν οι ζωντανοί με τους απεθαμένους;
    -Άκουσες Κωνσταντίνε μου τι λένε τα πουλάκια;
    Πως περπατούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους;
    -Απρίλης είναι και λαλούν και Μάης και φωλιάζουν.

    -Κωστάκη μου μυρίζεις γη, μυρίζεις χωματίλα.
    Φοβάμαι αδερφάκι μου, τις λιβανιές μυρίζεις.
    -Εχτές βράδυ επήγαμε πέρα στον Αι-Γιάννη
    και μας θυμιάτισε ο παπάς με περισσό λιβάνι.
    Και παρεμπρός που πήγαιναν κι άλλα πουλιά τους λένε:

    -Για δες θάμα-πανάθεμα που γίνεται στον κόσμο,
    τέτοια πανώρια λυγερή να σέρνει ο πεθαμένος!
    Το άκουσε πάλι η Αρετή και ρίγησε η καρδιά της .
    -Άκουσες Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια;
    -Άσε Αρέτω τα πουλιά και ας λένε ότι θέλουν

    -Πες μου που είν τα κάλλη σου, που ειν η λεβεντιά σου,
    και τα ξανθά σου τα μαλλιά και το όμορφο μουστάκι;
    -Έχω καιρό που αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου.
    Εκεί κοντά εκεί σιμά στην εκκλησία ζυγώνουν.
    Γυρίζει τότε ο Κωνσταντής και λεει της αδερφής του:

    -Ξέχασα το μαντήλι μου πίσω στο Άγιο-Βήμα.
    Σείρε Αρέτω μ’, αμπροστά κι εγώ έρχομαι πίσω!
    Βαριά χτυπάει τ άλογο κι από μπροστά της χάθει.
    Κι ακούει την πλάκα να βροντά, το χώμα να βουίζει.
    Κινάει και πάει η Αρετή στο σπίτι μοναχή της.

    Βλέπει τους κήπους της γυμνούς, τα δέντρα μαραμένα,
    βρίσκει μπροστά στην πόρτα της χορτάρια φυτρωμένα,
    βλέπει το βάλσαμο ξερό, το καριοφίλι μαύρο,
    βλέπει και το βασιλικό πολύ μαραγκιασμένο,
    βρίσκει την πόρτα σφαλιστή και τα κλειδιά παρμένα
    και τα σπιτοπαράθυρα βαριά μανταλωμένα.

    Χτυπά την πόρτα δυνατά, τα παραθύρια τρίζουν,
    Τη μάνα της εφώναξε, τη μάνα της φωνάζει.
    -Ποιος είσαι εσύ που μου χτυπάς και μου φωνάζεις μάνα;
    Αν είσαι φίλη διάβαινε κι αν είσαι εχθρός μου φύγε.
    Κι αν είσαι ο πικροχάροντας άλλα παιδιά δεν έχω

    Κι η δόλια η Αρετούλα μου είναι μακριά στα ξένα.
    -Σήκου, μανούλα, μ άνοιξε, σήκου, γλυκιά μου μάνα
    .-Ποιος είναι αυτός που μου χτυπά και μου φωνάζει μάνα;
    -Άνοιξε μάνα μου γλυκιά κι εγώ είμαι η Αρετή σου.
    -Αρετώ μου ποιος σε έφερε και ποιος θε λα σε πάρει;
    - Ο Κώστας, όπου μ έφερε αυτός θε λα με πάει!
    - Ο Κώστας μου απέθανε και γυρισμό δεν έχει
    .Ο Κώστας μου απέθανε και τα παιδιά μου όλα,
    αυτά τα πήρε ο χάροντας μαζί με τις νυφάδες……
    Κατέβηκε αγκαλιάστηκαν κι απέθαναν κι οι δύο.

    ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ (ΠΑΡΑΛΛΑΓΗ ΚΡΗΤΗΣ)

     


    Μια μάνα είχ’ εννιά τσι γιους και μια τη θυγατέρα,

    Στα σκοτεινά την έλουγε, στο φέγγος τη χτενίζει,

    Στο φεγγαράκι τ’ αργυρό τήνε σουραδοπλέκει.

    Κι η γειτονιά δεν το ξερε πως είχε θυγατέρα

    Και προξενιά τση μπέψανε από τη Σαλονίκη.

    Οι οχτώ αδερφοί δε θέλουνε κι ο Κωνσταντίνος  θέλει:

    «Δως τηνε, μάνα, δως τηνε την Αρετή στα ξένα,

    να’ χω κι εγώ παρηγοριά στα ξένα να γυρίζω».

    «Κι αν τύχει ο χρόνος βίσεκτος, ποιος πα να τήνε φέρει;»

    «Δως τηνε, μάνα, δωσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,

    κι αν τύχει ο χρόνος βίσεκτος, εγώ πα να τη φέρω».

    «Δεν τηνε, δούδω, Κωνσταντή, την Αρετή στα ξένα,

    κι αν τύχει ο χρόνος βίσεκτος, ποιος πα να μου τη φέρει;»

    «Δως τηνε, μάνα, δωσ’ τηνε την Αρετή στα ξένα,

    μ’ αν τύχει ο χρόνος βίσεκτος, εγώ πα να τη φέρω».

    Και δούδει την η μάναν τση την Αρετή στα ξένα.

    Τυχαίν’ ο χρόνος βίσεκτος, οι εννιά αδερφοί ποθαίνουν

    .Και εις των οχτώ τα μνήματα βιόλες και μαντζιοράνες

    Κι εις του καημένου Κωνσταντή στράτες και μονοπάτια.

    Κι επέρασε κι η μάνα του κι αναθεμάτισέν τον:

    «Ανάθεμά σε, Κωνσταντή, κι εσέ και το καλό σου,

    απού μου την εξόριζες την Αρετή στα ξένα»

    .Και πάλι ξαναπέρασε κι αναθεμάτισέ τον:

    «Ανάθεμά σε, Κωνσταντή, κι εσέ και το καλό σου,

    απού μου την εξέριζες την Αρετή στα ξένα».

    Το τόσο μυριανάθεμα ο Κωνσταντής βαρέθη,

    Κάνει το μνήμαν τ’ άλογο και το λαζάρι σέλα

    Και τα κιβουροχάλικα σκάλες και χαλινάρια.

    Παίζει του μαύρουν του βιτσιά, στο Σαλονίκι φτάνει,

    Βρίστει την κόρη στο χορό με τρεις παπαδοπούλες:

    «Καλώς τονε τον Κωνσταντή που φέρνει το μαντάτο.

    Αν είναι θλίψη, να θλιφτώ, κι αν είν’ χαρά, ν’ αλλάξω,
    Κι αν είναι για το γάμο σου, ολόχρυσα να βάλω».

    «Δεν είναι θλίψη να θλιφτείς μηδέ χαρά ν’ αλλάξεις

    μηδέ και για το γάμο μου ολόχρυσα να βάλεις.

    Η μάνα σου σ’ εζήτησε και θέλει σε να πάεις».

    Απού τη χέρα την αρπά, στο μαύρο την καθίζει,

    Παίζει βιτσιά τ’ αλόγου του, σαν τον αέρα πάει.

    Και όντεν επερνούσανε κοντά στον Αι-Γιώργη,

    Γροικά η κόρη μια μιλιά παράξενη και λέει:

    «Για ιδέ κοράσιον όμορφον το σέρν’ αποθαμένος».

    «Γροικάς το, Κωνσταντίνο μου, τ’ αηδόνι είντα λέει;»

    «Γροικώ το, Αρετούσα μου, και το γνωρίζω κιόλας».

    Και όντεν επερνούσανε στα μνήματ’ αποπάνω:

    «Κατές τώρ’ , Αρετούσα μου, στο σπίτι μας να πάεις;

    Γιατί χρωστώ τ’ Αγιού κερί, του μάκρους μου λαμπάδα».

    «Κατέχω, Κωνσταντίνο μου, στο σπίτι μας να πάω,

    μα γιάντα, αδερφάκι μου, μ’ αφήνεις εις το δρόμο;»

    Η κόρη δεν επρόφταξε να πει ‘ναν άλλο λόγο

    Κι ο Κωνσταντής εχάθηκε στη μέση τω μνημάτω.

    Παίρνει την παραπόνεση, στο σπίτιν τση και πάει.

    Βρίστει τσι πόρτες σφαλιχτές και τα κλειδιά παρμένα

    Και τα πορτοπαράθυρα σφιχτά περατωμένα.

    Φωνιάζει τση μανούλας τση ογιά να της ανοίξει.

    «Αν είσ’ αέρας, πήγαινε, κι αν είς ο Χάρος, διάβα,

    αν είσ’ ο πικροχάροντας, δεν έχω μπλιο παιδάκια,

    όξω την Αρετούσα μου, κι είναι μακριά στα ξένα».

    «Άνοιξε, μάνα, άνοιξε, μα η γι Αρετούσα σου ‘μαι».

    «Αν εισ’ αέρας, πήγαινε, κι αν εις ο Χάρος, διάβα,

    αν είσ’ ο πικροχάροντας, δεν έχω μπλιο παιδάκια,

    όξω την Αρετούσα μου, κι είναι μακριά στα ξένα».

    «Άνοιξε, μάνα, άνοιξε, μα η γι Αρετούσα σου ‘μαι»

    «Δείξε τον αρραβώνα σου απού την κλειδωνιάστρα

    ,κι αν είσ’ η γι Αρετούσα μου, εγώ θα σε γνωρίσω».

    Δείχνει τον αρραβώναν τση απού την κλειδωνιάστρα

    Κι η μάναν τσ’ ώστε να το ιδεί άνοιξ’ ευτύς την πόρτα

    Κι εσφιχταγκαλιαστήκανε κι ευτύς εξεψυχήσαν.


    ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΤΟΥ ΝΕΚΡΟΥ ΑΔΕΡΦΟΥ  ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ

    1.  Κωνσταντής και Δοκίνα (Αλβανία)

    Ανήμερα το Μέγα Πάσχα

    σφάξαν βόδι στο χωριό

    πήγα πήρα μιαν οκά

    το’ ριξα στον τέντζερη.

    Βγήκα μέχρι την αυλή,

    για να φέρω κούτσουρα,

    να σου, ήρθε ένα στοιχειό

    κι έπεσε στον τέντζερη

    και φαρμάκωσε τους γιους μου,

    εννιά γιους κι εννιά νυφάδες

    κι εννιά με τα μωρά τους.

    Μου αδειάσαν εννιά κούνιες,

    μου καήκαν εννιά προίκες,

    εννιά όπλα βουβαθήκαν.

    Κωσταντή, κακό ν’ ακούσεις

    που την πάντρεψες στα ξένα

    τη Δοκίνα μας, αλάργα

    πέρα από τρία βουνά.

    Ανήμερα το Μέγα Πάσχα

    η Δοκίνα χόρευε.

    Ο Κωσταντής βγήκε απ’ τον τάφο,

    άλογο του έγιν’ η πέτρα,

    και το χώμα σέλα του,

    τρέχοντας πάει στη Δοκίνα.

    —Καλώς ήρθες, αδερφέ μου.

    Αν μου ήρθες για καλό,

    να ντυθώ σαν γερακίνα,

    κι αν μου ήρθες για κακό,

    να ντυθώ σαν καλογριά.

    —Έλα, αδερφή, ως είσαι.

    Στ’ άλογο την ανεβάζει,

    τα πουλιά στο δρόμο λέγαν:

    — Τσιλιβίου, βίου, βίου

    τη Δοκίνα μας, αλάργα

    ίσως να ‘ναι ο αγέρας.

    —Είδατε; Δεν είδατε;

    Περπατάει λευκή πουλάδα

    η ζωντανή με τον νεκρό.

    Φτάσανε στην εκκλησία:

    —Πήγαινε εσύ, Δοκίνα,

    εγώ πάω στο άγιο βήμα,

    το ‘χω εκεί το σπίτι μου.

    Πήγε χτύπησε την πόρτα:

    —Ποιος να είναι που χτυπάει;

    Μήπως μια κακιά γυναίκα,

    μήπως η ίδια η χολέρα,

    που μου πήρε τα παιδιά μου;

    —Μάνα, άνοιξε την πόρτα,

    η μοναχοκόρη σου είμαι.

    —Και ποιος σ’ έφερε, Δοκίνα;

    —Μ’ έφερε ο Κωνσταντίνος.

    —Τι μου λες, ο Κωνσταντίνος,

    τρία χρόνια μες στο χώμα

    και δεν έλιωσε ακόμα;

    Στο κατώφλι η μια κι η άλλη

    σπάσαν σαν κρασιού φιάλη.

     

    2.  Λαζάρ και Πετκάνα (Βουλγαρία)

    Πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε

    γυναίκα να γεννάει

    γιους τριδυμάρια τρεις φορές,

    να κάμει εννιά αδέλφια,

    εννιά αδέλφια τρίδυμα,

    μια κόρη, την Πετκάνα.

    Κι η μάνα όλα τα πάντρεψε

    και νοικοκύρεψε τα

    μόν’ η Πετκάνα έμεινε κι

    ήρθαν να τη γυρέψουν,

    για την Πετκάνα έρχονται,

    δέκα χωριά απ’ αλάργα.

    Μα την Πετκάνα η μάνα της

    μακριά πολύ δε δίνει.[...]

    Κι ο Λάζαρ ο τρανός της γιος

    της μάνας του της λέγει:

    —Για δώσ’ την μάνα, δώσ’ τηνα

    κι είμαστε εννιά αδέλφια

    κι αν μια φορά ο καθένας μας

    σε πάει στην Πετκάνα,

    εννιά φορές θε να τη δεις

    κι εννιά φορές θα γίνει. [...]

    Σαν βγήκε η Πέτκα απ’ την αυλή

    μαύρη πανούκλα μπήκε.

    Τους σκότωσε, τα ξέκανε

    και τα εννιά αδέλφια

    κι εννιά νυφάδες, όλες νιες—

    αφήκ’ εννιά αγγόνια.

    Σαν ήρθε ψυχοσάββατο

    χύν’ το κρασί η μάνα, [............]

    στου Λάζαρου τα χώματα

    κρασί δε χύν’ η μάνα,

    δε χύν’ η μάνα το κρασί,

    δέν τονε μνημονεύει,

    βαριά πολύ η μάνα του

    τον Λάζαρ καταριόταν. [...]

    Πήγαιναν όπου πήγαιναν,

    περνούν πράσινο δάσος

    κι ένα πουλάκι λάλησε:

    —Θεούλη μ’, Κύριε Ύψιστε,

    πού το ‘δαν και π’ ακούστηκε

    να περπατεί αντάμα

    ο ζωντανός ο άνθρωπος

    με τον αποθαμένο! [..............]

    Πήγ’ η Πετκάνα σπίτι τους,

    κλαίγαν εννιά εγγόνια,

    η μάνα της τα ‘σύχαζε

    κι η Πέτκα τής φωνάζει:

    —Σήκω, μανούλα, κι άνοιξε. [................]

    Κι οι δυο αντάμα κλαίγανε

    ώσπου κι οι δυο απόθαναν

     

    3.  Η κόρη και τ’ αδέρφια της (Σερβία)

    Μάνα με τους εννιά τους γιους και με τη μια την κόρη

    την κόρη τη μονάκριβη, την πολυαγαπημένη

    τους τάιζεν και τους πότιζεν, ώσπου να μεγαλώσουν.

    Φτάσαν οι γιοι της για γαμπροί κι η κόρη της για νύφη,

    κι ήρθαν να τη γυρέψουνε οι τρεις προξενητάδες. [...]

    Στο κοιμητήρι είδεν εννιά και νιόσκαφτους τους τάφους

    και το μαντάτο το πικρό δαγκάει τα σωθικά της,

    που ο Γιόβαν πάει στου Χάροντα, με τ’ άλλα της τ’ αδέρφια.

    Ευθύς κι αμέσως κίνησε στο σπίτι της να φτάσει,

    κι έφτασε μόνη κι έρημη στη θύρα την κλεισμένη

    κι ακούει κοράκους κρώζουνε, κοράκους και θρηνούνε.

    Κι ουδέ κοράκοι κρώζουνε, κοράκοι ουδέ θρηνούνε

    μόν’ είναι ο θρήνος ο γοερός της γερασμένης μάνας. [........]

    «Σήκω, μανούλα μου, άνοιξε, σήκω γλυκιά μου μάνα,

    δεν είμαι ο πικροχάροντας, η θυγατέρα σου είμαι

    κι ήρθα κοντά σου, η Γέλιτσα, από τους ξένους τόπους. [........]

    Κατέβηκεν η μάνα της, την πόρτα της ανοίγει [........]

    κι οι δυο στη γης επέσανε, κι οι δυο ξεψυχισμένες.

    =========================

     


    -----------------
    Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.. (Αlbert Camus)

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 31-08-2011 10:40 ]


    bluebutterfly
    31.08.2011, 11:21

    Καρυωτάκης

    Θάνατοι

    Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα

    την έχουν μέσα τους

     

    Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

    κι απ' τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,

    χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα

    χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων

     

    Ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

    και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,

    ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε

    κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια

     

    Ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

    κι ο λόγος σας εδιάλεξε για τάφο,

    ω, που' χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,

    και τον καημό δεν είπατε που γράφω

     

    Μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

    τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου

    μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου

    τον Πόνο των Πραγμάτων και του Ανθρώπου.


    mary_omikron
    31.08.2011, 14:35

    Ο ΔΗΜΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΡΥΟΦΥΛΛΙ ΤΟΥ

    (Αρ.  Βαλαωρίτης)

    Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

    τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ' αποσταμένος

    θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ' η καρδιά μου.

    Βρύση το αίμα το 'χυσα σταλαματιά δε μένει.

    Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ' το λόγγο

    να 'ναι χλωρό και δροσερό, να 'ναι ανθούς γεμάτο,

    και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.

    Ποιος ξέρει απ' το μνήμα μου τι δέντρο θα φυτρώσει!

    Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ήσκιο του από κάτω

    θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τ' άρματα να κρεμάνε.

    Να τραγωδούν τα νιώτα μου και την παλληκαριά μου.

    Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,

    θα 'ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα μου να παίρνουν,

    να πλένουν τις λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.

    Έφαγ' η φλόγα τ' άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.

    Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου μη με κλάψτε.

    Τ' ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.

    Σταθείτ' εδώ τριγύρω μου, σταθείτε εδώ σιμά μου,

    τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.

    Κι έν' από σας το νιώτερο ας ανεβείς τη ράχη,

    ας πάρει το τουφέκι μου, τ' άξο μου καρυοφύλλι

    κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει.

    "Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".

    Θ' αναστενάξ' η λαγκαδιά, θε να βογκήξει ο βράχος

    θα βαργομήσουν τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν

    και τ' αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,

    θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,

    για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει

    και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει η Πίνδος

    και λυώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγγοι.

    Τρέχα, παιδί μου γρήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη

    και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω

    θέλω για ύστερη φορά ν' ακούσω τη βοή του.

    Έτρεξε το κλεφτόπουλο σα να 'τανε ζαρκάδι,

    ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:

    "Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει".

    Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια

    ρίχνει την πρώτη τουφεκιά κι έπειτα δευτερώνει.

    Στην τρίτη και την ύστερη τ' άξο του καρυοφύλλι βροντά,

    μουγκρίζει σα θεριό, τα σωθικά του ανοίγει

    φεύγει απ' τα χέρια σέρνεται στο χώμα λαβωμένο

    πέφτει απ' του βράχου το γκρεμό, χάνεται πάει, πάει.

    'Aκουσ' ο Δήμος τη βοή μες τον βαθύ τον ύπνο,

    τ' αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια...

    Ο Γερο Δήμος πέθανε, ο Γέρο Δήμος πάει.

    Τ' ανδρειωμένου η ψυχή του φοβερού του Κλέφτη

    με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ' απαντιέται

    αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται, πάνε.


    -----------------
    Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.. (Αlbert Camus)

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 31-08-2011 14:40 ]

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 31-08-2011 15:56 ]


    mary_omikron
    31.08.2011, 14:53

     

    Ο ΜΕΝΟΥΣΗΣ
    Στίχοι: Παραδοσιακό
    Μουσική: Παραδοσιακό
    Εκτελέσεις: 
    Ειρήνη Παππά
    Δόμνα Σαμίου
    Δήμητρα Γαλάνη
    Μαρία Φαραντούρη


    Ο Μενούσης, ο Μπερμπίλης
    κι ο Ρεσούλ-Αγάς,
    σε κρασοπουλειό πηγαίναν
    για να φαν να πιούν.

    Κει που τρώγαν, 
    κει που πίναν 
    και που γλένταγαν,
    κάπου πιάσαν τη κουβέντα
    για τις όμορφες.

    -Όμορφη γυναίκα που 'χεις
    βρε Μενούσ'-Αγά!
    -Πού την είδες, πού την ξέρεις
    και τη μολογάς;

    -Χθες την είδα στο πηγάδι
    που 'παιρνε νερό
    και της 'δωσα το μαντήλι
    και μου το 'πλυνε.

    -Αν την ξέρεις κι αν την είδες,
    πες μου τι φορεί;

    -Ασημένιο μεσοφόρι
    με χρυσό φλουρί.

    Κι ο Μενούσης,
    μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
    Το πρωί ξεμεθυσμένος
    πάει την έκλαψε.

    Σήκω πάπια μ',
    σήκω χήνα μ' ,
    σήκω πέρδικα μ'.
    Σήκω λούσου και χτενίσου
    κι έμπα στο χορό.

    Να σε δουν τα παλικάρια
    να μαραίνονται.
    Να σε δω κι εγώ ο καημένος
    και να χαίρομαι.

     


    mary_omikron
    31.08.2011, 16:02

    http://www.e-grammes.gr/literature/index.htm

    http://ligakaikala.blogspot.com/2008/09/blog-post_3250.html

    http://www.stixoi.info/stixoi.php?info=Lyrics&act=details&song_id=8174

     

    ΥΓ. Ναι, Αριστοτέλης είναι...αλλά δεν εκτίθεΣΤΕ... εγώ το έγραψα λάθος εκ παραδρομής, και το διόρθωσα κατόπιν της ευγενικής (ως συνήθως) επισήμανσης.

    Πως θα σου φαινόταν αν διόρθωνα κι εγώ με κεφαλαία μπολτ τα ορθογραφικά  λάθη που υπάρχουν σωρηδόν σε όλα τα κείμενά σου ?


    -----------------
    Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.. (Αlbert Camus)

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 31-08-2011 16:15 ]


    mary_omikron
    31.08.2011, 16:47

    @ Spartan  O Μενούσης είναι παραδοσιακό. Αυτό δεν αλλάζει είτε το πει η Σαμίου, είτε η Γαλάνη, είτε ο κυρ-Γιάννης της γειτονιάς, είτε η Ειρήνη Παππά εν προκειμένω. Ναι, έβαλα εκτέλεση με την Ειρήνη Παππά που άλλωστε στην αρχή του βίντεο αναφέρει οτι περιέχεται στις Ωδές και είναι ενορχήστρωση Παπαθανασίου. Κανένας δεν είναι τόσο ανόητος που να χρειάζεται επεξήγηση.

    Μήπως πρέπει να διορθώσεις και την Ειρήνη Παππά που λέει λάθος τους στίχους? Αυτό δεν το πρόσεξες να επέμβεις κι εκεί?


    -----------------
    Η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος.. (Αlbert Camus)

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mary_omikron στις 31-08-2011 18:34 ]


    mary_omikron
    31.08.2011, 23:44

    Παράθεση:

    Το μέλος Spartan-Werewolf στις 31-08-2011 στις 22:14 έγραψε...

    @ mary_omikron :

    [............]

    Το κωμικά αστείο Μαίρη είναι ότι, όταν σε συμφέρει αναφέρεσαι στο Music Heaven σαν συλλογηκότητα και ανατρέχεις σε αυτή την έννοια για βοήθεια και όταν δεν σε συμφέρει αναφέρεσαι στο Music Heaven σαν ένα μίγμα ετεροκλήτων μεταξύ τους προσωπικοτήτων?...

    Αποφάσισε τελικά τι θέλεις να είναι για σένα και τότε το κουβεντιάζουμε…

    [......]

    Μόνο θα σε παρακαλούσα, σε τεχνικά θέματα που φαίνεται πασιφανέστατα ότι δεν τα κατέχεις να μου κάνεις πρώτα ένα p.m. με τις απορίες σου, στο όποιο τεχνικό θέμα, θα είναι χαρά μου να σου εξηγήσω τι γράφω και τι σημαίνει τεχνικά αυτό που γράφω στους εμπλεκομένους συναδέλφους μουσικούς, ώστε να μην φτάνεις άδικα σε ακρότητες του παρελθόντος σου, που πολύ καλά γνωρίζεις και είχαν προκαλέσει την μῆνιν και τον χλευασμό στο πρόσωπο σου άλλων προσώπων…



    Καθόρισε τι με συμφέρει και τι όχι...  σε ποιές βοήθειες ανέτρεξα...   πού λειτούργησα διφορούμενα... και πού άφησα να φανεί οτι  "θέλω να είναι" για μένα το ΜΗ.

    Περί "παρελθόντος"  "μήνιος" "χλευασμού" άκυροι οι προσωπικοί χαρακτηρισμοί. Είναι (το λιγότερο) χυδαία τακτική σε δημόσιo forum.

    Είναι η τελευταία φορά που απευθύνομαι σε σένα με προσωπική αντιπαράθεση. Συνέχισε να αυτοθαυμάζεσαι.


    Post αρνητικής αξιολόγησης
    mary_omikron
    02.09.2011, 09:11


    mary_omikron
    02.09.2011, 09:37

    Ενδεικτική αναφορά στο Μανιάτικο μοιρολόι


    nalpha
    02.09.2011, 20:34

    Στίχοι: Ιφιγένεια Γιαννοπούλου
    Μουσική: Μαντώ
    Πρώτη εκτέλεση: Πασχάλης Τερζής


    Συννεφιασμένη Κυριακή, σχεδόν πενήντα χρόνια,
    αποσκευές και φυλακή, σε πλοία και βαγόνια.
    Της μετανάστευσης σκιά, Σικάγο, Βερολίνο,
    με δυο τσιγάρα δανεικά και κλάμα από κλαρίνο.

    Ό,τι έχω πάρει από της μάνας μου τα μάτια,
    σκόνη και στάχτη και ζωή σε δυο κομμάτια.
    Ό,τι θυμάμαι απ του πατέρα μου τον ήχο,
    εννέα όγδοα στης Καισαριανής τον τοίχο..

    Συννεφιασμένη Κυριακή, σχεδόν πενήντα χρόνια,
    εγώ εδώ κι η Ελλάδα εκεί, να πέφτει από μπαλκόνια.
    Φωτογραφία μιας ζωής, στη μέση στο σαλόνι,
    σαν τους φυγάδες που κανείς ποτέ τους δε γλιτώνει..

    Ό,τι έχω πάρει από της μάνας μου τα μάτια,
    σκόνη και στάχτη και ζωή σε δυο κομμάτια.
    Ό,τι θυμάμαι απ του πατέρα μου τον ήχο,
    εννέα όγδοα στης Καισαριανής τον τοίχο

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : nalpha στις 02-09-2011 20:34 ]


    ant0niC
    05.09.2011, 15:11

    Θάνατος-Παύλος Σιδηρόπουλος

    Χαφιές στο σπίτι η θεία σου, κι αστυνόμος η μαμά
    Του τρόμου αθώα πρόσωπα, που αργοπεθαίνουν στη δική σου αγκαλιά

    Παυλάκη γύρω σου σωπαίνουν
    τους φτάνει π' ανασαίνουν
    τι ζητάς;

    Ετοιμοθάνατου είσαι γέννα
    κουλός με χρυσαφένια πένα
    πού το πας;

    Με το χαβά του θυμικού σου
    μαντζούνι του μυαλού σου
    πιπιλάς...

    Ξέρουνε τι τους περιμένει
    στην πολυθρόνα βολεμένοι
    τι ρωτάς;

    Θάνατος, θανατος, θάνατος

    Κάπου τριγυρίζει, μια παράξενη ματιακάτι σε γεμίζει, με θανάτου σιγουριά
    Κανείς δεν θες να σε δαμάσεικι όμως πονάς για ότι έχεις χάσεικαι ρωτάς
    Βυζαίνει ακόμα τ' όνειρό σου
    και ο πόνος μοιάζει να 'ναι γιατρικό σου
    που ζητάς
    Στο Άμστερνταμ ο Φαληριώτηςκαι στο Παρίσι ο Βερεσιώτηςσου γελά
    Θανάτου χρέος σου μετράνεσε καταφύγια σε τραβάνεκαι ξεχνάς
    mary_omikron
    05.09.2011, 19:57

    Ο ΜΠΑΡΜΠΑΣ ΜΟΥ Ο ΠΑΝΑΗΣ

    Είχα ένα μπάρμπα εγώ νταή
    Τον ξακουστό τον Παναγή
    Καμάρι κι ασικλίκι
    Λάζο στη μέση του χωστό
    Μουστάκι μαύρο γυριστό
    Καφέ αμάν και αγαπητιλίκι

    Μες τα Βουρλά κατιρματζής
    αντάμης και κοντραμπατζής
    και της τουρκιάς ο τρόμος
    καβάλα σε λιγνό φαρί
    το μάτι του θόλο βαρύ
    πατούσε κι έτρεμε ο δρόμος

    Είχε σκοτώσει τσαντιρμά
    Όταν περνούσε κατσιρμά
    Μπροστά απ' το καρακόλι
    Για να γλιτώσει τα καπνά
    Σκαρφάλωσε από τα βουνά
    Και τα φευγάτισε στην Πόλη

    Τσακιρισμένος μια βραδιά
    Κι ως ήταν άντρας με καρδιά
    Τον βάρεσε η τρέλα
    Και μπαμ και μπουμ τις πιστολιές
    Ξεσήκωσε τις γειτονιές
    Κι έσπασε δυό μπορντέλα

    Φτωχό σαν λάχαινε να δει
    Δάκρυζε σαν μικρό παιδί
    Κι ως είχε και παράδες
    Κάθε Χριστού και Πασχαλιά
    Μοίραζε ψώνια αγκαλιά
    Στους φτωχομαχαλάδες

    Η μάνα μου η Αλισαβώ
    Και η νενέ μου η Τζεβώ
    είχαν συχνά μπελάδες
    γιατί μας βγάζαν αβανιές
    Πως στου σπιτιού μας τις γωνιές
    Κρύβαμε κατιρμάδες

    Και κάποιο δειλινό μουντό
    Μας τον εφέραν σηκωτό
    Στο σπίτι λαβωμένο
    Με ματωμένη τραχηλιά
    Σπασμένη ραχοκοκαλιά
    Πολύ βαριά μαχαιρωμένο

    Και πρίν χάραξει η αυγή
    Και πριν ο ήλιος καλοβγεί
    Τον στόλιζαν στη κάσα
    Τον κλαίει Τσεσμές και Αϊβαλί
    Τον μπάρμπα μου τον Παναή
    Πήρ' η Τουρκιά ανάσα

    Τον έφαγε μια παστρικιά
    Μια του παλιά αγαπητικιά
    Αχ έρημη αγάπη
    Γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ
    Κρυφά της τάχε από καιρό
    Με την Αγγέλα του Αράπη

    Και την παράλλη την αυγή
    Βγάζει η Τουρκιά διαταγή
    Ο κιρχανάς να κλείσει
    Μη σκοτωθεί κι άλλος ραγιάς
    Απ΄ τα σεκλέτια της καρδιάς
    Κι η ρωμιοσύνη σβήσει

    Μα σβήστηκε ο Παναής
    Απ' τα κιτάπια της ζωής
    ας έχει σχώριο η ψυχή του
    Αυτόν που έτρεμε η Τουρκιά
    Τον έφαγε η αγαπητικιά
    Και πήγε τσάμπα η ζωή του

    (Μεγάλωσα κι εγώ που λες
    Κοπέλα μες τις κοπελιές
    Και τ' Αϊβαλιού λουλούδι
    Τον μπάρμπα μου δεν τον ξεχνώ
    Κι έκατσα αυτό το δειλινό
    Και σας τον έκανα τραγούδι)

    Στιχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου  Μουσική : Τάσος Γκρούς  Ερμηνεία: Αργυρώ Καπαρού


    bluewolf
    10.09.2011, 15:47

    Επιστρέφοντας στα δικά μας...


    Το τραγούδι του δρόμου

    Σε πεύκο ανέβηκα μεγάλο
    να δω πού πήγε τ' όνειρό μου
    μα εγώ δεν είδα τίποτα άλλο
    από τον κουρνιαχτό του δρόμου.

    Σαν πας στη στράτα-στράτα
    τον πόλεμο παράτα
    γιατί ο καιρός ανοίγει
    κι αρχίζει το κυνήγι.

    Στου κάστρου την παλιά τη βρύση
    σκοτώσαν ένα περιστέρι
    πες μου ποιο μάτι θα δακρύσει
    και ποιο θα το ζεστάνει χέρι.

    Σαν πας στη στράτα-στράτα
    τον πόλεμο παράτα
    γιατί ο καιρός ανοίγει
    κι αρχίζει το κυνήγι.

    Φύγε απ' το δρόμο περιστέρι
    γιατί θα βγω κι εγώ κυνήγι
    κι αν αστοχήσει μου το χέρι
    θα 'ν' η ζωή σου τόσο λίγη.

    Σαν πας στη στράτα-στράτα
    τον πόλεμο παράτα
    γιατί ο καιρός ανοίγει
    κι αρχίζει το κυνήγι.

    Στίχοι: F.G.Lorca, απόδοση στα ελληνικά Ν.Γκάτσος

    Μουσική: Μ.Λοΐζος


    kamelia8
    21.11.2011, 23:31



    Δεν το λέει ρητά, αλλά το νόημα αυτό είναι...


    tasosxenofos
    22.11.2011, 00:54

     

    Atomic Rooster - Death Walks Behind You


    tasosxenofos
    22.11.2011, 00:59

     

    Peter Hammill - Four Pails


    tasosxenofos
    22.11.2011, 01:11

     

    Laura Nyro- And When I Die


    SouLRocK
    22.11.2011, 01:47