Συνέντευξη της Eλένης Bιτάλη στην Χάρη Πόντιδα
(Eφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 22/04/2000)
Ε Λ Ε Ν Η Β Ι Τ ΑΛ Η
Η ταπείνωση με βοήθησε
Σχεδόν δεν την αναγνωρίζεις, έτσι όπως κινείται ανάλαφρα επί σκηνής, «κρυμμένη» κάτω από τoν φαρδύ της μανδύα. Σαν να επέστρεψε η Ελένη Βιτάλη αλλιώς. Σαν να «μεγάλωσε» κι αποφάσισε να σκεπάσει τη θηλυκότητά της και στη θέση της να βάλει την πραότητα του ανθρώπου που έχει νικήσει τον νόμο της βαρύτητας.
Αυτό που σε επαναφέρει στην... τάξη, είναι η δύναμη και το μέταλλο της φωνής. Αυτή η φωνή είναι γνωστή και αναγνωρίσιμη (όσο λίγες στην Ελλάδα). Αυτή η γήινη θέρμη, η ανεπιτήδευτη έκφραση που μεταφέρει τη φλόγα μιας εκ βαθέων ερμηνείας, ανήκει στην Ελένη Βιτάλη που πάντα ήξερες. Εδώ, το λευκό φόρεμα δεν είναι ικανό να διαλύσει την πολύ ενδιαφέρουσα αντίφαση εμφάνισης και φωνής. Το πιο περίεργο, όμως, είναι ότι το λευκό διατηρεί σταθερά τη δύναμή του σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος ανεξάρτητα από την πληθώρα των χρωμάτων που εναλλάσσονται, καθώς η Ελένη «βουτάει» μέσα σε κάθε τραγούδι. Κι όμως, η τραγουδίστρια που συναντήσαμε τις προάλλες στο «Αερικό», είναι η Ελένη Βιτάλη. Και δεν είναι.
Από κοντά το «φωτοστέφανο» που δημιουργεί η απόσταση της σκηνής εξαφανίζεται και το μόνο που μπορείς να πεις με βεβαιότητα, είναι ότι η Ελένη Βιτάλη είναι μια πολύ μικροκαμωμένη και αδύνατη γυναίκα. «Παρααδυνάτισες», της λέω, και απαντάει χαμογελώντας: «Ε, δεν το ξέρεις, εγώ είμαι ή του ύψους ή του βάθους. Ή χοντρή ή μισή μερίδα». Γελάει συχνά, είναι χαλαρή, πολύ φιλική, έχεις την αίσθηση ότι δεν φοβάται ούτε παίζει με τις λέξεις. Της λέω ότι έχουν γραφτεί ιδιαιτέρως κολακευτικά σχόλια για τις εμφανίσεις της στο «Αερικό» και μου λέει: Το μόνο που είπα στον Γιώργο να μου λέει (σ.σ.: ο ραδιοφωνικός παραγωγός Γιώργος Μητρόπουλος ήταν η αιτία για την επιστροφή της στο πάλκο) είναι αν είναι καλά αυτά που γράφονται ή κακά. Δεν θέλω να ξέρω τίποτα παραπάνω».
Αλήθεια, πόσα χρόνια έχουν περάσει από την τελευταία σου εμφάνιση;
«Επτά ή επτάμισι, κάτι τέτοιο. Ήταν στο "Καφεθέατρο" η τελευταία φορά».
Κάποιες συμμετοχές, όμως, σε δίσκους είχες...
«Ναι, βέβαια. Αλλά στην ουσία υπολειτουργούσα».
Σου τηλεφωνούσαν, σε καλούσαν να κάνεις πράγματα;
«Ναι, αλλά δεν είχα διάθεση».
Γιατί;
«Τι να σου πω τώρα. Είναι κάτι που συνέβη. Λογικά, δεν ξέρω να στο εξηγήσω. Βαθιά ξέρω. Πιο βαθιά και πάλι δεν ξέρω».
Ας αρκεστούμε στο βαθιά.
«Έπρεπε να γίνει αυτό. Κάποιος που βλέπει τα πράγματα και ορίζει το παιχνίδι, είπε ας βάλουμε τώρα αυτό το πιόνι εκεί στην άκρη, να ξεκουραστεί, να πάρει ενέργεια».
Εννοείς τον Θεό.
«Ε, βέβαια».
Πιστεύεις;
«Ναι. Και νιώθω πολύ πιο κοντά τον Χριστό. Γιατί ο Χριστός είναι πιο κοντά στην ταπείνωση. Η ταπείνωση με βοήθησε».
Δηλαδή;
«Με βοήθησε, γιατί δεν ήμουν καθόλου ταπεινή. Είχα έπαρση. Ότι είμαι ωραία, ότι έχω ωραία φωνή, ότι έχω ταλέντο, ότι μ' αγαπάει ο κόσμος. Ακόμη και πριν γίνω γνωστή».
Πρέπει να πληρώσει δηλαδή κανείς όταν έχει ταλέντο, γοητεία, εξυπνάδα...
«Το κακό είναι, όταν το ξέρει ότι τα έχει όλα αυτά. Καλό είναι να τα ξέρουν οι άλλοι, όχι αυτός».
Συγγνώμη, αλλά δεν είμαι καθόλου μέσα σ' αυτήν τη λογική και δεν ξέρω αν μπορώ να συμφωνήσω μαζί σου.
«Κοίτα, το θέμα είναι να πιστεύεις κάπου. Δεν έχει σημασία πού. Να εστιάζεται κάπου ο νους, ο παμφάγος. Ο νους μάς χρησιμοποιεί, δεν τον χρησιμοποιούμε. Ο νους, πιστεύω, πρέπει να σκέφτεται τα απλά, τα καθημερινά, αλλιώς τρώει τον εαυτό του».
Αν είναι ο νους ο «διάβολος», ποιος είναι ο Θεός;
«Το πνεύμα, η καρδιά. Ό,τι μας κάνει να πλησιάζουμε τον ανώτερο εαυτό μας».
Πότε ανακάλυψες τον Θεό;
«Κάποια στιγμή, θυμάμαι, όταν ήμουν στο τρόλεϊ, 17 χρόνων, σε ανύποπτο χρόνο, συνειδητοποίησα ότι αυτό που συμβαίνει, είναι ένα θαύμα. Να είμαι κι εγώ μέσα εκεί. Ένιωσα τυχερή που ήμουν εκεί».
Φανταζόμουν ότι θα μου έλεγες ότι αυτό συνέβη, όταν έμεινες έγκυος ή όταν γέννησες τον γιο σου.
«Ήμουν πολύ μικρή τότε, δεν το είχα πολύ συνειδητοποιήσει. Το είχα το παιδί σαν κούκλα. Το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι μόλις γέννησα και με είχαν βάλει μέσα σ' εκείνο το δωμάτιο, που συνήθως σε πάνε για να συνέλθεις, έκανα την κοιμισμένη και σκεφτόμουν ότι τώρα αυτό το παιδί δεν είναι πλέον δικό μου.
Είναι ένας ξεχωριστός άνθρωπος, με τη δική του ζωή, τη δική του μοίρα...».
Είναι λίγο βαρύ να έχει μια γυναίκα παιδί από πολύ νεαρή ηλικία...
«Δεν ξέρω, τελικά, αν είναι καλύτερο να συνειδητοποιείς τη βαρύτητα αυτής της ιστορίας. Γιατί άμα μεγαλώνεις, σκέφτεσαι τα πράγματα πολύ και δεν τα κάνεις. Όπως, για παράδειγμα, τον γάμο. Χρειάζεται αφέλεια, για να παντρευτείς. Ξέρεις, δεν φταις εσύ, η φαντασία μου τα φταίει...».
Τώρα είσαι παντρεμένη;
«Όχι, είμαι σε διάσταση».
Είναι καλύτερα έτσι;
«Ναι. Πάντα, όταν είμαι μόνη μου είμαι καλύτερα (γέλια). Στον λόγο μου. Γιατί δίνομαι απόλυτα και δεν μπορώ να κάνω τίποτα άλλο».
Τελικά, είναι απαραίτητος ο έρωτας στη ζωή μας;
«Είναι το πιο οξύμωρο πράγμα που υπάρχει. Το πιο ισχυρό ένστικτο του ανθρώπου. Εγώ, πάντως, είμαι πολύ πιο κοντά στον πλατωνικό έρωτα.
Σοβαρολογώ. Και τον άνδρα μου έτσι τον παντρεύτηκα, δεν με ενδιέφερε από τη μέση και κάτω».
Αυτό είναι ένα πρόβλημα για τον άλλο, αν είναι εκτός πλατωνικής... λογικής.
«Ξέρεις τι πιστεύω τελικά; Εϊναι τι ανάγκες έχει ο καθένας. Κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός, εξαρτάται από τα βιώματα που έχει, πώς μεγάλωσε, πώς έζησε τα παιδικά του χρόνια...».
Εσύ, είχες καλά παιδικά χρόνια;
«Μέχρι τα 8 πολύ καλά. Απλά, μπήκα νωρίς στην κοινωνία των μεγάλων».
Ήσουν τολμηρό παιδί;
«Πολύ ντροπαλό. Και όχι ιδιαίτερα κοινωνικό».
Μια... σκοτεινή περίοδος
Οι αδελφοί Κατσιμίχα, η Έλλη Πασπαλά και η Ελένη Βιτάλη στα τέλη του '80. Η γκάμα των συνεργασιών της δισκογραφικά ή επί του πάλκου περιλαμβάνει από δημοτικά και λαϊκά μέχρι Σαββόπουλο, Κατσιμιχαίους, Πορτοκάλογλου, Σπανουδάκη, Κραουνάκη, κ.ά.
Σε ενοχλεί να μιλάς για τις πολύ σκοτεινές περιόδους της ζωής σου; Ξέρω ότι έκανες χρήση ουσιών...
«Έπαιρνα ηρεμιστικά χάπια».
Γιατί μπήκες εκεί;
«Μου δώσανε ένα υπνοστεντόν στην κηδεία του πατέρα μου. Ύστερα από κάνα χρόνο είχα αϋπνίες, γιατί είχα μια πρεμιέρα και λέω δεν το ξαναπαίρνω;
Σιγά σιγά άρχισε να μου δίνει θάρρος, με έκανε να αισθάνομαι μια χαρά. Όταν κατάλαβα ότι τα είχα συνηθίσει, ήταν πλέον αργά. Κράτησε 7 χρόνια αυτή η ταλαιπωρία. Από τα 38 μου μέχρι τώρα».
Τι σε έκανε να το ξεπεράσεις;
«Ο χρόνος. Ήθελα χρόνο και να μη μου λένε θυμήσου ποια ήσουν. Αισθανόμουν ότι είχα ένα βουνό να ξεπεράσω. 'Ημουν σε μια δίνη κι έπρεπε να βγω. Ήθελα ησυχία, μοναξιά και χρόνο».
Σε βοήθησαν οι άντρες στη ζωή σου;
«Μπα, δεν θα το 'λεγα. Ο άντρας μου, διά της αποχής του και της ανοχής του ίσως».
Λες συνέχεια ο άντρας μου και όχι ο πρώην άντρας μου...
«Είναι γιατί έχουμε πολύ καλές σχέσεις πλέον. Άλλωστε, μένουμε στο ίδιο σπίτι - δηλαδή είναι μια μεζονέτα που ο καθένας έχει το διαμέρισμά του. Έτσι είναι καλύτερα και για το παιδί».
Τόσα χρόνια είχες επαφή με τον γιο σου;
«Επαφή είχα, απλά εγώ έμενα αλλού, στο κέντρο της Αθήνας. Ήταν καλύτερα και για τους δύο μας».
Τώρα, όταν τα θυμάσαι όλα αυτά, τα νιώθεις πολύ μακριά;
«Ό,τι θεωρώ συγκινησιακό περίσσευμα δεν του επιτρέπω να υπάρχει. Το θεωρώ αμαρτία για τον εαυτό μου. Πρέπει το "χαρτί" να μείνει άγραφο ένα διάστημα και να γραφτεί κάτι άλλο. Παλιά ήμουν σαν σφουγγάρι, ρουφούσα τα πάντα. Τώρα σ' αυτό το σφουγγάρι έχουν μπει φίλτρα. Και όταν δεν υπάρχει λόγος, σταματάω το μυαλό μου. Όταν δε, θέλει να πει οπωσδήποτε κάτι, λέω "γεννηθήτω το θέλημα Σου", να τρώει ο νους να χορταίνει και να μην με ενοχλεί. Και κατ' επέκταση να μην ενοχλώ κι εγώ τους άλλους».
Τους ενοχλούσες;
«Πάρα πολύ. Εξ ου και το "τρελή". Αν ένιωθα, για παράδειγμα, ότι γινόταν μια αδικία λαμπόγυαλα τα έκανα. Τα καλοκαιρινά, χειμωνιάτικα».
Θα ήθελες να ερωτευτείς ξανά;
«Είσαι καλά; Με τίποτα. Είμαι πολύ καλά έτσι. Μου αρέσει να φλερτάρω, αλλά μέχρι εκεί. Βέβαια, ξέρεις τι λέει ένα γνωμικό. "Όταν οι άνθρωποι έκαναν σχέδια, οι θεοί γελούσαν"».
Στον Κορυδαλλό γνώρισα σοφές γυναίκες
Η φωνή, η φωνάρα, το ταλέντο, η γυναίκα που ζούσε μέσα στις σκιές, τα αδιέξοδα, η «τρέλα». Όσα χρόνια θυμάμαι την Ελένη Βιτάλη άλλα τόσα θυμάμαι και εκείνο το μυστήριο που έσερνε μαζί της, μια βαριά σκιά που στεκόταν πάντα δίπλα της, δίνοντας άλλου είδους βαρύτητα σε κάθε της πράξη. Εμείς, «οι της αντίπερα όχθης» (βλέπε «λογικοί» και «συνηθισμένοι») διψάμε για τέτοιου είδους... παρεκκλίσεις, πολύ συχνά δε τις μεγεθύνουμε, για να έχουμε το «δράμα» πιο ολοκληρωμένο και καθαρό στο... πιάτο μας - οι «καθαρές» περιπτώσεις μπαίνουν ευκολότερα στις κατηγορίες που κατασκευάζει το μυαλό.
Το κοριτσάκι που ξεκίνησε στα 12 του να τραγουδάει δημοτικά στα πανηγύρια, ακολουθώντας την παράδοση της οικογένειας είναι σήμερα 45 και επανέρχεται έπειτα από επτάμισι χρόνια απουσίας στο πάλκο. Στον χώρο που όπως φαίνεται είναι η πηγή του δηλητηρίου της, αλλά και ο αεροδιάδρομος για την απογείωσή της. Όταν την ρωτάς για τις «ουσίες» σού λέει απλά «έπαιρνα υπνοσεντόν, ήμουν μέσα σε μια δίνη». Δεν κομπιάζει ούτε δευτερόλεπτο, δεν φοβάται να τα πει. Κάποτε πριν από πολλά χρόνια, στα 32 της, έμεινε για 12 μέρες στη φυλακή. Παράνομη κατοχή δύο περιστρόφων».
«Δώδεκα μέρες στο κρατητήριο και δώδεκα στον Κορυδαλλό. Αυτή η ιστορία όμως δεν με πληγώνει γιατί μέσα κει γνώρισα σοφές γυναίκες. Μου πρότεινε ο διευθυντής των φυλακών - το όνομα του είναι Ζέρβας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ - μου είπε, λοιπόν, «σας προτείνω να πάτε στις βαρυποινίτισσες. Κάποιος μπορεί να γίνει στη ζωή του φονιάς, σε όλους υπάρχει εν δυνάμει μια τέτοια πλευρά, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι είναι δολοφόνος. Ενώ στον κάτω όροφο που είναι τα ψιλά, θα φωνάζουν, θα παθαίνουν υστερίες, θα κόβουν τις φλέβες τους». Εγώ το δέχτηκα αυτό και δεν το μετάνιωσα καθόλου».
Κατά ένα περίεργο τρόπο όλα αυτά που διηγείται μοιάζουν φυσικά σα να έχει απαλλαγεί εντελώς απ' το βάρος έστω και του κοινωνικού αντίκτυπου που έχουν γι' αυτήν.
«Κοίτα, προτιμώ να λένε καλά πράγματα για μένα παρά κακά, αλλά αυτό τελικά δεν ορίζει κανενός τις επιλογές. Εξάλλου ό,τι είναι να γίνει θα γίνει».
Την έχει βοηθήσει άραγε το ότι γράφει τραγούδια; Κάποια μάλιστα, κυρίως από τον δίσκο «Απέναντι μπαλκόνι» έχουν έναν αυτοβιογραφικό χαρακτήρα.
Τώρα συνεχίζει να γράφει;
«Τους τελευταίους μήνες, όχι. Πριν δεν έκανα κι άλλη δουλειά. Έχω πολλά τραγούδια στο συρτάρι. Μάλιστα, ένα μου θυμίζει τη συζήτησή μας πριν ξεκινήσει η συνέντευξη. Θυμάσαι που μου έλεγες «ε, δε γουστάρω, ρε παιδί μου, δε γουστάρω». Άκου, λοιπόν, ένα από τα τραγούδια που έχω γράψει και είναι στο συρτάρι:
«Ετερόφωτοι μάγκες που όλο κλέβετε από αυτόφωτες λάμπες.
Και οι ισχνές σας λυχνίες συσσωρεύουν αηδίες.
Μια αντίθετη μόνο αποχή απ' τον χρόνο
και σε ό,τι συμβαίνει είστε Εγγλέζοι και ξένοι.
Κι όλο μια αγωνία μη χαλάσει η γωνία.
Μπακλαβάς είναι δείτε και βουνό μη γδυθείτε.
Μα στη θάλασσα μπείτε ντυμένοι.
Γιατί είστε ήδη βρεγμένοι και πολύ συγχυσμένοι».
Οι «σκυλάδες» δεν έχουν την αγωνία του «πρωταθλητισμού» με την οποία ζουν οι έντεχνοι
Αναρωτιέμαι πώς εισπράττεις την όλη κατάσταση, σήμερα που γύρισες στο τραγούδι; Αισθάνεσαι διαφορετική από πριν;
«Θα σου φανεί παράξενο. Αισθάνομαι μια χαρμολύπη».
Η χαρμολύπη περιέχει και το συστατικό της λύπης.
«Δεν είναι ακριβώς λύπη. Είναι αιθέριο έλαιο. Μάλλον δεν είναι η σωστή λέξη. Αυτή όμως που βρήκα δεν θέλω να την πω, γιατί την λένε οι πολιτικοί. Τέλος πάντων, δεν βρίσκω καλύτερη. Νιώθω συγκίνηση».
Νιώθεις ότι θα ήταν αναμενόμενο να σε έχει ξεχάσει ο κόσμος;
«Όχι, αυτό δεν το σκέφτηκα. Είχα βέβαια τις ανασφάλειές μου, αλλά όχι και πάρα πολύ. Με ενδιέφερε να κάνω κάτι που να νιώθω καλά. Αν ήμουν σε θέση να βρεθώ από την απέναντι πλευρά, από την πλευρά του κοινού, να μου αρέσει αυτό που βλέπω στη σκηνή.
Νιώθεις διαφορετικά τώρα, όταν βρίσκεσαι πάνω στη σκηνή;
«Απλά, έχω θυμηθεί στοιχεία που είχα ξεχάσει από τότε που ήμουν 7 ή 8 χρόνων. Όπως, λόγου χάρη, τη χαρά να ανοίγεις ένα δώρο. Συνειδητοποίησα επίσης τι σημαίνει να "υπηρετείς" το τραγούδι, να δίνεις σημασία σ' αυτό που λέει ο στιχουργός, σ' αυτό που θέλει να πει ο συνθέτης. Κάποτε ένιωθα πάνω από το τραγούδι και βέβαια τραγουδούσα απαίσια. Κι ο κόσμος δεν είναι χαζός, τα καταλαβαίνει αυτά και σταματάει να σου δίνει το χειροκρότημά του».
Ίσως γι' αυτό σταμάτησες να τραγουδάς;
«Μπορεί. Βλέποντας, λόγου χάρη, ότι δεν κάνεις καλά τη δουλειά που καλείσαι να κάνεις. Νιώθεις ότι είναι ένα ξένο σώμα για εσένα κι εσύ γι' αυτό. Οπότε, σιγά σιγά απομακρύνεσαι. Και νομίζεις ότι εσύ αποφασίζεις, αλλά τελικά δεν συμβαίνει αυτό».
Εσύ την βίωσες την απομάκρυνση;
«Στην κορύφωσή της ένιωσα ότι δεν έχω καμιά σχέση μ' αυτό που λέγεται μικρόφωνο, ότι δεν με ενδιαφέρει καθόλου αυτό που λέγεται πάλκο. Μπαίνεις, ξέρεις, σε μια δίνη και είναι αδύνατον να κοντρολάρεις την κατάσταση. Σε παίρνει και σε πάει γύρω γύρω σβούρα, πολλές φορές πας και πάνω, και κάτω, και πλάι. Δεν πας πάντα κάτω. Αυτό είναι το κακό. Γιατί άμα πας κάτω, λες εντάξει, κάποτε ήμουν και τώρα δεν είμαι. Άμα πας όμως πλάι, αυτό δεν έχει τελειωμό. Όλος αυτός ο πρωταθλητισμός που βλέπεις σήμερα στους καλλιτέχνες, τι νομίζεις ότι είναι;».
Τι εννοείς;
«Θα καταλάβεις. Όταν εγώ, ας πούμε, ταυτίζομαι με τους πιο επιπόλαιους συναδέλφους μου, τους "σκυλάδες", νιώθω ώρες ώρες καλύτερα, γιατί είμαι σίγουρη ότι δεν έχουν την αγωνία που έχουν οι άλλοι, οι πιο "έντεχνοι" - ας τους πούμε έτσι, για να συνεννοηθούμε. Και δεν εννοώ την εποικοδομητική αγωνία, αλλά την άλλη, την αγωνία του πρωταθλητισμού. Οι "σκυλάδες", λοιπόν, είναι πιο ήρεμοι ψυχολογικά. Γιατί είναι πιο αυθόρμητοι, πιο άμεσοι και σκέφτονται "και τι έγινε τώρα;". Δεν αισθάνονται ότι κάνουν κάτι φοβερά σπουδαίο στη ζωή τους. Κι εμείς τι κάνουμε, μην τρελαθούμε κιόλας, δεν ανακαλύψαμε και το φάρμακο κατά του καρκίνου».
Ποιοι από τους συναδέλφους σου, από τη νεώτερη γενιά εννοώ, σου αρέσουν ιδιαίτερα;
«Μου αρέσει πάρα πολύ η Μελίνα Κανά. Μα πάρα πολύ. Πιστεύω ότι έχει ψυχή, τσαγανό, ότι έχει συναίσθημα, ότι μπορεί να πει τραγούδια "αντρικά", "πρόσβαρα". Η Μελίνα Κανά είναι ίσως η επίγονος και της Αλεξίου - και μιλάμε για ένα ιερό τέρας, όταν μιλάμε για την Αλεξίου».
Εσύ θα συνεχίσεις; Θέλεις;
«Ναι πολύ. Αλλά όχι με ρυθμούς πανικού. Δεν χρειάζεται. Θέλω να βρω τους δικούς μου ρυθμούς. Πρώτα να τους βρω...
ΤΑ ΝΕΑ, 22/04/2000, Σελ.: R39
Κωδικός άρθρου: A16724R391
ID: 209187
Copyright © TA NEA 1997-2005 Lambrakis Press