Συνέντευξη Ελένης Βιτάλη στο περιοδικό «δίφωνο»:
Νοέμβριος 2005
Κάνεις το σταυρό σου, είναι ανάγκη αυτό?
"Ευχαρίστησή μου."
Ψέλνεις ακόμα?
"Με την έννοια την καλλιτεχνική?"
Με την έννοια την εσωτερική
"Είναι κάτι που μ’ αρέσει"
Με την έννοια την καλλιτεχνική?
"Επίσης το ίδιο"
( ανάβει τσιγάρο και αρχίζει να μου μιλάει για νέα ευαγγέλια. Τη ρωτάω για τα δικά της τραγούδια-ευαγγέλια )
"Ναι. Τα ‘χω βάλει ήδη μπρος"
Δικά σου τραγούδια?
"Δικά μου ναι, στίχους και μουσική. Μαζί μου βγαίνουν αυτά. Η μουσική με βοηθάει συναισθηματικά να κάνω το στίχο και ο στίχος το αντίστροφο."
Για πες μου έναν καινούριο στίχο.
"Καινούριο, καινούριο? Πολύ φρέσκο?
Ένα μικρό, μικρό ποδήλατο κι ένα μικρό, μικρό παιδί/
αυτό είναι το πρόβλημα το άλυτο και κάνω βόλτες στη ζωή."
Μπήκες σε αυτήν την περιπέτεια του τραγουδιού πιτσιρίκα, έτσι?
"Πιτσιρίκα, στα δεκαπέντε
Τα θυμάσαι εκείνα τα χρόνια?
Πολύ έντονα. Όχι με την κακή έννοια, με την καλή. Έρχονται στιγμές που γελάμε, ξεκαρδίζομαι, τα θυμάμαι και λύνομαι. Ήμουνα μικρή και ήμουν άγραφο χαρτί, όπως όλα τα παιδιά."
Το απέναντι μπαλκόνι, ο σημαντικός δίσκος σου που συνοδεύει αυτό το τεύχος του διφώνου, έχω την εντύπωση ότι ήταν και λίγο αυτοβιογραφικός, εγώ έτσι τον άκουσα
"Εγώ, όταν το έκανα κάθε τραγούδι δεν το ένιωθα. Αλλά όταν διάβαζα τις κριτικές, και τις καλές και τις κακές, μετά το είδα και το συνειδητοποίησα ότι όντως είναι, ας πούμε, ένα βιογραφικό. Καλλιτεχνικά το λέω. Μετά το είδα κι εγώ, ναι."
Ήταν το ’89 ε?
"Ναι. Αν και δεν έχω κανένα μου δίσκο, καμία συνέντευξη, τίποτα."
Δεν είσαι από τους καλλιτέχνες που…
"Καθόλου. Είμαι Παρθένος. Δεν λένε ότι οι Παρθένοι είναι έτσι…"
Δεν ξέρω…
"Ούτε εγώ ξέρω."
Δεν έχεις αυτή τη στιγμή τη ματαιοδοξία ας πούμε να μαζεύεις, να καδράρεις τα εξώφυλλά σου, να έχεις τους χρυσούς σου δίσκους.
"Δεν έχω ματαιοδοξία. Η ματαιοδοξία είναι για τους ανθρώπους το χάπι τους, είναι το φάρμακό τους στις επτά η ώρα, ένα το πρωί, ένα το μεσημέρι κι ένα το βράδυ. Εγώ δεν έχω ούτε φωτογραφίες μου και τότε που παντρεύτηκα είκοσι χρονών που ήμουνα, έκανα τον Νίκο στα είκοσι ένα, θυμάμαι μου άρεσε να βγάζω την πεθερά μου, τον πεθερό μου, παιδάκια, να βγάζω του γονείς μου, τη γιαγιά μου, δηλαδή τέτοιες φωτογραφίες. Και σ’ ένα χώρο μαζεμένες, δηλαδή δεν τις έχω από δω κι από κει, όλο το σπίτι γεμάτο, ή να βάλω χρυσό δίσκο, δεν… Ντρέπομαι, δεν μπορώ."
Δεν έχεις αυτή τη διάθεση του καλλιτέχνη να δείχνει το έργο του, ας πούμε?
"Ναι αμέ, γι’ αυτό κάνουμε τώρα και τη συνέντευξη. (γελώντας)"
Τι θυμάσαι, Ελένη, από τα χρόνια των πανηγυριών?
"Είχαμε ένα μουσικό καφενείο που μαζευόμασταν και ερχόντουσαν και μας βρίσκανε και τους άρεσαν και μας λέγανε, ελάτε τάδε μέρα εκεί να μας παίξετε για δύο μέρες ή μία μέρα. Μας διαλέγανε δηλαδή, μας βλέπανε στο καφενείο μουσικών στην Αγίου Κωνσταντίνου και γυρνάγαμε όλη την Ελλάδα, και τον χειμώνα στην Αθήνα στα κλαρίνα."
Ένας περιπλανώμενος θίασος μουσικών.
"Ναι το ίδιο πράγμα είναι. Κοίταξε, όταν είδαμε το ρεμπέτικο του Φέρρη όλοι μαζί, εγώ, ο Βαγγέλης, ο γέροντας μου, και ο Νίκος, ο μικρός, κλαίγαμε. Δηλαδή τελικά όλα ένα είναι. Το υπαρξιακό, το πολιτικό, το πολιτιστικό."
Να πιάσουμε τα πολιτικά ή τα υπαρξιακά?
"Να σου πω κάτι, προτιμώ να είμαι πιόνι σ’ ένα σκάκι, παρά παίκτης σ’ ένα τάβλι μ’ ένα μέτριο συμπαίκτη. Φοβάμαι."
Δεν τα’ χεις καλά με τους μέτριους έτσι?
"Τα ‘χω καλά με όλους γιατί είμαι η πιο μέτρια απ’ όλους."
Θα σε διαψεύσω
"Ψέματα το λέω. Η Παναγιά ακούει και ξέρει. Πρέπει να το πιστέψω, γιατί αν δε το πιστέψω, αρκούδα που μ’ έφαγε."
«Ήθελα να σταματήσω το τραγούδι»
Ήτανε να σταματήσω από τα είκοσι δύο μου το τραγούδι. Μετά που έφυγα από τις μπουάτ ήθελα να σταματήσω. Αφού άρχισα να παίρνω αρκετά χρήματα για εκείνη την εποχή, δηλαδή να παίρνω πενήντα χιλιάδες για δύο μέρες. Στα είκοσι, είκοσι πέντε, ήμουνα ήδη φίρμα. Μπορούσα να βγάλω και πάρα πολλά χρήματα. Δηλαδή ο γιος μου και ο άντρας νου έτρωγαν μόνο από μένα, μ’ άρεσε. Όχι σαν ιδεολογία, δεν είχα συνειδητοποιήσει πολλά πράγματα. Ούτε και τώρα. Ήμουν σε πολύ πιο ρηχό επίπεδο απ’ ό,τι είμαι τώρα.
Ευτυχώς που δεν σταμάτησες.
"Τελικά, ευτυχώς όλα. Όχι μοιρολατρικά, νομοτελειακά, πιστεύω. Ευτυχώς όλα που γίνονται. Δηλαδή, μην πετάξεις τίποτα, που λέει ο Σαββόπουλος."
Υπάρχει μια νομοτέλεια γενικώς? Το πιστεύεις αυτό?
"Υπάρχει νομοτέλεια, το πιστεύω, όχι μία. Είναι σαν να λες «πέθανε πολύ?», δεν πέθανε πολύ, πέθανε ή δεν πέθανε. Έφυγε δηλαδή από αυτό τον κόσμο και πήγε σ’ ένα άλλο η ψυχή του ή είναι εδώ. Δεν υπάρχει μια νομοτέλεια, υπάρχει νομοτέλεια. Δεν πιστεύω στη μοιρολατρία. Δεν είμαι μοιρολάτρισσα, πιστεύω όμως ότι, αν είσαι μοιρολάτρης, τα προκαλείς κι έρχονται. «Μην ασχολείσαι να μην ασχολούνται» διάβασα κάπου, δεν θυμάμαι που. Στον Νίτσε νομίζω."
Μας συμβαίνει αυτό που θέλουμε, αυτό που προκαλούμε, τέλος πάντων, ή αυτό που είναι γραμμένο να συμβεί?
"Εγώ πιστεύω ότι τι μας συμβαίνει και τι δεν μας συμβαίνει δεν μας αφορά. Αυτό που μας αφορά είναι να χαρούμε τη στιγμή, όπως εγώ σε κοιτάζω στα μάτια κι εσύ αυτή τη στιγμή. Αυτό είναι σημαντικότερο από το να ρωτάμε «αυτό γιατί?», γιατί χάνουμε το παρόν.
Ούτε το παρελθόν υπάρχει ούτε το μετά υπάρχει. Το παρόν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου πάντα."
Εκείνα τα χρόνια έκανες την πρώτη σου δουλειά, το 1973, με το καταπληκτικό, κατά τη γνώμη μου, τραγούδι, Γαρούφαλλό μου, έτσι? Το προτιμώ από τον Μανωλιό σαν τραγούδι στην πρώτη σου δουλειά, δεν το συζητώ.
"Merci. Και βέβαια όταν το είπα αυτό μια φορά κάπου, θύμωσε αυτός που είχε γράψει τον Μανωλιό και είπε διάφορα. Και στενοχωρήθηκα πολύ, δεν με θλίβει, προσπάθησα να μην θλιβώ, γιατί μετά αργώ να σηκωθώ πολύ. Προσπάθησα να μην στεναχωρηθώ. Ο Γιάννης ο Μέτσικας το είχε γράψει. Έπεσα σ’ ένα λάθος και του ζητάω και εγώ δημόσια συγγνώμη, πρώτη φορά, δεν μου ‘χει ξανασυμβεί αυτό. Τόσες φορές έχω κάνει συνεντεύξεις-φοβερό ψώνιο?- θέλω να πω, έχω μιλήσει σε ανθρώπους δημοσιογράφους, και δεν το ‘χω πει, γιατί δεν ήταν η ώρα του, δεν ήταν η στιγμή. Θέλω να του ζητήσω συγγνώμη, είχε δίκιο."
«Δεν θέλω να είμαι γλυκερή»
Στα σκυλάδικα δεν πήγαινα, σκυλάδικα με την έννοια ότι είσαι υποχρεωμένη να κατέβεις στο τραπέζι, τα υπόλοιπα τα είχανε, και πιάτα είχανε και λουλούδια είχανε. Άλλα που έχουν τώρα δεν είχαν…
Τα αναψυκτήρια τα ‘χω γυρίσει, κι είχα και πολύ τρακ, θυμάμαι, γιατί δεν είχα δικά μου τραγούδια κι έλεγα της Αλεξίου και της Μοσχολιού. Ήταν δύσκολο να μαζέψω τραγούδια που γουστάριζα και πλάκωνα κι εγώ Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις κι έπεφτε… δηλαδή το αναψυκτήριο γινότανε αναψυκτήριο.
(Κοιτάζει το κερί που ανάψαμε μόλις ξεκινήσαμε να μιλάμε, γυρνάει προς το μέρος μου, και δεν περιμένει καν την επόμενη ερώτηση)
Η μόνη τραγουδίστρια που ήταν απόγονος του Θεού ήταν η Ουμ Καλσούμ. Γι’ αυτό και δεν τραγουδούσε η ίδια. Καμία σχέση με τη Φεϊρουζ. Καλή η Φεϊρουζ, αλλά όπως ήταν η Βούλα Πάλλα σε σχέση με την Αλεξίου. Μην τρελαθούμε τώρα, που λένε ότι η Βιτάλη είναι η Φεϊρουζ της Ελλάδας. Δεν είμαι η Φεϊρουζ της Ελλάδας. Εγώ δεν θέλω να είμαι γλυκερή. Δεν ήμουνα ποτέ γλυκερή. Η Τσαλιγοπούλου μπορώ να πω ότι τείνει προς τα ‘κει. Και δεν την μειώνω καθόλου μ’ αυτό.
Να σου πω, ο κορυφαίος είναι ο Καζαντζίδης?
"Βέβαια."
Κι ο Μπιθικώτσης μετά?
"Δεν θα το έλεγα. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα."
Ανέφερες την Ουμ Καλσούμ προηγουμένως. Πολλές φορές, από τις περιγραφές των ανθρώπων που μιλάω και όσες φορές τυχαίνει και αναφερόμαστε στη δικιά σου τη φωνή, υπάρχει ένας παραλληλισμός.
"Με την Ουμ Καλσούμ ή με τη Φεϊρουζ?"
Με την Ουμ Καλσούμ. Αισθάνεσαι ότι έχεις αυτό το χάρισμα που είχε αυτή η γυναίκα? Η φωνή να είναι ένα πράγμα, έτσι ‘όπως το περιέγραψες προηγουμένως, σταλμένο από τον Θεό? Δηλαδή να μην είσαι επίγονος, να είσαι απόγονος?
"Δεν μπορώ να απαντήσω η ίδια για μένα. Ξέρω, αλλά δεν μπορώ. Μπορείς να το γράψεις κι έτσι: ξέρω αλλά δεν μπορώ."
Ποια είναι η αγαπημένη σου παροιμία?
"Παροιμίες? Κάλλιο δέκα και στο χέρι, παρά εκατομμύρια και καρτέρει. Όταν σου δίνουνε λεφτά να ρωτάς γιατί στα δίνουνε. Αυτό είναι πολύ πιο σημαντικό απ’ το «άμα σου δίνουν λεφτά να τα παίρνεις»"
Άμα δεν στα δίνουνε?
"Αυτό δεν μας αφορά. Όχι, δεν μας αφορά, γιατί μπαίνουμε στη διαδικασία να κρίνουμε τον άνθρωπο που δεν μας τα έδωσε, οπότε είναι ένα το πρόβλημα που έχουμε που δεν έχουμε λεφτά, ένα που κρίνουμε, δύο… κι ένα που έχουμε και τοξίνες και δηλητηριαζόμαστε, τρία. Δεν είναι για να γεμίζουμε τοξίνες, αρκετά προβλήματα έχουμε."
Να υποθέσω ότι η σχέση σου με τα χρήματα δεν είναι καλή.
"Αναγκαστική είναι. Είναι σαν το γάμο. Ο γάμος είναι- λέει- ένα πηγάδι με σκατά. Όποιος είναι μέσα θέλει να βγει όξω κι όποιος είναι όξω θέλει να μπει μέσα."
«Γράφ’ το έτσι»
Για να πούμε για τα δικά σου τα τωρινά.
"Για ποια?"
Ετοιμάζεσαι με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου.
"Ναι. Η συνεργασία αυτή είναι πολύ… Δεν ξέρω, για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί κι ο Βασίλης κινείται μόνος του κι εγώ μόνη μου. Κι αυτό δεν έχει να κάνει με το χαρακτήρα του, το χαρακτήρα του τον ξέρω του Βασίλη. Κι αυτόν τον ξέρω λίγο, αλλά δεν τον ξέρω σαν και μένα. Έχει να κάνει με το ότι είναι αυτάρκης."
Έχει τη δική του πορεία.
"Τη δική του γκλάβα. Αλλά τι γίνεται? Συνέβη το εξής: ταιριάζουμε. Δεν θα έλεγα ότι έχουμε τις ίδιες, για να μην είμαι απόλυτη, ταιριάζουνε, όμως, πάρα πολύ οι γκλάβες μας. Όχι τώρα, τριάντα τρία χρόνια που γνωριζόμαστε. Τριάντα τέσσερα. Την ημέρα που γνώρισα τον άντρα μου, μετά από μία-δύο ημέρες γνώρισα τον Βασίλη. Μιλάω τώρα για ’72, στην Πλάκα. Ο Βασίλης δεν είχε κάνει δίσκο, καθόλου, ούτε ‘γω. Μετά πήγα κι εγώ. Είχα κάνει το Έι Γαρούφαλλό μου. Ο Βασίλης δεν ξέρω αν είχε κάνει ακόμα δίσκο."
Η κιβωτός ήταν ένα τραγούδι από Το απέναντι μπαλκόνι. Σε μια δική σου κιβωτό τι θα έβαζες μέσα?
"Δεν θ’ άφηνα τίποτε έξω, παρά μόνο τον Μικρούτσικο και τους όμοιούς του. Τον Αντρέα Μικρούτσικο, θα έβγαζα έξω τον Αντρέα Μικρούτσικο, τη γυναίκα του Μαντολάτου, πως την είπαμε?"
Στεφανίδου.
"Τη Στεφανίδου, η οποία αισχρολογεί συνεχώς νομίζοντας ότι προσβάλλει εμάς, ενώ προσβάλλει τον εαυτό της και δεν το καταλαβαίνει. Πάντως, επειδή αυτοί οι άνθρωποι δημιουργούν δηλητηρίαση στους ανθρώπους, και η επόμενη γενιά θα καταστραφεί απ’ αυτούς, αυτοί πρέπει να φύγουνε επειγόντως, διότι είναι σαν να έχουμε AIDS και δεν το ξέρουμε. Το κυριολεκτώ στον Χριστό που πιστεύω. Κινδυνεύουμε τόσο πολύ. Είναι ένα AIDS κινητό όλοι αυτοί.
Αφού τώρα ξέρουμε ότι είμαι, πλέον, συνεπής, δεν είναι όπως παλιά και όλα μετράνε τελείως διαφορετικά, γι’ αυτό γράφ’ το έτσι. Λοιπόν, όλοι αυτοί οι άνθρωποι γιατί δεν μπορούνε να κλείσουν το κουμπάκι? Ποια είναι η ελληνική πραγματικότητα? Αυτή η αηδία, αυτή η μαλακία, αυτή η διαστροφή που έχουν στο μυαλό τους? Θα τρελαθούμε τελείως δηλαδή. Θα κάνουμε γλου-γλου, ξέρεις το έργο με τον Σταυρίδη? Για να γλιτώσει από την εφορία, χρωστούσε παντού, έκανε γλου-γλου, θα κάνω τη γαλοπούλα! Πάντως, ό,τι νόμοι ισχύουνε, πιστεύω, στο σπίτι μας, ισχύουνε και στην ψυχή μας. Και ό,τι ψηφίζουμε, αυτούς έχουμε. Και αντί να μας υπουργούν, να μας υπηρετούν, τους υπουργούμε όπως είμαστε. Που είναι η ελληνική γλώσσα? Μόνο το «μαλάκα», μόνο το « να γαμήσω», «τα λεφτά», «τα ευρώ», «τα πακέτα», «η δίμετρη», αυτές είναι οι λέξεις που κυριαρχούν και τις οποίες η ψυχή η δική μου δεν μπορεί να ακουμπήσει και η ψυχή πιστεύω του 95% των ανθρώπων, το 5% οι ξεγάνωτοι τενεκέδες κάνουν πολύ θόρυβο, μας έχουν ζαλίσει, λοιπόν καλά θα κάνουνε να πάνε εκεί που ανήκουν, δεν θα τους πω εγώ που να πάνε, ας παν εκεί που ανήκουν, αλλά να μας αφήσουν κι εμάς, γιατί αρκετά έχουμε τους άλλους διαβόλους, να μην έχουμε κι αυτούς."
Για πες μου ένα τραγούδι που θα ήθελες να είχες πει, ένα.
"Την Περσεφόνη. Πολλά θα ήθελα να πω, αλλά τώρα αυθόρμητα αυτό. Κοιμήσου Περσεφόνη στην αγκαλιά της γης, στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγεις… Χατζιδάκις, Γκάτσος."
Πες μου κι ένα δικό σου.
"Το τραγούδι να κοιτάς- έχω ένα τραγούδι που λέει- κι όχι το δημιουργό/ το αντίθετο συμβαίνει μονάχα με το Θεό/ που κοιτάς τον πλάστη κι όχι τον πηλό.
Δεν υπάρχει θάνατος σου λέω, κι άσε τα φαντάσματα/ τι μπερδεύεις τις φιλολογίες με αριθμούς και κλάσματα.
Χασάπικο… Ένα άλλο που λέει (τραγουδάει)
Ένα όνειρο, μια ανάμνηση
φυτεμένη εξ ουρανού στης γης το χώμα
βρήκε η λήθη ένα άσπρο αφρόψαρο
κι απ’ τη ράχη του είδε τ’ ουρανού το χρώμα.
Και η λήθη έγινε αλήθεια
γέμισαν ξανά τα άδεια σπίτια
τώρα η Περσεφόνη βγαίνει στο μπαλκόνι
γεύεται φλισκούνι, αγριομέντα και ακούει αμόνι
ένα όνειρο, μια ανάμνηση
φυτεμένη εξ ουρανού στης γης το χώμα
βρήκε η λήθη ένα άσπρο αφρόψαρο
κι απ’ τη ράχη του είδε τα’ ουρανού το άγιο χρώμα."
Για κάποιους που μίλησαν για τη φθαρμένη (έως και ανύπαρκτη από κάποιον) φωνή της Αλεξίου που "γελιοποιείται" κι όλας, σε σχέση με τη Βιτάλη;
Το ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ το άκουσε κανείς φανατισμένος;
Έτσι τραγούδαγε και στο Δρόμοι που αγάπησα; Ή μήπως στα live που το ρ το λέει γγγγγγγγ και κάνει ΤΑ σαρδάμ σε σημείο να θέλουμε να τηλεφωνήσουμε σε κανά φίλο μας φυσιοθεραπευτή για το εγκεφαλικό που μοιάζει να έπαθε αλλά να αμελεί;
Αλλά όταν κάποιος είναι φανατισμένος μειώνει τα μέτρα και τα σταθμά...
Σας παραθέτω μία αντικειμενικότατη κριτική (απόσπασμα ευτυχώς) της Γεωργίας Λαιμού
Τα απομεινάρια μιας μεγάλης φωνής
Όταν λέμε το όνομά της στη μνήμη έρχεται μία από τις μεγαλύτερες (σε έκταση, βάθος, λυγεράδα, "γυρίσματα" και δυνατότητες έκφρασης) λαϊκές φωνές της Ελλάδας.
Η Ελένη Βιτάλη υπήρξε μία πάρα πολύ μεγάλη τραγουδίστρια την οποία έχω ακούσει να ερμηνεύει τόσο ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΑ κάποια τραγούδια που να μου φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Το να βλέπεις αυτήν την τρομερή γυναίκα να μη μπορεί να βγάλει μια ολόκληρη μουσική φράση στον ίδιο τόνο και να αναγκάζεται να σπάει τη μελωδία, να αλλάζει "φωνή" ?να προσπαθεί να τραγουδήσει με τις χαμηλότερες νότες της για να ολοκληρώσει ένα ρεφρέν-, να μπαίνει σε τραγούδια από "αλλού" και αλλού να βρίσκεται στη μέση μιας λέξης, να συλλαβίζει φθόγγους και να κάνει το ένα φάλτσο μετά το άλλο είναι αφόρητα λυπηρό.
Χτες, όπως και πέρυσι που την είχα ξαναδεί να μην μπορεί, ειλικρινά πάγωσε η καρδιά μου.
Δεν υπάρχει μεγαλύτερο "κρίμα" από το να στέκεις ανήμπορος απέναντι σε μία τέτοια κατάσταση.
Δεν τις αξίζει της Ελένης Βιτάλη αυτό που κάνει και κάποιος θα έπρεπε να την προστατεύσει από όλο αυτό. "Θέλει δύναμη να φεύγεις όταν αγαπάς", όπως τραγουδάει και η ίδια στην αρχή αυτού του προγράμματος, και ξέρω πως είναι πάρα πολύ δύσκολο αλλά και η παραμονή υπό τέτοιες συνθήκες είναι πολύ άσπλαχνο πράγμα.
Λυπάμαι, λυπάμαι, λυπάμαι..