ελληνική μουσική
    816 online   ·  210.833 μέλη
    steinway
    21.09.2005, 18:51
    Ένα βιβλίο φτιαγμένο με λέξεις αληθινής, βαθιάς αγάπης...
    Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας στίχοι απ αυτη την ''ιστορία'' του Βιτσέντζου Κορνάρου; Οι δικοί μου είναι:

    Καλλιά χω σε με θάνατο
    παρ' άλλη με ζωή μου,
    για σένα εγενήθηκε
    στον κόσμο το κορμί μου...

    Κι ήντα δεν κάνει ο έρωτας
    σε μια καρδιά που όριζει
    σαν τη νικήσει ουδέ καλό
    μήδε πρεπό γνωρίζει...


    ΥΓ: αξίζει να ακούσεται το ντουέτο Ξυλούρης- Τσανακλίδου!!
    Nibelungen
    21.09.2005, 21:33
    Καλησπέρα σε όλες και όλους....πρώτο μου post στο forum με αφορμή τελικά τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου...

    Εξαιρετικό κείμενο και τεράστια πρόκληση για ένα ενδεχόμενο ανέβασμά του στη σκηνή.

    Σας γράφω από τη Λευκωσία-ζω στην Κύπρο εδώ και 3 χρόνια -και μόλις χτες είχα την ευκαρία να παρακολουθήσω μια πολύ καλή παράσταση του συγκεκριμένου έργου, μια παραγωγή του Πανεπιστημίου Κύπρου υπό τη επίβλεψη του πολύ σημαντικού Φιλόλογου και Ποιητή Μιχάλη Πιερή.

    Είναι σε όλους μας γνωστό πως αυτά τα έργα του ελληνικού θεάτρου της περιόδου της αναγέννησης , είναι -γοα τα σημερινά τουλάχιστον μέτρα- σχεδόν ''αντιθεατρικά''. Τεράστιοι μονόλογοι , ανυπαρξία σκηνικής πλοκής ιδιωματική γλώσσα που υπακούει σε μέτρα που αν τα παραβιάσεις ακυρώνεις την ουσία κλπ.

    Ωστόσο , η παράσταση αυτή ήταν τελικά ένα μικρό θεατρικό θαύμα.

    Ανέδειξε το Λόγο στο έπακρο και φώτισε πολλές λεπτομέρειες που τείνουμε να υποτιμούμε λόγω του όγκου.

    Για πρώτη φορά , συνειδητοποίησα , ότι για παράδειγμα , σε όλο το έργο δεν υπάρχει καμία επίκληση στο Θεό ή την Παναγία ,αντίθετα υπάρχουν πυκνές αναφορές στο π.Χ μεγαλείο της Ελλάδας και κυρίως των Αθηνών που ήταν η πόλη των σοφών και των απροσκύνητων.

    Και άλλα πολλά.

    Η τεράστια έκπληξη (πραγματικά μείναμε εμβρόντητοι) ήταν το επίπεδο των ηθοποιών που είναι φοιτητές.

    Αριστουργηματικές φωνές , μοναδική εκφορά λόγου και έκφραση που όχι μόνο δεν είχε τίποτα να ζηλέψει,αλλά συχνά ξεπερνούσε πολύ τους δικούς μας ''αστέρες''...

    Πολύ ενδιαφέρουσα μουσική από τον Χ.Πίτα (γνωστό στην Ελλάδα από τις σπουδαίες μουσικές του στην Αρχαία Τραγωδία-ζει μόνιμα στο Λονδίνο) μουσική που ήταν διανθισμένη από μικρά και ενδιαφέροντα ιντερμέδια του Ψαραντώνη.

    Έμαθα, πως η παράσταση θα έρθει στην Αθήνα στις επόμενες μέρες αλλά.....δεν θυμάμαι που, συγνώμη....

    Αξίζει πραγματικά τον κόπο, να τη δείτε....Τουλάχιστον στο συγκεκριμένο είδος ,έίναι η μόνη πραγματικά αξιόλογη δουλειά για φέτος και χωρίς (ευτυχώς) την παρουσία τηλεοπτικών ''αστέρων''....
    GL
    21.09.2005, 21:52
    Οι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσα
    κ’ έτοιας λογής οι ερωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσα,

    που σ’ όποιον τόπο κι α στραφώ, τα μάτια όπου γυρίσου,
    πράμα άλλο δε μπορώ να δω, παρά τη στόρησή σου.

    Κι ας είσαι εις τούτο θαρρετή πως όντεν αποθαίνω,
    χαιρετισμό να μου ‘πεμπες την ώρα εκείνη γιαίνω.
    MichPah
    21.09.2005, 22:23
    Οταν θέλω να χαλαρώσω παίρνω το μαντολίνο μου και τραγουδάω τους παρακάτω στίχους:

    ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
    κ’ εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
    Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ’ αηδόνι·
    κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.
    Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
    για να τ'ακούει καθε εις το πόνο του να μάθει.

    M’ απ’ όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα’ στην Aρετούσα,
    και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα’
    Ποιος είν αυτός που καθ'αργά τα βάσανά του λέει
    αυτός που κάνει άθρωπο με το σκοπό να κλαίει,
    κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
    ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.

    O Pήγας, ΅ιά από τσι πολλές, ηθέλησε να ΅άθει
    ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
    έτσι γλυκιά και νόστι΅α, που ταίρι άλλο δεν έχει,
    κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
    Kαι ΅ιάν η΅έρα κάλεσ΅α ήκα΅ε στο Παλάτι,
    ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.

    H Aρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Kυρού τση,
    κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε ΅ες στο νου τση
    της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
    ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σι΅ώνει

    O Pήγας βάνει λογισ΅όν, πολλά βαθιά το πιάνει,
    ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
    Kαι κράζει, ΅ιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
    οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορ΅ί του.

    Λέγει τως· "Πιάστε τ’ άρ΅ατα χωστά, και ΅η ΅ιλείτε,
    κι α΅έτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.
    Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
    γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.

    Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
    κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε ΅αθη΅ένο.
    H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
    και το ΅εσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σι΅ώνει.
    Tότες, από το χάλασ΅α εβγαίνουν οι αντρειω΅ένοι,
    κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
    και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κο΅΅άτια,
    να ΅ην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα ΅άτια.





    επισυναπτόμενα: erotokritoskn.jpg.atch.jpg 
    dimitrapan
    21.09.2005, 23:08
    Όποιος τσι μεγαλότητες ζητά ετουνού του κόσμου
    και δεν γνωρίζει πως επά διαβάτης είν' του δρόμου,
    μα ρέμπεται στις αφεντιές, στα πλούτη του καυκάται,
    εγώ άγνωστο τονε κρατώ και πελελός λογάται.

    Τουτα είναι ανθοί και λούλουδα, διαβαίνουν και περνούσι
    και μεταλλάσουν τα οι καιροί, συχνά τα καταλούσι.
    Σαν το γυαλί ραγίζουνται, σαν τον καπνό διαβαίνου,
    ποτέ δε στέκου ασάλευτα, μα πιλα΄λούν και πηαίνου.

    Κι όσο πλια η μοίρα στα ψηλά τον άνθρωπο καθίζει,
    τόσο και πλιότερα πονεί όντε τονε γκρεμίζει.
    Και κείνα όπου τον κανουσι συχνά ν' αναγαλλιάσει
    μεγάλοι οχτροί του γίνονται την ώρα όπου τα χάσει.

    Κι όσο πλια αφέντης κράζεται και βασιλιάς λογάται,
    τόσο πλια πρέπει να δειλιά, πλιότερα να φοβάται.
    Γιατί έτσι το 'χει φυσικό τση μοίρας το παιχνίδι,
    να παίρνει απ' τη μια μεριά, στην άλλη να τα δίδει.
    steinway
    22.09.2005, 01:40
    Η φωτογραφία πολύ καλή..!!
    Σε ταξιδεύει ο Κορνάρος σε άλλες εποχές.
    Πιο αληθινές, πιο ρομαντικές, πιο μαγικές.
    Όπου η αγάπη κυβερνά...

    MichPah
    22.09.2005, 14:45
    Επίσης αυτοί οι στίχοι μου αρέσουν πολύ:



    Γρικήσετε του Έρωτα, θα΅άσ΅ατα τά κάνει.
    Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·
    πληθαίνει τως την όρεξη, και δύνα΅η τως δίδει·
    ΅αθαίνει τσι να πολε΅ού’ σ’ τση νύκτας το σκοτίδι·
    κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκη΅ο, ερωτάρη,
    κάνει και τον ανή΅πορον, άντρα και παλικάρι,
    το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυ΅ον τον οκνιάρη,
    κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.

    andreas_f330
    18.11.2005, 21:42
    και καθε μηνα μια φορα μεσα στη καμαρα σου
    λογιαζε τα παθη για σε να με πονει η καρδια σου.
    κι ας ταξω ο κακοριζικος πως δε σ'ειδα ποτε μου,
    μα ενα κερι αυτουμενο εκρατουν κι εσβησε μου.
    Μα οπου κι αν παω οπου βρεθω κι οτι καιρο κι αν ζησω
    τασσω σου αλλη να μη δω μηδε ν'ατρανισω.
    καλλια 'χω θανατο παρ'αλλη με ζωη μου
    για σενανε γεννηθηκε στο κοσμο το κορμι μου..

    αριστουργημα! .-
    efi_kon
    15.12.2005, 18:05
    Quote:

    Το μέλος andreas_f330 στις 18-11-2005 στις 21:42 έγραψε:

    και καθε μηνα μια φορα μεσα στη καμαρα σου
    λογιαζε τα παθη για σε να με πονει η καρδια σου.
    κι ας ταξω ο κακοριζικος πως δε σ'ειδα ποτε μου,
    μα ενα κερι αυτουμενο εκρατουν κι εσβησε μου.
    Μα οπου κι αν παω οπου βρεθω κι οτι καιρο κι αν ζησω
    τασσω σου αλλη να μη δω μηδε ν'ατρανισω.
    καλλια 'χω θανατο παρ'αλλη με ζωη μου
    για σενανε γεννηθηκε στο κοσμο το κορμι μου..

    αριστουργημα! .-





    Ανδρέα...αν μου επιτρέπεις μερικές διορθωσούλες...

    ...λόγιαζέ ίντα 'παθα για σε...
    ...κι ένα κέράκι αφτούμενο... (αυτούμενο έχει άλλη σημασία)
    ...μηδέ ν' αναντρανίσω...
    καλλιά 'χω θάνατο με σε παρ' άλλη με ζωή μου...

    ageras
    15.12.2005, 18:42
    Εγώ θα πω μια ιστοριούλα για τον Ερωτόκριτο που συνέβει στην Θεσσαλονίκη πριν κάποια χρόνια σε μια συναυλία του Μιλτιάδη Πασχαλίδη.
    Η συναυλία γινόταν στην Μονή Λαζαριστών και κατά τις 23.30 περίπου αν θυμάμαι καλά ήρθε η αστυνομία γιατί οι γειτονικές πολυκατοικίες παραπονέθηκαν για τον θόρυβο και του ζήτησαν να διακόψει την συναυλία.Αυτός πολύ ήρεμα τους λεει"εντάξει αλλά θα μ'αφήσετε να πώ έστω ένα τραγούδι ακόμα για να μην τελειώσω τόσο απότομα.."και ο αστυνομικός συμφώνησε....
    Ελα όμως που αυτό το τραγούδι κράτησε 45 λεπτά....
    Ηταν ο Ερωτόκριτος σχεδόν ολόκληρος........
    manblaz
    08.07.2006, 11:12
    AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ

    Θέλου' να μπούνε σ' ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα',
    όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ' εκτύπα.
    Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
    και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
    Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, και μαύρο το κοντάρι,
    μαύρη ήτονε κ' η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
    Aντρειωμένος, δυνατός, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
    κ' εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
    Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
    όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.

    H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος,
    και με πολλούς, οπού φορού' μαύρα, συντροφιασμένος,
    Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη
    από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει.
    Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα,
    Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα'.
    Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι,
    κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι.
    Aνάθρεψέ το σ' αρετές, σ' άρματα, κ' εις-ε γράμμα,
    Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ' εις το πράμα.
    Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
    και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του.
    Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
    κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
    περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην,
    μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
    Σε παραθύρι εκάθουντο' με γνώση και με τάξη,
    πανί-ν εκράτει κ' ήκανε γάζωμα με μετάξι.
    Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
    το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.

    Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα',
    κ' είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα.
    Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη
    ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη.
    Δεν είχ' εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα,
    αμ' ήτον ολομόναχος, γιατί κ' οι δυό αποθάνα'.
    Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει,
    να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει·
    μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει,
    κ' εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει·
    και μ' όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει―
    ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει
    (σ' έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει,
    γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)―
    αγαπηθήκασι κ' οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει,
    κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι.
    Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
    στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.
    Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ' ώρα εξεφαντώνα',
    ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ' γιαλού λιμιώνα.
    Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
    κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
    Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
    χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
    δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,
    μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
    Kι απ' όλους κείνους, που'σανε εκεί κατοικημένοι,
    μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
    Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ' ήβλεπε το κουράδι,
    συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ' αυτόν το νιόν ομάδι.
    O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
    κι ως του'χε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
    Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
    κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
    Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει,
    να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.

    Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη,
    γιατ' είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη.
    M' ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
    πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει!
    Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,
    τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
    Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν' αγαπά άλλην κόρη
    το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.
    K' εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει,
    εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει.
    Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη,
    τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη.
    K' εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
    αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.

    Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
    επήγε και τ' ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.
    K' οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ' εγελούσαν,
    γιατί δεν εσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο που'σαν.
    Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ' αφήσει,
    μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει.
    Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω,
    τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
    ήβαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
    σ' τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη.
    O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
    και το μουρμούρι του νερού, σ' γλυκότη τον εβάναν,
    κ' ύπνος τον αποκοίμισε. K' η λυγερή τής φάνη
    πως είν' καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
    Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι,
    η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
    Λέγει· "Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
    κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
    Nα'μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
    κι ως σηκωθεί, να δω από 'κεί, σημάδι να γνωρίσω."
    Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
    εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
    Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
    αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

    K' εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη
    πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
    Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
    κ' εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
    Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
    το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα επαραδόθη.
    Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
    δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
    Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
    μα ελόγιαζε πως να'τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
    Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει,
    ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
    Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα',
    λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να'τονε σ' εκείνα,
    και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
    (Ώφου κακόν οπού'καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!)
    Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
    και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
    οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
    παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
    K' ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη,
    κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
    Kαι φαίνετ' εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
    (Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
    Eγρίκησε απ' το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
    και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη.

    K' εγλάκησε με τη χαράν, κ' εμπαίνει μες στα δάση,
    και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
    Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
    για το κυνήγι, οπού'καμε, Θάνατο θέ' να πάρει.
    Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη.
    Eίχε πνοήν, κ' εμίλησε, κ' είπεν του κι αποθαίνει,
    κ' επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν' αγαπά περίσσα.
    Kι ως το'πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα'.

    Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ' εχάθη,
    και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη.
    Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει,
    οπού να πάρει Θάνατο με τ' άρματα γυρεύγει.
    Kαι τόσα το'πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη,
    που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη.
    Mα'ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι,
    πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ' είπασι τα χείλη.
    Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα', ελυπηθήκα',
    κι αρχίσα' να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα,
    και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά'μορφα του λέσι,
    καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει,
    μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα,
    μ' ας δείξει στ' ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα'.
    Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει,
    σ' τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει.
    K' ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει,
    και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει.
    K' επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ' άλλη Xώρα,
    τα κονταροκτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα Δώρα.
    K' εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του,
    επήγαινε κ' εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του.
    Kαι μετ' αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει,
    κ' ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι.
    Kι ως ήκουσε κ' εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα
    τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα,
    να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει
    για την Kεράν του, οπού'χασε, κι όλπιζε να νικήσει.
    K' ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει,
    στον τάφον τση σαν το'ζαρε, να πά' να το κρεμάσει.
    Ήργησε, γιατί του'λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα,
    μ' από την πρώτη εκίνησε, που'κουσε τα μαντάτα.

    Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
    και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
    Σπίθες σιδέρω', αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει,
    και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση.
    Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο,
    τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο.
    Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει,
    με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει·
    "Kείνη η φωτιά, που μου'φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει,
    κι άνεμος μου την ήσβησε, κ' εδά'μαι στο σκοτίδι."
    Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι,
    φωνιάζουν· "Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι!
    Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη,
    οπού'χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη.
    Kι α' ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ' ν' αλλάξει,
    'πειδή κ' η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει."

    Ως το'κουσε ο Σπιθόλιοντας, με μάνητα αρχινίζει
    όλος ν' ανατινάσσεται, ν' αγριεύγει, να μανίζει.
    Tα σωθικά του ως το θερμό βράζου', αναχοχλακίζουν,
    βροντά και το στομάχι του, τα χείλη του μαυρίζουν.
    Kαπνίζουν τα ρουθούνια του, σαν τ' άλογο όντε τρέχει,
    κι απάνω-κάτω πορπατεί, κι αναπαημό δεν έχει.
    Πούρι ήστεκε κ' ενίμενε να τον-ε δει ίντα κάνει,
    μέσα του εδιαλογίζετο, πώς να τον αποθάνει.
    Kι ωσάν τον είδε κ' ήσωσεν εις του Pηγός, κ' εγράφτη,
    εκέντησε όλο το κορμί, κι ως το καμίνι ανάφτει.
    Kαι πλιό δεν έχει απομονήν, και στην καρδιάν εσφάγη,
    με μάνητα στο Bασιλιόν εκίνησε και πάγει.
    Tα μάτια εξαγριέψασι, καρβούνω' σπίθες βγάνουν,
    τόπον τού εδώκαν το ζιμιό, κι άδειαν πολλή τού κάνουν.
    Δίχως να κλίνει κεφαλή, δίχως να προσκυνήσει,
    δίχως να πάρει θέλημα του Pήγα να μιλήσει,
    δείχνοντας με το χέρι του τον Kρητικόν, αρχίζει
    άγρια περίσσα να μιλεί και ν' αποφοβερίζει.


    KAKOFONIKS
    08.07.2006, 14:02
    Τ’ άκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
    που ο κύρης σου μ’ εξόρισε στης ξενιτιάς της στράτα;

    Κ’ εφάνη του κ’ εσφάγηκεν ογι’ αφορμήν εδική του,
    σαν άκουσε την προξενιά που ’πες να του μιλήσου,

    κ’ ετοιας λογής εμάνισε, τόσο βαρύ του εφάνη,
    κι ο κύρης μου απ’ την πρίκα του λογιάζω ν’ αποθάνη.

    Τέσσερεις μέρες μοναχάς μου ’δωκε ν’ ανιμένω
    Κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω

    και πώς να σ’ αποχωριστώ και πώς να σου μακρύνω
    και πώς να ζήσω δίχως σου στον ξορισμόν εκείνο;

    Εσίμωσε το τέλος μου, μάθης το θές, κερά μου,
    στα ξένα πως μ’ εθάψασι κ’ εκεί ’ν’ τα κοκκάλά μου.

    Κατέχω το κι ο κύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει
    Ρηγόπουλο, αφεντόπουλο, σαν είσ’ εσύ, γυρεύγει

    Κι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθής στα θέλουν οι γονιοί σου,
    Νικούν τηνε τη γνώμη σου κι αλλάσσει η όρεξή σου.

    Μια χάρη, αφέντρα μου, ζητώ κ’ εκείνη θέλω μόνο
    Και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω:

    την ώρα που αρραβωνιαστής, να βαριαναστενάξης
    κι όντε σα νύφη στολιστής, σαν παντρεμένη αλλάξης,

    ν’ αναδακρυώσης και να πης, «Ρωτόκριτε καημένε,
    τα σου ’ταξα ελησμόνησα, το ’θελες πλιο δεν έναι».

    Κι όντε σ’ αγάπη αλλού γαμπρού θες δώσεις την εξά σου
    και νοικοκύρης να γενεί στα κάλλη τα δικά σου,

    όντε με σπλάχνος σε φιλή και σε περιλαμπάνη,
    θυμήσου ενός οπού για σε εβάλθη ν’ αποθάνη.

    Θυμήσου πως μ’ επλήγωσες κ’ έχω θανάτου πόνο
    κι ουδέ ν’ απλώσω μ’ άφηκες σκιάς στο δακτύλι μόνο.

    Και κάθε μήνα μια φορά μέσα στην κάμερά σου
    λόγιαζε τα ’παθα για σε, να με πονή η καρδιά σου?

    και πιάνε και τη σγουραφιά που ’βρες στ’ αρμάρι μέσα,
    και τα τραγούδια, που ’λεγες το πώς πολλά σ’ αρέσα,

    και διάβαζέ τα, θώρειε τα κι αναθυμού κ’ εμένα,
    που μ’ εξορίσανε για σε πολλά μακριά στα ξένα

    Κι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε
    και τα τραγούδια που ’βγαλα, μες στη φωτιά τα κάψε,

    Για να μην εύρης αφορμήν εισέ καιρό κιανένα
    πλιο σου να τ’ αναθυμηθής, μα να ’ν’ λησμονημένα.

    Παρακαλώ, θυμού καλά, ό,τι σου λέγω τώρα
    κι ογλήγορα μισεύγω σου, μακραίνω από τη χώρα

    Κι ας τάξω ο κακορίζικος πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
    μα ένα κερίν αφτούμενον εκράτουν κι ήσβησέ μου.

    Μα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ και τον καιρώ που ζήσω,
    τάσσω σου άλλη να μη δω, μηδέ ν’ ανατρανίσω

    καλλιά ’χω εσέ με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου,
    για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.

    Οι ομορφιές σου έτοιας λογής το φως μου ετριγυρίσα
    κ’ έτοιας λογής οι ερωτιές εκεί σ’ εσγουραφίσα,

    που σ’ όποιον τόπο κι α στραφώ, τα μάτια όπου γυρίσου,
    πράμα άλλο δε μπορώ να δω, παρά τη στόρησή σου.

    Κι ας είσαι εις τούτο θαρρετή πως όντεν αποθαίνω,
    χαιρετισμό να μου ‘πεμπες την ώρα εκείνη γιαίνω
    alagi_katestimenou
    08.07.2006, 16:50
    Το μέλος ageras στις 15-12-2005 στις 18:42 έγραψε...
    Παράθεση:

    Εγώ θα πω μια ιστοριούλα για τον Ερωτόκριτο που συνέβει στην Θεσσαλονίκη πριν κάποια χρόνια σε μια συναυλία του Μιλτιάδη Πασχαλίδη.
    Η συναυλία γινόταν στην Μονή Λαζαριστών και κατά τις 23.30 περίπου αν θυμάμαι καλά ήρθε η αστυνομία γιατί οι γειτονικές πολυκατοικίες παραπονέθηκαν για τον θόρυβο και του ζήτησαν να διακόψει την συναυλία.Αυτός πολύ ήρεμα τους λεει"εντάξει αλλά θα μ'αφήσετε να πώ έστω ένα τραγούδι ακόμα για να μην τελειώσω τόσο απότομα.."και ο αστυνομικός συμφώνησε....
    Ελα όμως που αυτό το τραγούδι κράτησε 45 λεπτά....
    Ηταν ο Ερωτόκριτος σχεδόν ολόκληρος........



    Μανώλη το εχω ακούσει και εγω αυτό το σκηνικό!!!
    και εχω ακουσει επίσης οτι μεχρι τώρα ο Μίλτος έχει κάνει την καλύτερη ερμηνεία πάνω στον ερωτόκριτο!!!!
    νομίζω οτι στην Μονή Λαζαριστών επειδή είναι κατοικημένη περιοχή 12:30 διακόπτουν όλες τις συναυλίες!!!
    το κάνανε και στον Μάλαμα και στο Θανάση Παπακωνσταντίνου!!!

    χθές έτυχε να ακούσω και εγώ ζωντανά να ερμηνεύουν τον ερωτόκριτο η Ελευθερία Αρβανιτάκη με τον Μάνο Πηροβολάκη σε συναυλεία που έγινε στο χωριό μου στο ανοιχτό αμφιθέατρο Μίκης Θεοδοράκης(ποντοκώμη).
    να σας πώ την αλήθεια συγκινήθηκα,μονο και μόνο που το είπε η Ελευθερία με αυτήν την απίστευτη χροιά!!!

    Amelie
    08.07.2006, 16:57
    Ωράιο θέμα ανοίξατε,μπράβο σας,διάβασα τους στίχους και συγκινήθηκα. Μόνο από τον Πασχαλίδη το έχω ακούσει και πολύ θα'θελα να είχα βρεθεί σε αυτή τη συναυλία που αναφέρατε!
    alagi_katestimenou
    08.07.2006, 17:03



    ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΛΑΞΟΥΜΕ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΜΟΥΣΙΚΗ!!!
    ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ.
    ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΟΛΕΜΙΣΟYΜΕ ΟΧΙ ΝΑ ΑΜΥΝΘΟΥΜΕ.

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : alagi_katestimenou στις 12-07-2006 03:54 ]


    alagi_katestimenou
    08.07.2006, 17:07
    ναι Φωτεινή!!!
    και βέβαια ανοιξαν ωραίο θέμα,αυτή η ιστορία μας,αμα ξεχάσουμε και αυτά τοτε πάμε κατα διαόλου!!!
    πολύ ωραίο θέμα!!!
    ευχαριστούμε!!!
    semplice
    08.07.2006, 18:44









    επισυναπτόμενα: Xylouris_erwtokritos_front.jpg 
    mellia
    17.02.2008, 23:13
    ο Ερωτόκριτος για μένα είναι από τα πολυτιμότερα ακούσματα!!!!!!!!!

    από τον "θρήνο" της Αρετούσας, που ερμήνεψε άψογα η Τάνια Τσανακλίδου:

    “Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
    Ποιά ολπίδα πλιό μου 'πόμεινε, και θέλω ν' ανιμένω;
    Δίχως σου πώς είν' μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
    Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
    Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου',
    τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου' σαν ημπόρου'.
    Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
    ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα'.
    Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου'σαι νοικοκύρης,
    εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
    Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
    για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους.”

    Και φυσικά οι στίχοι του Ερωτόκριτου που "τα λένε όλα":

    "...Καλλιά 'χω σε με θάνατο παρ΄άλλη με ζωή μου
    για σένα εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου...."

    mellia
    17.02.2008, 23:45
    Παράθεση:

    Το μέλος alagi_katestimenou στις 08-07-2006 στις 17:07 έγραψε...

    ναι Φωτεινή!!!
    και βέβαια ανοιξαν ωραίο θέμα,αυτή η ιστορία μας,αμα ξεχάσουμε και αυτά τοτε πάμε κατα διαόλου!!!
    πολύ ωραίο θέμα!!!
    ευχαριστούμε!!!





    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : mellia στις 20-02-2008 13:20 ]


    dimitris1983
    18.02.2008, 00:30
    Παράθεση:

    Το μέλος MichPah στις 21-09-2005 στις 22:23 έγραψε...

    Οταν θέλω να χαλαρώσω παίρνω το μαντολίνο μου και τραγουδάω τους παρακάτω στίχους:

    ήπαιρνεν το λαγούτο του, κ’ εσιγανοπορπάτει,
    κ’ εκτύπα-ν το γλυκιά-γλυκιά ανάδια στο Παλάτι.
    Ήτον η χέρα ζάχαρη, φωνή είχε σαν τ’ αηδόνι·
    κάθε καρδιά, να του γρικά, κλαίγει κι αναδακρυώνει.
    Ήλεγεν κι ανεθίβανεν της Eρωτιάς τα Πάθη,
    για να τ'ακούει καθε εις το πόνο του να μάθει.

    M’ απ’ όλους κι όλες πλιά γλυκιά ήσα’ στην Aρετούσα,
    και τα τραγούδια ξυπνητή συχνιά την εκρατούσα’
    Ποιος είν αυτός που καθ'αργά τα βάσανά του λέει
    αυτός που κάνει άθρωπο με το σκοπό να κλαίει,
    κι οληνυκτίς ανάπαψη δεν είχε, να λογιάζει
    ποιός είναι αυτός που τραγουδεί και βαραναστενάζει.

    O Pήγας, ΅ιά από τσι πολλές, ηθέλησε να ΅άθει
    ποιός είναι αυτός που τραγουδεί της Eρωτιάς τα Πάθη
    έτσι γλυκιά και νόστι΅α, που ταίρι άλλο δεν έχει,
    κ’ εβάλθηκε να τον-ε δει και να τον-ε κατέχει.
    Kαι ΅ιάν η΅έρα κάλεσ΅α ήκα΅ε στο Παλάτι,
    ξεφάντωση από το ταχύ ώς το βραδύ-ν εκράτει.

    H Aρετούσα εκάθουντο’ στο πλάγι του Kυρού τση,
    κι όσον εγρίκα, τόσον πλιά ήβανε ΅ες στο νου τση
    της νύκτας τον τραγουδιστή, γιατί κιανείς δε σώνει
    ωσάν εκείνο[ν] να το πει, ουδέ να του σι΅ώνει

    O Pήγας βάνει λογισ΅όν, πολλά βαθιά το πιάνει,
    ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
    Kαι κράζει, ΅ιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
    οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορ΅ί του.

    Λέγει τως· "Πιάστε τ’ άρ΅ατα χωστά, και ΅η ΅ιλείτε,
    κι α΅έτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.
    Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
    γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.

    Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
    κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε ΅αθη΅ένο.
    H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
    και το ΅εσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σι΅ώνει.
    Tότες, από το χάλασ΅α εβγαίνουν οι αντρειω΅ένοι,
    κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
    και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κο΅΅άτια,
    να ΅ην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα ΅άτια.








    Αχ φίλε μου... τσι νύχτας ο τραγουδιστής!