ελληνική μουσική
    318 online   ·  210.844 μέλη

    Αγαπημένα ποιήματα και ποιητές

    Aiolos_m
    01.10.2005, 00:41
    Ποιοί είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές;
    Μοιραστείτε μαζί μας αγαπημένους σας στίχους και ποιήματα από τα ελληνικά γράμματα και όχι μόνο.

    Ας ξεκινήσω εγώ με Γιώργο Σεφέρη...

    "Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
    κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    για να γεμίσει με την τρέλα,
    νήσος τις έστι..."

    Από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', Κύπρος 1953
    Sidonie
    01.10.2005, 04:32
    Αγαπώ πολλούς ποιητές, αλλά ανάμεσά τους πάντα ξεχωρίζω τον Κ.Π.Καβάφη. Παραθέτω τα "Τείχη" του που πρωτοδιάβασα στην εφηβεία και με άγγιξαν πάρα πολύ.

    "Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
    μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

    Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
    ¶λλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

    διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον.
    A όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω.

    Aλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
    Aνεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω."

    (1896)

    frufru
    01.10.2005, 08:59
    Χωρις περισκεψιν,χωρις αιδω
    μεγαλα και υψηλα τριγυρω μου εχτισαν τειχη.

    Και καθομαι και απελπιζομαι τωρα εδω
    Αλλο δεν σκεπτομαι:τον νουν μου τρωγει αυτη η τυχη

    διοτι πραγματα πολλα εξω να καμω ειχον
    Α οταν εχτιζαν τα τειχη πως να μην προσεξω

    Αλλα δεν ακουσα κροτον κτιστων η ηχον.
    Ανεπαισθητως μ'εκλεισαν απο τον κοσμον εξω.


    Καβαφης
    frufru
    01.10.2005, 09:03
    Sidonie πραγματικα συγγνωμη. Δεν προσεξα το post σου με καλυπτει οποτε το δικο μου οπως καταλαβαινεις δεν εχει ιδιαιτερη σημασια.Εκτος αν δεχθουμε οτι καθενας εδω μεσα βγαζει τα απωθημενα του που σ'ατυην την περιπτωση και το δικο μου post εχει νοημα.

    ...ναι λεω πολλα εκει που πρεπει να λεω λίγα

    Ilianashiamishi
    01.10.2005, 11:16
    Και να αδελφέ μου που μάθαμε
    να κουβεντιάζουμε ήσυχα κι απλά.
    Καταλαβαινόμαστε τώρα, δεν χρειάζονται περισσότερα.
    Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
    Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος
    σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη.
    Έτσι για να λέμε πια τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη.
    Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε
    "Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουνε εκατό την ώρα"
    Αυτό θέλουμε κι εμείς.
    Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
    για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ' τον κόσμο.
    Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

    Γιάννης Ρίτσος
    Aiolos_m
    02.10.2005, 01:08
    nullFederico Garcia Lorca

    Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
    Και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
    Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
    Τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι

    Παντιέρες πάγαιναν του άνεμου συνοδεία
    Και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
    Στο ρωγοβύζι ανατρίχιαζαν τα παιδιά
    Κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης τα αχαμνά του

    Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
    Και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
    Τραβέρσο ανάποδο πορεία προς το βοριά
    Τράβα μπροστά ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει

    Κάτω απ’ τον ήλιο ανατρίχιαζαν οι ελιές
    Και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
    Τις νύχτες στέρφες απόμεναν οι αγκαλιές
    Τότε που σ’ έφεραν κατσίβελε στη μπόλια

    Ατσίγγανε και αφέντη μου με τι να σε στολίσω
    Φερτέ το μαυριτανικό σκουτί το πορφυρό
    Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
    Κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψήλωσαν το σωρό

    Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
    Κι απάνω στην γκριμάτσα σου δεμένος σταυρωτά
    Σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
    Μέσα απ’ τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά

    Βάρκα του βάλτου ανάστροφη φτενή δίχως καρένα
    Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
    Σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημη αρένα
    Και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά

    (Νίκος Καββαδίας)


    steinway
    02.10.2005, 02:12
    Αγγελίες

    Διατίθεται απόγνωσις
    εις άριστην κατάστασιν,
    και ευρύχωρον αδιέξοδον.
    Σε τιμές ευκαιρίας.

    Ανεκμετάλλευτον και εύκαρπον
    έδαφος πωλείται
    έλλειψη τύχης και διαθέσεως.

    Και χρόνος
    αμεταχείριστος εντελώς.

    Πληροφορίαι: Αδιέξοδον.
    Ώρα: Πάσα.


    Κική Δημουλά, 1958
    Voltage
    02.10.2005, 09:20
    ........
    Μάνα, λες να είναι κληρονομική
    η πραγματικότητα ;

    Κική Δημουλά 2005
    nefos
    02.10.2005, 09:34

    @ Ο πληθυντικός αριθμός (Κική Δημουλά από το «Λίγο του κόσμου»)

    Ο έρωτας,

    όνομα ουσιασιαστικόν,
    πολύ ουσιαστικόν,
    ενικού αριθμού,
    γένους ούτε θηλυκού ούτε αρσενικού,
    γένους ανυπεράσπιστου.
    Πληθυντικός αριθμός
    οι ανυπεράσπιστοι έρωτες.

    Ο φόβος,
    όνομα ουσιαστικόν,
    στην αρχή ενικός αριθμός
    και μετά πληθυντικός :
    οι φόβοι.
    Οι φόβοι
    για όλα από εδώ και πέρα.

    Η μνήμη,
    κύριο όνομα των θλίψεων,
    ενικού αριθμού,
    μόνον ενικού αριθμού
    και άκλιτη,
    Η μνήμη, η μνήμη , η μνήμη.

    Η νύχτα,
    όνομα ουσιαστικόν,
    γένους θηλυκού,
    ενικός αριθμός.
    Πληθυντικός αριθμός
    οι νύχτες.
    Οι νύχτες από εδώ και πέρα.

    * ( η Τάνια Τσανακλίδου στο δίσκο «Μαγικό κουτί» διαβάζει το παραπάνω ποίημα. Προσωπικά με αγγίξε πολύ εδώ και αρκετά χρόνια κι ακόμα συνεχίζει . . . )



    Dj_kerveros
    02.10.2005, 16:42
    Η σχέση μου με την ποίηση δεν μπορώ να πω ότι είναι ιδιαίτερα καλή! Παρ' όλα αυτα όταν πρωτοάκουσα Καββαδία ενθουσιάστικα! Δεν υπάρχει ποιήμα του που να μη μ' αρέσει (αυτο βέβαια οφείλετε και στις εκπληκτικές μελωδίες του Θ. Μικρούτσικου)!
    ... εκτός από τη μάνα σου
    κανείς δε σε θυμάται
    σ' εκείνο το τρομακτικο
    ταξίδι του χαμού...
    Aiolos_m
    06.10.2005, 23:58
    ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

    Πτυχές του σώματός σου στα σεντόνια
    Δεν έχω άλλο κόσμο να σου δώσω.
    Απόψε, που με βάρυναν τα χρόνια
    και σκέφτομαι να φύγω, να τελειώσω

    γυρεύω το σκοτάδι σου, σαν να ‘σουν
    Αυγερινός, σε αυτούς που θα με χάσουν
    Γυρεύω το ξημέρωμα πριν φύγει
    το σώμα σου στα δάση και στα ρίγη.

    Μα, σκύβω κι ακουμπώ στη μυρωδιά σου
    με τ’ άστρωτα λευκά παρηγοριέμαι
    και να, θυμάμαι κάτι στα μαλλιά σου
    σαν φως και λίγο-λίγο αποκοιμιέμαι…


    (Διονύσης Καψάλης)

    AT
    07.10.2005, 00:47
    [Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
    των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
    και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
    χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.

    ...........

    Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
    και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει
    κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί
    θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.

    ..........]

    Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
    σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες
    θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
    και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες...

    .....Νικόλας....




    Κι ακόμα μία στροφή που ζήλεψα και ζηλεύω... (από ένα ποίημα που με θύμωσε
    κάποτε... απλώς γιατί... μου κρύφτηκε!!) ....θα μπορούσα να την έχω γράψει
    ακριβώς έτσι... Όσο για το νόημά της.... το λέω χρόνια τώρα... ))



    Ζητάω Πολλά...

    "..........
    Ζητάω πολλά κι ακόμα κάτι,
    που σε σκακιέρα είμαι κομμάτι,
    να 'μαι παρών, σε όσα μ' αφορούν συμβάντα.
    Ζητάω τα πάντα. "

    Σ.Π.


    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : AT στις 07-10-2005 00:49 ]
    vero
    06.09.2006, 22:47
    Το μέλος Aiolos_m στις 01-10-2005 στις 00:41 έγραψε...
    Παράθεση:

    Ποιοί είναι οι αγαπημένοι σας ποιητές;
    Μοιραστείτε μαζί μας αγαπημένους σας στίχους και ποιήματα από τα ελληνικά γράμματα και όχι μόνο.

    Ας ξεκινήσω εγώ με Γιώργο Σεφέρη...

    "Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
    κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
    δε χρειάζεται μακρύ καιρό
    για να γεμίσει με την τρέλα,
    νήσος τις έστι..."

    Από το Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ', Κύπρος 1953




    Ολα τα ποιηματα του Γιωργου Σεφερη!!!
    eleni_1982
    06.09.2006, 23:01
    Μονόγραμμα -Ελύτης

    Θά πενθώ πάντα -- μ’ακούς; -- γιά σένα, μόνος,στόν Παράδεισο

    Θά γυρίσει αλλού τίς χαρακιές
    Τής παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
    Μιά στιγμή θά συγκατατεθεί ο Καιρός

    Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

    Θά παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
    Καί θά χτυπήσει τόν κόσμο η αθωότητα
    Μέ τό δριμύ του μαύρου του θανάτου.

    ΙΙ.

    Πενθώ τόν ήλιο καί πενθώ τά χρόνια που έρχονται
    Χωρίς εμάς καί τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
    Εάν είναι αλήθεια

    Μιλημένα τά σώματα καί οί βάρκες πού έκρουζαν γλυκά
    Οί κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
    Τά "πίστεψέ με" και τα "μή"
    Μιά στόν αέρα μιά στή μουσική

    Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
    Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά τό ένα στό άλλο
    Η γλάστρα μέ τό δροσαχί στίς ανοιχτές αυλόπορτες
    Καί τά κομμάτια οί θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
    Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
    Τήν ανεμώνα πού κάθισε στό χέρι σού
    Κι έτρεμες τρείς φορές τό μώβ τρείς μέρες πάνω από
    τούς καταρράχτες

    Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
    Τό ξύλινο δοκάρι καί τό τετράγωνο φαντό
    Στόν τοίχο μέ τή Γοργόνα μέ τά ξέπλεκα μαλλιά
    Τή γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

    Παιδί μέ τό λιβάνι καί μέ τόν κόκκινο σταυρό
    Τήν ώρα πού βραδιάζει στών βράχων τό απλησίαστο
    Πενθώ τό ρούχο πού άγγιξα καί μού ήρθε ο κόσμος.

    ΙΙΙ.

    Έτσι μιλώ γιά σένα καί γιά μένα

    Επειδή σ’αγαπώ καί στήν αγάπη ξέρω
    Νά μπαίνω σάν Πανσέληνος
    Από παντού,γιά τό μικρό τό πόδι σού μές στ’αχανή
    σεντόνια
    Νά μαδάω γιασεμιά κι έχω τή δύναμη
    Αποκοιμισμένη,νά φυσώ νά σέ πηγαίνω
    Μές από φεγγαρά περάσματα καί κρυφές τής θάλασσας στοές
    Υπνωτισμένα δέντρα μέ αράχνες πού ασημίζουμε

    Ακουστά σ’έχουν τά κύματα
    Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
    Πώς λές ψιθυριστά τό "τί" καί τό "έ"
    Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
    Πάντα εμείς τό φώς κι η σκιά

    Πάντα εσύ τ’αστεράκι καί πάντα εγώ τό σκοτεινό πλεούμενο
    Πάντα εσύ τό λιμάνι κι εγώ τό φανάρι τό δεξιά
    Τό βρεγμένο μουράγιο καί η λάμψη επάνω στά κουπιά

    Ψηλά στό σπίτι μέ τίς κληματίδες
    Τά δετά τριαντάφυλλα,καί τό νερό πού κρυώνει
    Πάντα εσύ τό πέτρινο άγαλμα καί πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
    Τό γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού τό ανοίγει εγώ
    Επειδή σ’αγαπώ καί σ’αγαπώ
    Πάντα Εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία πού τό
    Εξαργυρώνει:

    Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στόν άνεμο
    Τόσο η στάλα στόν αέρα,τόσο η σιγαλιά
    Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
    Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
    Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

    Πού πιά δέν έχω τίποτε άλλο
    Μές στούς τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
    Νά φωνάζω από σένα καί νά μέ χτυπά η φωνή μου
    Νά μυρίζω από σένα καί ν’αγριεύουν οί άνθρωποι
    Επειδή τό αδοκίμαστο καί τό απ’αλλού φερμένο
    Δέν τ’αντέχουν οί άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν αγάπη μου

    ΝΑ ΜΙΛΩ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ.

    ΙV.

    Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
    Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα μ’ακούς
    Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
    Μαχαίρι
    Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
    Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
    Είμ’εγώ,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,μ’ακούς
    Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
    Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
    Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

    Σού κρατεί τό χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

    Οί πελώριες λιάνες καί τών ηφαιστείων οί λάβες
    Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
    Νά μάς θάψουν κι οί χιλιάδες ύστερα χρόνοι
    Λαμπερά θά μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
    Νά γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,ν’ακούς
    Τών ανθρώπων
    Καί χιλιάδες κομμάτια νά μάς ρίξει
    Στά νερά ένα-- ένα , μ’ακούς
    Τά πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
    Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
    Όπου κάποτε οί φιγούρες Τών Αγίων
    βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
    Οί καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
    Ένα πέρασμα βαθύ νά περάσω
    Περιμένουν οί άγγελοι μέ κεριά καί νεκρώσιμους ψαλμούς
    Πουθενά δέν πάω ,μ’ακους
    Ή κανείς ή κι οί δύο μαζί,μ’ακούς

    Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς
    Τής αγάπης
    Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
    Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
    Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
    Δέν υπάρχει τό χώμα δέν υπάρχει ο αέρας
    Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

    Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

    Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
    Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
    Μές στή μέση τής θάλασσας
    Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
    Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
    Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
    Άκου,άκου
    Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει- ακούς;
    ποιος γυρευει τον αλλο,ποιος φωναζει-
    ακους;
    Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
    Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

    V.

    Γιά σένα έχω μιλήσει σέ καιρούς παλιούς
    Μέ σοφές παραμάνες καί μ’αντάρτες απόμαχους
    Από τί νά’ναι πού έχεις τή θλίψη του αγριμιού
    Τήν ανταύγεια στό μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
    Καί γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
    Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τόν άνεμο
    Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τόν καλπασμό

    Καί γιά σένα κανείς δέν είχε ακούσει
    Γιά σένα ούτε τό δίκταμο ούτε τό μανιτάρι
    Στά μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
    Γιά σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός νά μου οδηγεί τό χέρι

    Πιό δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα τό γύρο
    Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
    Στό λόφο κυματίζοντας αριστερά

    Τό σώμα σου στή στάση του πεύκου του μοναχικού
    Μάτια της περηφάνειας καί του διάφανου
    Βυθού,μέσα στό σπίτι μέ τό σκρίνιο τό παλιό
    Τίς κίτρινες νταντέλες καί τό κυπαρισσόξυλο
    Μόνος νά περιμένω που θά πρωτοφανείς

    Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
    Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

    Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
    Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
    Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή
    Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
    Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
    Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
    Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα μ’όλα της τά βοτάνια
    Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
    Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
    Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
    Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
    Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
    Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
    Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

    VI.

    Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
    Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
    Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
    Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
    Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
    Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
    τής θάλασσας

    Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
    Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
    Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
    Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

    Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

    Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
    Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
    Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
    Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

    Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
    νεογέννητο
    Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
    Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
    Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
    Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
    Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

    VII.

    Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
    Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

    Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
    Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
    Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

    ΝΑ ΣΕ ΒΛΕΠΩ ΜΙΣΗ ΝΑ ΠΕΡΝΑΣ ΣΤΟ ΝΕΡΟ
    ΚΑΙ ΜΙΣΗ ΝΑ ΣΕ ΚΛΑΙΩ ΜΕΣ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟ...…

    Emaki
    07.09.2006, 09:24
    ΒΡΑΔΥ

    Καλώς το, που ήρθε το άφωτο βραδάκι
    έτσι απαλό, σα χάδι, να μ’ αγγίξει
    και τη σκέψη μου αγάλια να τραβήξει
    στο σκοτεινό, στο ατέλειωτο δρομάκι,

    Κει που όλες οι χαρές μου καρτερούνε
    το πέρασμά μου εκείθε σιωπηλές,
    ωραίες, ελκυστικές κι’ άπιαστες, λες
    του ονείρου τα χρυσά φτερά φορούνε.

    Καλώς το, που ήρθε σαν τη καλοσύνη
    το κουρασμένο βλέμμα μου να σβήσει
    και την ψυχή μου ελεύτερη ν’ αφήσει
    ν’ απλωθεί πέρα ως πέρα στη γαλήνη.

    Κ.Καρυωτάκης
    poison_girl
    09.09.2006, 22:42
    Η σονατα του σεληνοφωτος-Ριτσος

    Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

    Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

    Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

    Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ , εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

    «Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

    Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.

    poison_girl
    09.09.2006, 22:43
    γιατι εγινε ετσι η σονατα???
    Aiolos_m
    10.09.2006, 12:08
    Ζωγράφησες πάλι...
    stigmh
    10.09.2006, 13:56
    ΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ
    ΒΡΟΧΟΣ
    Τώρα που σ' έχω διαγράψει απ' την καρδιά μου,
    ξαναγυρνάς όλο και πιο πολύ επίμονα,
    όλο και πιο πολύ τυραννικά.
    Δεν έχουν έλεος τα μάτια σου για μένα,
    δεν έχουν τρυφερότητα τα λόγια σου,
    τα δάχτυλά σου έγιναν τώρα πιο σκληρά,
    έγιναν πιο κατάλληλα για το λαιμό μου.

    ge01415
    10.09.2006, 18:01
    Πάντα αγαπημένος ο Μενέλας!




    ΜΑΓΙΚΗ ΑΥΤΑΠΑΤΗ - ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ

    Πες το μου θαρρετά
    Εγώ ήμουν κείνος που αγάπησες;
    Βάλε το χέρι στην καρδιά – όχι εκεί –
    Στ’ αριστερά! Έτσι. Και τώρα πες μου:
    Ήμουν εγώ;

    Θαρρώ πως κάνουμε λάθος.
    Λάθος κι οι δυο.
    Εσύ που το είπες – εγώ που το πίστεψα.
    Αγαπηθήκαμε; Ίσως.
    Αν ο ένας δεν ήταν τρελλός
    Ο άλλος ήταν ψεύτης.

    Αγάπησα; - Μπορεί.
    Αγάπησες; - Ποιος ξέρει…
    Αγαπηθήκαμε; Ένας θεός –
    Μόνο ένας θεός το ξέρει.
    (Και κείνος δεν υπάρχει…).

    Αλίμονο…
    Το κρασί του έρωτα
    Το πίνουν δυο-δυο
    Μα μεθάει μόνο ο ένας.
    Ένας-ένας όπως οι βαρυποινίτες,
    Πίσω από τα μολυβένια τους βαρίδια.
    Μη με πεις «σκληρό». Αν μ’ αγάπησες
    Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα ξεχάσεις.

    Και τότε θάρθει η σειρά μου
    Για μιαν αγάπη…
    Αγάπη του έφηβου,
    Του γέρου,
    Του παιδιού,
    Αγάπη ως τα πέρατα
    Ως τα έσχατα
    Ως το χαμό.
    Αγάπη—
    Που αν στ’ αληθινά σ’ αγάπησα
    Δεν πρέπει να στη δώσω!