Θα ήθελα να μοιραστώ τι σκέψη μου μαζί σας
Σαν ο ήλιος βυθιζόταν για άλλη μια φορά μέσα στη θάλασσα, οι τελευταίες προετοιμασίες για το πάρτυ μου ήταν ετοιμές. Το σπίτι έδειχνε να λάμπει, είχε μια ασυνήθιστη ζεστασιά, βλέπετε δεν είχα συνηθίσει να φέρνω κόσμο στο σπίτι. Ήταν όλα στολισμένα, χαρούμενα και γεμάτα αγάπη. Το τραπέζι ήταν στρωμένο χριστουγενιάτικα και είχα βάλει κεριά παντού έτσι για να ταιριάζει με την εποχή. Μέσα στο κάθε πιάτο είχα βάλει και ένα ξεχωριστό δώρο για τον κάθε καλεσμένο μου, οι καλοί φίλοι είναι λίγοι και σπάνιοι. Το μεγάλο δέντρο που ήταν δίπλα από το τζάκι στεκόταν καμαρωτό και επιβλητικό, μάλλον του είχα βάλει πολλά στολίδια, αλλά πρώτη φορά καλώ κόσμο σπίτι και είναι χριστούγεννα. Ήταν στολισμένο με ότι αγαπάω πιο πολύ, αντί για τις συνηθισμένες κόκκινες μπάλες και αγγελάκια είχα βάλει μουσικά όργανα, νότες και φωτογραφίες φίλων. Έδειχνε τόσο ασυνήθιστό αλλά συνάμα ήταν ακριβώς ότι έπρεπε για τις μέρες Αγάπης που έρχονταν. Συνήθως την έβγαζα μόνη, αλλά τώρα πάει αυτό, όλα έχουν αλλάξει και τίποτα δεν θα είναι όπως παλιά. Ανέβηκα στο δωμάτιο μου να ντυθώ, έβαλα το μαύρο φουστάνι, τα ψηλά μου τα τακούνιια και έβαλα ελάχιστο ρούζ στο πρόσωπο μου. Ότι πιο φυσικό είναι και το πιο ωραίο σκέφτηκα. Καθώς κατέβαινα τις σκάλες στο κέντρο του σαλονιού το άσπρο grand piano μου με περίμενε, λες και μου φώναζε πως με περιμένει. Ήταν κι αυτό στολισμένο με τα κεράκια του, το κόκκινο τραπεζομάντιλο, και με ένα μαύρο τριαντάφυλλο, το αγαπημένο μου λουλούδι πως μπορούσε να λείπει αυτό. Για να το αποκτήσω, χρειάστηκαν θυσίες για να το αποκτήσω, ομολογουμένως άξιζε τον κόπο και με το παραπάνο. Περίμενα ανυπώμονα την ώρα που θα ξεκινήσουν να έρχονται οι φίλοι μου. Πέρα από τη χαρά στο πίσω μέρος του μυαλού μου, είχα την ίδια αμηχανία όπως κάθε χρονιά την ημέρα των γενεθλίων μου, όπου κανείς δεν ερχόταν. Αμέσως έδιωξα τις κακές σκέψεις και κάθησα να παίξω πιάνο μέχρι να έρθουν οι εκλεκτοί καλεσμένοι μου. Ο ήλιος πήγε για ύπνο για τα καλά ήταν κι όλας 8 η ώρα, ακόμα οι φίλοι μου δεν είχαν έρθει και άρχισα να ανησυχώ. Οι σκέψεις μου περιπλανιούταν στο δωμάτιο όπως η σιωπή απλωνόταν τριγύρω. «Δεν θα έρθουν, γιατί αργουν, έπαθαν κάτι» κι όμως μετά που τελείωσα την μπαλάντα που έπαιζα. Ντίννν Ντινν!!! κτύπησε το κουδούνι. Σηκώθηκα σιγά - σιγά από το πιάνο μου και κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Κοίταξα από το ματάκι της πόρτας και ένα χαμόγελο με κατέκλεισε ήταν ΟΛΟΙ οι καλεσμένοι μου έξω από την πόρτα μου. Άνοιξα με αγωνία την πόρτα, και τους αγκάλιασα όλους ένα – ένα. Και οι 3 κολλητές μου, όλες μαζί, μου επιτέθηκαν αγκαλιάζοντας με!!! Η Alice με την Susan και την Linda, οι κοπέλες που χωρίς την βοήθεια τους ακόμα θα έκλαιγα στο δωμάτιο μου, χωρίς αυτές θα έμενα χρόνια πίσω στην ίδια τάξη. Ήταν οι κινητήριες δύναμεις μου, η άμεση βοήθεια για να δω πως η ζωή είναι μικρή για να είναι θλιβερή. Το χαμόγελο στα χείλη μου συνέχισε να μεγαλώνει καθώς είδα τον Charlie, τον Daniel και τον Jimmy στην πόρτα, αυτά τα παιδιά ήταν μέλη της παρέας, αυτοί μου έδωσαν δύναμη να παλέψω για αυτά που αγαπω. Οι φίλοι είναι ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά, επιτέλους βρήκα και εγώ φίλους για να τσακώνομαι και ότι έχω να τους δίνω! Ημουν χαρούμενη γιατί μετά από τόσο καιρό που πέρασα μακριά από τους φίλους μου είχα ανάγκη να τους δω, να τους μιλήσω. Στις μέρες μας είναι δύσκολο να βρεις ανθρώπους που να μπορείς να τους εμπιστευτείς και να τους ανοίξεις την καρδιά σου, πόσο μάλλον να σε αποδεχθούν για αυτό που είσαι. Η μικρή γιορτούλα μας άρχισε βάλαμε τα ποτά μας, ξηρους καρπούς και κάστανα στο τζάκι και αρχίσαμε την κουβεντούλα. Η ώρα κυλούσε ομαλά, όλοι έδειχναν ευχαριστημένοι και χαρούμενοι. Είχαμε καιρό να ειδωθούμε έτσι κι οι συζήτηση δεν τελείωνε, με πίεση σηκωθήκαμε από το τζάκι για να πάμε στο τραπέζι! Όλοι είχαμε κάτι να πούμε πως πηγαίνουν οι σπουδές πως παιρνάμε, τα νέα μας και όλα τα σχετικά. Μ’αρέσει να βλέπω χαρούμενους τους ανθρώπους γύρω μου και ειδικά τους φίλους μου, γιατί πραγματικά είναι μοναδικοί ο καθένας με το δικό του τρόπο, εξού και τα διαφορετικά δωράκια στο τραπέζι. Τους παρακάλεσα να τα ανοίξουν μετά το φαγητό. Αφού φαγαμε και ήπιαμε άρχισαν ένας – ένας να τα ανοίγουν και τους κατέκλειζε η μικρή χαρά που μπορεί να προσφέρει αυτό το μικρό δωράκι.