ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ
«Η Σακίρα αξίζει ένα ντοκτορά»
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες δεν μπορούσε να μη σχολιάσει το «φαινόμενο» Σακίρα, όχι μόνο γιατί είναι μια ταλαντούχα συμπατριώτισσά του, αλλά και γιατί προέρχεται από την πολύ αγαπημένη του πόλη, την Μπαρανκίλια, πάνω στις ακτές του Ατλαντικού στην Καραϊβική. Ηδη το 1999, γοητευμένος από το πρόσωπο που βλέπει μέσ' από τις συνεντεύξεις τής δημοφιλούς τραγουδίστριας, γράφει το άρθρο που δημοσιεύουμε σήμερα.
Το μετέφρασε ειδικά για το «7» η γυναίκα που έχει πλέον ταυτιστεί με τις ελληνικές μεταφράσεις του έργου του μεγάλου κολομβιανού συγγραφέα, η Κλαίτη Σωτηριάδου. Η ίδια μάς λέει ότι το κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε κατά πάσα πιθανότητα σ' ένα περιοδικό της πατρίδας του, το «Cambio», όπου ο Μάρκες έγραφε συχνά εκείνο τον καιρό, όπως και άλλοι σημαντικοί αρθρογράφοι.
Είναι εντυπωσιακή η λεπτομέρεια ή ακόμα και ο θαυμασμός με τα οποία ο νομπελίστας λογοτέχνης αναφέρεται στο «θαύμα μιας αδιανόητης ωριμότητας για την ηλικία της» νεαρής τραγουδίστριας: «Ο επόμενος χρόνος θα είναι δικός της» προέβλεπε πριν από μία πενταετία. Και, καθώς τώρα είναι πρόσφατη η ανάμνησή της να τραγουδά στον τελικό του Μουντιάλ στο Βερολίνο, καθώς την περιμένουμε για τη συναυλία της την Πέμπτη στο Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, το κείμενο αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα.
Η Σακίρα ταξίδεψε αεροπορικώς από το Μαϊάμι στο Μπουένος Αϊρες τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου, κυνηγημένη από έναν δημοσιογράφο που ήθελε να της κάνει μόνο μία ερώτηση τηλεφωνικώς για ένα ραδιοφωνικό πρόγραμμα. Για διάφορους λόγους, φυσικούς ίσως στη δουλειά και των δύο, δεν μπόρεσε να την προλάβει στις επόμενες είκοσι επτά μέρες, μέχρι που έχασε τα ίχνη της στην Ισπανία την πρώτη εβδομάδα του Μάρτη. Το μόνο που απόμεινε στον δημοσιογράφο ήταν η ερώτηση και ο τίτλος του ρεπορτάζ: «Τι κάνει η Σακίρα όταν βρίσκεται μόνη της;» Η Σακίρα, σκασμένη στα γέλια, απαντάει με την ατζέντα στο χέρι: «Ζω».
Εφτασε στο Μπουένος Αϊρες το απόγευμα της πρώτης Φεβρουαρίου και δούλεψε την επομένη μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, χωρίς να προλάβει να γιορτάσει εκείνη τη μέρα τα γενέθλιά των είκοσι δύο χρόνων της. Την Τετάρτη επέστρεψε στο Μαϊάμι, όπου πόζαρε με τις ώρες για διαφημίσεις και ύστερα ηχογράφησε για ένα μεγάλο διάστημα την αγγλική έκδοση του τελευταίου δίσκου της. Την επομένη, Παρασκευή, συνέχισε την ηχογράφηση από τις δύο το μεσημέρι μέχρι τα ξημερώματα του Σαββάτου, κοιμήθηκε τρεις ώρες και ολοκλήρωσε την ηχογράφηση μέχρι τις τρεις το απόγευμα. Εκείνη τη νύχτα κοιμήθηκε λίγες ώρες και την Κυριακή νωρίς το πρωί έφυγε αεροπορικώς για τη Λίμα του Περού.
Εκεί, το μεσημέρι της Δευτέρας, ηχογράφησε ένα πρόγραμμα, ύστερα τραγούδησε μπροστά σε κοινό, στις τέσσερις το απόγευμα συμμετείχε σ' ένα πρόγραμμα της τηλεόρασης και μετά ξενύχτησε σε μια δεξίωση για διαφημιστικούς σκοπούς. Την επομένη, εννέα Φεβρουαρίου, έδωσε έντεκα συνεντεύξεις της μισής ώρας για το ραδιόφωνο, την τηλεόραση και τον τύπο, από τις δέκα το πρωί μέχρι τις πέντε το απόγευμα, μ' ένα διάλειμμα μιας ώρας για μεσημεριανό. Επρεπε να φύγει επειγόντως για το Μαϊάμι, αλλά τελευταία στιγμή αποφάσισε να σταματήσει στην Μπογκοτά για να παρηγορήσει με την παρουσία της τα θύματα του σεισμού της επαρχίας Αρμένια. Εκείνο το ίδιο βράδυ πρόλαβε την τελευταία πτήση για το Μαϊάμι, όπου επί τέσσερις μέρες έκανε πρόβες για συναυλίες στην Ισπανία και στο Παρίσι. Βρήκε ακόμα το χρόνο να δουλέψει με την τραγουδίστρια Γκλόρια Εστέφαν τις αγγλικές μεταφράσεις των δίσκων της, μετά το μεσημεριανό του Σαββάτου και μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής.
Επέστρεψε στο σπίτι της χαράματα, ήπιε έναν καφέ μ' ένα ψωμάκι κι έπεσε να κοιμηθεί με τα ρούχα. Μιάμιση ώρα αργότερα την ξύπνησαν για δώσει κάποιες ήδη προγραμματισμένες συνεντεύξεις για το ραδιόφωνο. Την Τρίτη 16, στην Κόστα Ρίκα, έδωσε μια συναυλία. Την Πέμπτη 18 πήγε από το Μαϊάμι στο Καράκας της Βενεζουέλας και συμμετείχε στο τηλεοπτικό πρόγραμμα Sabado Sensacional. Κοιμήθηκε ελάχιστα, γιατί στις 21 αναγκάστηκε να φύγει αεροπορικώς από τη Βενεζουέλα για το Λος Αντζελες για να παραστεί στην απονομή των βραβείων Γκράμι, με την ελπίδα να είναι μία από τις εκλεκτές, αλλά το βαρύ πυροβολικό των Ηνωμένων Πολιτειών σάρωσε τα μεγάλα βραβεία. Δεν αποθαρρύνθηκε: στις 25 βρέθηκε στην Ισπανία όπου την περίμεναν για να δουλέψει στις 27 και 28 Φεβρουαρίου.
Την πρώτη Μαρτίου, όταν κατάφερε επιτέλους να κοιμηθεί μια ολόκληρη νύχτα σ' ένα ξενοδοχείο της Μαδρίτης, είχε πετάξει τόσο όσο μια επαγγελματίας αεροσυνοδός: περισσότερο από σαράντα χιλιάδες χιλιόμετρα μέσα σ' ένα μήνα.
Οι καθημερινές υποχρεώσεις της Σακίρα δεν είναι λιγότερο τραυματικές. Η ομάδα που ταξιδεύει μαζί της, μουσικοί, εικονολήπτες, μηχανικοί σκηνής και ηχολήπτες, είναι ένας μάχιμος λόχος. Αυτή η ίδια φροντίζει για τα πάντα προσωπικά. Δεν ξέρει να διαβάζει νότες, αλλά στις πρόβες παρακολουθεί το κάθε όργανο κρίνοντας αυστηρά μ' ένα προνομιούχο αφτί που της επιτρέπει να διακόπτει την πρόβα για να συντονίσει με ακρίβεια κάποια νότα με τους μουσικούς της. Δεν συνεργάζεται μόνο μαζί τους στη σκηνή, αλλά νοιάζεται και για τη ζωή του καθενός τους. Πολύ λίγες φορές αφήνει να φανεί η κούρασή της, αλλά ας μην αστειευόμαστε. Σε μια σειρά από σαράντα συναυλίες στην Αργεντινή δεν έδειχνε καθόλου κουρασμένη, αλλά στις τελευταίες πάντα κάποιος την περίμενε στα παρασκήνια για να την κουβαλήσει αγκαλιά στο τροχόσπιτο. Κατά καιρούς έχει υποφέρει από ταχυκαρδίες, φλεγμονή του παχέος εντέρου και δερματικές αλλεργίες.
Αυτή η κατάσταση έχει επιδεινωθεί με τις εντατικές προετοιμασίες για την αγγλική εκδοχή του «Donde estan los ladrones?» για τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την ευτυχή σύμπραξη του Εμίλιο Εστέφαν και της γυναίκας του, της Γκλόρια, οι οποίοι είναι οι σημερινοί παραγωγοί των δίσκων της. Κι αυτή είναι μια από τις μεγάλες δυσκολίες που η Σακίρα ξεπέρασε στη ζωή της.
Μιλάει αρκετά καλά αγγλικά για να συνεννοείται, αλλά αναγκάστηκε να υποστεί εξαντλητικές ασκήσεις για να τελειοποιήσει την προφορά της και είναι τόσο μανιακή που μερικές φορές εξακολουθεί να εξασκείται στα αγγλικά ακόμα και στον ύπνο της. Την παραμονή της πρεμιέρας της ψηνόταν στον πυρετό όλη τη νύχτα και δεν κοιμήθηκε ούτε μία ώρα. «Ηταν η πιο εξουθενωτική βραδιά της ζωής μου», λέει. «Εκλαιγα όλη τη νύχτα γιατί σκεφτόμουν πως δεν θα τα κατάφερνα».
Μην παραξενεύεστε! Η Σακίρα μοιάζει να έχει ξεχάσει κιόλας εκείνον τον αδάμαστο ίλιγγο που γεννήθηκε μαζί της κι αν θέλει ο Θεός θα τη συνοδεύει μέχρι τα πιο τρυφερά γερατειά της. Είναι η μοναχοκόρη ενός γνωστού κοσμηματοπώλη της Μπαρανκίλια (Κολομβία), του δον Ουίλιαμ Μεμπαράκ και της συζύγου του, της δόνια Νιδία Ριπόλ, μιας οικογένειας με λιβανέζικη καταγωγή που προστατεύουν οι άγγελοι των Τεχνών και των Γραμμάτων. Μόνο η απίθανη πρώιμη ανάπτυξη της Σακίρα, το δημιουργικό ταλέντο της, η ακλόνητη θέλησή της και μια γενέθλια πόλη επιρρεπής στην καλλιτεχνία θα μπορούσαν να είναι οι σπόροι ενός τόσου σπάνιου πεπρωμένου.
Τα πρώτα της χρόνια μοιάζουν να πηδάνε ολόκληρες δεκαετίες. Οι βιογράφοι της βεβαιώνουν πως δεκαεφτά μηνών έλεγε την αλφαβήτα, στα τρία τραγουδούσε τους αριθμούς, στα τέσσερα χόρεψε τον χορό της κοιλιάς χωρίς δάσκαλο σε μια σχολή καλογραιών της Μπαρανκίλια, όπου ένας συβαριτικός δημόσιος υπάλληλος θέλησε να εγείρει ένα μνημείο αφιερωμένο στη λατρεία της Σίρλεϊ Τεμπλ. Στα επτά της η Σακίρα είχε συνθέσει το πρώτο της τραγούδι. Μεταξύ οχτώ και δέκα έγραψε τα πρώτα ποιήματα και τα πρώτα τραγούδια με πρωτότυπους στίχους και μουσική. Την ίδια εποχή υπέγραψε το πρώτο συμβόλαιό της για να διασκεδάσει τους εργάτες στα ανθρακωρυχεία του Ελ Σερεχόν, στην Ανω Γκουαχίρα. Δεν είχε πάει ακόμα στο γυμνάσιο όταν μια δισκογραφική εταιρεία ηχογράφησε τον πρώτο της δίσκο. «Ημουνα πάντα πολύ εξοικειωμένη με την δημιουργική μου ικανότητα», λέει, «έκανα απαγγελίες ερωτικών ποιημάτων, άρχισα να γράφω διηγήματα κι έπαιρνα καλούς βαθμούς σε όλα εκτός από τα μαθηματικά». Ωστόσο, βαριόταν μέχρι αηδίας τους φίλους των γονιών της που την υποχρέωναν να τραγουδάει στις επισκέψεις.
«Προτιμώ ένα πλήθος από τριάντα χιλιάδες άτομα παρά μισή ντουζίνα που με ακούν να τραγουδώ με την κιθάρα», λέει. Με το τέλειο κοριτσίστικο πρόσωπό της και την παραπλανητική της ευθραυστότητα είχε πάντα την απόλυτη βεβαιότητα πως θα γινόταν ένα δημόσιο πρόσωπο με διεθνή αντίκτυπο. Δεν ήξερε σε ποια τέχνη ούτε σε ποιο μέρος, αλλά δεν είχε ίχνος αμφιβολίας, σαν να ήταν καταδικασμένη στη μοιρολατρία μιας προφητείας.
Σήμερα το όνειρο έχει πέρα για πέρα εκπληρωθεί. Η μουσική της Σακίρα έχει μια προσωπική στάμπα που δεν μοιάζει με καμιά άλλη και κανένας δεν την τραγουδάει ούτε τη χορεύει σε οποιαδήποτε ηλικία όπως αυτή μ' έναν αθώο αισθησιασμό που μοιάζει να τον έχει εφεύρει. Πολλοί λένε: «Αν δεν τραγουδήσω, θα πεθάνω». Για την Σακίρα αυτό είναι αλήθεια: αν δεν τραγουδήσει δεν μπορεί να ζήσει.
Το μόνο που της δίνει ηρεμία ψυχής είναι η μοναξιά μες στα πλήθη. Οταν βρεθεί πάνω στη σκηνή δεν φοβάται καθόλου, αντίθετα: φοβάται μήπως και δεν βρεθεί εκεί πάνω. «Νιώθω», λέει, «σαν το λιοντάρι στη ζούγκλα». Είναι ένας από τους λίγους χώρους όπου έχει την ευκαιρία να δείξει αυτό που είναι, αυτό που ήταν και το μόνο που θα είναι χωρίς αμφιβολία μέχρι να πεθάνει.
Είναι η κλασική περίπτωση μιας γήινης δύναμης στην υπηρεσία μιας αφανούς μαγείας. Οι περισσότεροι τραγουδιστές ζητούν να τοποθετηθούν οι προβολείς μπροστά τους για να μην αντιμετωπίζουν το φάντασμα του πλήθους.
Η Σακίρα κάνει το αντίθετο. Εχει ζητήσει από τους τεχνικούς της να μη στρέφουν τους προβολείς προς το μέρος της, παρά να τους γυρίζουν προς τους θεατές, για να μπορεί να τους βλέπει και να τους χαίρεται όσο τραγουδάει. «Η επικοινωνία είναι απόλυτη», λέει. Το ανώνυμο και απρόβλεπτο πλήθος τής αποκαλύπτει τότε μια εγκάρδια συνενοχή, την οποία η ηθοποιός διαχειρίζεται στη διάρκεια της συναυλίας σύμφωνα με την έμπνευσή της. «Μου αρέσει να βλέπω τα μάτια των ανθρώπων όταν τραγουδώ γι' αυτούς», λέει. Ανακαλύπτει μες στο κοινό πρόσωπα που ποτέ δεν είχε ξαναδεί και τα θυμάται για πάντα σαν να ήταν παλιοί της φίλοι. Μια φορά, αναπάντεχα, αναγνώρισε κάποιον που είχε πεθάνει πριν από χρόνια. Κι ακόμα περισσότερο: ένιωσε πως την αναγνώρισαν από μιαν άλλη ζωή. «Τραγούδησα όλο το βράδυ για εκείνον», είπε. Πρόκειται για μυστικά θαύματα που δημιουργούν την αίγλη -και πολλές φορές την καταστροφή- των μεγάλων καλλιτεχνών.
Το πιο συμπαθητικό φαινόμενο στη ζωή της Σακίρα είναι η μαζική επίδραση που έχει πάνω στα πλήθη των παιδιών. Οταν εμφανίστηκε το «Pies Descalzos», οι διαφημιστές αποφάσισαν να το προωθήσουν στα διαλείμματα των λαϊκών συναυλιών στις ακτές της Καραϊβικής. Σύντομα όμως αναγκάστηκαν να αλλάξουν ιδέα, γιατί το νεανικό κοινό σηκωνόταν να χορέψει στην αρένα και να τραγουδήσει με την Σακίρα και δεν ήθελε τίποτα άλλο για την υπόλοιπη βραδιά. Σήμερα αξίζει να αφιερώσουν σε αυτό το φαινόμενο μια διδακτορική διατριβή. Τα δημοτικά σχολεία κάθε κοινωνικής τάξης έχουν μεταβληθεί σε μαζικές κλωνοποιήσεις της Σακίρα -που ντύνονται, μιλούν και τραγουδούν σαν κι αυτήν. Και το πιο περίεργο: οι πιο ξετρελαμένοι οπαδοί είναι κορίτσια με μέσο όρο ηλικίας τα έξι χρόνια. Οι πειρατικές ηχογραφήσεις της Σακίρα είναι κοινό νόμισμα στις ανταλλαγές του διαλείμματος και τα δισκάκια πουλιούνται δύο δύο στις πόρτες των σχολείων. Τα στολίδια των μαλλιών της, τα περιδέραια και τα σκουλαρίκια της εξαντλούνται μόλις εμφανιστούν και στις αγορές πουλιούνται στη χονδρική οι ανιλίνες για να αλλάζουν χρώμα στις πλεξούδες σύμφωνα με τη μόδα της ημέρας. Ηρωίδα του σχολείου, είναι η πρώτη που θα εμφανιστεί στην τάξη με τον καινούριο δίσκο. Οι πιο δημοφιλείς ομάδες μελέτης συγκεντρώνονται στα σπίτια μαθητριών και έπειτα από μια γρήγορη επανάληψη του μαθήματος αρχίζει το πανδαιμόνιο. Τα γενέθλια είναι γιορτές με Σακίρες, όπου τραγουδούν και χορεύουν μόνο με τη Σακίρα. Στις πιο αυθεντικές -που δεν είναι λίγες- δεν υπάρχουν καλεσμένα αγόρια.
Είναι δύσκολο να κάνει κανείς καριέρα σαν τη Σακίρα, όχι μόνο για το ταλέντο και τη φρονιμάδα της, αλλά και για το θαύμα μιας αδιανόητης ωριμότητας για την ηλικία της. Δυσκολεύεται κανείς να συλλάβει μια τέτοια δημιουργική δύναμη συμβατή με τις μαύρες κοτσίδες του χθες, τις σημερινές κόκκινες, τις αυριανές πράσινες. Ο επόμενος χρόνος θα είναι δικός της: έχουν προβλέψει πως θα εισβάλει με δίσκους και συναυλίες στις απέραντες αγορές της Ευρώπης, των ΗΠΑ, της Ασίας και της Αφρικής, όπου εκατομμύρια φανατικοί την περιμένουν τραγουδώντας τα τραγούδια της σε πολυάριθμες γλώσσες.
Εχει περισσότερα βραβεία, τρόπαια και διπλώματα από πολλές μεγάλες βετεράνες. Φαίνεται πως είναι όπως αυτή η ίδια θέλησε να γίνει: έξυπνη, ανασφαλής, επιφυλακτική, γλυκατζού, διφορούμενη, παθιασμένη. Μπαρανκιλιέρα ώς το κόκαλο, από τα πέρατα του κόσμου και από τα σύννεφα του Ολύμπου της λαχταρά τηγανητό αβγοτάραχο κέφαλου1, ντολμάδες από καλαμποκόφυλλα με γιούκα2 κι ένα σπίτι με πολύ ψηλά ταβάνια που δεν μπόρεσε να αγοράσει μπροστά στη θάλασσα, με δύο άλογα και μεγάλη ησυχία. Λατρεύει τα βιβλία, τα αγοράζει, τα χαϊδεύει, αλλά δεν έχει το χρόνο που θα ήθελε για να τα διαβάσει. Νοσταλγεί τους φίλους που αφήνει πίσω στους βιαστικούς αποχαιρετισμούς των αεροδρομίων, αλλά ξέρει πως δεν θα είναι εύκολο να τους ξαναδεί.
Για τα λεφτά που έχει κερδίσει λέει: «Εχω λιγότερα απ' όσα λένε και περισσότερα απ' όσα λέω εγώ». Ο αγαπημένος χώρος της για να ακούει μουσική είναι το κλειστό αυτοκίνητο, στη διαπασών, χωρίς να ενοχλεί κανέναν. «Είναι ο ιδανικός τόπος για να μιλάω με τον Θεό, να μιλάω με τον εαυτό μου, να προσπαθώ να καταλάβω», λέει. Ομολογεί πως μισεί την τηλεόραση. Ισχυρίζεται πως η πιο μεγάλη αντίφασή της είναι πως πιστεύει στην αιώνια ζωή, αλλά νιώθει και τον ανυπόφορο τρόμο του θανάτου λόγω της απώλειας των αισθήσεων.
Υπήρξε εποχή που έδινε μέχρι σαράντα συνεντεύξεις καθημερινά χωρίς να επαναλαμβάνεται. Εχει τις δικές της ιδέες για την τέχνη, την επίγεια και ουράνια ζωή, την ύπαρξη του Θεού, τον έρωτα και τον θάνατο.
Ωστόσο, όσοι κατά καιρούς τής πήραν συνέντευξη, επέμεναν τόσο πολύ να τις εξηγήσει που την έκαναν ειδική στις διφορούμενες απαντήσεις, πιο χρήσιμες στο να κρύβουν παρά να αποκαλύπτουν. Απορρίπτει κάθε ιδέα σχετικά με την παροδικότητα της φήμης της και εξοργίζεται με τις διάφορες εκδοχές για το πώς μπορεί να χάσει τη φωνή της από τις υποτιθέμενες καταχρήσεις. «Οταν λάμπει ο ήλιος», λέει η Σακίρα, «δεν θέλω να σκέφτομαι το σούρουπο». Πάντως, οι ειδικοί το θεωρούν απίθανη περίπτωση, γιατί η φωνή της είναι από τη φύση της ικανή να αντέχει στις υπερβολές της. Εχει αναγκαστεί να τραγουδήσει εξαντλημένη από τον πυρετό, έχει λιποθυμήσει από την κούραση, αλλά ποτέ δεν υπέφερε από την παραμικρή αλλαγή στη φωνή της.
«Η μεγαλύτερη απογοήτευση για έναν τραγουδιστή», λέει με την ανυπομονησία αυτού που έχει εξαντληθεί πια από τις ερωτήσεις, «είναι να έχει διαλέξει τη μουσική για καριέρα και να μην ασχολείται με τη μουσική κάθε μέρα επειδή χάνει την ώρα του δίνοντας συνεντεύξεις».
Το πιο παραπειστικό θέμα της είναι ο έρωτας. Τον εκθειάζει, τον εξυμνεί και είναι η ψυχή και ο σκοπός των τραγουδιών της, αλλά τον αποφεύγει με χιούμορ στις ιδιαίτερες συζητήσεις της. «Η αλήθεια είναι», λέει σκασμένη στα γέλια, «πως φοβάμαι περισσότερο το γάμο από τον θάνατο». Παραδέχεται καλοδιάθετα πως είχε τέσσερις γνωστούς στο κοινό φίλους και τουλάχιστον άλλους τρεις άγνωστους.
Αξίζει να προσέξει κανείς πως είχε όσους θα αντιστοιχούσαν στην ηλικία της, αλλά κανέναν στο επίπεδο της ωριμότητάς της. Αντίθετα, ο πορτορικανός τραγουδιστής Οσβάλντο Ρίος, ο μεγαλύτερος από όλους, φαίνεται πως ήταν ο λιγότερο ώριμος. Η Σακίρα μιλάει γι' αυτούς τρυφερά, αλλά χωρίς πόνο και μοιάζει να τους θυμάται σαν έξι εφήμερα φαντάσματα που το ένα μετά το άλλο απέμειναν κρεμασμένα στην ντουλάπα. Ευτυχώς δεν έχει λόγους να απελπίζεται: στις 2 του προσεχούς Φεβρουαρίου, κάτω από το ζώδιο του Υδροχόου, η Σακίρα θα κλείσει -μόλις- τα πρώτα είκοσι τρία χρόνια της.
1. Hvevas de lisa
2. Bomo de yuca
ενετ- 16/07/2006