ΜΑΧΑΤΜΑ ΓΚΑΝΤΙ
"Ο Γκάντι θεωρείται ο «πατέρας της Ινδίας» αλλά η επιρροή του ξεπερνά τα όρια της χώρας του. Ηταν ο καταλύτης για την κατάρρευση της αποικιοκρατίας και έθεσε τις βάσεις για τα κινήματα κατά του ρατσισμού και της βίας. Ανάμεσα στους θαυμαστές του συγκαταλέγεται ο Αλβέρτος Αϊνστάιν, ο οποίος έβλεπε στην πολιτική της μη βίας τού Γκάντι ως πιθανό αντίδοτο στην ασύλληπτη βία που απελευθερώνεται από τη διάσπαση του ατόμου.
Ο Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι, γνωστός ως «Μαχάτμα» (σημαίνει «Μεγάλη Ψυχή»), γεννήθηκε το 1869 στην υπό αγγλική κυριαρχία Ινδία, στην επαρχία Γκουτζάρατ (οποία ειρωνεία! από την αρχή τού 2002 μαστίζεται από τη βία ανάμεσα σε ινδουιστές και μουσουλμάνους). Ηταν το μικρότερο παιδί της τέταρτης συζύγου του πατέρα του που ήταν κυβερνήτης σε ένα από τα πριγκιπάτα του Γκουτζάρατ. Η οικογένειά του λάτρευε τον θεό Βισνού και ήταν επηρεασμένη από το θρησκευτικό κίνημα των Τζαΐν οι οποίοι αρνούνται να σκοτώσουν ακόμη και μυρμήγκι.
Οι οικογενειακές αρχές της χορτοφαγίας, του μη τραυματισμού οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού, της νηστείας ως μεθόδου αυτοκάθαρσης και της ανοχής προς το διαφορετικό επηρέασαν βαθιά τον Γκάντι. Δεν τον εμπόδισαν όμως από το να επαναστατήσει εναντίον τους όταν ήταν έφηβος: πέρασε μια περίοδο κατά την οποία δήλωνε άθεος, επιδιδόταν σε μικροκλοπές, κάπνιζε κρυφά και το χειρότερο έτρωγε κρέας. Οι γονείς του τον πάντρεψαν 13 ετών με ένα ακόμη μικρότερο κορίτσι, την Καστουρμπάι.
Οταν τελείωσε το σχολείο, η οικογένειά του αποφάσισε να τον στείλει στο Λονδίνο για να σπουδάσει νομικά. Στην Αγγλία, την οποία φανταζόταν ως «χώρα φιλοσόφων και ποιητών, το κέντρο του πολιτισμού», αγωνίστηκε σκληρά για να προσαρμοστεί στον δυτικό τρόπο ζωής και ένδυσης. Η χορτοφαγία του γινόταν συχνά αντικείμενο χλευασμού από τους συμφοιτητές του μην ξεχνάμε πως πρόκειται για τα τέλη του 19ου αιώνα αλλά το ότι αναγκαζόταν να υπερασπίζεται τις αξίες του τον έκανε να βγει από το καβούκι του και να αποκτήσει μαχητικότητα. Εγινε μέλος της επιτροπής της Ενωσης Χορτοφάγων του Λονδίνου στην οποία ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο.
Οταν επέστρεψε στην Ινδία, ο Γκάντι δυσκολεύτηκε να βρει δουλειά, γι' αυτό δέχθηκε με ανακούφιση μία πρόταση να εργαστεί σε ινδική εταιρεία στη Νότια Αφρική. Οι εμπειρίες του στην έντονα ρατσιστική νοτιοαφρικανική κοινωνία ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Αφού ξυλοκοπήθηκε από τον λευκό οδηγό μιας άμαξας επειδή αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σ' έναν λευκό επιβάτη, αφού αποχώρησε από την αίθουσα ενός δικαστηρίου επειδή ο λευκός δικαστής απαίτησε να βγάλει το τουρμπάνι του, αποφάσισε ότι από τότε και στο εξής δεν θα δεχόταν την αδικία.
Επί πολλά χρόνια, αγωνίστηκε υπέρ των δικαιωμάτων των Ινδών στη Νότια Αφρική και εμπνεύστηκε την πολιτική τής μη βίας ως μέσο αντίστασης στους καταπιεστές. Οπως όμως αναφέρουν οι βιογράφοι του, «αυτά που έκανε εκείνος για τη Νότια Αφρική ήταν λιγότερο σημαντικά από ό,τι έκανε η Νότια Αφρική για εκείνον». Εκεί μετατράπηκε από δικηγόρος σε πολιτικό ηγέτη.
Το 1915 επέστρεψε στην Ινδία και δεν έφυγε ξανά από τη χώρα, εκτός από ένα σύντομο ταξίδι στην Ευρώπη το 1931. Στην αρχή κράτησε χαμηλό προφίλ αλλά ως το 1920 είχε γίνει η κυριότερη πολιτική φυσιογνωμία της Ινδίας. Κήρυττε τον ινδικό εθνικισμό και τη μη βίαιη άρνηση συνεργασίας με τους βρετανούς αποικιοκράτες. Οσο όμως η χώρα συνειδητοποιούσε ότι μπορούσε να αντισταθεί στη Βρετανία τόσο αυξανόταν ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ινδουιστές και μουσουλμάνους. Ο Γκάντι έκανε νηστεία τριών εβδομάδων για να τους παροτρύνει να ακολουθήσουν τον δρόμο τής μη βίας. Αυτή ήταν μια από τις κυριότερες «δημόσιες νηστείες» του.
Το 1930 εφάρμοσε την πιο σημαντική από τις πολιτικές του: την αντίσταση κατά του φόρου στο αλάτι που επέβαλαν οι Βρετανοί, οι οποίοι δεν δίσταζαν να τον φυλακίζουν με κάθε ευκαιρία. Στη φυλακή ο Γκάντι ξεκίνησε άλλη νηστεία για να αποκτήσουν δικαιώματα οι «παρίες», που ήταν σε θέση χειρότερη και από εκείνη της χαμηλότερης κάστας.
Συγχρόνως δεν έπαυε να ζητεί την ανεξαρτησία της Ινδίας. Το 1945 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στη βρετανική κυβέρνηση, στους ινδουιστές και στους μουσουλμάνους, οι οποίες κατέληξαν στην ανεξαρτησία της χώρας τον Αύγουστο του 1947 και στη διάσπασή της σε δύο κράτη, Ινδία και Πακιστάν, προς μεγάλη απογοήτευση του Γκάντι, ο οποίος προσπαθούσε να συμβιβάσει τις δύο πλευρές. Το αποτέλεσμα ήταν να τον μισήσουν και οι δύο. Στις 30 Ιανουαρίου 1948 στο Δελχί, ενώ ετοιμαζόταν να προσευχηθεί φορώντας το παραδοσιακό ντότι, τον πυροβόλησε και τον σκότωσε ένα φανατικός ινδουιστής. "
Τον θαυμαζω για την απίστευτη ανδρεία που επέδειξε ,χωρίς να μισεί τους διώκτες και βασανιστές του.
Η μορφή του είναι μοναδική στην παγκόσμια ιστορία τοσο ωστε ο Αινστάιν είπε¨"οι ερχομενες γενιές θα δυσκολεύονται να πιστέψουν πως ένας ανθρωπος με σαρκα και οστα σαν τον Γκάντι περπάτησε σ αυτη τον πλανήτη"