ελληνική μουσική
    576 online   ·  210.843 μέλη

    Γρηγόρης Μπιθικώτσης

    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:48
    Το τόπικ αυτό είναι για τον μεγαλύτερο Έλληνα τραγουδιστή, τον Σερ της ελληνικής μουσικής, τον Γρηγόρη Μπιθικώτση...

    Ένα σύντομο βιογραφικό του, για αρχή.

    ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ ΓΡΗΓΟΡΗΣ

    Γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1922 στο Περιστέρι. Η καταγωγή του ήταν από την Κάρυστο . Πέθανε στις 7 Απριλίου 2005 σε ηλικία 83 ετών. Είχε αποκτήσει μια κόρη, την Αννα, και ένα γιο, το Γρηγόρη, ο οποίος είναι επίσης τραγουδιστής.

    Μόλις τέλειωσε το δημοτικό σχολείο πήγε να μάθει την τέχνη του υδραυλικού και, παράλληλα, ασκούταν πάνω στις χορδές της κιθάρας του μεγαλύτερου αδελφού του Χρήστου και σιγά σιγά άρχισε να παίζει κάποιες νότες. Η μελωδία είχε γεννηθεί μέσα του. Οι γονείς του ήθελαν να συνεχίσει τις σπουδές του, να πάει στο γυμνάσιο. Ο νεαρός Γρηγόρης, όμως, πάντα έβρισκε την ευκαιρία να ξεφεύγει και να παίζει κιθάρα, κυρίως αργότερα, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση, από την κιθάρα πέρασε στο μπουζούκι και τραγουδούσε ερασιτεχνικά τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής μαζί με τον αειθαλή τροβαδούρο Φώτη Πολυμέρη και τον αξέχαστο Γιώργο Κεφαλά, που αργότερα - μαζί με τον Σ. Ζαφειρίου και τον Γ. Δημάκη - δημιούργησε το περίφημο «Τρίο Κιτάρα».

    Υπηρέτησε πιστά για περισσότερες από πέντε δεκαετίες το ελληνικό τραγούδι και, πριν από τη συνάντησή του με τον Μίκη Θεοδωράκη, που αναμφίβολα στάθηκε σταθμός στην καριέρα του, ήταν ένας λαϊκός καταξιωμένος τραγουδιστής και συνθέτης, έχοντας ερμηνεύσει τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, του Βασίλη Τσιτσάνη, του Γιώργου Μητσάκη, του Γιάννη Παπαϊωάννου και του Ακη Πάνου.

    Το 1937 έχει ακούσει στην ταβέρνα του Παρλιάρα τους Μάρκο Βαμβακάρη, Μανώλη Χιώτη και Στράτο Παγιουμτζή και, όπως ο ίδιος αφηγείτο, η συνάντησή του με τον πρώτο ήταν αυτή που πάντα τον συγκινούσε, γιατί του άλλαξε τη σχέση του με τη μουσική. «Υπεράνω όλων ο Μάρκος Βαμβακάρης» έλεγε συχνά.

    Η γνωριμία του με τον Μίκη Θεοδωράκη το 1959, όταν ήταν εξόριστοι στη Μακρόνησο, και η ερμηνεία του Επιταφίου του Γιάννη Ρίτσου χάραξε νέους δρόμους στο λαϊκό τραγούδι.

    Στο απόγειο της δόξας του φτάνει ερμηνεύοντας μελοποιημένη, από τον Μίκη Θεοδωράκη, ποίηση. Τον Επιτάφιο και τη Ρωμιοσύνη του Γιάννη Ρίτσου, το Αξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη και το Τραγούδι του νεκρού αδελφού του Μίκη Θεοδωράκη.

    Σημαντική στιγμή στη σπουδαία καριέρα του ήταν και η συνεργασία του με τον Μάνο Χατζιδάκι, ενώ αξιοσημείωτη είναι η ερμηνεία του σε μουσικούς δίσκους του συνθέτη, όπως «Της γης το χρυσάφι» και η «Επιστροφή».

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης συνεργάστηκε και με άλλους μεγάλους Έλληνες συνθέτες, όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος και ο Δήμος Μούτσης, ερμηνεύοντας αξέχαστα τραγούδια σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου, του Λευτέρη Παπαδόπουλου και άλλων.

    Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε ένα χρονογράφημα για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στη στήλη του στην εφημερίδα Τα Νέα και τον χαρακτήριζε «σερ Μπιθί», ένας τίτλος που έμελλε να τον συνοδεύσει σε ολόκληρη τη μετέπειτα πορεία του.

    Την εποχή που τραγουδούσε στα λαϊκά κέντρα τον άκουγαν όλα τα μεγάλα ονόματα του διεθνούς «τζετ σετ» που επισκέπτονταν τη χώρα μας, μεταξύ των οποίων, ο Αλέν Ντελόν και η Σοράγια, αλλά και ο Αριστοτέλης Ωνάσης.

    Ο μουσικολόγος Κώστας Μυλωνάς τον χαρακτήρισε ως τον τραγουδιστή «που χάρισε στο ελληνικό τραγούδι τις συγκλονιστικότερες στιγμές του».

    Τον Ιούνιο του 1997 οργανώθηκε λαϊκή συναυλία για να τιμηθούν τα 50 χρόνια προσφοράς του μεγάλου βάρδου στο λαϊκό τραγούδι, ενώ ανάλογη συναυλία διοργανώθηκε από το υπουργείο Πολιτισμού το 2002.

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είχε τιμηθεί από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο τον Ιανουάριο του 2003 με το Χρυσό Σταυρό του Τάγματος του Φοίνικα, καθώς και με το Χρυσό Μετάλλιο της Πόλης των Αθηνών.

    Τιμώντας το λαϊκό τραγουδιστή, ο Κωστής Στεφανόπουλος είχε δηλώσει ότι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι «ένας σπουδαίος μουσικός που εξέφρασε τη δυστυχία και την ευτυχία, τον πόνο και τα βάσανα του ελληνικού λαού».

    Τραγούδησε τραγούδια πασίγνωστα κι αγαπημένα που έχουν περάσει στα χείλη γενιών και γενιών, τραγούδια έντεχνα-λαϊκά σημαντικών δημιουργών.

    Με το Μίκη Θεοδωράκη: «Είναι μεγάλος ο καημός», «Μαργαρίτα, Μαργαρώ», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Γωνιά γωνιά σε καρτερώ», «Σαββατόβραδο», «Δραπετσώνα», «Απρίλη μου ξανθέ», «Στο περιγιάλι το κρυφό», «Στρώσε το στρώμα σου», «Και δόξα τω Θεώ», «Ομορφη πόλη», «Θα γίνεις δικιά μου», «Χρυσοπράσινο φύλλο», «Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά», «Βάρκα στο γιαλό», «Στράτα τη στράτα», «Το φεγγάρι κάνει βόλτα».

    Ο ερμηνευτής ήταν παρών και στους τρεις ποιητικούς «σταθμούς» του Μίκη, ήτοι στα έργα του Γιάννη Ρίτσου «Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη» και στο έργο του Οδυσσέα Ελύτη «Αξιον Εστί».

    Ενδεικτικά:

    «Μέρα Μαγιού μού μίσεψες»,
    «Ησουν καλός, ήσουν γλυκός» από το πρώτο.
    «Σώπα, όπου να 'ναι θα σημάνουν οι καμπάνες»,
    «Οταν σφίγγουν το χέρι»,
    «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται» από το δεύτερο.
    «Ενα το χελιδόνι»,
    «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ»,
    «Της αγάπης αίματα» από το τρίτο.

    Με το Μάνο Χατζιδάκι:

    «Είμαι αητός χωρίς φτερά»,
    «Μίλησέ μου»,
    «Γαρύφαλλο στ' αυτί»,
    «Η κυρά».
    Με το Σταύρο Ξαρχάκο:

    «Βάλε κι άλλο πιάτο στο τραπέζι»,
    «Καισαριανή»,
    «Υπομονή»,
    «Απονη ζωή»,
    «Φτωχολογιά»,
    «Μάτια βουρκωμένα»,
    «Ασπρη μέρα και για μας»,
    «Δεν σου χρωστάω τίποτα».
    Με το Δήμο Μούτση: «Αύριο πάλι», «Μ' ένα παράπονο».

    Με το Γιάννη Σπανό: «Μια Κυριακή».

    Τραγούδια δημοφιλών συνθετών του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού έχει ερμηνεύσει ο Μπιθικώτσης.

    Ενδεικτικά:

    Βασίλης Τσιτσάνης: «Δώδεκα η ώρα θα 'ρθω βρε Μαριώ», «Στα Τρίκαλα τα δυο στενά», «Ο, τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ», «Γεια σου τσολιά μου».
    Μάρκος Βαμβακάρης: «Φραγκοσυριανή», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Ολοι οι ρεμπέτες του ντουνιά», «Τα δυο σου χέρια πήρανε».
    Απόστολος Χατζηχρήστος: «Παραπονιάρικό μου».
    Μανώλης Χιώτης: «Το χρήμα δεν το λογαριάζω».
    Κώστας Καπλάνης: «Ενας αλήτης πέθανε», «Ομορφη Πειραιώτισσα», «Φέρε μου κάπελα κρασί».
    Γιώργος Μητσάκης: «Στον Πειραιά συννέφιασε», «Που 'σαι καημένε Περικλή».
    Απόστολος Καλδάρας: «Στου Αποστόλη το κουτούκι», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Μάγκας βγήκε για σεργιάνι».
    Ακης Πάνου: «Οταν σημάνει η ώρα», «Ρολόι-κομπολόι».

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έχει συνθέσει κι ο ίδιος λαϊκά τραγούδια που έγιναν επιτυχίες σε ερμηνεία δική του όπως: «Σε τούτο το στενό», «Τρελοκόριτσο», «Του Βοτανικού ο μάγκας», «Το μεσημέρι καίει το πρόσωπό σου», «Επίσημη αγαπημένη», «Μια γυναίκα φεύγει».

    Επίσης έχει γράψει κι ερμηνεύσει αρκετά λαϊκά τραγούδια σε στίχους Κώστα Βίρβου, όπως: «Καράβι με σημαία ξένη», «Ο κυρ-Θάνος πέθανε», «Μια βαθιά υπόκλιση», «Ο μπατίρης ο Λουκάς», «Εγνατίας 406», «Το θύμα ο Νικόλας», «Ρίξε μια ζαριά καλή», «Σάντα Μαρία», «Ενα όμορφο αμάξι με δυο άλογα», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Οσα έρθουν κι όσα πάνε».


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:50
    Ένα πολύ ωραίο άρθρο για τον κύριο Μπιθικώτση από την Άννα Βλαβιανού.

    ''Γρηγόρης Μπιθικώτσης''
    Ο ρεμπέτης που έγινε «σερ»

    Μια επική φωνή που δεν σε αφήνει να κλάψεις, παρά μόνο από υπερηφάνεια. Μια φωνή δωρική που «κοιτάει» ψηλά. Μια φωνή που δίνει διέξοδο. «Ανοίγει» τρύπα στο ταβάνι. Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. H πιο αντιπαραθετική με την εξουσία φωνή. Ο καλλιτέχνης που εξέφρασε τους μισούς Ελληνες, αφού οι άλλοι μισοί ταυτίστηκαν με τον Στέλιο Καζαντζίδη.

    Από την Πέμπτη το βράδυ «πέρασε» απέναντι. Εγκατέλειψε. Τιμήθηκε, δοξάστηκε, αγαπήθηκε ενώ ζούσε. Δεν «περίμενε» να πεθάνει για να γίνει μύθος. Βιάστηκε. Το σπουδαίο, και το σπάνιο, είναι ότι ως το τέλος αυτός ο μύθος διατηρήθηκε ακέραιος. Ο Μπιθικώτσης δεν «κλώτσησε την καρδάρα με το γάλα». Από εξυπνάδα; Από ένστικτο; Ακόμη και όταν ερμήνευσε τραγούδια μικρότερης αξίας η φωνή του διέσωσε και τον ίδιο και τη φήμη του. Τίποτε δεν στάθηκε ικανό να αμφισβητήσει τη βαρύτητα και το κύρος του. Πενήντα πέντε χρόνια προσφοράς, 83 χρόνια ζωής. Παρ' ότι η συγκίνηση από το γεγονός του θανάτου του είναι μεγάλη, το θέμα της αξίας του καλλιτέχνη δεν χρειάζεται καν την απόσταση ψυχραιμίας για να εκτιμηθεί.

    H πρώτη περίοδος

    «Ο Μπιθικώτσης είναι τέκνο του ρεμπέτικου» επισημαίνει ο μελετητής του ρεμπέτικου Παναγιώτης Κουνάδης. «Αναμειγνύεται με τα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη και τους άλλους σπουδαίους συνθέτες της εποχής. Επηρεάστηκε πολύ από τον Μάρκο. Το πρώτο τραγούδι που έγραψε άλλωστε, το 1949, ένα μελαγχολικό τραγούδι βαμβακαρικού ύφους, σε στίχους του Χαράλαμπου Βασιλειάδη, «Το καντήλι τρεμοσβήνει», ο Μάρκος το ερμήνευσε». Ο Μπιθικώτσης είχε πολλές φορές αναφερθεί στον Μάρκο και στην επιρροή που έλαβε από αυτόν. Στα παιδικά του χρόνια έπαιζε κιθάρα, αλλά στην εφηβεία του άρχισε να «σκαλίζει» το μπουζούκι, το «όργανο του Μάρκου» όπως έλεγε. Στο μπουζούκι εντόπισε τις πρώτες του εμπνεύσεις. Μέσα στο μεταπολεμικό κλίμα της εποχής, το κλίμα του ρεμπέτικου, γράφει τα πρώτα του τραγούδια. Και δεν είναι λίγα. Φτάνουν τα 100. Προτού μπει στη ζωή του ο Μίκης Θεοδωράκης και τον αναδείξει στον σημαντικότερο ίσως τραγουδιστή του 20ού αιώνα, ο Μπιθικώτσης είχε μεγάλη δραστηριότητα. «Δεν ήταν ένας τραγουδιστής δευτερευούσης σημασίας» εξηγεί ο Παναγιώτης Κουνάδης. «Δεν έγινε τόσο γνωστός εκείνη την εποχή, δεκαετία του '50, λόγω της επικράτησης του Καζαντζίδη. H φωνή του Μπιθικώτση φέρνει τον επικό χαρακτήρα των μεγαλύτερων τραγουδιστών της Μικράς Ασίας. Μόνο που είναι διατονικός, τραγουδάει πάνω στις μουσικές ευρωπαϊκές κλίμακες, δεν έχει τις δυνατότητες των μεγάλων τραγουδιστών της μικρασιατικής σχολής. Σε μια εποχή όμως ιδιαιτέρως μελαγχολική και θλιβερή για την Ελλάδα δίνει τον επικό χαρακτήρα και τον χαρακτήρα της αισιοδοξίας, κάτι που δεν κάνει ο Καζαντζίδης».

    H συνάντηση με τον Μίκη

    Αυτή λοιπόν είναι η πρώτη περίοδος του Μπιθικώτση. Πριν από τον Θεοδωράκη. Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος οριοθετεί τις τρεις τραγουδιστικές περιόδους του. «H πρώτη, ως το '60, όπου τραγουδάει και συνθέτει λαϊκά. H δεύτερη με τον Θεοδωράκη και τους επιγόνους, στη διάρκεια της οποίας ερμηνεύει ένα και μοναδικό τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι, το «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», και η τρίτη περίοδος όπου συνθέτει πάνω σε στίχους κυρίως του Κώστα Βίρβου τραγούδια περισσότερο ρομαντικά και κανταδόρικα».

    H συνάντηση με τον Θεοδωράκη είναι μοιραία. Το 1960 η λαϊκή εκδοχή του «Επιταφίου», σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου (είχε προηγηθεί «λυρική» βερσιόν με ενορχηστρωτή τον Μάνο Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Νάνα Μούσχουρη), δημιουργεί διαμάχη ανάμεσα στους υπερασπιστές του «έντεχνου» και του «λαϊκού» έργου. Το μεγάλο κοινό ταυτίστηκε με την ηχογράφηση του Μπιθικώτση και αυτή άλλωστε αναδεικνύεται ιστορική. Με τον «Επιτάφιο», το «Αξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη» ο Μπιθικώτσης γίνεται η δίοδος για να περάσει η σύγχρονη ελληνική ποίηση στο ευρύ κοινό. «H φωνή του Μπιθικώτση ήταν ιδεώδης για αυτά τα τραγούδια» λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Δεν είχε φωνή που προερχόταν από την Ανατολή. Μια φωνή ξερή, χωρίς φιοριτούρες, είχε. H ποίηση αυτή, κυρίως του Ρίτσου, ήταν "κάθετη". Δεν μπορούσε να ειπωθεί με τσαλκάντζες. Ο Θεοδωράκης, που δεν είναι μόνο μεγάλος μουσικός αλλά και ιδιοφυές άτομο, πήρε τον Μπιθικώτση όταν αυτός τραγούδαγε στον "Κήπο του Αλλάχ". Κατάλαβε αμέσως ότι ήταν το εργαλείο που χρειαζόταν. Μια φωνή που δεν έκλαιγε. Ηταν ιδανικός και για τα τραγούδια του Χριστοδούλου, του Καμπανέλλη, τα δικά μου με τον Ξαρχάκο». Για τον Κουνάδη έχει πολύ ενδιαφέρον το γεγονός ότι «ένα παιδί του ρεμπέτικου, καθαρόαιμο, γίνεται ο μεγάλος ερμηνευτής, ο επικός τραγουδιστής της δεκαετίας του '60».

    Αξιόλογες επιλογές

    Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος δεν συμφωνεί με την ισχύουσα άποψη ότι υπάρχουν δύο ερμηνευτικές «σχολές» στο τραγούδι. Οχι μόνο σχολή Καζαντζίδη και σχολή Μπιθικώτση. «Υπάρχει και σχολή Μανώλη Αγγελόπουλου» τονίζει. «Ενας τραγουδιστής με καταπληκτικούς λαρυγγισμούς τον οποίο ακολούθησαν πολλοί. Τον Καζαντζίδη τον μιμήθηκαν εκατοντάδες, τον Μπιθικώτση επίσης. Τον δρόμο του Γρηγόρη ακολούθησε ο Νταλάρας, ο Μητσιάς, ο Καλογιάννης και ο Πουλόπουλος».

    Και ενώ ζει τη μεγάλη δόξα, τη μεγάλη καταξίωση με το επικό τραγούδι, δεν κόβει τις γέφυρες με το ρεμπέτικο. Επαναφέρει τραγούδια του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη με τέτοια ισχύ που μοιάζουν σαν καινούργια. «Δεν μιμήθηκε τις ερμηνείες των τραγουδιστών του ρεμπέτικου. Εδωσε άλλη εκδοχή, πολύ ενδιαφέρουσα» λέει ο Παναγιώτης Κουνάδης. Ο Μπιθικώτσης, λένε οι άνθρωποι που τον ήξεραν καλά, ήταν ένας λαϊκός, έξυπνος άνθρωπος. Με αλάθητο ένστικτο και σωστές επιλογές καριέρας. «Ενας τραγουδιστής δεν γίνεται σπουδαίος επειδή έχει μεγάλη φωνή μόνο. Οι επιλογές είναι εξίσου σημαντική παράμετρος. Και ο Μπιθικώτσης είχε το ένστικτο και το μυαλό να κάνει καλές επιλογές» επισημαίνει ο Παναγιώτης Κουνάδης.

    Ο Μπιθικώτσης τραγούδησε τα πιο σπουδαία τραγούδια κάνοντας συγχρόνως μεγάλες πωλήσεις δίσκων. Ακόμη θυμούνται κάποιοι την αντίδρασή του όταν πήγε να πληρωθεί το πρώτο εξάμηνο μετά την κυκλοφορία του «Επιταφίου»: «Τι να τα κάνω τόσα λεφτά!» απόρησε.

    H περίοδος μετά τα μεγάλα έργα, που γράφει τα δικά του τραγούδια, κυρίως τα πιο «ρομαντικά», όπως τα χαρακτηρίζει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, είναι η μόνη κατά την οποία υπέστη και αρνητική κριτική. «Ακόμη και με τα χαζοτράγουδα που γράφονταν την περίοδο της χούντας η φωνή του δεν έχασε τη δύναμή της. Ακόμη και όταν τραγούδαγε την "Επίσημη αγαπημένη" το κύρος και η αξία ήταν η ίδια με τα μεγάλα τραγούδια του Μίκη και των ποιητών» λέει ο Παναγιώτης Κουνάδης.

    Και αν κάτι έμεινε ίδιο, εκτός από το ταλέντο και την προσωπικότητα του ανθρώπου, είναι η ποιότητα του κοινού που τον ακολούθησε. Ο Μπιθικώτσης, συμφωνούν όλοι σε αυτό, συγκέντρωσε τον θαυμασμό ανθρώπων με υψηλό πνευματικό status. Εξέφρασε μεν μεγάλη μερίδα κοινού, αλλά ο πυρήνας των ανθρώπων που τον ακολούθησε δεν το έκανε μόνο με την καρδιά και το συναίσθημα, αλλά και με το μυαλό. Και όπως λένε οι γνωρίζοντες την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, οι σχέσεις που ξεκινάνε από το μυαλό είναι ανθεκτικότερες και βαθύτερες. Στην περίπτωση του Μπιθικώτση, αυτό έχει ήδη αποδειχθεί.


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:52
    Μια συνέντευξη του ίδιου του κυρίου Μπιθικώτση στον Θανάση Λάλα.

    Συνέντευξη - Γρηγόρης Μπιθικώτσης
    Του Θανάση Λάλα

    «Ο κόσμος πάει από το κακό στο χειρότερο... Μας τέλειωσαν όλα τα αποθέματα πόνου που είχαμε. Ενας νέος πόλεμος θα βοηθήσει να κάνουμε μια νέα εισαγωγή πόνου...»

    Τάδε έφη ο σερ του ελληνικού τραγουδιού Γρηγόρης Μπιθικώτσης. Ηθελα πάντα να τον γνωρίσω. Είχα κλείσει αρκετές φορές ραντεβού μαζί του, κάτι συνέβαινε όμως την τελευταία στιγμή (μια μικρή αδιαθεσία, ένα πρόβλημα υγείας που απαιτούσε άμεση αντιμετώπιση) και το αναβάλλαμε. Αυτή τη φορά ήμουν τυχερός. Εφθασα στο σπίτι του ευτυχισμένος που θα τον συναντούσα, αλλά και με μια μικρή αγωνία: θα συζητούσα άραγε με έναν άνθρωπο τόσο μεγάλο όσο φαίνεται μέσα από τα τραγούδια του; Με υποδέχθηκε με τη γυναίκα του και τον γιο του στο πλευρό του. Πολύ ευγενικός. Και πράγματι τόσο μεγάλος όσο τον φανταζόμουν, όσο τον ήθελα.

    - Τώρα που έχουν περάσει τα χρόνια σκέφτεστε πώς έγινε και βρεθήκατε να ασχολείστε με το τραγούδι; Θα μπορούσε να είχε συμβεί κάτι και να μην είχατε γίνει τραγουδιστής;

    «Ναι, ήμουν υδραυλικός, και μάλιστα καλός τεχνίτης. Από το σπίτι βέβαια θέλαν να με μορφώσουν... τ' αδέρφια μου, ο πατέρας μου, η μάνα μου... επειδή εγώ ήμουν ο τελευταίος».

    - Πού μεγαλώσατε;

    «Στο Περιστέρι. Από τ' αδέρφια μου κανένας δεν πέρασε στα γράμματα, πήγαν όλοι σε τέχνες, και θέλαν εμένα να με κάνουν να μάθω γράμματα, να πάω παραπέρα απ' το δημοτικό. Εγώ εν τω μεταξύ από μικρός, από εφτά-οχτώ χρονών, παίζω κιθάρα κι έχω μέσα μου κάτι».

    - Πώς βρέθηκε η κιθάρα στα χέρια σας;

    «Του αδερφού μου του μεγάλου ήτανε. Είχε πάει και μάθαινε νότες στο ωδείο. Την είχε μέσα σε μια μαξιλαροθήκη κρεμασμένη από ένα καρφί πάνω απ' το κρεβάτι. Η μητέρα μου, για να μη βγαίνω έξω και παίζω και κρυώνω κι όλ' αυτά, μ' άφηνε και γρατσούναγα. Θέλω να πω ότι γεννιόνται όλα στη ζωή. Την κοίταγα εγώ, την κοίταγα... πολύ καιρό την κοίταγα την κιθάρα. Η μητέρα μου εκείνη την εποχή σήκωνε τα πάκια. Εγώ για να φεύγει από το σπίτι πήγαινα και της έλεγα: "Πέρασε η πατριώτισσά σου η κυρα-Βαγγέλαινα και είπε να πας από 'κεί για να της σηκώσεις τα πάκια" - ψέματα έλεγα... Για να πάει εκεί ήθελε μία ώρα μόνο να φτάσει και μία να γυρίσει δύο και καμιά ώρα που θα κουβέντιαζε τρεις. Κατέβαζα εγώ την κιθάρα από τη μαξιλάρα και έπαιζα. Μέχρι που μια μέρα της λέω της μάνας μου: "Να κατεβάσω την κιθάρα από τη μαξιλαροθήκη;". " Οχι", μου λέει, "θα μας σκοτώσει ο μεγάλος". Ηταν ένα τραγούδι τότε που έλεγε: "Θα 'θελα να σε ξεχάσω, όμως στην καρδιά μου πονώ". Η μητέρα μου δεν ήξερε πολύ απ' αυτά τα τραγούδια, ήξερε από την πατρίδα της την Κάρυστο. Μόλις λοιπόν άκουσε τον ήχο, ότι εγώ κάτι κάνω, "βρε", μου λέει, "δώσ' του...". Μου 'πε βέβαια "μου 'πες ψέματα, που μ' έστειλες κτλ. κτλ. " και της είπα "γι' αυτό σου 'πα ψέματα, μαμά, την κιθάρα σκάλιζα...", αλλά δε μ' άφηνε. Μια μέρα που έβρεχε μπήκε και ο αδερφός μου μέσα χωρίς να τον καταλάβουμε, άκουσε που έπαιζα και μου λέει: "Εσύ έπαιζες;". Λέω: "Ναι". Μου λέει: "Πάρ' τη για δικιά σου"».

    - Εσείς εκείνη την εποχή ήσασταν καλός μαθητής;

    «Οχι, είχα έναν που μ' έσπρωχνε πολύ κι εγώ τον εμάθαινα κιθάρα, τον Θανάση τον Αναγνωστόπουλο. Εκείνος έγινε πλοίαρχος του Εμπορικού Ναυτικού. Τελείωσα λοιπόν το δημοτικό και, όπως είπα, θέλαν να με μορφώσουνε. Με βάλανε οδός Μέντορος - το θυμάμαι σαν τώρα -, Κολοκυνθούς και Πειραιώς ήταν το Γυμνάσιο... Α' Γυμνασίου. Πήγα κάνα-δυο μήνες, δεν καταλάβαινα τι λέγανε... Δεν τα 'θελα τα γράμματα. Μέσα μου κοιμόταν ένα θηρίο. Ετσι ένιωθα εγώ, ότι μέσα μου ήθελα κάτι άλλο. Εν πάση περιπτώσει έφυγα, πήγα κι έκλαιγα στο σπίτι, με δείρανε κτλ. η μάνα μου, ο πατέρας μου, τ' αδέρφια μου... Μόνο ο αδερφός μου ο μεγάλος πετάχτηκε και είπε: "Ε, με το ζόρι δεν μπορεί να γίνει αυτό". Με βάλαν λοιπόν σ' ένα κατάστημα υδραυλικών στην πλατεία Βάθης, Μάρνη και Βίκτωρος Ουγκώ. Στο σχολείο, στην πρώτη τάξη, πήγα το '29, επτά χρονών - είμαι το '22 γεννηθείς. Τελείωσα το '35 και μέχρι το '40 - μέσα σε πέντε χρόνια - είχα γίνει μάστορας. Επαιζα βέβαια και την κιθάρα. Εχω ακούσει και το Μάρκο το Βαμβακάρη, το "Σωκράτη" της ελληνικής μουσικής, του λαϊκού μας τραγουδιού...».

    - Σε κουτούκια πηγαίνατε και τον ακούγατε;

    «Οχι, είχε έρθει στο Περιστέρι κι έπαιξε μαζί με το Χιώτη το '36-'37... Κι έφαγα και ξύλο εκεί πέρα, γιατί άργησα τρία βράδια που έκατσα και τον άκουσα. Κι ενώ μέχρι τότε ήμουνα στα μοντέρνα, με το που τον ακούω, αλλάζω αμέσως στο λαϊκό. Μέσα μου χτύπησε πολύ ωραιότερα το λαϊκό τραγούδι».

    - Ως τότε δηλαδή ακούγατε μοντέρνα;

    «Ναι, ναι... βέβαια, Πολυμέρη και τέτοια. Ημουνα πολύ γνωστός και με το Γιώργο τον Κεφαλά...».

    - Γιατί όταν ακούσατε τον Βαμβακάρη τρελαθήκατε;

    «Δεν ξέρω, κάτι χτύπησε μέσα μου, μια άλλη νότα, μια άλλη μελωδία... ένα πράγμα άλλο. Μόλις άκουσα το Βαμβακάρη αλλάξαν όλα μέσα μου».

    - Τον γνωρίσατε ποτέ τον Βαμβακάρη από κοντά;

    «Πώς... αμέ. Οταν πήγαινα στα πάρτι, είχα λερωμένα τα χέρια μου από υδραυλικός. Τα 'πλενα, τα 'πλενα, πάλι μουντζουρωμένα ήτανε. Λέω: "Τι θα γίνει τώρα;". Εν πάση περιπτώσει, ήρθε η Κατοχή και μπήκα μέσα σ' ένα μαγαζί μ' ένα φίλο μου, το Μήτσο το Ρεπάνη, τον αδερφό του Αντώνη του τραγουδιστή - στον "Παβλιάβα" στο Περιστέρι. Εκείνος έπαιζε σαντούρι, εγώ έπαιζα μπουζούκι, ο Χρήστος κιθάρα κι έτσι κάναμε συγκρότημα.. Εκεί μέσα δούλεψα στην Κατοχή. Μετά ήρθε το '45, το '46, φύγαν οι Γερμανοί, το '47 πήγα στη Μακρόνησο. "Τι δουλειά κάνεις; " μου 'πε ένας αξιωματικός που ήταν εκεί για να μας βάζει στην ουρά. Λέω: "Είμαι μουσικός". Μου λέει: "Κάνε στην άκρη... τι παίζεις;". Εκείνος έπαιζε βιολί. Αν με ρωτήσεις, δε θυμάμαι τ' όνομά του. Τον είχαμε βγάλει Βουνοτρυπίδη, επειδή είχε πει: "Θα τρυπήσουμε από 'δώ το βουνό για να κάνουμε το θέατρο". "Ο Βουνοτρυπίδης" λέγαμε. (γέλια) Εψαξα εκεί, βρήκα ένα ακορντεόν, βρήκα ένα κιθαρίστα, τον Αβραμίδη το Γιώργο - του παπά γιος απ' τη Θεσσαλονίκη -, ο Λημναίος ο Χρήστος κιθάρα, ένας ντράμερ... Ο ακορντεονίστας ήταν φερμένος από τη Μέση Ανατολή. Εκανα λοιπόν το συγκρότημα και παίζαμε στη Λέσχη Αξιωματικών, όπου είχε κι ένα χωνί απ' έξω κι αφού παίζαμε τη νύχτα μέσα για τους αξιωματικούς - τον υποδιοικητή κι αυτά όλα - απ' έξω ακούγανε και οι δέκα-δεκαπέντε χιλιάδες... ένα τάγμα. Εκεί γνώρισα και το Θεοδωράκη, από 'κεί πέρασε όλη η Αθήνα, όλη η αφρόκρεμα του μυαλού».

    - Εσείς πώς βρεθήκατε στη Μακρόνησο;

    «Δεν ήμουνα σε πολλά, αλλά εν πάση περιπτώσει Κατοχή ήτανε, μια κιθαρίτσα έπαιζα, κάποιος έβαφε στο ντουβάρι, κάπου με είχανε γράψει... Δεν είχα κάνει και πολλά».

    - Δεν ήσασταν δηλαδή αριστερός με τη λογική αυτή.

    «Οχι με τη λογική αυτή. Ημουνα έτσι... με τη μουσική τρεχάλα, επάνω στη μουσική είχα κάτσει».

    - Το ρωτάω επειδή σήμερα έχουν βγει όλοι αριστεροί. (γέλια)

    «Μάλιστα, έχουν βγει όλοι αριστεροί. Αριστεροί ήταν αυτοί που κατεβήκαν απ' τα βουνά, ήρθαν στις πόλεις κι έγινε η μάχη το '44, τα Δεκεμβριανά που λένε. Εγώ τότε είχε ανοίξει ο γαμπρός μου ένα πηγάδι τρία μέτρα για να μην πιάσει νερό και κάτω κάτω είχε μπούκες για τις βόμβες που ρίχνανε Σκόμπι από τον Πειραιά. Αυτή είναι η ζωή μας... Με το που απολύθηκα από τη Μακρόνησο, έγινα συνθέτης».

    - Λέτε, δηλαδή, ότι πολλοί απ' αυτούς που ήταν στη Μακρόνησο βρεθήκαν εκεί χωρίς να είναι πραγματικά αριστεροί.

    «Σήμερα ό,τι δηλώσεις είσαι, ενώ τότε ήσουν ό,τι θέλαν εκείνοι. Το κατάλαβες τι είπα; Και σου λέγανε ότι θα υπογράψεις για να μας αποδείξεις ότι δεν είσαι. Εγώ δεν έχω υπογράψει ποτέ. Το ξεπέρασα με το όργανο. Δε μου 'πανε ποτέ τίποτα, κανένας. Ενώ πηγαίνανε στην ουρά στα στρατηγεία - εκεί που είπαμε - να υπογράψουν, εγώ κοιμόμουν γιατί ξενύχταγα στη Λέσχη Αξιωματικών και μου 'λεγε ο λοχαγός: "Να πηγαίνεις κι εσύ στην ουρά και να πηγαίνεις όλο και πιο πίσω, να περνάει η μέρα"».

    - Υπάρχει κάτι που ανακαλύψατε στη Μακρόνησο; Πέρα δηλαδή απ' όλα τα υπόλοιπα, σας βοήθησε σε κάτι στη ζωή σας;

    «Ενιωσα τη σκληράδα της ζωής, ένιωσα τον άνθρωπο. Οι άνθρωποι που ήταν εκεί για να βασανίζουν μ' αγαπούσαν πολύ εμένανε. Δε μου μίλαγε κανένας. Και γλίτωσα πολλούς ανθρώπους χάρη στο ότι εγώ έπαιζα το μπουζούκι και τους ψυχαγωγούσα, και τους βασανιστές ακόμα, και πήγαινα μετά και τους ζητούσα χάρες για να τη γλιτώνουν τα φιλαράκια... όποιον έβλεπα τέλος πάντων και είχε ανάγκη από βοήθεια».

    - Εχετε καταλάβει τι κάνει έναν άνθρωπο να φτάνει στο σημείο να βασανίζει κάποιον άλλον;

    «Το 'χει μέσα του. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχει ένα 4%-5%. Είναι νόμος, υπάρχουν και σήμερα αυτοί».

    - Πώς σας ήρθε να γράψετε τραγούδια;

    «Ητανε μέσα μου. Οπως ήθελα την κιθάρα κι έμαθα, κι όπως έμαθα το μπουζούκι, έτσι ήτανε κι αυτό παρέα. Μέσα στο μουσικό υπάρχουν αυτά τα πράγματα και του κάνουνε παρέα. Υπάρχει μουσικός που μόνο παίζει και δεν έχει παρέα τη σύνθεση. Είναι κάτι άλλο αυτό, ένα άλλο δεδομένο».

    - Τον Βαμβακάρη γιατί τον λέτε «Σωκράτη»;

    «Τον λέω γιατί όλοι αυτόν ακούσαμε, είναι ο δάσκαλός μας. Κάπως έτσι πιστεύω ότι θα 'τανε κι ο Σωκράτης τότε. Μετά παρουσιάστηκε και ο Πλάτων, που μας είπανε ότι ήταν καλός μαθητής. Μπορεί και να 'ναι εσφαλμένα πολλά απ' αυτά που μας λένε, γιατί βλέπω ότι και για τη δική μου τη ζωή άλλοι μου τα λένε αλλιώς, άλλοι αλλιώς... Ενα 70% τα λέει και όπως είναι πραγματικά ο Γρηγόρης. Υπάρχει όμως κι ένα 30% που τα λέει περίπου. Κι έρχομαι κι εγώ να πω ότι απόγονο του Σωκράτη στον αιώνα που πέρασε έχουμε το Μάρκο Βαμβακάρη. Μα όχι μόνο εγώ. Ολοι όσους ρώτησα συμφωνούσαν μ' αυτό. Και ο Κίτσος, ο αδερφός του Τσιτσάνη, στα Τρίκαλα που πήγα, μες στο καφενείο τους το Βαμβακάρη ακούγανε. Και ο ίδιος ο Τσιτσάνης, αν και ήταν μικρότερος βέβαια...».

    - Τι είναι αυτό που κάνει τους ανθρώπους - ενώ οι περισσότεροι δε γνωρίζουν από μουσική -, ακούγοντας ένα μεγάλο τραγούδι, όπως είναι για παράδειγμα η «Φραγκοσυριανή», ν' αναγνωρίζουν την αξία του;

    «Δεν είναι όλα τα τραγούδια, μερικά τραγούδια είναι αυτά που κάθονται μες στην καρδιά μας και καμιά φορά μας έρχεται κάποιο απ' αυτά εκεί που πλενόμαστε και δε μας φεύγει με τίποτα. Το τραγουδάμε και λέμε: "Ρε γαμώ το, γιατί το λέω όλη την ώρα αυτό;"».

    - Για σας ποια είναι τα χαρακτηριστικά ενός μεγάλου τραγουδιού; Εσείς δηλαδή, ακούγοντας ένα τραγούδι, είστε σε θέση να καταλάβετε αν θα γίνει μεγάλο;

    «Είναι δύσκολο πολύ, αλλά όταν υπάρχει ο στίχος ο δυνατός... Γιατί εγώ έγραφα πάντοτε επάνω στον στίχο. Ηθελα να δω το στίχο, να μπει μες στην καρδιά μου, και μετά έγραφα τη μουσική. Εχω γράψει "Στου Μπελαμή του Ουζερί" - μεγάλο τραγούδι, Κώστας Βίρβος - έχω γράψει την "Επίσημη αγαπημένη", "Μια γυναίκα φεύγει", το "Τρελοκόριτσο" του Γιάννη του Παπαδόπουλου... Σε όλ' αυτά έβλεπα πρώτα το στίχο, τον διάβαζα και, αφού καθόταν μες στην καρδιά μου, η μελωδία μετά γινόταν μια κι έξω».

    - Αυτό είναι που λέμε έμπνευση;

    «Εμπνευση, και μάλιστα μεγάλη έμπνευση. Είναι σαν να κάνεις έρωτα με τον εαυτό σου, το "είναι" σου με την καρδιά σου. Το "είναι" για μένα είναι χώρια από την καρδιά, είναι ξεχωριστά πράγματα. Οπως είναι το σώμα μας, η σάρκα και τα οστά μας, είναι η καρδιά μας, που δουλεύει μόνη της συνέχεια, και το "είναι" μας κοιμάται. Και το ξυπνάει η καρδιά».

    - Σήμερα πώς τα σκέφτεστε όλα αυτά που ζήσατε στη ζωή σας; Δεν σας πιάνει μια μελαγχολία που χάθηκαν, που τα έχετε αφήσει πίσω;

    «Είναι ένα όνειρο, αληθινό όμως, που το πλάθω με το να το σκέπτομαι. Αποφεύγω όμως να το φέρνω στο μυαλό μου αυτό το όνειρο, το ζωντανό, το αληθινό, γιατί με τη σημερινή κατάσταση δεν έχω μία άλλη... Οχι ότι είμαι μεγάλος και ζηλεύω τους νέους... Εγώ νιώθω πολύ πιτσιρίκος».

    - Πιστεύετε ότι μεγαλώνει ο άνθρωπος;

    «Ε, βέβαια...».

    - Τι χάνει όταν μεγαλώνει και τι δεν πρέπει να χάσει;

    «Τίποτα... Πολλές φορές όταν θυμάμαι ότι είμαι 80 χρονών λέω τι έγινε, ρε γαμώ το, πότε έγινε αυτό; Πώς, ας πούμε, δε θυμάσαι τι έφαγες χθες; Κάτι τέτοιο είναι κι αυτό... Αλλά τις πιο πολλές φορές - γι' αυτό υπάρχω - δε ζηλεύω επειδή είναι ο άλλος νέος ή να πω "γαμώ τη μάνα του". Οχι τέτοια πράγματα. Είμαι πολύ κύριος, γιατί έχω κάνει μια δουλειά πολύ σοβαρή, έχω μιλήσει με τους ποιητές μας, έχω τραγουδήσει τους ποιητές μας. Από τα συρτάρια που ήτανε τους έχω βγάλει στο δρόμο παρέα με όλους τους μεγάλους συνθέτες. Είχα πάντα μια καρδιά ανοιχτή για τους ανθρώπους που πέσαν στη ζωή. Μια φανταστική λίμνη υπάρχει που πρέπει ο κάθε άνθρωπος που είναι δυνατός - γιατί είναι λίγοι πάντοτε οι δυνατοί - να πετάει μια πέτρα μέσα σ' αυτήν και να αφήνει κάτι, να βγαίνουν λίγα νερά έξω στο δρόμο και να ξεπλένουν τα πράγματα, να μην έχει σκόνη».

    - Επομένως σημασία έχει να μην αφήνεις ποτέ τα πράγματα να είναι ήρεμα, να ρίχνει ο καθένας την πέτρα του για να αναστατώνονται κάθε τόσο τα νερά.

    «Βεβαίως, νόμος. Εγώ πιστεύω ότι κάθε κράτος δε διοικείται από τον κύριο βασιλιά ή πρόεδρο ή πρωθυπουργό ή από τους υπουργούς. Τα κράτη διοικούνται από τη μόρφωση και από την τέχνη την καλή, από τον ποιητή, από το μουσικό, τον τραγουδιστή, το ζωγράφο... από αυτά όλα... από τους επιστήμονες... Αυτά είναι η βάση μας. Οι άλλοι είναι ένας στρατός μία κι έξω. Μας φέρνουν μαντάτα από τα άλλα κράτη, πολεμάμε - δεν πολεμάμε, τα σύνορα είναι τόσα - δεν είναι τόσα, υπάρχει ένας στρατός που φοράει τη στολή του, που ακούει τα λόγια που λένε οι πολιτικοί, δέχεται εντολές ότι θα κάνουμε εκείνο - δε θα κάνουμε το άλλο κι έτσι προχωράμε. Αλλά όμως το φαγητό, η τροφή μας - όλων αυτών και των πολιτικών και του στρατού - είναι η επιστήμη και οι τέχνες γενικά».

    - Αν υποθέσουμε ότι ο Βαμβακάρης ήταν ο «Σωκράτης» του ελληνικού τραγουδιού στον αιώνα που πέρασε, όλοι αυτοί μετά τον Βαμβακάρη - δηλαδή ο Μίκης, ο Μάνος, ο Ξαρχάκος... όλοι αυτοί τι είναι;

    «Ακου να σου πω, αν δεν ήταν ο Βαμβακάρης φοβάμαι ότι δε θα ήταν και όλοι αυτοί. Αυτοί είχανε σπουδάσει να κάνουνε μια άλλη δουλειά, κλασική που λέμε... ορατόρια, σονάτες και τέτοια. Η σχέση τους με το λαϊκό ξεκινάει από τη ρίζα αυτή. Εμένανε άκουσε ο Μίκης που έλεγα το "Τρελοκόριτσο" όταν σπούδαζε στο Παρίσι και όταν ήμασταν μαζί στη Μακρόνησο. Εκείνος ήρθε το '59. Και ο Χατζιδάκις άκουσε κάποια άλλα και ο Τσιτσάνης είχε τα δικά του ακούσματα κι όλα μαζί έρχονται από τη "σπηλιά" εκείνη. Διότι αν δεν ήταν αυτό το "σπήλαιο" να βγάζει προς τα έξω όλη αυτή την παραγωγή και να μπούμε εμείς τα "φίδια" μέσα και να μας χωρέσει όλους, θα 'χαμε παγώσει. Εκείνοι θα 'τανε ψευτο-Μπετοβενάκηδες κι εγώ ψιλο-Πολυμέρης. Επίσης και ο Παπαϊωάννου, μεγάλη υπόθεσις. Κι εκείνος μεγάλος, πολύ μεγάλος και πιο κοντά στο Βαμβακάρη».

    - Για σας, η γλύκα, η ουσία της ζωής κρύβεται στο σκοτάδι ή στο φως;

    «Νομίζω ότι κρύβεται στο σκοτάδι και πρέπει να ψάξεις να τη βρεις. Αυτό το πράγμα δεν κερνιέται, δε σ' το κερνάει δηλαδή κανείς τσάμπα. Θα ψάξεις, θα δουλέψεις για ν' αποκτήσεις και να πάρεις τη χαρά. Και οι μεγάλοι και όλοι».

    - Η χαρά πάει αγκαζέ με τον πόνο;

    «Είναι ξέχωρο πράγμα, αλλά είναι και τα δύο στο ίδιο σώμα μέσα, στο σώμα της ζωής. Χαίρεται η καρδιά σου, πονάει η καρδιά σου. Μόνη της είναι. Για σκέψου πόσες χιλιάδες εκατομμύρια φορές χτυπάει η καρδιά στον άνθρωπο και αναλόγως πόσο θα ζήσει, με πόσους παλμούς... συνέχεια».

    - Εσείς πώς αντιμετωπίζετε τον πόνο;

    «Θα το αρχίσω αλλιώς. Εγώ είμαι ένας αγωγιάτης και εσύ με ξυπνάς. Είσαι το αγώι, ήρθες και έφερες πράγματα εδώ πέρα και με ρωτάς - τι είναι αυτό, τι είναι το άλλο... και με ξυπνάς. Το αγώι ξυπνάει τον αγωγιάτη. Εγώ θυμάμαι, ακόμα το μυαλό δουλεύει. Το μόνο που έχω πόνους. Πονάω... εντάξει. Εχω κάνει δύο εγχειρήσεις κοιλιακής αορτής, είναι τα χρόνια περασμένα, είναι οι ρευματισμοί, είναι η μέση, είναι τούτο, είναι το άλλο... Τον πόνο όμως δεν πρέπει να τον ακούς. Γι' αυτό υπάρχω. Και τον πόνο που έχω βρει είναι επειδή καμιά φορά το λέω ότι "πονάω, ρε γαμώ το", και μετά λέω "γιατί το είπα τώρα ότι πονάω; Αει σιχτίρ...". Αλλά πάλι δεν μπορείς και να μην το πεις. Πρέπει όμως να το παραμερίζεις. Γιατί αυτό γουστάρει ο πόνος. Να σε πάρει να φύγετε και να τελειώνεις. Εκεί του λες, φέρ' ειπείν, "Αντε και πηδήξου, ρε...". Δεν τον ακούς».

    - Αφού είναι ωραία η ζωή, γιατί να τελειώνει;

    «Είναι νόμος, τελειώνει. Εγώ διαβάζω πολύ, πιστεύω ότι λίγοι άνθρωποι διαβάζουν όσο διαβάζω εγώ. Τώρα διαβάζω το ένθετο που έχουν τα "Νέα" για την ιστορία του αιώνα. Και λέει τι τράβηξε το κάθε κράτος, πόσες φορές έγιναν πόλεμοι, πόσοι πέρασαν απ' την Ελλάδα... Εγώ θα σου πω κάτι που δεν το ξέρεις ούτε εσύ ούτε κανείς. Πώς πέθανε ο Καραϊσκάκης; Και γιατί λέμε - θα το γράψεις έτσι όπως θα σ' το πω - γιατί λέμε "στ' αρχίδια μου"; Ο Καραϊσκάκης ήταν στρατηγός στον Περαία και ο Κουντουριώτης ήταν ναύαρχος. Τους άλλαξε λοιπόν ο Καποδίστριας μ' ένα στρατηγό που δε θυμάμαι τώρα τ' όνομά του και στη θέση του Κουντουριώτη έβαλε έναν άλλο ναύαρχο. Ο της ξηράς στρατηγός τού είπε του Καραϊσκάκη ότι μες στον Αγιο Σπυρίδωνα στον Περαία είναι τρακόσιοι αρβανίτες μουσουλμάνοι και θα πας εκεί έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα. Ο Καραϊσκάκης τότε του είπε ότι "αυτό που μου λες το γράφω στ' αρχίδια μου". Ο άλλος τσαντίστηκε επειδή τσαντίστηκε ο Καραϊσκάκης. Σου λέει, στρατηγός είμαι κι εγώ, θα μου πεις πώς να πάω στον Αγιο Σπυρίδωνα στους Αρβανίτες που έχουν κλειστεί εκεί μέσα; Αφού Αρβανίτης ήταν κι ο Καραϊσκάκης. Οπότε ο στρατηγός ο άλλος έβαλε έναν Τούρκο και του 'ριξε μια σφαίρα στο αφτί και πέθανε ο Καραϊσκάκης. Το ξέρεις αυτό;».

    - Οχι, δεν το 'ξερα.

    «Κι εγώ δεν το 'ξερα και το διάβασα. Γι' αυτό λέμε "στ' αρχίδια μου" - σε παρακαλώ έτσι να το γράψεις. Οτιδήποτε λέμε το 'χει πει κάποιος άλλος. Εμείς δε βγάζουμε τίποτα από μόνοι μας. Εμείς ξέρεις τι κάνουμε σήμερα; Βάζουμε καμιά οξεία στο δέκα. Το δέκα όμως υπήρχε και πριν από μας».

    - (γέλια)

    «Καλό; (γέλια) Ετσι είναι. Και νομίζουμε ότι κάτι κάνουμε. Το μόνο που έχει γίνει είναι ότι βγήκε οπλισμός καινούργιος. Πήγαμε στον Αρη κτλ. και ψάχνουμε να βρούμε νερό. Εγώ φαντάζομαι, επειδή ο επιμένων νικά - κι αυτό παλιό είναι -, ότι τελικά θα βρουν νερό. Κι όταν βρουν νερό, δε θα πάει ποτέ ο Μπους στο Ιράκ. Θα 'ρθει άλλος Μπους και θα πάει στον Αρη να βρει και νερό και πετρέλαια και τα πάντα. Παρ' όλο που τόσα κράτη, ολόκληρη Ευρωπαϊκή Ενωση δεν έχει πει ακόμα το οκέι, εκείνος ετοιμάζεται να μπει στο Ιράκ. Εκείνος που έχει πει το οκέι είναι μόνο ο Αγγλος - έχουνε, βλέπεις, και την ίδια γλώσσα. Για μένα - θα το πω κι ας μην ξέρω τόσα γράμματα - μόνο αν πει ο Γερμανός το "ναι", μόνο τότε θα είναι "πάμε". Αν δεν το πει ο Γερμανός, δε γίνεται τίποτα.».

    - Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;

    «Γιατί είναι ο τρίτος άνθρωπος στην ανθρωπότητα. Σήμερα είναι η Αμερική με τον Αγγλο, ο Γερμανός με την Ευρώπη ολόκληρη, ο Κινέζος με δυο χέρια της Ρωσίας και οι Ιάπωνες. Πάντως όταν γίνει αυτός ο πόλεμος θα είναι ο πιο επικίνδυνος. Μπορεί να 'ναι και ο τρίτος... και ο τελευταίος... και να μην προλάβουμε να πάμε και στον Αρη. (γέλια) Αλλά και να πηγαίναμε, πόσοι θα πήγαιναν; Λένε ότι κοστίζει πολλά το εισιτήριο για να πας. Κι όταν θα πάνε αυτοί που μπορούν και 'κονομήσουνε πολλά χρήματα, αυτή θα είναι η Κιβωτός του Νώε. Αυτή θα είναι μια αληθινή κιβωτός και θα ρίξουν και τις υπόλοιπες πόρτες, γιατί θα πρέπει να φύγουνε και θα βγει μέσα από την κιβωτό νέα ζωή. Και θα ξαναδημιουργηθούν πάλι θάλασσες εκεί που ήτανε ξηρά και από το Φάληρο ως τη Θεσσαλονίκη θα πηγαίνεις και με το καράβι, όχι συνέχεια με το αεροπλάνο... (γέλια)».

    - Λέτε δηλαδή ότι ο Θεός, πιθανόν ένας νέος Θεός, θα φτιάξει ξανά τον κόσμο από την αρχή;

    «Ε βέβαια. Μα δεν υπάρχει Θεός. Θεός είναι το είναι όλων μαζί των ανθρώπων. Η μόνη διαφορά είναι ότι έχει ο καθένας τη θρησκεία του. Αλλού πιστεύουν οι Τούρκοι, αλλού οι Γάλλοι. Ο καθένας πιστεύει και σε κάτι. Πάντως το είναι όλων των ανθρώπων μαζί είναι ο Θεός. Το είναι μας είναι ο Θεός. Και το είναι μας δεν είναι τίποτα, είναι μια ουσία που υπάρχει μέσα στον άνθρωπο. Μέσα, μέσα μας υπάρχει μια ουσία. Το είναι είναι το επίθετο και τα ιδανικά είναι το όνομα. Και αυτό το είναι υπάρχει σε όλη την ανθρωπότητα, μόνο που αλλάζει η γλώσσα. Πιστεύω γιατί είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός το θέμα Θεός. Διότι από κάπου πιανόμαστε».

    - Για ποιον λόγο δεν συνεχίζουν σήμερα οι νέοι άνθρωποι την ιστορία του Βαμβακάρη;

    «Βλέπουμε γύρω στα διάφορα κράτη να πολεμούν, ακούμε ένα μπαμ μπουμ, λυπόμαστε γι' αυτά όλα... Οταν δε συναντήσεις όμως έναν πόλεμο - είναι νόμος αυτός -, δε βολεύει τον ρου της ζωής... Μόνο έτσι θα αλλάξουν τα πράγματα, μόνο αν μπουν καινούργιος πόνος και καινούργιοι καημοί... Δε θα μείνετε με τους καημούς τους κλασικούς του αιώνα που πέρασε. Θέλει καινούργιους καημούς ο κόσμος. Μόνο αυτό είναι. Είναι κακό αυτό που σου λέω, αλλά είναι νόμος».

    - Εσείς έχετε ακούσει ποτέ Μπαχ, Μπετόβεν, τέτοιου είδους μουσικές;

    «Πώς...».

    - Καταλαβαίνετε για ποιον λόγο αυτοί οι άνθρωποι θεωρούνται μεγάλοι;

    «Εγώ καταλαβαίνω. Αυτοί που μιλούν για Μπαχ και Μπετόβεν δεν καταλαβαίνουν. Διότι εγώ έζησα με "Μπετόβεν" δίπλα μου: με το Θεοδωράκη και με το Χατζιδάκι. Είναι σπουδαίοι αυτοί οι δύο, είναι οι "Μπετόβεν" της ελληνικής μουσικής. Μπορεί να πήραν από το Βαμβακάρη, αλλά όμως είχανε βάσεις».

    - Υπάρχουν πολλά είδη μουσικής; Ας πούμε, αυτό που ονομάζουμε κλασική μουσική διαφέρει από τα υπόλοιπα είδη;

    «Οχι, είναι ατελείωτη η μουσική».

    - Αλλά όμως τελικά είναι μία;

    «Είναι μία και είναι ατελείωτη. Είναι ένας σωρός, όπως είναι ένα βουνό και δεν έχει δέντρα, έχει μόνο πέτρα, κομμάτια πέτρας - τι κρητικά, τι τσάμικα, τι ζεϊμπέκικα, τι τσιφτετέλια, τι χασάπικα, τι κλασικά, τι Μότσαρτ, τι τανγκό... Τα πάντα. Χιλιάδες πέτρες. Σκέψου ότι υπάρχουν γύρω στους 130 ρυθμούς! Η γερμανική μουσική... Τι είν' αυτό, ρε παιδί μου; Εχω πάει πολλές φορές στη Γερμανία. Πάρα πολύ μεγάλη μουσική η Γερμανία».

    - Για σας ποιος είναι μεγάλος τραγουδιστής; Εντάξει, μεγάλος συνθέτης το καταλαβαίνω, αλλά μεγάλος τραγουδιστής;.. Τι είναι τελικά η φωνή;

    «Ο μεγάλος τραγουδιστής είναι πάνω απ' τον συνθέτη».

    - Γιατί;

    «Γιατί μπορεί ο συνθέτης να σου 'χει δώσει το δέκα και αυτός που θα το πει να το πει για οχτώ. Αμα είναι ωραίο το τραγούδι, το ακούει ο κόσμος. Αμα όμως αξίζει για εφτά και το πει ένας μεγάλος τραγουδιστής, δέκα με οξεία θα σ'το κάνει».

    - Εσείς, όντας ένας άνθρωπος λαϊκός που βγάλατε το δημοτικό, πώς νιώσατε την πρώτη φορά που ήρθατε σε επαφή με αυτά τα μεγαθήρια, τους ποιητές μας και τα κείμενά τους; Φαντάζομαι ότι είναι άλλο πράγμα να λέει κάποιος, ας πούμε...

    «Θα σ'το πω, κατάλαβα... Μη μιλάς. Κάποια στιγμή ο Θεοδωράκης, ενώ έχουμε πει τον "Καημό", το "Γωνιά γωνιά σε καρτερώ" κτλ., μου λέει: "Θα πούμε τον Επιτάφιο του Γιάννη του Ρίτσου"».

    - Εσείς στη Μακρόνησο τον είχατε γνωρίσει τον Ρίτσο;

    «Οχι, τον είχα ακουστά. Ο μόνος έλληνας ποιητής που είχα ακούσει ήταν ο Ρίτσος ο Γιάννης, τίποτ' άλλο. Είχα ακούσει και Βάρναλη, αλλά από τους μεταγενέστερους είχα κοντά μου το Γιάννη το Ρίτσο. Εντάξει, με τον Επιτάφιο κάπου είναι δίπλα τα πράγματα. Αλλά όταν μου 'φερε τη Ρωμιοσύνη, που λέει "τραβήξανε ψηλά, πολύ ψηλά, δύσκολο πια να χαμηλώσουν, δύσκολο και να δουν το μπόι τους... " ή "αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό, αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτω απ' τα ξένα βήματα", εμένα μου 'ρθαν αμέσως στο μυαλό οι Γερμανοί και η Κατοχή. Αλλά επειδή δεν μπορούσα να μπω και στο νόημα απολύτως, έπιασα το Μίκη, που ήξερε πιο πολλά γράμματα, για να του κάνω συζήτηση και να μπω καλύτερα στο θέμα. Γιατί άμα δεν μπεις μες στο θέμα τι να πεις απ' αυτά τα τραγούδια; Δε μιλάμε για ένα τραγούδι όπως αυτά που λέμε σήμερα. Αυτά είναι το κάτι άλλο, τέτοιου είδους τραγούδια κινούνται γύρω από το Σύμπαν και - αν μη τι άλλο - θα μείνουν στους αιώνες. Είπα του Μίκη: "Εντάξει... Ασε με να μπω πρώτα στο νόημα και θα τα πούμε". Αλλά, γαμώ τη μάνα του, είχαν περάσει τρεις μήνες και δεν είχα κάνει ούτε "α". Και όλο τράβαγα το κουπί. Κάθε βράδυ που σχόλναγα απ' τη δουλειά ξανά και ξανά. Κάτι οι μνήμες απ' την Κατοχή και τους Γερμανούς, κάτι Μακρονήσια, κάτι τα βάσανα και τα λοιπά, συν το ότι έπαιζα όργανο και ήμουν γεννημένος για τραγουδιστής, ήρθε κάποια στιγμή και κόλλησε. Μου φάνηκε όμως πολύ δύσκολο. Μετά είπα το Αξιον Εστί. Για μένα δεν μπορεί να το πει κανένας αυτό το τραγούδι - όχι επειδή δεν το ξέρουν, το ξέρουν, αλλά ντρέπονται να το αγγίξουν. Είναι επιστήμη».

    - Σε τι διαφέρουν αυτά τα τραγούδια απ' τα άλλα τραγούδια που λέγατε;

    «Πρώτα απ' όλα στο νόημα, που σε αυτά τα τραγούδια είναι πολύ μεγάλο. Επίσης πολύ μεγάλη η μελωδία. Διαφέρουν και στην απαίτηση που έχουν από τον τραγουδιστή. Μπορεί να το πούνε κάποτε και άλλοι, αλλά δε θα 'ναι αυτό».

    - Σήμερα εσείς πώς περνάτε την ώρα σας;

    «Παίζοντας λίγο μπουζούκι, πηγαίνοντας στον Κάλαμο, περπατώντας...».

    - Φαντάζομαι ότι με τον καιρό η φωνή σας κάποια στιγμή θα πάψει να σας κάνει τη χάρη, δεν θα σας υπακούει δηλαδή όπως πριν. Εχοντας βιώσει μεγαλειώδεις στιγμές χάρη στη φωνή σας, σας στενοχωρεί καθόλου αυτή η ιδέα; Θυμώνετε όταν το σκέφτεστε;

    «Οχι, εντάξει. Οπως λες και εσύ, τα 'ζησα όλα αυτά. Επί τη ευκαιρία θα 'θελα να ευχαριστήσω τις κυρίες και τους κυρίους συναδέλφους, όλους αυτούς οι οποίοι με τίμησαν στο Ειρήνης και Φιλίας. Επίσης για το ότι έδωσαν τη φωνή τους για να γραφτεί το CD που θα κυκλοφορήσει σε λίγο. Τους έχω ευχαριστήσει ξανά, αλλά θέλω μέσα απ' αυτά τα λόγια που λέμε τώρα οι δυο μας, Θανάση Λάλα, να τους ευχαριστήσω άλλη μία φορά».

    - Τον σκέφτεστε ποτέ τον θάνατο και πώς νιώθετε; Φοβάστε;

    «Οχι, είναι νόμος. Σήμερα που μιλάμε πιστεύω ότι η ζωή μας είναι σα μαραμένο φύλλο από δέντρο, που το παίρνει ο αέρας και το πάει τσάρκες. Αυτή είναι η τσάρκα της ζωής. Τόσο λίγο κρατάει στο διάστημα των αιώνων και των εκατομμυρίων χρόνων».

    - Τότε για ποιον λόγο αξίζει να ζει κάποιος, αφού αυτή η τσάρκα, όπως λέτε, διαρκεί τόσο λίγο;

    «Είναι ωραία να βγαίνεις στην πιάτσα και να ψάχνεις. Μήπως μπορούμε να κάνουμε και τίποτ' άλλο; Βγήκαμε να ψάξουμε και θα ψάξουμε. Αυτό είναι η ζωή μας. Είναι ωραία, έχει ήλιους, έχει ποτάμια, έχει θάλασσες. Ενα πράγμα μού κάνει εμένα πολύ μεγάλη εντύπωση και αυτό δεν το λέω τώρα, που δεν κάνει να καπνίσω και να πιω. Ούτε πότης ήμουν ποτέ ούτε στα χασίσια ούτε στο ουίσκι ούτε στο τσιγάρο. Δε θυμάμαι να έχω καπνίσει ποτέ παραπάνω από δέκα τσιγάρα την ημέρα. Ψέματα, έχω καπνίσει και 20 παίζοντας καμιά φορά χαρτιά. Δεν άφησα λοιπόν να με πάρει τίποτα προς τα πίσω. Και αυτόν που βλέπω να επιμένει να πίνει και να καπνίζει πολύ και να κάνει μαλακίες δεν τον πάω, αδερφέ μου. Εγώ τα 'χα με τη Ζωή Φυτούση και κάποτε που είχαμε παρεξηγηθεί δεν έβγαινα απ' το σπίτι καθόλου γιατί, αν έβγαινα, θα πήγαινα και εκεί κάτω στη γειτονιά της. Λέω λοιπόν της μάνας μου: "Θα με δέσεις στο κρεβάτι με σχοινί κι εσύ θα βγεις στην πόρτα και θα καθήσεις στο πεζούλι". Αφού ήμουν καναδυό ώρες δεμένος, μπαίνει μέσα η μάνα μου και μου λέει: "Πέρασε η Ζωή απ' έξω". Της λέω: "Λύσε με". Το κατάλαβες; Είχα δύναμη. Γενικά νιώθω γεμάτος από τη ζωή μου και ευχαριστημένος».

    - Εσείς τώρα γράφετε τραγούδια;

    «Ε, γράφω και εγώ, αλλά σήμερα εν πάση περιπτώσει θέλει ένα καινούργιο είδος, απ' αυτά τα σημερινά. Για μένα είναι δύσκολο να το κάνω».

    - Υπάρχει ένα τραγούδι απ' τα καινούργια που να σας έχει αρέσει;

    «Μου είχε αρέσει ένα τραγούδι που είχε πει ο Κότσιρας κάποτε, "Στο τσιγάρο που κρατώ". Αυτό έχει μια μελωδία και ένα νόημα μεγάλο. Το 'χει ντύσει με ωραία μελωδία μια κυρία που είναι μουσικός, έχει ζωγραφίσει τον στίχο και είναι μία η άλλη. Μεγάλο το τραγούδι αυτό. Αυτό άλλωστε ανέβασε και τον Κότσιρα. Από 'κεί και πέρα δεν έχει κανένα μεγάλο τραγούδι ούτε το μισό δεν έχει ακόμα βρεθεί - φαντάσου πόσο ωραίο ήταν...».

    - Σας ευχαριστώ πολύ.

    «Κι εγώ σ' ευχαριστώ».


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 20:54
    ''Γρηγόρης Μπιθικώτσης''

    Δεν τον επέβαλαν οι εταιρείες. Επιβλήθηκε με το σπαθί του και τον καταξίωσε ο Μίκης και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αγκαλιάστηκε από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από το λαό και από το Κολωνάκι. Επί χούντας, έφτασε να γίνει ο «σερ Μπιθί», αλλά ο λαός τον συγχώρησε γιατί η προσφορά του ήταν πολύ μεγαλύτερη από τις πολιτικές και καλλιτεχνικές υποχωρήσεις του στα χρόνια της δικτατορίας.

    Ένα άρθρο της Μαριάννας Τζιατζή

    Για λίγα πράγματα μπορούμε πια σήμερα να χρησιμοποιήσουμε την κτητική αντωνυμία «μας» αντί για το «τους»: Ο Καλατράβα «τους», οι Ολυμπιακοί Αγώνες «τους», τα γιαούρτια «τους», τα κανάλια «τους», ο πόλεμός «τους». Όταν όμως φτάνουμε στα τραγούδια του Γρηγόρη Μπιθικώτση, το «μας» ανεβαίνει αυθόρμητα στα χείλη. Πώς να μη τα νιώθουμε δικά «μας»;

    Ο Μπιθικώτσης είναι ένας από τους καλλιτέχνες που τον αγκάλιασαν όλες οι τάξεις, και η εργατική και η μικροαστική, και ο λαός και το Κολωνάκι, χωρίς όμως να είναι γεφυροποιός, χωρίς να προσπαθεί να συμφιλιώσει το λαϊκό τραγούδι με το ελαφρό, τη ρεμπέτικη παράδοση με το «πιάνο και τα γαλλικά». Ενώ ο Στράτος Διονυσίου, μια σπουδαία λαϊκή φωνή, συμβόλιζε τον οικοδόμο που έγινε εργολάβος με Μπε Εμ Βε, ο Μπιθικώτσης σε όλη του τη ζωή είχε το σουλούπι του μετακατοχικού Έλληνα που ζωγράφιζε ο Μποστ, ανέπνεε λαϊκή χάρη και ελαφράδα.

    Ένας τυχερός άνθρωπος, ένας τυχερός καλλιτέχνης. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε έναν 25χρονο νέο που το 1947, στη Μακρόνησο, αντάμωσε τον Μίκη Θεοδωράκη που μαγεύτηκε από τη φωνή του; http://www.anatolikos.com/peri-mousikis/afieroma240105.htm Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσουμε έναν άντρα που στα 40 του τραγούδησε στίχους του Ρίτσου, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Χριστοδούλου, του Λειβαδίτη και που τα τραγούδια του γίνονταν κτήμα όλου του λαού; Και κυρίως, που τα τραγούδια αυτά ήταν το σήμα κατατεθέν ενός άλλου πολιτισμού ή, έστω, μιας ρωμαλέας απόπειρας για έναν άλλον πολιτισμό;

    Τον Μπιθικώτση δεν τον επέβαλαν οι δισκογραφικές εταιρείες, όπως συχνά συμβαίνει σήμερα με διάφορα αστέρια του καψουρο-έντεχνου ή λαϊκο-ποπ τραγουδιού. Επιβλήθηκε με το σπαθί του. Τον καταξίωσαν (ας μην πούμε την άχαρη λέξη «επέβαλαν») ο Μίκης Θεοδωράκης και άλλοι σπουδαίοι συνθέτες. Εξάλλου, ήταν η εποχή που οι άνθρωποι έλεγαν ο «Καημός» του Θεοδωράκη ή το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Χατζιδάκι – και όχι ο «Καημός» του Ρέμου.

    Κάποιοι επισημαίνουν ότι ο Γρ. Μπιθικώτσης ήταν ένα λαϊκό παιδί που δεν ήξερε πολλά γράμματα και «δεν καταλάβαινε» το τι τραγουδούσε, αν και κανένας άλλος τραγουδιστής, όσα γράμματα και αν ήξερε, όσα ωδεία και αν είχε τελειώσει, δεν θα μπορούσε να ερμηνεύσει τα ίδια τραγούδια τόσο όμορφα όσο εκείνος. Μήπως όλοι όσοι άκουγαν με λατρεία και με περίσκεψη εκείνα τα μεγάλα έργα ήταν προφέσορες; Ο Μπιθικώτσης διέθετε και ευφυΐα και ευαισθησία και επιπλέον είχε πλάι του μεγάλους δασκάλους. Η αυτοβιογραφία του (Εγώ, ο Σερ, εκδ. Κοχλίας), που την επιμελήθηκε ο Πάνος Γεραμάνης, δείχνει ότι το «μεγαλείο του ανδρός», κάθε ανδρός, δεν είναι ανεξάρτητο από το ήθος της εποχής του.

    Στην εποχή της δικτατορίας, όταν τα τραγούδια του Θεοδωράκη βρίσκονταν υπό διωγμό, η καριέρα του Μπιθικώτση συνεχίστηκε. Πολλοί δίσκοι του, ανάμεσά τους και δικές του συνθέσεις, γνώρισαν μεγάλη εμπορική επιτυχία. Για μια επταετία, ο «τραγουδιστής της Ρωμιοσύνης» επισήμως ξεχάστηκε και έμεινε μόνο ο «Σερ Μπιθί». Ο λαός όμως και τον συγχώρεσε και δεν έπαψε να τον αγαπά, αφού αυτό που είχε προσφέρει ο Μπιθικώτσης στο ελληνικό τραγούδι βαραίνει πολύ περισσότερο από την όποια καλλιτεχνική ή πολιτική του υποχώρηση στα χρόνια της δικτατορίας.

    Ο Μπιθικώτσης θα συμβολίζει για πάντα μια ευτυχισμένη περίοδο του λαϊκού τραγουδιού, γι’ αυτό κι εμείς, όπως όλος ο λαός, τον αποχαιρετάμε με αγάπη, με την ελπίδα ότι θα βρεθούν οι δημιουργοί και οι καινούργιοι Μπιθικώτσηδες που θα τραγουδήσουν τα περιγιάλια, τους ξανθούς Απρίληδες και τα περβόλια της δικής μας εποχής.


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:02
    Ένα άρθρο του Πάνου Γεραμάνη για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση με αφορμή τον θάνατό του τελευταίου.

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης πέρασε πλέον στην ιστορία του μουσικού μας πολιτισμού. Το παράπονο της ψυχής που έβγαινε από τις χορδές της κιθάρας και του μπουζουκιού, που έπαιζε από μικρός, «έδεσε» απόλυτα με τη δωρική φωνή του που τραγούδησε από τη «Φραγκοσυριανή» μέχρι τον «Επιτάφιο» και τα «Επιφάνια» και από το «Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Άξιον Εστί».

    Επί είκοσι χρόνια (1950-1970) ο Μπιθικώτσης υπήρξε λαϊκός καλλιτέχνης που κυριάρχησε στη μουσική σκηνή της χώρας μας ως μουσικός δημιουργός και ερμηνευτής. H πρώτη συνεργασία του με τον Μίκη Θεοδωράκη στην τρομερή ερμηνεία του «Επιταφίου» του Ρίτσου έφερε τη μεγάλη ανατροπή στο ελληνικό τραγούδι, καθιέρωσε τον Μπιθικώτση ως το πρόσωπο της εποχής και του άνοιξε τον δρόμο για να περάσει από τη Ζούγκλα της Πλατείας Βάθη, το Ροσινιόλ των Σεπολίων και τον Κήπο του Αλλάχ στο Αιγάλεω στη σκηνή των θεάτρων Κεντρικόν, Καλουτά και Ρεξ και αργότερα στον ναό της τέχνης, στο Ηρώδειο.

    Ήταν οι μεγάλες στιγμές που ζούσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και μαζί του ένας λαός και μια νεολαία, του 1960-1966, που συμμετείχε στην πιο δημιουργική, ίσως, περίοδο της ελληνικής μουσικής πραγματικότητας.

    Σ' αυτές τις αξέχαστες ημέρες και νύχτες, που ο Μπιθικώτσης κερδίζει όλο και περισσότερους θαυμαστές, ο χρονογράφος της εφημερίδας «TA NEA» Δημήτρης Ψαθάς αφιερώνει - από την καθημερινή πρωτοσέλιδη στήλη του «Εύθυμα και Σοβαρά» - ένα άρθρο στον Γρηγόρη Μπιθικώτση και του απονέμει τον τίτλο «Σερ Μπιθί». Την εποχή εκείνη, η δημοτικότητα του Μπιθικώτση είχε φθάσει στα ύψη. Ο Μπιθικώτσης βγήκε στη ζωή και το τραγούδι σε μια περίοδο μεγάτη φλέγοντα προβλήματα και κοινωνικοπολιτικά γεγονότα. Κατάγεται από την Κάρυστο Ευβοίας, αλλά τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στο Περιστέρι, όπου γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1922. Εκεί έκανε τα πρώτα του βήματα και μόλις τέλειωσε το δημοτικό σχολείο πήγε να μάθει την τέχνη του υδραυλικού και, παράλληλα, ασκούνταν πάνω στις χορδές της κιθάρας του μεγαλύτερου αδελφού του Χρήστου και σιγά σιγά άρχισε να παίζει κάποιες νότες. H μελωδία είχε γεννηθεί μέσα του.

    Οι γονείς του ήθελαν να συνεχίσει τις σπουδές του, να πάει στο γυμνάσιο. Ο νεαρός Γρηγόρης, όμως, πάντα έβρισκε την ευκαιρία να ξεφεύγει και να παίζει κιθάρα, κυρίως αργότερα, στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Μετά την απελευθέρωση, από την κιθάρα πέρασε στο μπουζούκι και τραγουδούσε ερασιτεχνικά τα μοντέρνα τραγούδια της εποχής μαζί με τον αειθαλή τροβαδούρο Φώτη Πολυμέρη και τον αξέχαστο Γιώργο Κεφαλά, που αργότερα - μαζί με τον Σ. Ζαφειρίου και τον Γ. Δημάκη - δημιούργησε το περίφημο «Τρίο Κιτάρα».

    Το μεγάλο του όνειρο να συνεργαστεί με τον Μάρκο Βαμβακάρη γίνεται πραγματικότητα το 1949, όταν εκείνος μαζί με τη Σούλα Καλφοπούλου τραγουδούν σε δίσκο το πρώτο τραγούδι του Μπιθικώτση (σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη) «Το καντήλι τρεμοσβήνει». Ήταν ένα τραγούδι που μιλούσε για τον Εμφύλιο, τον οποίο έζησε έντονα και όχι τόσο ευχάριστα ο Γρηγόρης, αφού βρέθηκε κι αυτός στο κολαστήριο της Μακρονήσου, όπου έκανε και την πρώτη του γνωριμία με τον Μίκη Θεοδωράκη. Μετά το πρώτο του τραγούδι που έγινε επιτυχία, ο Μπιθικώτσης έγραψε και άλλα: «Άπονε τύραννε» με τη Ρένα Ντάλια, «Χαράματα θα φύγω» με τη Γιώτα Λύδια, «Απόψε ονειρεύτηκα» με την Καίτη Γκρέυ και τον νεαρό τότε Στέλιο Καζαντζίδη. Ο Μπιθικώτσης έγραφε τραγούδια που τραγουδούσαν άλλοι και έπαιζε μπουζούκι, αλλά ο ίδιος δεν τραγουδούσε. Εμφανιζόταν όμως στα κέντρα με δική του ορχήστρα και με τον φίλο του Νίκο Καρανικόλα. Στη Ζούγκλα της οδού Φαβιέρου (πλατεία Βάθη), στο Ροσινιόλ (Τρεις Γέφυρες - Σεπόλια) και στο Αμπρί της Πλατείας Κάνιγγος. Το 1951-1952, άρχισε να τραγουδά και σε δίσκους. Πρώτο του τραγούδι «Το τρελοκόριτσο» σε στίχους Γιάννη Παπαδόπουλου. H μεγάλη επιτυχία του, που τον καθιέρωσε ως μεγάλο ερμηνευτή, ήταν το θρυλικό «Γαρίφαλο στ' αυτί» του Μάνου Χατζιδάκι, το 1956, από τη γνωστή ταινία «Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο». Στη συνέχεια τραγούδησε επιτυχίες των Τσιτσάνη, Χιώτη, Μπακάλη, Δερβενιώτη, Παπαϊωάννου, Καλδάρα και άλλων γνωστών δημιουργών της εποχής 1950-1960. Το 1959 γράφει το «Φεγγάρι χλωμό», που το τραγουδά ο Μανόλης Αγγελόπουλος και γίνεται μια από τις επιτυχίες της εποχής. Εκείνη την περίοδο αρχίζει η μεγάλη πορεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση προς την κορυφή. Αρχή της συνεργασίας με τον Μίκη Θεοδωράκη «Ο Επιτάφιος» και αμέσως μετά τα τραγούδια του Μίκη (σε ποίηση Λειβαδίτη, Χριστοδούλου, Γιάννη Θεοδωράκη) από το «Αρχιπέλαγος», την «Πολιτεία», «Το τραγούδι του Νεκρού Αδελφού», «Επιφάνεια», σε ποίηση Γιώργου Σεφέρη, «Χρυσοπράσινο φύλλο».

    Παράλληλα με τις συνεχείς επιτυχίες του σε έργα του Θεοδωράκη, ο Μπιθικώτσης τραγουδάει Χατζιδάκι («Είμαι αητός χωρίς φτερά», «H κυρά») και Ξαρχάκο στις καταπληκτικές ερμηνείες του (με τη Ρία Κούρτη) «Άπονη ζωή» και «Φτωχολογιά» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου, το 1964. Την ίδια εξαετία (1960-'66) διαπρέπει και σε ερμηνείες των κλασικών τού λαϊκού και του ρεμπέτικου και ηχογραφεί, με προτροπή και επιθυμία τών Βαμβακάρη, Χατζηχρήστου, Τσιτσάνη, Χιώτη, Μητσάκη, Καλδάρα, Λαύκα, Δερβενιώτη, Μπακάλη και άλλων, τις μεγάλες τους επιτυχίες: «Φραγκοσυριανή», «Κάβουρας», «Τα ματόκλαδά σου λάμπουν», «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «H άμαξα μες στη βροχή», «Στον Πειραιά συννέφιασε». Νέος σταθμός στη λαμπρή πορεία του, η συναυλία με τον Σταύρο Ξαρχάκο στο Θέατρο Ρεξ λίγες ημέρες πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών και οι μεγάλες επιτυχίες του σε τραγούδια του Άκη Πάνου: «Ρολόι κομπολόι», «Όταν σημάνει η ώρα», «Θα κλείσω τα μάτια».

    Στο διάστημα που έλειψε ο Μίκης Θεοδωράκης (1967-74), ο Μπιθικώτσης έκανε πολύ μεγάλες επιτυχίες ως συνθέτης και τραγουδιστής: «Επίσημη αγαπημένη», «Το μεσημέρι καίει το μέτωπό σου», ενώ ιστορικά έχουν μείνει τα τραγούδια του, σε συνεργασία με τον κουμπάρο του και μεγάλο λαϊκό στιχουργό Κώστα Βίρβο, «Ένα αμάξι με δυο άλογα», «Στου Μπελαμή το ουζερί», «Ο κυρ Θάνος», «Στην ψησταριά του Ζήση». Ταυτόχρονα με τους δίσκους εργάστηκε σε κέντρα, όπως Δειλινά, Νεράιδα, Περιβόλι τ' ουρανού, ενώ έδωσε συναυλίες σε μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού (Κύπρο, Αμερική, Καναδά, Αυστραλία, Γερμανία), όπου αποθεώθηκε και τιμήθηκε σε ειδικές εκδηλώσεις. Τα τελευταία χρόνια, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης εξακολουθούσε να μετέχει στο τραγούδι με νεανικό σφρίγος και μάλιστα με τρόπο που εντυπωσιάζει, δίνοντας συναυλίες επικεφαλής λαϊκής ορχήστρας. Τραγουδούσε τα μεγάλα παλιά τραγούδια του που αχόρταγα ζητά ο κόσμος στη σημερινή, άχαρη και φτηνιάρικη εποχή, όπου η λαϊκή γνήσια μουσική εμπνέει, ψυχαγωγεί, παραμερίζει και διαλύει τα υποπροϊόντα και τα μουσικά σκουπίδια του αδηφάγου και αμαρτωλού μάρκετινγκ και της ψυχρής και απρόσωπης νέας τεχνολογίας.

    Σε λαϊκό προσκύνημα θα εκτεθεί από το Σάββατο το πρωί η σορός του Γρηγόρη Μπιθικώτση, στο παρεκκλήσι του Αγίου Ελευθερίου στη Μητρόπολη Αθηνών. H νεκρώσιμος ακολουθία θα ψαλεί τη Δευτέρα στις 15.00 στον ιερό ναό της Μητρόπολης Αθηνών και η κηδεία θα γίνει με δαπάνη του υπουργείου Πολιτισμού στο A' Νεκροταφείο Αθηνών.


    ''Ο υδραυλικός που ξενυχτούσε για τον Μάρκο Βαμβακάρη''

    Από τις μαύρες μέρες της Κατοχής, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θυμόταν - όπως μου είχε εκμυστηρευτεί το 1973 - ότι έβρισκε την ευκαιρία να παίζει και να τραγουδά. Αυτό τον βοήθησε να μη νιώσει την πείνα, γιατί πήγαιναν οι μαυραγορίτες στο Περιστέρι να τον ακούσουν και τον πλήρωναν. Είχε μεγάλη αδυναμία στα τραγούδια του Μάρκου Βαμβακάρη, που τα άκουγε κάποιες φορές από δίσκους γραμμοφώνου που έπαιζαν μαγαζιά της γειτονιάς του. Μαθητευόμενος υδραυλικός, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης έμαθε ότι ο Μάρκος με το συγκρότημά του παίζει και τραγουδά στην ταβέρνα του «Ηπειρώτη» στο Περιστέρι. Το 'σκαγε από το σπίτι του και πήγαινε έξω από το μαγαζί και καθόταν μέχρι αργά για ν' ακούσει τον Βαμβακάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή, τον Απόστολο Χατζηχρήστο και τον νεαρό τότε Μανώλη Χιώτη, που ήταν μαζί τους. H επιμονή του νεαρού Γρηγόρη να μάθει μπουζούκι και, σιγά σιγά, να εξελιχθεί σε έναν καλό σολίστα τον έφεραν γρήγορα στο πάλκο του λαϊκού τραγουδιού και παράλληλα στη σύνθεση, ώστε να γράφει δικά του τραγούδια.

    «Χάθηκα μέσα στη "Ρωμιοσύνη"»

    Σταθμός στην πορεία του Μπιθικώτση ήταν η ερμηνεία του «Άξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη και κορυφαία στιγμή της ζωής και της καριέρας του, όπως έλεγε ο ίδιος, η ερμηνεία του στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου «Ρωμιοσύνη». Κατά τον Μπιθικώτση, το «Άξιον Εστί» και η «Ρωμιοσύνη» είναι πολύ σημαντικά έργα, με δική του ομορφιά και σημασία το καθένα. Και θυμόταν έντονα εκείνο το συγκλονιστικό βράδυ της παρουσίασης σε πρώτη εκτέλεση του «Άξιον Εστί» στο Θέατρο Κοτοπούλη - Ρεξ (της οδού Πανεπιστημίου) τη Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 1964.

    Συγκίνηση, ενθουσιασμός, αποθέωση, αλλά και έκπληξη από ένα πρωτόγνωρο - για τα ελληνικά δεδομένα - έργο, στο οποίο ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ήταν ο βασικός σολίστ (λαϊκός τραγουδιστής) που ερμήνευσε τα κομμάτια: «Ένα το χελιδόνι», «Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ», «Της αγάπης αίματα», «Ανοίγω το στόμα μου». Συμμετείχαν ο Μάνος Κατράκης (ως αναγνώστης - αφηγητής), ο Θόδωρος Δημήτριεφ (ψάλτης), η Μεικτή Ορχήστρα Αθηνών και η Χορωδία της Θάλειας Βυζαντίου (Στ' Γυμνασίου Θηλέων Αθηνών). Μια μοναδική παράσταση, που δεν πρόκειται να σβήσει από τη μνήμη όχι μόνο του Θεοδωράκη, του Μπιθικώτση και των άλλων πρωταγωνιστών, αλλά όλων των Ελλήνων, γιατί αποτέλεσε μια μεγάλη στροφή στον ελληνικό πολιτισμό.

    «Από τα έργα του Θεοδωράκη, εκείνο που με δυσκόλεψε πάρα πολύ και το θεωρώ από τα μεγαλύτερα είναι η "Ρωμιοσύνη" του Γιάννη Ρίτσου. Σ' αυτό το έργο χάθηκα. Έκανα πρόβα δυόμισι μήνες για να μπω στο νόημα της μελωδίας και του στίχου. Τότε βρήκα τον αληθινό μου εαυτό. Ήταν αυτό που με γέμισε. Ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας μου και της ζωής μου», μου έλεγε ο Μπιθικώτσης σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη τον Ιανουάριο του 1990: «Τα εννέα τραγούδια της "Ρωμιοσύνης" είχαν μια μελωδία που δεν την έπιανε το μυαλό μου. Μελωδία τρομερή, ασύλληπτη. Ο Θεοδωράκης στις πρώτες πρόβες μού έλεγε: "Λίγο αν προσέξεις στις πρόβες, θα τα καταφέρεις, Γρηγόρη. Το έργο αυτό απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες. Μιλάει για το τι έχει τραβήξει η Ελλάδα. Τότε που κόβανε στο γόνατο το κριθαρένιο τους καρβέλι, που μπαίνανε στα σίδερα και στη φωτιά, που γέμιζαν τα κανόνια μόνο με την καρδιά τους". Και πάνω σ' αυτή τη φοβερή ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο Μίκης έχει γράψει μουσική για 100-200 χρόνια μπροστά. Σου το λέω υπεύθυνα εγώ, ο Γρηγόρης, που τραγούδησα τη "Ρωμιοσύνη"».



    Μας «χάρισε» Πάνου και Μοσχολιού
    Με τη σύνθεση του Μπιθικώτση «Πήρα τη στράτα την κακιά» έκανε τον πρώτο της δίσκο (και την πρώτη επιτυχία της) η Πόλυ Πάνου, σε ηλικία 12 ετών, όταν την έφερε από την Πάτρα στην Αθήνα και τη βοήθησε στα πρώτα της βήματα ο Γρηγόρης.

    H ανάδειξη της Πόλυς Πάνου σε μια τόσο δύσκολη εποχή για τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού και για την κοινωνική ζωή γενικότερα δείχνει ότι υπήρξε αξιοκρατία και ότι καλλιτέχνες σαν τον Γρηγόρη Μπιθικώτση ήταν μεγαλόκαρδοι. Το απέδειξε έμπρακτα ο Γρηγόρης, όταν διέκρινε τις ικανότητες ενός 12χρονου κοριτσιού και έκανε το παν να της δώσει όλες τις ευκαιρίες για να προχωρήσει, πράγμα που έγινε και τον δικαίωσε. H συγκεκριμένη πράξη, λοιπόν, του Γρηγόρη Μπιθικώτση (η προώθηση και ανάδειξη της Πόλυς Πάνου) φανερώνει τις αξίες και τα ιδανικά που είχαν τότε (1950-1960) οι άνθρωποι που γεννήθηκαν μέσα από το λαϊκό τραγούδι και το στήριξαν, παρά τις μεγάλες δυσκολίες που συνάντησαν.

    Αργότερα, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στάθηκε στο πλευρό και άλλων τραγουδιστών που πραγματοποίησαν τις πρώτες τους εμφανίσεις στο πάλκο. H Βίκυ Μοσχολιού ήταν μία από τις μεγάλες ερμηνεύτριες που τη βοήθησε ουσιαστικά στα πρώτα της βήματα στα κέντρα ο Μπιθικώτσης, με τον οποίο είχε μια πολύ θετική συνεργασία όταν εμφανίστηκαν μαζί στην Τριάνα, τα Δειλινά, αλλά και στο στούντιο.


    Οι σταθμοί της ζωής του
    1922: Γεννήθηκε στο Περιστέρι

    1949: Ο Μάρκος Βαμβακάρης ερμηνεύει το τραγούδι του «Το καντήλι τρεμοσβήνει»

    1951: Βγαίνει στη δισκογραφία

    1955: «Το τρελοκόριτσο», πρώτη μεγάλη συνθετική και ερμηνευτική επιτυχία

    1956: Καθιερώνεται ως ερμηνευτής με το «Γαρίφαλο στ' αυτί»

    1959: «Ο Επιτάφιος» και η αρχή της συνεργασίας του με τον Μίκη Θεοδωράκη

    1963: Ηχογραφεί το «Άπονη ζωή» και «Φτωχολογιά»

    1964: H παράσταση-σταθμός στο «Κοτοπούλη-Ρεξ», με την πρώτη εκτέλεση του «Άξιον Εστί»

    1966: Ηχογραφεί τη «Ρωμιοσύνη» του Ρίτσου, όπου ξεπερνάει - όπως έλεγε - τον εαυτό του

    1968: Ηχογραφεί την «Επίσημη αγαπημένη»

    1984: Μεγάλη τιμητική συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο






    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:03
    ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
    Μισός αιώνας τραγούδι και ελληνική ιστορία

    «Αυτή είναι η ζωή μου. Αυτόν τον δρόμο ακολούθησα εγώ. Τον δημιουργικό». Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης θυμάται και εξιστορεί. Και τούτη η αφήγηση γίνεται βιβλίο. «Εγώ, ο Σερ...» ο τίτλος (Εκδόσεις Κοχλίας), με επιμέλεια - σχολιασμό του δημοσιογράφου Πάνου Γεραμάνη. «ΤΑ ΝΕΑ» προδημοσιεύουν αποσπάσματα από το βιβλίο που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες. Με την ιστορία ενός Σερ, που η φωνή του «δέθηκε» με τη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας

    ΧΑΡΗ ΠΟΝΤΙΔΑ

    «Κύριε Μπιθικώτση, γιατί δεν γράφετε την ιστορία σας»; Χρόνια τώρα, γνωστοί και φίλοι τού ζητούσαν να γράψει τη ζωή του κι εκείνος αντιδρούσε. Έλεγε πάντα όχι. Δεν του περνούσε απ' το μυαλό να κάνει τη ζωή του βιβλίο. Όμως, πριν από λίγο καιρό άλλαξε γνώμη - ευτυχώς. Φοβήθηκε, λέει. Φοβήθηκε, επειδή όσα βιβλία διάβασε ανθρώπων που είχε γνωρίσει από κοντά, ήταν γεμάτα λάθη. «Έτσι θα γίνει και σε μένα», έλεγε στον εαυτό του κι αυτό ήταν αρκετό για να καμφθούν οι επιφυλάξεις του και να φτιάξει ο ίδιος το βιβλίο της ζωής του (με τη βοήθεια του δημοσιογράφου Πάνου Γεραμάνη).

    Γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και με τη ζωντάνια της προφορικής αφήγησης, ξετυλίγει ένα ένα τα κεφάλαια της ζωής του από παιδί, σε μια φτωχογειτονιά του Περιστερίου, μέχρι σήμερα, χωρίς όμως να τοποθετεί την σκέψη του σε χρονολογική σειρά. Γεγονότα, απόψεις, αναμνήσεις ξεπηδούν αυθόρμητα μέσα από έναν λόγο τόσο ζωντανό, που νομίζεις ότι έχεις τον Μπιθικώτση απέναντί σου να σου μιλάει.

    «Αυτή είναι η ζωή μου», διαβάζεις στη σελίδα 181. «Αυτόν τον δρόμο ακολούθησα εγώ. Τον δημιουργικό. Τόσο απλά είναι. Όλα γίνονται με το διάβασμα. Όταν είσαι επιμελής και διαβάζεις, είναι σίγουρο ότι θα φτάσεις κάπου, στη δική σου Ιθάκη. Στην περίπτωση που δεν κάνεις αυτό που πρέπει και αφήσεις τον χρόνο να περάσει, έρχεται κάποια στιγμή και λες στον εαυτό σου "στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα". Εγώ που σας λέω αυτά τα λόγια θυμάμαι πολύ καλά ότι από εφτά χρόνων έπαιζα στην κιθάρα του αδελφού μου Χρήστου, στο σπίτι μου στο Περιστέρι».

    Ένα παιδί γεννημένο το 1922 σε μια φτωχογειτονιά της Αθήνας. Πρωτότοκος ήταν ο Χρήστος και ακολουθούσαν η Κοντιλιώ, ο Γιώργος, ο Κώστας και τελευταίος ο Γρηγόρης. Φτωχή οικογένεια, πάλευαν να τα βγάλουν πέρα. Μέσα στη θύελλα του '40 τα αδέλφια του έφυγαν για το Μέτωπο, στην Αλβανία. Εκείνος έπιασε για πρώτη φορά το μπουζούκι και από τότε έγινε ένα με τα δάκτυλά του. Η πρώτη του δουλειά στα χρόνια της Κατοχής, σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του (μαζί με τον Μήτσο Ρεπάνη, αδελφό του Αντώνη), το πρώτο του τραγούδι (σε στίχους Χαράλαμπου Βασιλειάδη) στη Μακρόνησο. Αυτή θα ήταν και η αρχή μιας καριέρας που θα διαρκούσε πάνω από 50 χρόνια και θα συνδεόταν με τη νεώτερη Ιστορία της Ελλάδας.

    Γρηγόρης Μπιθικώτσης, η «δωρική» φωνή που αγκάλιασε τη μεταπολεμική Ελλάδα, που έδωσε το δικό της βάρος και τη δική της λαϊκότητα στα μεγάλα έργα του Θεοδωράκη, που έγινε (τελικά) ο πιο αποτελεσματικός καταλύτης στο να φτάσουν οι στίχοι του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου στις πιο απόμερες γωνιές της Ελλάδας.

    Θετικός, μετρημένος, άνθρωπος που ξέρει να κρατάει τις ισορροπίες βάδισε (και βαδίζει) με αξιοπρέπεια στον δρόμο του σαν ένας πραγματικός «σερ» - ελληνικού χαρακτήρα. Το βιβλίο, εκτός από τον ίδιο, φωτίζει και την εποχή του: πρόσωπα του τραγουδιού και του κινηματογράφου, στέκια της εποχής, νέα ταλέντα (που εξελίχθηκαν σε σταρ), όλα αυτά σε πρώτο ενικό μέσα από τα μάτια του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Σ' αυτά όμως, έχει βάλει το μαγικό του χέρι και ο Πάνος Γεραμάνης που επιμελήθηκε το βιβλίο αντλώντας από το πλούσιο αρχείο του. Αποσπάσματα συνεντεύξεων, δημοσιεύματα εφημερίδων, σχόλια δικά του, δίνουν μια πιο σφαιρική άποψη στον αναγνώστη.

    Το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, η πλήρης καταγραφή των τραγουδιών που έχει ερμηνεύσει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης (με ημερομηνία, στιχουργό και συνθέτη) και το cd, με 12 κλασικά τραγούδια του, είναι τα επιπλέον ατού του βιβλίου.

    «Τα μαρτύρια που τραβήξαμε δεν λέγονται»

    Μακρόνησος 1947. Η σκιά της τραγικής περιόδου της Κατοχής είναι ακόμη νωπή, αλλά για τον νεαρό Γρηγόρη, που εκτοπίζεται μαζί με εκατοντάδες άλλους Έλληνες στη Μακρόνησο, το μαρτύριο της εξορίας γίνεται πιο ανεκτό, επειδή δηλώνει ότι είναι μουσικός.

    Στη Μακρόνησο, άλλωστε, έγραψε τα πρώτα του τραγούδια. «Με τις πολλές ώρες που περνούσα στις πρόβες δεν είχα καταλάβει ακόμα πού βρισκόμουν», λέει. «Σιγά σιγά όμως άρχισα να μπαίνω στα πράγματα. Εκεί υπήρχαν άνθρωποι μορφωμένοι απ' όλη την Ελλάδα. Δηλαδή, μας είχαν πάει όλους για αριστερούς. Τα μαρτύρια που τραβήξαμε δεν λέγονται. Όλη μέρα κουβαλάγαμε πέτρες. Άλλοι χτίζανε, άλλοι ζωγράφιζαν. Εκεί, για μένα, ήταν το μεγαλύτερο σχολείο της ζωής μου. Όλοι διάβαζαν, αλλά εγώ είχα πάλι ευκαιρία, γιατί τα βράδια έπαιζα στη Λέσχη (αξιωματικών) και τα μεσημέρια, μετά το φαγητό, ήμουν ελεύθερος. Διάβαζα πάρα πολύ. Γι' αυτό τραγούδησα και τους ποιητές μας τόσο ωραία με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, ύστερα από χρόνια».

    Να πώς περιγράφει την πρώτη του συνάντηση με τον Μίκη: «Στη Μακρόνησο, έκανα κάποια μέρα πρόβα με την ορχήστρα μου στο τραγούδι του Μητσάκη "Το φανταράκι" και κάπου ήθελα ένα ακόρντο. Τους είπα: "Εδώ, φα". Και πετάγεται ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο μ' ένα βιβλίο στο χέρι και λέει: "Φα, πάει καλύτερα". Και τον ρωτώ: "Τι δουλειά κάνεις εσύ, ρε φίλε; Με τι ασχολείσαι;". Και μου απαντά: "Σπουδάζω μουσική". Αυτό το παιδί ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης... Ήταν η πρώτη μας συνάντηση και επαφή στη Μακρόνησο. Πού να φανταζόμουν, εκείνη τη στιγμή, τι ρόλο θα έπαιζε στη ζωή μου, στη μουσική της Ελλάδας, αλλά και στην παγκόσμια μουσική σκηνή αυτό το παλικάρι, που το είδα μ' ένα βιβλίο στα χέρια, ξαπλωμένο, να διαβάζει».

    Ράκος από το τρακ στο «Κεντρικόν»

    Μπαίνουμε στο 1961 και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης είναι πλέον ένα όνομα στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, ένας έμπειρος ερμηνευτής και ένας καλός συνθέτης με κάμποσες επιτυχίες στην πλάτη του. Έχει δουλέψει σε γνωστά μαγαζιά της νύχτας, έχει ηχογραφήσει δίσκους, έχει μετρήσει ώρες στα λαϊκά πάλκα της εποχής. Όμως ο «Επιτάφιος» του Μίκη είναι ένα έργο ξεχωριστό, ένα έργο για το οποίο «οι εφημερίδες έγραφαν ατέλειωτα κείμενα, το ραδιόφωνο δεν σταματούσε να το διαφημίζει» και η πελατεία στο «Κέντρον ο Ζήρος» (όπου τραγουδούσε τότε ο Μπιθικώτσης) ηυξάνετο και επληθύνετο από ανθρώπους που τους έβλεπε για πρώτη φορά στο μαγαζί.

    Άλλο μαγαζί όμως, άλλο συναυλία, όπου το κοινό αποτελείται από μέλη της κυβέρνησης, από ανθρώπους της πολιτικής, διανοούμενους, καλλιτέχνες.

    Όταν κάποια στιγμή ο Μίκης Θεοδωράκης τού πρότεινε να δώσουν μια συναυλία το θέατρο «Κεντρικόν», στην Πλατεία Κολοκοτρώνη, μαζί με τον Μανώλη Χιώτη, τον Καζαντζίδη, τη Μαρινέλλα και τη Μαίρη Λίντα, με μεγάλη ορχήστρα, αισθάνθηκε για πρώτη φορά, ίσως, αδύναμος να αντεπεξέλθει.

    «Αρχίζει η συναυλία. Παίζει ένα σόλο ο Χιώτης με την Κρατική Ορχήστρα που διηύθυνε ο Θεοδωράκης. Έπαιξε τη "Μαργαρίτα Μαργαρώ". Σόλο μπουζούκι με την ορχήστρα ο Μανώλης Χιώτης. Όταν τελείωσε αυτό, έπεσε πολύ χειροκρότημα, γιατί ο κόσμος ήταν πάρα πολύς (....). Εγώ ψάχνω να βρω τον Καζαντζίδη και τον ανακαλύπτω να κάθεται κάτω από τη σκηνή. "Γιατί είσαι εδώ, Στέλιο; " τον ρωτώ. "Για να ακούω καλύτερα", μου απαντάει. Του ξαναλέω: "Φάλτσο δεν έπαιξε λιγάκι ο Χιώτης τη "Μαργαρίτα"; Ναι" μου λέει "δεν βαριέσαι... Χιώτης είναι αυτός". Τον είδα τον Στέλιο κάπως τρακαρισμένο και του λέω: "Τι έχεις; Τρακ;". Μου λέει: "Όxι. Γιατί, εσύ έχεις τρακ;". Του λέω: "Ναι, ρε γαμώτο. Δεν θέλω να τραγουδήσω" (....).

    Και ύστερα η δική μου σειρά. Έπρεπε να βγω να τραγουδήσω, αλλά ένιωθα ράκος. Είχα πάθει μεγάλο τρακ. Βγήκα έξω και άρχισαν να μου ρίχνουνε λουλούδια, που τα είχαν κάτω από τα καθίσματα του θεάτρου. Τα λουλούδια, εκείνη τη στιγμή, ήταν κάτι εντελώς καινούργιο για τα δεδομένα της λαϊκής μουσικής με τον Μίκη Θοεδωράκη. Σκέφτηκα ότι έπρεπε να πω και το "Είμαι αητός χωρίς φτερά" του Χατζιδάκι. Και άρχισαν πάλι να μου πετούν λουλούδια. Με πλημμύρισαν μέχρι τον λαιμό. Γέμισαν όλη τη σκηνή και την ορχήστρα με λουλούδια. Είχα μεγάλη χαρά εκείνη την ώρα. Μέχρι να μαζέψουν τα λουλούδια, εγώ ετοιμαζόμουν να ξεκινήσω. Κι άρχισα να τραγουδάω. Ο Μίκης σηκώνει τα χέρια ψηλά κι εγώ έβγαλα τα πρώτα λόγια απ' το "Ροδόσταμο".

    Η ορχήστρα παίζει. Έχει δώσει σήμα ο Μίκης κουνώντας τα χέρια του: πουμ, παμ, πουμ, παμ. Εγώ δεν μπαίνω στο τραγούδι. Κάποια φορά μπαίνω και λέω: "Στον α...". Σταμάτησα. Έχασα τα λόγια μου και λέω: "Με συγχωρείτε, έχω τρακ, δεν μπορώ να συνεχίσω". Χειροκροτήματα, κακό. Ιδρωμένος γύρισα πίσω στο καμαρίνι. Ωστόσο το πρόγραμμα συνεχίστηκε, αφού ο Μίκης είπε ο ίδιος τα τραγούδια που επρόκειτο να τραγουδήσω εγώ».


    Το φανάρι που έκανε τη Μοσχολιού... τραγουδίστρια
    Τραγούδησε όλους τους μεγάλους συνθέτες της εποχής του, έγραψε ο ίδιος τραγούδια που έγιναν επιτυχίες, ένιωσε τη χαρά της ανακάλυψης νέων, πολλά υποσχόμενων φωνών. Μία απ' αυτές η Βίκυ Μοσχολιού.

    «Ξέρετε, αν με είχε πιάσει ένα φανάρι εκείνο το απόγευμα, μπορεί η Βίκυ Μοσχολιού να μην είχε γίνει τραγουδίστρια», λέει.

    «Πέρασα ένα κόκκινο φανάρι, έφτασα στην "Τριάνα", πάρκαρα και βλέπω να φεύγουν μια κοπελίτσα με μια κυρία. Η μικρή με γνώρισε. "Κύριε Μπιθικώτση, είμαι η Βίκυ Μοσχολιού, που σας είπε η ξαδέλφη μου η Έφη. Με άκουσε ο Κώστας Παπαδόπουλος και μου είπε ότι δεν κάνω". "Για έλα μέσα", της λέω, "να σ' ακούσω κι εγώ". Μπήκαμε λοιπόν στο μαγαζί και κάθησαν στις καρέκλες μαζί με τη μητέρα της. Μόλις πλησιάζω προς το πάλκο, ο Κώστας Παπαδόπουλος μου είπε: "Η μικρή φαλτσάρει...". "Ας την ακούσω κι εγώ", λέω. Είπε τότε δύο τραγούδια - δεν θυμάμαι ποια - και κατάλαβα πως η φωνή της ξεχώριζε απ' όλες τις τραγουδίστριες που υπήρχαν τότε».




    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:05
    Με αφορμή την συναυλία που διοργανώθηκε για να τιμηθεί ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο τελευταίος μίλησε στον Πάνο Γεραμάνη. Παρακάτω το άρθρο.

    ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΜΠΙΘΙΚΩΤΣΗΣ
    «Δέντρο χωρίς ρίζες το σημερινό τραγούδι»

    ΠΑΝΟΣ ΓΕΡΑΜΑΝΗΣ

    «Το δέντρο που δεν απλώνει βαθιές ρίζες μαραίνεται, ξεραίνεται και μετά εξαφανίζεται. Έτσι παρουσιάζεται σήμερα το ελληνικό τραγούδι. Χωρίς ρίζες δεν μπορεί να "πιάσει" τη συνείδηση, την ψυχή του λαού».

    Γεμάτος συναισθηματική φόρτιση, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης μιλάει στα «ΝΕΑ» για τη μουσική, το τραγούδι, τον εαυτό του και τη μεγάλη εκδήλωση που οργανώνουν το βράδυ της 11ης Μαρτίου, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, είκοσι από τους σημαντικότερους Έλληνες τραγουδιστές, υπό την αιγίδα του υπουργού Πολιτισμού Ευάγγελου Βενιζέλου. Για τη ζωή, το έργο και τα 80 χρόνια του Μπιθικώτση θα μιλήσει ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος.

    Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης δεν μπορούσε να κρύψει τη χαρά και τη συγκίνηση γι' αυτήν την εκδήλωση: «Δεν μπορώ να βρω λόγια να ευχαριστήσω όλους αυτούς τους ανθρώπους, για τη μεγάλη τιμή που μου κάνουν. Τον υπουργό Πολιτισμού, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, τους συναδέλφους και φίλους μου τραγουδιστές. Τους συγχαίρω γι' αυτή την απόφασή τους. Αυτή η εκδήλωσή τους και καμία άλλη δεν με εκφράζει για τα 80 χρόνια μου».

    Όταν μιλάει για τη λαϊκή μουσική, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης αναφέρεται πάντα στον Μάρκο Βαμβακάρη. «Ο Μάρκος», λέει, «είναι το δέντρο της λαϊκής μας μουσικής κι εμείς όλοι είμαστε οι κλώνοι. Και οι μεγαλύτεροι κλώνοι είναι ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, ο Μητσάκης».

    Δεν σταματά όμως σε αυτά τα ονόματα ο Μπιθικώτσης και μιλάει με λόγια θερμά για τους Χατζηχρήστο, Παπαϊωάννου, Μπαγιαντέρα, Καλδάρα, Καπλάνη, Βασιλειάδη, Δερβενιώτη, Παπαγιαννοπούλου, Βίρβο, Γκούτη. «Όλοι αυτοί», λέει, «είναι η Εθνική του λαϊκού τραγουδιού όλων των εποχών. Χάρη σ' αυτούς υπάρχουν σήμερα οι ρίζες. Σήμερα το τραγούδι δεν έχει ρίζες, γι' αυτό δεν μπορεί να "πιάσει" στον κόσμο. Οι δημιουργοί έχουν στερέψει».

    Σε ερώτησή μας αν υπάρχουν θέματα ή προβλήματα να εμπνεύσουν τους νέους δημιουργούς, ο Μπιθικώτσης απαντά: «Και βέβαια υπάρχουν μεγάλα θέματα και προβλήματα. Δίπλα μας καίγεται ο κόσμος. Η Μέση Ανατολή, το Αφγανιστάν, εντάσεις και πόλεμοι. Από την άλλη πλευρά, μέσα στη χώρα μας συμβαίνουν τόσα γεγονότα καθημερινά. Υπάρχουν τόσοι ξένοι, χιλιάδες μετανάστες με ένα σωρό προβλήματα. Κι εμείς οι Έλληνες έχουμε προβλήματα. Κανένας νέος συνθέτης ή στιχουργός δεν μπορεί να τα αποδώσει, να τα τραγουδήσει. Αυτός ο πόνος, αυτά τα βάσανα, τα δάκρυα που βγαίνουν από τον λαό μας, κανείς δεν μπορεί σήμερα να τα κάνει συνθήματα και τραγούδια».

    Δεν υπάρχουν, δηλαδή, τραγούδια που μιλούν για τα σύγχρονα προβλήματα; «Είναι πολύ λίγα αυτά τα τραγούδια κι έχουν μικρή διάρκεια. Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν. Υπάρχει ένα ποσοστό 15%-18% που, κατά την άποψή μου, χάνεται. Γιατί το υπόλοιπο 82% τα πνίγει, τα εξαφανίζει. Και η ποιότητα του τραγουδιού χάνεται, γιατί δεν υπάρχουν οι ρίζες».

    «Για μένα είναι πολύ βασικό ότι πρέπει οι νέοι δημιουργοί να μελετούν τις ρίζες», τονίζει ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης. «Δεν μπορούν να στηρίζονται, σήμερα, στην παλιά μας δουλειά, στις δικές μας δημιουργίες. Είναι σαν να παίρνουν την περιουσία του πατέρα τους, να την τρώνε και μετά να τελειώνουν. Αυτό συμβαίνει τώρα με πολλούς νέους δημιουργούς. Βρίσκουν έτοιμα τραγούδια, τα παίρνουν, τα ανακατεύουν με κάποια καινούργια και κάνουν επιτυχίες με τα παλιά, της δικής μου γενιάς. Αυτό κάποτε θα σταματήσει όμως».

    Όταν ο Μπιθικώτσης ξαναγυρίζει στα παλιά, μιλάει με θαυμασμό για το έντεχνο τραγούδι και τους δημιουργούς του. «Σε αυτόν τον χώρο», λέει «υπάρχει και άλλη μία Εθνική Ελλάδας: Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Ξαρχάκος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Λεοντής, Λοΐζος, Μαρκόπουλος, Μούτσης, Σπανός, Πιτσιλαδής, Κουγιουμτζής, Κηλαηδόνης και όλη αυτή η γενιά που έδωσε ποιότητα στον μουσικό πολιτισμό, αλλά το σπουδαιότερο που έκανε ήταν να φέρει τους ποιητές κοντά στον κόσμο. Οι ποιητές βγήκαν στους δρόμους, στα σχολεία, στις πλατείες, στις αγορές, παντού. Αυτή τη μελοποιημένη ποίηση, είμαι περήφανος και ευτυχής που την τραγούδησα με την ψυχή μου».

    Στους τραγουδιστές που θα λάβουν μέρος στην εκδήλωση - συναυλία για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το βράδυ της 11ης Μαρτίου στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας, έχουν δηλώσει συμμετοχή οι εξής: Αλεξίου, Γαλάνη, Καλογιάννης, Κότσιρας, Μακεδόνας, Μαχαιρίτσας, Μητροπάνος, Μητσιάς, Μπάσης, Μπιθικώτσης Γρ. (τζούνιορ), Νταλάρας, Πάνου, Παπακωνσταντίνου, Πάριος, Ρέμος, Σουλτάτου, Τερζής, Τσαλιγοπούλου.


    «Ταυτισμένος με την ψυχή του λαού»
    Ο Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργός Πολιτισμού, μιλώντας στα «ΝΕΑ» για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, είπε: «Είναι ταυτισμένος στην ψυχή του ελληνικού λαού, με τις καλύτερες και μεγαλύτερες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού, αλλά και με τη μουσική εκφορά του μεγαλόπνοου ποιητικού λόγου. Είναι συγκλονιστικός, μοναδικός και ανεπανάληπτος. Τον τιμάμε και τον αγαπάμε».


    «Κομμάτι της ζωής μας»
    Λευτέρης Παπαδόπουλος: «Η εκδήλωση - συναυλία τιμής για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, αποτελεί πράξη σημαντική και πρωτόγνωρη. Ένα μεγάλο μπράβο αξίζει σ' όλους τους τραγουδιστές που θα τον τιμήσουν το βράδυ της 11ης Μαρτίου. Ο Μπιθικώτσης έχει παίξει μέγα ρόλο στο τραγούδι και τη ζωή μας. Είναι κομμάτι μέσα από την ίδια μας τη ζωή. Είναι χρέος τιμής απέναντί του μια τέτοια εκδήλωση. Μακάρι οι εκδηλώσεις αυτές να γίνουν θεσμός».



    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:11
    Αρκετά από τα τραγούδια που ερμήνευσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

    Μπιθικώτσης Γρηγόρης

    Άνθη της πέτρας
    Ανοίγω το στόμα μου
    Αντιλαλούνε οι φυλακές
    Απελπίστηκα
    Από βυθό σ' άλλο βυθό
    Από τον κόσμο μακριά
    Απόκληρος της μοίρας
    Άπονη ζωή
    Απρίλη μου
    Άρνηση
    Ας ερχόσουν κι ας βρεχόσουν
    Ας ήταν τ’ όνειρο να βγει
    Άσπρη μέρα
    Αύριο πάλι.
    Αυτά τα δέντρα
    Αχ βρε παλιομισοφόρια
    Αχ, βρε παλιομισοφόρια.
    Βάρκα στο γιαλό
    Βασίλεψαν τα μάτια μου
    Βραδιάζει
    Βρέχει στη φτωχογειτονιά
    Βροχή στα δειλινά
    Γαρύφαλλο στ’ αυτί
    Για σένα μαυρομάτα μου
    Γιατί δεν ήρθες
    Γκρεμός και βράχος
    Γωνιά-γωνιά
    Δε θα ξαναγυρίσει
    Δεν σού χρωστάω τίποτα
    Δεν υπάρχει άλλη λύση
    Δέντρο το δέντρο
    Δόξα τω Θεώ
    Δοξαστικό
    Δραπετσώνα
    Δώδεκα η ώρα θα ’ρθω βρε Μαριώ
    Δώδεκα και πέντε
    Εγνατίας 406.
    Εγώ δεν έχω βγάλει το σχολείο.
    Είμαι αϊτός χωρίς φτερά
    Είμαι άντρας
    Είν' ο καημός μου ένα πουλί
    Είναι μακρύς ο δρόμος σου
    Είχα φυτέψει μια καρδιά
    Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη.
    Ένα αμάξι με δυο άλογα
    Ένα δειλινό
    Ένα το χελιδόνι
    Ένας μπαγλαμάς μουρμούρης
    Επίσημη αγαπημένη
    Έσβησε το κερί Μαρία
    Εσύ είσαι στα ψηλά
    Έχεις μάτια το φεγγάρι
    Η αλυσίδα
    Η διαθήκη
    Η κυρά
    Η μεγαλύτερη μπόρα
    Η μπαλάντα του Αντρίκου
    Η νήσος των Αζορών
    Η τραγουδίστρια
    Ηλιοβασίλεμα σωστό
    Ήρθα μ' ένα δάκρυ
    Ήσουν καλός
    Θα αφήσω τη μανούλα μου
    Θα ρίξω πέτρα στη ζωή
    Καράβι με σημαία ξένη
    Καράβια ταξιδιάρικα
    Κλαμένη ήρθες μια βραδιά
    Κράτησα τη ζωή μου
    Μ' ένα παράπονο
    Μάνα
    Μάνα μου και Παναγιά
    Μάνα όπου με γέννησες
    Μαργαρίτα Μαργαρώ
    Μάτια βουρκωμένα
    Με ένα παράπονο
    Με το λύχνο του άστρου
    Με τόσα φύλλα
    Μένα με λενε Περικλή
    Μέσα στα μαύρα σου μαλλιά
    Μέσα στις θαλασσινές σπηλιές
    Μια γυναίκα φεύγει
    Μια ζαριά
    Μια Κυριακή
    Μίλησέ μου
    Μοίρα μου γιατί μ' αφήνεις
    Μου σπάσανε το μπαγλαμά.
    Μπήκαν στα σίδερα
    Μπήκαν στα σίδερα
    Μπήκε ο Χάρος στο κελί
    Να 'χα τ' αθάνατο νερό
    Να ’χα το αθάνατο νερό
    Νανούρισμα
    Ο αμαξάς.
    Ο Γιάννης ο μπεκρής
    Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο
    Ο καημός
    Ο καιρός αλλάζει
    Ο κυρ-Θάνος.
    Ο λοστρόμος ο γραικός
    Ο μπαγλαμάς.
    Ο μπάρμπα Θωμάς
    Ο Μπατίρης ο Λουκάς
    Ο ξενιτεμένος
    Ο Πατρινός
    Οι μοιραίοι
    Όλοι διψάνε
    Όταν σημάνει η ώρα
    Όταν σφίγγουν το χέρι
    Πάει ο καιρός
    Πάμε μια βόλτα στα Χανιά
    Ποιός να το πει
    Που 'ναι τα χρόνια
    Που πέταξε τ' αγόρι μου
    Ρίξε μια ζαριά καλή.
    Ρολόι-κομπολόι
    Σαββατόβραδο στην Καισαριανή (Καισαριανή...
    Σάντα Μαρία
    Σε τούτο το στενό
    Σπασμένα τριαντάφυλλα
    Σπίτι μου
    Στ’ Αποστόλη το κουτούκι.
    Στα περβόλια
    Στα περβόλια
    Στα Tρίκαλα στα δυο στενά
    Στα χέρια σου μεγάλωσαν
    Στη Νέα Μενεμένη
    Στο καπηλειό της Μαριγώς
    Στο κουτούκι του Αράπη
    Στο Λαύριο γίνεται χορός
    Στο μαχαίρι γροθιά μη χτυπάς
    Στον Πειραιά συννέφιασε
    Στον Πειραιά συννέφιασε
    Στου Δεληβοριά
    Στου κόσμου την ανηφοριά
    Στου Μπελαμή το ουζερί
    Στράτα τη στράτα
    Στρώσε το στρώμα σου για δυο
    Τα δυο σου χέρια
    Τα παιδιά στην Ελευσίνα
    Της αγάπης αίματα
    Της δικαιοσύνης ήλιε (Εισαγωγή)
    Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
    Της Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ
    Τι να γίνεται ο κυρ Φώτης
    Τι να με κάνεις να με δεις
    Τι να σου κάνει μια καρδιά
    Τι να την κάνω τη χαρά
    Το θύμα ο Νικολός
    Το όνειρο
    Το όνειρο γιαλό-γιαλό
    Το παλικάρι
    Το πανηγύρι των άστρων
    Το στενό δρομάκι (σε τούτο το στενό)
    Το τραγούδι της ξενητιάς.
    Το Χάρο τον αντάμωσα
    Τον Παύλο και τον Νικολιό
    Τόσα χρόνια
    Του Bοτανικού ο μάγκας
    Τραβήξανε ψηλά
    Τρελοκόριτσο.
    Υπομονή
    Φέρτε μου τη θάλασσα
    Φιλντισένιο καραβάκι
    Χρυσοπράσινο φύλλο.


    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:13
    Μερικά από τα τραγούδια που συνέθεσε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης.

    Αμφιβολίες
    Απόκληρος της μοίρας
    Βασίλεψαν τα μάτια μου
    Δε σ' αδικώ
    Δεν υπάρχει άλλη λύση
    Διακόσα ένα
    Δώδεκα και πέντε
    Εγνατίας 406
    Είναι κάτι μάτια
    Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη
    Ένα αμάξι με δυο άλογα
    Επίσημη αγαπημένη
    Εσύ είσαι στα ψηλά
    Η τραγουδίστρια
    Μια γυναίκα φεύγει
    Μια ζαριά
    Ξένο σπίτι ξένες πόρτες
    Ο Γιάννης ο μπεκρής
    Ο έρωτας γεννήθηκε για δύο
    Ο κυρ-Θάνος.
    Ο Μπατίρης ο Λουκάς
    Ο Πατρινός
    Ρίξε μια ζαριά καλή.
    Σάντα Μαρία
    Σε τούτο το στενό
    Σπασμένα τριαντάφυλλα
    Στη Νέα Μενεμένη
    Στο καπηλειό της Μαριγώς
    Στο κουτούκι του Αράπη
    Στου Μπελαμή το ουζερί
    Τα παιδιά στην Ελευσίνα
    Τι να με κάνεις να με δεις
    Τι τραβάω.
    Το θύμα ο Νικολός
    Το καλύτερο κορίτσι
    Το καντήλι τρεμοσβήνει
    Το στενό δρομάκι (σε τούτο το στενό)
    Του Bοτανικού ο μάγκας.
    Τρελοκόριτσο.
    Τώρα μαζί




    Mesoxoritis
    18.12.2006, 21:14
    ''Γρηγόρης Μπιθικώτσης''

    ''Ο καημός που έγινε ψαλμός''
    Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 55 χρόνων δραστηριότητας του δημοφιλούς τραγουδιστή τιμάται η μεγάλη προσφορά του στο λαϊκό τραγούδι


    ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ
    Πενήντα πέντε χρόνια παρουσίας συμπληρώνει εφέτος ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στη μουσική και στο τραγούδι και 18 συνάδελφοί του τον τιμούν αύριο στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας σε μια εκδήλωση η οποία τελεί υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού. Παράλληλα ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος θα τιμήσει τον Γρηγόρη Μπιθικώτση για το σύνολο της προσφοράς του. Τη συναυλία θα προλογίσει ο ποιητής Λευτέρης Παπαδόπουλος. Με αδιαμφισβήτητη προσφορά στο λαϊκό τραγούδι ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης ευτύχησε ανάμεσα στους άλλους δημιουργούς να συνεργαστεί και με τον Μίκη Θεοδωράκη στον «Επιτάφιο» του Γιάννη Ρίτσου. Η παρουσία του Γρηγόρη Μπιθικώτση απετέλεσε τότε την «πέτρα του σκανδάλου». Ηταν αδιανόητη για τους σοβαρούς μουσικούς κύκλους της εποχής η χρησιμοποίηση λαϊκού τραγουδιστή σε ένα έργο που και αυτό με τη σειρά του αμφισβητήθηκε. Εκτός από τον λαϊκό τραγουδιστή το μπουζούκι απετέλεσε επίσης το επίμαχο θέμα σε όλες τις συζητήσεις.

    Το 1960 ο Θεοδωράκης επιστρέφει στην Αθήνα και εγκαινιάζει την εικοσαετή του ενασχόληση με το «έντεχνο λαϊκό», όπως το ονομάζει, τραγούδι. Οι απαρχές αυτής της περιόδου βρίσκονται όμως στο Παρίσι το 1958, όταν μελοποιεί τον «Επιτάφιο» του Γ. Ρίτσου. Την περίοδο αυτή ο συνθέτης προβληματίζεται έντονα για τον καλλιτεχνικό δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει. «Για δύο λόγους δεν μπήκα στο ρεύμα αυτό της avant garde» λέει ο ίδιος. «Ο ένας ήταν καθαρά, ας πούμε, πολιτικός, ιδεολογικός, υπαρξιακός. Δεν μπορούσα ν' ανεχθώ ότι θα έγραφα έχοντας συνομιλητή μου αυτούς τους επίλεκτους της κοινωνίας οι οποίοι πολιτικά δεν με εξέφραζαν. Ο δεύτερος ήταν ότι δεν μπορούσα να μπω πλέον σ' αυτή τη σχολή, δεν με εξέφραζε. Ετσι έμεινα απ' έξω. Το μόνο που μπορούσα να κάνω εκείνη τη στιγμή, το 1960, ήταν τα λαϊκά τραγούδια. Ηρθε και η σύμπτωση βέβαια με τους στίχους του Ρίτσου, η μεγάλη επιτυχία που είχε ο «Επιτάφιος». Ηταν και η συγκεκριμένη ιστορική στιγμή της Ελλάδας όπου το τραγούδι έπαιξε καθοριστικό ρόλο για την κοινωνική απελευθέρωση και την κατάκτηση της δημοκρατίας».

    Ο «Επιτάφιος» αποτελεί μιαν ευτυχή συγκυρία στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού η οποία πραγματώθηκε ως μια σύζευξη τριών στοιχείων άρρηκτα συνδεδεμένων μεταξύ τους: της ποίησης, της μουσικής (μελοποίησης) και της επιλογής της συγκεκριμένης φωνής (και της ενοργάνωσης με χρήση μπουζουκιού). Με αφετηρία την ποίηση το ένα στοιχείο οδήγησε στο άλλο. Η μουσική βγήκε αβίαστα επειδή ο συνθέτης «παρακολούθησε την ίδια διαδικασία με τον Ρίτσο καθώς παίρνει [ο Ρίτσος] τους αρμούς, τα δυνατά στοιχεία, από τα μοιρολόγια και τη δημοτική μας ποίηση και (...) θέλει να είναι (...) η λαϊκή μούσα». Αντιστοίχως «η φωνή του Μπιθικώτση και ο τρόπος που τον δίδαξα εγώ ο ίδιος να τραγουδήσει νομίζω ότι πάει να γίνει η συνισταμένη αυτής της φωνής του έλληνα, ας το πω έτσι, λεβέντη: του ξωμάχου, του φαντάρου, του φοιτητή, του εργάτη. Του καθένα μας... Και η ποίηση του Ρίτσου; Υπάρχει λέξη μήπως μέσα στον Μπιθικώτση που να μη λέγεται καθαρά, σωστά και με το αληθινό συναισθηματικό της νόημα;». Ο Θεοδωράκης αγνοώντας τις αντιδράσεις της δισκογραφικής εταιρείας (Columbia) που δεν ήθελε τον αποτυχημένο τότε και απαίδευτο Μπιθικώτση, ο οποίος ήταν έτοιμος να φύγει για την Αβησσυνία για να δουλέψει ως υδραυλικός, συνέχισε τις πρόβες μαζί του. Η Μούσχουρη ήταν φυσικά ένα ηχηρό όνομα στον χώρο του τραγουδιού το οποίο θα προσέδιδε κύρος στην παρουσίαση και ηχογράφηση του έργου αλλά δεν θα πετύχαινε την επιθυμητή - αδρή και όχι «αβρή» - ερμηνεία, ίσως και λόγω της χατζιδακικής επιρροής και καθοδήγησής της.

    Η απόφαση του Θεοδωράκη να μελοποιήσει και να ενορχηστρώσει τον «Επιτάφιο» χρησιμοποιώντας ως «πρώτη ύλη» ένα λαϊκό μουσικό όργανο (το μπουζούκι) και μια λαϊκή φωνή μπορεί να θεωρηθεί ριζοσπαστική για τα ελληνικά μουσικά χρονικά και καθοριστική για τη μετέπειτα εξέλιξη, την αποδοχή, την οριοθέτηση και τον κοινωνικό επαναπροσδιορισμό του ελληνικού τραγουδιού: «Πολύ αργότερα, όταν συνειδητοποίησα την εργασία που έκανα στον «Επιτάφιο» του Ρίτσου, κατάλαβα ότι το λαϊκό τραγούδι δεν το είδα καθόλου απ' έξω αλλά ότι ήμουν ο ίδιος βουτηγμένος μέσα του ως το κούτελο, δηλαδή, σε τελευταία ανάλυση, φιλοδοξούσα να γίνω ένας από τους λαϊκούς μας συνθέτες, καθαρά και ουσιαστικά (...). Λέγοντας λαϊκή μουσική και λαϊκές συνθέσεις διαπιστώνω ότι γοητεύομαι τόσο από την πόλη, τους ανθρώπους της και τα προβλήματά τους όσο και από το φωτεινό Αιγαίο, την Κρήτη, ακόμη και τα Επτάνησα».

    Ο «Επιτάφιος» κυκλοφόρησε τελικά σε δύο διαφορετικές εκτελέσεις και ενορχηστρώσεις τον Σεπτέμβριο του 1960. Η δεύτερη ήταν αυτή του Μ. Χατζιδάκι και της Ν. Μούσχουρη, για την οποία θα πει πολύ αργότερα ο Θεοδωράκης: «Ηταν ωραίο ελληνικό τραγούδι αλλά προς το ελαφρό. Εγώ όμως ήθελα να πάρω τη ρίζα και η ρίζα για μένα ήταν λαϊκό τραγούδι μαζί με τους εκφραστές του, το μπουζούκι και τον λαϊκό τραγουδιστή. Αυτό ήταν μια πρόκληση όχι μόνο προς την Αριστερά αλλά και προς την ιντελιγκέντσια και τη μικροαστική τάξη.


    megaloserwtikos
    19.12.2006, 00:46
    Τι να πει κανείς για αυτόν τον τραγουδιστή;
    Πολύ σημαντικός και αγαπημένος.
    Υπέροχη φωνή μεγάλη ψυχή.

    Εντωμεταξύ μόλις πήρε το μάτι μου ότι αύριο Τρίτη, ο Αντέννα θα του έχει αφιέρωμα το μεσημέρι. Αυτό δεν είναι τόσο εκπληξη βέβαια. Αυτό που είναι όμως σίγουρα, είναι ότι το αφιέρωμα θα το κάνει η Τατιάνα!!! στην εκπομπή της.
    eneni
    19.12.2006, 00:49
    Παράθεση:

    Το μέλος megaloserwtikos στις 19-12-2006 στις 00:46 έγραψε...
    Αυτό που είναι όμως σίγουρα, είναι ότι το αφιέρωμα θα το κάνει η Τατιάνα!!! στην εκπομπή της.





    Ελεος!!!!!
    megaloserwtikos
    19.12.2006, 01:03
    φαντάσου να κάνει καλά νούμερα...
    θα συνεχίσει με Καζαντζίδη και με Δυονυσίου, πάω στοίχημα.
    xarisson
    19.12.2006, 03:12
    Είναι απο τους ανθρώπους οπου ισχύει αυτό που λένε"Τι να πείς για αυτόν τον άνθρωπο"
    Πραγματικά τα λόγια είναι περιτά.Για πολλούς είναι ένας απο τούς καλύτερους τραγούδιστες μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη.Εγώ πιστεύω είναι ένα "κλικ" παραπάνω απο τον Στέλιο Καζαντζίδη αλλα και πάλι δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις ανάμεσα σε τέτοια μεγέθη.Ο καθένας είχε(έχει και μακάρι να εχει για πολλά χρόνια ακόμα)το δικο του τρόπο να ερμηνεύει το κάθε τραγούδι.Αλλα ρε παιδιά,αυτή η ένταση,το χρώμα και το πάθος της φωνής του Μπιθικώτση είναι κατι απίθανο...
    Αν δεν κάνω λάθος στο τραγούδι "Ειμαι αητός χωρίς φτερά" έχει γράψει την μουσική ο ίδιος.Ολόκληρο το τραγούδι είναι απο τα καλύτερα αλλα ειδίκα η εισαγωγή είναι απίστευτη...
    Mesoxoritis
    19.12.2006, 03:14
    Πάντως πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρουσα εκπομπή από άποψη περιεχομένου.. Θα έχει ανέκδοτες ηχογραφήσεις και σπάνια βίντεο... Θα την δω και θα την γράψω οπωσδήποτε..
    megaloserwtikos
    19.12.2006, 22:59
    Maraki δεν αντιλέγω, απλά υπάρχουν δημοσιογράφοι που θέλουν να φωτίσουν το έργο του και δημοσιογράφοι που νοιάζονται μόνο για την τηλεθέαση.

    Για την εκπομπή που λέμε, εγώ την είδα για 10 λεπτά. Είχε καλεσμένη την κόρη του και ''ζούμαρε'' στον πόνο της, στο μελό της, στην δυστυχία της και στην αφοσίωση που του είχε και δεν συμμαζεύετε.

    Εκεί πλέον το έκλεισα. Δεν ήταν για τον καλλιτέχνη, αλλά ένα σωρό τραβηγμένα πράγματα, κίτρινου τύπου, για την τηλεθέαση και μονο.

    Κι όπως λέει και η Ελένη: Ελεος!!!!
    nikostheater
    19.12.2006, 23:51
    Απιστευτος τραγουδιστης..
    ΑΙωνια του η μνημη..
    Mesoxoritis
    20.12.2006, 17:51
    Χθες πάντως, παρά το γεγονός ότι η εκπομπή ήταν εστιασμένη στα ''βάσανα'' της κόρης του Γρηγόρη Μπιθικώτση, προβλήθηκε και κάτι αξιοσημείωτο. Και δεν μιλάω για τα προσωπικά του αντικείμενα, τα οποία ναι μεν ήθελα να τα δω, αλλά δεν είναι και τίποτα συγκλονιστικό, αλλά για τις πρόβες που ακούστηκαν με τον Θεοδωράκη και τον Χατζιδάκι. Ήταν πραγματικά ντοκουμέντα. Ακούστηκε ο Μπιθικώτσης να σκαλίζει νότα νότα την κιθάρα του για να μάθει το ''Ανοίγω το στόμα μου'', όπως επίσης ο Θεοδωράκης να τραγουδάει ένα άλλο κομμάτι για να το μάθει καλύτερα ο Μπιθικώτσης. Τέλος, ακούστηκε και ο Χατζιδάκις να τραγουδάει το ''Στο Λαύριο γίνεται χορός'' παίζοντας πιάνο ταυτόχρονα. Απίστευτα ντοκουμέντα. Σήμερα η εκπομπή είχε τον Γρηγόρη Μπιθικώτση junior, ο οποίος άρχισε να αναιρεί τα λεγόμενα της αδερφής του.΄
    Όπως και να' χει, πέρα από τα προαναφερθέντα ντοκουμέντα, οι δυο αυτές εκπομπές με άφησαν παγερά αδιάφορο. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά έκαναν κακό και στο ''όνομα'' της οικογένειας Μπιθικώτση. Άποψή μου...
    megaloserwtikos
    20.12.2006, 17:55
    Σήμερα το άντεξα περισσότερη ώρα. Κι αυτό λόγω του ότι με καθήλωσε η αξιοπρέπεια του γιού του Γρηγόρη.
    Βέβαια έγινε και πάλι της ''Τατιάνας'' και το κλεισα, αλλά είχε κάποια καλά σημεία.
    Mesoxoritis
    20.12.2006, 18:05
    Εγώ γενικά θεωρώ ότι αν έχει κάποιος δίκιο σε αυτή την υπόθεση είναι ο γιός του κι όχι η Άννα, η κόρη του. Δεν ξέρω γιατί, αλλά μου βγάζει κάτι ψεύτικο...