ελληνική μουσική
    793 online   ·  210.850 μέλη

    ALFREDO DE LA FE : «Η salsa είναι ένα ταξίδι, μια σημαία, μια πατρίδα».

    stuff
    26.12.2006, 13:20
    Ευτραφής, πληθωρικός και αιωνίως Κουβανός, ο Alfredo de la Fe παίζει το βιολί (πώς αλλιώς;) στα δάχτυλα. Ακριβέστερα, είναι ο σημαντικότερος βιολιστής που έχουν δώσει τα τροπικά χώματα της Λατινικής Αμερικής κι επιπλέον, ένας ολοκληρωμένος μουσικός που μπορεί να φέρει βόλτα όποιο είδος η ανάγκη απαιτήσει : Απο την salsa ως την jazz κι απ΄την κλασική μουσική ως την πιο παραδοσιακή κουβανέζικη φόρμα, τίποτα εξ αυτών δεν κρύβει μυστικά ή ζόρια για έναν βιρτουόζο αυτού του επιπέδου, όστις, ξάφνου, προέκυψε τακτικός μας επισκέπτης στην Ελλάδα προς χαρά κι ικανοποίηση όσων εκτιμούν τέτοια ταλέντα ή, απλώς, την αχαλίνωτη φιέστα που τα live του πυροδοτούν. Ωστόσο, στα μέρη μας δέν είναι πολύ γνωστό πώς πίσω απ΄τον υπερκινητικό Alfredo και το διονυσιακό βιολί του υπάρχει μια τεράστια και πλήρης κατορθωμάτων μουσική (και προσωπική) ιστορία, που άνετα τον καθιστά μιά απ΄τίς αληθινά θρυλικές μορφές του latin πενταγράμμου, αλλά κι έναν απ΄τους πιο ενδιαφέροντες τύπους που μπορείς κανείς σ΄αυτό τον χώρο να γνωρίσει. Ο Alfredo de la Fe είναι, κυριολεκτικά, βίος και πολιτεία, όντας μια κινητή ιστορία της salsa, των διάφορων φάσεων, των μεγάλων στιγμών, των άγνωστων πτυχών και των ποικίλλων αδιεξόδων που προέκυψαν στην πορεία αυτής της μουσικής απο την γέννηση προς την αναγνώριση κι ύστερα, προς την παρακμή και την αναγέννηση, με τον Alfredo παρόντα, μπροστάρη και μάρτυρα, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς, σε καθένα απο τα περιπετειώδη στάδια.

    Για την ανακεφαλαίωση μιας απόλυτα salsa ζωής, ο Alfredo de la Fe κάθισε σε μια αθηναϊκή πλατεία, το ηλιόλουστο και παραδόξως σχεδόν ανοιξιάτικο μεσημέρι της 3ης Δεκεμβρίου 2005, παρήγγειλε καφέ κι άρχισε να διηγείται, σχεδόν απνευστί, μια ατέλειωτη σειρά απο εμπειρίες, ιστορίες, περιστατικά και βιώματα που, στα 52 του, θυμάται ακόμα με εντυπωσιακή ακρίβεια. Σ’ αυτή την χορταστική κι αρκούντως εκτενή συνέντευξη στο latinmusic.gr παρελαύνουν μυθικές φιγούρες της λατινοαμερικάνικης μουσικής, κομβικές στιγμές της salsa ιστορίας, σκοτεινά χρόνια της προσωπικής του ζωής κι αναμνήσεις άλλοτε αστείες, άλλοτες μελαγχολικές, μά πάντα εκπληκτικά ενδιαφέρουσες, όχι μόνο για τον τυχόν ιστοριοδίφη του latin ήχου αλλά για οιονδήποτε ενδιαφέρεται να γνωρίσει λίγο παραπάνω έναν σπουδαίο καλλιτέχνη κι έναν τύπο που τα είδε όλα, τα έκανε όλα και, ευτυχώς, έζησε για να τα διηγηθεί. Δεδομένων των περιστάσεων, πρόκειται για κατόρθωμα.


    - Γεννήθηκες στην Κούβα ;

    - Ναί.

    - Πού ακριβώς ;

    - Στην Αβάνα, σε μια γειτονιά που λέγεται Lawton. Αυτό είναι κοντά στο Luyano, αν ξέρεις απο εκεί. Το σπίτι που γεννήθηκα ήταν ένα τετράγωνο μακριά απο εκεί που ζούσε η Celia Cruz και στο διπλανό σπίτι απο το δικό της, έμεναν τα περισσότερα μέλη της ορχήστρας Sonora Matancera, σ΄ένα διόροφο κτίριο που η Celia τους είχε φτιάξει. Η Celia ήταν η νονά μου, αυτή με βάφτισε όταν ήμουν μικρός.

    - Πότε ακριβώς γεννήθηκες ;

    - Το 1954. Οι πρώτες μου αναμνήσεις λοιπόν έρχονταν απο την Celia και την Sonora Matancera. Κάθε μέρα αυτοί έπαιζαν σε ένα πολύ δημοφιλές πρόγραμμα στο Radio Progreso, που το έλεγαν “Una Hora Con La Sonora” (σ.σ. : Μία Ωρα Με Την Sonora). Μαζεύονταν λοιπόν στην γωνία πάνω απ΄το σπίτι μου που είχε ένα καπηλειό κι εκεί έπαιζαν ντομινό. Δίπλα, παρκάριζαν ένα μεγάλο αυτοκίνητο που είχαν, κάπως σαν μικρό λεωφορείο...

    - Εκείνο που είχαν βάλει και σε κάποια εξώφυλλα δίσκων τους ;

    - Ακριβώς αυτό ! Εκεί, λοιπόν, μαζεύονταν, έπαιζαν ντομινό κι έκαναν χαβαλέ, πείραζαν τους γείτονες, ξέρεις, αυτά που κάνουμε εμείς οι Κουβανοί (γέλια), θυμάμαι μάλιστα τον Celio Gonzalez, τον τραγουδιστή, που επειδή είχε παραμορφωμένα τα δάχτυλα των χεριών τού έπεφταν τα πούλια απ΄τα χέρια.Τέτοιες ήταν οι πρώτες παιδικές μου αναμνήσεις κι είχαν πολύ να κάνουν με τη μουσική, επειδή κι ο πατέρας μου ήταν μουσικός.

    - Τί έπαιζε ο πατέρας σου ;

    - Ηταν τραγουδιστής της όπερας, ήταν κλασικός κιθαρίστας κι ακόμα, ήταν ένας απο τους πρωτοπόρους του ήχου που σήμερα λέμε salsa, γιατί τραγούδησε για ένα διάστημα με το Septeto Nacional του Ignacio Pineiro. Απο το 1935 ως το 1945 συμμετείχε σε ένα πρόγραμμα στο ραδιόφωνο που λεγόταν “Alfredo de la Fe y Bienvenido Leon”. Ο Bienvenido Leon ήταν αυτός που του έκανε δεύτερη φωνή στο συγκρότημα Septeto Nacional.

    - Ο πατέρας σου λεγόταν επίσης Alfredo de la Fe ;

    - Ναι. Αλλα και ο παππούς κι ο προπάππους μου ήταν μουσικοί. Τέλος πάντων, ο πατέρας μου αυτό που περισσότερο έκανε ήταν ότι τραγουδούσε κουβανέζικη μουσική, κυρίως boleros, αλλα με ενορχηστρώσεις συμφωνικής ορχήστρας.

    - Ηχογράφησε δίσκους ;

    - Ναί, αλλά κάτι δίσκους παμπάλαιους, που τώρα δέν υπάρχουν πουθενά. Φαντάσου πως όταν γεννήθηκα, ο πατέρας μου ήταν ήδη 69 ετών.

    - Σοβαρά μιλάς ; Μα πώς ;

    - Ξέρω γω ; Ηταν Κουβανός, γι αυτό ! (γέλια) . Για να καταλάβεις, κάτι δίσκους που είχε κάνει ο πατέρας μου, τους έβαζες στο γραμμόφωνο κι έβαζες την βελόνα στη μέση του δίσκου, οπότε όσο προχωρούσε ο δίσκος η βελόνα έβγαινε σιγα σιγά προς τα έξω, δηλαδή ανάποδα απο τα μεταγενέστερα πικάπ. Τόσο παλιοί ! Ο πατέρας μου, λοιπόν, είχε ένα πιο κλασικό μουσικό παρελθόν, όμως η μητέρα μου ερχόταν κατ΄ευθείαν απο την λαϊκή μουσική, απο το “sabor”. Κάθε πρωί που σηκωνόταν, η πρώτη της δουλειά ήταν να ανοίξει το ραδιόφωνο, που έπαιζε Beny More, Felix Chapottin, Orquesta Aragon, Orquesta Sensacion, όλη την χορευτική μουσική της εποχής, οπότε εγώ μεγάλωσα και με τα δύο ακούσματα, το κλασικό και το λαϊκό. Στη μητέρα μου άρεσε πολύ και το danzon, κυρίως όπως το έπαιζε η ορχήστρα του Jose Fajardo. Η μητέρα μου ήταν μαγείρισσα δύο προέδρων της Κούβας : Του Machado και του Batista. Ετσι, μαγείρευε καταπληκτικά και κάθε Κυριακή όλοι οι φίλοι του πατέρα μου, που ήταν βέβαια μουσικοί, έρχονταν στο σπίτι για να γευτούν την τρομερή κουζίνα της. Κάπως έτσι ήταν η παιδική μου ηλικία.

    - Είχες αδέρφια ;

    - Οχι, είμαι μοναχογιός. Ακου τώρα τι έγινε : Οταν ήμουν περίπου δύο ετών, είδα ένα βιολί στην τηλεόραση. Χρόνια μετά, οι γονείς μου μού είπαν πώς ήταν η Orquesta Aragon σε εκείνη την εκπομπή. Εμεινα έκθαμβος, σε σημείο που νόμιζα πώς το βιολί δέν ήταν αληθινό, παρά κάτι εντελώς φανταστικό, όπως τα κινούμενα σχέδια που έβαζε η τηλεόραση. Θα ήμουν τεσσάρων ετών όταν μια μέρα, περπατώντας στους δρόμους της Αβάνας, είδα ένα βιολί στην βιτρίνα ενός μαγαζιού κι εκεί ήταν που συνειδητοποίησα πώς ήταν αληθινό. Στα έξι μου, μια μέρα ο πατέρας μου ήρθε απ΄τή δουλειά κι είπε «για δείτε εδώ τί βρήκα στα σκουπίδια». Είχε βρεί ένα βιολί, παλιό, ρημαγμένο, χωρίς χορδές αλλά όταν το είδα, παράτησα όλα τα παιχνίδια που είχα ως τότε, πήρα το σίδερο απο μια κρεμάστρα, το έκανα δοξάρι και το παιχνίδι μου έγινε να παριστάνω πως παίζω βιολί, να ακούω τίς μελωδίες στο κεφάλι μου και κάνω πώς είμαι σε μια σκηνή κι απο κάτω είναι πολύς κόσμος και με βλέπει.

    - Πώς εξηγείς εσύ αυτή την τρέλα σου με το βιολί σε τόσο μικρή ηλικία ;

    - Η εξήγηση που δίνω είναι πώς δέν διάλεξα εγώ το βιολί. Το βιολί διάλεξε εμένα. Και δεν ξέρω αν υπάρχει αυτο που λένε μετενσάρκωση, αλλά πιστεύω πώς σε μια προηγούμενη ζωή ήμουν πάλι βιολιστής. Δεν εξηγείται αλλιώς πώς, ενώ ξεκίνησα να μαθαίνω το όργανο στα οκτώ μου χρόνια, βρέθηκα στα έντεκα να παίζω τα κονσέρτα του Μέντελσον και του Τσαϊκόφσκι στο Carneggie Hall της Νέας Υόρκης. Ενα παιδάκι να παίζει Μέντελσον και Τσαϊκόφσκι ; Λοιπόν, κάτι παράξενο, μαγικό πρέπει να συνέβη. Στην αρχή οι γονείς μου νόμισαν ότι μου είχε στρίψει λίγο, γιατί το μόνο πράγμα που ήθελα ήταν να κρατάω εκείνο το παλιό βιολί και το έπαιρνα μέχρι στο κρεβάτι που κοιμόμουν. Υστερα όμως, ο πατέρας μου βλέποντας την επιμονή μου, με πήρε και με πήγε στο Ωδείο της Αβάνας “Amadeo Roldan”. Με το που με άκουσαν εκεί, μου έδωσαν κατ΄ευθείαν υποτροφία για να σπουδάσω κλασική μουσική. Και μετά τί έγινε ; Κέρδισα το πρώτο βραβείο του Ωδείου και με έστειλαν στην Βαρσοβία να συνεχίσω τις σπουδές μου. Ημουν τότε δεκάμισι ετών. Εκείνη την περίοδο, της Βαρσοβίας, την έχω σβήσει απο τη μνήμη μου γιατί δέν ένιωθα καθόλου καλά εκεί. Η Πολωνία ήταν τελείως ξένη για εμένα, ήμουν πολύ μικρός, είχα πεθάνει απο το κρύο, δέν καταλάβαινα την γλώσσα και το μόνο που έκανα ήταν να μελετώ βιολί όλη μέρα.

    - Σε έστειλαν μόνο σου ;

    - Με άλλα παιδιά που, όπως κι εγώ, πήραν υποτροφία.

    - Μιλάμε λοιπόν για τα μέσα της δεκαετίας του 60 ;

    - Ναί, γύρω στο 1964. Εμεινα μια χρονιά εκεί κι όταν γύρισα στην Κούβα, οι γονείς μου αποφάσισαν να φύγουμε απο την χώρα και να ζήσουμε στίς Ηνωμένες Πολιτείες. Ετσι λοιπόν, το 1965 μετακομίσαμε και τότε ήταν που έπαιξα τα κονσέρτα του Μέντελσον και του Τσαϊκόφσκι που σου είπα. Οι Αμερικάνοι μόλις με άκουσαν, μου έδωσαν κι εκείνοι υποτροφία για να σπουδάσω στο Julliard.

    - Ησουν παιδί-θαύμα, έτσι ;

    - Ακριβώς ! Που λες, ο θείος μου είχε ένα εστιατόριο στο New Jersey. Πλάι στο εστιατόριο του θείου, ήταν ένα μαγαζί που πουλούσε δίσκους κι εκεί πήγαινε συνέχεια ο Roberto Torres, o τραγουδιστής. Μια μέρα μου λέει ο Torres «ξέρεις, η Orquesta Broadway ψάχνει έναν βιολιστή. Γιατί δέν πάς να σε δοκιμάσουν;». Το κανονίσαμε, πήγα ένα βράδι στο κλάμπ που έπαιζαν, ανέβηκα στη σκηνή, έπαιξα τα πρώτα τραγούδια μαζί τους και μετά, με κατέβασαν κάτω ! Μου είπαν «φιλαράκο, μπορείς να συνεχίσεις με την κλασική μουσική σου ή να γίνεις ταξιτζής ή ό,τι θέλεις, αλλά εσύ δέν κάνεις για χορευτική μουσική και ποτέ δέν θα την παίξεις καλά». Μερικές φορές, μια τέτοια κουβέντα μπορεί να αποθαρρύνει εντελώς κάποιον, αλλά εμένα, αντίθετα, αυτό που μου είπαν μου έδωσε τρομερό πείσμα και κουράγιο για να τους αποδείξω πώς είχαν άδικο. Κι ύστερα, ήρθε ο Jose Fajardo, ο μάγος του φλάουτου που ο Θεός να τον αναπαύει εν ειρήνη, και με πήρε κάτω από τα φτερά του για να με διδάξει τίς ρίζες της κουβανέζικης μουσικής όσο έπαιζα με την charanga του. Αλλά ήταν σκληρό σχολείο ο Fajardo! Στρατιωτική πειθαρχία μιλάμε. Απαγορευόταν να παίξω έστω και μία νότα έξω απο αυτά που έγραφε η παρτιτούρα. Ηταν όμως τρομερά χρήσιμη εμπειρία, γιατί έτσι έμαθα να παίζω χορευτική μουσική.

    - Τί ήταν το πιό σημαντικό που σε δίδαξε ο Fajardo;

    - Τίς ρίζες. Την παράδοση. Τίς απαρχές όλου αυτού του πράγματος που σήμερα λέμε salsa. Πιστεύω πώς πρίν παίξεις προχωρημένα ή πειραματικά ή δημιουργικά, πρέπει πρώτα απ΄όλα να γνωρίσεις και να κατανοήσεις στην εντέλεια τίς ρίζες της μουσικής σου. Γι΄αυτό εκτιμώ πολύ τους Los Van Van. Μπορεί να έπαιζαν πάντα νεωτεριστικά, αλλά στη μουσική τους βλέπεις την γνώση της αφρο-κουβανέζικης παράδοσης, της santeria και των abakua, την ουσία της Κούβας απ΄όπου η μουσική τους έρχεται. Τέλος πάντων, έπαιζα με τον Fajardo και που και πού, με άφηνε να κάνω ένα μικρό σόλο κι όποτε τελείωνα, με κοιτούσε άγρια και μου έλεγε : «Τί τρέχει, θέλεις να παραβγείς μαζί μου;». Αλλά για τον Fajardo, αυτό ήταν μέρος της εκπαίδευσης μου. Ετσι φτάσαμε γύρω στο 1967, 1968, όταν στη Νέα Υόρκη άρχισε η έκρηξη της salsa.

    - Εσένα πώς σου φαινόταν το όλο περιβάλλον της Νέας Υόρκης και της salsa τότε;

    - Για μένα ήταν κάτι απίστευτο. Υπήρχαν τρομερές ορχήστρες, όπως του Richie Ray και του Eddie Palmieri που έπαιζαν φοβερά πράγματα, αλλά ήταν και η εποχή που σ΄αυτούς τους κύκλους άρχισαν να κυκλοφορούν πολλά ναρκωτικά. Αρχισα, λοιπόν, κι εγώ να παίρνω ναρκωτικά.

    - Σε τί ηλικία πήρες για πρώτη φορά;

    - Δώδεκα ετών. Γιατί την πρώτη φορά που έπαιξα με χορευτική ορχήστρα, στο διάλειμμα όλοι οι μουσικοί εξαφανίστηκαν και με άφησαν μόνο μου. Εγώ νόμιζα πώς έκανα κάτι που τους πείραξε ή πώς δέ με χώνευαν, όμως την επόμενη μέρα ένας απο αυτούς με πήγε εκεί που ήταν κι οι άλλοι και είδα πώς όλοι κάπνιζαν μαριχουάνα ή σνιφάριζαν κοκαϊνη.

    - Ακόμα και στην ορχήστρα του Fajardo ;

    - Ολος ο κόσμος ! Ετσι ήταν η φάση στη Νέα Υόρκη τότε και το θεωρούσαν απόλυτα φυσιολογικό. Μια μέρα, λοιπόν, με ρώτησαν «θέλεις;» κι εγώ, επειδή ήθελα να με αποδεχτούν, είπα ναί. Ετσι άρχισα να παίρνω ναρκωτικά και συνέχισα στα επόμενα χρόνια, που ήταν η εποχή που στη Νέα Υόρκη το κίνημα της salsa γινόταν όλο και πιο ισχυρό. Κάποια στιγμή, ξεκινήσαμε κάθε Τρίτη βράδυ τις συναντήσεις που πήραν το όνομα “Tuesday night’s jam sessions”, σ΄ενα κλαμπάκι της ανατολικής πλευράς της Νέας Υόρκης, το On Vinnie’s. Πρώτος ερχόταν ο Sonny Bravo, που εκείνη την εποχή ήταν πιανίστας του Fajardo…

    - Δεν ήξερα ότι ο Sonny Bravo είχε παίξει με τον Fajardo.

    - Βέβαια. Απο την ίδια ορχήστρα πήγαινα εγώ και μετά, απο την ορχήστρα του Ray Barretto μαζεύονταν ο Orestes Vilato, o Johnny Rodriguez, o Joe Magnozzi, o Rene Lopez κι ο τραγουδιστής του Barretto, o Adalberto Santiago. Αυτό, γύρω στο 1972. Μαζευόμασταν λοιπόν εκείνες τις Τρίτες κι αυτοσχεδιάζαμε, παίζαμε descargas ή κομμάτια salsa που ήταν της μόδας εκείνη την εποχή. Αλλά κάποια στιγμή, αποφασίσαμε να φτιάξουμε μια κανονική ορχήστρα, την οποία ονομάσαμε Tipica 73.

    - Οι μουσικοί του Ray Barretto για ποιό λόγο αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την ορχήστρα του, που ήταν τόσο δημοφιλής εκείνη την εποχή ;

    - Κοίτα, όταν παίζαμε τις Τρίτες στο On Vinnie’s είχαμε κάνει συμφωνία να πληρωνόμαστε με βάση τις εισπράξεις της πόρτας. Στην αρχή, το πράγμα πήγαινε έτσι κι έτσι, αλλα σιγά σιγά άρχισε να γίνεται γνωστή η φάση ώσπου τελικά, όλος ο κόσμος ερχόταν απο κάθε γωνιά της Νέας Υόρκης για να μας ακούσει, γιατί παίζαμε τρομερή μουσική.

    - Σε εκείνη την φάση, το γκρούπ σας είχε όνομα;

    - Οχι. Υπήρχε απλά ο τίτλος “Tuesday night’s jam sessions”, που τον είχε βάλει το μαγαζί. Αλλά σου λέω, ο κόσμος έτρεχε να μας δεί γιατί παίζαμε τρομερά, με μια πρωτόγνωρη ελευθερία κι αυτοσχεδιασμό. Τότε είπαμε να φτιάξουμε επίσημα την Tipica 73, αλλά εκείνες τις ημέρες ο Fajardo είχε μια πρόταση να πάει με την μπάντα στο Μαϊάμι, να παίζει σ΄ένα κλάμπ κάθε βράδυ και με ρώτησε αν ήθελα να πάω μαζί του.

    - Με καλά λεφτά ;

    - Οχι, χάλια λεφτά. Αλλα έκανα το λάθος να πάω με τον Fajardo και να παίζω κάθε βράδι στο ίδιο κλάμπ, που ήταν απίστευτη βαρεμάρα κι επιπλέον έπρεπε να κάνουμε διάφορες βλακείες σε στύλ σόου, να παίζουμε μουσική υπόκρουση για ταχυδακτυλουργούς, τραβεστί, κάτι χορεύτριες της συμφοράς, τέτοια πράγματα. Ενόσω, λοιπόν, εγώ ήμουν στο Μαϊάμι, οι άλλοι στη Νέα Υόρκη έφτιαξαν τελικά την Tipica 73 κι έβγαλαν τον πρώτο τους δίσκο αμέσως, που είχε μέσα κομμάτια σαν το “Manono” και το “La Candela”, κι έγινε τέτοιο σουξέ εκείνος ο δίσκος που όπου κι αν πήγαινα, δεν ακουγόταν τίποτα άλλο απο Tipica 73. Το είχα σκυλομετανιώσει βέβαια κι έβριζα τον εαυτό μου που δέν έμεινα στη Νέα Υόρκη. Φαντάσου ότι μέχρι κι ο ιδιοκτήτης του κλάμπ στο Μαϊάμι μας είπε να μοντάρουμε τα κομμάτια της Tipica για να τα παίζουμε με την ορχήστρα του Fajardo ! Τέλος πάντων, κάποια στιγμή δέν άντεξα άλλο, τα μάζεψα και γύρισα στη Νέα Υόρκη, όπου πήγα φυσικά να ζητήσω δουλειά απ΄την Tipica 73. Αυτοί το συζήτησαν μεταξύ τους και ύστερα μου είπαν πώς δέν έχω θέση στην ορχήστρα, επειδή τους είχα παρατήσει για να πάω με τον Fajardo. Ετσι, άρχισα να δουλεύω μ΄όποιον μου έδινε δουλειά. Επαιξα τότε με τον Ismael Miranda, σ΄εκείνο τον δίσκο που είχε το “Asi Se Compone Un Son”.

    - Οταν ξεκίνησε την Orquesta Revelacion;

    - Ακριβώς, είμαι και στο εξώφυλλο, ντυμένος μάγειρας. Αλλα είπαμε, έπαιζα με όλο τον κόσμο, αρκεί να μου πρόσφερε δουλειά. Τώρα, στο νότιο Μπρόνξ υπήρχε ένα διαμέρισμα, ένα υπόγειο, όπου ζούσαν οι αδελφοί Jerry και Andy Gonzalez. Εκεί μαζευόμασταν κάθε μέρα ένα σωρό μουσικοί και παίζαμε, έτσι, για πάρτη μας. Ηταν εκεί ο Nicky Marrero, o Patato, o Julito Collazo…

    - Αφού όλοι είσαστε επαγγελματίες μουσικοί, που έτσι κι αλλιώς παίζατε σχεδόν κάθε μέρα, ποιό ήταν το κίνητρο για να συναντιέστε σε ένα σπίτι και να παίζετε για τον εαυτό σας ;

    - Οι περισσότεροι είμασταν πολύ νέοι και εκεί περνούσαμε πολύ ωραία. Κοιμόμαστε χάμω κι ο χώρος ήταν τόσο γεμάτος απο μουσική, που υπήρχαν δίσκοι, βιβλία και όργανα απο τον ένα τοίχο ως τον άλλο κι απο το πάτωμα ως το ταβάνι. Παίζαμε και κυρίως, μελετούσαμε τη μουσική, όχι μόνο την salsa αλλά και την jazz. Ηταν σα μια ατελείωτη γιορτή, που επιπλέον την περνούσαμε καπνίζοντας όλη μέρα μαριχουάνα σαν τρελοί. Εκείνο το διάστημα, λοιπόν, οι αδελφοί Gonzalez έπαιζαν με τον Eddie Palmieri. Στην ορχήστρα του Palmieri ήταν τότε ο Chocolate Armenteros με τον Victor Paz στις τρομπέτες, ο Ronny Cuber με τον Mario Rivera στα σαξόφωνα, ο Barry Rogers και ο Jose Rodrigues στα τρομπόνια, μπάσο ο Andy Gonzalez, bongo o Chuky Lopez, timbales o Nicky Marrero, conga o Jerry Gonzalez, ο Palmieri πιάνο και τραγουδιστής ήταν ο Ismael Quintana. Μια μπάντα αδερφέ μου ! Απίστευτη ! Μια μέρα, ο Chocolate Armenteros, ο τρομπετίστας του Palmieri, αρρώστησε και επειδή είχαν ένα live κανονισμένο και δεν έβρισκαν αντικαταστάτη, οι αδερφοί Gonzalez είπαν του Palmieri «ξέρουμε έναν βιολιστή και μπορούμε να τον φέρουμε, να δούμε πώς θα ακούγεται». Ο Palmieri, που είχε πάντα πολύ ανοιχτό μυαλό στη μουσική, είπε αμέσως ναί. Πήγα λοιπόν, κι έχοντας συνηθίσει να παίζω με την charanga του Fajardo, μόλις στάθηκα στην σκηνή μ΄εκείνη την τρομακτική μπάντα του Palmieri, ένιωσα σαν ένα λιοντάρι να βρυχόταν πίσω μου. Σκέφτηκα αμέσως «τί βλακείες έπαιζα τόσα χρόνια;». Μόλις τελείωσε το πρώτο κομμάτι, ο Palmieri σηκώθηκε απο το πιάνο και μου είπε «θές να γίνεις μέλος του γκρούπ;». Συμφωνήσαμε προφορικά επί τόπου, πάνω στην σκηνή. Εμεινα πέντε χρόνια μαζί του κι ηχογράφησα στον δίσκο “The Sun Of Latin Music”, που κέρδισε το πρώτο latin Grammy στην ιστορία. Μέσα απο την εμπειρία μου με τον Palmieri, άλλαξα ολοκληρωτικά. Πρίν, ήμουν ένας τυπικός Κουβανός, ντυνόμουν με κοστούμι και γραβάτα αλλά σταδιακά, μεταμορφώθηκα σ΄έναν τρελαμένο τύπο με τεράστιο «άφρο» μαλλί, μούσι και μπλου τζίν. Ο Fajardo μπορεί να μου δίδαξε τις ρίζες, αλλα ο Palmieri μου δίδαξε την τρέλα και την ελευθερία. Στην ορχήστρα του Fajardo απλά συνόδευα με το βιολί, ενώ ο Palmieri μ΄έκανε σολίστα. Τότε ήταν που άρχισα να αγοράζω όλα εκείνα τα ηλεκτρονικά εφφέ, που χρησιμοποιούσαν οι κιθαρίστες του rock, με τα οποία έφτιαξα τον ήχο μου ως σολίστας.

    - Πώς διαμόρφωσες αυτό το στύλ αυτοσχεδιασμού στο βιολί, δεδομένου πως στην εποχή εκείνη δέν υπήρχε, ούτε είχε υπάρξει, άλλος βιολιστής-σολίστας στην χορευτική latin μουσική ;

    - Χάρη στον Eddie Palmieri, βέβαια, γιατί ήταν αυτός που μου έδωσε την ελευθερία και με παρότρυνε να το κάνω.

    - Δηλαδή τί σου είπε ;

    - Δώστα όλα, και μή σε νοιάζει τίποτα, γιατί καλύτερα να παίξεις ό,τι θες και να κανεις ένα λάθος παρά να φοβάσαι να εκφραστείς και να μην παίζεις τίποτα. Αυτό μου είπε. Μερικές φορές σηκωνόταν απ΄το πιάνο και με άφηνε μόνο στη σκηνή να σολάρω όση ώρα ήθελα.

    - Ομως στην κουβανέζικη μουσική, απ΄όπου προερχόσουν, ο ρόλος του βιολιστή-σολίστα ήταν πρακτικά άγνωστος. Ο Palmieri σε ενθάρρυνε, αλλα εσύ πώς κατάφερες να «εφεύρεις» ένα ολόκληρο στύλ παιξίματος που δέν υπήρχε πρίν απο εσένα;

    - Εγώ πατούσα στην παράδοση της charanga, αλλά συγχρόνως, εκείνη την εποχή άκουγα πολύ rock. Jimmy Hendrix, Blood Sweat & Tears, Chicago, Earth Wind & Fire...Ακουγα πολλή τέτοια μουσική στο σπίτι μου και πειραματιζόμουν παίζοντας με το βιολί, προσπαθώντας να κάνω το παίξιμο μου όσο το δυνατόν πιο ελεύθερο και εκφραστικό. Ο Palmieri μου έδωσε τον χώρο να μεταφέρω αυτό το στύλ στην salsa. Κάποια στιγμή, όλη η ορχήστρα του Palmieri, κι εγώ μαζί, πήγαμε κι εγκατασταθήκαμε στο Σαν Φρανσίσκο.

    - Μιλάς για την εποχή που στην μπάντα τραγουδούσε ο Lalo Rodriguez;

    - Ακριβώς. Η ορχήστρα είχε πιά αλλάξει πολλά πρόσωπα, γιατί κάμποσο καιρό πρίν, οι αδελφοί Gonzalez κι άλλοι μουσικοί της μπάντας κανόνισαν μια συνάντηση με τον Palmieri και του έκαναν διάφορα παράπονα.

    - Τί παράπονα ;

    - Ξέρεις, ζητήματα που ανακύπτουν όταν μια ομάδα ανθρώπων δουλεύει και περνάει πολύ χρόνο μαζί, για πολλά χρόνια. Ο Eddie τους είπε τότε το αμίμητο : Αν έχετε τόσα παράπονα απο εμένα, κανένα πρόβλημα. Θα φύγω απο την ορχήστρα! Κι έφυγε απο την ίδια του την ορχήστρα! Φυσικά, έφτιαξε αμέσως καινούρια μπάντα, ενώ οι περισσότεροι απο τους μουσικούς της παλιάς έφτιαξαν τότε το Conjunto Libre. Τέλος πάντων, με την καινούρια μπάντα πήγαμε στο Σαν Φρανσίσκο, μείναμε ένα διάστημα εκεί, σε μια πραγματικά τρελή περίοδο, οπότε ο Palmieri ξαναγύρισε στη Νέα Υόρκη κι εγώ έμεινα στην Καλιφόρνια κι έπαιξα για κανένα τρίμηνο με τον Santana. Ηταν καλή φάση, αλλά τότε ο Santana ήταν κολλημένος με τον γκουρού του και την ινδική θρησκεία, με αποτέλεσμα να βαρεθώ και το γκρούπ και την Καλιφόρνια. Πάνω στην ώρα, μου τηλεφώνησε ο Johnny Rodriguez και μου είπε ότι η Tipica 73 είχε σπάσει στα δύο κι οι μισοί μουσικοί είχαν φτιάξει άλλο γκρούπ, τους Kimbos.
    - Γιατί συνέβη αυτό ;

    - Για θρησκευτικούς λόγους. Ολοι οι μουσικοί ήταν πιστοί της santeria και οι περισσότεροι, μάλιστα, ήταν ιερείς. Αλλά καθώς «ανήκαν» σε διαφορετικούς «ναούς» της θρησκείας, κάποια στιγμή οι padrinos, οι «πνευματικοί πατέρες» τους δηλαδή, τσακώθηκαν και τα «πνευματικά παιδιά», μεταξύ των οποίων και οι μουσικοί της Tipica, πήραν ο καθένας το μέρος του «ναού» που ανήκε. Ετσι η μπάντα διαιρέθηκε. Οταν, λοιπόν, ο Johnny Rodriguez μου είπε αν ήθελα να γίνω μέλος της καινούριας Tipica, είπα αμέσως ναί. Γύρισα στη Νέα Υόρκη κι εκεί βρήκα τους άλλους νέους μουσικούς, όπως τον τραγουδιστή Tito Allen, τον τρομπετίστα Leonel Sanchez, τον περκασιονίστα Jose Grajales, τον σαξοφωνίστα Mario Rivera και τον φλαουτίστα Gonzalo Fernandez. Ηχογραφήσαμε ένα καταπληκτικό δίσκο τότε, το “Rumba Caliente”, με κομμάτια όπως το “Pare Cochero”, “Guaguanco de los Violentos”, “Rumba Caliente”. Οποτε παίζαμε ειδικά το “Guaguanco De Los Violentos” στις συναυλίες, γινόταν τέτοια φάση που δέν μπορούσαμε να σταματήσουμε, το παίζαμε πολλή ώρα αυτοσχεδιάζοντας συνεχώς και σολάροντας. Φίλε μου, η Tipica 73 ήταν η καλύτερη μπάντα που έβγαλε η Νέα Υόρκη εκείνα τα χρόνια. Μπορούσε να παίξει σαν charanga, με το βιολί και το φλάουτο, ή σαν conjunto, με τίς τρομπέτες, ή ακόμα και σαν big band με όλα τα όργανα μαζί. Μπορούσαμε να παίξουμε τα πάντα και γράψαμε μερικούς τρομερούς δίσκους, που έμειναν στην ιστορία.

    - Η Tipica 73 ήταν η πρώτη ορχήστρα που πήγε απο τίς Η.Π.Α. στην Κούβα για να ηχογραφήσει εκεί ένα άλμπουμ με Κουβανούς μουσικούς, το “Intercambio Cultural” του 1979. Μίλησε μου γι’ αυτό.

    - Αυτή η κίνηση μας δημιούργησε μεγάλα προβλήματα, γιατί οι κύκλοι κατά του Fidel Castro στις Η.Π.Α. μας έγραψαν στη μαύρη λίστα και μας έκαναν τρομερό πόλεμο. Οι εφημερίδες και τα Μέσα Ενημέρωσης μας επιτέθηκαν με σφοδρότητα και δεχόμασταν απειλές ότι θα μας έβαζαν βόμβα σε κάποια συναυλία.

    - Πόσο μείνατε στην Κούβα;

    - Δύο εβδομάδες. Δύο απίστευτες εβδομάδες. Φτάσαμε εκεί και μας ρώτησαν «ποιά ορχήστρα κάνετε κέφι να δείτε;». Τους δώσαμε μια λίστα με όλα τα γκρούπ που γουστάραμε και μας τους έφεραν όλους, για να παίξουν για πάρτη μας στο ξενοδοχείο. Τους βλέπαμε και σχεδόν δακρύζαμε απο συγκίνηση. Στις πέντε το πρωί, έλεγα πώς θα πάω για ύπνο. Με το που έπεφτα στο κρεβάτι, άκουγα απο κάτω μουσική. Ποιός να΄ναι πάλι, σκεφτόμουν. Αμαν, η Orquesta Riverside! Σκατά, ντυνόμουν πάλι και ξανακατέβαινα. Πέρασα δύο εβδομάδες χωρίς ύπνο.

    - Η Tipica 73 ήταν, παρ΄όλα αυτά, μια salsa ορχήστρα απο τη Νέα Υόρκη, σε μια εποχή που στην Κούβα έβλεπαν οτιδήποτε έφερε τον τίτλο “salsa” με αρκετή καχυποψία, αν όχι με εχθρότητα. Η μουσική σας πώς έγινε δεκτή στην Κούβα;

    - Καταλαβαίνω τί θες να πείς, αλλα πρώτον, εμείς είμαστε μια πάρα πολύ καλή ορχήστρα, δεύτερον στην Κούβα εκτίμησαν πολύ την τόλμη μας να πάμε εκεί, οπότε γενικά μας δέχθηκαν πάρα πολύ θετικά. Εμένα προσωπικά, οι βιολιστές της Κούβας με είχαν ήδη ακουστά και με σέβονταν πολύ. Ηταν, λοιπόν, μια υπέροχη εμπειρία, αλλά επίσης, ήταν και η καταστροφή της Tipica 73, καθώς απο εκεί κι έπειτα οι Κουβανοί των Η.Π.Α. μας έκαναν πραγματικό εμπάργκο κι αυτό μας δημιούργησε τεράστια προβλήματα. Θεώρησαν την επίσκεψη μας στην Κούβα σαν ύψιστη προσβολή, όμως εμείς σε καμμία περίπτωση δεν πήγαμε εκεί για να στείλουμε οποιοδήποτε πολιτικό μήνυμα ή να σπάσουμε το αμερικάνικο εμπάργκο στο νησί. Το κάναμε μόνο απο αγάπη για τη μουσική, γιατί για όλους μας ήταν ένα όνειρο το να πάμε στην Κούβα. Ειδικά εγώ, που είχα φύγει απο εκεί το 1965, είχα την ευκαιρία να ξαναδώ την οικογένεια μου και το σπίτι που γεννήθηκα. Η συγκίνηση μου ήταν στ΄αλήθεια μεγάλη. Μετά που γυρίσαμε στις Η.Π.Α., η εταιρεία που φτιάχνει τα λατινοαμερικάνικα κρουστά όργανα, η Latin Percussion, αποφάσισε να φτιάξει ένα γκρούπ προκειμένου να προωθήσει τη latin μουσική και, βεβαίως, τα προϊόντα της. Το γκρούπ ονομάστηκε Latin Percussion Jazz Ensemble και είχε επικεφαλής τον Tito Puente, ενώ κατά καιρούς συμμετείχαν και οι Carlos “Patato” Valdes, Eddie Martinez, Johnny Rodriguez, Jorge Dalto, Mike Vinas και άλλοι, απο ένα σημείο και μετά όμως λειτούργησε ως κουιντέτο. Ταξιδέψαμε σε όλο τον κόσμο με εκείνο το γκρούπ, πήγαμε σε κάπου 40 χώρες κι ήταν πάρα πολύ καλά, γιατί με τους Latin Percussion Jazz Ensemble δέν είμαστε υποχρεωμένοι να παίζουμε για να χορεύει ο κόσμος, αλλά για ένα κοινό σε θέατρα ή αίθουσες συναυλιών, που καθόταν και μας άκουγε προσεκτικά, οπότε είχαμε την δυνατότητα να «απλώσουμε» περισσότερο τα σόλο μας και να παίξουμε πιο προχωρημένα πράγματα.

    - Alfredo, θα ήθελα να επιστρέψω εν μέρει στην προηγούμενη ερώτηση: Ποιά είναι η γνώμη σου για την σχέση ανάμεσα στην κυρίως ειπείν μουσική της Κούβας και την salsa, έτσι όπως αυτή αναδύθηκε απο τον ισπανόφωνο πληθυσμό της Νέας Υόρκης

    - Κοίταξε, με δυό λόγια αυτό που συνέβη ήταν ότι, αφού έκλεισαν τά σύνορα της Κούβας προς τον έξω κόσμο, στις Η.Π.Α. χρησιμοποίησαν τον όρο salsa για την κουβανέζικη μουσική που έπαιζαν εκεί. Ως τότε, πήγαινες σε ένα δισκάδικο κι έψαχνες κομμάτια και δίσκους ανάλογα με τους διάφορους επι μέρους ρυθμούς, έλεγες «δώσε μου ενα mambo, ένα son montuno» και λοιπά. Ο Jerry Masucci, ο ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Fania, πολύ έξυπνα τα έβαλε όλα αυτά κάτω απο την ταμπέλα “salsa” κι έτσι έπιασε στην αγορά. Αλλά για μένα, η μουσική είναι μουσική και δέ με νοιάζει απ΄όπου κι αν έρχεται ή όπως κι αν λέγεται. Είναι όμως αλήθεια πώς στην Κούβα αρνούνταν για πολλά χρόνια την λέξη salsa, αλλά κάποια στιγμή συνειδητοποίησαν πώς απο καθαρά οικονομική και εμπορική σκοπιά, αυτή τους η άρνηση απέβαινε εναντίον της κουβανέζικης μουσικής. Τί έκαναν εν τέλει; Ονόμασαν κι αυτοί την δική τους μουσική salsa για να μπορέσουν να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό της διεθνούς αγοράς. Με την ευκαιρία, να σου πώ ότι μ΄αρέσει αυτή η συνέντευξη που κάνουμε, γιατί λέμε πράγματα που είναι σημαντικά να τα ξέρει ο κόσμος και θέλω να σε συγχαρώ, γιατί συνεισφέρεις στην πληροφόρηση και την παιδεία γύρω απο αυτή τη μουσική, το οποίο είναι μια πολύ σημαντική ευθύνη, κι ακόμα, υποστηρίζεις την καλή μουσική κι όχι τα διάφορα hits της μόδας. Γιατί πολλές φορές ο κόσμος δεν ξέρει και ο ένας λέει πως η salsa είναι κουβανέζικη, ο άλλος πως η salsa είναι πορτορικάνικη, ο παράλλος πώς χορεύει κουβανέζικα κι ένα σωρό τέτοια, που δείχνουν την σύγχυση που επικρατεί.

    - Ευχαριστώ. Υπάρχει όμως και η κάπως ακραία άποψη ανθρώπων όπως ο Tito Puente ή η Celia Cruz, που πάντοτε έλεγαν πώς η salsa δέν υπάρχει και πώς όλο αυτό που οι υπόλοιποι ονόμαζαν salsa δέν είναι παρά σκέτη κουβανέζικη μουσική. Εσύ συμφωνείς με αυτό;

    - Οχι, δεν συμφωνώ. Είναι αλήθεια πώς ξεκίνησε έτσι, αλλά στην πορεία άλλαξε, καθώς παιζόταν απο πορτορικάνους, παναμέζους και κολομβιάνους και κατέληξε μια διαφορετική ιστορία απο την μουσική της Κούβας. Αλλα για πες μου, τί παίζει για παράδειγμα ο Oscar D’Leon;

    - Καλά, ο Oscar D’Leon είναι γνωστό ότι έχει επηρρεαστεί πολύ απο τη μουσική της Κούβας. Αλλά πες μου εσύ, τί παίζει ο Willie Colon;

    - Ο Willie Colon παίζει πιο βραζιλιάνικα.

    - Σωστά. Θα έλεγα πιο νεοϋορκέζικα, με στοιχεία βραζιλιάνικα. Η Sonora Poncena, απο την άλλη, είναι φανερό πώς πατάει περισσότερο στη μουσική της Κούβας.

    - Κι ο Roberto Roena το ίδιο.

    - Οχι, ο Roena έχει κάνει πολλά διαφορετικά πράγματα, έχει επίσης διασκευάσει βραζιλιάνικη μουσική, ενώ στους δίσκους του ακούς πολλά στοιχεία απο rock και funk.

    - Ξέρεις τι λέω τελικά ; Πώς η salsa, τώρα πιά, δεν είναι ούτε κουβανέζικη ούτε πορτορικάνικη. Στην πραγματικότητα, ανήκει σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική.

    - Αυτή ακριβώς είναι και η δική μου γνώμη.

    - Είναι μια μουσική με την οποία ταυτίζονται όλοι οι λατινοαμερικάνοι. Και πάνω απ΄όλα, οι λατινοαμερικάνοι της ξενιτιάς, αυτοί που ζούν μακριά απο τις χώρες τους. Αν είσαι, ας πούμε, λατινοαμερικάνος που ζείς στην Ελλάδα, ακούς ένα κομμάτι salsa κι αυτομάτως, σε μεταφέρει στη γειτονιά σου και στην γωνία του δρόμου πλάι στο σπίτι σου. Σου έρχεται η μυρωδιά απ΄το φαγητό που μαγείρευε η γιαγιά σου και νιώθεις σα να το γεύεσαι πραγματικά. H salsa είναι ένα ταξίδι, μια σημαία, μια πατρίδα. Είναι όλα αυτά μαζί.

    - Ακριβώς. Η salsa είναι σίγουρα μια κατάσταση που δέν περιγράφεται μόνο με μουσικούς όρους, αλλά περισσότερο ανήκει στην ευρεία λαϊκή κουλτούρα της Λατινικής Αμερικής.

    - Ετσι είναι. Αλλά πρόσεξε: Η salsa του 60 και του 70 δέν είναι ίδια με τη σημερινή. Τότε είχε πιο έντονη πολιτιστική και πολιτική ταυτότητα, γιατί η ισπανόφωνη μειονότητα της Νέας Υόρκης τότε ξεκινούσε να πατάει στα πόδια της, να ξεπροβάλλει σαν οντότητα και να παλεύει για να επιβληθεί στο περιβάλλον της. Αυτός ο αγώνας αποτυπώθηκε στη μουσική εκείνης της εποχής, που αντίστοιχα ήταν γεμάτη επιθετικότητα, στο παίξιμο και στο πνεύμα. Αργότερα όμως, καθώς ο μέσος λατινοαμερικάνος βρήκε δουλειά, σπίτι, κι απέκτησε πρόσβαση σε κάποιες ανέσεις, δέν υπήρχε πιά ανάγκη για τόση πάλη, οπότε καθώς ημέρευε εκείνος, άρχισε να ημερεύει και η μουσική του αντίστοιχα. Κατάλαβες ; Γιατί πιά δέν είχε την ανάγκη ν΄ανοίξει δρόμο στη ζούγκλα με τη ματσέτα, όπως λέμε, δηλαδή να φωνάξει ποιός είναι για να τον σεβαστούν. Ο ισπανόφωνος έχει δύναμη πιά στην Αμερική, άρα έχει πάψει να αγωνίζεται και το ίδιο συνέβη και στη μουσική του. Βέβαια, τα πάντα στη μουσική, ακόμα και το rock κι η jazz, διαγράφουν έναν κύκλο κι επανέρχονται, γι΄αυτό σήμερα βλέπουμε μια αναβίωση της κλασικής salsa. Αλλά πες μου, εσύ πιστεύεις πώς η salsa θα εξαφανιστεί;

    - Οπωσδήποτε βρίσκεται σε πτώση, αλλά όχι, δεν πιστεύω πώς θα εξαφανιστεί.

    - Ούτε εγώ πιστεύω πως θα εξαφανιστεί, όμως φοβάμαι πώς θα καταλήξει κάπως σαν την jazz, δηλαδή μια μουσική με συγκεκριμένο και επιλεγμένο ακροατήριο, απο το οποίο θα απουσιάζει η νεολαία.

    - Κάτι τέτοιο είναι πράγματι πιθανό.

    - Αν γίνει αυτό, πιστεύω πώς την ευθύνη θα την έχουμε εμείς οι μουσικοί, γιατί δεν θέλουμε πιά να ρισκάρουμε και να δοκιμάσουμε νέα πράγματα. Αλλά κι ο κόσμος θέλει ν΄ακούει τα ίδια. Οταν γύρισα να εγκατασταθώ στη Νέα Υόρκη, πριν λίγα χρόνια, άρχισα να παίζω τα τραγούδια του προτελευταίου δίσκου μου, του “Latitudes”, που για μένα είναι ένας εξαιρετικός δίσκος, τον οποίο ηχογράφησα κυριολεκτικά στο σαλόνι του σπιτιού μου στο Μιλάνο. Οταν λοιπόν άρχισα να παίζω αυτό το υλικό στη Νέα Υόρκη, ο κόσμος μου έλεγε «ρε φίλε, γιατί δέν μας παίζεις αυτά που έπαιζες πρίν 20 χρόνια;». Πρόσφατα, έκανα τον δίσκο “La Llave De Oro”, που έχει κυρίως διασκευές παλιών κομματιών σε στύλ charanga, κι όλοι είπανε «τώρα μάλιστα, αυτό θέλαμε απο σένα να μας παίξεις»...

    - Ναί, αλλά το “La Llave De Oro” έχει κάτι που λείπει απ΄όλη σχεδόν τη μοντέρνα salsa δισκογραφία : Εχει αυτό που λέμε “sabor”, αυτή την χορευτική «νοστιμιά» και την ρυθμική αίσθηση που δέν βρίσκεις εύκολα στη σημερινή μουσική.

    - Ναί, κι έχει κάτι ακόμα : Απλότητα.

    - Ακριβώς αυτό. Γιατί πώς γίνεται να ακούς, ας πούμε, παλιές ηχογραφήσεις του Rafael Cortijo ή του Ismael Rivera, των οποίων η μουσική ήταν τεχνικά απλούστατη, και να σε συναρπάζει τόσο το αποτέλεσμα ;

    - Γιατί όσο πιο απλή είναι η μουσική, τόσο πιο σταθερά πατάει πάνω στο clave, ενώ όσο πιο πολύπλοκες γίνονται οι ενορχηστρώσεις, τόσο πιο δυσλειτουργική καταλήγει η μουσική. Κοίτα το παράδειγμα του Buena Vista Social Club. Κομμάτια απλά, παραδοσιακά, που όμως κατέκτησαν όλο τον κόσμο.

    - Σύμφωνοι, αλλά το Buena Vista στηρίχθηκε και απο μια πολύ μεγάλη επικοινωνιακή καμπάνια.

    - Το οποίο αποδεικνύει ότι ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο που λείπει απο την σημερινή salsa είναι η αποτελεσματική δισκογραφική βιομηχανία. Η κρίση δέν είναι μόνο μουσική, είναι και δισκογραφική, γιατί σήμερα καμμία εταιρεία δέν επενδύει αξιόλογα χρήματα στην salsa. Και δεν επενδύουν χρήματα γιατί δέν κερδίζουν χρήματα πια απο την salsa. Προτιμούν, λοιπόν, να επενδύουν στο reggaeton, αφού πουλάει πάρα πολύ.

    - Επιπλέον, το reggaeton απαιτεί ελάχιστα έξοδα παραγωγής, καθώς φτιάχνεται απο δυο – τρία άτομα στο στούντιο.

    - Και δεν χρειάζεται να είσαι καν μουσικός για να παίξεις reggaeton, αφού τα πάντα γράφονται και παίζονται απο τους υπολογιστές. Ομως κι ο κόσμος δέν έχει όρεξη πιά για πραγματικά ενδιαφέρουσες μουσικές. Εχουν σημαντικά καθημερινά προβλήματα να λύσουν για να νοιαστούν για το μέλλον της salsa ή οποιασδήποτε μουσικής. Είμαστε λίγοι αυτοί που καθόμαστε να αναλύσουμε αυτά τα πράγματα και ν΄ακούσουμε πραγματικά καλή μουσική. Ομως, τα κομμάτια του Cheo Feliciano, του Hector Lavoe ή του Ismael Rivera ποτέ δέν ακούγονται παλιωμένα ή ξεπερασμένα και πάντα θα ζούν στην συνείδηση των λατινοαμερικάνων. Ακούς σήμερα το “Gasolina”, το reggaeton, αλλά μετά απο έξι μήνες δεν θες να το ξανακούσεις ποτέ σου, γιατί αυτό που σου προσφέρει είναι πάρα πολύ φτωχό. Είναι μόνο μουσική για τα πάρτι και τις ντισκοτέκ κι απο αυτή την άποψη το σέβομαι το reggaeton, γιατί πιστεύω πως όποιος ξοδεύει ώρες και παιδεύεται για να δημιουργήσει κάτι αξίζει αυτόματα τον σεβασμό.

    - Σωστά. Ας γυρίσουμε όμως στην αφήγηση της προσωπικής σου ιστορίας. Που είχαμε μείνει;

    - Στον Tito Puente και στο Latin Percussion Jazz Ensemble. Επαιζα με αυτούς, γιατί η Tipica 73 βρισκόταν πιά σε κατάσταση διάλυσης. Εκείνη την εποχή, κι αυτό είναι κάτι που λίγοι ξέρουν αλλά τώρα πια μπορώ να το πώ, αντιμετώπισα ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα στη Νέα Υόρκη με τα ναρκωτικά και την αμερικανική δικαιοσύνη, εξ αιτίας του οποίου κινδίνευσα να καταδικαστώ σε πολυετή φυλάκιση. Μπροστά σε εκείνη την προοπτική, αποφάσισα να φύγω απο την χώρα. Μάζεψα τα πράγματα μου, πήρα το διαβατήριο μου κι έβγαλα ένα εισιτήριο για την Κολομβία. Είχα μια προσφορά για δουλειά, οπότε πήγα στο Juanchito, έξω απο το Cali. Είναι αυτό που λέμε ουδέν κακόν αμιγές καλού, γιατί τελικά στην Κολομβία ήταν που έγινα πραγματικά κάποιος κι απέκτησα μεγάλο όνομα σαν καλλιτέχνης. Απο απλός μουσικός, έγινα μαέστρος.

    - Αν υποθέσουμε πώς μπορούσες να μείνεις στη Νέα Υόρκη, πώς νομίζεις ότι θα εξελισσόσουν εκεί ;

    - Θα ήμουν ένας απο τους τόσους μουσικούς της Νέας Υόρκης, να σκυλοβαριέμαι και να παίζω χρόνο με το χρόνο τα ίδια πράγματα.

    - Ναί, αλλά πρίν φύγεις απο τη Νέα Υόρκη, είχες βγάλει κάποιους εξαιρετικούς προσωπικούς δίσκους, όπως το πρώτο σου που ήταν πολύ πειραματικό ή το “Triunfo”, ένα θαυμάσιο άλμπουμ σε στύλ charanga.

    - Το “Triunfo” ήταν σούπερ, σίγουρα. Αλλα ο Θεός ξέρει τί κάνει και στην Κολομβία απέκτησα ένα διαφορετικό μουσικό στύλ κι ανέπτυξα έναν άλλο τρόπο παιξίματος. Πιο πρίν, νόμιζα πώς η Νέα Υόρκη ήταν το κέντρο του κόσμου και πως ο υπόλοιπος πλανήτης βρισκόταν σε πρωτόγονη κατάσταση. Αλλα στην Κολομβία κατάλαβα ότι όχι μόνο αυτό δεν ίσχυε, μα πώς υπήρχε αληθινή μαγεία σε άλλες χώρες.

    - Πώς βρήκες την Κολομβία, την εποχή που έφτασες για να ζήσεις εκει;

    - Οταν πήγα, το κομμάτι που ήταν νούμερο ένα χιτ σ΄ολόκληρη τη χώρα ήταν δικό μου, το “Somos Los Reyes Del Mundo”. Πολύ μεγάλη επιτυχία, παιζόταν όλη μέρα στο ραδιόφωνο. Λοιπόν, άρχισα να παίζω για την ντόπια υψηλή κοινωνία, τα μέλη της κυβέρνησης, ακόμα και τον πρόεδρο της χώρας. Εκτός αυτού, καθώς έπαιρνα ακόμα ναρκωτικά, σκεφτόμουν πως στην Κολομβία είχα βρεί τον παράδεισο! Πρόσεξε όμως, δέν θέλω να υποτιμήσω την Κολομβία με αυτό που λέω, γιατί είναι η δεύτερη πατρίδα μου, την αγαπάω παθολογικά και πιστεύω πώς είναι μια χώρα γεμάτη ομορφιά, ποιότητα και καταπληκτικούς ανθρώπους. Στην Κολομβία ξαναβρήκα το σπίτι μου, τον κόσμο μου, τον εαυτό μου. Εμεινα δεκατέσσερα χρόνια εκεί.

    - Σε ποιά πόλη;

    - Επτά μήνες στο Cali, κατόπιν έντεκα χρόνια στο Medellin και τα υπόλοιπα στην Bogota. Μάλιστα, στην Bogota, καθώς στα νιάτα μου είχα σπουδάσει και ηθοποιία, άρχισα να παίζω σε διάφορες telenovelas, τηλεοπτικές σαπουνόπερες.

    - Μπράβο! Σε είχα δεί σε μια novela που έπαιζαν γύρω στο 1997 στην Κούβα. “Azucar” δεν λεγόταν ;

    - Ναί, έπαιξα στο “Azucar”. Είχε πλάκα, γιατί όταν εκείνη την εποχή πήγα στην Κούβα για μια ηχογράφηση, όλος ο κόσμος με έδειχνε στον δρόμο κι έλεγαν «κοίτα, αυτός που παίζει στο “Azucar” !». Με ήξεραν όλοι, λόγω σαπουνόπερας φυσικά. Θέλω να πώ, όμως, πώς στην Κολομβία ήταν που αποτοξινώθηκα οριστικά και θέλω να ξεκαθαρίσω ότι έχω κλείσει δεκαοκτώ χρόνια μακριά απο τα ναρκωτικά, ύστερα απο πάρα πολλά χρόνια που ήμουν άσχημα μπλεγμένος. Είναι πολύ σημαντικό να το αναφέρουμε αυτό, γιατί υπάρχουν ακόμα πάρα πολλοί άνθρωποι εθισμένοι στις ουσίες και θέλω να τους πώ ότι αφού κατάφερα να καθαρίσω εγώ, τότε ο καθένας μπορεί να το κάνει. Το καθοριστικό για μένα ήταν να συνειδητοποιήσω τελικά πόσο άθλια ήταν η κατάσταση μου και να αναζητήσω βοήθεια. Πιστεύω πώς όποιος αναγνωρίσει θαρραλέα το πρόβλημα του και ζητήσει βοήθεια, θα σωθεί απ΄τα ναρκωτικά. Για πολλά χρόνια, εγώ δέν πίστευα πώς θα μπορούσα να απεξαρτηθώ. Ελεγα σ΄όλους πώς όταν πεθάνω, δέν θέλω να με θάψετε, θέλω να συνεχίσετε να με κουβαλάτε στίς φιέστες και να μου ρίχνετε πρέζα στο κορμί. Αλλά ακόμα κι εγώ απεξαρτήθηκα.

    - Alfredo, είναι αληθινό το περιστατικό μ΄εσένα και τον Πάπα;

    - Απολύτως αληθινό. Οταν επισκέφθηκε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος την Κολομβία, με κάλεσαν απο την κυβέρνηση να δώσω ένα ρεσιτάλ προς τιμήν του σε μια εκδήλωση παρουσία του προέδρου. Προετοιμαζόμουν δύο μήνες για εκείνη την ημέρα και το προηγούμενο βράδι, είπα «θα βγώ να πιώ μόνο ένα ποτάκι, έτσι για να το γιορτάσω». Αλλα έμπλεξα, μέθυσα κι έπαιρνα ναρκωτικά όλη τη νύχτα και στις 9 το πρωί, που ήταν προγραμματισμένο το ρεσιτάλ ενώπιον του Πάπα, είπα «στο διάολο ο Πάπας, τί να πάω να κάνω μ΄αυτόν τον γέρο με τ΄άσπρα» και δέν πήγα. Συνέχισα την φιέστα. Εκεί πραγματικά έπιασα πάτο κι όταν ξενέρωσα, αποφάσισα πώς ήταν ώρα ν΄αλλάξω. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή άρχισα να κάνω δουλειές και έξω απο την Κολομβία, με πρώτο προορισμό μου την Ελβετία, σε μια δουλειά που μου είχε κλείσει ένας Κολομβιανός ατζέντης που, σημειωτέον, μου έφαγε και τα λεφτά. Εκεί γνώρισα τον Hector Legarreta, της Duende Management στην Ιταλία, που με στήριξε πολύ, ενώ επίσης με βοήθησε κι ο καλός μου φίλος, ο Gabriel Garcia Marquez.

    - Είστε φίλοι με τον Gabriel Garcia Marquez;

    - Βέβαια. Ο Gabriel είναι εκπληκτικός άνθρωπος. Τον γνώρισα όταν ο αδερφός του είχε σοβαρό πρόβλημα με τα ναρκωτικά κι ο Marquez μου τηλεφώνησε και μου ζήτησε να τον βοηθήσω, πράγμα που έκανα και ο αδερφός του κατάφερε να απεξαρτηθεί και να αναπαυθεί αργότερα ήσυχος και εν ειρήνη, γιατί ήταν ηλικιωμένος. Μέσα απο αυτή την ιστορία γνωριστήκαμε και γίναμε φίλοι με τον Marquez και την γυναίκα του. Αργότερα, μου ανταπέδωσε την χάρη, όταν με βοήθησε να αποκτήσω την κολομβιάνικη υπηκοότητα. Ακόμα, με έστειλε να εκπροσωπήσω την Κολομβία στην μεγάλη έκθεση Expo Sevilla του 1992. Πάει καιρός που πέρασα τίς γιορτές των Χριστουγέννων σπίτι του, οικογενειακά, με την γυναίκα του, τα έντεκα αδέρφια του, τα παιδιά και την μητέρα του, Θεός σχωρέστην. Ηταν καταπληκτικά και πάντοτε σκέφτομαι τον Gabriel σαν έναν απίστευτο άνθρωπο και πολύ αγαπημένο φίλο.

    - Μια και μιλάμε για τον Marquez, που είναι δηλωμένος φανατικός του κολομβιάνικου vallenato, νομίζω πώς κι εσύ ηχογράφησες αρκετά κομμάτια αυτού του είδους όσο ήσουν στην Κολομβία, έτσι δεν είναι;

    - Ακριβώς. Εκανα έναν ολόκληρο δίσκο, το “Alfredo de la Fe : Vallenato”, γιατί στην Κολομβία είχα την ευκαιρία να μάθω πολλά για την δική τους μουσική που είναι πάρα πολύ πλούσια και μου αρέσει πολύ. Ελεγα λοιπόν πώς όταν γνώρισα τον Legarreta της Duende Management, που διοργανώνει συναυλίες, άρχισα να έρχομαι συχνά στην Ευρώπη για εμφανίσεις. Εκείνη την εποχή στην Κολομβία τα πράγματα είχαν γίνει πολύ δύσκολα, λόγω της βίας και της εγκληματικότητας, και ειδικά οι μουσικοί είχαν μεγάλο πρόβλημα να βρούν δουλειά, καθώς η κυβέρνηση πέρασε ένα νόμο που υποχρέωνε όλα τα νυχτερινά κέντρα να κλείνουν στις έντεκα το βράδυ. Αφού όμως οι Κολομβιάνοι ήταν συνηθισμένοι να βγαίνουν στις έντεκα, επόμενο ήταν η νυχτερινή ζωή να πέσει πάρα πολύ και λόγω όλων αυτών, άρχισα να σκέφτομαι να φύγω οριστικά απο την χώρα. Ετσι, το 1997 αποφάσισα να εγκατασταθώ στην Ιταλία. Εφτιαξα μια καινούρια ορχήστρα, που κατόπιν έγινε γνωστή με το όνομα Mercadonegro, και με αυτήν έγραψα τον δίσκο μου “Latitudes”. Κατά τη γνώμη μου, οι Mercadonegro είναι απο τίς καλύτερες salsa μπάντες στον κόσμο αυτή την στιγμή. Στην Ιταλία έμεινα σχεδόν εφτά χρόνια και σε αυτό το διάστημα, έπαιξα σε πάρα πολλές συναυλίες, ενώ ήμουν ο μουσικός διευθυντής της Celia Cruz για τις ευρωπαϊκές περιοδείες της.

    - Ηταν ακριβώς η εποχή που η salsa άρχισε να αποκτά μεγάλο ακροατήριο στην Ευρώπη, έτσι δέν είναι;

    - Σωστά. Εσύ πιστεύεις πώς αυτό ισχύει ακόμα;

    - Απολύτως, παρ΄ότι στις Η.Π.Α. και στη Λατινική Αμερική η δημοτικότητα της έχει πέσει αρκετά.

    - Εκτός απο την Κολομβία, που συνεχίζει ακάθεκτη. Αυτή την στιγμή, η πρωτεύουσα της salsa είναι η Κολομβία, υπο την έννοια πώς εκεί ακούγεται, παίζεται και καταναλώνεται περισσότερο απ΄οπουδήποτε αλλού στον κόσμο. Λοιπόν, πέρασα στην Ευρώπη εφτά εκπληκτικά χρόνια, ώσπου μου παρουσιάστηκε η ευκαιρία να διευθετήσω επιτέλους εκείνη τη μεγάλη εκκρεμότητα που είχα στις Η.Π.Α. Το έκανα και επέστρεψα στη Νέα Υόρκη, που είναι το πραγματικό μου σπίτι, ύστερα απο είκοσι ολόκληρα χρόνια. Και βρήκα μια Νέα Υόρκη εντελώς διαφορετική και αλλαγμένη σε σχέση με το πώς την είχα αφήσει δυο δεκαετίες πρίν. Οταν έφυγα απο εκεί, οι μουσικοί της salsa δουλεύαμε εφτά μέρες την εβδομάδα, πολλές φορές μάλιστα κάνοντας δύο εμφανίσεις την ημέρα, ακόμα και τρείς ή τέσσερις, σε περιπτώσεις που παίζαμε απο τις οκτώ το βράδι μέχρι τις δέκα το επόμενο πρωί. Βρήκα, λοιπόν, μια άλλη κατάσταση, αλλά η Νέα Υόρκη είναι πάντα η πρωτεύουσα του κόσμου κι εκεί, βέβαια, που έχω το σπίτι και την οικογένεια μου. Είδα την μητέρα μου ύστερα απο τόσα χρόνια κι ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος. Αμέσως έπιασα δουλειά, γιατί όλοι οι μουσικοί κι οι ορχήστρες άρχισαν να με καλούν για να παίξω μαζί τους, οπότε παρ΄ότι η κατάσταση έχει δυσκολέψει πολύ για τους μουσικούς εκεί, δόξα τω Θεω εγώ δέν σταματάω να δουλεύω. Και φυσικά, δεν σταματάω να ταξιδεύω κι έτσι ήρθα στην Ελλάδα, μετά απο πρόσκληση του Βασίλη Κουνενή και του Palenque, για να βρώ μια χώρα που μ΄έχει αληθινά μαγέψει. Μ΄αρέσει πάρα πολύ η Ελλάδα και μ΄αρέσει πολύ το Palenque, που νομίζω πώς είναι το καλύτερο latin στέκι στην Αθήνα. Εχω έρθει ήδη τέσσερις φορές και έχω καλούς φίλους εδώ, όπως τον σπουδαίο Vangelis (Βαγγέλη Παπαθανασίου), που τον θεωρώ μεγάλο δάσκαλο κι επιπλέον, είναι φανατικός της latin μουσικής. Για να καταλάβεις, στο σπίτι του έχει δεκαοκτώ congas ! Ο Vangelis ήταν, επίσης, και πολύ καλός φίλος του Tito Puente. Εδώ και ένα χρόνο σχεδόν συζητάμε για την προοπτική να κάνουμε μαζί ένα μεγάλο project πάνω στη λατινοαμερικάνικη μουσική, εδώ στην Ελλάδα, κι αν και ακόμα δέν το έχουμε ορίσει χρονικά, είμαι σίγουρος πώς θα γίνει στην ώρα του. Θα μ΄άρεσε, ακόμα, να συνεργαστώ με Ελληνες μουσικούς και να πειραματιστούμε, εγώ με το βιολί μου κι αυτοί με τα όργανα τους, γιατί μ΄ενδιαφέρει πάντα να εξελίσσομαι και να εξερευνώ όλες τίς δυνατότητες. Στη Νέα Υόρκη έχω την δική μου ορχήστρα, στην Ευρώπη με συνοδεύουν οι Mercadonegro και στην Ελλάδα, οι Palenque All Stars, που είναι μια μπάντα η οποία όχι μόνο διαθέτει τεράστιο ταλέντο αλλά έχει γίνει και σαν δεύτερη οικογένεια για μένα. Είναι στα σχέδια η ηχογράφηση ενός CD απο τους Palenque All Stars και σ΄αυτό, θα έχω την τιμή να είμαι ο παραγωγός. Ακόμα, έχουμε κάνει κάποιες συζητήσεις με το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και υπάρχει η πιθανότητα να εμφανιστώ εκεί, ως προσκεκλημένος σολίστας, με την Καμεράτα ή ίσως την Ορχήστρα των Χρωμάτων, όπως μου έχουν αρχικά προτείνει. Θα δούμε.

    - Alfredo, σαν ακροατής τι σου αρέσει ν’ ακούς περισσότερο;

    - Μου αρέσει πολύ η κλασική jazz, ξέρεις, Miles Davis, John Coltrane, Dizzy Gillespie, αυτά. Απο latin μπάντες, μ΄αρέσουν φοβερά οι Gran Combo de Puerto Rico, η Sonora Poncena, οι Los Van Van και το συγκρότημα Manolito y su Trabuco.

    - Στη μουσική είχες ποτέ κάποιον προσωπικό ήρωα; Ενα είδωλο;

    - Το είδωλο μου ήταν πάντα ο Jimmy Hendrix, ακόμα και σήμερα, γιατί αυτά που έκανε ο τύπος ήταν απίστευτα. Επίσης, η Celia Cruz, που μεγάλωσε έξι γεννιές με το τραγούδι της και νομίζω πώς λείπει πολύ σήμερα.

    - Στη ζωή σου, έχεις θελήσει να κάνεις κάτι που δέν το έχεις καταφέρει ακόμα;

    - Κοίταξε, εγώ νομίζω πώς όταν θέλεις και δοκιμάζεις να κάνεις πράγματα, η ζωή θα σου δώσει ό,τι επιθυμείς. Εγώ, ας πούμε, ονειρευόμουν να παίξω τη μουσική μου με συμφωνική ορχήστρα και πρόσφατα το κατάφερα, όταν εμφανίστηκα με την Συμφωνική του Medellin. Αλλά πρέπει διαρκώς να εξελίσσεσαι, να δοκιμάζεις, να θέλεις και να ξέρεις τι είναι αυτό που θέλεις. Εγώ θα σταματήσω να θέλω και να κάνω, μόνο όταν πεθάνω.

    - Εχεις μετανιώσει για κάτι;

    - Για τίποτα. Σίγουρα έκανα και λάθη, αφού ήμουν ναρκομανής για εικοσιδύο χρόνια, αλλά δέ μπορώ να μετανιώσω, γιατί συγχρόνως πέρασα και πάρα πολύ καλά στη ζωή μου.

    - Τί σου δίνει κίνητρο για να παίζεις;

    - Η γνώση του ότι ζούμε σ΄ένα κόσμο γεμάτο αίμα, βία και προβλήματα, όπου ο δικός μου ρόλος είναι ν΄ανέβω στη σκηνή και να δώσω στο κοινό χαρά κι αγάπη. Υπάρχει τόση λίγη αγάπη στον κόσμο σήμερα, που νιώθω υποχρεωμένος να τους κάνω να την νιώσουν. Να δώ ένα χαμόγελο στο πρόσωπο ενός βασανισμένου ανθρώπου: αυτό είναι το κίνητρο μου στη μουσική.

    - Την στιγμή που ανεβαίνεις στην σκηνή και κοιτάς τον κόσμο κάτω, τί σκέφτεσαι;

    - Δεν σκέφτομαι. Αισθάνομαι. Αισθάνομαι την ενέργεια του κοινού και νιώθω πού βρίσκεται καθένα απο αυτά τα κεφάλια, για να τα φορτώσω όλα σ΄ένα φανταστικό αεροπλάνο και να τα στείλω σ΄ένα ταξίδι.

    - Τί είναι αυτό που πιστεύεις πώς σε κάνει ξεχωριστό ως μουσικό;

    - Το βιολί. Ακόμα, η ευαισθησία κι η σωματική μου έκφραση πάνω στη σκηνή, καθώς και η θέληση μου να προχωράω διαρκώς και να εξελίσσομαι.

    - Ποιά νομίζεις πώς θα θεωρήσει ο κόσμος ως την μεγαλύτερη σου συνεισφορά σ΄αυτή τη μουσική;

    - Το ότι πήρα το βιολί, ένα κλασικό όργανο, και το μετέτρεψα σ΄ένα όργανο σχεδόν κρουστό. Ελπίζω, επίσης, να εκτιμήσουν το ότι πάντα έκανα μουσική με ειλικρίνεια και, κυρίως, ψυχή. Πάντα με ψυχή και πάντα με την πρόθεση να δώσω κάτι όμορφο στον κόσμο.

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : stuff στις 26-12-2006 13:51 ]





    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : vouliakis στις 26-12-2006 17:36 ]


    επισυναπτόμενα: ALFREDO.jpg 
    neerie
    27.12.2006, 14:40
    Πολύ ενδιαφέρον το άρθρο σου, προσωπικά με ενδιαφέρει η λάτιν μουσική (ο χορός περισσότερο) και θα τον ψάξω τον κύριο...