ελληνική μουσική
    829 online   ·  210.833 μέλη
    annie_86
    09.09.2006, 19:03
    Ψάχνω πληροφορίες για την Αρλέτα, όχι για μένα αλλά για ένα πολύ μεγάλο φαν που δεν κατάφερε να βρει και πολλά πράγματα στο ιντερνετ γί'αυτήν. Υπάρχει καμιά σελίδα, καμιά αναφορά?

    Ψάχνει συγκεγκριμένα και το δίσκο Αρλέτα 1.

    Σας ευχαριστώ πολύ.

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : annie_86 στις 25-09-2006 22:57 ]


    vasiloukos
    24.09.2006, 18:31
    ΑΡΛΕΤΑ – Μια συζήτηση μετά τη… συνέντευξη. [περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, τ. 4, Ιανουάριος 1996]

    Θα έπρεπε να μιλήσει για το νέο της δίσκο, αλλά δε μίλησε καθόλου γι’ αυτόν. Με την Αρλέτα δεν κάνεις συνέντευξη. Κάνεις κουβέντα. Χωρίς περιορισμούς. «Αυτό να το πάρω καλά ή κακά;», με ρώτησε όταν της είπα ότι θεωρώ το στίχο «είναι το ψέμα άρωμα σκεπάζει την καταστροφή» τον πιο χαρακτηριστικό του δίσκου της. Και συνέχισε ‘πονηρά’: «Αν το πάρω κυριολεκτικά, σημαίνει ότι ο δίσκος είναι ένα ψέμα που σκεπάζει την καταστροφή». Λίγο πιο κάτω παραδέχτηκε τον δικό της συμβολικό τρόπο έκφρασης. «Δεν υπάρχει τίποτε πιο στείρο και σχεδόν ανύπαρκτο από το σκέτο ρεαλισμό», ξεκαθάρισε. Ξεκινήσαμε να μιλάμε με αφετηρία τα καινούργια της τραγούδια. Μιλήσαμε για τις μουσικές της, για το ερωτικό κλίμα που κυριάρχησε, για ενορχηστρωτές, για τεχνολογία, για το εικαστικό μέρος των cd, για… για… «Προσπάθησε να με ανακαλείς στην τάξη γιατί εγώ έχω ένα βασικό ελάττωμα. Για μένα όλα συνδέονται. Ξεκινώντας από το πλαστικό μπουκάλι της κόκα κόλα μπορώ να φτάσω στη θεωρία τάδε. Εσύ τι θέλεις;»

    Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΤΣΑΜΠΡΑ

    Μετά από δυό ώρες συζήτησης, η συνέντευξη είχε τελειώσει. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα μέχρι τη στιγμή που με ρώτησε:

    ΑΡΛΕΤΑ: Εσύ τώρα τι συμπέρασμα έβγαλες που είμαστε εδώ πέρα και μιλάμε τόση ώρα;
    - Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να βγάλω ένα πολύ συγκεκριμένο συμπέρασμα;
    Α: Δηλαδή, δεν έβγαλες κανένα συμπέρασμα. Άρχισε να με τρομοκρατείς τώρα. Να σου κάνω μια ερώτηση; Έχω την αίσθηση ότι υπάρχει μια τάση χωρισμού των πραγμάτων σε καθαρά και σε βρώμικα. Έχω άδικο;
    - Όχι. Είναι μια τάση που υπάρχει και βολεύει πολύ. Χωρίς να κουραστείς καθόλου, βάζεις από εδώ τα χλωρά κι από εκεί τα ξερά…
    Α: …ουσιαστικά χωρίς να μπούμε στον κόπο να χωνέψουμε τίποτα. Μ’ ενοχλεί πάρα πολύ αυτό. Με εκνευρίζει. Είναι φυσιολογικό για την πιάτσα, την αγορά του δίσκου, για να διαφημίσουν ένα δίσκο πρέπει να τον ταμπελώσουν, να τον πακετάρουν. Έχω ταλαιπωρηθεί πολύ από αυτό το πράγμα…
    - Δεν έχεις και άδικο. Ακόμα και σήμερα λέγοντας το όνομα Αρλέτα στον περισσότερο κόσμο έρχεται συνειρμικά η ίδια ταμπέλα…
    Α: ‘Νέο Κύμα’. Ξέρω γιατί. Επειδή είμαι τεμπέλα αρνήθηκα να μπω στον κόπο να βρω μια καινούργια πονηριά να κάνω τη δουλειά μου. Φοβάμαι ότι δε είναι λίγο εκ του πονηρού αυτό το πράγμα.
    - Η άγνοια του κόσμου;
    Α: Ο κόσμος έχει άγνοια γιατί κάποιος τον ενημερώνει λάθος. Ξέρεις πόσες φορές βλέπω να προβάλλουν πράγματα χιλιοειπωμένα ως προτάσεις για καινούργια; Γνώμη μου… Άνθρωποι που ήταν πολύ πριν από μένα σ’ αυτή την ιστορία, δεν έχουν σταμπαριστεί τόσο πολύ όσο εγώ. Κι άντε εγώ να το δεχτώ το ‘Νέο Κύμα’. Αν κι αυτοί δεχτούν ότι είμαι το πιο καινούργιο πράγμα που υπάρχει σήμερα. Ως πρωτοπορία το δέχομαι. Όχι ως παρελθοντολογία. Τώρα βέβαια δεν είναι ακριβώς ‘Νέο Κύμα’. Είναι τρικυμία, θύελλες, βροχές, λάσπη…
    - Ναι, αλλά μήπως κι εσύ από τη φυσιογνωμία σου ως καλλιτέχνης τροφοδοτείς μια τέτοια διάσταση; Παραμένεις πάντα –τηρουμένων των αναλογιών- «μια χαμηλή φωνή με μια κιθάρα»…
    Α: Εκείνο το οποίο μπορώ να δεχτώ, και συμφωνώ απολύτως, είναι ότι ο τύπος του τραγουδιού που κάνω εγώ είναι πολύ προσωπικός. Ακόμα κι αν προσπαθώ να κάνω επανεκτελέσεις, το αποτέλεσμα είναι ίδιο. Σε διαβεβαιώνω ότι δε μπορώ να κάνω κάτι για να το… διορθώσω αυτό.
    - Μπορείς να φανταστείς τον εαυτό σου εν μέσω ενός κύκλου διασκέδασης να τραγουδάς για να χορέψει η ομήγυρις;
    Α: Το έχω κάνει στις φυλακές με μια κιθάρα. Εγώ έπαιζα κιθάρα και μια γύφτισσα χόρευε ‘Γαρύφαλλο στ’ αυτί’. Όπως έχω παίξει για παιδιά με ειδικές ανάγκες, πάλι με μια κιθάρα, ρυθμούς που τα έκαναν πολύ ευτυχισμένα…
    - Διασκεδαστής μειονοτήτων δηλαδή;
    Α: Σε μειονότητες θα δεχόμουν να το κάνω.
    - Πέρα απ’ αυτές;
    Α: Δεν μπορώ να το κάνω γιατί δε ξέρω πολύ καλά την τεχνική. Για την παρέα μου έχω προσπαθήσει. Αλλά δεν έχω ειδικότητα…
    - Η ‘ειδικότητα’ δε σου δίνει και την ‘ταμπέλα’;
    Α: Δεν έχω την ειδικότητα γιατί αυτό το πράγμα το αρνήθηκα εξαρχής. Χωρίς να το κριτικάρω. Εμένα δε με πειράζουν οι διασκεδαστές. Όταν είναι καλοί τους εκτιμώ και τους σέβομαι. Εκείνοι που με πειράζουν είναι οι άνθρωποι που δεν ξέρουν τι θέλουν. Θέλουν και του διασκεδαστή τα καλά και διανοούμενου και τίποτα από αυτά δεν έχουν. Είναι μονάχα ψυχρές, εγκεφαλικές κατασκευές. Τον διασκεδαστή, τον άνθρωπο που εκτονώνει ουσιαστικά τις ψυχοπάθειες των Ελλήνων, τον σέβομαι και καλώς πληρώνεται.
    - Ο τελευταίος που είδες απέναντί σου και τον θαύμασες;
    Α: Θαύμασα τελευταία σ’ ένα πανηγύρι στην Ελασσόνα ένα γύφτο βιολιστή καταπληκτικό. Αλλά από τραγουδιστές πιστεύω ότι όλοι έχουν πάρει νερό. Ευτυχώς και οι περισσότεροι δεν έχουν γεύση από καλό κρασί. Η τελευταία πραγματικά μεγάλη φωνή αυτού του είδους ήταν ο Καζαντζίδης. Ο οποίος όμως έχει να τραγουδήσει 30 χρόνια. Μια από τις αιτίες είναι ότι ήταν, από ότι φαίνεται, πραγματικά ευαίσθητος άνθρωπος και δεν μπορούσε να αντέχει πάνω του όλες τις ψυχοπάθειες. Ας βγει κάποιος απ’ όλους αυτούς που θέλουν να είναι κάτι παραπάνω από διασκεδαστές να μου πει ‘Τον Χάρο τον αντάμωσαν’ και μετά ας μου κουνηθεί. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που τα έχουνε ζήσει αυτά τα πράγματα. Εγώ είμαι ένας από αυτούς. Με τα τρυφερά μου χεράκια έχω βρεθεί σε χώρους και καταστάσεις απίστευτες κι έχω γίνει απολύτως αποδεκτή με τον τρόπο μου.
    - Θα ήθελα να ακούσω την πιο ακραία από αυτές τις καταστάσεις που λες…
    Α: Κάποτε είχα βρεθεί στην Αγία Βαρβάρα με τους τσιγγάνους ως… μεσάζων κάποιου που ήταν ερωτευμένος με μια τσιγγάνα. Τσιγγάνος κι αυτός αλλά αλλοδαπός. Μου είχε εμπιστοσύνη κι επειδή μιλούσα –λέει- καλά με έστειλε να πείσω μια τσιγγάνα, πολύ όμορφη είναι αλήθεια, να τον δεχτεί. Ε, αυτή δεν τον δέχτηκε αλλά εγώ, λόγω της κατάστασης, βρέθηκα αρκετές φορές στην Αγία Βάρβαρα. Σε καφενεία, στις γειτονιές… Εξαιρετικά έντονες γεύσεις. Δεν πιστεύω ότι θα μπορούσα να τις αντέξω πολύ, ήταν ενδιαφέρον όμως το όλο πράγμα. Όχι εγκεφαλικά. Εγώ δεν είμαι εγκεφαλικός άνθρωπος… Χαίρομαι για ένα πράγμα. Έχω βρεθεί, έχω φάει και έχω πιει με μια εξαιρετικά μεγάλη γκάμα ανθρώπων και το τελικό μου συμπέρασμα είναι ότι άρχοντες και κυρίους συναντάς παντού σε όλες τις τάξεις. Όπως και πλέμπα. Θεωρώ πάντα τη λεβεντιά, το μη γκρινιάρικο και μίζερο κατεξοχήν ελληνικό στοιχείο. Και εξακολουθώ να το βρίσκω ακόμα και σήμερα…
    - Και στην Αγία Βαρβάρα και τα πιο ‘επίσημα’ πρόσωπα;
    Α: Εκεί αρχίζουμε να τα χαλάμε λίγο. Η αλήθεια είναι ότι οι άνθρωποι που παίρνουν εξουσία στα χέρια τους είναι άνθρωποι χαλασμένοι. Έχει τελειώσει η ημερομηνία λήξης τους… Εδώ η τέχνη έχει μια αβάντα σε σχέση με την πολιτική. Δεν έχει επιπτώσεις στη βάση της ζωής των ανθρώπων. Ένας πολιτικός κυβερνά χρήματα από τα οποία εξαρτάται αν θα ζήσει ή αν θα πεθάνει κάποιος. Η τέχνη είναι πιο ανάλαφρο πράγμα. Παιχνίδι. Η τέχνη που παύει να είναι παιχνίδι δεν είναι τέχνη. Ενώ από την άλλη…Εντάξει, σε μια χώρα που υπάρχει μια μηχανή που λειτουργεί έτσι κι αλλιώς οι επικεφαλής μπορεί να είναι διακοσμητικοί σταρ. Εδώ δεν είμαστε έτσι… Και οι Έλληνες πάντα ήθελαν να έχουν άμεση επαφή, να είναι κοντά στους αρχηγούς τους. Ίσως γιατί ουσιαστικά ο Έλληνας ποτέ δεν αναγνωρίζει τελείως τον αρχηγό γιατί θεωρεί ότι είναι κι ο ίδιος αρχηγός. Όλοι μέσα μας κρύβουμε έναν αρχηγό. Είναι το πιο διαδεδομένο σπορ. Αυτό και το… «ωχ, αδερφέ». Η πλήρης αδιαφορία και το «εγώ θέλω να περνάω καλά». Είμαστε σε πολύ επικίνδυνο σημείο. Έχουμε και τα κακά του κράτους και δεν έχουμε τα καλά. Δεν νοείται –φέρ’ ειπείν- ευνομούμενο κράτος που να καίγεται το Πολυτεχνείο εφτά φορές συνέχεια και να μην μπορεί να σταματήσει αυτό. Αν κάποιοι θεωρούν ότι η ελευθερία τους συνδέεται με το να καίνε κάθε χρόνο συγκεκριμένα το Πολυτεχνείο, ας τους το δώσουν να το κάψουν μία και καλά να ησυχάσουμε. Πολύ βολικό και πολύ φτηνό για κάποιους. Κάθε χρόνο πληρώνουμε 100 εκατ. Δραχμές, 5 – 10 καμένα αυτοκίνητα, θα χώσουμε και μέσα δυό – τρεις οι οποίοι δεν θα έχουν μέσο να βγουν και ησυχάσαμε. Στην αντίδραση υπάρχει και μια ουσία. Η οποία είναι όμως λίγο σαν τη συζήτησή μας. Προσπαθεί να βρει θέμα. Για μένα θέμα υπάρχει. Κι είναι πολύ απλό. Ότι ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθεί για το καλύτερο κι όχι για το χειρότερο. Κι αν απογοητευτεί ότι δεν μπορεί να κάνει τίποτα καλύτερο, να πάει να πέσει απ’ την Ακρόπολη ή απ’ όπου αλλού επιλέξει. Αν ξανακούσω άνθρωπο να λέει ‘Δεν υπάρχει ελπίς, στην Ελλάς ζεις’, θα του ανοίξω το κεφάλι στα δύο κι ας με πάνε μέσα. Αυτή η μιζέρια είναι σα να χάνω τον τόπο μου, τη ρίζα μου. Καλά θα κάνουμε να προσέχουμε τι λέμε όταν είμαστε τόσο καλοί στο να φτιάχνουμε σλόγκαν. Ιδίως οι άνθρωποι που έχουν μυαλό στο κεφάλι τους και δεν τους θεωρώ κακοπροαίρετους. Εκτός κι αν έχουν ποτιστεί σε τέτοιο σημείο από κακία και άρνηση, οπότε καλύτερα να τους δει ο κύριος Στεφανής.
    - Δεν μπορεί κάποιος να γίνει τόσο κακός εν ονόματι της απελπισίας μιας στιγμής;
    Α: Εγώ δεν αρνούμαι σε κανέναν το δικαίωμα να είναι όσο κακός θέλει. Αυτό που του αρνούμαι είναι το δικαίωμα να θέλει να μου κόψει και εμένα την ουρά επειδή η δικιά του είναι κομμένη. Το έχω βαρεθεί αυτό. Ζήσαμε ως λαός χιλιάδες χρόνια χωρίς εξουσία που να καθορίζει τον πολιτισμό. Αυτά τα πράγματα έχουν ένα κόστος πρακτικό. Δημιουργούν παραμορφώσεις, δίνουν λάθος εντυπώσεις, κλείνουν δρόμους, δημιουργούν πράγματα εκ του μη όντος, τερατογενέσεις. Κι είναι επικίνδυνο για μια χώρα να έχει τερατογενέσεις στο πολιτιστικό της επίπεδο που τη στήριξε χρόνια και χρόνια. Να βγάζει προς τα έξω ένα τεχνητό, ένα παρεϊστικο, ένα πελατειακό πρόσωπο…
    - Εδώ έχουμε άποψη από επίσημα χείλη κι ελπίζω να τη μεταφέρω με ακρίβεια: «Εγώ ανήκω σε μια παρέα στην οποία και θα επιστρέψω όταν πάψω να είμαι υπουργός και οφείλω να το σέβομαι εδώ που είμαι»…
    Α: Εγώ δεν θεωρώ ότι είναι υπεύθυνος ο Θάνος ο Μικρούτσικος. Ο Θανούλης πάντα ήταν αυτό που ήταν… Ένας πανέξυπνος αριβίστας που κάνει τη δουλειά του. Ποιος τον έχει εκεί αγάπη μου; Μόνος του διορίστηκε; Κάποτε το θεριό το βλέπαμε στα μάτια. Σήμερα κρύβεται. Σήμερα είναι η βασιλεία των σκουληκιών και των σαλιγκάρων. Αν θες, γράψ’ το έτσι... Μόνο που όταν τα σκουλήκια βασιλεύουν σημαίνει ότι ζουν πάνω σε πτώματα γιατί, ως γνωστόν, είναι πτωματοφάγα. Κι εγώ αρνούμαι ότι αυτό το πτώμα είναι ο τόπος μου. Ότι είμαι εγώ. Σίγουρα δε αυτό που πρέπει να γίνει δεν είναι ένα άλλο γκέτο για να πολεμήσει το προηγούμενο. Ζούμε –λέει- σε μια οικονομική δυσπραγία και ορισμένοι ανάμεσά μας ζουν σαν να ήταν ο γιος του Ωνάση και βάλε…
    - Αν τόση ώρα δεν συζητούσαμε και έγραφες ένα τραγούδι, θα μπορούσαν όλα αυτά να αποτελέσουν σημείο αναφοράς; Έχουν θέση όλ’ αυτά σ’ ένα τραγούδι;
    Α: Έχουν και δεν έχουν. Έχουν σχέση με τη διάθεση του κόσμου. Η εποχή του Εμφυλίου συνδέθηκε με το ‘Θα ξανάρθεις’ του Γιαννίδη. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος με τη ‘Λιλή Μαρλέν’. Ερωτικά τραγούδια που δε λένε τίποτα για πόλεμο. Η ωμότητα στο τραγούδι μπορεί να υπάρχει αλλά συνήθως το τραγούδι είναι παρηγορητικό ή χορευτικό…
    - Τα τελευταία ωστόσο χρόνια βλέπουμε όλο και πιο συχνά τραγούδια με άμεσες τέτοιες καταγραφές και μάλιστα από δημιουργούς που πιο πριν ήταν περισσότερο κλεισμένοι στον εαυτό τους. Κατσιμίχα, Λίνα Νικολακοπούλου…
    Α: Αν αυτό το τραγούδι είναι πάρα πολύ ξεκάθαρο, το δέχομαι. Όταν είναι θολές φιλοσοφίες, δεν έχουν κατασταλάξει και με μπερδεύουν αντί να με ξεμπερδεύουν, το θεωρώ απλώς κακό. Το ‘Δυό πόρτες έχει η ζωή’ της Παπαγιαννοπούλου είναι μια φιλοσοφική διατριβή σ’ ένα τραγούδι. Το πέτυχε. Αλλά το να καταγγέλλεις μόνο για να το κάνεις, δε μου λέει τίποτα. Κι ο Νιόνιος στα νιάτα του έλεγε: ‘Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας, είναι πολύ ζαχαρωμένα, ταιριάζουν για σοκολατόπαιδα, μα δεν ταιριάζουνε σε μένα’, και μετά βούτηξε κατ’ ευθείαν στο καζάνι με τη σοκολάτα. Κι εγώ που ήμουν ‘σοκολατόπαιδο’, δε βούτηξα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και να το καταγγέλλεις, το δέχομαι. Αρκεί να μη μου σερβίρουν ιδεολογίες. Προσωπικά θέλω μόνο την καθαρή και ελληνική ιδεολογία που με έθρεψε και με έκανε και έζησα. Ανθρωπισμός. Με καλύπτει. Δεν θέλω άλλη. Είναι ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη έχει υπάρξει ποτέ στον κόσμο. Όσο για το τραγούδι, δεν μπορώ να σου πω ότι έχω μελετήσει ειδικά αλλά –πώς να στο πω;- προτιμώ το ‘Γκράσιας α λα Βίντα’ της Βιολέτα Πάρα. Όχι γιατί είναι πολύ σημαντικότερο. Αλλά γιατί είναι τραγούδι. Το τραγούδι, η τέχνη δεν είναι υποχρεωμένα να είναι συγκεκριμένα όπως μια ταμπέλα. Είναι αφαιρετικά κι αφηρημένα. Συμβολικά. Και το λέω από τη θέση του ανθρώπου που έχει πει τέτοια τραγούδια από πολύ νωρίς.
    - Πώς συνδυάζεται η αφαίρεση, το όνειρο, με την επιτακτικότητα κάποιων πρακτικών δεδομένων;
    Α: Κοίταξε… Μου κόβουν το τηλέφωνο πέντε φορές το χρόνο. Ένα παράδειγμα ανεπαρκούς χειρισμού ορισμένων πραγμάτων. Αλλά από πολύ μικρή συνειδητοποίησα ότι αν θες να ονειρεύεσαι, το πρώτο πράγμα που πρέπει να μάθεις είναι να πέφτεις καλά…
    - Αναλογίες υπάρχουν;
    Α: Θα σου μιλήσω με χρώματα. Υπάρχει χρώμα που βάζεις μια μυτίτσα και βάφεις ένα βαρέλι και χρώμα που βάζεις κουταλιές και δεν βάφει τίποτα. Αν το πας με το ζύγι, δεν μετριέται… Μετριέται με την αίσθηση, με το αποτέλεσμα. Εγώ είμαι άνθρωπος των αισθήσεών μου. Όχι των πέντε. Των εκατόν πενήντα που μπορεί να έχω. Χωρίς να θεωρώ ότι είμαι τίποτα ξεχωριστό. Θεωρώ ότι ο άνθρωπος από τη φύση του πλάστηκε έτσι. Με εξαιρετικές ευαισθησίες, δεξιότητες, δυνατότητες… Κι εν τέλει, περνάμε τα ζόρια που προκαλούμε εμείς οι ίδιοι. Το θέμα είναι ότι ψάχνουμε πάντα έξω από τον εαυτό μας, ενώ θα έπρεπε πρώτα να ψάξουμε μέσα και μετά να βγούμε έξω. Είμαι σε μια τέτοια φάση. Έχω ολοκληρώσει –όσο είναι δυνατόν να ολοκληρωθεί- το εσωτερικό μου ψάξιμο και είμαι σε θέση πια όταν βγαίνω προς τα έξω να μη βγαίνω σαν ‘φλούδα’ αλλά ‘από μέσα μου’.
    - Αλήθεια πάντα ήθελα να σε ρωτήσω γιατί στους δίσκους σου βγαίνεις πιο εσωστρεφής απ’ ότι στις ζωντανές εμφανίσεις σου ή σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις;
    Α: Ο δίσκος σου δίνει το χρόνο που δε σου δίνει η σκηνή για να σκεφτείς, να προετοιμαστείς. Η δισκογραφία μου είναι μια συνεχής σειρά πειραματισμών. Ξεκίνησε παράξενα –χωρίς να έχω συναίσθηση του τι κάνω- και μετά δε μπόρεσα ποτέ να γίνω επαγγελματίας τραγουδίστρια.
    - Αυτό είναι κάτι που σου αρέσει να το επισημαίνεις πάντα παρ’ ότι και εσύ είσαι ένας άνθρωπος που ζει 30 χρόνια μέσα στο τραγούδι και κατεξοχήν από το τραγούδι. Δεν είμαι μια κάπως υπερβολική εμμονή;
    Α: Ζω από αυτό που κάνω. Το πράγμα όμως κατά ένα πολύ αστείο τρόπο έχει πάει ως εξής. Για να γίνει κάποιος καλλιτέχνης πρέπει να έχει καλύψει το «επαγγελματίας». Να έχει δέσει το γάιδαρό του και μετά να λέει ότι κάνει «ποιοτική στροφή». Ίσως μου πει κάποιος ότι έχω μεγάλη ιδέα περί καλλιτεχνών αλλά εγώ με αυτά γελάω. Ο καλλιτέχνης μέσα στην κοινωνική ομάδα έχει έναν συγκεκριμένο ρόλο. Που του τον δίνει η ίδια η ομάδα. Ένας καλλιτέχνης αποκλειστικής απασχόλησης ζει προνομιακά σε σχέση με τους άλλους. Οι υπόλοιποι δουλεύουν. Εκείνος επειδή δεν σπέρνει, δε θερίζει, δεν σκάβει, πρέπει να είναι εκεί και να τους παρέχει αυτό που από μόνοι τους δεν μπορούν, ακριβώς επειδή δουλεύουν. Αυτό που σήμερα λέγεται καλλιτέχνης δε με καλύπτει. Καλλιτέχνη θεωρώ τον Αϊνστάιν. Αν ο Βου Βουβουρίδης του Βούβουρου και ο Μιχαήλ Άγγελος είναι καλλιτέχνες, τότε κάποιος από τους δύο δεν είναι. Μπορείτε να διαλέξετε ότι δεν είναι ο Μιχαήλ Άγγελος, δεν έχω αντίρρηση. Αλλά επιμένω στο ότι ένας από τους δύο δεν είναι… Ξεκινά λοιπόν κάποιος με ό,τι χαζοτράγουδο ή ό,τι καλό έχει τέλος πάντων (μπούτι, μάτι, αυτί…) και μόλις επιτευχθεί το ποθούμενον, τότε γινόμαστε «ποιητικοί». Και όχι μόνον αυτό αλλά σαν τις παλιές πουτάνες γινόμαστε βασιλικότεροι του βασιλέως και θρησκευόμενοι σε σημείο φανατισμού. Εξ ου και όλες οι φοβερές μετάνοιες. Αν δεν έχεις κάτι να μετανιώσεις, πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια;
    - Έχεις νιώσει ή νιώθεις κάποιες στιγμές κάπως έτσι; Ακόμα και μετά από αυτά τα 30 χρόνια;
    Α: Είμαι άνθρωπος που το όνειρο, για μένα, είναι η πραγματικότητα. Εγώ, αν χρωστώ κάπου, είναι στον κόσμο, στους φίλους μου –τους ελάχιστους που έχω- και σε μερικούς ανθρώπους του επαγγέλματός σου, οι οποίοι από μόνοι τους με υποστήριξαν από την πρώτη στιγμή. Θεωρώ όμως ότι είμαι τελείως ελευθέρας βοσκής. Ειλικρινά λυπάμαι που δεν ακολούθησα λάθος αρχηγούς. Λυπάμαι που πάντα μυριζόμουν τα σάπια κι όταν μου έκαναν προσφορές το έβαζα στα πόδια. Θα είχα κι εγώ να βγω να μετανιώσω για κάτι, να πω «συγχωρείστε με, Χριστιανοί…». Μπορεί αυτό που λέω να παρεξηγηθεί κιόλας ως αριστοκρατισμός αλλά δεν είναι αυτό. Είναι περισσότερο ένστικτο. Ήμουν πάντα σαν τις γάτες. Φωνάζουν απ’ έξω «νιαρ, νιαρ», αλλά μόλις τους ανοίξεις την πόρτα μπαίνουν προσεκτικά κι όταν δουν τα σκούρα φεύγουν. Έχω συνειδητοποιήσει ότι ήμουν αρκετά μαλάκας στη ζωή μου –και θα ήθελα να το γράψεις ακριβώς έτσι- αλλά όχι βλάκας. Αν είχα και τα δύο μαζί, θα ήταν ωραία. Κατά τα επικρατούντα στην Ελλάδα, εγώ είμαι μαλάκας. Αλλά αν το πω, με κοιτούν όλοι περίεργα γιατί επικρατεί η εντύπωση ότι δεν είμαι βλάκας. Εγώ δεν είμαι σίγουρη ούτε γι’ αυτό κάποτε, αλλά έτσι λένε…
    - Γίνε πιο σαφής στους διαχωρισμούς σου.
    Α: Μαλάκας είναι αυτός που τον κοροϊδεύουν. Αφελής, αγαθός. Βλάκας είναι αυτός που δεν το καταλαβαίνει κιόλας. Εγώ το καταλαβαίνω ότι με κοροϊδεύουν. Ένα λεπτό μετά, αφότου με έχουν κοροϊδέψει, αλλά το καταλαβαίνω. Μπορεί να το έχω καταλάβει και πιο πριν, αλλά να μη θέλω να το πιστέψω. Έχω κι αυτό το ελάττωμα…
    - Ένα ‘ελάττωμα’ που το ξέρουμε, δεν μπορούμε να το καταπολεμήσουμε, πέρα από το να το αναγνωρίζουμε;
    Α: Συμβαίνει το εξής περίεργο. Με κοροϊδεύουν σε πράγματα τα οποία είναι σημαντικά γι’ αυτούς. Το χρήμα, η δύναμη, η εξουσία…Αλλά αυτά που είναι σημαντικά γι’ αυτούς, για μένα είναι τριτεύοντα, τεταρτεύοντα…Επομένως, αυτοί με έχουν κοροϊδέψει, αλλά… δεν με έχουν κοροϊδέψει. Μπορεί να αισθάνομαι για ένα διάστημα στενοχώρια –ειδικά αν πρόκειται για άτομα που έχω αγαπήσει- αλλά μετά βγαίνω καλύτερα απ’ ότι ξεκίνησα. Με πιο πολλή γνώση και πιο καθαρή. Τελικά… κερδίζω κι εγώ κι είμαστε όλοι ευχαριστημένοι. Το χρήμα μου χρειάζεται βέβαια για να ζω στα όρια της αξιοπρέπειας σαν άνθρωπος, αν θες και λόγω μιας φοβερής ανασφάλειας γιατί πάντα ήμουν άνθρωπος που είχα προβλήματα υγείας, δεν έχω οικογένεια, είμαι μόνη μου. Αλλά δεν είναι προτεραιότητά μου. Αν μου έλεγαν θα ζήσεις πλουσιοπάροχα αλλά θα κάνεις ‘αυτό’, θα έλεγα όχι. Και δεν εννοώ αν ερχόταν κάποιος φωτισμένος μαικήνας στη ζωή μου και να μου προτείνει κάτι. Αυτό μπορεί να το έκανα. Αρκεί να ήταν χαριτωμένος άνθρωπος. Θα μου πεις, αν ήταν χαριτωμένος άνθρωπος θα ήξερε ότι το καλύτερο που θα είχε να κάνει με εμένα, το μεγαλύτερο κέρδος από εμένα, θα το είχε αν με άφηνε να κάνω αυτό που θέλω. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν στα χέρια τους το χρήμα ή την εξουσία δεν είναι χαριτωμένοι. Είναι βαθύτατα κομπλεξικά άτομα. Επικίνδυνα…
    - Οπότε;
    Α: Αν πάρω τις προτεραιότητές μου, πρώτα είμαι άνθρωπος, μετά Ελληνίδα και μετά όλα τ’ άλλα. Καλλιτέχνης, τρελός… ό,τι θέλεις. Είναι τρόπος ζωής αυτό για μένα.
    - Τα τελευταία χρόνια σε βλέπουμε ξανά, πέρα από τα αρκετά δικά σου τραγούδια, να επιλέγεις να συμμετέχεις –έστω συμβολικά- σε δουλειές ανθρώπων που λίγο πολύ διαγράφουν έναν κύκλο. Νικολόπουλος, Λιδάκης, Κατσιμίχα, Κραουνάκης… Να φανταστώ ότι υπάρχει μια καινούργια –νοητή, έστω- παρέα;
    Α: Μακάρι να ήταν περισσότερες και ακόμα πιο ενδιαφέρουσες αυτές οι συμμετοχές. Μου ζητήθηκε και το έκανα… Μακάρι να ανήκα σε μια παρέα και να ήταν απ’ αυτές που τα έχουν καταφέρει. Δυστυχώς, σαν καλλιτέχνης δεν μπορώ να ανήκω. Σαν άνθρωπος μόνο… Με μερικούς από αυτούς τους ανθρώπους έχω πολύ καλές σχέσεις ακόμα και στο… φτύσιμο που μπορεί να τους κάνω, στην κόντρα που μπορεί να έχουμε. Ξέρεις… όταν εκτιμώ κάποιον συνήθως τσακώνομαι μαζί του. Μπορώ να πω ότι τσακώνομαι μόνο με αυτούς που εκτιμώ. Με αυτούς που δεν εκτιμώ είμαι συνήθως ευγενέστατη.
    - Οφείλω να ανησυχώ γιατί ακόμα δεν έχουμε τσακωθεί σ’ αυτή την κουβέντα…
    Α: Αν δεν καταλαβαίνεις τον συμβολισμό των λόγων μου, στείλε κάποιον άλλον να πάρει τη συνέντευξη γιατί φοβάμαι ότι θα έχουμε κακά στερνά [γέλια]. Λοιπόν! Πραγματικά θεωρώ σημαντική την ύπαρξη μιας παρέας η οποία λειτουργεί καλλιτεχνικά. Αν όμως η τέχνη δεν είναι καθαρή και μπαίνει σε χωράφια εξουσίας κλπ κλπ, δεν το δέχομαι. Όταν η τέχνη πάει να παίξει το παιχνίδι της εξουσίας δε μπορεί παρά να χάσει. Η εξουσία είναι πιο σκληρό και πιο συγκεκριμένο πράγμα. Κάπου ο Εσσέ λέει ότι αν προσπαθήσουμε ν’ ανοίξουμε μια κονσέρβα μ’ ένα τριαντάφυλλο, δεν φταίει ούτε η κονσέρβα, ούτε το τριαντάφυλλο, αλλά εμείς που διαλέξαμε λάθος εργαλείο. Όταν οι άνθρωποι προσπαθούν την ανάγκη για εξουσία που έχουν να την περνούν μέσα απ’ την τέχνη τους, κάνουν ζημιά στην τέχνη τους. Η εξουσία δεν παθαίνει τίποτα και μάλλον ευνοείται από αυτό…
    - Τώρα αυτή σου φαίνεται συζήτηση που έγινε με αφορμή έναν «ερωτικό» δίσκο; Έτσι μου χαρακτήρισες εσύ η ίδια τον δίσκο από τις πρώτες αναφορές μας σε αυτόν…
    Α: Εννοούσα ‘εμφανώς ερωτικός’ γιατί δεν πιστεύω ότι υπάρχει τραγούδι που να μην είναι ερωτικό. Ο συμβολισμός, το παιχνίδι της γοητείας στην τέχνη είναι ακριβώς όπως ο χόνδρος στις αρθρώσεις. Μας βοηθά στην κίνηση για να μην πονάμε. Αυτό είναι ο ερωτισμός, η αίσθηση του αισθησιασμού…Και φοβάμαι ότι η εποχή μας πάσχει από αρθριτικά βαριάς μορφής. Το μόνο πράγμα το οποίο δέχεται να στήνει εκεί και αφήνει περιθώριο να υπάρχει είναι το σεξ. Με το οποίο δεν έχω απολύτως τίποτα αλλά είναι η άμεση σύντομη ικανοποίηση. Ολοκληρώνεται και τελείωσε.
    - Η αμεσότητα δεν είναι κάποτε τρόπος για να καταλάβουν, να επικοινωνήσουν οι πολλοί;
    Α: Η τέχνη είναι σαφής. Ο σουρεαλισμός για μένα είναι σαφής, ξεκάθαρος. Κανονικά, από ένα έργο τέχνης, ο καθένας κάτι πρέπει να πάρει. Αν τώρα εσύ πας να δεις αυτό το κάτι που μπορείς να πάρεις έχοντας μια τέλεια πατέντα στο κεφάλι σου, τότε… Ένας άνθρωπος ο οποίος διαβάζει μόνο κόμικς ή βλέπει μόνο ποδόσφαιρο θα τα βρει σουαχίλι όλα αυτά. Ένας άνθρωπος που είναι ανοιχτός όμως…
    - Υπήρξαν όμως τραγούδια σου που σαφώς είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες επικοινωνίας από όλα τ’ άλλα. Αυτό δεν είναι εύσημο;
    Α: Δεν πάει να πει αυτό ότι όλα τ’ άλλα εξαφανίζονται. Τραγουδώντας σήμερα τραγούδια απ’ το «Άσε τα κρυφά κρυμμένα» βλέπω να πιάνουν στον κόσμο περισσότερο απ’ το «Μπαρ το ναυάγιο»…Οι μεγάλες επιτυχίες που έχω σιγά σιγά υποχωρούν. Εκτός από μία που είναι καθαρά ερωτικό τραγούδι. Μιλάω για το «Μια φορά θυμάμαι» του Γιάννη Σπανού και του Γιώργου Παπαστεφάνου. Αυτό το τραγούδι είναι σαν να μην το έχει πειράξει ο χρόνος. Επίσης, περιέργως πώς, το πρώτο τραγούδι που έγραψα εγώ, «Τα Μικρά Παιδιά»…
    - Τι κάνει το ‘Μια φορά θυμάμαι’ τόσο ξεχωριστό;
    Α: Ξεκάθαρα ένα τραγούδι που μπορεί να σημαδέψει έρωτες, έχει το πάνω χέρι πάντα. Ο έρωτας είναι το καλύτερο παραισθησιογόνο, το καλύτερο ναρκωτικό, το καλύτερο γιατρικό…
    - Δεν κατάφερες δηλαδή να πεις ένα δεύτερο τραγούδι που να ‘σημαδέψει έρωτες’;
    Α: Δεν θέλησα. Ούτε και χρειάζεται. Και μόνο ένα να έχεις, φτάνει και περισσεύει. Ο λόγος είναι ότι δεν τολμώ κιόλας ιδιαίτερα. Ίσως τώρα που αισθάνομαι πιο ώριμη να πω ή να κάνω κάτι… Που δεν κάνω εγώ στιχουργικά. Θεωρώ ότι το ερωτικό τραγούδι είναι εξαιρετικά δύσκολο είδος. Τα τραγούδια που ξεφεύγουν από τον έλεγχό μου περισσότερο είναι τα ερωτικά. Γι’ αυτό και δε γράφω παρά σπάνια. Αισθάνομαι ότι δεν τα ελέγχω… Οπότε προτιμώ να επιλέγω ερωτικά τραγούδια άλλων.
    - Ο έλεγχος είναι αναγκαία συνθήκη σ’ ένα τραγούδι;
    Α: Ακριβώς. Προτιμώ να τα ελέγχω τα τραγούδια. Έχω γράψει και πολύ καλά ερωτικά τραγούδια που δεν έχουν βγει ποτέ προς τα έξω. Όχι ότι τα έχω στο συρτάρι μου. Δεν τα έχω γεννήσει ποτέ. Περνούν και φεύγουν. Όχι γιατί δεν είναι καλά, αλλά γιατί είναι ερωτικά τραγούδια. _

    megaloserwtikos
    24.09.2006, 22:23
    Την είχα δει στην Μπίλιω πέρισυ, που ήταν αντιτηλεοπτική, έπαιρνε πάυσεις, ήταν όπως ένιωθε. Τέλεια, την πάω... είναι όπως νιώθει, ασυμβίβαστη.

    Ασχετο...προς συντονιστή. Αν γίνεται στον τίτλο, να διορθωθούν τα ττ. Είναι Αρλέτα, οχί Αρλέττα. Είναι στον τίτλο και βγάζει μάτι, αλλιώς δεν θα υπήρχε πρόβλημμα.
    aggeliki
    25.09.2006, 00:30
    Μ'αρέσει...
    Και επείδή την έχω δει σε 1-2 συνενετυξεις μ'αρέσουν και αυτά που λέει.Είναι λίγο επαναστάτης...
    eneni
    25.09.2006, 10:34
    Εκδρομη

    Δε θέλω εγώ από σένα
    παραμυθάκια να μου πείς
    λόγια μεγάλα και ψέμματα
    δε θέλω εγώ απο σένα
    παραμυθάκια να μου πείς
    πράγματα τις νύχτας
    και μπερδέματα

    Εγώ απο σένα θέλω
    μόνο μια εκδρομή
    μια αναπνοή
    στο φως μια διαδρομή
    εγώ απο σένα θέλω
    μόνο τ΄όνειρο
    σήμερινο
    κι άσε τ΄αύριο γι΄αύριο

    Δε θέλω εγώ από σένα
    τίποτα να ΄ναι πιο βαρύ
    απ΄το φτεράκι μιας μέλισσας
    δε θέλω εγώ απο σένα
    τίποτα να ΄ναι πιο βαρύ
    απ΄τον αφρό
    της άγριας θάλασσας
    vasiloukos
    26.09.2006, 01:19
    H ΑΡΛΕΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ (ΑΛΗΣΜΟΝΗΤΟ) ΠΟΙΗΤΗ ΜΑΝΩΛΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗ

    ΟΥΤΕ ΕΜΕΝΑ, ΜΑΝΩΛΗ

    Τον συνάντησα αιώνες πριν, ένα σημαδιακό βράδυ, σε φιλικό σπίτι στο Κολωνάκι.
    Εντυπωσιακή φιγούρα, λιονταρίσιο κεφάλι.
    Μιλούσαν για πολιτική κυρίως, θέμα που δεν κατείχα καθόλου, βαριόμουν, βγήκα στο μπαλκόνι και κοίταζα την πλατεία.
    Η επαφή μου με τον «επώνυμο» κόσμο ήταν πολύ πρόσφατη και ήμουν άσχετη με πολιτικο-καλλιτεχνικο-φιλοσοφικές συζητήσεις, έστω και ποτισμένες με καλό κρασί και διανθισμένες με ντελικάτα εδέσματα. Πάντοτε όμως ήμουν καλή ακροάτρια – μου άρεσε να κλέβω τις κουβέντες των «ενηλίκων», η περιέργειά μου πάντα ισχυρότερη από τη συστολή και την ακοινωνησία μου.
    Στη σύναξη αυτή με είχε πάει ο μοναδικός ίσως άνθρωπος που μπορώ να πω ότι συμπαθούσα από το χώρο των γνωριμιών που η πολύ πρόσφατη ανάδυσή μου από την ανωνυμία μου είχε ανοίξει.
    Η συζήτηση φούντωνε. Ξαναγύρισα στο μπαλκόνι, ο καβγάς είχε ενδιαφέρον. Έλεγαν ότι τα πράγματα θα ηρεμούσαν, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει εκτροπή, ο φίλος μου διαφωνούσε – ήταν έγκριτος και έμπειρος δημοσιογράφος-, εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα, μόνο που ανησυχούσα γιατί η λέξη «δικτατορία» ακουγόταν πολύ συχνά.
    Ήταν η πρώτη και μία από τις ελάχιστες φορές που συνάντησα το γιατρό – ποιητή. Τότε δεν ήξερα ότι ήταν γιατρός. Ήταν βράδυ, 20 προς 21 Απριλίου 1967. Το χρώμα που μου έμεινε ήταν γκρίζο του ατσαλιού και μαύρο.
    Όταν προσπάθησα να τον διαβάσω δεν τα κατάφερα, ήταν πολύ νωρίς για μένα, οι γεύσεις του δεν ήταν εύληπτες για τον αφελή μου ουρανίσκο. Πολλές φορές μου έχει συμβεί – κάτι που δε μπόρεσα να ταξιδέψω όταν το πρωτοσυνάντησα, να το βρίσκω ανοιχτό αργότερα. Ποτέ δεν εκβίασα την είσοδό μου στα βιβλία, και ειδικότερα στην ποίηση, πάντα όμως επανερχόμουν και κάποια μέρα έβρισκα την πόρτα ανοιχτή, και το καράβι στο μουράγιο, και τότε ταξίδευα άφοβα στη φουρτουνιασμένη, συνήθως, θάλασσα του ποιητή.
    Ακόμα και το τόσο όμορφο τραγούδι του «Δρόμοι παλιοί», πολύ πρόσφατα το συνάντησα και πολύ το αγάπησα. Ίσως γιατί μου έχει συμβεί πολλές φορές σε πολλούς τόπους και με πολλούς τρόπους να βρίσκω την ασήμαντη παρουσία μου σε κάθε γωνιά. Θα το τραγουδάω όσο κρατάει η λίγη μου φωνή.
    Θα μου αρκούσε αυτό το τραγούδι – ποίημα , ή μάλλον ποίημα – τραγούδι, για να θεωρήσω το Μανώλη Αναγνωστάκη απόλυτα πετυχημένο και ως ποιητή και ως γιατρό και ως άνθρωπο. Για μένα, όταν κάποιος μπορεί ν’ αγγίξει την ψυχή σου τόσο βαθιά έστω και μια φορά, είναι δικαιωμένος. Ξέρω, ακούγεται επιπόλαιο και τελείως υποκειμενικό –και είναι-, αλλά γιατί όχι. Γιατί εγώ, μια εκ γενετής τραγουδίστρια, να πρέπει να χαθώ σε σχοινοτενείς αναλύσεις του έργου του, κάτι που άλλοι είναι σίγουρα πολύ πιο άξιοι να πράξουν. Αν και, ξαναδιαβάζοντάς τον πολύ πρόσφατα, τον είδα πολύ πιο ξεκάθαρα. Τον ταξίδεψα άφοβα, αν και διαφωνώ μαζί του πως «η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους». Εγώ, αθεράπευτα ρομαντική, προτιμώ:

    «Δημιουργώντας μια ποίηση πάνω από κάθε καταστροφή
    Χωρίς να λησμονούμε κάποτε εντελώς τον προορισμό μας.
    Αν τώρα πάλι από παντού καμιά ανταπόκριση
    Κάτι απροσδόκητα ζημίωσε, κάτι που δεν το καταλάβαμε καλά
    Όμως εμείς, αν θέλετε, είμαστε έτοιμοι ακόμα.»

    Διαβάζοντας τα ποιήματά του, όπως κάνω σχεδόν πάντα με την ποίηση, αφήνομαι να ξεπεράσω τις λέξεις, ψάχνω επίπεδα αλλού ρηχά, αλλού άπατα, αλλού χάος, σαν ζώο που ταξιδεύει στη θάλασσα. Αυτό που ένιωσα είναι σύνηθες στους κάπως παλαιότερους ποιητές: καλύπτουν το κύτος που ταξιδεύει στο μυαλό τους, είτε για έρωτα είτε για θάνατο πρόκειται, γιατί αυτά τα δύο είναι οι αφορμές τους, με ένα πέπλο πτυχωτό, μια προστατευτική γάζα που το διαγράφει αισθησιακά ημίγυμνο, θέλει να αφήσει να μαντέψεις. Ακόμα και τις σκληρότερες εικόνες και μεταφορές τις τυλίγουν σε μια γάζα που τονίζει ακόμα πιο έντονα το υπέροχο ή το φριχτό. Άλλωστε όλοι έχουν δικαίωμα να ανακαλύπτουν – αυτή είναι η χαρά του αποδέκτη της σοδειάς του ποιητή.
    Βρίσκω ότι η ποίηση του Μανώλη Αναγνωστάκη, πολυεπίπεδη και ιδιαίτερα ανθρώπινη, έχει πολλά να δώσει σε όποιον την πλησιάσει όχι σαν επιφανειακός θεατής αλλά σαν δύτης. Τραγουδάει για αυτιά ευαίσθητα, γιατί ο γεννήτοράς της ήξερε τον πόνο και την πείνα και την απόγνωση που κάνουν την ποίηση να αναδύεται σαν μυθικό κύτος και να ξεφυσά στην επιφάνεια τον υγρό της αναστεναγμό.
    Εγώ τον ευχαριστώ. Ίσως γιατί κι εμένα με μεγάλωσε ένας γιατρός που τραγουδούσε, να νιώθω το τραγούδι του τόσο βαθιά δικό μου και θεραπευτικό, όπως αρμόζει σ’ ένα γιατρό – ποιητή.

    «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς
    Να γνωρίζω κανέναν κι ούτε
    Κανένας με γνώριζε»

    Ούτε εμένα Μανώλη.
    Ούτε εμένα.


    Υ.Γ. Τελικά αυτό που μένει είναι το τραγούδι.
    Καληνύχτα γιατρέ – ποιητή.


    ΑΡΛΕΤΑ

    [περιοδικό, ''Η ΛΕΞΗ'', Οκτώβριος - Δεκέμβριος 2005, τ.186, αφιέρωμα στο Μανώλη Αναγνωστάκη]

    ---

    Ό,τι συγκλονιστικότερο έχω διαβάσει εκ χειρός Αρλέτας, και δη για τον αγαπημένο μου ποιητή.
    Σ’ ευχαριστώ κι εγώ με τη σειρά μου, Αρλέτα. Και προσθέτω κι εγώ, καθώς είναι – ΟΥΤΕ ΕΜΕΝΑ, ΜΑΝΩΛΗ…

    [ Το μήνυμα τροποποιήθηκε από τον/την : vasiloukos στις 26-09-2006 01:39 ]


    vasiloukos
    26.09.2006, 01:49
    Λίγα βιογραφικά στοιχεία.......

    Αρλέτα

    Το πραγματικό της όνομα είναι Νικολέτα Τσάπρα. Γεννήθηκε το 1945 στην Αθήνα. Σπούδασε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών. Στη δισκογραφία μπήκε το 1967. Προσωπική δισκογραφία: "Τραγουδά η Αρλέτα", "Αρλέτα 2", "12+1 Τραγούδια του Χατζιδάκι με την Αρλέτα", "Έξι Ημέρες", "Τα Ωραιότερα Τραγούδια", "Ταξιδεύοντας", "Romancero Gitano", "Τα Ωραιότερα Τραγούδια 2", "Περίπου", "Ζητάτε να σας Πω", "Μεγάλες Επιτυχίες", "Μετά Τιμής". Συμμετοχές: "Ανθολογία Β", "Το Νέο Κύμα Τραγουδά Χατζιδάκι", "Ερωφίλη", "Τρίτη Ανθολογία", "Παιδί της Γης", "Ίσως Φταίνε τα Φεγγάρια", "Το Τραγούδι Γυμνό", "Πασπαρτού", "Ονειροκλέφτης".

    http://www.in.gr/musiccd/mcdbio.asp?bgr=0005074

    Και κάτι ''εξωμουσικό'' [αν υφίσταται όντως αυτό που πολύ αμφιβάλλω] από την Αρλέτα:

    ΑΡΛΕΤΑ- ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΑΝΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ;

    Εκδόσεις Καστανιώτη , 1997

    Η γνωστή τραγουδίστρια Αρλέτα εξέδωσε το 1997 ένα πολύπλευρο βιβλίο, που είναι δύσκολο να καταταχθεί σε ένα συγκεκριμένο είδος. Πρόκειται για συνδυασμό κειμένων ( από στίχους τραγουδιών μέχρι ποιήματα σε ελεύθερο στίχο και μικρά πεζά ) και εκπληκτικών σκίτσων, τα οποία συνοδεύουν τα κείμενα. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι πάρα πολύ καλό, εφ’ όσον χρησιμοποιείται χαρτί πολύ καλής ποιότητας και τα σκίτσα χρωματίζονται με τετραχρωμία.

    Η συλλογή χωρίζεται σε “εποχές” , (εποχή των φόνων, των καταλοίπων, High season, της ερήμου) και κλείνει με την εποχή-ερώτημα του τίτλου: Από πού πάνε για την Άνοιξη; Η Αρλέτα φαίνεται να ταυτίζει την “Άνοιξη” με τα νεανικά όνειρα και τις προσδοκίες του καθενός και αναφέρεται στις προσωπικές, αλλά και τις συλλογικές διαψεύσεις και ματαιώσεις, που όλοι βιώνουμε. Καταφέρνει όμως να μην γίνεται μελοδραματική, ούτε καταθλιπτική, αλλά γράφει με την ήρεμη θλίψη και τη συνειδητοποίηση της ωριμότητας.

    Έτσι, μας παρέδωσε μια πρωτότυπη και δυνατή συλλογή, με πλήθος από στίχους, τραγούδια και κειμενάκια που αξίζει να διαβαστούν, καθώς αναφέρουν διαχρονικές αλήθειες και αναγνωρίσιμες σύγχρονες καταστάσεις, που εκφράζονται με ευαισθησία. και διεισδυτική σκέψη.

    Αλλά ας αφήσουμε την ίδια την Αρλέτα να “μιλήσει”, μέσα από χαρακτηριστικά αποσπάσματα, για τη δική της Άνοιξη:

    “Ζούμε σε έναν κακομεταφρασμένο κόσμο. Άλλοι κόσμοι, χειρότεροι ίσως, είχαν μια κοινή γλώσσα, κοινά κατανοητούς κώδικες. Σήμερα, όλα θέλουν μετάφραση, όλα αυθαίρετα φορούν την ταμπελίτσα που τα βολεύει. Τίποτα σ’ αυτή την εποχή της εικόνας δεν δείχνει τι είναι, όλα δείχνουν κάτι άλλο. Λέμε φύγε κι εννοούμε μείνε, λέμε καλημέρα κι εννοούμε άι στο διάολο, λέμε καλώς όρισες κι εννοούμε ξεκουμπίδια. Όσο για τους πολιτικούς, η μετάφραση είναι αδύνατη. Όσο πιο αδύνατη, τόσο πιο πετυχημένος ο πολιτικός. Η τέχνη είναι από τη φύση της ανοχύρωτη κι έτσι ήταν εύκολο θύμα. Όσο πιο ασαφής, τόσο καλύτερα, λένε οι πορνοβοσκοί της. Άλλο περίπλοκο, άλλο περίτεχνο, άλλο ασαφές, αλλά ποιός νοιάζεται , μιας και μπερδεμένη βολεύει καλύτερα!

    Άλλωστε, ποιός έχει χρόνο; Time is money , poylaki moy!

    Ζούμε σ’ έναν κακομεταφρασμένο κόσμο, γι’ αυτό τσακωθήκαμε.

    Εσύ με μετέφραζες λάθος, εγώ νόμιζα ότι με μεταφράζεις σωστά.

    Το γελοίο είναι ότι δεν χρειαζότανε μετάφραση.”


    “… Όσο περνάει ο καιρός,

    το βλέπω καθαρά,

    είσαι ένα χρώμα άσχετο,

    στο φόντο μου μουντζούρα.

    Σε ήχο πολύχρωμο,

    Ρυθμό πολύτροπο

    κινούμαι εγώ.

    Εσύ παίζε με τα κουμπιά σου,

    τρώγε κονσέρβα άγριο λωτό.

    Φύγε από δω.

    Δεν έχει θέση,

    για καμμιά σχέση,

    Είμαστε ξένοι,

    εχθροί ομωσμένοι,

    εσύ κι εγώ.

    Για μένα η θάλασσα,

    για σένα η άνασσα

    κι ο ευνούχος art- nouveau…”

    Σοφία Κολοτούρου για το www.elogos.gr