κόνξα η (συνήθως πληθ.) : (προφορικό) 1. νάζια, πείσματα. 2. υπαναχώρηση σε κάτι το οποίο είχα υποσχεθεί τελευταία ή το οποίο είχα συμφωνήσει
ανθίζομαι : υποπτεύομαι, καταλαβαίνω [ανθ(ός) -ίζομαι κατά το μυρίζομαι]
πασατέμπος : 1. ο ψημένος κολοκυθόσπορος. 2. (φράση) έχω κάτι για πασατέμπο, για απασχόληση, συνήθως ευχάριστη. [ιταλικό passatempo (αρχική σημασία: διασκέδαση για να περνά η ώρα)]