Πες μου αντίο.
Ευτέρπη!
Έφυγα ξαφνικά,
σε ένα όνειρο αποπλανήθηκα.
Ανήξερος πλανήθηκα να βρω τον κήπο,
στην Εδέμ έχασα το χώρο, στο χρόνο σκόνταψα κι ένοιωσα απόγνωση.
Σε σκοτάδι βαθύ έχασα το δρόμο, μπερδεύτηκα ανάμεσα στα αστέρια.
Η ρυμοτομία του ουρανού απίθανη.
Δεν μπορώ να καθορίσω πότε έφτασα στον κόσμο των θαυμάτων.
Ένα ρευστό σύνολο εικόνων επιθυμιών και η Αλίκη να τριγυρνά στα θαύματα.
Η μοναξιά φύσηξε έναν βοριά απελπισμένο,
δήθεν ανέμελο, να τυλίγεται στα σακάκια και τα ρούχα τους.
Από εκεί μακριά είδα την κίνηση των πτηνών και των ανθρώπων,
μες τον άνεμο χιλιάδες χρόνια τώρα.
Το σύννεφο ξέχασε να κρυφτεί πριν ξημερώσει.
Το όνειρο αποκαλύφθηκε.
Πήρα κι έφαγα μια μπανάνα!
Ποιος ξέρει τη γεύση της;
Την έφαγα αργά.
Κάποτε, ξέρω πως κάποιος έφαγε μια με τη φλούδα.
Κι έμεινα με την απορία ποια να είναι η γεύση της;
Η αίσθηση της άγνοιας είναι μια γνώση.
Η μπανάνα κίτρινη, βαθιά κίτρινη, ποιος ξέρει την ώρα της αλλαγής του χρώματος.
Κάποια στιγμή, η αγάπη ή κάποιο άλλο αίσθημα έκανε την εμφάνιση του.
Τι το έφερνε εμπρός μου; Το χρειαζόμουν; Ίσως, αλλά γιατί;
Τρέχουν τα έμπειρα μάτια μου στο παρελθόν, στο αύριο, όχι πιο μακριά από αυτό.
Ζωή άδεια, χωρίς ακάλεστους επισκέπτες, χωρίς γεύση.
Ποιος ξέρει τη γεύση της;
Να την αλατίσουμε, να τη μάθουμε να χορεύει, να γελά. Ποιος ξέρει πως μαθαίνει η ζωή.
Μα να κι ο πόνος, η απαξίωση, η λησμονιά, ο φθόνος.
Μιας και κανείς δεν ήθελε, εξαρχής, να είναι κακός ή ψυχρός.
Έμεινε πίσω η ζωή, σχέδια που δέχθηκαν τις ακτίνες του ήλιου, έγιναν πιο μελαμψά,
ίσως, κάποια να κάηκαν, μερικά έμειναν εκεί για τους άλλους.
Οξειδώθηκα, έτσι προστάτεψα την αφέλεια που με πλημμύριζε έντονα.
Και ρωτώ να σας χαρίσω ένα μπουκέτο λουλούδια;
Κόκκινα κίτρινα μοβ κι ένα ποίημα που μου σκίζει την καρδιά.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι