Ένα παιδί κοιτάει τ' άστρα (reload)
Γιατί βαριέται να τα μετρήσει...
19 Ιουλίου 2022, 19:12
Ο Μίλτος και το σύστημα


Ο Μίλτος, δούλευε ως βοηθός υδραυλικού στον κυρ- Αναστάση που είχε εργαστήριο ημιυπόγειο κάπου στον Κολωνό, με κατ’ οίκον επισκέψεις στα σπίτια του κοσμάκη αν τυχόν ξεμένανε με το σιφόνι του νιπτήρα στο χέρι, ή ο θερμοσίφωνας  τους προετοίμαζε για σκωτσέζικα ντους, δηλαδή έμπαιναν να κάνουν ένα ζεστό μπανάκι  και έβγαιναν σαν πιγκουίνοι της Μαδαγασκάρης. Ταυτόχρονα όμως το εργαστήριο του Κολωνού αναλάμβανε και πολυκατοικίες, ενώνοντας το νερό του ισογείου με τον 6οόροφο, για να μπερδεύονται οι λογαριασμοί, να τσακώνονται οι νοικοκυραίοι στις συνελεύσεις των πολυκατοικιών έτσι για να υπάρχει σασπένς και να αναβαθμιστεί ο θεσμός.

Οι κλήσεις έπεφταν βροχή και το κατσαβίδι του Μίλτου είχε πάρει φωτιά που αν είχε στόμα θα του ζητούσε αύξηση. Όμως ο Μίλτος παρέμενε, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες του, στα κατώτατα επίπεδα μισθού με αποτέλεσμα μετά τις 20 του μηνός να τη στήνει στο μπαλκόνι και να πετάει πετονιά μπας και ψαρέψει κανενός ντιλιβερά την πραμάτεια που έσκαγε από κάτω με το κουτί σηκωμένο να μοιράσει φαγάκι στον κόσμο.  

Με λίγα λόγια όλο το χρήμα το μάζευε ο κυρ- Αναστάσης, ο οποίος σα γνήσιος Έλλην που είχε κάνει γερά το κουμάντο του,  έβριζε την τύχη του από το πρωί ως το βράδυ για τις εφορίες, τους λογαριασμούς που τον βγάζουν μείον, έτσι για να μη δίνει στίγμα. Την ίδια ώρα έχτιζε το διώροφο για την κόρη του, της αγόρασε και ένα σκυλί για να μην έχει πολλά- πολλά με άντρες και να μιλάει με τον τοίχο, της αγόρασε κι ένα αυτοκίνητο τσέπης για να μην απομακρύνεται πολύ και να χωράει μέσα ίσα- ίσα το τσαντάκι της, της αγόρασε και έπιπλα για να προπονείται ο σκύλος στο παρκούρ,  της πήρε κι ένα πενταώροφο ψυγείο για να πηγαίνει ασορτί με τις κρύες νύχτες του χειμώνα, της αγόρασε και παντόφλες με φάτσα αρκούδου για να έχει ο σκύλος ανταγωνισμό, της έβαλε και θέρμανση υπερσύγχρονη ώστε να μην ξεκολλάει από το σπίτι και όλα αυτά να εξελίσσονται πάνω σε χαλιά Περσίας για να μην παρεξηγηθεί με τον σκύλο που ήθελε πάνω απ’ όλα ποιότητα στη συγκατοίκηση.

Ο Μίλτος δεν άντεχε άλλο, είχε ξεμείνει από ευρώ, από καλαμάκια για τον φραπέ και από υπομονή και αποφάσισε να μιλήσει στο αφεντικό του για μια γενναία αύξηση που θα τον έκανε να βλέπει το σουβλάκι ως σουβλάκι κι όχι σαν το παγκόσμιο κύπελλο.

-          Κυρ Αναστάση θέλω να μιλήσουμε.

Ο κυρ Αναστάσης, πονηρός και προμελετημένος, περίμενε μήνες αυτή την κουβέντα και είχε προετοιμάσει κατάλληλα τις απαντήσεις του, σαν παίχτης σε ριάλιτι.

-          Τώρα είναι ώρα δουλειάς, δεν είναι ώρα για σαχλαμαροκουβέντες,  θα τα πούμε κάποια άλλη στιγμή! Είπε μιλώντας ουδέτερα για να δείξει τάχα αφοσιωμένος στη δουλειά του και να του κόψει τον αέρα.

-          Κυρ Αναστάση αφορά τη δουλειά, αλλιώς δε θα σε απασχολούσα πρωινιάτικα! Είναι σημαντικό!

Ο πρόλογός του δεν άφηνε περιθώρια στον κυρ Αναστάση να τον ξαναδιακόψει, πήρε μια βαθιά ανάσα, έβγαλε από το ντουλάπι του μυαλού του τις έτοιμες απαντήσεις του, έριξε και μια πλάγια ματιά στο συρτάρι που φυλάει τους λογαριασμούς που θα τα χρησιμοποιήσει αν χρειαστεί ως αδιάψευστα τεκμήρια των απόψεών του, «εντάξει, είναι κοντά, με μια κίνηση τα δείχνω» σκέφτηκε και του έκανε νεύμα να ξεκινήσει να μιλάει.

-          Κυρ Αναστάση δουλεύω τρία χρόνια στο μαγαζί σου και δεν έχουμε αφήσει καζανάκι για καζανάκι απείραχτο, οι σωλήνες που έχω συνδέσει αν τους βάλουμε τον ένα πίσω απ’ τον άλλο συνδέουν με φυσικό αέριο την Ρωσία με την Ισπανία και αν οι βίδες που έχω βιδώσει ψήφιζαν θα είχα βγει πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.

-          Και τι θες τώρα ρε Μίλτο από μένα; Το νόμπελ Ειρήνης;

-          Όχι κυρ Αναστάση, μια αυξησούλα θα ήθελα, γιατί δεν τα βγάζω μ’ αυτά που μου δίνεις, αν συνεχίσω να παίρνω τα ίδια, σε τρεις μήνες το σπίτι μου θα το ανακηρύξει η Unesco ως κτίριο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς γιατί έχω να αλλάξω απορρυπαντικό πιάτων εδώ και δυο χρόνια, μαζεύω τις σαπουνάδες και τις βάζω σε βαζάκι για την επόμενη πλύση, σα να φυλάω τον εγκέφαλο του Αϊνστάιν. Σε λίγο το πάτωμα από την έλλειψη καθαριότητας θα αποκτήσει αλλεργία στη χλωρίνη και θα βγάλει σπυράκια, τα χερούλια στις πόρτες θέλουν αλλαγή κι αυτά, το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ ενωμένο δυνατό φωνάζουν, γίνεται μια επανάσταση στο σπίτι μου, σας παρακαλώ αν μπορείτε να μου δώσετε 200 ευρώ παραπάνω.

-          Άκου αγόρι μου! Νομίζεις δεν καταλαβαίνω και δε σε στηρίζω στις δυσκολίες σου; Σαν πατέρα θέλω πρώτα να με βλέπεις και μετά σαν αφεντικό! Και 200 και 300 αύξηση αν θες!

Ο Μίλτος γουρλώνει τα μάτια του. Τόσο εύκολο ήτανε; Και κάθομαι εδώ και τρία χρόνια και δεν αγοράζω ούτε κατσαριδοκτόνο για τις κατσαρίδες αλλά αρχίζω τις διαπραγματεύσεις μαζί τους μπας και αποχωρήσουν; Ο κυρ Αναστάσης όμως δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του κουβέντα. Βγάζει το μπουκογυάλι που του έκανε τα μάτια του να φαίνονται σαν του Κύκλωπα, σήκωσε ελαφρά το κεφάλι του και συνέχισε..

-          Όμως γιε μου- έτσι μ’ αρέσει να σε λέω, γιε μου- τα πράγματα είναι πολύ στενόχωρα τώρα. Ξέρεις τι λογαριασμός μου ήρθε αυτό τον μήνα για το ρεύμα;

Με μια κίνηση αιλουροειδούς ανοίγει το συρτάρι και του πετάει το πρώτο αποδεικτικό. Αν δεν εξημερωνόταν είχε κι άλλα!

-          Να δες! 1100 ευρώ! Πώς θα τα πληρώσω αυτά μου λες; Πλέον στο σπίτι λέμε να κόψουμε και το φαγητό! Θα τρώμε μια βδομάδα, και την επόμενη θα παίρνουμε τα απομεινάρια της προηγούμενης, θα τα συνδέουμε και θα τα ξανατρώμε! Έτσι μου ‘ρχεται να πηδήξω από το παράθυρο δηλαδή!

-          Σε μονοκατοικία μένεις κυρ Αναστάση, στο ισόγειο, δε θα πάθεις και τίποτα.

-          Έτσι μου έρχεται να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο! Έτσι μου έρχεται να γεμίσω το νιπτήρα με νερό και να βουτήξω το κεφάλι μου μέσα να πνιγώ!

-          Δε γίνεται αυτό κυρ Αναστάση, νιπτήρας είναι δεν είναι πηγάδι.

-          Καταστροφή σου λέω αγόρι μου! Δηλαδή σκεφτόμουν να σου ζητήσω και δανεικά και να στα γυρίζω λίγα- λίγα μπας και γλιτώσω!

-          Τόσο άσχημα πάνε τα πράγματα δηλαδή; Μα χτες μόνο στην οικοδομή που πήγαμε, πήρατε δυόμιση χιλιάρικα… Και πήγαμε και σε δυο τρεις άλλες δουλειές…

Δεν έφτανε ο λογαριασμός του ρεύματος οπότε σκέφτεται ο κυρ Αναστάσης να βάλει μπρος τα μεγάλα μέσα. Σα τίγρης σε τσίρκο ξαναπετάει το αναγεννημένο κορμί του προς το συρτάρι και βγάζει ένα μάτσο άλλα χαρτιά για να του δείξει πως ο λογαριασμός του ρεύματος δεν ήταν τίποτα παραπάνω από μια απλή γρατζουνιά στο γεμάτο πληγές, από λογαριασμούς, σώμα του.

-          Ξέρεις, φτιάχνω ένα σπιτάκι, τι σπιτάκι, παράγκα πες το καλύτερο, σ’ αυτό το έρμο και δυστυχισμένο πλάσμα, την κόρη μου που περιμένει από τον πατέρα της κατιτίς, απλά για να αισθανθεί ότι είναι κι αυτό άνθρωπος σαν όλους τους ανθρώπους. Λίγο τσιμεντάκι αγόρασα, μια χούφτα δηλαδή ίσα- ίσα να μην το πάρει ο άνεμος, κάτι μεταχειρισμένα κουφώματα που όχι απλά δε γυρίζουν όταν τους φωνάζεις, ούτε καν δίνουν σημασία, σα να μην υπάρχεις, κάτι ηλεκτρικές συσκευές που δουλεύουν με μανιβέλα, μαγειρεύεις στην κουζίνα και είναι σα να οδηγείς τρακτέρ, δηλαδή έτσι μου ‘ρχεται να τα παρατήσω όλα, να πάρω μια λατέρνα να κατέβω στην Ερμού και να γυρίζω πάνω- κάτω τραγουδώντας τις θαλασσιές τις χάντρες. Εκεί με καταντήσανε παιδί μου, κατάλαβες; Να δες, 7500 ευρώ ο ένας, 9000 ευρώ ο άλλος, 3500 ευρώ ο άλλος! Δες δες!

Του δείχνει τα ποσά αλλά δεν τον αφήνει να τα δει καλά γιατί πάνω είναι γραμμένες συσκευές της πιο σύγχρονης τεχνολογίας ενώ τα κουφώματα δεν είναι για σπίτι κανονικού ανθρώπου αλλά για το σπίτι του Προέδρου της Βενεζουέλας που φοβάται μη φάει καμιά ρουκέτα εκεί που κάθεται και κάνει σούζες με την κουνιστή του καρέκλα και το πούρο.

Η αλήθεια είναι ότι ο Μίλτος είχε μείνει παγωτό μ’ όλη αυτή την επιθετική πολιτική του αφεντικού του, ένα κρεσέντο συναισθημάτων και λογαριασμών που δεν του άφηνε πολλά περιθώρια. Ένοιωσε ότι αν συνεχίσει να προσπαθεί, μάλλον μείωση θα πετύχει έτσι όπως το πάει το αφεντικό του, παρά αύξηση.

Αποχώρησε σκεφτικός, ενώ ο κυρ Αναστάσης εντός του πανηγύριζε για την πρώτη του μεγάλη νίκη. Ήξερε ότι θα επακολουθήσουν κι άλλες μάχες γι’ αυτό έπρεπε να προετοιμαστεί κατάλληλα ως τότε γιατί σίγουρα ο μικρός θα επανέλθει. Όμως έπρεπε να γιορτάσει τη σημερινή του νίκη, έτσι σκέφτηκε, όχι γιατί γλίτωσε 200-300 ευρώ μηνιαία, αυτά για εκείνον ήταν ψίχουλα, αλλά γιατί κατάφερε να υποτάξει πνευματικά τον υπάλληλό του. Είναι ωραίο να κερδίζεις ρητορικά, πρώτοι το δίδαξαν αυτό οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και ο κυρ Αναστάσης για πρώτη φορά αισθάνθηκε άξιος συνεχιστής τους.

Ο Μίλτος συνέχιζε να βάζει τους θερμοσίφωνες τρεις- τρεις και να ξεβουλώνει δεκάδες μπάνια που απ τη σαπουνάδα είχανε πιάσει πουρί, συνέχιζε να κάνει ψυχολογική υποστήριξη στα πλυντήρια να μην κοπανιόνται σαν μαλακισμένα και να ξυπνάνε τον κόσμο μεσημεριάτικα, αλλά να πλένουν ήρεμα και χωρίς ιδιαίτερο άγχος, συνέχιζε να κάνει μασάζ στους σωλήνες που απ’ την υπερχρήση είχανε γίνει σαν καμινάδες της χαλυβουργικής, ώσπου ο κυρ Αναστάσης τον φωνάζει να ‘ρθει μέσα να του πει κάτι λίγο δαγκωμένα.

Η αλήθεια είναι ότι σκεφτόταν πολλή ώρα να του μιλήσει αλλά δίσταζε. Έπρεπε να πεταχτεί να κλείσει μια δουλειά σε μια οικοδομή με πολύ καλά λεφτά που την προσπαθούσε μήνες, όμως την ίδια ώρα έπρεπε να έρθουν οι οικιακές συσκευές  για το σπίτι της κόρης και κάποιος έπρεπε να παρευρίσκεται εκεί που να ξέρει. Δεν ήθελε να τον βάζει στα δικά του θέματα αλλά τα πράγματα του ήρθαν κάπως ανάποδα. Ο κυρ Αναστάσης δεν ήθελε ο μικρός να βλέπει τη χλιδή γιατί θα σηκώσει κεφάλι μετά, αλλά δεν είχε άλλη επιλογή εκείνη τη στιγμή.

-          Μίλτο, θα πεταχτείς στο σπίτι της κόρης μου να παραλάβεις τις συσκευές που θα έρθουν και να τις συνδέσεις κιόλας. Βλέπεις εγώ δε μπορώ, αν δεν πάω να κλείσω τη δουλειά με τον Τομπούλογλου θα πάρει άλλος τη δουλειά και δεν πρέπει. Πετάγεσαι, τα φτιάχνεις, επιστρέφεις. Εντάξει;

Για τον Μίλτο είτε να συνδέσει το πλυντήριο της κόρης, είτε να ξεβουλώσει τον καμπινέ της Κυρά- Ευτέρπης, στα μάτια του ήταν ένα και το αυτό. Εξάλλου χαΐρι δεν έβλεπε και είχε αποφασίσει την Κυριακή που δε δούλευε, να μαζέψει τα κομμάτια του και να πάρει αποφάσεις. Γιατί καλό κι υγιές πράγμα η δουλειά, όταν όμως κόβεις το κρεατάκι και το ρίχνεις στα γαριδάκια για οικονομία, η δουλειά γίνεται βόλτα στο λούνα- Παρκ.

Τράβηξε προς το νεόκτιστο της κόρης. Το gps τον πέταξε σ’ ένα δρόμο γεμάτο κήπους και σπιτάκια μονοκατοικίες κουφέτα, σαν το σπίτι της Barbie. Σταμάτησε σ’ ένα απ’ αυτά και το gps του έδωσε μια σπρωξιά και τον πέταξε σ’ ένα κουκλόσπιτο, με το Μίλτο να αναφωνεί..

-          Ρε τον μπαγάσα!

Διέσχισε το γρασίδι που χώριζε την πόρτα του κήπου απ’ την πόρτα του σπιτιού περπατώντας πάνω στο πέτρινο δρομάκι που θύμιζε ρωμαϊκό πλακόστρωτο ενώ στο πλάι φαναράκια είχαν στηθεί για να κάνουν πιο φαντασμαγορική την είσοδο. Πήγε ν’ ανοίξει την πόρτα , αλλά τι να σου κάνει ένα κλειδί, αυτή η πόρτα ζύγιζε μισό τόνο, «βαλλιστικούς πυραύλους να φύλαγε κει μέσα πιο ανθρώπινη πόρτα θα είχε βάλει!» σκέφτηκε. Μπήκε στο σαλόνι που ξεχυνόταν απ’ την είσοδο μέχρι την άααααλλη μεριά του σπιτιού που έβγαινε πάλι στον κήπο και θύμιζε περισσότερο γήπεδο τένις παρά σπίτι που θα μείνει ένας άνθρωπος. Το σαλόνι ενωνόταν με την κουζίνα που από μόνη της έκανε ολόκληρη την γκαρσονιέρα που έμενε εκείνος. Η κουζίνα που για να δουλέψει ήταν «σα να οδηγά κάποιος τρακτέρ» θύμιζε θάλαμο διαστημοπλοίου ενώ το ψυγείο μαζί με τα υπόλοιπα γύρω- γύρω θύμιζε επίσκεψη σε έκθεση οικιακών συσκευών στο «Σταύρος Νιάρχος».

Μετά ακολούθησε τη σκάλα που ανέβαινε στα υπνοδωμάτια. Προς έκπληξή του μέτρησε τέσσερα υπνοδωμάτια. «Ένα για την κόρη» σκέφτηκε, «ένα για το σκύλο, ένα για τη σκύλα που θα γνωρίσει ο σκύλος κι ένα μπαλαντέρ, όποιος κάνει οικογένεια πρώτος το παίρνει, η κόρη ή ο σκύλος».  Το δωμάτιο που θα έμενε η κόρη προκαλούσε δέος ακόμα και στην πριγκήπισσα Ράνια της Ιορδανίας. Ένα κρεβάτι που έπρεπε να περπατήσεις κανά δεκάλεπτο για να φτάσεις εκεί που έπρεπε να κοιμηθείς, μια ντουλάπα που χωρούσε μέσα το μισό δημοτικό συμβούλιο, κάτι παράθυρα σαν να σαι σε γραφείο διευθυντή ναυτιλιακής εταιρείας και ένα air- condition σαν ιπτάμενος δίσκος. Αφού σταυροκοπήθηκε, πήρε την κατηφοριά μπας και έρθουν οι φορτωτικές, για να ξεμπερδεύει.

Καθώς περίμενε, διάφορες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του αεροδυναμικά, σα να ‘χε ξυπνήσει από ένα λήθαργο χρόνων. «Εγώ του ζήτησα 200 ευρώ αύξηση, 200 ευρώ εδώ μέσα κάνει μόνο το ξυπνητήρι» σκέφτηκε. «Αυτό είναι μια χούφτα τσιμέντο; Αυτό χρειάστηκε τσιμέντο όσο το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας». Αυτές οι σκέψεις ταλάνιζαν το μυαλό του, ώσπου ακούει μέσα στην υπερβολική ησυχία της γειτονιάς, έναν ήχο μηχανής σα φτέρνισμα φωτομοντέλου και ένα αυτοκίνητο τσέπης γρήγορα να έρχεται και να παρκάρει έξω από το σπίτι- κουφέτο. Από μέσα βγαίνει μια δεσποινίς με ένα γυαλί μαύρο που κάλυπτε τα ¾ του προσώπου της, στηριγμένο πάνω σε μια μυτούλα γαλλική,  ένα σώμα ντελικάτο που αν το ακουμπούσες ενδεχομένως θα σου έμενε κομμάτι στο χέρι και ένα πόδι ευθύγραμμα σαν άσκηση γεωμετρίας. Σίγουρα δεν είχε αέρα κόρης υδραυλικού, μάλλον για την εγγονή του ιδιοκτήτη της Apple την έκανες, αλλά μόνο το ύφος της απέπνεε ένα κύρος που ανάγκασε τον Μίλτο να σηκωθεί από τη θέση που είχε αράξει για να την υποδεχτεί.

-          Είσαι ο Μίλτος; Ο βοηθός του πατέρα μου;

-          Ναι.

-          Είμαι η κόρη του, η Μάγδα. Δεν έχουμε γνωριστεί. Δε θέλω να ασχολούμαι με τις δουλειές του πατέρα μου γι’ αυτό και αποφεύγω να πατάω εκεί πέρα.

«Χαίρω πολύ» είπε ο Μίλτος που ξέχασε για λίγο τις προηγούμενες σκέψεις του, την ταλαιπωρία της ημέρας, το φορτηγό που περίμενε να ξεφορτώσει και αφέθηκε στη γλυκειά γοητεία μιας γλυκειάς γυναικείας αύρας. Παρέμεινε σιωπηλός για λίγα δευτερόλεπτα κάνοντας την κόρη να γελάσει χαμηλόφωνα.

-          Βλέπω δεν είσαι και πολύ ομιλητικός, είσαι των πράξεων περισσότερο, καλά τα πας λέει ο πατέρας μου.

-          Ναι δεν είμαι πολύ καλός στα λόγια, οι ωραίοι λόγοι  είναι προνόμιο των πλουσίων, οι φτωχοί πρέπει να ναι πεζοί και λογικοί για να θεωρούνται αξιοπρεπείς όπως λέει και ο Όσκαρ Ουάιλντ.

Είπε ο Μίλτος αφήνοντας κόκκαλο την εύπορη κόρη που τον κοιτούσε περισσότερο μέχρι εκείνη τη στιγμή σαν υπάνθρωπο, παρά σαν κάποιον που θα μπορούσε με μια του κουβέντα να βγάλει τόσο πνεύμα όσο δέκα τζιτζιφιόγκοι με μούσι και τατουάζ που κουνάνε σαμπανιζέ τσιχλόφουσκες για πάρτη της στα μαγαζιά της παραλιακής.

-          Βλέπω έχει έναν διανοούμενο βοηθό ο πατέρας μου! Πέταξε περιπαιχτικά η κόρη.

-          Απλώς μ’ αρέσει να διαβάζω, δε μου χει μείνει και τίποτ’ άλλο… της ανταπάντησε ο μικρός.

-          Μια απελπισία βλέπω στις δηλώσεις σου ή είναι το στυλ σου για να συγκινείς; Τον ρώτησε με την ίδια λεπτή ειρωνεία.

-          Η απελπισία είναι αρρώστια πολυτελείας, την παθαίνεις όταν έχεις λύσει το πρόβλημά σου και βαριέσαι να σκεφτείς παραπάνω. Εμένα οι μέρες με κυνηγούν, και μαζί μ’ αυτές πιο ενδιαφέρουσες αρρώστιες που τουλάχιστον δε με κάνουν χαζό.

-           

Η Μάγδα παρέμεινε σιωπηλή κοιτώντας ερευνητικά το συνομιλητή της. Από τη μία έβλεπε έναν υπάλληλο χαμηλών προσδοκιών, τι άλλο θα μπορούσε να είναι στα μάτια της ένας βοηθός υδραυλικού; Από την άλλη έβλεπε μια σκέψη και ένα βάθος που δεν το συναντά κανείς σε τεχνίτες, σε άντρες γενικότερα. Σίγουρα πάντως δεν ήταν αυτό που φαινόταν. Αυτήν την ακαδημαϊκού τύπου συζήτηση- έτσι όπως εξελίχτηκε- την διέκοψε βάναυσα το φορτηγό που ήρθε να ξεφορτώσει τις παραγγελίες. Ο μικρός, πέρα απ’ τα πνευματικά του προσόντα, ξεχώρισε στα μάτια της κόρης και στις ικανότητες καθώς πολύ γρήγορα τοποθέτησε, συνέδεσε και ενεργοποίησε τα πάντα μέσα στο σπίτι της, σε τέτοιο βαθμό που δεν άντεξε..

 

-          Ήσουν σούπερ! Πρέπει να στο ανταποδώσω! Το Σάββατο είναι τα γενέθλιά μου, ανοίγω το καινούργιο μου σπίτι και είσαι καλεσμένος!

 

Ο Μίλτος εξεπλάγη. «Με κάλεσε η κόρη του αφεντικού στο πάρτυ της; Και πώς θα το πάρει ο μουντρούχος ο πατέρας της; Και γιατί με κάλεσε στο πάρτυ της; Μήπως της άρεσα; Μπα, σύνελθε, αυτή γυρίζει με κάτι τύπους που έχουν κάτι μυς σα συρτάρια σιφονιέρας, εσένα τι να σε κάνει; Μπα, μάλλον για να βγάλει την υποχρέωση σε κάλεσε…». Όμως ούτε μέσα στον εσωτερικό του μονόλογο δεν ομολόγησε ότι και αυτός ήταν γοητευμένος απ’ την αιθέρια ύπαρξη με το αυτοκινητάκι τσέπης και το σπίτι- κουφέτο ονόματι Μάγδα. Και ότι τα πιο ισχυρά  συναισθήματά άρχισαν σιγά- σιγά και δειλά- δειλά να κάνουν την εμφάνισή τους που θύμιζαν παίχτες της Μπαρτσελόνα σε προθέρμανση πριν από φιλικό αγώνα. Τα συναισθήματα αυτά που ήταν άκρως αντίθετα από εκείνα που έτρεφε πλέον για το αφεντικό του και την «παράγκα» του, «λιγότερα λεφτά ήθελε για να χτίσει την πυραμίδα του Χέοπα» σκέφτηκε και  αισθάνθηκε προσβεβλημένος και ότι τον κορόιδεψε.

Ο κυρ Αναστάσης όμως δεν ήταν χαζός. Ήξερε τι θα αντιμετωπίσει στο προσεχές μέλλον και έπρεπε να πάρει τα μέτρα του από νωρίς. Το σενάριο να του κάνει αύξηση του δημιουργούσε αναγούλα, παράλληλα όμως δεν ήθελε να χάσει έναν τόσο καλό και συνεπή βοηθό. Δε βρίσκει κανείς εύκολα άνθρωπο εμπιστοσύνης και ικανό ταυτόχρονα. Όμως τον ήθελε με τους δικούς του όρους, κοινώς τα ήθελε όλα δικά του. Όμως την πρόταση του την είχε ήδη έτοιμη το επόμενο πρωί.

-          Μου είπε η κόρη μου ότι έκανες εξαιρετική δουλειά χτες! Μπράβο Μίλτο!

Ο Μίλτος τον κοίταξε στραβά και δεν είπε κουβέντα.

-          Αλλά δε ξέρεις τι αφεντικό έχεις! Όχι δε ξέρεις! Δε ξέρεις τι σου ετοίμασα!

Ο Μίλτος κοιτούσε από απέναντι αμίλητος και σκεφτικός. «Τι να μου ετοίμασε; Λες στ’ αλήθεια να θέλει να χτίσει την πυραμίδα του Χέοπα και να ψάχνει για μούμιες;»

-          Ένα διήμερο ταξίδι ξεκούρασης, με όλα τα έξοδα πληρωμένα από μένα!

-          Και πού θα ναι αυτό το ταξίδι;

-          Στο χωριό μου βρε! Υπάρχει ωραιότερο μέρος στον κόσμο;

-          Και πού θα μείνω;

-          Στο σπίτι μου βρε! Υπάρχει ωραιότερο σπίτι στον κόσμο;

-          Και τι θα τρώω;

-          Στην ταβέρνα μου βρε κάτω από το σπίτι! Υπάρχει πιο ωραίο φαγητό στον κόσμο;

Δεν τον ρώτησε αν υπάρχει πιθανότητα να κάνει σεξ εκεί , γιατί έτρεμε την απάντησή του.

Ήρθε το Σάββατο. Ο Μίλτος είχε βάλει προς το παρόν σε δεύτερη μοίρα τα εργασιακά του, γιατί μέρα- νύχτα σκεφτόταν αυτό το πάρτυ που τον κάλεσε η κόρη. Ήταν μέσα του τόσο ενθουσιασμένος ,  όμως προβληματιζόταν για τα κίνητρα κι αυτή η σκέψη δεν τον άφηνε να χαρεί. Ήταν πολύ εντυπωσιακή για να γυρίσει να κοιτάξει αυτόν. Έτσι, με ψυχολογία μεγέθους medium, μπήκε στο νέο σαλονάκι που αν και γήπεδο τένις, είχε ψιλογεμίσει με τους φίλους της κόρης που δεν είχε εμφανιστεί ακόμα.

Ξάφνου πετάγεται από το πλήθος, εντυπωσιακή, όμορφη, με μια μαύρη τουαλέτα που ο Μίλτος για δύο δευτερόλεπτα έψαχνε τα μάτια του αν ήταν στη θέση τους ή είχαν βγει όξω να πάρουν λίγο αέρα. Τον χαιρέτησε με χαμόγελο και του πρότεινε να πάει να αυτοεξυπηρετηθεί στο μπουφέ. Μαζί της, δίπλα της, ένας τύπος με καράφλα, με μουσάκι να χύνεται ως το τέλος του λαιμού σα διάκος, με φανέλα των L.A. Lakers, τα τατού να πετάγονται έξω απ’ τη φανέλα σαν τη λερναία ύδρα, ενώ φορούσε ένα παντελόνι που κρεμόταν σα σακούλα σούπερ- μάρκετ.

-          Oh, yo! Γεια χαρά νταν bro!

-          Μπαρδόν;

-          Απ’ τις καλόγριες αποφοίτησε το παιδί; Δεν καταλαβαίνει;

-          Σου φαίνομαι για Πουλχερία;

-          Όχι, απλά μυρίζεις λίγο αφοί Κατσιμίχα.

-          Ενώ εσύ με τη σωβρακοφανέλα νοιώθεις εντάξει.

-          Φυσικά bro, είμαι in, δεν είμαι ντυμένος σαν τον θείο μου τον Αποστόλη. Το πουκαμισάκι έχει τσάκιση;

Πετάγεται η Μάγδα που βλέπει ότι το πράγμα πάει να στραβώσει. Απομακρύνει διακριτικά τον φίλο της, ενώ λέει στον μικρό να πάει να σερβιριστεί.

Εκεί που σερβιρίζεται, τον προσεγγίζουν άλλοι δυο με παρόμοιο στυλ σαν του πρώτου.

-          Φιλαράκο, μην τον παρεξηγείς τον Kiddy, ψάχνεται για καυγάδες! Δεν έπρεπε να στην πέσει, δεν είναι εποχή για χαλβάδες, αυτοί την Καθαρά Δευτέρα.

Γελάνε μεταξύ τους, με τον Μίλτο να κάνει ότι δεν ακούει, γιατί καταλαβαίνει πως αν απαντήσει σ’ αυτό, η βραδιά δε θα είναι τόσο ειρηνική, και είχε έρθει για τελείως άλλο σκοπό. Αυτοί όμως βλέποντας την απάθεια του μικρού, την εξέλαβαν ως παθητικότητα και συνέχισαν.

-          Μας επιτρέπεις να βάλουμε  λίγο πάγο στο ποτό μας  ή θα τον χρειαστείς για μετά;

Συνεχίζουν να γελάνε ενώ ο Μίλτος σφίγγει τα δόντια προκειμένου να μην απαντήσει. Βιαστικά μαζεύει ο,τι έχει βάλει να φάει και να πιεί και πάει παραπέρα. Μετά από λίγο όμως πλησιάζουν και οι τρεις πλέον προκαλώντας τον ανοιχτά.

-          Δε μου λες ρε Μάγδα; Από πότε κάνεις παρέα με θυρωρούς πολυκατοικίας;

-          Είπες στη μαμά τι ώρα θα γυρίσεις ή θα της τηλεφωνήσουν από το νοσοκομείο;

-          Προφανώς ήρθες για αχαλίνωτο σεξ εδώ πέρα, αλλιώς δε θα φορούσες πουκαμισάκι αλλά πανοπλία. Αδιάβαστο σε κόβω αγόρι, τς τς τς…

Η Μάγδα που βρισκόταν κοντά σχετικά έπιασε το ύφος και κάποιες διάσπαρτες κουβέντες και θέλησε να πάει προς τα εκεί για να τους απομακρύνει, έβλεπε τον μικρό τόσο μόνο κι ανυπεράσπιστο που τον λυπήθηκε μέσα της, εξάλλου οι άλλοι του επιτίθεντο, εκείνος δεν είχε βγάλει κουβέντα.

Όμως τα φαινόμενα απατούν. Οι τρεις φουσκωμένοι φίλοι, παιδιά του γυμναστηρίου, δεν είχαν τη φυσική δύναμη και το νεύρο του μικρού. Ο μικρός μπορεί να μην πήγαινε σε γυμναστήρια αλλά η βαριά δουλειά του από μικρό παιδί είχε σφυρηλατήσει σε τέτοιο βαθμό το κορμί που δεν υπήρχε σύγκριση. Λίγο πριν φτάσει η Μάγδα, με δυο- τρεις κινήσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου ο Μίλτος, είχε ξαπλώσει και τους τρεις στο πάτωμα, οι οποίοι ψάχνανε τις μουσούδες τους κάτω από το έπιπλο της τηλεόρασης, δίπλα στον καναπέ, στα  πόδια των καλεσμένων.

Ο Μίλτος έξυπνα, προτού προλάβει κάποιος να αντιδράσει, ούτε καν η κόρη, αποχώρησε γρήγορα από το σπίτι γιατί ήξερε καλά πως αν καθόταν εκεί το καλύτερο σενάριο ήταν να απαντούσαν οι τρεις στο χτύπημα του. Το χειρότερο σενάριο ήταν να τον στρίμωχναν όλοι οι καλεσμένοι ζητώντας του τα ρέστα για την ενέργεια αυτή με το σκεπτικό «χιούμορ έκαναν».

Βγήκε έξω από το σπίτι, ενώ η Μάγδα τον ακολούθησε. Του φώναξε από μακριά σχετικά και εκείνος σταμάτησε λίγο μετά την πόρτα του κήπου, στο πεζοδρόμιο.

-          Θέλω να σου ζητήσω συγνώμη γι’ αυτό που συνέβη, ειλικρινά δεν το περίμενα.

Ο Μίλτος όμως ήταν περισσότερο συγχυσμένος παρά ερωτευμένος εκείνη τη στιγμή.

-          Γι αυτό με κάλεσες εδώ; Για να με ξεφτιλίσεις; Δεν ήξερες ότι κάνεις παρέα με τραμπούκους; Σίγουρα δε θα είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό! Με μένα όμως ήταν η τελευταία!

Η Μάγδα δεν είπε τίποτα. Ο Μίλτος γύρισε την πλάτη του κι απομακρύνθηκε από το σημείο. Η ίδια κι αυτή επέστρεψε με αργό βήμα, στο σπίτι με τους καλεσμένους να σχολιάζουν την άθλια συμπεριφορά του μικρού και με τους yo men να αυτοσυναρμολούνται τοποθετώντας το σαγόνι τους όπως- όπως για να βγει η βραδιά.

Ο Μίλτος γύρισε σπίτι του και έπεσε βαριά στον δερμάτινο καναπέ του. Η σύγχυση είχε υποχωρήσει κάπως, η προσβολή όμως παρέμενε στο κέντρο του μυαλού του σα σημαιοφόρος της προεδρικής φρουράς. Όπως λένε και οι αρχαίοι «ενός κακού μύρια έπονται», έτσι, αυτόματα στο μυαλό του μικρού ενώθηκε η συμπεριφορά του κυρ Αναστάση προς αυτόν με τη συμπεριφορά της κόρης του κι άρχισε να οδηγείται σε συνολικά συμπεράσματα και αποφάσεις. Τελικά, ένα γεγονός όσο κακό κι αν φαίνεται, μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα προς το καλύτερο, γιατί συσπειρώνονται τα στοιχεία του καλού που κουβαλά ο κάθε άνθρωπος και που μέχρι τότε ρέμβαζαν σε κάποια εξωτική γωνιά του οργανισμού και ξύνοντας το κεφάλι τους  σχολίαζαν τις μαλακίες άλλων. Ήρθε η ώρα να ασχοληθούν με τον εαυτό τους. Η κόρη, με την επιπολαιότητά της, για πρώτη φορά έκανε αυτό που δεν ήθελε, αναμείχθηκε στις δουλειές του πατέρα της.

Ξημέρωσε η Δευτέρα με έναν Μίλτο αρκετά αλλαγμένο. Μάλιστα για πρώτη φορά άργησε ένα τέταρτο κάνοντας τον Κυρ Αναστάση να αναρωτιέται. Ο κυρ Αναστάσης είχε μαύρα μεσάνυχτα για το τι διεξήχθη μεταξύ του μικρού και της κόρης καθώς εκείνη δεν είχε πει κουβέντα ούτε για την πρόσκληση στο πάρτυ, ούτε για το καυγά. Αυτό ίσως φανέρωνε ότι δεν ήταν τόσο αθώα η σκέψη της αναφορικά με τον μικρό. Γύρω στις 9 και τέταρτο ο μικρός μπαίνει στο μαγαζί και ζητά πριν ξεκινήσει η δουλειά, να μιλήσουν σοβαρά με το αφεντικό του. Δεν είχε συνηθίσει τον κυρ Αναστάση σε τέτοιες απότομες συμπεριφορές και τον βρήκε απροετοίμαστο.

-          Αφεντικό , ή μου διπλασιάζεις το μισθό επί τόπου ή παραιτούμαι! Διάλεξε και πάρε!

Ο κυρ Αναστάσης έμεινε κάγκελο, κι όχι απλό κάγκελο, κάγκελο απ’ αυτά τα περίτεχνα των νεοκλασικών. Ο εκβιασμός ήταν ωμός και θρασύς στα μάτια του αφεντικού. Περίμενε μια αντίδραση του μικρού αλλά όχι τόσο βάρβαρη και τέτοιων απαιτήσεων! Απ’ την άλλη μόλις είχε πάρει τη σπουδαία δουλειά του Τομπούλογλου κι άλλες δυο τρεις καλές και σίγουρα δε θα μπορούσε να τα βγάλει πέρα μόνος του. Και να τον άλλαζε και να έπαιρνε άλλους μάταιος κόπος! Ήθελε άτομα εμπιστοσύνης καθώς δε θα μπορούσε να βρίσκεται ταυτόχρονα παντού, και επιπλέον θα του ζητούσαν τον ουρανό με τ’ άστρα! Άσε που ο Μίλτος ήταν παλιός σχετικά και ήξερε τη δουλειά, πώς θα εμπιστευόταν νέους και αδοκίμαστους σε τόσο ακριβές δουλειές; Ο κυρ Αναστάσης θεωρούσε στο μυαλό του άτιμο να ζητά ένας υπάλληλος χρήματα για όσα είχε φτιάξει αυτός τόσα χρόνια. Κι ας φαινόταν στον κόσμο λίγο κακομοίρης, κακοντυμένος, σα μια κλασική μαστοράτζα. Ήξερε να κρύβει καλά την αυτοκρατορία του. Και δεν τη διαπραγματευόταν με κανένα «τυχάρπαστο υπαλληλάκι» που απλά θα ερχόταν και απλά θα έφευγε ένα πρωί κλέβοντας απ’ τον κόπο τον δικό του. Όμως τα λάθη είναι για τους ανθρώπους και έκανε λάθος παρουσιάζοντας στον καλύτερό του υπάλληλο κάτι μικρό από όσα έχει καταφέρει τόσα χρόνια. Το τελεσίγραφο όμως ήταν σαφές και ο μικρός για πρώτη φορά έδειχνε ανυποχώρητος. Σκέφτηκε να του αραδιάσει πάλι κανέναν λογαριασμό, όμως κατάλαβε γρήγορα ότι αυτό δε θα είχε επιτυχία. Έπρεπε με διπλωματικό τρόπο να τον χειραγωγήσει και να τον φέρει στα νερά του.

-          Κάτσε αγόρι μου λίγο να ηρεμήσεις. Θέλω να μου πεις τι σου συμβαίνει να το συζητήσουμε.

-          Τίποτα δε μου συμβαίνει. Απλώς δουλεύω πάρα πολύ και δε μπορώ να ζήσω. Θέλω αύξηση κι όχι απλή αύξηση. Θέλω τα διπλά. Δε θέλω να πληρώνομαι πια σα μαθητευόμενος. Ή μου τα δίνεις ή φεύγω.

-          Τι φεύγεις; Πώς φεύγεις; Δε γίνονται αυτά τα πράγματα, ξέρεις πόσες δουλειές έχουμε σήμερα;

-          Επειδή ξέρω γι’ αυτό σου ζητάω τα διπλά.

-          Και τι νομίζεις ότι παίρνω εγώ απ’ αυτά αγόρι μου; Ψίχουλα παίρνω! Θες να δεις; Κάτσε να σου δείξω τις συμφωνίες που έχω κάνει κι αν δε βουρκώσεις και δε μου ζητήσεις συγνώμη εμένα να μη με λένε Αναστάση!

Ο Μίλτος έδειχνε αγέρωχος όσο ο κυρ Αναστάσης σκυμμένος του εκσφενδόνιζε λογαριασμούς για να τον μεταπείσει κλαψουρίζοντας να πάρει πίσω τις δηλώσεις του. Τελικά οι μπουνιές που μοίρασε το βράδυ στο πάρτυ ήταν λυτρωτικές, ξύπνησαν μέσα του έναν άλλο χαρακτήρα που τον είχε μεν αλλά τον έκρυβε τόσο καλά επειδή φοβόταν. Οι μπουνιές αυτές μπορεί φαινομενικά να δόθηκαν για έναν ηλίθιο λόγο, ενεργοποίησαν όμως δρόμους του μυαλού του και τον έκαναν να καταλάβει ότι όταν είσαι παθητικός, απλά οι άνθρωποι θα σε εκμεταλλεύονται και θα σε περιγελούν. Όπως ο κυρ Αναστάσης τόσα χρόνια, όπως οι τύποι εκείνοι στο πάρτυ. Ή απλά θα σου βαράνε την πλάτη με ψεύτικη κατανόηση και συμπάθεια επειδή σε θεωρούν κατώτερο, δηλαδή ακίνδυνο, όπως η κόρη του αφεντικού.

Ο Μίλτος περίμενε υπομονετικά να ακούσει την τελευταία κουβέντα του αφεντικού. Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι πέρα απ’ την κλάψα και το δακρύβρεχτο μονόπρακτο του αφεντικού, αυτό δεν κουνήθηκε καθόλου από την αρχική του θέση. Δεν μίλησε ούτε για ένα ευρώ παραπάνω αύξηση. Ήταν τόσο σκληροπυρηνικό και ακλόνητο που δε λύγισε στιγμή, ριψοκινδυνεύοντας ακόμα και την ίδια του τη δουλειά εκείνη την περίοδο. «Έτσι γίνονται οι περιουσίες» σκέφτηκε ο μικρός «κλέβοντας είτε το Κράτος είτε τον διπλανό σου». Ο κυρ Αναστάσης απλώς έπαιζε το τελευταίο του χαρτί, την ανεργία του μικρού. Ήξερε ότι με τα ελάχιστα που του δίνει, σίγουρα απόθεμα δεν έχει, οπότε οι μέρες που θα έρθουν θα είναι οδυνηρές για κείνον. Αλλά δεν του μίλησε καθόλου γι αυτό γιατί ήθελε να το σκεφτεί μόνος του. Αν του το υπενθύμιζε θα έβγαζε αντιδραστικότητα και θα χανόταν το επιχείρημα.

Η τύχη όμως είναι σαν το ελληνικό ποδόσφαιρο, άλλα περιμένεις να δεις και βλέπεις τελείως άλλα. Έτσι πάνω στα κρίσιμα δευτερόλεπτα των σπαρακτικών διαπραγματεύσεων και των αποδείξεων που πετάγονταν σαν χαλκομανία στον αέρα του γραφείου, για πρώτη φορά κατεβαίνει τα σκαλιά του ημιυπόγειου η κόρη του κυρ Αναστάση ενώ και τα κεφάλια εκείνου  και του Μίλτου γύρισαν σα σε χορογραφία προς τη σκάλα ενώ με τα μάτια τους αναρωτήθηκαν για την παράξενη αυτή εικόνα,  σα να είδαν αναρχικό να βγάζει χρήματα από ΑΤΜ.

-          Μπαμπά, θα ήθελα να μιλήσω λίγο με το Μίλτο, μπορείς να μας αδειάσεις λίγο τη γωνιά;

-          Και τι έχεις να πεις εσύ με το Μίλτο; Πού τον ξέρεις τον Μίλτο; Επειδή ήρθε μια ωρίτσα και κουβάλησε ένα ψυγείο;

-          Πολλά λες και αργείς, θα κρυώσει ο καφές σου που σου έχω παραγγείλει ήδη στο απέναντι καφενείο.

Ο κυρ Αναστάσης άρχισε να κλονίζεται. Δεν καταλάβαινε τίποτα αν και άρχισε να «πιάνει» κάποιες συμπεριφορές, απλά ήθελε λίγο χρόνο να τις επεξεργαστεί. Ο κυρ Αναστάσης ήταν ένας δεινός διαπραγματευτής και πολύ συγκεντρωτικός παντού, ακόμα και στην κόρη του. Όμως ήταν η μόνη που μπορούσε στο τέλος να τον κάνει να υποχωρήσει έστω λίγο. Κανένας άλλος. Δεν είχε μάθει να χάνει, όμως είχε κι αυτός την αχίλλειο πτέρνα του. Το αστείο είναι ότι υπάκουσε την κόρη και έφυγε αλλά μη νομίζει κανείς ότι έφυγε για να της κάνει το χατίρι αλλά γιατί ήθελε να σκεφτεί δέκα λεπτά το πράγμα. Κατάλαβε πως η αλλαγή συμπεριφοράς του μικρού είχε να κάνει με την κόρη, και ότι για να έρθει η κόρη του πρώτη φορά στο μαγαζί σημαίνει κάτι εξαιρετικά σοβαρό, που για μια 24χρονη κοπέλα, σοβαρό ίσον ερωτικό. Έπρεπε όλα αυτά να τα βάλει σε τάξη για να σκεφτεί τις επόμενες κινήσεις του γιατί το πράγμα γίνεται πιο σύνθετο  καθώς απ’ τη μία ο μικρός απειλεί την οικογενειακή του γαλήνη έτσι όπως την έχει χτίσει με απόλυτο τρόπο ο κυρ Αναστάσης, κατά δεύτερον απειλεί και την επαγγελματική του υπόσταση καθώς ο μικρός αυτή τη στιγμή του είναι απολύτως απαραίτητος. Χωρίς αυτόν σίγουρα η δουλειά θα πάει πολύ πίσω και δεν το θέλει με τίποτα αυτό, η κάθε μέρα γι’ αυτόν σημαίνει πολλά, πάρα πολλά ευρώ.

Η κόρη πλησίασε τον μικρό, ο οποίος την κοιτούσε πραγματικά σαν κάτι αξιοπερίεργο ενώ δε μπορούσε να σκεφτεί τίποτα καθώς δεν ήξερε καν τι θα ακούσει.

-           Γιατί έφυγες;

-          Το σπίτι σου ήταν καινούργιο, κρίμα να το ξαναχτίσουμε. Οι φίλοι σου δεν αστειεύονταν.

-          Ούτε κι εσύ όμως, δεν έδειξες ωριμότητα.

-          Δίκιο έχεις, έπρεπε πρώτα να κάτσω να με γυρίσουν ανάποδα για να δουν την άλλη πλευρά του εαυτού μου για να φανώ ώριμος. Εγώ τους τον έδειξα με συνοπτικές διαδικασίες.

-          Στο πάρτυ μου όμως ήρθες για μένα, όχι γι’ αυτούς.

-          Σε εκπροσώπησαν με τον καλύτερο τρόπο όμως. Εσύ μ’ άφησες μόνο.

-          Ήμουν η οικοδέσποινα, είχα τόσο κόσμο, εξάλλου δεν πρόλαβες να μπεις και έγινε το σκηνικό.

-          Άλλη φορά να λες στους εκπροσώπους σου να μη βιάζονται, να τσιμπάμε τίποτα πριν αρχίσει το καλαμπαλίκι.

-          Σου ζήτησα συγνώμη, γιατί είσαι επιθετικός;

-          Γιατί περίμενα καλύτερη υποδοχή. Δε ζήτησα τίποτα παραπάνω.

-          Τι θα έλεγες αν σε υποδεχόμουν σήμερα χωρίς κανέναν απ’ όλους αυτούς στο σπίτι μου για να δεις ότι  δεν είμαι αυτό που νομίζεις;

Εκεί ο Μίλτος έχασε τον ειρμό του, ούτε η Μάγδα αστειεύεται τελικά και θέλησε να του το δείξει με τον πιο ευθύ τρόπο. Κοντοστάθηκε χωρίς να απαντήσει προς στιγμή, από τη μία ήθελε πολύ, από την άλλη ο εγωισμός τον τραβούσε πίσω. Τελικά δέχτηκε την πρόσκληση και εκείνη έφυγε.

Μετά από λίγο φάνηκε ο κυρ Αναστάσης. Αμίλητος κατέβηκε στα σκαλιά και με ένα βλέμμα κάπως βλοσυρό- όσο κι αν προσπάθησε να το κάνει ουδέτερο- φώναξε:

-          Και τώρα δουλειά!

Ο κυρ Αναστάσης δεν ήταν τόσο αφελής ούτε και τώρα. Αυτό με την κόρη του τον προβλημάτισε και σίγουρα δε θα το άφηνε έτσι. Δεν πρόκειται να την άφηνε να χαριεντίζεται με τον υπάλληλό του. Όμως αυτή τη φορά του προσέφερε μια τεράστια υπηρεσία. Παρουσιάστηκε την ώρα που ο Μίλτος ήταν έτοιμος να φύγει, ενώ η κόρη κατάφερε να του αλλάξει τελείως ψυχολογία και αυτό το είδε στα μάτια του. Ήθελε να πιστεύει ότι ξεχάστηκαν οι εκβιασμοί και οι αυξήσεις και θα προχωρούσε στη δουλειά του απερίσπαστος. Και επειδή οι δουλειές ήταν πολλές και δύσκολες, ίσως να έπαιρνε άλλον έναν με μισθό πείνας να τον βάλει μέσα ώστε να μπορεί σε σύντομο χρονικό διάστημα αυτός να είναι στη θέση του εκβιαστή και όχι του εκβιαζόμενου. Θα έδινε ίσως 400-500 ευρώ παραπάνω αλλά θα ήταν εφάπαξ, και επιπλέον θα συνέχιζε να διατηρεί τον έλεγχο της επιχείρησής του και της κόρης του όπως εκείνος ήθελε. Και για να μπει ο κυρ Αναστάσης στον πειρασμό να «πετάξει» κάποια ευρώ, σημαίνει ότι η αντίστροφη μέτρηση για τον μικρό είχε ξεκινήσει. Γιατί δεν απείλησε απλά την επιχείρησή του, απείλησε τα όσια και τα ιερά του και θα τιμωρείτο γι’ αυτά. Και για τα δυο!

Ο Μίλτος συνεπαρμένος ενδόμυχα από την πρόσκληση της μικρής, αν και δεν ήθελε να το ομολογήσει, αποφάσισε μέσα του να δώσει κάποιες μέρες παραπάνω στον κυρ Αναστάση πριν τον φέρει ξανά προ των ευθυνών του καθώς δεν ήθελε με τίποτα να πειράξει το κλίμα στο ραντεβού του. Η πρώτη φορά ήταν άκρως αποτυχημένη και ήξερε καλά ότι αν συνέβαινε κάτι πάλι που θα χαλούσε την κατάσταση αυτή  θα ήταν τελειωτικό. Οπότε αναδιπλώθηκε προς το παρόν με το σκεπτικό «βλέποντας και κάνοντας».

Το βράδυ ήρθε. Τα φώτα του σπιτιού και του κήπου ήταν ανοιχτά περιμένοντας τον επισκέπτη του. Εκείνος ήρθε και θαύμασε για μια ακόμη φορά το μικρό αυτό παλατάκι με τον κήπο που λαμποκοπούσε από περιποίηση και γούστο. Όμως ο ενθουσιασμός του έφυγε γρήγορα όταν με το που πάτησε στο ρωμαϊκό μονοπάτι του πετάχτηκε ο σκύλος γαυγίζοντας.

-          Τελικά σ’ αυτό το σπίτι δεν πρόκειται να μακροημερεύσω! Ή από σκύλο θα πάω ή από τράπερ! Παρ’ τον από δω!

Βγαίνει η Μάγδα γρήγορα και με ένα πρόσταγμα τον μαζεύει κάπως.

-          Φοβήθηκες; Είπε γελώντας

-          Όχι, γιατί να φοβηθώ; Γιατί έχει κάτι δόντια σαν σουγιάδες; Γιατί όρθιος με φτάνει στο ύψος; Γιατί μου όρμησε σα τουρίστας σε ντοματοσαλάτα; Γιατί να φοβηθώ;

-          Έλα, υπερβολές, το σκυλάκι μου είναι γλυκούτσικο.

-          Γλυκούτσικο αυτός; Αυτός μου όρμησε σαν τον ακέφαλο καβαλάρη! Όχι και γλυκούτσικος! Πες τον λεβέντη, πες τον κλέφτη και αρματωλό, πες τον το φάντασμα της όπερας, γλυκούτσικο όχι!

-          Έλα εδώ σκυλάκι μου να σε πάω μέσα γιατί κάποιοι εξαντλούνται στους τράπερς, κατά τ’ άλλα φοβούνται! Είπε περιπαιχτικά…

-          Ναι φοβόμαστε κυρία μου, γιατί τουλάχιστον οι τράπερς είναι επαναστάτες όσο τους παίρνει, κατά τ’ άλλα κλάνουν μέντες, ο σκύλαρος όμως δεν έχει τέτοιες ευαισθησίες!

Με τα πολλά, κάθισαν έξω στον κήπο, ο σκύλος μέσα,  και άρχισαν να πίνουν το ποτάκι τους με τη σελήνη από πάνω να φωτίζει τόσο όμορφα τη συνάντησή τους που έσβησαν τα περισσότερα φώτα του κήπου για να κυριαρχήσει το φυσικό φως. Μέσα στην ησυχία κι ενώ μιλούν περί ανέμων και υδάτων, ξαφνικά η Μάγδα αλλάζει θέμα.

-          Από την πρώτη στιγμή που σ’ είδα σε ξεχώρισα.

Ο Μίλτος την κοίταξε σα να ήθελε να πει πολλά αλλά δεν έβγαινε τίποτα. Η αλήθεια είναι ότι ήταν ιδιαίτερα ντροπαλός στο κομμάτι του γυναικείου φύλου. Κι αν του βγήκε κάποιου τύπου δυναμισμός απέναντί της στην πρώτη του επίσκεψη στο σπίτι της, ήταν λόγω σύγχυσης κι όχι λόγω άνεσης. Του άρεσε πάρα πολύ αλλά δεν τολμούσε να σηκώσει τα μάτια του πάνω της, ήταν πάρα πολύ όμορφη, είχε έναν αέρα διαφορετικό, ασυνήθιστο για τα κορίτσια που αυτός είχε γνωρίσει,  και ήξερε πως ήταν πολύ δύσκολο να την ελέγξει. Εν ολίγοις η κόρη έκανε το παιχνίδι λόγω άνεσης ενώ εκείνος απλώς ακολουθούσε τα πράγματα. Η ατάκα της του έδινε αρκετό χώρο να κάνει το παιχνίδι του, όμως δεν είχε ετοιμάσει μια απάντηση ενδεδειγμένη.  Η κόρη συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, προσπαθώντας να κλέψει κάτι από τη σκέψη του μικρού.

-          Βλέπω δεν απαντάς. Να υποθέσω ότι η επίσκεψή σου εδώ είναι τυπική; Επειδή δουλεύεις στον πατέρα μου και δε θες να εκτεθείς;

-          Όχι, όχι, δεν ισχύει αυτό! Είμαι εδώ για σένα, δεν έχει καμιά σχέση με τον πατέρα σου αυτό.

-          «Είσαι δω για μένα». Πώς να το ακούσω αυτό;

-          Όπως στο λέω.

Σ’ αυτό το σημείο ο Μίλτος άρχισε να αλλάζει ξανά. Βοήθησε πολύ και η γλώσσα του σώματος της κόρης η οποία τον είχε πλησιάσει αρκετά και σχεδόν ανοικτά έδειχνε το ενδιαφέρον της. «Δε γίνεται να έχω πέσει όσο έξω» σκέφτηκε αυτός σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σκεπάζει τη ντροπή του, βγάζει εκείνο το θάρρος που κρύβει μέσα του και που το ενεργοποιεί μόνο σε στιγμές κρίσιμες γι’ αυτόν και αρχίζει να ξετυλίγεται.

-          Από την πρώτη στιγμή που σ’ είδα, σ’ ερωτεύτηκα. Δε ξέρω τι φταίει, ίσως βγάζεις κάτι πολύ εξωτικό στα μάτια μου που δε μ’ αφήνει περιθώρια να σκεφτώ συμβατικά. Κι ίσως είναι αυτό που με φοβίζει και δε σου μίλησα απ’ την πρώτη στιγμή. Αλλά απ’ τα πρώτα λεπτά που σ’ είδα, αυτό είναι το σίγουρο, ταξίδεψα μαζί σου.

-          Δεν έχω ακούσει πιο ωραία ερωτική εξομολόγηση. Κι από βοηθό υδραυλικού, νομίζω ότι ζω μοναδικές στιγμές! Δε συνηθίζετε να έχετε τέτοια ευφράδεια! Και για μένα είσαι κάτι το τελείως διαφορετικό, που όμως θέλω να γνωρίσω, ίσως είναι ότι περίμενα κάτι τελείως άλλο, ένα παιδί για όλες τις δουλειές που θα το είχε στη φάπα ο πατέρας μου, όμως εσύ δεν είσαι καθόλου έτσι κι ίσως είναι αυτό που με γοήτευσε… Κι απορώ, πώς ανέχεται έναν άνθρωπο με προσωπικότητα δίπλα του; Συνήθως ο κυρ Αναστάσης ο,τι αγγίζει το πλάθει στα δικά του μέτρα ή το εξαφανίζει..

-          Στο είπα και την άλλη φορά, το παιχνίδι της επιβίωσης είναι πολύ σκληρό για να έχει κάποιος την πολυτέλεια να βγάλει συναισθήματα πολυτελείας ή χαρίσματα που περισσότερο μπερδεύουν τα πράγματα παρά τα κάνουν πιο εύκολα. Η διανόηση μπορεί να λειτουργήσει μόνο σε στιγμές που ο χρόνος σταματά ή περνά σε δεύτερη μοίρα, να , όπως τώρα για παράδειγμα..

Πράγματι ο χρόνος κείνη τη βραδιά έμοιαζε με εκείνον τον απροσδιόριστο χρόνο των παραμυθιών, που συνεχίζεται χωρίς όρια μέχρι το καλό να επικρατήσει του κακού. Οι δυο τους πέρασαν ένα μαγικό βράδυ κάτω απ’ το φως της σελήνης το οποίο φωτογράφιζε ιδανικά τις πρώτες τους ερωτικές στιγμές μέχρι που αποσύρθηκε διακριτικά κάποια στιγμή για να βγει ο ήλιος, ο οποίος έβαλε μπρος το χρόνο που είχε σταματήσει, υπογράφοντας τους τίτλους τέλους μιας εξαιρετικής νύχτας.

Οι μέρες που ακολούθησαν ήταν μέρες πολύ δυνατές συναισθηματικά και ερωτικά για τον μικρό και την κόρη. Οι δυο τους σα να δραπέτευαν καθημερινά από την πραγματικότητα και ζούσαν ένα μικρό ταξίδι στα πιο βαθιά τους μυστικά. Το σπίτι- κουφέτο ήταν το κρησφύγετό τους όπου έκρυβαν εκεί τις πιο πολύτιμες στιγμές τους. Φυσικά η Μάγδα έκανε νύξεις να «ανοίξουν» τον έρωτά τους προς τα έξω, με κάποιες εξόδους αλλά ο Μίλτος έδειχνε απρόθυμος παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως εσωστρεφή και αδιάφορο γι’ αυτά. Πίσω απ’ την εσωστρέφεια του όμως κρύβονταν η αντιπάθειά του για τις παρέες της μικρής αλλά και η προσωπική του αφραγκία που θα τον εξέθετε στο πρώτο κιόλας μισάωρο της εξόδου. Με λίγα λόγια ήξερε πως δε μπορούσε να την κυκλοφορήσει, δεν είχε τη δυνατότητα, αλλά πλέον δε μπορούσε και να εκβιάσει τον πατέρα της όπως εκείνη τη φορά στο μαγαζί. Δεν ήξερε πώς θα αντιδρούσε η μικρή αν διαπληκτιζόταν με τον πατέρα της και το φοβότανε. Δεν ήθελε με τίποτα να τη χάσει.

Ο κυρ Αναστάσης απ’ την άλλη μπορεί να μην ήξερε λεπτομέρειες αλλά αισθανόταν πως κάτι πολύ σοβαρό διαδραματίζεται μεταξύ της κόρης του και του βοηθού του. Μπορεί τη στιγμή της αποκάλυψης να έκανε τουμπεκί ψιλοκομμένο γιατί ήθελε περισσότερο να καταλάβει παρά να επέμβει, τώρα όμως  ένοιωθε πως είχε έρθει η ώρα της αντίδρασης. Δεν ήθελε με τίποτα η κόρη του να μπλέξει με το βοηθό του. Βασικά μέσα του δεν ήθελε με τίποτα η κόρη του να μπλέξει με κανέναν, αλλά αν τον έφερνε προ κάποιου τετελεσμένου γεγονότος ίσως να το αποδεχότανε τέλος πάντων. Ή αν ήταν κάποιος που με τη δουλειά του και το κύρος του να της εξασφάλιζε πολλά περισσότερα απ’ όσα ήδη είχε. Θεωρούσε τον βοηθό του ως «κατάντια» για την κόρη του και θα έκανε το παν να μπει στη μέση να κόψει κάθε σχέση. Και πίστευε ότι η καλύτερη στιγμή είναι τώρα. Ο Μίλτος δε θυμίζει καθόλου το νευρικό και απαιτητικό Μίλτο της τελευταίας περιόδου, έχει χαλαρώσει, δουλεύει με κέφι- αν και πάντα λίγο κουρασμένος, ίσως ξενυχτά- αλλά πάντα συγκαταβατικός και δημιουργικός. Ήξερε ότι με κάποιον τρόπο πίσω απ’ αυτή τη συμπεριφορά βρίσκεται η κόρη του, δεν ήξερε πώς κι ούτε ήθελε να μάθει, αλλά ναι, τώρα ήταν η ώρα.

-          - Μίλτο παιδί μου, έλα λίγο στο γραφείο να σου πω.

-          Μάλιστα αφεντικό! Πες μου.

-          Λοιπόν, ξέρεις ότι οι δουλειές μας περνούν κρίση…

-          Ποια κρίση αφεντικό; Χαμός γίνεται.

-          Όσα ξέρει ο νοικοκύρης δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος! Κρίση! Εμένα ν’ ακούς!

-          Οκ, κρίση.

-          Αναγκάστηκα λοιπόν να ξανοιχτώ και εκτός Αθήνας να αναλάβω δουλειές και έκλεισα μια περίφημη δουλειά κάτω στην Καλαμάτα, στο χωριό μου, όπου χτίζεται ένα καινούργιο ξενοδοχείο. Θα πας εκεί να επιβλέπεις το φτιάξιμο και να φτιάξεις όλα τα υδραυλικά.

-          Μα αφεντικό…

-          Αυτή είναι καλή δουλειά! Πολλά χρήματα!

-          Και τις δουλειές μας εδώ; Τόσα πράγματα! Τόσες οικοδομές! Πώς θα γίνουν;

-          Κι εγώ τι κάνω εδώ; Κουρεύω φοίνικες; Εγώ θα τ’ αναλάβω με ένα ειδικό συνεργείο για να γίνουν όλα στην ώρα τους.

-          Και πόσο καιρό θα πάρει το ξενοδοχείο στην Καλαμάτα;

-          Να υπολογίζεις από τρεις μήνες και πάνω.

-          Μα δε γίνεται να φύγω αφεντικό! Ούτε να το συζητάς!

-          Γιατί; Τι σ’ εμποδίζει; Μιλάμε για δουλειά τώρα, μην το ξεχνάς.

Ο Μίλτος δεν απάντησε. Ο κυρ Αναστάσης είχε στήσει ολόκληρη μηχανή πίσω απ’ όλο αυτό το σενάριο που αράδιασε. Το ξενοδοχείο δεν ήταν καμιά σοβαρή δουλειά με την έννοια που το παρουσίασε. Ήταν ενός ξαδέρφου του που θα έμπαινε και ο ίδιος ο κυρ Αναστάσης ως μέτοχος. Δε θα έπαιρνε χρήματα για όσα θα έκανε, αλλά προσδοκούσε πολλά περισσότερα από τα ποσοστά των κερδών αργότερα. Δε θα ήταν εξάλλου η πρώτη επιχείρηση που θα συμμετείχε. Το συνεργείο φυσικά που του παρουσίασε δεν υπήρχε πουθενά. Εκτός αν εννοεί συνεργείο έναν κακόμοιρο μετανάστη που μάζεψε και σχεδόν τσάμπα θα του έκανε τα κουβαλήματα κι όλη την αχαροδουλειά με τον Αναστάση να παρεμβαίνει μόνο όπου χρειάζεται γνώση και λεπτομέρεια. «Ας είναι» σκέφτηκε, «προτιμώ αυτό, από το να σέρνεται από δω κι από κει η κόρη μου με τον κάθε λιγούρη».

Ο Μίλτος απ’ την άλλη ήταν πελαγωμένος. Πόσο βάναυσα θα σταματούσε όλο αυτό που έχτιζαν με τη Μάγδα τον τελευταίο καιρό! Κι ενώ ήταν ισχυρό, χρονικά ήταν μικρό, γεγονός που τον έκανε ανασφαλή. Σκέφτηκε να παραιτηθεί, αλλά εκεί ίσως δημιουργούσε νέο ρήγμα μεταξύ αυτού και της οικογένειας. Είχε σκοπό να φύγει από τον κυρ Αναστάση αλλά όχι ακόμα, περίμενε να «δέσει» με τη μικρή και μετά να του το ξεφουρνίσει, γιατί χαΐρι οικονομικό εκεί δε θα έβρισκε, αυτό το είχε συνειδητοποιήσει, αλλά δεν ήταν η ώρα κατάλληλη. Αν να είχε άλλους τρεις μήνες ακόμα!

Σκέφτηκε μια μέση λύση, την οποία θα σερβίρει στη μικρή ώστε να μη ξενερώσει. Ναι μεν θα πάει στην Καλαμάτα αλλά θα προσπαθεί να έρχεται τα σαββατοκύριακα να τη βλέπει. Φυσικά αυτό προϋπέθετε κάποια συν έξοδα αλλά το έφτιαξε κι αυτό. Θα άφηνε το σπίτι του στην Αθήνα και με τα λεφτά που θα εξοικονομούσε θα πλήρωνε τα πάνω- κάτω του. Φυσικά αυτό δε θα το μάθαινε ποτέ η μικρή για να μη χαλάσει την εικόνα του αλλά δεν υπήρχε άλλη επιλογή.

Το βράδυ, κλασσικά, επισκέφτηκε τη μικρή στο σπίτι- κουφέτο. Δεν πέρασαν απευθείας στο εσωτερικό του σπιτιού αλλά έκατσαν στο τραπέζι του κήπου ενώ ένα ποτηράκι κρασί θα συνόδευε την κουβέντα τους. Εκείνος μέσα του προτιμούσε μπύρα, αλλά άλλη μια υποχώρηση στις τόσες, δεν είχε πλέον σημασία.

-          Ο πατέρας σου με στέλνει για δουλειά στην επαρχία.

-          Ναι ε; Πού;

-          Στην Καλαμάτα κοντά, στο χωριό σου.

-          Α ναι, κάτι θυμάμαι από δαύτο, ο πατέρας μου το αγαπάει πολύ, εμένα δε μ’ αρέσει να πηγαίνω, το βαριέμαι απίστευτα, όλο σπίτια έχει!

-          Ε χωριό είναι, τι θες να έχει; Αετοφωλιές;

-          Ε δεν έχει ένα εμπορικό κέντρο, μαγαζιά για ψώνια, Καζίνο να φωτίζουν, καφέ με κόσμο να πηγαινοέρχεται, πάρτυ στην παραλία..

-          Αν  τα είχε όλα αυτά δε θα ήταν το χωριό του κυρ Αναστάση αλλά το χωριό του πρίγκηπα Ουίλιαμ. Σύνελθε!

-          Τέλος πάντων και πόσο θα κάτσεις σ’ αυτό το εξωτικό μέρος;

-          Θα είναι μήνες. Δε με στέλνει μόνο για τα υδραυλικά, με στέλνει για γενική επίβλεψη.

-          Σου έχει τόση εμπιστοσύνη; Μπράβο.. Και εμείς;

-          Θα έρχομαι, κάθε σαββατοκύριακο να σε βλέπω. Θα έρχομαι…

-          Να έρχεσαι..

Κοφτές απαντήσεις και δηλώσεις που δεν έχουν δοκιμαστεί ακόμα, φειδωλές και γεμάτες ερωτηματικά. Πρώτη φορά θα δοκιμαστούν συναισθηματικά και αυτό τους φαίνεται πολύ πρώιμο και πρωτόγνωρο. Κανείς δεν ήθελε να φύγει από κει που βρισκόταν, αλλά κανείς δε τολμούσε να πει αυτή την παραπάνω κουβέντα που ο άλλος ήθελε να ακούσει. Ο Μίλτος τη σκέφτηκε αλλά δείλιασε να ξεστομίσει κάτι που θα φαινόταν ιδιαίτερα ρομαντικό. Ήξερε πως η Μάγδα συναρπάζεται από ρομαντικές δηλώσεις αλλά δε συγκινείται. Απ’ την άλλη η κόρη  δεν είχε μπει ακόμα στη διαδικασία να δει το Μίλτο με κάποια προοπτική, της άρεσε μεν αλλά δεν είχε χτίσει μέσα της το αφήγημα μιας ολοκληρωμένης χρόνιας σχέσης. Ζούσε το τώρα και ανυπομονούσε για το αύριο. Ο Μίλτος της ομόρφαινε την καθημερινότητα αλλά ως γυναίκα την ενδιέφερε να ζήσει παραπάνω πράγματα και ο Μίλτος μέχρι στιγμής δεν έδειχνε ότι μπορούσε να της τα προσφέρει. Αυτή η εσωστρέφεια του την προβλημάτιζε αλλά ακόμα δεν είχε χτίσει ούτε το αφήγημα μιας αποχώρησης. Απλά ζούσε το τώρα και ονειρευόταν μέχρι την επόμενη μέρα. Έτσι δεν ήταν δύσκολο γι’ αυτή να δεχτεί τα πάντα.

Μετά από λίγες μέρες ο Μίλτος έφυγε για τη Μεσσηνία. Ο κυρ Αναστάσης είχε ήδη κανονίσει διαμονή για κείνον σε ένα δωμάτιο το οποίο το νοίκιαζε συνήθως το καλοκαίρι σε τουρίστες. Έτρωγε στην ταβέρνα που ήταν συνιδιοκτήτης ενώ το μικρό ξενοδοχείο που φτιαχνόταν ήταν τόσο κοντά που δε χρειαζόταν καν αυτοκίνητο. Όλα τσάμπα για το αφεντικό. Όμως δεν έφταναν αυτά. Ο κυρ Αναστάσης για να κόψει κάθε γέφυρα επικοινωνίας του μικρού με την κόρη, του ανακοίνωσε ξαφνικά- ώστε να μην έχει προλάβει να κάνει τα κουμάντα του- ότι θα πληρωθεί στο τέλος των εργασιών μαζί με τους υπολοίπους «για λόγους λογιστικούς». Έτσι ουσιαστικά θα τον άφηνε χωρίς χρήματα εκεί ώστε να μη μπορεί να μετακινείται στην Αθήνα, να δυσκολεύεται ακόμα και για τηλεφωνική επικοινωνία! Του έστελνε κάποια ελάχιστα λεφτά ως «δώρο» που έφταναν ίσα- ίσα για έναν καφέ και τα τσιγάρα του. Είχε σκεφτεί ο κυρ Αναστάσης ότι όλα αυτά ίσως οδηγούσαν στα άκρα τον μικρό και επαναστατούσε. Γιατί στη ζωή όλα αντέχονται εκτός απ’ τον περιορισμό της ελευθερίας. Και εντέχνως του τον είχε επιβάλλει. Ένας περιορισμός που διά γυμνού οφθαλμού δε φαινόταν τόσο βάναυσος, αλλά καθώς οι μέρες περνούσαν, τα δεσμά που του είχε τοποθετήσει στα χέρια του μικρού όλο και έσφιγγαν περισσότερο. Αλλά πλέον δεν τον ένοιαζε τον κυρ Αναστάση τόσο πολύ. Ήδη είχε δρομολογήσει τη νέα κατάσταση στην Αθήνα, με δημιουργία νέων υπαλλήλων- σκλάβων οι οποίοι θα δούλευαν μέρα- νύχτα για να επεκτείνει την κρυφή αυτοκρατορία του που ούτε αυτή φαινόταν διά γυμνού οφθαλμού. Η απομάκρυνση του Μίλτου ήταν ήδη στο συρτάρι του αφεντικού, στο συρτάρι εκείνο που με μία κίνηση μπορεί να το ανοίξει και με τεκμήρια να διαλύσει κάθε αντίπαλο.  Φυσικά θα έχανε έναν εξαιρετικό υπάλληλο, αλλά κάποια στιγμή στη ζωή- όπως σκέφτηκε- χρειάζεται μια μικρή θυσία για να συνεχίσεις να ελέγχεις τα πράγματα. Η οποιαδήποτε απειλή πρέπει να συντρίβεται στη γέννησή της και όχι να περιμένεις την τύχη να τακτοποιήσει τις υποθέσεις σου όπως θες. Για να σιγουρευτεί κιόλας ότι όλα θα πάνε όπως το επιθυμεί, έκανε ένα μικρό δώρο- ταξίδι στο εξωτερικό στην κόρη για να «ξεσκάσει». Σ’ αυτό το ταξίδι σίγουρα δε θα μπορούσαν να τη συνοδεύσουν άφραγκοι τύποι σαν το Μίλτο. Θα μπορούσαν όμως παιδιά με κάποια οικονομική επιφάνεια ώστε η μικρή να ξαναπάρει το δρόμο που είχε αφήσει για λίγο παραπέρα.

Από την άλλη μεριά ο Μίλτος έβραζε στο ζουμί του. Είχε μπει σ’ ένα δρόμο αδιέξοδο και όπως τα έκανε έπρεπε να τον περπατήσει ως το τέλος. Στις ώρες που είχε κενές σκέφτηκε πολλά. Στην αρχή του φαίνονταν όλα αθώα και τυχαία. Όταν όμως άρχισαν να τον ζώνουν οι αφραγκίες,  όταν έβλεπε ότι δεν είχε πλέον τη δυνατότητα να πάει ως την πόλη να πιεί ένα ποτό και κυρίως όταν έβλεπε το κινητό του τηλέφωνο σβηστό με μια Μάγδα να έχει σχεδόν εξαφανιστεί και κείνον να μην μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της καλά- καλά, άρχιζε να πονηρεύεται. Μετά από μια βδομάδα  ουσιαστικής σκλαβιάς στο χωριό, ξεκίνησε να ενώνει τα κομμάτια του παζλ τα οποία τον οδηγούσαν σε συμπεράσματα τρομακτικά. Μάλιστα προχώρησε ακόμα πιο πολύ σκεπτόμενος μια συνομωσία κόρης- πατέρα προκειμένου να τον υποτάξουν και να τον ξεφτιλίσουν. Κι όσο η κόρη δεν έστελνε σημεία ζωής- καθώς ήταν στο εξωτερικό- τόσο εκείνος θύμωνε παραπάνω μαζί της και άρχισε να νοιώθει τον εμπαιγμό στο πρόσωπό του.

Άρχισε να κατηγορεί μέσα του τους πάντες και τα πάντα για όσα τον έφτασαν ως εκεί. Η κοπέλα χάνεται, πλέον δεν πληρώνεται έστω αυτά τα λίγα που έπαιρνε, άφησε το σπίτι του στην Αθήνα και ένας θεός ξέρει αν γυρίζοντας θα βρει έστω ανοικτή την πόρτα του κυρ Αναστάση. Του έφταιγε η τύχη, οι μοχθηροί άνθρωποι που τον περιστοίχισαν και ήθελαν το κακό του και οι καλές του προθέσεις.

Μόνο ο εαυτός του δεν του έφταιγε. Αυτός που όταν μπορούσε και είχε το πάνω χέρι, έκανε πίσω στις διεκδικήσεις του. Αυτός που βολεύτηκε στα λίγα θεωρώντας με το μικροαστικό μυαλό του ότι μ’ αυτά μόνο θα μπορέσει να κρατήσει καταστάσεις και συμπεριφορές σαφώς πιο ακριβές, αν όχι σε αξία, τουλάχιστον σε τιμή. Αυτός που άφησε τη μοίρα του στην τύχη, ενώ είχε τις ευκαιρίες να την αρπάξει και να την καθορίσει. Μπορεί να έχανε, να μην κέρδιζε πολλά, τουλάχιστον όμως δε θα αισθανόταν ο βλάκας της ιστορίας. Τα έβαλε μ’ ένα σύστημα που λεγόταν κυρ Αναστάσης. Δε θα είχε πετύχει τόσα πολλά ο δεύτερος αν δε λειτουργούσε ως σύστημα στο οποίο σύστημα με κάποιο τρόπο παράξενο ήταν ενταγμένη και η κόρη. Και οι κοινοί άνθρωποι, με ευαισθησίες και γωνίες στη συμπεριφορά τους δε μπορούν να τα βάλουν με τα συστήματα. Τα συστήματα πάντα νικούν γιατί έχουν την άνεση να αναδιπλώνονται, να ανανεώνονται και να επιτίθενται όποτε εκείνα το επιλέξουν. Τα συστήματα είναι σχεδόν ανίκητα. Μόνο έναν εχθρό έχουν. Ένα αντίπαλο σύστημα, το ίδιο απάνθρωπο και σκληρό, αυτό είναι το μόνο που μπορεί να διαλύσει ένα άλλο σύστημα. Τι να σου κάνει ο Μίλτος…   

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
06 Ιουλίου 2022, 08:39
Ε- ε- εκλογές! (Για τη νέα κοινωνία!)


Έρχονται εκλογές. Τα κόμματα βάζουν αποσμητικό στις μασχάλες τους, ο αρχηγός τους ευθυγραμμίζει τη χωριστρούλα ενώ οι παρατρεχάμενοι πίνουν red bull που βγάζει φτερά για να αντέξουν την επίπονη προεκλογική περίοδο.

Μαζί τους ετοιμάζεται και ο κόσμος, ο οποίος έχει ως παλλαϊκό αίτημα τη δημιουργία μιας άλλης κοινωνίας γιατί καθώς λένε σ’ αυτήν δεν περνούν καλά.

-          Χάλια μαύρα ρε φίλε, τίποτα δεν κινείται, να πα να πνιγούν οι κυβερνώντες!

-          Και σένα όμως δε σε βλέπω πολύ ζωηρό αδερφάκι μου, μήπως να το κοιτάξεις κι εσύ για κανένα μπλουμ;

-          Γιατί το λες αυτό; Τι θες να κάνω; Κοίτα γύρω σου, παντού ανεργία!

-          Πού να κοιτάξω γύρω μου; Σε παραλιακό μαγαζί είμαστε, γύρω έχουμε θάλασσα, που την είδες την ανεργία;

-          Ε αυτό! Παλιά γινόταν εμπόριο, είδες να περνά από δω τώρα κανένα καράβι;

-          Δηλαδή αν δε ξεφορτώσει το γκαζάδικο διακόσια μέτρα από κει που πίνουμε τον καφέ μας, υπάρχει ανεργία; Κοίτα πουθενά αλλού!

-          Κοίτα τα βουνά πέρα! Άδεια! Πού είναι τα ζώα; Τα βοσκοτόπια; Παντού ανεργία ρε φίλε!

-          Τα ζώα και τα βοσκοτόπια δεν τα φτιάχνουν στις χαράδρες, αν ψάξεις θα βρεις!

-          Να βλέπεις; Το ομολογείς και μόνος σου! Πρέπει να πάρεις τα βουνά και τους ωκεανούς να βρεις μια άκρη με την ανεργία! Γι’ αυτό αράζω εδώ… Πιάσε μια μπύρα μάστορα!

Αλλά και οι πολιτικοί δε διαφέρουν από τον κόσμο. Βλέπεις κάποιους που έχουν κυβερνήσει 5-6 φορές και κατεβαίνουν με το σύνθημα της νέας κοινωνίας. Δηλαδή είναι το σημείο που βουτάς το μαλλί σου, το χωρίζεις σε κοτσίδες, το κάνεις θηλιά και το περνάς στο λαιμό σου να δεις τι νούμερο κρεμάλα φοράς. Στρώνουν την επιδερμίδα τους και την κάνουν γυαλιστερή για να τραβάει περισσότερα κορόιδα, φοράνε το σακάκι μέσα στο κατακαλόκαιρο που σκάει κι ο τζίτζικας λες και έχουν ενσωματωμένη  ψύξη δεξιά της σπλήνας και αμολιούνται  να τάξουν αυτή τη νέα κοινωνία, την οποία θα φτιάξουν τώρα, μετά την 5ηεκλογή τους. Στις προηγούμενες τέσσερις θητείες κρατούσαν σημειώσεις.

-          Εμπρός συμπολίτες! Πάμε για το καινούργιο! Το νέο! Το πρωτόγνωρο!

-          (να ψηφίσουμε θέλει ή είναι απ’ τον Κωτσόβολο και θέλει να αλλάξουμε το ηλεκτρικό μας σίδερο;)

-          Εμπρός για τη νέα Ελλάδα της ελευθερίας και της ελπίδας!

-          (τίποτα υπάλληλοι του Κωτσόβολου  θα ‘ναι τα πιπίνια..)

-          Εμπρός να χτίσουμε την κοινωνία του μέλλοντος!

-          (για τούβλα ψάχνει μάλλον, έτσι εξηγείται)

-          Ψηφίστε με! Εγώ είμαι! Για σας!

-          (το μόνο σωστό που είπε! Γεια σας!)

Έρχεται ο άλλος. Αν δει κανέναν χοντρούλη ψηφοφόρο με μπιφτέκι στο πάνω μέρος του κεφαλιού και σοφιστικέ γυαλάκι δηλώνει σοσιαλιστής, αν δει κανέναν αναμαλλιασμένο δηλώνει κομμουνιστής, αν δει κανέναν εξαγριωμένο δηλώνει… εκτελωνιστής. (Είδα ένα βλάκα πολιτικό να περνάει, αλλά έφυγε).

Με πολύ ψάξιμο βρίσκει κι αυτός το κοινό του στο οποίο αναφωνεί!

-          Πάμε να χτίσουμε την κοινωνία του σοσιαλισμού!

-          Αυτή που διαλύθηκε πριν 30 χρόνια; Νεκρόφιλοι είμαστε;

-          Δεν τη χτίσανε καλά τότε, πάμε να το ξανακάνουμε!

-          Και τότε γιατί δεν ξαναχτίζουμε την αρχαία Αίγυπτο, να μας φυλάει και η Unesco, να βγάλουμε και κανά φράγκο;

-          Γιατί στην αρχαία Αίγυπτο κυβερνούσε ο Φαραώ, ενώ σε μας κυβερνά, ο εργάτης, ο αγρότης!

-          Θέλει να μας πει τώρα δηλαδή πως αν ο Στάλιν δεν ξεχορτάριαζε μια φορά το δίμηνο, δεν άντεχε ρε παιδί μου, έβγαζε τα γαλόνια του και τα μασούσε σα σογκοφρέτες απ’ τα νεύρα του! 

-          Απορρίψτε την κοινωνία του καταναλωτισμού και των υλικών απολαύσεων, πάμε να βρούμε αξίες και ιδανικά!

-          Όταν λένε αυτοί «ιδανικά» εννοούνε να την περνάνε αυτοί ιδανικά και συ να αγοράζεις Κουκουρούκου απ’ το περίπτερο με το δελτίο.

-          Ζήτω ο σοσιαλισμός! Ζήτω η επανάσταση του 1917!

-          Τώρα, αφού το γαμήσαμε που το γαμήσαμε, άκου πάμε μπρος με το 1917,  ιδρύεις ένα κόμμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου έτσι για να δούμε ποιος την έχει πιο μεγάλη; (την ιστορία…;) Άει σιχτίρ με τον κάθε νεκρόφιλο!

Μέσα σ’ αυτούς νέα μόδα είναι και οι τάχα μου σκεπτόμενοι, συνωμοσιολόγοι που προσπαθούν να κλέψουν καμιά ψήφο κυνηγώντας εξωγήινους, σκοτεινές δυνάμεις που θέλουν το κακό μας, ανοίγουν τις πύλες του ανεξήγητου για να εξολοθρεύσουν το κακό για χάρη της ανθρωπότητας , ενώ οι πύλες του ψυχιατρείου είναι πάντα ανοιχτές για όλους αυτούς, και τους πολιτικούς και τους ψηφοφόρους.

-          Θέλουν το κακό μας! Μας ψεκάζουν!

-          Επιτέλους ρε αδερφέ! Και λίγο τσάμπα αποσμητικό! Ξέρεις πόσο έχουνε πάει στα σούπερ- μάρκετ;

-          Μας ψεκάζουν και μας κάνουν χαζούς!

-          Ενώ πριν ήμασταν τρελοί επιστήμονες!

-          Θέλουν να μας κάνουν να τα δεχόμαστε όλα!

-          Και συ γιατί δεν τα δέχεσαι; Δε σε ψεκάζουν καλά; Κάθεσαι κάτω από υπόστεγα;

-          Εγώ διαβάζω κύριέ μου!

-          Δηλαδή ρίχνουν φάρμακο ειδικό για αδιάβαστους; Ευτυχώς που έκοψα το σχολείο δηλαδή, αν συνέχιζα θα μ’ είχανε κάνει απ’ το πολύ ψέκασμα σα μοχίτο!

 

Σ’ αυτό το κλίμα, με ίδιο επίπεδο πολιτικών και ψηφοφόρων η Ελλάδα πηγαίνει (συνεχώς) σε εκλογές, κάνοντας όλοι το σταυρό τους, να μην πέσεις απλά σε κάποιον πολύ βλάκα. Γιατί για τους φιλοσοφημένους, όταν ακούν δεξιά κι αριστερά, τους έρχεται στο μυαλό ο γκρεμός και το ρέμα που στο τέρμα τους βρίσκεται η νέα κοινωνία. Από κει και πέρα είναι θέμα επιλογής πώς θες να αφήσεις τα κοκκαλάκια σου. Κάνοντας bungee jumping ή κάνοντας κωπηλασία. Γιατί η νέα κοινωνία θέλει θυσίες. Ξεκινώντας από σένα.

 

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
mprizas
Γιώργος
Πετάω πέτρες
από ΝΕΟ ΦΑΛΗΡΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/mprizas

Ζω ένα δράμα...



Tags

50 χρόνια μπροστά... Grande Bretagne Haute-culture... see through συντακτικό τζιβάνες ααα... αλλαξοκωλιές Βζζζζουμ Γκόρτσος! Γκόρτσος! Δρακουμέλ Ελλάδα- Αχ πατρίδα μου γλυκειά! Επίκαιρα: Ούτε που τα θυμάμαι Ευτυχισμένοι μαζί Ήταν ωραία στη Μοζαμβίκη... θου κύριε καλλιγραφία αδερφή γιαπί κάργες Καρχαρίες Κοκό κουλτούρα μας να φύγουμε Λίγο καλύτεροι από μένα... λοίμωξη Μάγια η μέλισσα καραμπουζουκλής τσόντα Μελέτη σκιάχτρο Συγγρού Μόγλης μπατανόβουρτσες μπουρμπουλήθρες Μπουτάκια Ντάμπο το ελεφαντάκι ξενΕΡΩΤΩΝ διάλογοι... Οι ηττημένοι της ιστορίας... Όταν ήμουνα παθιάρης... πηγάδι μεγιεμελέ juventus πολυμίξερ αστροφεγγιές captain-Iglo προφήτης Ηλίας φάλαινα Τσε σαμιαμίδι φουλ της ντάμας αστερίας Τις πταίει Ψώνια στο καμπαναριό



Επίσημοι αναγνώστες (48)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links