11 Σεπτεμβρίου 2020, 16:43
Μικρό Bar Άγγελος Άμμος Ασημένια Βασιλιάδες Δικηγόροι Ερημίτες Εσώρουχα Ήχος Καράβια Καταδικασμένοι Κυνηγόσκυλα Λιμάνια Μαντόνα Μικρό Νύχτα Παράδεισος Πεζοδρόμιο Ποιητές Προστάτης Πυξίδα Σεβάχ Σημαδεμένα Στρουθοκάμηλος Υπόγειο Φακός Φάροι Ψιλικατζίδικο Bar
 Παραδέχομαι ότι στην περιοχή αυτή δεν είχα ξανάρθει. Κανείς δεν ήξερε να μου πει πού είναι το μπαράκι, και για να είμαι ειλικρινής τα χρειάστηκα. Είπα να περιφέρομαι στους δρόμους για να περάσει η ώρα μέχρι που ξαφνικά, φάνηκε ένας άγγελος με έναν φακό στο χέρι και μέσα στην κρύα νύχτα μου εξήγησε πώς να πάω. Αλλά δεν υπάρχουν άλλοι άγγελοι τριγύρω, γιατί τους έχω μαζέψει όλους μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Η όμορφη ξανθιά έχωσε το κεφάλι της στην άμμο σαν τη στρουθοκάμηλο και ύστερα παραπονέθηκε στο ψιλικατζίδικο που βρίσκεται στον κεντρικό δρόμο ότι μένει ακόμα στο υπόγειο που πλημμύρισε από τη βροχή τη στιγμή που τα κυνηγόσκυλα παραφυλάνε για τα καράβια με τα σημαδεμένα πανιά που σαλπάρουν και με ψάχνουν. Αλλά οι φάροι στα λιμάνια είναι σβηστοί γιατί τους έχω ανάψει όλους μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Τα φανάρια του δρόμου στέκονται γαντζωμένα στο πεζοδρόμιο και οι σκιές τους πάνε κι’ έρχονται αλλά το μόνο που μπορεί να συμβεί, είναι να πέσουν με θόρυβο χωρίς καμία σημασία. Αλλά δεν θα ακουστεί κανένας ήχος, γιατί τους έχω μαζέψει όλους μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Ο Σεβάχ με μία πυξίδα σκουριασμένη από την πολυκαιρία κάθεται παρέα με τους ερημίτες πάνω στο χρυσό μοσχάρι που γελάει και τους υπόσχεται τον Παράδεισο. Αλλά κανένα γέλιο δεν ακούγεται πουθενά, γιατί τα έχω μαζέψει όλα μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Οι δικηγόροι υπόσχονται στους καταδικασμένους ότι θα κάνουν ότι καλύτερο μπορούν για την περίπτωσή τους και περιμένουν τους βασιλιάδες που από γενιά σε γενιά διαδέχονται ο ένας τον άλλο, για να διατυπώσουν τα παράπονά τους, καθώς οι ποιητές προσπαθούν να ταιριάξουν τα στιχάκια τους πάνω στο κελάηδημα του σπουργίτη. Αλλά δεν υπάρχουν πια στιχάκια πουθενά γιατί τα έχω μαζέψει όλα μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Η Μαντόνα με τα μαύρα εσώρουχα και τα ασημένια ρούχα πέρασε από μπροστά μου και έκανε τον προστάτη της να ουρλιάζει επειδή τα αιμοβόρα αρπαχτικά πουλιά τσιμπολογάνε τα ψίχουλα των αμαρτιών της. Με κοιτάζει και καταλαβαίνει ότι δεν είμαι δικός της, και ψάχνει να βρει αγνότητα για να ισορροπήσει τις αμαρτίες της. Αλλά δεν υπάρχουν αμαρτίες ούτε και αγνότητα τριγύρω, γιατί τα μάζεψα όλα μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Οι λέσχες της σπείρας σκουριάζουν μέσα στους πολύτιμους ανέμους, ενώ οι θαμώνες επιθυμούν ο καθένας τα αγαθά του άλλου. Παίζουν μπιλιάρδο μέσα στο ημίφως αλλά το ξέρεις ότι εγώ δεν ανήκω εκεί. Ο ιδιοκτήτης της λέσχης μου εξηγεί που βρίσκομαι για να ξέρω τι να σου πω στο τηλέφωνο. Ύστερα κοιτάζει και αυτός τους δρόμους μαζί με μένα για να δει από πού θα φανείς. Αλλά δεν υπάρχουν πια δρόμοι, γιατί τους μάζεψα όλους μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Ο ήλιος πέφτει κάθε πρωί πάνω στο κρεβάτι που δεν ήταν ποτέ δικό μου καθώς όλοι προσπαθούν να παραιτηθούν από τη μοίρα τους, αφήνοντας τους αγίους τελείως ελεύθερους να κάνουν ότι θέλουν με τα φωτοστέφανά τους, εκτός από το να ζήσουν και να πεθάνουν. Αλλά δεν υπάρχει ζωή και θάνατος τριγύρω, γιατί τα μάζεψα όλα μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
Και τελικά… Το ξημέρωμα θα έρθεις κοντά μου και θα μου ψιθυρίζεις γλυκόλογα με τρυφερή φωνή, χωρίς καμία προσπάθεια να χώσεις τα μάτια σου στο χαντάκι όλων αυτών που μας τριγυρίζουν με υστεροβουλία. Μερικές φορές σκέφτομαι πως δεν υπάρχουν άλλες λέξεις, παρά μόνο οι λέξεις που χρειάζεσαι για να πεις την αλήθεια. Αλλά ξέρεις αγάπη μου… Είναι κάτι που δεν σου το έχω πει ακόμα. Δεν υπάρχουν πουθενά αλήθειες πια, γιατί τις έχω μαζέψει όλες μέσα μου καθώς σε περιμένω στο Μικρό Bar.
|