ΑΤΕΛΕΙΩΤΗ ΕΚΔΡΟΜΗ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΑΝΑΠΗΡΗ ΠΑΛΙ ΣΟΥ ΤΑΖΟΥΝ
28 Φεβρουαρίου 2009, 14:41
Spaghetti Western
Μικρή ιστορία.  

Spaghetti Western
video 

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ του ΄71, γνώρισα στη μπουάτ του Γιάννη Αργύρη, τις «Εσπερίδες», έναν Ιταλό. Το Φούλβιο. Μια φάτσα βγαλμένη θαρρείς από ταινία των αδελφών Ταβιάνι. Ο Φούλβιο πήγαινε ως πολεμικός ανταποκριτής στην καυτή εμπόλεμη ζώνη της Παλαιστίνης. Ζόρικο παιδάκι για ζόρικα ταξίδια. Τον φιλοξένησα στο διώροφο αρχοντικό στην Πλάκα, που, ναι μεν «ανήκε στην αρχαιολογική υπηρεσία», αλλά με δυο φίλους μου το απαλλοτριώσαμε. Είχε αρκετά δωμάτια που έφταναν για μας και περίσσευαν και για φίλους. Ο Φούλβιο ενθουσιάστηκε από τη φιλοξενία που του πρόσφερα και με προσκάλεσε να επισκεφθώ τη Ρώμη ώστε να εμπλουτίσω τις εμπειρίες μου γύρω από το θέμα των καταλήψεων.

Το καλοκαίρι του ΄72 κι ενώ εμφανιζόμουν στην «5η Εποχή», ο Φούλβιο μου τηλεφώνησε και όλος χαρά μου ανακοίνωσε ότι είχαν «μετακομίσει» σ΄ ένα υπέροχο κτίριο στο Στραστέβερε, που έπρεπε οπωσδήποτε να δω. Χωρίς δεύτερη σκέψη, σακίδιο, κιθάρα και δρόμο.

Στο λιμάνι της Πάτρας πέρασα από  εξονυχιστικό έλεγχο κι είδα κι έπαθα να πείσω τους ασφαλίτες ότι ταξίδευα για καλλιτεχνικούς λόγους κι ότι επιμελώς θα απέφευγα ενέργειες που θα στρεφόταν κατά της λαοπρόβλητης επανάστασης των συνταγματαρχών. Στο τέλος υπέγραψα και ίσα που πρόλαβα το πλοίο.

 Μπρίντεζι, Ρώμη, Στραστέβερε. Ένα μαγικό δρομολόγιο στη ζώσα ιστορία. Η ομορφιά της Ρώμης σου κόβει την ανάσα. Αλλά το πιο γοητευτικό είναι ο ίδιος ο λαός, που εκφράζει τις χαρές και τα προβλήματά του μέσα από την πιο μελωδική γλώσσα του κόσμου. Μιλάει, τραγουδάει και χειρονομεί ταυτόχρονα μ΄ ένα μοναδικό, απολαυστικό τρόπο. Τυχερός λαός που δε σκλαβώθηκε ποτέ κι έτσι μπορεί να μετουσιώνει την πλούσια και αδιάκοπη παράδοση και κουλτούρα του σε καθημερινότητα.

Ο Φούλβιο με υπερηφάνεια με σύστησε στους φίλους του κι αυτοί ανέλαβαν να με ξεναγήσουν στο πραγματικά υπέροχο κτίριο, που η ηλικία του χανόταν στα βάθη των αιώνων. Οι Ιταλοί είναι πολύ ευαίσθητοι σ΄ αυτό το θέμα και δεν επιτρέπουν σε κανέναν να αλλοιώσει την εικόνα της παλιάς πόλης. Εκεί δεν ευδοκίμησε ποτέ το καθεστώς των εργολάβων και της αντιπαροχής και οι μόνες παρεμβάσεις που επιτρέπονται είναι εσωτερικές.

 Η ξενάγηση άρχισε από το «Μονοπάτι του λαγού», δηλαδή την έξοδο κινδύνου. ΄Αν μας την έπεφταν οι μπάτσοι, θα βγαίναμε από την κουζίνα του ισογείου στον ακάλυπτο, θα πηδούσαμε τον τοίχο της διπλανής αυλής και θα σκορπίζαμε προς διάφορες κατευθύνσεις. Μελετημένα πράγματα. Τίποτα στην τύχη.

Το κοινόβιο ήταν άριστα οργανωμένο και η απόλυτη ελευθερία βασίλευε στο χώρο. Η ζωή κυλούσε χαλαρά ενώ τα πρόσωπα και ο αριθμός τους άλλαζαν σχεδόν καθημερινά. ΄Ηταν ένα κανονικό κέντρο διερχομένων, που αντηχούσε από γέλια, τραγούδια, καλωσορίσματα και αποχαιρετισμούς. ΄Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλλοι και κυρίως Ιταλοί και μέσα σ΄ αυτούς κι εγώ ο ΄Ελληνας, που λόγω χούντας συγκέντρωνα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και τη συμπάθεια όλων.

Με ορμητήριο το Στραστέβερε κάναμε καθημερινά περιπάτους στις όχθες και τις γέφυρες του Τίβερη, στο Βατικανό, στην Πιάτσα Ναβόνα, στην Πιάτσα ντ΄ Ισπάνια κι έτσι άρχισα να μαθαίνω την γεωγραφία της Ρώμης. Πολλές φορές έπαιρνα μαζί μου την κιθάρα, κι όταν βρίσκαμε ένα ωραίο μέρος καθόμαστε, εγώ τραγουδούσα, οι περαστικοί χάζευαν, σχολίαζαν, χειροκροτούσαν και όλο και κάποια κοπέλα από την παρέα σηκωνόταν και περιέφερε το καπέλο μου ευγενικά και χαριτωμένα, έτσι, για τα έξοδα της ημέρας. Στην Ελλάδα ήδη είχα αρχίσει να γίνομαι επώνυμος, αλλά με το γνωστό τρόπο της δισκογραφίας, των μπουάτ, της διαφήμισης. Στην Ιταλία έζησα το κάτι άλλο, άγνωστος μέσα στο πλήθος. Ο δρόμος είχε τη δική του γοητεία. Τραγουδούσα Ελληνικά κι όμως επικοινωνούσα. Απαλλαγμένος απ΄ όλα τα «πρέπει» του κόσμου, άρχισα να πιστεύω ότι κάτι άξιζε αυτό που έκανα. Μοναδική εμπειρία.

Με το Φούλβιο βρισκόμασταν τα βράδια, γιατί την ημέρα ήταν απασχολημένος με την εφημερίδα «Λόττα Κοντίνουα» και σαν δημοσιογράφος έκανε ένα ταξίδι στο Μιλάνο, παρέα με τον φίλο και ομοϊδεάτη του, τον διάσημο Τζιάν Μαρία Βολοντέ. Εγώ όμως συνέχισα να μένω στο κοινόβιο.

Ένα βράδυ, σε μια πλατεία της γειτονιάς μου γεμάτη κόσμο, είδα μια φιγούρα να ξεχωρίζει, λόγω ύψους. Παρ΄ όλη την απόσταση τον αναγνώρισα και φώναξα δυνατά: Φ ώ τ ο!!! Γύρισε να δει κι ήταν αυτός. Ο Φώτος Λαμπρινός. Αγκαλιές, φιλιά και συγκίνηση, γιατί άλλο είναι να συναντήσεις ένα γνωστό σου στην Αθήνα κι άλλο στην αλλοδαπή! ΄Ηταν με μια παρέα Ιταλών και μάλιστα τον έναν τον ήξερα. ΄Ηταν ο ηθοποιός Νόρμαν Μοτζάτο κι είχαμε γνωριστεί όταν ήρθε στην Ελλάδα για να πάρει μέρος στα γυρίσματα μιας ταινίας του Αγγελόπουλου κι ο Φώτος τον είχε φέρει στην «5η Εποχή». Νέοι φίλοι με πολλά ενδιαφέροντα, αφού όλοι τους είχαν σχέση με τον κινηματογράφο. Σκηνοθέτες, ηθοποιοί, οπερατέρ. ΄Εγινα μέλος της παρέας και για να αλλάξω περιβάλλον φρόντισαν να μου βρουν ένα διαμέρισμα στη Via Ania, πίσω από το Κολοσσαίο. Τώρα η παρέα διέθετε αυτοκίνητα κι έτσι άρχισα να γνωρίζω και την υπόλοιπη, εκτός ιστορικού κέντρου, Ρώμη. Πηγαίναμε σε κάτι απίθανες τρατορίες στα προάστια και περνούσαμε από τις εργατικές συνοικίες με τα τεράστια και απαίσια μπλοκ των  πολυκατοικιών. Παντού τα ίδια.
Μια Κυριακή πήγαμε στη θάλασσα κι ήρθε μαζί μας μια γοητευτική κυρία, που πρόσφατα είχε πάρει διαζύγιο αλλά κράτησε τα κλειδιά μιας ιδιωτικής καμπάνας σε μια περιφραγμένη παραλία στο Lido. H καμπάνα ανήκε στον πρώην σύζυγό της που δεν ήταν άλλος από τον Ούγκο Τονιάτσι. Στη λαϊκή πλαζ δεν έπεφτε καρφίτσα, εμείς όμως για λίγες ώρες θα απολαμβάναμε την άνεση των προνομιούχων. Οι καμπάνες ήταν ξύλινα δωμάτια με ντουζ και τουαλέτα κάτω απ΄ τα δέντρα και μπροστά μια υπέροχη παραλία, έρημη και άδεια, που περίμενε τους λίγους και εκλεκτούς. Καθίσαμε στην άμμο και η πιο κοντινή παρέα ήταν στα δέκα μέτρα. Εγώ είχα μαζί μου την κιθάρα και τραγουδούσα το «Ωτοστόπ» στα Ιταλικά, έτσι όπως το είχε μεταφράσει ο Νόρμαν.

΄Αουτο στοπ αντιάμο πάρτο
ε νον σον σε τορνερό
άι αμίτσι αριβεντέρτσι
μίο αμόρε λα σερό
Ε σου μίλε στράτε
Σόλο ιο σαρό    κλπ

Και τότε, μέσα από την άμμο και τα σώματα που την έκρυβαν, αναδύθηκε η Τζίλντα. Μια γυμνόστηθη κοπελάρα που σου έκοβε την ανάσα! Πόδια καλοφτιαγμένα κι ατελείωτα κι ένα υπέροχο στήθος που το πρόβαλε με χάρη καθώς τακτοποιούσε τα κοκκινωπά μαλλιά της.
΄Όλα τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω της και τα χαμηλόφωνα σχόλια, που δεν καταλάβαινα, έδιναν κι έπαιρναν. Εγώ ενθουσιασμένος άρχισα να τραγουδώ «σ΄ αγαπώ γιατ΄ είσαι ωραία, σ΄ αγαπώ γιατί...» και άρχισα να βάζω και δικά μου λόγια που δεν μπορώ να αναφέρω.
Και τότε συνέβη κάτι που δεν είχα υπολογίσει. Σηκώθηκε ένας τύπος μετρίου αναστήματος κι ήρθε προς το μέρος μας. Είχε μουσάκι και πλάτες που θύμιζαν τον Στηβ Ρηβς, κι έτσι όπως ρουφούσε το στομάχι του γινόταν απειλητικός. «Φτου, γαμώτο, έχει γούστο να κατάλαβε!» σκέφτηκα. Και πράγματι, δεν έπεσα έξω. Είχε καταλάβει. Γονάτισε μπροστά μου και μου είπε με σπασμένη προφορά:
«Εσύ τραγουδά Ελληνικός;». «Ναι!» του λέω, όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα. «Από Ελλάντα;»  «Ναι!»  «Κι εγκώ από Ελλάντα! Μπιλ Κάρις» Και μου πρότεινε το χέρι του. «Χάρηκα», του λέω, «από πού είσαι;» Σκύβει τότε και μου λέει χαμηλόφωνα με άψογη προφορά: «Βασίλη Καραμεσίνη με λένε και είμαι από την Πελοπόννησο».
Η παρέα μου εν τω μεταξύ τον αναγνώρισε κι άρχισαν οι χειραψίες και τα χαμόγελα, ο πάγος έσπασε κι όλα μέλι γάλα. Ο Μπιλ μου εξήγησε ότι ήταν πρωταγωνιστής σε σπαγγέτι γουέστερν και η κοπελάρα ήταν η σύντροφός του στη ζωή και στο σινεμά. Με παρουσίασε στους φίλους του και στη Τζίλντα και κανονίσαμε να φάμε το βράδυ μαζί, στο σπίτι του. Του έδωσα τη διεύθυνσή μου και ήρθε ο ίδιος να με πάρει για να μη ταλαιπωρηθώ.

΄Εμενε σε μια όμορφη βίλα σε μια ακριβή συνοικία στις όχθες του Τίβερη. Η Τζίλντα ήταν εξαιρετική οικοδέσποινα και μαγείρισσα κι εμείς πίναμε κρασί και λέγαμε τις ιστορίες μας. Ξεκαρδιζόμασταν στα γέλια και κάθε τόσο ο Μπιλ αναγκαζόταν να μεταφράζει τα πιο χαριτωμένα. Την επόμενη, ο Μπιλ θα άρχιζε τα γυρίσματα μιας νέας ταινίας και μου πρότεινε να παίξω κι εγώ. «Τι θα κάνω εγώ, ρε;», του λέω. «Θα πάρεις την κιθάρα σου και θα ΄ρθεις και θα κανονίσω να πάρεις και καλά λεφτά».
Στο ταξί που επέστρεφα σκεφτόμουν τα γεγονότα της μέρας και η φωτισμένη Ρώμη μου φαινόταν ομορφότερη.

Πρωί πρωί ήρθε να με πάρει ο Μπιλ και ξεκινήσαμε για τη μεγάλη περιπέτεια. Βγήκαμε από την πόλη και διασχίσαμε μια αρκετά μεγάλη απόσταση μέσα από αμπελώνες και κτήματα με όμορφες αγροικίες. Εγώ βομβάρδιζα τον Μπιλ με τις απορίες μου κι εκείνος πάντα με το χαμόγελο και τις χαρακτηριστικές κινήσεις των Ιταλών, μου εξηγούσε τα πάντα.
Οι ταινίες που γύριζαν είχαν ως αποκλειστικό σχεδόν προορισμό τις χώρες της Αφρικής. Απλές ιστορίες, όπου το παλληκαράκι, δηλαδή ο Μπιλ, με τη βοήθεια του μουγκού αλλά τετραπέρατου συντρόφου του, τιμωρούσαν τους κακούς που χαλβάδιαζαν την αθώα καμπαρετζού, δηλαδή τη Τζίλντα. Τα κορμιά έπεφταν αλύπητα απ΄ τις γροθιές και τις σφαίρες του Μπιλ και μόλις η Τζίλντα έβλεπε ότι κινδύνευε με αφανισμό το ανδρικό γένος, έπεφτε στην αγκαλιά του Μπιλ κι ο μουγκός έκανε αστείες τούμπες απ΄ τη χαρά του. FINE.
«Πάνω κάτω έτσι πρέπει να είναι και το σημερινό σενάριο και θα ξεκινήσουμε όπως πάντα από τον καβγά στο σαλούν!»

 Φτάσαμε καμιά φορά και περάσαμε κάτω από μια αψίδα που έγραφε ELIOS STUDIOS. ΄Εξω από τα γραφεία που ήταν δίπλα στο θυρωρείο, μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων περίμενε να πιάσει δουλειά. ΄Ηταν κομπάρσοι και το σωματείο τους φρόντιζε να δουλεύουν εκ περιτροπής. Μόλις με είδαν ενδιαφέρθηκαν να μάθουν τι γύρευα εκεί και ο Μπιλ τους εξήγησε πως δεν ήμουν απλός κομπάρσος αλλά πως είχα ρόλο.
Πήραμε το πρωινό μας σε μια μεγάλη τραπεζαρία κι εκεί γνώρισα το σκηνοθέτη που εξηγούσε στο Μπιλ το πλάνο της ημέρας. ΄Υστερα με παρέδωσαν σε μια κοπέλα που με οδήγησε σ΄ ένα τεράστιο βεστιάριο με στολές και ρούχα απ΄ όλες τις εποχές. Μόνο φουστανέλες δεν είχε! Μου έδωσε να φορέσω μια στολή κάου μπόυ, δηλαδή καπέλο, πουκάμισο, γιλέκο, παντελόνι, μια ζώνη με δυο βαριά εξάσφαιρα κι ένα ζευγάρι μπότες. ΄Όλα ήταν βρώμικα σε βαθμό που σιχαινόμουν να τα πιάσω, αλλά οι μπότες ήταν το κάτι άλλο. Φθαρμένες, βρώμικες μέσα κι έξω αλλά κυρίως στραβοπατημένες. Κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο ντύθηκα και στάθηκα μπροστά σ΄ έναν καθρέφτη να με καμαρώσω. ΄Ημουν για γέλια. Κι έτσι όπως στραβοπερπατούσα με τις άβολες μπότες, ήμουν ίδιος ο Τζων Γουαίην.

Γεμίσαμε το σαλούν, που ήταν μόνιμο σκηνικό, κι άρχισαν να δουλεύουν τις σκηνές. Κάτι τριτοκλασάτοι κασκαντέρ δίναν γροθιές στον αέρα, αποτελείωναν κάτι σπασμένες καρέκλες, τ΄ αγιοβασιλιάτικα πιστόλια ντουμάνιαζαν την ατμόσφαιρα κι όσοι δεν παίρναμε μέρος στη μάχη καθόμασταν πίσω απ΄ την κάμερα και κάναμε χάζι.Στο τέλος ο μουγκός έφαγε μια σφαίρα στο κωλομέρι κι έκανε μια τούμπα στον αέρα. Αυτό όμως εξόργισε τον Μπιλ, που σηκώθηκε και πυροβόλησε δυο πονηρούς που ήταν στον εξώστη κι αυτοί αφού παραμέρισαν τα κάγκελα έπεσαν με μεγάλη προσοχή πάνω στα προστατευτικά στρώματα. Σ΄ αυτή τη σκηνή, τα παιδιά της Ζιμπάμπουε σίγουρα θα χειροκροτούσαν. Κάπως έτσι τελείωσε η πρώτη μέρα.

Η δεύτερη ήταν σημαντική για μένα αφού θα έπαιζα σε μια σκηνή με τη Τζίλντα! Τα τραπέζια του σαλούν γεμάτα από καθάρματα και χαρτοκλέφτες κι η Τζίλντα πάνω στη σκηνή ξεδίπλωνε το ταλέντο και τα ατελείωτα πόδια της χορεύοντας στο ρυθμό της κιθάρας μου. ΄Ημουν ο πιο τυχερός απ΄ όλους γιατί καθόμουν στα σανίδια της σκηνής και η Τζίλντα «έπαιζε» μαζί μου σύμφωνα με τις οδηγίες του σκηνοθέτη. Φορούσε ένα διχτυωτό καλσόν με τεράστια ανοίγματα και, κάθε φορά που με πλησίαζε και σήκωνε το πόδι της, εγώ κατέβαλα φιλότιμες προσπάθειες να μη χάσω το ρυθμό. Αυτό δεν ήταν γύρισμα. ΄Ηταν το μαρτύριο του Αγίου Αντωνίου! Μετά κάναμε διάφορα γκρο-πλαν κι εκεί τελείωσε ο ρόλος μου.

Αποχαιρέτισα την Ιταλία και τους πολλούς φίλους που έκανα πριν ολοκληρωθεί η ταινία. Μήνες αργότερα, περνώντας έξω από ένα κινηματογράφο της Ομόνοιας, είδα σε μια αφίσα το όνομα του Μπιλ. Είδα τις φωτογραφίες και αναγνώρισα την ταινία μας! Τρελλάθηκα απ΄ τη χαρά μου. Ο τίτλος ήταν «Ένα κτήνος που το έλεγαν άνθρωπο» και συνόδευε το κύριο μενού της αίθουσας που ήταν μια σκληρή τσόντα. Η ταινία ήταν από τις πιο cult που είχα δει, αλλά εγώ περίμενα με λαχτάρα τη δική μου σκηνή. ΄Ηταν έτσι όπως σας την περιέγραψα. Η Τζίλντα έδινε ρέστα κι εγώ ήμουν τέλειος στο ρόλο του ξελιγωμένου κιθαρίστα.Μόνο που, αντί για κιθάρα, ακουγόταν... πιάνο!

Υ.Γ.Αυτή η ιστορία,μαζί με άλλες εικοσιπέντε,υπάρχει στο βιβλίο
VIVERE PERICOLOSAMENTE των
εκδόσεων ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ.
Είναι γραμμένες απο ανθρώπους που πέρασαν μερικά απο τα πιο
συγκλονιστικά χρόνια της ζωής τους στην Ιταλία.

 

Θανάσης Γκαϊφύλλιας.

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
25 Φεβρουαρίου 2009, 12:53
ΠΕΡΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΙΑΣ


ΠΕΡΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΙΑΣ

Τραγουδοποιία.Μια ιστορία παλιά όσο κι ο Όμηρος,αλλά πάντα νέα,όπως η άνοιξη,ο έρωτας,ο αγώνας,η ζωή.Ο τραγουδοποιός είναι ο μοναχικός ταξιδιώτης που ταξιδεύει στη γεωγραφία των τόπων,των ανθρώπων και της μουσικής,κρατώντας απο το χέρι τα τραγούδια του,που τα αγαπάει και τα υπερασπίζεται,γιατί είναι κομμάτια απο το σώμα και την ψυχή του.

Κάθε τραγούδι και μια δική του ιστορία.Δικές του εικόνες απο αγάπες,όνειρα,χίμαιρες,ήττες.

Γράφει μουσική χωρίς να γνωρίζει τα μυστικά της σύνθεσης.

Ερμηνεύει τα τραγούδια του,απαλλαγμένος απο το άγχος της άψογης εκτέλεσης.

Παίζει (συνήθως) κιθάρα χωρίς να είναι σολίστ.

Όλα έχουν τη δική του σφραγίδα,αφού γράφονται για τη δική του έκταση και έκσταση.

Απο τους πρώτους διδάξαντες,ο Αττίκ,ο Τσιτσάνης,ο Σπήλιος Μεντής,ο Γούναρης.Τι ωραίοι άνθρωποι!

Δεν ξέρω τι κράτησαν για τον εαυτό τους,ξέρω όμως πόσο γενναιόδωροι ήταν με τους συνανθρώπους τους,δουλεύοντας στης ψυχής τα βαρέα και ανθυγιεινά.

Κι απο το Νέο Κύμα ως σήμερα,απο τον Χατζή και τον Σαββόπουλο ως τους Κατσιμιχαίους κι απο τους πιτσιρικάδες με τις κιθάρες ως αύριο,η τραγουδοποιία καλά κρατεί.

Υ.Γ.

Τις σκέψεις μου αυτές τις δημοσίευσε ως επιφυλλίδα το Δίφωνο στο τεύχος108.

Θανάσης Γκαϊφύλλιας

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
11 Φεβρουαρίου 2009, 16:41
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗΣ


  •                         « ΜΟΥΣΙΚΟΙ  ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ »        ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΜΟΥΣΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ                       ΠΕΡΙΟΔΟΣ  Β’—ΤΕΥΧΟΣ Νο 17—ΑΠΡΙΛΙΟΣ  2001                                         Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΙΑΣ  ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗΣ                                                                                               «Η Ατέλειωτη εκδρομή»                                      ΤΟΥ  ΘΑΝΑΣΗ  ΠΑΠΑΚΩΣΤΑ                                    Η «ατέλειωτη εκδρομή» είναι ο δίσκος που καθόρισε και καθιέρωσε καλλιτεχνικά τον Θανάση Γκαϊφύλλια  Τραγούδια όπως η «εκδρομή», το «άδοξο τέλος», το «οδοιπορικό» και η «γνωριμία», εξακολουθούν να δηλώνουν την παρουσία τους και σήμερα, 26 χρόνια μετά την κυκλοφορία τους στην δισκογραφία.                Οι «Εσπερίδες», ο Γλέζος και η «Πρέβεζα».         Το χειμώνα του 1970 ο Κομοτηναίος Θανάσης Γκαϊφύλλιας τελείωσε το στρατιωτικό του και αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα. Ήθελε να εκπληρώσει τα καλλιτεχνικά του όνειρα και εκείνη την εποχή μόνο στην πρωτεύουσα μπορούσε να έχει αυτή τη δυνατότητα. Ξένος στην πόλη, αυτό το δύσκολο χειμώνα, μέσα στην περίοδο της δικτατορίας, ξεκίνησε να δουλεύει στη μπουάτ «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη. Εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο Αθηναϊκό κοινό, ερμηνεύοντας τα τραγούδια του.( Δεν ήταν η πρώτη φορά .Είχε προηγηθεί ένας μήνας εμφανίσεων δίπλα στο Γιώργο Ζωγράφο τον Ιούλιο του 1968). Τα πρωινά έκανε διάφορες δουλειές σε εργοστάσια, στα διυλιστήρια της ΕΛΒΥΝ και στον ΟΛΠ, όπου ξεφόρτωνε καράβια. Στις «Εσπερίδες» του δόθηκε η ευκαιρία να γνωριστεί με αρκετούς ανθρώπους του τραγουδιού. Ο Γκαϊφύλλιας θυμάται πως γνώρισε τον Γιάννη Γλέζο: «Ένα βράδυ ήρθε ένας νέος χλωμός κι αδύνατος κι ο Αργύρης φρόντισε να μας συστήσει. Ήταν ο Γιάννης Γλέζος και μου είπε πως ετοίμαζε μια δουλειά βασισμένη στην ποίηση του Κώστα Καρυωτάκη. Ήθελε να κάνει ένα δίσκο που στη μία πλευρά θα είχε τρυφερά ποιήματα του Καρυωτάκη και στην άλλη, σκωπτικά και οργισμένα. Τα αισθαντικά τραγούδια είχε επιλέξει να τα ερμηνεύσει ο Λάκης Παπάς και τα άλλα εγώ, που του άρεσα πολύ. Τρελάθηκα από τη χαρά μου κι αμέσως ξεκινήσαμε τις πρόβες στο σπίτι του Γλέζου. Συναντιόμασταν κάθε μέρα και μάθαινα τα τραγούδια από τον Γιάννη που με συνόδευε με το πιάνο του. «Ο Μιχαλιός», «Οι δημόσιοι υπάλληλοι», «Διάκος», «Κανάρης», «Byron», «Υποθήκαι», «Πρέβεζα». Το όνειρο, όμως, αυτού του δίσκου, ματαιώθηκε. Από τα 18, ίσως και περισσότερα, τραγούδια, που είχε υποβάλει ο Γλέζος στην επιτροπή λογοκρισίας, δεν πέρασε κανένα. Τα κόψαν ΟΛΑ».                           O Γκαϊφύλλιας δισκογραφικά ξεκίνησε με ένα  δισκάκι 45 στροφών το 1968  και το 1971  κυκλοφόρησε το πρώτο του LP. Ήταν το «Ώτο στοπ» στο οποίο συμμετείχε και το συγκρότημα «Ανάκαρα». Το 1972 τραγούδησε δύο τραγούδια   στο δίσκο «Κήπος» του Λίνου Κόκοτου.  Το 1975 ήρθε η «Ατέλειωτη Εκδρομή», ο πρώτος ουσιαστικά προσωπικός δίσκος του Γκαϊφύλλια. Σ΄αυτή τη δουλειά του συμπεριέλαβε και την «Πρέβεζα», ένα από τα τραγούδια του Γλέζου, σε ποίηση Καρυωτάκη, που είχε απαγορεύσει η δικτατορία. Την «Πρέβεζα» ξανατραγούδησε το 1982 και ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ο Γκαϊφύλλιας ανέφερε γι΄αυτό: «Λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος του Παπακωνσταντίνου «Φοβάμαι», είχα κάνει ένα ταξίδι στην Αθήνα και με φιλοξενούσε ο Βασίλης στο σπίτι του στην πλατεία Αμερικής. «Σου έχω μια έκπληξη» μου είπε και έβαλε να ακούσουμε ένα δείγμα του ακυκλοφόρητου δίσκου του. Όταν άκουσα την «Πρέβεζα» έμεινα άφωνος. Του είπα πως δε μου άρεσε καθόλου η ενορχήστρωση του Κώστα Γανωσέλη με τα πνευστά στο τραγούδι. Προτιμώ την ατμόσφαιρα που είχαμε δώσει εμείς στην«Εκδρομή». Το τραγούδι εκεί είναι πιο ατμοσφαιρικό, πιο σκωπτικό και ταυτόχρονα πιο τραγικό». Η «Πρέβεζα» ανοίγει την πρώτη πλευρά του δίσκου και ακολουθεί το τραγούδι «Μπενερτζή», που είναι εμπνευσμένο από το ομότιτλο μυθιστόρημα του Ναζίμ Χικμέτ.Ο Γκαϊφύλλιας είπε για την ιστορία του Μπενερτζή: «Είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, που τοποθετείται στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των Ινδών κατά των Άγγλων. Συλλαμβάνεται πολύ νέος και περνάει τα περισσότερα χρόνια του στη φυλακή, όπου γίνεται σύμβολο του αγώνα. Όταν πια γέρος και άρρωστος αποφυλακίζεται, ξεσηκώνεται ολόκληρη η Ινδία. Ο Μπενερτζή όμως νιώθει, ότι με τα τόσα προβλήματα υγείας και την αποχή του από τη δράση για τόσα πολλά χρόνια, δεν είναι σε θέση να ηγηθεί και να προσφέρει στην επανάσταση. Συνειδητοποιεί  λοιπόν, πως θα είναι πιο χρήσιμο να θυσιάσει τη ζωή του, παρά να μείνει ζωντανός. Αποφασίζει έτσι να αυτοκτονήσει το βράδυ της απελευθέρωσής του, για να απαλλάξει από την παρουσία του το κίνημα και να παραμείνει μ΄αυτόν τον τρόπο ζωντανό σύμβολο του αγώνα. Η ιστορία του Μπενερτζή περιγράφει ουσιαστικά τη ζωή του Χικμέτ, ο οποίος πέρασε πολλά χρόνια στη φυλακή και, αφού απελευθερώθηκε, πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρρωστος, στα νοσοκομεία της Μόσχας και της Ρώμης».          Το «Αρχοντόπουλο» είναι το τρίτο τραγούδι του δίσκου και αποτελεί ένα απόσπασμα από τα γραπτά του Γιώργου Σουρή. Είναι μια καυστική σάτιρα για το θράσος των κατώτερων οργάνων της τάξης, που εκμεταλλεύονται τους απλούς ανθρώπους, με τα ψήγματα εξουσίας που τους δίνουν οι καταστάσεις.Ακολουθεί το «Άδοξο τέλος», που είναι ένα αφηγηματικό τραγούδι. Περιγράφει την ιστορία μιας παρέας που ξεκινάει μια κοινή πορεία, αλλά η αμείλικτη πραγματικότητα της ζωής, ξεθωριάζει τα όνειρά τους και οι φίλοι  καταλήγουν σε  δρόμους χωριστούς.Το «Οδοιπορικό», είναι σατιρικό και ηχοχρωματικά έχει στοιχεία «Dixieland» μπάντας. Ο ήχος ενός παρακμιακού μπαρ στον Αμερικάνικο «Νότο», ήταν το ζητούμενο σ΄αυτό το τραγούδι. Τη λύση έδωσε ο Κίμων Βασιλάς, που είχε την έμπνευση να βάλει πινέζες στα σφυράκια του πιάνου. Μ΄αυτό τον τρόπο, το έκανε να ακούγεται σα ξεκούρδιστη πιανόλα. Χαρακτηριστική είναι και η παρουσία της Νατάσσας Γερασιμίδου, που συμμετέχει στο τραγούδι γελώντας ειρωνικά, όταν κάποια στιγμή αναφέρεται η Αμερική.Η πρώτη πλευρά του δίσκου κλείνει με τη «Γνωριμία», τραγούδι στο οποίο τους στίχους έγραψε ο Μάνος Ελευθερίου. Ο συνθέτης περιγράφει πώς γνώρισε του Ελευθερίου: «Τον συνάντησα πρώτη φορά στις «Εσπερίδες». Ήταν αδυνατούλης, με χοντρά μυωπικά γυαλιά και πολύ ήσυχος. Σου έδινε την εντύπωση ενός λογιστή, με όλα τα προβλήματα που κουβαλάνε αυτοί οι «χαρτοπόντικες». Δε φανταζόσουν, όταν τον έβλεπες, ότι ήταν ένας γίγαντας της σκέψης και της έμπνευσης. Όταν γνωριστήκαμε μου είπε: «Θέλεις να διαβάσεις κάποια ποιήματα που έχω; Νομίζω ότι σου ταιριάζουν και θα΄θελα να τα ακούσω τραγούδια από σένα». Μου έδωσε μερικά από τα πιο όμορφα ποιήματα που μελοποίησα. Η «Εκδρομή», η «Γνωριμία» και το «Κιθάρες των νερών» είναι τα τραγούδια που έκανα με το Μάνο. Τα ποιήματά του  ήταν από μόνα τους έτοιμα τραγούδια, είχαν μέσα τους μουσική. Είμαι πολύ τυχερός, αφού ήρθε ο ίδιος και μου τα  έδωσε χωρίς να του τα ζητήσω. Όταν τα διάβασα, άνοιξαν καινούριοι ορίζοντες στην έμπνευση και την ερμηνεία μου.                                                                               Η Κωχ, λυρική και οργισμένη.                              Η δεύτερη πλευρά του δίσκου ξεκινά με την «εκδρομή», το τραγούδι που έδωσε το όνομά του σε όλη τη δουλειά. Καταλυτική είναι η συμμετοχή της Μαρίζας Κωχ, η οποία μοιράζεται τους στίχους της «εκδρομής» με τον Θανάση.  Όπως υπογραμμίζει ο Γκαϊφύλλιας: «Στην ερμηνεία της αυτή, καταφέρνει θαυμάσια να είναι ταυτόχρονα, λυρική και οργισμένη». Το «Χάι-Κάι» είναι μια συρραφή από στιχάκια του συνθέτη, που περιγράφουν και καταγελούν καταστάσεις με ανάλαφρο τρόπο, όπως στις κρητικές μαντινάδες. Γι’αυτό το λόγο, το τραγούδι έχει παραδοσιακό ηχόχρωμα και είναι γραμμένο στο ρυθμό του μπάλου. Εδώ ποντιακή λύρα παίζει ο Γιώργος Κωστίκας και κρητική λύρα ο Νίκος Ξυλούρης. Το «Λίγο πριν τον 3ο παγκόσμιο» είναι η «ροκιά» του δίσκου και βασίστηκε σ’ένα ποίημα του Γιάννη Κακουλίδη. Στην εισαγωγή ο Γ ιώργος Μαγκλάρας παίζει με το βιολί του το μουσικό θέμα του «Τσομπανάκου». Το χαρακτηριστικά βιωματικό τραγούδι του δίσκου είναι το «Βαθιές οι ρίζες». Ο Γκαϊφύλλιας περιγράφει τη νοσταλγία και τη λαχτάρα που νοιώθει για τον τόπο του: «Όλα τα χρόνια που έμεινα στην Αθήνα, αισθανόμουν πρόσφυγας. Ήξερα ότι ποτέ δεν θα ρίζωνα σ’αυτή την πόλη». Εδώ κλαρίνο παίζει ο Γιώργος Κωστούλας και ούτι ο Καριοφύλλης Δοϊτσίδης. Ο δίσκος κλείνει με το «Κιθάρες των νερών», άλλο ένα έξοχο ποίημα του Μάνου Ελευθερίου. Το τραγούδι ξεκινάει και τελειώνει με χορωδία που ψάλλει: «Ότι στον αιώνα το έλεος αυτού αλληλούια». Ακούγονται 21 φωνές, που στην πραγματικότητα είναι τρεις. Του Γκαϊφύλλια, του Θεοφίλου και της Γερασιμίδου. Τραγούδησαν και οι τρεις μαζί εφτά φορές σε αντίστοιχα κανάλια, τα οποία μιξαρίστηκαν στη συνέχεια. Τραγουδιστικό ντουέτο εδώ, με τον Γκαϊφύλλια κάνει η Γερασιμίδου.                                             Ψυχή των ενορχηστρώσεων ο Μπίκος                    Τα τραγούδια της «Εκδρομής» ακουγόντουσαν χρόνια πριν την κυκλοφορία του δίσκου, στις ζωντανές εμφανίσεις του Γκαϊφύλλια, ήδη από την περίοδο της δικτατορίας. Ο συνθέτης θυμάται: «Εκείνη την εποχή συνηθιζόταν, κάθε Κυριακή, τα πρωινά, να δίνουμε συναυλίες, κυρίως σε κινηματογράφους των προαστίων. Οι μουσικοί που παίζαμε μαζί τότε, ήμαστε μόνιμη συντροφιά και δουλεύαμε επίσης και στη μπουάτ «5η Εποχή». Ο Θανάσης Μπίκος, ο Γιώργος Μαγκλάρας, ο Πέτρος Πρωτόπαπας και εγώ, με συλλογική προσπάθεια, ενορχηστρώσαμε  τα τραγούδια του δίσκου. Ο Μαγκλάρας σφράγισε με τον ήχο του βιολιού του το δίσκο. Έχει έναν μοναδικό τρόπο να συνδιάζει στη δοξαριά του τον Jean Luc Ponty και τον Γιώργο Κόρο. Ο Πέτρος Πρωτόπαπας με το φλάουτο, στόλισε τα κομάτια με υπέροχους, αέρινους αυτοσχεδιασμούς. Για να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερο ήχο στις ηχογραφήσεις,  αγοράσαμε με τον Μπίκο την ίδια μέρα από μία κιθάρα Ibanez. Χτίζαμε τα κομάτια επάνω στο παίξιμο του Μπίκου, αφού εκτός από ακουστική έπαιζε μπάσσο και ηλεκτρική. Χωρίς αυτόν, ο δίσκος θα είχε σίγουρα διαφορετικό ηχόχρωμα. Στενοχωρήθηκα πολύ που δεν αναφέρθηκε το όνομά του, όπως και των υπολοίπων μουσικών στο οπισθόφυλλο. Η ευθύνη, όμως, είναι του Γιώργου Λεφεντάριου, στον οποίο είχα δώσει όλα τα ονόματα και αυτός δεν έβαλε κανένα. Η «Ατέλειωτη Εκδρομή» κυκλοφόρησε από τη MIΝΟS και  παραγωγός ήταν ο Αχιλλέας Θεοφίλου. Ο Γκαϊφύλλιας χαρακτηρίζει την παραγωγή πλούσια και λέει: «Συμμετείχαν πολλοί μουσικοί στην ηχογράφηση του δίσκου, γι΄αυτό έχει μεγάλη ποικιλία ηχοχρωμάτων. Το μόνο που έλεγα στο Θεοφίλου, ήταν τι όργανα ήθελα  για την επόμενη ηχογράφηση. Ο Αχιλλέας μας άφησε να λειτουργήσουμε με το ένστικτο και τον ενθουσιασμό μας  και αυτό ήταν πολύ θετικό, γιατί μπορέσαμε και κάναμε τη δουλειά όπως τη θέλαμε. Παρακολουθούσε  διακριτικά την εξέλιξή της και δεν επενέβη πουθενά».Για το εξώφυλλο του δίσκου ο Γκαϊφύλλιας ήθελε κάτι εικαστικό, έτσι ανέθεσε στο ζωγράφο και χαράκτη Παναγιώτη Γράββαλο να το ζωγραφίσει. Για να τον βοηθήσει να εμπνευστεί, του έδωσε να ακούσει τα τραγούδια σε μαγνητοταινία. Ο Γράββαλος ζωγράφισε με σινική ένα δειλινό στο Σούνιο και μια παρέα από τρία άτομα που επαναλαμβάνονται πολλές φορές σε διάφορα σημεία του έργου. Τελικά ο πίνακας δεν χρησιμοποιήθηκε και σήμερα βρίσκεται στην κατοχή του Γκαϊφύλλια. Ο συνθέτης λέει για τη συνέχεια της ιστορίας του εξωφύλλου: «Η άλλη ιδέα για εξώφυλλο, ήταν ενός γραφείου που συνεργαζόταν με την εταιρία. Σκέφτηκαν ότι αφού ο τίτλος είναι «Ατέλειωτη Εκδρομή», θα ήταν έξυπνο να βάλουμε συμβολικά για εξώφυλλο δυο «κουρασμένα» παλιά άρβυλα. Μου άρεσε η ιδέα και πήγα στα παλιά στο Μοναστηράκι να βρω ένα ζευγάρι. Είδα κάποια κρεμασμένα έξω από ένα μαγαζί που τα έτρωγε ο ήλιος και η βροχή. «Αυτό το ζευγάρι θέλω», είπα στον άνθρωπο. «Τι να τα κάνεις αυτά, είναι άχρηστα» μου λέει. «Έλα μέσα να σου δείξω ένα καλό ζευγάρι». «‘Όχι! Εγώ αυτά θέλω!». Έτσι τα αγόρασα 50 δραχμές και τα πήγα στο γραφείο, όπου τα φωτογράφησαν και μετά τα πέταξαν».  Στην «Ατέλειωτη Εκδρομή» κατάθεσαν ταλέντο και ψυχή  οι παρακάτω  μουσικοί: Θανάσης Μπίκος: Μπάσο, ηλεκτρική & ακουστική κιθάρα.Γιώργος Μαγκλάρας: Βιολί.Πέτρος Πρωτόπαπας: Φλάουτο.Θανάσης Γκαϊφύλλιας: Ακουστική κιθάρα.Ανδρέας Τσεκούρας: Ακορντεόν, πίπιζα.Νίκος Λαβράνος: Τύμπανα.Κίμων Βασιλάς: Πιάνο, όργανο.Στέλιος Καρύδας: Κλασσική κιθάρα.Γιώργος Κωστίκας: Ποντιακή λύρα.Νίκος Ξυλούρης: Κρητική λύρα.Θανάσης Πολυκανδριώτης: Λαούτο.Θανάσης Αραπίδης: Κλαρίνο.Γιώργος Κωστούλας: Κλαρίνο.Καρυοφίλης Δοϊτσίδης: Ούτι.Τάσος Διακογιώργης: Τυμπάνια.Χρήστος Σφέτσας: Βιολοντσέλο.                         Υ.Γ.Δυστυχώς δεν θυμάμαι τα ονόματα των μουσικών που έπαιξαν Τρομπόνι και Τρομπέτα.
  • Υ.Γ.2
  • Ο φίλος Ηρακλής απο τα "Μουσικά Προάστια" μου ζήτησε να γράψω κάτι για την "Εκδρομή" κι εγώ πονηρά σκεπτόμενος του έστειλα σκαναρισμένη αυτή τη συνέντευξη που είχα δώσει παλιότερα στον Θανάση Παπακώστα (εξ ου και οι αναφορές σε τρίτο πρόσωπο). Έλα όμως που σ'αυτή τη μορφή δεν μπορούσε ο Ηρακλής να επεξεργαστεί το κείμενο κι έτσι αναγκάστηκα να κάνω αυτό που προσπάθησα να αποφύγω.Να το ΔΑΚΤΥΛΟΓΡΑΦΗΣΩ!!!Για τον κόπο μου λοιπόν, αποφάσισα να το ανεβάσω και στο δικό μου blog.
  • Θανάσης Γκαϊφύλλιας.                    
5 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
romanticoffender
Θανάσης Γκαϊφύλλιας.
ΤΡΑΓΟΥΔΟΠΟΙΟΣ
από ΚΟΜΟΤΗΝΗ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/romanticoffender

Μια ατέλειωτη εκδρομή στη γεωγραφία των τόπων,των ανθρώπων και της μουσικής

Tags

Gaza Παλαιστίνη άδοξο τέλος γκαϊφύλλιας θανάσης κιθάρες ελευθερίου τραγούδι γρίπη χοίρος πανδημία tamiflu θέατρο μαρώνεια βολουδάκης αντιφωνητής ιστορία διομήδης θράκη Ιστοριούλα καζαντζίδης στέλιος κείμενο Κατσαρός ποίηση πολιτική Μαρώνεια Μικρή ιστορία. Πολυτεχνείο 17 Νοέμβρη πρέβεζα gkaifilias καρυωτάκης στιχάκια Συνέντευξη τανγκό tango Τραγούδι



Επίσημοι αναγνώστες (12)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links