Τι είναι, αλήθεια, η νοσταλγία; Πότε, γιατί και υπό ποιες προϋποθέσεις βιώνουμε νοσταλγικά αισθήματα; Τα βιώνουμε όλοι με τρόπο παρόμοιο; Νιώθουμε όλοι το ίδιο στο άκουσμα ενός τραγουδιού που μας παραπέμπει στην εποχή του πρώτου μας έρωτα, ενός ερεθίσματος που μας θυμίζει τα αρωματικά κουλουράκια της γιαγιάς μας ή η οσμή ενός σώματος που μας παραπέμπει σε κάτι πολύ οικείο και γλυκό από τα παλιά;
Λατρεύω αυτές τις αναπολήσεις, τις μνήμες και τα αισθήματα χαρμολύπης που, όταν δεν εξιδανικεύονται παραμορφωτικά και δεν αποπροσανατολίζουν, ζεσταίνουν την ψυχή σε στιγμές που το έχουμε ανάγκη…
Η ετυμολογική έννοια της λέξης «νοσταλγία» είναι: «ο ψυχικός πόνος που προκαλεί η λαχτάρα και η προσμονή της επιστροφής στην πατρίδα». Η πιο σύγχρονη σημασία είναι: «η λαχτάρα για τα περασμένα».
Κάποιοι επιστήμονες ορίζουν τη νοσταλγία ως τη λαχτάρα για μια πατρίδα που πλέον δεν υπάρχει και που ίσως ποτέ να μην υπήρξε. Η νοσταλγία είναι ένα αίσθημα απώλειας και μετάθεσης, αλλά επίσης και ένα ειδύλλιο με την ίδια τη φαντασία μας. Η νοσταλγία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα ιστορικό αίσθημα καθώς μπορεί μεν να αντιπροσωπεύει τη λαχτάρα για έναν τόπο (όχι με την γεωγραφική έννοια, αλλά ως δυνατότητα κοινότητας και συνύπαρξης με άλλους), αλλά στην ουσία πρόκειται για τη λαχτάρα για μια άλλη εποχή, π.χ. για την παιδική ηλικία, για την εποχή ενός μεγάλου έρωτα κ.τ.λ.
Είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως στη διάρκεια περιόδων μεγάλων προσωπικών και συλλογικών αλλαγών -όπως, για παράδειγμα, η μετάβαση από την παιδική στην εφηβική ηλικία, από τη νεότητα στην ώριμη ηλικία, στη γονεϊκότητα, στη γήρανση, σε καταστάσεις κρίσης ή μεγάλων καταστροφών/απωλειών, και εξαιτίας της ξέφρενης «μοντερνοποίησης» της ζωής και των κοινωνιών που ζούμε- η νοσταλγία, σε πολλούς από εμάς, γιγαντώνεται, λειτουργώντας ως αναγκαία ανάσα και ως πρόσβαση/στάση σε μια όαση ηρεμίας και σε μια αίσθηση οικειότητας και προβλεψιμότητας που λείπουν από τη ζωή πολλών από εμάς.
Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις ατόμων στα οποία η νοσταλγία για τα περασμένα δεν είναι παρά η έκφραση ενός έντονου φόβου για αλλαγές και αναπροσαρμογή, και μιας άμυνας απέναντι σε αυτόν, ιδιαίτερα όταν οι αλλαγές αυτές είναι γρήγορες και έντονες, δυσκολεύοντας ακόμα περισσότερο τη δυνατότητα προσαρμογής. Μία τέτοιου είδους νοσταλγία καθηλώνει και εμποδίζει την προσαρμογή και την προσωπική εξέλιξη σε ένα συνεχώς και γρήγορα μεταβαλλόμενο περιβάλλον.
Γενικά, θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι σαφές πως η νοσταλγία είναι ένας τρόπος για εμάς τους ανθρώπους να δραπετεύουμε, όποτε μας είναι απαραίτητο, από έναν κόσμο που τον βιώνουμε σκληρό, ψυχρό και, ως ένα βαθμό, αφιλόξενο. Με τον τρόπο αυτό, δημιουργούμε στους εαυτούς μας μια αίσθηση πως ανήκουμε κάπου, ενισχύοντας ταυτόχρονα την αίσθηση ταυτότητάς μας.
Τα διάφορα αντικείμενα από το παρελθόν ή ορισμένα που συμβολίζουν κάτι από αυτό (φωτογραφίες, ενθύμια κ.τ.λ.) αποκτούν ιδιαίτερη συναισθηματική και συμβολική αξία καθώς λειτουργούν ως συγκεκριμένοι δείκτες του χρόνου που έχει περάσει, δίνοντάς μας μια αίσθηση επανάκτησης μέρους της παιδικής μας ηλικίας και αγαπημένων χρόνων που πέρασαν. Με άλλα λόγια, η νοσταλγία μας βοηθά να διατηρήσουμε την επαφή με την ιστορία της ζωής μας, ιδιαίτερα σε καιρούς εξωφρενικά γρήγορους και απρόσωπους, όπου η επωνυμία αποκτά την έλξη και την εκτυφλωτική της λάμψη εξαιτίας της χάσκουσας ανωνυμίας και της αποξένωσης των πολλών.
Όλοι σχεδόν αναφέρονται στο χρηματικό κόστος του προσφυγικού προβλήματος που έχει αναχθεί σε μείζον πολιτικό θέμα/πρόβλημα στα περισσότερα μέρη του πλανήτη. Πόσοι, όμως, έχουν αναρωτηθεί μέχρι στιγμής ποιο είναι το συναισθηματικό κόστος όλων αυτών των εκατομμυρίων ανθρώπων που αναγκάσθηκαν σε ξεριζωμό; Ποιος, όμως, ασχολείται με τον απύθμενο πόνο και τη νοσταλγία αυτών των ανθρώπων που έχασαν τα πάντα και κυρίως κάθε δυνατότητα επιστροφής στον τόπο που γεννήθηκαν και έζησαν;
Νοσταλγία σημαίνει απώλεια. Όμως, όχι μόνο μιας πατρίδας αλλά και της γλώσσας, της οικογένειας, των φίλων, των συνηθειών, των αξιών, των μύριων διαφορετικών ερεθισμάτων, μνημών, παραδόσεων και τόσων άλλων. Όλα αυτά, στην ουσία, σημαίνουν απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, της αίσθησης κοινότητας με άλλους και πως ανήκουμε κάπου.
Σε περιόδους υπαρξιακής αβεβαιότητας και ανησυχίας, δίνουμε στον εαυτό μας τη δυνατότητα να ξαναγυρίσει νοερά σε κάτι που θεωρούμε ως αυθεντικό και ασφαλές. Αυτός είναι ο κυριότερος λόγος ύπαρξης της νοσταλγίας. Όχι ως ένα είδος ουτοπίας ή ψευδαίσθησης, αλλά ως ένας ενεργητικός και προσωπικός τρόπος να μεταμορφώνουμε το χρόνο σε τόπο ο οποίος μας παρέχει την αναγκαία ασφάλεια και ηρεμία και στον οποίο μπορούμε να μπαινοβγαίνουμε, όποτε το έχουμε ανάγκη, ώστε να βρούμε την απαραίτητη εσωτερική μας ισορροπία.
Στις μέρες μας, όμως, κυριαρχεί η νοοτροπία του άσπρου/μαύρου. Είτε είσαι με το κύμα των πολλών και τότε θεωρείσαι υγιής και «φυσιολογικός» είτε είσαι «στην απ΄έξω» και θεωρείσαι προβληματικός, ιδιόρρυθμος, ευάλωτος και ψυχικά διαταραγμένος.
Ποιος, αλήθεια, τολμά να τηλεφωνήσει στη δουλειά του, αναφέροντας πως χρειάζεται να μείνει σπίτι για να βρει την ηρεμία του; Η ασθένεια, κυρίως η σωματική, είναι η μόνη κοινωνικά αποδεκτή μορφή απόκλισης. Ίσως για τον λόγο αυτό υπάρχει και η τάση να θεωρούνται ως ασθένειες διάφορες συναισθηματικές ανάγκες, ίσως ακόμα και η ανάγκη μας για εγγύτητα και ασφάλεια…
- Στείλε ΣχόλιοΑν υπήρχε πιθανότητα να πρασινίσει μία έρημος,
αν υπήρχε πιθανότητα να ξεπροβάλει ένα εντελβάις στο κέντρο της Αθήνας,
αν υπήρχε πιθανότητα να σταθεί στα πόδια του ένας παράλυτος ή να βρει το φως του ένας τυφλός,
αν υπήρχε πιθανότητα να αφήσουν τα όπλα από τα χέρια τους αυτοί που σκοτώνουν αθώους ανθρώπους,
αν υπήρχε πιθανότητα να πεις "Σε συγχωρώ" σ΄αυτόν που σε πλήγωσε ανεπανόρθωτα,
αν υπήρχε πιθανότητα να απλώσεις το χέρι σου για να βοηθήσεις τον εχθρό σου,
αν υπήρχε πιθανότητα να ανοίξεις την πόρτα σου για να φιλοξενήσεις έναν κατατρεγμένο,
αν υπήρχε πιθανότητα να χαίρεσαι με τη χαρά των Άλλων και να βρίσκεσαι δίπλα τους όταν πονούν,
αν υπήρχε πιθανότητα να παντρέψεις την αγάπη για τον εαυτό σου με αυτήν για τους Άλλους,
αν μπορούσες να χαμογελάς βλέποντας κάθε μικρό παιδί που χαμογελά και δύο ερωτευμένους που φιλιούνται,
αν υπήρχε αυτό που λέμε ανάταση ψυχής,
τότε όλα αυτά θα γίνονταν πιο εφικτά στο άκουσμα αυτής της μεγαλειώδους μουσικής επένδυσης των μοναδικής ομορφιάς και σοφίας αυτών στίχων...
4 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΚαλοκαιράκι, ζέστη και η ανάγκη για δροσιά και πρίμο αεράκι επιτακτική. Κάνοντας την καθιερωμένη βραδινή αυτοκινητάδα με συντροφιά, μεταξύ άλλων, και όμορφη μουσικούλα, έφθασα στο αγαπημένο μου σημείο, όπου μπορείς και βλέπεις, από ψηλά, απλωμένη μπροστά σου, την πανέμορφη Θεσσαλονίκη να καθρεφτίζεται ολόλαμπρη αυτάρεσκα στα ήσυχα νερά του Θερμαϊκού που δεν κουράζεται να την σφιχταγκαλιάζει αιώνες τώρα. Μιλάμε για έρωτα μοναδικό και μάλλον παντοτινό…
Τα παράθυρα του αυτοκινήτου κατεβασμένα, ησυχία απόλυτη και πάνω μας να τρεμοπαίζουν τα καντηλάκια του ουρανού, λες και μας κλείνουν πονηρά το μάτι. Και ξάφνου, μέσα σε αυτήν την απόκοσμη ατμόσφαιρα, ακούγονται οι πρώτες νότες από το ραδιόφωνο, ανοίγοντας διάπλατα το ίδιο ξαφνικά και απρόσμενα τα αμπάρια της ψυχής και της μνήμης…
Ήμουν δεν ήμουν παιδί 5-6 χρονών και, με τις μελωδίες του ακορντεόν και των τραγουδιών των μεγάλων που γελούσαν και χόρευαν ταγκό και βαλσάκια, με έπαιρνε ο ύπνος στον δερμάτινο καναπέ της τραπεζαρίας πίσω από τις πλάτες τους. Ποτέ δεν ήθελα να πάω για ύπνο και να χάσω τόση ομορφιά. Η μητέρα μου το γνώριζε αυτό και με άφηνε πάντα να αποκοιμιέμαι με αυτό το μοναδικό νανούρισμα που σημάδεψε τόσο όμορφα την ψυχή μου…
2 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΖωή δίχως νόημα. Όλα μοιάζουν αδιάφορα και ανούσια. Ένα υπαρξιακό κενό χάσκει εντός τους. Mια κρίση αναζήτησης νοήματος έχει γίνει ο αχώριστος καθημερινός συνοδοιπόρος τους. Συνήθως, πρόκειται για άτομα σκεπτόμενα που έλκονται από βαθυστόχαστα ερωτήματα του τύπου «Τι σημαίνει ζωή και τι θάνατος;», «Τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος;» κ.τ.λ. Η βασικότερη διαφορά από άλλα άτομα, που επίσης μπορεί να τα απασχολούν ανάλογα ερωτήματα, είναι πως δεν μπορούν να απαλλαγούν από αυτού του είδους τους συλλογισμούς που γίνονται μια μορφή ψυχαναγκασμού που δεν μπορεί να καλύψει στο ελάχιστο το εσωτερικό υπαρξιακό τους κενό.
Κάποιοι καταφεύγουν σε ένα αγχωτικό -αγωνιώδες θα έλεγα- συνεχές κυνήγι αναζήτησης άμεσης ικανοποίησης της οποιασδήποτε ανάγκης τους που δεν αποσκοπεί σε τίποτα άλλο πέραν της, έστω και ελάχιστης, μετρίασης αυτής της αφόρητης αίσθησης εσωτερικού κενού. Το εντυπωσιακό εδώ είναι πως τα άτομα αυτά δεν έχουν, στην ουσία, συνειδητοποιήσει και αποδεχθεί την ύπαρξη αυτού του κενού που τείνει να τους καταπιεί σαν μια ανελέητη εσωτερική μαύρη τρύπα…
Κάποιοι άλλοι πάλι δεν βρίσκουν ποτέ κάποια ικανοποιητική απάντηση στα αδυσώπητα ερωτήματα περί νοήματος της ζωής, κατά πόσο αξίζει κάποιος να ζει κ.τ.λ. Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα που να τους δίνει έστω και την ελάχιστη ικανοποίηση, με αποτέλεσμα να βυθίζονται σε μια βαθιά κατάθλιψη ή να εγκλωβίζονται σε έναν φαύλο κύκλο αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς που ολοένα και συχνότερα παρατηρείται σε νεότερης, κυρίως, ηλικίας άτομα…
Η αυτοτραυματική συμπεριφορά (Α.Σ.), που μπορεί να έχει πολλά πρόσωπα - από μια αδιαφορία απέναντι στις διάφορες ζωτικές ανάγκες του ίδιου του εαυτού (έκθεση σε κινδύνους, χρήση ουσιών, διάφορες διατροφικές διαταραχές, αυτομομφές κ.ά.) έως και την αυτοχειρία- αποσκοπεί, κυρίως, στη διαχείριση πολύ επώδυνων και δύσκολα ελέγξιμων συναισθημάτων, όπως επίσης και στη μετρίαση ενός αφόρητου εσωτερικού αισθήματος κενού. Δεν πρόκειται, όμως, για απλά αισθήματα λύπης, ανησυχίας, νευρικότητας κ.τ.λ. Συνήθως, η Α.Σ. αποσκοπεί στον έλεγχο πιο πολύπλοκων αισθημάτων άγχους και θλίψης -που εμπεριέχουν έντονα αρνητικά στοιχεία- και αισθημάτων για τον ίδιο τον εαυτό, όπως απαξίωση, μίσος κ.ά., που δεν είναι ανεκτά και αποδεκτά. Από τη στιγμή που η Α.Σ. αρχίσει να χρησιμοποιείται ως μέσο διαχείρισης άγχους, μπορεί εύκολα να γίνει συνήθεια και εξάρτηση, ακριβώς όπως π.χ. η χρήση ναρκωτικών ουσιών ή οινοπνεύματος κ.ά. Δεν είναι καθόλου εύκολο να αντισταθεί κάποιος απέναντι σε μια γρήγορη ανακούφιση του αφόρητου ψυχικού του πόνου, έστω και αν αυτό γίνεται διαμέσου ενός εξίσου μεγάλου σωματικού πόνου ή κινδύνου απώλειας ακόμα και αυτής της ίδιας της ζωής…
Όταν υπάρχει πολύ μεγάλη απόκλιση ανάμεσα σε αυτά που κάποιος προσδοκά από τη ζωή και αυτά που στην πραγματικότητα ζει, τότε η απογοήτευση αυτή μπορεί να είναι δυσβάσταχτη. Όταν κάποια γεγονότα στη ζωή κλονίζουν συθέμελα τη βασική αίσθηση ασφάλειας και συνέχειας ενός ατόμου, μέχρι του σημείου να νιώθει πως η κατάσταση αυτή τον ξεπερνά, τότε στην επόμενη στροφή της ζωής μπορεί να παραμονεύει η υπαρξιακή ματαίωση, δηλαδή, μια αίσθηση που θα μπορούσαμε να την παρομοιάσουμε με την προσάραξη ενός καραβιού σε μια ξέρα που το ακινητοποιεί πλήρως ή με την ύπαρξη μιας αχανούς εσωτερικής ερήμου χωρίς την παραμικρή υποψία ύπαρξης ζωής ή ελπίδας σωτηρίας…
Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν πως η απομόνωση του ατόμου από ουσιαστικές σχέσεις με άλλους, το αέναο κυνήγι της ικανοποίησης του προσωπικού Εγώ, η πεποίθηση πως ο ηδονικός τρόπος ζωής αποτελεί το κλειδί της ευτυχίας και η βεβαιότητα περί της υπεροχής των προσωπικών αξιών μπορούν να οδηγήσουν στη σταδιακή ψυχική απομόνωση από τους άλλους και, κατά συνέπεια, στη δημιουργία μιας αίσθησης υπαρξιακού κενού. Ο εστιασμός στην προσωπική ευχαρίστηση και στο προσωπικό «θέλω» -ναι μεν δίνουν ευχαρίστηση όχι, όμως, και μια αίσθηση αυτοπραγμάτωσης- μπορεί να προκαλέσουν εθισμό και να μετατρέψουν το άτομο σε σκλάβο της πολυπόθητης ευχαρίστησης. Επιπλέον, μια τέτοιου είδους στάση ζωής αποδυναμώνει και δυναμιτίζει σημαντικές πλευρές της κοινωνικής διάστασης του ατόμου, όπως η χαρά και η αξία της συνύπαρξης, της αλληλεγγύης και του αυθεντικού σεβασμού του άλλου.
Με απλά λόγια, για να μη χαθεί το νήμα του νοήματος της ζωής και για να μην έρθουμε αντιμέτωποι με το φάντασμα της δημιουργίας ενός υπαρξιακού κενού εντός μας, είναι απόλυτα αναγκαίο να μην κρυβόμαστε πίσω από την οποιαδήποτε μάσκα και να θεωρούμε τους άλλους ως απαραίτητους συμμέτοχους στη δημιουργία της όποιας προσωπικής μας ευτυχίας.
- Στείλε ΣχόλιοΑποτελεί απιστία το να έχει κάποιο άτομο, που βρίσκεται σε σχέση ή είναι παντρεμένο, ερωτικές φαντασιώσεις για ένα άλλο υπαρκτό ή φαντασιακό πρόσωπο ή να αυνανίζεται εξαιτίας αυτών των φαντασιώσεών του; Αποτελεί απιστία ο αυνανισμός, κοιτώντας ένα πορνογραφικό περιοδικό ή μια οποιαδήποτε ερεθιστική ερωτικά φωτογραφία; Αποτελεί απιστία το διαδικτυακό ρομαντικό φλερτ ή το διαδικτυακό ερωτικό παιχνίδι; Υπάρχει απιστία χωρίς σωματική επαφή;
Οι απαντήσεις που θα δοθούν στα ερωτήματα αυτά είναι βέβαιο πως θα διαφέρουν κατά πολύ από άτομο σε άτομο και αυτό γιατί ο καθένας μας ορίζει την απιστία, σε μεγάλο βαθμό, με έναν προσωπικό τρόπο. Για παράδειγμα, υπάρχουν πολλοί που θεωρούν πως έχουμε να κάνουμε με πραγματική απιστία όταν υπάρχουν αισθήματα για κάποιον άλλον και αυτό είναι για πολλούς χειρότερο ακόμα και από το απλό σεξ με άλλο άτομο.
Η τεχνολογία, όπως όλοι μας γνωρίζουμε, δίνει λύσεις σε πολλά προβλήματα αλλά δημιουργεί, συνήθως, και αρκετά νέα. Ένα από αυτά είναι και η διαδικτυακή απιστία. Είτε θέλουμε να το παραδεχθούμε είτε όχι, η διαδικτυακή απιστία είναι πολύ πιο συχνή απ΄ότι πιστεύουμε οι περισσότεροι και αυτό συμβαίνει για δύο κυρίως λόγους, κατά τη γνώμη μου. Πρώτον γιατί υπάρχει, προφανώς, η ανάγκη και η επιθυμία -που τα κίνητρά τους μπορεί να διαφέρουν από άτομο σε άτομο- και, δεύτερον, γιατί η τεχνολογία το κάνει πολύ εύκολο, απλό και, αν θέλουμε, ανώνυμο.
Οι έρευνες δείχνουν πως οι άνδρες έχουν μια διαφορετική εκτίμηση από τις γυναίκες για το τι θεωρείται ως απιστία. Δεν θεωρούν τις διαδικτυακές σχέσεις, που δεν περιλαμβάνουν σεξ, ως απιστία. Θεωρούν, όμως, ως απιστία κάθε είδος σεξουαλικής σχέσης, συμπεριλαμβανομένης και της διαδικτυακής. Από την άλλη, οι γυναίκες έχουν μια εντελώς αντίθετη άποψη. Για αυτές, καθοριστικός παράγοντας είναι η ύπαρξη ή όχι αισθημάτων, και, για το λόγο αυτό, θεωρούν και το κάθε είδος διαδικτυακής σχέσης ως πραγματική απιστία.
Εν κατακλείδι, αποδεικνύεται για μία ακόμη φορά το πόσο παραγνωρίζουμε, ως κοινωνία, την πραγματική φύση του ανθρώπου, το πόσο ελλιπή βάση έχει η πλειοψηφία των συντροφικών/ερωτικών σχέσεων και πως “love is not enough” για να υπάρχει ισορροπία, αρμονία, χαρά και αμοιβαιότητα στις σχέσεις μας με ένα άλλο άτομο, εντός ή εκτός γάμου…
16 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΌποτε κατέβαινα στην Αθήνα, με φιλοξενούσε στο σπίτι του, στα Εξάρχεια. Ήταν ένα πολύ παλιό και χωρίς κεντρική θέρμανση διαμερισματάκι, ιδιαίτερα λιτό, όπως και όλη του η ζωή άλλωστε. Οι στοίβες βιβλίων και περιοδικών που βρίσκονταν διάσπαρτες παντού σου έδιναν την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε κάποιο παλαιοπωλείο μιας άλλης εποχής. Όμως, όσο σκοτεινός, κρύος και ακατάστατος κι αν ήταν ο χώρος που ζούσε, η παρουσία, ο λόγος, η ανθρώπινη ζεστασιά και η σοφία του μπάρμπα Γ. τον έκαναν να φαντάζει μέσα μου σαν καταφύγιο απύθμενης θαλπωρής και πηγής αστείρευτης γνώσης που κάθε φορά αποχωριζόμουν με ένα αίσθημα χαρμολύπης.
Σε όποιο δρόμο κι αν βαδίζαμε, σε όποιο μέρος και αν καθόμασταν, υπήρχαν πάντοτε άτομα κάθε ηλικίας -από απλούς καθημερινούς ανθρώπους μέχρι και πολύ επώνυμους καλλιτέχνες, πολιτικούς κ.ά.- που τον χαιρετούσαν με σεβασμό, του μιλούσαν εγκάρδια και τον κερνούσαν καραφάκια με το αγαπημένο του λευκό κρασάκι. Οι νέοι τον λάτρευαν και αποζητούσαν τη συντροφιά και τις κάθε είδους συζητήσεις μαζί του, παρότι οι περισσότεροι από αυτούς θα μπορούσαν να ήταν τα εγγόνια που ποτέ, από επιλογή, δεν απέκτησε.
Από παιδί στους κοινωνικούς αγώνες, αργότερα ξακουστός καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. και, τέλος, δεκαετίες φυλακής, εξορίας και ατέλειωτων κακουχιών, βασανιστηρίων, στρατοδικείων και διαπομπεύσεων που ούτε στο ελάχιστο κατάφεραν να τον λυγίσουν. Πέρα από την κλονισμένη του υγεία, τίποτα απολύτως δεν μαρτυρούσε το Γολγοθά της ζωής που έζησε. Πάντα με χιούμορ απίστευτο, ζωντάνια εφήβου, αγωνιστικότητα, δημιουργικότητα, φρέσκιες ιδέες και καμία πικρία, διάθεση παρελθοντολογίας ή αναζήτησης ευσήμων για τους ατέλειωτους αγώνες μιας ολόκληρης ζωής. Αντίθετα, αρνήθηκε θέσεις υψηλές, μεγαλεία και «παράσημα» κάθε είδους, επιλέγοντας, με απόλυτη πεποίθηση και χωρίς την παραμικρή διάθεση υιοθέτησης ρόλου μεγαλομάρτυρα, να ζει απίστευτα λιτά και με μοναδική αξιοπρέπεια, αρνούμενος κάθε είδους «συνδρομή» απ΄όπου κι αν αυτή προέρχονταν. Εξασφάλιζε τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές, μα κυρίως μεταφράσεις βιβλίων στα ελληνικά από διάφορες γλώσσες που είχε μάθει στα ατέλειωτα χρόνια φυλακής και εξορίας του.
-Σήμερα το απόγευμα θα πάμε στα Αναφιώτικα. Μας περιμένει για να μας φιλέψει ένας παλιός αντάρτης μου και τώρα πολύ καλός ζωγράφος. Έχει πάντα και πολύ καλό κρασάκι δικό του, είπε χαμογελώντας.
Όταν φθάσαμε ήταν ήδη σούρουπο, ένα υπέροχο ανοιξιάτικο σούρουπο πνιγμένο στις ευωδιές των λουλουδιών των μικρών κήπων που στόλιζαν την πρόσοψη του κάθε σπιτιού. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν τα Αναφιώτικα. Μου έδωσαν την αίσθηση ενός μικρού παραδείσου, μιας μικρής όασης γαλήνης κάποιας αλλοτινής εποχής.
Ο φίλος του μπάρμπα Γ. μας περίμενε καθισμένος στο κατώφλι του κουκλίστικου μικρού σπιτιού του. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, καθίσαμε στο τραπεζάκι της μικρής αυλής. Από το εσωτερικό του σπιτιού, έρχονταν η ερεθιστική μυρωδιά φρεσκομαγειρεμένου φαγητού. Το ταψί με το φαγητό πήρε θέση στο τραπέζι έτσι όπως βγήκε από το φούρνο. Σε μια μεγάλη γαβάθα η φρεσκοκομμένη σαλάτα, στην υπέροχη κεραμική κανάτα -έργο του ίδιου- το σπιτικό κρασάκι και απέναντί μας η Ακρόπολη. Σκηνικό ονειρικό με πρωταγωνιστές δύο υπέροχους ανθρώπους που τόσα πολλά είχαν να πουν και άλλα τόσα να σου μάθουν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση δεν άργησε να περάσει το κατώφλι της πολιτικής. Περισσότερο άκουγα παρά συμμετείχα. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από τη συζήτηση εκείνη, έχουν περάσει άλλωστε πάνω από είκοσι χρόνια. Πριν από λίγους μήνες, όμως, μου ήρθαν στο νου, κυριολεκτικά από το πουθενά, τα προφητικά λόγια του μπάρμπα Γ. που είπε κάποια στιγμή, αναφερόμενος στο ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο του μέσου έλληνα της περιόδου εκείνης:
-Τώρα, γλυκαίνουν και ξεγελούν τον κόσμο, μοιράζοντάς του πολύχρωμα γλειφιτζούρια τα οποία μετά από πολλά χρόνια θα χρειαστεί να ξεχρεώσει, βάζοντας ίσως ενέχυρο ακόμα κι αυτήν, είπε, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού του την Ακρόπολη!!!
Τότε μου φάνηκε σαν ένα αστείο, σαν μια προσπάθεια να δώσει έμφαση στην ασυδοσία που επικρατούσε τότε και στις παράλογες παροχές που δίνονταν προς άγραν ψηφοφόρων και προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων. Δεν είδα, όμως, στα χείλη του το συνηθισμένο του χαμόγελο. Το πρόσωπό του είχε πάρει προς στιγμή μια ασυνήθιστα σοβαρή έκφραση. Αμέσως μετά, όμως, σήκωσε το ποτήρι του και είπε χαμογελώντας και πάλι:
-Παροχές που δεν κατακτώνται μετά από σκληρούς αγώνες είναι απλή δωροδοκία. Ευτυχώς που δεν θα ζούμε εμείς οι μεγαλύτεροι για να δούμε αυτό το ξεπούλημα και την κατάντια που θα ακολουθήσει.
Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν μετά από τρία χρόνια περίπου, στο μισοσκότεινο διάδρομο ενός νοσοκομείου. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, αλλά η διάθεσή του ήταν όπως πάντα καλή. Δεν μου είχε πει πως νοσηλευόταν. Τυχαία το ανακάλυψα κατεβαίνοντας στην Αθήνα για να τον δω.
Μετά από δύο μέρες, πέθανε. Το ήξερε από καιρό, δεν είπε, όμως, τίποτα σε κανέναν για να μη τους γίνει βάρος και μη τυχόν και τους ανησυχήσει. Έφυγε, όπως ήταν και σε όλη του τη ζωή, σαν παλληκάρι, στερώντας όλους εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά έναν άνθρωπο με μοναδικό ήθος και σπάνια σοφία, γενναιότητα, απλότητα, διορατικότητα και γενναιοδωρία.
Πόσο δίκιο είχες και πάλι μπάρμπα Γ., βλέποντας δεκαετίες μπροστά…
ΥΓ. Το ποστ αυτό το ανήρτησα για πρώτη φορά τον Φλεβάρη του 2012. Το ξανακάνω γιατί το θεωρώ ακόμα τόσο μα τόσο επίκαιρο...
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο