Ζω σημαίνει επικοινωνώ!
25 Ιουλίου 2012, 19:07
Η αίσθηση του τίποτα...


Είναι σχεδόν αδύνατον να μπορέσει κάποιος να μιλήσει για το τίποτα. Εάν, όμως, το καταφέρει, τότε το τίποτα μετατρέπεται, σχεδόν αυτόματα, σε κάτι. Με τον ίδιο τρόπο, η αίσθηση κενού παύει να είναι κενό, την ίδια στιγμή που της αποδίδουμε το όνομα «κενό».

Όλοι γνωρίζουμε πως ζούμε. Τι συμβαίνει, όμως, με την αίσθησή μας για τη ζωή που ζούμε; Δεν είναι καθόλου αυτονόητο πως νοιώθουμε ότι ζούμε, μόνον επειδή είμαστε ζωντανοί. Υπάρχουν άτομα που νοιώθουν σαν να είναι νεκρά, πως βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής, πως δεν έχουν καμία απολύτως επαφή με τον εαυτό και τα συναισθήματά τους.

Οι παθολογίες του τίποτα αναφέρονται, εν μέρει, σε μια υποκειμενική αίσθηση ενός εσωτερικού κενού και, εν μέρει, σε μία αίσθηση που αφορά σε κάτι που δεν είναι δυνατόν να ονοματιστεί. Ο ψυχικός πόνος, στην περίπτωση αυτή, αφορά σε κάτι που έχουμε χάσει, χωρίς, όμως,  να γνωρίζουμε πως το έχουμε χάσει. Οι καταστάσεις αυτές χαρακτηρίζονται από έναν έντονο συναισθηματικό εγκλωβισμό σε ψυχικές εμπειρίες κενού και απουσίας και σχετίζονται με μία περίοδο της ζωής όπου το βρέφος/παιδί δεν διαθέτει ακόμα την ικανότητα λεκτικής έκφρασης και κατανόησης, αφηρημένων ιδιαίτερα εννοιών, όπως είναι τα συναισθήματα. Το άτομο που έχει βιώσει μία τέτοια κατάσταση είναι παγιδευμένο σε μια συνεχή προσπάθεια κάλυψης αυτού του εσωτερικού κενού και της μη δυνάμενης να ονοματιστεί απουσίας…

Τα άτομα αυτά, ως βρέφη/μικρά παιδιά, έχουν μεγαλώσει συνήθως δίπλα σε μία σοβαρά καταθλιπτική μητέρα, πράγμα που σημαίνει πως αυτή υπήρχε μόνο ως φυσική παρουσία, όχι όμως και ψυχικά/συναισθηματικά. Μια συναισθηματικά απούσα/νεκρή μητέρα μπορεί να είναι, για ορισμένα παιδιά, που δεν καταφέρνουν να βρουν κάποιο επαρκές υποκατάστατό της, η απόλυτη καταστροφή.

Η αγάπη μιας σοβαρά καταθλιπτικής μητέρας προς το μικρό παιδί της δεν σημαίνει πως παύει να υφίσταται. Τα μηνύματα και η σπίθα ύπαρξής της, όμως, δεν φθάνουν μέχρι το παιδί, από τη στιγμή που πνίγονται και σβήνουν στον απέραντο ωκεανό θλίψης που την διακατέχει. Ως εκ τούτου, αυτό που συμβαίνει είναι πως το μικρό παιδί αρχίζει και βιώνει μια έντονη αίσθηση απουσίας που δημιουργείται και συνυπάρχει ταυτόχρονα με τη φυσική  παρουσία της αγαπημένης του μητέρας.

Πρόκειται για μια πολύ ιδιότυπη, περίεργη και δυσανάγνωστη απουσία -άρα και μη δυνάμενη να ονοματισθεί- που είναι πολύ δυσκολότερο να ξεπερασθεί, ακόμα και από έναν πραγματικό μητρικό θάνατο. Ο πραγματικός θάνατος είναι πολύ πιο σαφής και συγκεκριμένος. Η μητέρα παύει να υπάρχει οριστικά και αμετάκλητα. Αντίθετα, η σοβαρά καταθλιπτική μητέρα, αν και ζει, είναι παντελώς απούσα συναισθηματικά, πράγμα που δημιουργεί στο βρέφος/μικρό παιδί σύγχυση, μια αίσθηση εσωτερικού κενού, απουσίας, έλλειψης νοήματος καθώς και μιας απώλειας διάθεσης για ζωή…

Το βρέφος αρχίζει να νοιώθει πως είναι κάποιος -να βρίσκει δηλαδή τον πραγματικό εαυτό του- όταν καθρεφτίζεται στο πρόσωπο και στις συνολικές αντιδράσεις της μητέρας του. Το βρέφος, βλέποντας το πρόσωπο της μητέρας του -με εκείνο το έντονο βλέμμα που έχουν τα βρέφη- βλέπει σ΄αυτό τον εαυτό του, τα συναισθήματά του και την αξία που έχει ως ύπαρξη. Όταν το βρέφος αντιμετωπίζεται με τρόπο που το κάνει να νοιώθει πως υπάρχει και πως επιβεβαιώνεται, τότε αισθάνεται πως έχει την άνεση και την ελευθερία να συνεχίσει να βλέπει τον ζωοδότη αυτό καθρέφτη.

Εάν, όμως, η μητέρα είναι παντελώς επικεντρωμένη σε κάτι άλλο, πέραν του παιδιού της, τότε το μόνο που βλέπει το παιδί είναι το πώς νοιώθει η μητέρα του. Δεν εισπράττει τίποτα για τον εαυτό του. Όταν η μητέρα δεν αντιδρά, όταν δεν έχει τη δύναμη και τη διάθεση να ασχοληθεί σοβαρά με το παιδί της, όταν η καταθλιπτική της διάθεση κάνει το πρόσωπό της ανέκφραστο, τότε το παιδί αναγκάζεται να επικεντρωθεί στη μητέρα του, να μαντεύει τη διάθεση και τα συναισθήματά της, σε βάρος της εξέλιξης της ικανότητας αναγνώρισης των δικών του συναισθημάτων.

Το γεγονός και η συνακολουθούμενη αίσθηση πως το πρόσωπο, που αποτελεί πηγή ζωής για εμάς, δεν μας βλέπει χαλαρά, καλοδιάθετα και επιβεβαιωτικά είναι ταυτόσημα με μια αίσθηση πως δεν υπάρχουμε. Είναι σαν ο μοναδικός μάρτυρας, που θα μπορούσε να επιβεβαιώσει την ύπαρξη του αληθινού μας εαυτού, να μην υπάρχει ή να έχει εξαφανιστεί…

Μπροστά σε ένα τέτοιο αμείλικτο δίλλημα, αναπτύσσουμε, ως αντίδοτο ενός ψυχικού θανάτου, έναν ψευδή εαυτό που βοηθά σε μια επιφανειακή μας προσαρμογή. Πάντα, όμως, είναι παρούσα η αίσθηση πως κάτι μας λείπει, πως κάτι μας αναστέλλει, και, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, να δημιουργείται μια αίσθηση μη πραγματικού και απουσίας νοήματος στη ζωή. Πως ζούμε τη ζωή ενός άλλου ή άλλων, πως, ό,τι και αν κάνουμε, πάντα κάτι σημαντικό μας λείπει και πως τίποτα δεν μπορεί να καλύψει αυτήν την τρομακτική αίσθηση κενού εντός μας.

Ένα άτομο που είχε τέτοια βιώματα άγεται και φέρεται ανάμεσα σε μια δυσβάσταχτη αίσθηση κενού και μια απύθμενη λαχτάρα και νοσταλγία για κάτι ή για κάποιον που επιτέλους θα το σώσει από αυτόν τον αργό ψυχικό θάνατο…

- Στείλε Σχόλιο
16 Ιουλίου 2012, 15:50
Ο θείος Χάρης...


Όταν τον πρωτογνώρισα, ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Ήταν μια Κυριακή του Αυγούστου, και η θεία μου -η αδελφή του πατέρα μου, που μου είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία- με πήρε μαζί της να πάμε για ένα μπανάκι στη θάλασσα. Εκεί, στο ήσυχο και γραφικό παραλιακό ταβερνάκι, σε ένα τραπεζάκι κάτω από τη δροσιά της κληματαριάς, μας περίμενε. Ξαφνιάστηκα, δεν το περίμενα, γιατί η θεία μου δεν μου είχε πει το παραμικρό από πριν.

-        Από εδώ ο φίλος μου ο Χάρης, μου είπε.

Με εντυπωσίασε απίστευτα η όλη του παρουσία. Λεπτός, ψηλός, κομψός -με το κατάλευκο λινό πουκάμισο και το ανοιχτό γκρι παντελόνι- γκρίζα, πλούσια, μεταξένια μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω, σταρένια επιδερμίδα και μαύρα σπινθηροβόλα μάτια με εντυπωσιακά μεγάλα και γυριστά ματόκλαδα. Εκτός από πολύ όμορφος, είχε και κάτι που σε μάγευε. Οι κινήσεις του, ο τρόπος που μιλούσε και κρατούσε το τσιγάρο ανάμεσα στα μακριά και λεπτά δάκτυλα του χεριού του, το εγκάρδιο χαμόγελό του και, τέλος, εκείνο το βλέμμα, που άλλοτε σε καθήλωνε και άλλοτε σε ξεσήκωνε και που κάποιες στιγμές έμοιαζε να χάνεται στο άπειρο…

Αυτό που ακόμα θυμάμαι και που με έκανε να νιώσω τόσο περήφανος και σπουδαίος τη μέρα ΄κείνη -αλλά και στη συνέχεια, καθώς έγινε ο σύζυγος της θείας μου και έμεναν πάνω από εμάς- είναι πως με αντιμετώπισε τόσο ισότιμα, που ούτε έστω και για μια στιγμή δεν ένιωσα σαν ένα παιδαρέλι που δέχεται τις τυπικές, σε ανάλογες περιπτώσεις, ερωτήσεις του τύπου: «Τι τάξη πηγαίνεις στο σχολείο;», «Τι ομάδα είσαι;», «Πόσα μπάνια έχεις κάνει ως τώρα» ή άλλες ανάλογα ανούσιες κι ανόητες.

Χωρίς να με ρωτήσει, μισογέμισε το ποτηράκι που βρίσκονταν μπροστά μου με ούζο και κρύο νερό, και σηκώνοντας το δικό του ποτήρι είπε: «Στην υγειά μας, χαίρομαι που είσαι εδώ». Από τη στιγμή εκείνη, έγινε ο αρχηγός μου, όπως και τόσων άλλων παλαιότερα. Από 17 χρονών στην εθνική αντίσταση, αργότερα καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. και, μετά το τέλος του εμφυλίου, πέντε θανατικές καταδίκες, φυλακές, εξορίες, ξερονήσια, βασανιστήρια φριχτά…

Όπου κι αν βρισκόταν -είτε ανάμεσα σε γνωστούς ή αγνώστους είτε μιλούσε είτε άκουγε σιωπηλός-  γινόταν, χωρίς ποτέ να το επιδιώκει και  χωρίς να κάνει το παραμικρό για αυτό, ο φυσικός αρχηγός και ο πόλος έλξης της παρέας. Το έβλεπες πως όλοι κρέμονταν από τα χείλη του, όταν μιλούσε, και ένιωθες πως όλοι αναζητούσαν τη φανερή ή σιωπηρή επιδοκιμασία του για όσα έλεγαν. Ήταν γεννημένος αρχηγός, με έναν φυσικό και αβίαστο τρόπο και επηρέασε καθοριστικά τη ζωή, τις αρχές και την προσωπικότητά μου.

Με έπαιρνε από τότε και για τα επόμενα χρόνια μαζί του σε ταβέρνες, σε γνωστά μπουζουκομάγαζα της εποχής εκείνης και σε διάφορα άλλα «μαγικά» στα μάτια μου μέρη της Θεσσαλονίκης και όχι μόνο, που κανένας άλλος, ούτε κατά προσέγγιση, υπήρχε στην ηλικία μου. Δειλινά, Φαρίντα, στου Διαμαντή στη Ν. Ραιδεστό, στο περιβόητο Μινουί και σε τόσα άλλα…

Όπου και αν πηγαίναμε, όλα τα γκαρσόνια και όλες οι μεγάλες φίρμες που εμφανίζονταν εκεί έρχονταν στο τραπέζι μας και τον χαιρετούσαν εγκάρδια και ταυτόχρονα με ιδιαίτερο σεβασμό. Δεν θα ξεχάσω ποτέ τον τρόπο που η παλιά ρεμπέτισσα Λιλή -που τη συνόδευαν τα μπουζούκια Καμπουρέλος και Σωκράτης- τον υποδέχονταν κάθε φορά που έμπαινε στο Μινουί, όπου για χρόνια η ίδια τραγουδούσε. Σταματούσε, όποιο τραγούδι και αν τύχαινε εκείνη τη στιγμή να τραγουδά, σηκωνόταν όρθια, άνοιγε σαν αγκαλιά τα δυο της χέρια και λέγοντας πρώτα «Καλώς τον, το λεβέντη μας», πρόσθετε: «Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν κι οι καμπάνες…». Πολύ αργότερα κατάλαβα τι σήμαιναν τα λόγια αυτά…

Ακόμα και ο τρόπος που χόρευε ήταν στην κυριολεξία μοναδικός. Ποτέ μέχρι τώρα στη ζωή μου δεν έχω δει άνθρωπο να χορεύει ζεϊμπέκικο και ταγκό όπως αυτός. Και δεν εννοώ το ίδιο καλά, όσο το ίδιο μοναδικά και συγκλονιστικά. Για κάποιον περίεργο τρόπο, όσοι άλλοι τύχαινε να χορεύουν ταυτόχρονα, σιγά-σιγά αποχωρούσαν, αφήνοντάς τον μόνο στην πίστα να χορεύει ζεϊμπέκικο με τα χέρια ανοιχτά και επιτόπιες κινήσεις που θύμιζαν σταυραετό που ζυγιάζεται με καμπουριασμένα φτερά πάνω από το υποψήφιο θύμα του, έτοιμος να εφορμήσει.

Αρκετά χρόνια αργότερα, σχεδόν με έδιωξε μία φορά από το σπίτι του, μετά από μία από τις πολλές και εντονότατες πολιτικές συζητήσεις μας, όπου ασκούσα σκληρή κριτική για την απουσία πολιτικής ή άλλης ελευθερίας στις χώρες του τότε υπαρκτού σοσιαλισμού, για τα προκλητικά προνόμια των κομματικών στελεχών και για τον ανηλεή διωγμό και αφανισμό του οποιουδήποτε τολμούσε να αρθρώσει εναλλακτικό πολιτικό λόγο ή οποιουδήποτε είδους κριτικής. Παρόλα αυτά, είπε αμέσως μετά στη θεία μου: «Με εκνευρίζει πολύ με τις απόψεις του, αλλά τον χαίρομαι, το μπαγάσα, έχει πάθος και α…..α!». Με αγαπούσε και με χαιρόταν, πάντα μετρημένα, σαν το γιο που ποτέ του δεν απέκτησε…

Κάποια στιγμή, αποφάσισε να κάνει το μοιραίο, απ΄ό,τι αποδείχθηκε, εκείνο ταξίδι στην αγαπημένη του μέχρι τότε Σοβιετική Ένωση, από το οποίο επέστρεψε άλλος άνθρωπος. Μετά από αυτό, χάθηκε οριστικά η τόσο γνώριμη λάμψη στα μάτια του, η σπιρτάδα και το γνωστό του πάθος, κάθε φορά που αναφέρονταν στα σοσιαλιστικά ιδεώδη και στον τιτάνιο, όπως έλεγε, αγώνα των συντρόφων, εκεί μακριά, ενάντια στον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποια στιγμή η θεία μου, στη διάρκεια εκείνου του ταξιδιού μονολογούσε συχνά, λέγοντας: «Αυτά που βλέπω δεν μου αρέσουν καθόλου»…

Πέθανε σχετικά νέος, λίγα χρόνια μετά από το ταξίδι αυτό. Βλέπαμε εκείνον τον πανέμορφο και γεμάτο ζωή και ενέργεια άνδρα να μαραζώνει και να λιώνει σιγά-σιγά σαν το κερί. Η κηδεία του πραγματική λαοθάλασσα. Εκπρόσωποι οργανώσεων της Εθνικής Αντίστασης από όλη την Ελλάδα καθώς ο ίδιος ήταν ενεργός πρόεδρος σε μία από τις μεγαλύτερες από αυτές. Κανείς δεν θα μου βγάλει από το μυαλό τη βεβαιότητα πως δεν άντεξε, διαπιστώνοντας «ιδίοις όμμασι» τη διάψευση  των ονείρων, των προσδοκιών και, σε μεγάλο βαθμό, των ηρωικών αγώνων και θυσιών τόσων χρόνων του ιδίου και εκατοντάδων χιλιάδων άλλων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και του Ε.Α.Μ. για έναν κόσμο ειρηνικό, ελεύθερο και στον οποίο να κυριαρχεί η κοινωνική δικαιοσύνη…

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
09 Ιουλίου 2012, 20:13
Το δράμα κάποιων παιδιών ενός άλλου θεού...


Χθες βράδυ, παρακολουθώντας στο Mega την εκπομπή του Στ. Θεοδωράκη -που αφορούσε υιοθεσίες παιδιών, τις δεκαετίες του ΄60 και ΄70,  από ιδρύματα της Ελλάδας σε ζευγάρια στην Ολλανδία- συγκλονίστηκα για μία ακόμη φορά, παρόλη την εξοικείωσή μου με το θέμα. Συγκλονίστηκα από τον επίμονο αγώνα και την απίστευτη ανάγκη αυτών των παιδιών να συναντήσουν τους βιολογικούς τους γονείς, παρόλο που ζούσαν μία ευτυχισμένη ζωή. Συγκλονίστηκα  από την κοινωνική υποκρισία της εποχής εκείνης που εξανάγκαζε ανύπαντρα κορίτσια να αφήνουν κρυφά τη νύχτα στη βρεφοδόχο κάποιου ιδρύματος το σπλάχνο τους, από τον αγώνα κάποιων από τις μητέρες αυτές να εντοπίσουν το παιδί που αναγκάστηκαν κάποτε βίαια να αποχωριστούν, και από την άρνηση κάποιων άλλων από αυτές να συναντήσουν το παιδί που εγκατέλειψαν για να μη «πληγεί» η ηρεμία της οικογένειας που απέκτησαν αργότερα…

Κάποιες φορές, μέσα στην κουβερτούλα του βρέφους υπήρχε και ένα χαρτάκι από τη μητέρα του που, εκτός από την αναγραφή της ημερομηνίας γέννησής του, υπήρχε και η παράκληση προς το προσωπικό του ιδρύματος να προσέχει το σπλάχνο της και πως κάποια στιγμή θα επιστρέψει για να το πάρει κοντά της. Η πραγματικότητα, όμως, είναι μερικές φορές ισχυρότερη από τις επιθυμίες μας…

Ισχυρότερη ήταν και πριν από αρκετά χρόνια, όταν αναγκάστηκα να αποχωριστώ, μετά από ένα χρόνο περίπου, ένα 5χρονο τότε αγγελούδι, την Κ., που είχα κοντά μου ως ανάδοχος γονιός. Το ίδρυμα, βασιζόμενο «στο γράμμα του νόμου», την έδωσε κάποια στιγμή σε ένα άτεκνο ζευγάρι ελλήνων κάπου μακριά. Εγώ, ως ανήκων στην κατηγορία των μονογονεϊκών οικογενειών, δεν είχα δικαίωμα/προτεραιότητα να το υιοθετήσω...

Τη μικρή Κ. τη γνώρισα όταν την έφεραν από το συγκεκριμένο ίδρυμα στο τμήμα μας για εκτίμηση και παρακολούθηση. Ήταν ένα σωματικά και συναισθηματικά κακοποιημένο 4χρονο παιδί που έζησε, εκτός αυτών, και το δράμα της σεξουαλικής κακοποίησης από τους ίδιους της τους γονείς που ήταν χρήστες ουσιών. Όταν βγήκα να την υποδεχθώ στο χώρο αναμονής, με συγκλόνισε το απίστευτα θλιμμένο βλέμμα της. Είχε τεράστια καταγάλανα ματάκια, μακριά κατάξανθα μαλλάκια με υπέροχες μπούκλες και μια ελαφρώς χλωμή επιδερμίδα. Η όλη εμφάνισή της έδινε την εντύπωση πληγωμένου αγγέλου…

 Αφού της συστήθηκα, με ακολούθησε σχετικά πρόθυμα στο χώρο εξέτασης, κρατώντας σφιχτά μια μικρή κούκλα που είχε φέρει μαζί της. Άρχισε, σχεδόν αμέσως, να παίζει με τα παιχνίδια που υπήρχαν στο δωμάτιο. Δεν τη διέκοψα, και το μόνο που της είπα, μετά από λίγο, ήταν πως είμαι εκεί για να τη βοηθήσω, πως μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε θέλει, αλλά και να μη μιλήσει καθόλου αν δεν θέλει, και πως έχω όση υπομονή και χρόνο χρειάζεται για να περιμένω μέχρι η ίδια να θελήσει να μιλήσει για οτιδήποτε την τρομάζει, τη θυμώνει, τη στεναχωρεί ή επιθυμεί. Έτσι, και χωρίς άλλα λόγια, κύλισε όλη η επόμενη ώρα. Στο διάστημα αυτό, γυρνούσε και με κοιτούσε πότε-πότε με ένα διερευνητικό, όπως ένιωσα, βλέμμα.

Στην επόμενη συνάντησή μας, ήταν εμφανώς πιο χαρούμενη και μόλις με είδε μου έδωσε από μόνη της το χεράκι της για να την κρατήσω, καθοδόν προς το εξεταστήριο. Σε όλη τη διάρκεια της συνεδρίας, διέκοπτε αρκετές φορές το παιχνίδι της και, πλησιάζοντάς με, μου έδειχνε την κούκλα της, ρωτώντας με αν μου αρέσει και αν τη βρίσκω όμορφη. Ο συμβολισμός και το νόημα σαφέστατα. Επιβεβαιώθηκαν με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο, όταν, στο τέλος της συνεδρίας μας και πριν φύγει, με πλησίασε και, δίνοντάς μου την κούκλα της, μου είπε πως θέλει να μου την αφήσει για να μην την ξεχάσω (την ίδια την Κ.) και για να την θυμάμαι μέχρι την επόμενή μας συνάντηση…

Κρύβοντας με πάρα πολύ μεγάλη προσπάθεια τη συγκίνησή μου, της είπα πως με μεγάλη μου χαρά θα κρατήσω την κούκλα της και πως σίγουρα δεν θα την ξεχνούσα, ακόμα και αν δεν μου άφηνε την κούκλα της.

Περάσαμε μαζί έναν πολύ κουραστικό αλλά και υπέροχο συνάμα χρόνο. Υπήρξαν περίοδοι που παλινδρόμησε, λειτουργώντας σαν ένα παιδί 1-2 χρονών, καθώς ποτέ μέχρι τότε στη σύντομη ζωούλα της δεν είχε νιώσει μικρό παιδί. Αναγκάστηκε να μεγαλώσει πριν την ώρα της. Οι χαρές και τα διδάγματα ζωής που μας έδωσε, όμως, ήταν απείρως περισσότερα από οποιαδήποτε κούραση ή δυσκολία.

Τη στιγμή του αποχωρισμού μας δεν θέλω σχεδόν να τη θυμάμαι. Μέσα μου να συνθλίβομαι από τον πόνο και να προσπαθώ, για χάρη της, να φαίνομαι χαρούμενος, θέλοντας να της δείξω πως δεν χρειάζεται να ανησυχεί γιατί εκεί που θα πάει θα είναι πολύ καλά και πως θα συνεχίσουμε να βλεπόμαστε συχνά. Δυστυχώς, όμως, οι θετοί της γονείς αθέτησαν την υπόσχεσή τους για διατήρηση της επικοινωνίας μας…

Πριν από λίγα χρόνια, βγαίνοντας από ένα ραντεβού μου στο χώρο της δουλειάς μου, με πλησιάζει μια κοπελίτσα 14 περίπου χρονών και με ρωτά αν είμαι ο κύριος τάδε. Σχεδόν δεν πρόλαβα να απαντήσω καταφατικά, όταν, προς έκπληξή μου, τη βλέπω να βουρκώνει και αμέσως μετά να με αγκαλιάζει σφιχτά, λέγοντας με λυγμούς πως είναι η Κ. και πως γι΄αυτήν εγώ είμαι ο πατέρας της. Είχε αναγκάσει τους θετούς γονείς της να τη φέρουν για να με συναντήσει μετά από τόσα χρόνια…

Αν κάποτε οι συνηθέστεροι λόγοι της εγκατάλειψης παιδιών σε βρεφοκομεία ήταν κυρίως η κοινωνική κατακραυγή για μια εγκυμοσύνη εκτός γάμου, η ορφάνια, η παραμέληση ή η κακοποίηση, τα 2-3 τελευταία χρόνια, οι περιπτώσεις εγκατάλειψης παιδιών σε διάφορα ιδρύματα της χώρας μας έχουν αυξηθεί κατά 125%, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Αυτή τη φορά οι λόγοι είναι η πείνα, η ανέχεια και -κατά πως λέγεται- το εθνικό συμφέρον... Ποιών συμφέρον, όμως…;

3 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
sven
από ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/sven



Επίσημοι αναγνώστες (39)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links