Ζω σημαίνει επικοινωνώ!
18 Ιουλίου 2021, 18:02
«Πάρε αυτό το κασκόλ, σίγουρα θα το χρειαστείς!» μου είπε…


Εκείνο το διάστημα, έμενα μέσα στον  Ελληνικό Σύλλογο Στοκχόλμης. Είχε περάσει ήδη ένας μήνας περίπου από τη στιγμή που πάτησα, για πρώτη φορά, το πόδι μου σ΄αυτή την παγωμένη, αλλά τόσο γενναιόδωρη, όπως αποδείχθηκε αργότερα, σκανδιναβική χώρα που επέλεξα να καταφύγω και δεν διέθετα ακόμη άδεια παραμονής και εργασίας. Στο σύλλογο, έκανα λάντζα, σκούπιζα και φρόντιζα το χώρο, καθάριζα κρεμμύδια, πατάτες και ότι άλλο όριζαν οι καθημερινές ανάγκες του μικρού εστιατορίου του, που παρείχε φθηνό και καλομαγειρεμένο φαγητό, κυρίως σε έλληνες μετανάστες και άλλους φίλους της Ελλάδας. Το αντάλλαγμα για τις υπηρεσίες μου αυτές ήταν δωρεάν φαγητό, καφέ και ύπνο πάνω σε τρεις καρέκλες με σβηστά τα φώτα γιατί η διαμονή στο χώρο δεν επιτρέπονταν, βάσει της συμφωνίας που σύναψε ο Ελληνικός Σύλλογος με το σουηδικό κράτος για την δωρεάν παραχώρησή του.

Ένιωθα, πραγματικά, προνομιούχος, μετά από ένα οδυνηρό πέρασμα τριών περίπου εβδομάδων, σε αυτήν την εντελώς άγνωστη σε μένα πόλη, όπου δεν γνώριζα απολύτως κανέναν και μέσα στο καταχείμωνο με μέση θερμοκρασία γύρω στους -10 βαθμούς Κελσίου, αρχικά σε μια άθλια πανσιόν για αλκοολικούς δίχως θέρμανση και, στη συνέχεια, σε εισόδους πολυκατοικιών, σε σταθμούς του μετρό και, τελικά, στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό όπου έμαθα από κάποιους έλληνες μετανάστες την ύπαρξη του συλλόγου.

Ο χώρος του συλλόγου βρίσκονταν σε ένα παμπάλαιο κτίριο του 18ου ή 19ου αιώνα στο κέντρο της Στοκχόλμης, στη μία άκρη ενός μικρού δρόμου που σχεδόν όλο το μήκος του αποτελούνταν από ένα υπόγειο τούνελ, εξ ου και η ονομασία του, Tunnelgatan. Στην άλλη άκρη του μικρού αυτού δρόμου, και λίγο πριν την είσοδο του υπόγειου τούνελ, δολοφονήθηκε ένα κρύο βράδυ, αρκετά χρόνια μετά, ο εμβληματικός πολιτικός ηγέτης του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και τότε πρωθυπουργός της Σουηδίας Olof Palme. Μόλις είχε βγει με τη σύζυγό του από έναν κινηματογράφο, δίχως σωματοφύλακες, και προχωρούσαν προς την είσοδο   του μετρό για να επιστρέψουν σπίτι τους με αυτό…..

Έτσι για την ιστορία, να αναφέρω πως ο Olof Palme κατοικούσε σε ένα μεσοαστικό προάστιο της Στοκχόλμης και σε έναν οικισμό με διώροφα ομοιόμορφα σπίτια, από αυτά που είναι το ένα ακριβώς δίπλα στο άλλο, με μια μικρή αυλή μπροστά το καθένα. Όταν κάποια στιγμή οι δύο γιοί του έφυγαν από το σπίτι για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στην Αμερική, το ζεύγος Palme έβγαλε προς ενοικίαση τα δύο ελεύθερα δωμάτια του σπιτιού, τα οποία έτυχε να νοικιάσουν δύο καλοί μου φίλοι, ο Σ. από την Κύπρο κι ο Λ. από τη Σαλονίκη. Όσο διάστημα έμειναν εκεί, τους φέρθηκαν φιλικότατα, σαν να ήταν συγκάτοικοι και όχι το πρωθυπουργικό ζεύγος της χώρας. Τους προσκαλούσαν συχνά για καφέ και έπαιζαν πότε-πότε σκάκι με τον Olof, όποτε αυτός είχε ελεύθερο χρόνο.

Κάποια στιγμή, θέλησε ο πρωθυπουργός της χώρας να βάλει ένα μικρό πλέγμα στη χαμηλή μεσοτοιχία του κήπου για τη στήριξη κάποιου αναρριχόμενου φυτού που θα του παρείχε κάποια στοιχειώδη κάλυψη και προστασία της ιδιωτικότητάς του από τυχόν αδιάκριτα βλέμματα. Έκανε, λοιπόν, αίτηση στην πολεοδομία του δήμου που κατοικούσε και αυτή…απορρίφθηκε, επειδή θα αλλοίωνε την ομοιομορφία που θα έπρεπε να υπάρχει στο συγκρότημα!!! Το αποδέχθηκε αδιαμαρτύρητα, λέγοντας πως έχουν δίκιο και πως έτσι όφειλαν, τελικά,  να πράξουν!!! Η διαφορά κουλτούρας, στάσης ζωής, αξιών, ισοτιμίας και ισονομίας, σε σύγκριση με τα ανάλογα που επικρατούν στη χώρα μας, γενικώς, και ειδικότερα στις διεφθαρμένες υπηρεσίες της, σε συνδυασμό με τη νοοτροπία του «Ξέρεις ποιος είμαι ΕΓΩ;», είναι χαώδης και απροσμέτρητη…

Ήταν Σάββατο βράδυ, θυμάμαι. Τα δύο όλο κι όλο κανάλια της σουηδικής τηλεόρασης που υπήρχαν τότε ολοκλήρωσαν το πρόγραμμά τους στις 10 περίπου το βράδυ και δεν είχα τι να κάνω, μόνος καθώς ήμουν, για να περάσει η ώρα. Κατέβηκα στην είσοδο του κτιρίου, πίσω από το τζάμι της οποίας , και λίγο διαγώνια, θα μπορούσα να έχω κάπως καλύτερη θέα προς έναν κεντρικό δρόμο όπου περνούσαν άνθρωποι  και αυτοκίνητα. Κάτι ήταν κι αυτό. Ξαφνικά, βλέπω να εμφανίζεται μπροστά μου, πίσω από το τζάμι της βαριάς πόρτας της εισόδου, ένας ψηλόσωμος άνδρας με γένια και άγρια, όπως μου φάνηκαν, χαρακτηριστικά, κρατώντας από το μπράτσο ένα νεαρό παιδί που έτρεμε σύγκορμο και μετά βίας στέκονταν όρθιο. Μου έκανε νεύμα να τους ανοίξω, κι εγώ, αν και ήξερα πως δεν υπάρχουν διαμερίσματα όπου μένει κόσμος στο έρημο εκείνη την ώρα κτίριο, άνοιξα μηχανικά την πόρτα. Με προσπέρασαν βιαστικά, σαν να μην υπήρχα, και κατευθύνθηκαν βιαστικά προς τη μία από τις δύο μεγάλες φαρδιές σκάλες που υπήρχαν αμφιτερόπλευρα απέναντι από την είσοδο και οδηγούσαν σε διαφορετικά μέρη του κτιρίου.

Σε λίγο ακούστηκαν ήχοι μεταλλικοί και, αμέσως μετά, μυρωδιά καμένου έφθασε στα ρουθούνια μου. Μια ανησυχία διαπέρασε το κορμί μου. Ήμουν παντελώς μόνος σε ένα έρημο κτίριο που το μικρό δρομάκι στο οποίο βρίσκονταν σπάνια το διάβαινε άνθρωπος τέτοια ώρα. Προσεκτικά, έκανα μερικά βήματα προς το μέρος που πήγαν οι δύο απρόσκλητοι επισκέπτες και το θέαμα που αντίκρισα, απέναντί μου και μερικά σκαλοπάτια πιο πάνω, με έκανε να παγώσω. Ο νεαρός κάθονταν σε ένα σκαλοπάτι, σπαρταρώντας σαν ψάρι, με μια σύριγγα στο δεξί του χέρι που την είχε βυθίσει σε μια φλέβα του άλλου χεριού, με το αίμα να ρέει, στάζοντας πάνω στο λευκό μαρμάρινο σκαλοπάτι. Μπροστά του, απαθής και όρθιος στέκονταν ο ψηλόσωμος άνδρας, που μόλις αντιλήφθηκε την παρουσία μου, μου έκανε ένα νεύμα με το κεφάλι του να φύγω. Έτρεξα, σοκαρισμένος από το θέαμα, προς την είσοδο και βγήκα έξω στην παγωνιά, χωρίς να προλάβω να σκεφθώ πως δεν έχω κλειδί εισόδου και πως δεν υπάρχει κανείς άλλος να μου ανοίξει εκείνη την ώρα.

Ο εφιάλτης, που είχα ζήσει μέχρι και λίγο καιρό πριν, νάτος και πάλι φάτσα κάρτα μπροστά μου. Συνάμα, από τη στιγμή που δεν είχα σκοπό να βγω έξω, φορούσα μόνο ένα σακάκι και από μέσα ένα πουλόβερ που ήταν αδύνατον να με προστατέψουν αρκετά από το βαρύ κρύο εκείνης της νύχτας του Γενάρη. Το μυαλό μου άρχισε να δουλεύει με ιλιγγιώδη ταχύτητα μήπως και βρει κάποια λύση εκτάκτου ανάγκης. Ξαφνικά, θυμήθηκα πως είχα ακούσει κάποιες φορές, από κάτι καμάκια που σύχναζαν στο σύλλογο, πως κάπου εκεί κοντά υπήρχε μια πολύ γνωστή Disco, η περίφημη «CAT BALOO», όπου σύχναζαν οι ομορφότερες κοπέλες της πόλης. Σαν εξασκημένο λαγωνικό που το οδηγεί κάποιο άγνωστο ένστικτο επιβίωσης, δεν άργησα να εντοπίσω την Disco. Με λύπη διαπίστωσα πως υπήρχε εισιτήριο εισόδου κι εγώ δεν είχα χρήματα επάνω μου. Και να είχα όμως, μου φάνηκε υπερβολικά ακριβό για το πενιχρό βαλάντιό μου. Παρέμεινα στον προθάλαμο του μαγαζιού, εκεί όπου υπήρχε η γκαρνταρόμπα, μέχρι τις τρεις η ώρα περίπου μετά τα μεσάνυχτα. Αυτό θα ήταν ανέφικτο και θα με είχαν πετάξει έξω, αν δεν εργάζονταν στην γκαρνταρόμπα ένας ξένος που του εξήγησα τι μου συμβαίνει και ο καλός μου με έβαλε δίπλα του για να φαίνομαι πως είμαι βοηθός του. Να τον έχει καλά ο Θεός…

Οι ώρες, μέχρι το κλείσιμο του μαγαζιού, πέρασαν δίχως να το καταλάβω. Η παρέλαση θεϊκών πλασμάτων ήταν ασταμάτητη και το μάτι αδύνατον να χορτάσει αλλά και ν΄αντέξει τόση ομορφιά. Κάποια στιγμή, όλα τα όμορφα, τελειώνουν κι εγώ βρέθηκα και πάλι έξω στην παγωνιά, μη ξέροντας που να πάω. Τη φορά αυτή, όμως, με ένα ζεστό κασκόλ γύρω από το λαιμό από τα αζήτητα, για πολύ καιρό, της γκαρνταρόμπας που μου έδωσε ο εύσπλαχνος ξένος που εργάζονταν σ΄αυτήν, λέγοντάς μου, καθώς με χτυπούσε φιλικά στην πλάτη, «Πάρε αυτό το κασκόλ, σίγουρα θα το χρειαστείς!». Το μετρό κλειστό, όπως και ο κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός. Ως τελευταία και μοναδική μου επιλογή ήταν ένας τηλεφωνικός θάλαμος στον οποίο και κατέφυγα. Κάθε 10 λεπτά, όμως, έπρεπε να βγαίνω από αυτόν και να κάνω τροχάδην μερικούς γύρους, σαν τρελός μέσα στη νύχτα,  για να ξεπαγώσουν τα πόδια μου.

Τώρα, το μοναδικό μου ενδιαφέρον ήταν οι δείκτες του ρολογιού μου που παρακαλούσα να δείξουν πως η ώρα κοντεύει έξι. Ήταν η ώρα που έρχονταν ο Γιάννης, ο μάγειράς μας, για να αρχίσουμε τις προετοιμασίες για το μενού της ημέρας. Με είδε πρώτος, έτσι όπως έκανα επιτόπια πηδηματάκια, έξω από την είσοδο του κτιρίου του συλλόγου, για να ζεσταθώ. Με πλησίασε και κοιτώντας με ένα βλέμμα γεμάτο απορία και ανησυχία, με ρωτά: «Είσαι καλά; Σου συνέβη κάτι σοβαρό;». Άνοιξε την πόρτα, που φάνταζε στα μάτια μου σαν πύλη Παραδείσου, και αφού μπήκαμε, επιτέλους, μέσα, του διηγήθηκα τι μου συνέβη. «Αχ βρε, πουλάκι μου» είπε και κατευθύνθηκε βιαστικά προς την κουζίνα. Μετά από λίγο, άφηνε μπροστά μου ένα βαθύ πιάτο με αχνιστό τραχανά και μια μεγάλη γωνία μαλακό ψωμάκι με φέτα δίπλα. Ακόμα και μέχρι σήμερα, μπορώ να πω με απόλυτη βεβαιότητα πως ήταν το πιο νόστιμο και λαχταριστό γεύμα της ζωής μου…

9 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
sven
από ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/sven



Επίσημοι αναγνώστες (39)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links