Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
27 Φεβρουαρίου 2014, 16:19
Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Σε μια χώρα μακρινή, στη χώρα του ΖήσεΓέλα, ετοιμάζονται όλοι να υποδεχτούν την Αποκριά. Το Κάστρο των γιορτών ετοιμάστηκε, στολίστηκε με τα πολύχρωμα σημαιάκια του και άνοιξε τις βαριές ξύλινες πόρτες του για να καλωσορίσει μασκαράδες από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης.

Μέρες τώρα οι πιο ξακουστοί ζαχαροπλάστες και οι πιο προκομμένες μαγείρισσες ετοιμάζουν ζαχαρωτά και λιχουδιές που όμοιά τους κανείς δεν έχει ξαναφάει! Κατασκευαστές του περίφημου χυμού από μούρα και σταφύλι γεμίζουν τις τεράστιες γυάλινες κανάτες που θα κρατήσουν φρέσκο και δροσερό τον χυμό του Καρναβαλιού. Ξυλοπόδαροι, ακροβάτες, θεατρίνοι, σχοινοβάτες, τροβαδούροι, μουζικάντηδες φθάνουν από στιγμή σε στιγμή με σκοπό να διασκεδάσουν και τον πιο απαιτητικό μασκαρά. Άλλωστε ποιος δεν θέλει να έρθει σε τούτη τη μαγική χώρα.

Και μάλιστα μέσα στην Αποκριά! Ποιος δεν θέλει να γνωρίσει τη χώρα του Ζήσε Γέλα! Εκεί όπου όλοι γελούν, τραγουδούν και προπαντός ζουν μονοιασμένοι κι αγαπημένοι. Δίχως διαφορές και τσακωμούς… Δίχως γκρίνιες και καημούς…

Όμως, τώρα τελευταία, μια επίμονη και δυνατή γκρίνια έχει σκεπάσει τον καθαρό ουρανό της ΖήσεΓέλα. Μια γκρίνια τόσο δυνατή που όπου και να σταθείς στη χώρα ακούς όλους τους μεγάλους να γκρινιάζουν. Θαρρείς και κάποιος την έστειλε επίτηδες μέσα στις μέρες του Καρναβαλιού. Γκρίνια από δω! Γκρίνια από κει! Ακόμα και οι ήσυχες γιαγιούλες της γειτονιάς γκρινιάζουν για το καθετί.

«Οι βελόνες μου σκούριασαν! Πώς θα ράψω τη στολή του εγγονού μου;», γκρίνιαζε η μία… «Δεν μου αρέσει καθόλου αυτό το ύφασμα. Δεν θα επιτρέψω ποτέ στην εγγονή μου να ντυθεί βασίλισσα του φεγγαριού», γκρίνιαζε η άλλη…

Αν πεις για τις μαμάδες, γκρίνιαζαν κι αυτές τόσο επίμονα που τα παιδιά έκλειναν τα αυτιά τους για να μην τις ακούν.

«Το Καρναβάλι είναι ό, τι πιο βαρετό υπάρχει. Δεν χρειάζεται να ντυθείς μασκαράς», γκρίνιαζε η μαμά του Πέτρου.

«Δεν μου αρέσει το κομφετί! Πέφτει σε όλο το σπίτι σαν σμήνος από ακρίδες!», γκρίνιαζε η μαμά της Ελένης. Η γκρίνια όλο και απλωνόταν στους παππούδες, στους μπαμπάδες, στις δασκάλες, στον γιατρό, στον μανάβη, στον φούρναρη, στον ταχυδρόμο… Παντού γκρίνια!

Τα παιδιά δεν έχασαν καιρό κι έτσι αποφάσισαν να ζητήσουν βοήθεια από τον Πολύχρωμο Πιερότο, τον μεγαλύτερο και σπουδαιότερο διοργανωτή του Καρναβαλιού. Ο Πολύχρωμος Πιερότος μόλις έμαθε τα κατορθώματα της γκρίνιας και την αγωνία των παιδιών έτρεξε αμέσως κοντά τους. Η άφιξή του εντυπωσιακή. Τα μαλλιά του χρυσά σαν το στάχυ, το πρόσωπό του μακιγιαρισμένο με ένα πλατύ χαμόγελο και η στολή του τυλιγμένη με τα πιο έντονα χρώματα της Αποκριάς. Δεν πρόλαβε να πατήσει το πόδι του και τα παιδιά αναστατωμένα χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους.

«Σκούρα τα πράγματα», είπε λυπημένη η μικρή Δάφνη.

«Κοντεύουμε να χάσουμε το Καρναβάλι…», πρόσθεσε ο μικρός Στέφανος.

«Η μαμά μου έκρυψε τη στολή του Ινδιάνου!», φώναξε έξαλλος ο Μάρκος.

Ο Πιερότος άκουγε με υπομονή τα παράπονα των παιδιών και με αυστηρό τόνο στην φωνή τους είπε:

«Παιδιά! Έχετε καταλάβει τι κάνετε; Έχετε καταλάβει ότι κι εσείς τώρα γκρινιάζετε; Δώστε τα χέρια κι ελάτε να βρούμε μια λύση!».

Πόσο δίκιο είχε! Τα προβλήματα των μεγάλων έγιναν τώρα και προβλήματα των μικρών. Έπρεπε να βρεθεί γρήγορα μια λύση αλλιώς η χώρα του ΖήσεΓέλα θα γινόταν σύντομα η χώρα της ΚακιάςΓκρίνιας!

«Και πώς θα βρούμε λύση;», αναρωτήθηκε ο μικρός Αλέξης.

«Πρώτα πρώτα θα πρέπει να μη νιώθετε αδύναμοι. Να σταθείτε καλά στα πόδια σας, να δώσετε τα χέρια και τότε να πείτε το μαγικό ξόρκι».

«Ποιο μαγικό ξόρκι;», φώναξαν όλα τα παιδιά μαζί.

«Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς!», απάντησε δυναμικά ο Πιερότος και συνέχισε:

«Όμως, για να γίνει αυτό πρέπει να πιστέψετε πρώτα στον εαυτό σας. Αλλιώς το μαγικό ξόρκι δεν θα πιάσει ποτέ!».

Τα παιδιά ακολούθησαν τις συμβουλές του Πιερότου και με ορμή σηκώθηκαν όρθια σχηματίζοντας έναν κύκλο. Έδεσαν τα χέρια σφιχτά κι έτσι ξεκίνησαν να λένε το μαγικό ξόρκι. Έμοιαζε με ένα τραγούδι αγάπης.

Το τραγούδι εκείνο που θα έδιωχνε την γκρίνια και θα έφερνε πάλι την αισιοδοξία στη χώρα του ΖήσεΓέλα.

Χαμόγελο χαρίζω

αγάπη τραγουδώ

την γκρίνια εγώ ξορκίζω

να φύγει από δω.

 

Να φύγει από τη χώρα

που ξέρει να γελά

για να χαρούμε όλοι

την τρελή Αποκριά.

 

Τρεις φορές ήταν αρκετές για να πιάσει το μαγικό ξόρκι. Ο Πολύχρωμος Πιερότος χοροπηδούσε από χαρά  όταν ξαφνικά σε όλη τη χώρα ακούστηκαν γέλια και χαρές. Φωνές αλλιώτικες, αισιόδοξες και γιορτινές. Οι μεγάλοι πέταξαν επιτέλους από πάνω τους την γκρίνια κι έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά για τη μεγάλη γιορτή. Τα παιδιά, ντυμένα πια στις αποκριάτικες στολές τους, σκόρπισαν σερπαντίνες και κομφετί σε κάθε γωνιά της χώρας.

 

Το Καρναβάλι αρχίζει!

Το μαγικό ξόρκι της Αποκριάς κερδίζει!

Τα παιδιά ξέρουν πια πως με πείσμα, χαμόγελο κι αγάπη κερδίζονται τα πάντα.

Γιατί τα παιδιά είναι οι νικητές του Καρναβαλιού!

ΜΑΡΩ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ

(Περιοδικό Παράθυρο στην Εκπαίδευση του Παιδιού, τεύχος 85, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2014)

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
26 Φεβρουαρίου 2014, 15:40
Περικοπές από ένα απόκρυφο Ευαγγέλιο
Ανθολογία πεζού ποιήματος  

7.Ευτυχισμένος όποιος δεν επιμένει πως έχει δίκιο, γιατί κανένας δεν έχει, ή έχουν όλοι.

8.Ευτυχισμένος όποιος συγχωρεί τους άλλους, καθώς κι εκείνος που συγχωρεί τον ίδιο του τον εαυτό....

9.Ευλογημένοι οι ειρηνοποιοί, γιατί δε θα καταδεχθούν τη διχόνοια.

11.Ευλογημένοι οι ελεήμονες, γιατί η ευτυχία τους θα είναι να ελεούν κι όχι να περιμένουν την ανταπόδοση.

13.Ευλογημένοι όσοι καταδιώκονται για χάρη του δίκιου, γιατί τους νοιάζει περισσότερο το δίκιο απ’ ό, τι η ανθρώπινη μοίρα τους.

19.Να μη μισείς τον εχθρό σου, γιατί, αν το κάνεις, γίνεσαι κατά κάποιον τρόπο σκλάβος του. Το μίσος σου δε θα σε ικανοποιήσει περισσότερο απ’ όσο η γαλήνη σου.

26.Να αντιστέκεσαι στο κακό, αλλά χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Σ’ αυτόν που θα σου χτυπήσει το δεξί μάγουλο μπορείς να του γυρίσεις και το άλλο, φτάνει να μην είναι ο φόβος που σ’ το γυρίζει.

27.Εγώ δε μιλώ ούτε για εκδίκηση ούτε για συγγνώμη’ η λησμονιά είναι η μόνη εκδίκηση και η μοναδική συγγνώμη.

41.Τίποτα δε χτίζεται πάνω στην πέτρα, όλα πάνω στην άμμο χτίζονται, όμως το χρέος μας είναι να χτίζουμε σα να ‘τανε η άμμος πέτρα…

ΧΟΡΧΕ ΛΟΥΙΣ ΜΠΟΡΧΕΣ
(Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης)
……………………………….
ΣΤΡΑΤΗΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ, Όταν οι άγγελοι περπατούν (ανθολογία πεζού ποιήματος), εκδόσεις Μεταίχμιο.

- Στείλε Σχόλιο
25 Φεβρουαρίου 2014, 15:11
Η πιο ξεχωριστή ιστορία
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Ένα από τα πιο συγκινητικά παραμύθια που έχω διαβάσει ποτέ,  με πολλαπλά «μαθήματα»  αγάπης, συμπόνιας, γενναιοδωρίας, μεγαλοψυχίας, ανθρωπιάς,  δικαιοσύνης…

Μακάρι όλες οι μαμάδες να δίδασκαν στα παιδιά τους αρετές, όπως η μάνα της ιστορίας μας…

Από μία υπέροχη συλλογή παραμυθιών του Δημήτρη Προύσαλη και των εκδόσεων Απόπειρα.

..................

(Μεξικό)

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σ’  έναν τόπο μια γριά χήρα. Ο θάνατος της πήρε τον άντρα της στα πρώτα χρόνια του γάμου τους, μα πρόλαβε να γεννήσει τρεις φορές. Κι απόμεινε τώρα στα στερνά με τρεις γιούς, τρία παλικάρια, κι ολάκερη της η ζωή είχε περάσει μέσα σε κουβέντες και σε ορμήνιες, να μάθει στα παιδιά της να συμπονάνε τους φτωχούς και να βοηθάνε τους ανήμπορους και τους καταφρονεμένους.

Ο καιρός περνούσε και ήρθε η ώρα που ο χρόνος έγραψε τις τελευταίες μέρες πάνω στο κορμί της, και η γριά μάνα κατάλαβε πως ήτανε η ώρα της να φύγει από τη ζωή και πως δεν θα μπορούσε άλλο να σταθεί στο πλάι των παιδιών της. Φωνάζει τότε τους γιούς της δίπλα στο προσκέφαλό της και τους λέει:  «Παιδιά μου, δεν είμαι καλά. Θαρρώ πως σώθηκαν τα ψωμιά μου. Το μόνο πράγμα που έχω να σας αφήσω για να με θυμάστε είναι το δαχτυλίδι που φορώ. Έχει πάνω του ένα πετράδι ακριβό. Μου το άφησε η μάνα μου –η γιαγιά σας που σας νανούριζε με ιστορίες-  που το πήρε κι αυτή απ’ τη δική της τη μάνα, που κι εκείνης της το ‘χε δώσει η μάνα η δική της πριν από πολλά χρόνια. Δεν μπορεί να μοιραστεί στα τρία, μα είναι και ντροπή μεγάλη να πουληθεί, γιατί μια μέρα θα το δώσει ένας από σας στη δική του θυγατέρα, σαν έρθει η ώρα που πρέπει. Τώρα όμως είμαι μπροστά σ’ ένα πρόβλημα μεγάλο.  Πρέπει να πάρω απόφαση ποιος από σας είναι ο πιο άξιος να πάρει κληρονομιά τούτο το δαχτυλίδι που φορώ, κι η αγάπη που σας έχω δε μ’ αφήνει να ξεχωρίσω κανέναν απ’  τους τρεις σας. Πηγαίνετε, παιδιά μου, και κάντε το καλό στον κόσμο. Γυρίστε μετά ξανά σε μένα σαν περάσει μιας βδομάδας καιρός, και πείτε μου τις ιστορίες σας. Αυτές θα μιλήσουνε για σας, κι εκείνος που θα ‘χει κάνει το πιο ξεχωριστό κατόρθωμα θα πάρει για κληρονομιά το δαχτυλίδι με το πετράδι που φοράω στο χέρι μου».

Οι τρεις γιοι χαιρέτισαν τη μάνα τους και την άφησαν. Πήγαν και κανόνισαν τις δουλειές τους κι ύστερα αντάμωσαν και βγήκαν στη δημοσιά και περπάτησαν μέχρι που βρήκαν το τρίστρατο. Εκεί πήραν την απόφαση να χωρίσουν τους δρόμους τους κι ο καθένας διάλεξε ένα δρόμο αλλιώτικο από τους άλλους. Πριν χωρίσουν, έδωσαν υπόσχεση αναμεταξύ τους σαν περάσει μιας βδομάδας καιρός να συναντηθούν ξανά στο τρίστρατο πάλι, και να πάρουν το δρόμο του γυρισμού για να πουν τα νέα στη μάνα τους. Το ‘χαν έγνοια να την προλάβουν ζωντανή.

Έτσι κι έγινε. Πάνω στις εφτά μέρες φάνηκαν κι οι τρεις τους να έρχονται από το δρόμο που είχε πάρει ο καθένας τους. Αντάμωσαν στη ρίζα του τρίστρατου και περπάτησαν μαζί στη δημοσιά που πήγαινε στον τόπο τους. Στο δρόμο δεν μίλαγε κανένας τους, παρά μόνο τραβούσαν σκεφτικοί. Ήθελαν να αντικρίσουνε τη μάνα τους. Τη βρήκαν στα τελευταία της. Μόλις που μπόρεσε να γυρίσει τα μάτια της για να τους δει. Σίμωσαν και οι τρεις κοντά στο κρεβάτι της. Τότε, βγήκε μπροστά ο μεγάλος της γιος, κι εκείνη του είπε με φωνή που έτρεμε:

«Πες μου, γιε μου, την ιστορία σου…»

Ο μεγάλος μίλησε και είπε:

«Μάνα, αφού το σκέφτηκα καλά, τη μέρα που μας μίλησες, πήρα με προσοχή τα μισά από το βιός μου, και τα πούλησα, και τα λεφτά που μάζεψα τα μοίρασα στους φτωχούς στον τόπο που περπάτησα».

«Γιε μου» είπε η γυναίκα «κανένας δεν μπορεί να πει πως δεν έκανες καλά. Μα θαρρώ πως δεν έκανες δα κάτι ξεχωριστό. Εγώ δε σας μάθαινα τόσα χρόνια πως είναι δουλειά πρώτη και καλύτερη του καθενός και υποχρέωση μεγάλη να βοηθάνε τους ανήμπορους και τους φτωχούς;»

Τότε ήρθε κοντά στο προσκέφαλο της μάνας ο δεύτερος γιος και της κράτησε το χέρι. Η γριά μάνα του τον κοίταξε κατάματα και του είπε με λόγια που έτρεμαν:

«Πες μου, παιδί μου, τη δική σου ιστορία…»

Εκείνος αποκρίθηκε:

«Μάνα, σαν χωρίσαμε στο τρίστρατο με τ’ αδέρφια μου, ο καθένα τράβηξε το δρόμο του. Εγώ περπάτησα μακριά κι έφτασα σ’ ένα γεφύρι. Την ώρα που το διάβαινα, τα μάτια μου αντίκρισαν ένα μικρό κοριτσάκι που το παράσερνε το ρεύμα του ποταμού. Ξέρεις πως κολυμπώ με δυσκολία, αλλά δίχως να το σκεφτώ έπεσα μέσα στο ποτάμι κι έφτασα κοντά στο κοριτσάκι. Το τράβηξα απ’ τα ρούχα και το έβγαλα στην όχθη. Το έσωσα από πνιγμό, και μόνο ένας Θεός ξέρει πώς δεν πνιγήκαμε και οι δυο μαζί σ’ εκείνα τα αγριεμένα νερά…»

Η μάνα, που τον άκουγε όση ώρα μιλούσε με προσοχή, του αποκρίθηκε:

«Γιε μου, έκανες στ’ αλήθεια το καλό κι έσωσες τη ζωή του κοριτσιού. Όμως το κατόρθωμά σου δεν ήτανε ξεχωριστό. Εγώ δε σας μάθαινα τόσα χρόνια πως ο καθένας πρέπει να είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για να σωθεί ένα ανήμπορο παιδί;»

Τότε, η μάνα έγνεψε στον τρίτο, το μικρότερο τον γιο της, κι εκείνος πήγε κοντά της. Στάθηκε δίπλα της και η μάνα του ψιθύρισε:

«Παιδί μου, θέλω ν΄ ακούσω και τη δική σου ιστορία…»

Ο μικρός γιος κρατήθηκε κι απόμεινε στη σιωπή. Ύστερα άρχισε να μιλάει και να λέει:

«Μάνα, δεν έχω να σου πω καμιά ιστορία. Ξέρεις πως δεν έχω υπάρχοντα του λόγου μου, όπως έχει ο μεγάλος μου αδερφός, για να μοιράσω στους φτωχούς. Δεν ξέρω ούτε να κολυμπάω μέσα στο νερό. Μα θα σου ιστορήσω αυτό που μου συνέβηκε τούτη τη βδομάδα.

Σαν άφησα πίσω μου το τρίστρατο και τ’ αδέρφια μου, πήρα το δρόμο που πήγαινε κατά τα βουνά. Και περπατούσα και πήγαινα, και περπατούσα και πήγαινα, κι όλο ξεμάκραινα κι ανέβαινα ψηλά. Σε μια στροφή του δρόμου συναντώ στο διάβα μου έναν άνθρωπο που κοιμότανε στην άκρη του γκρεμού. Μεμιάς κατάλαβα πως αν σάλευε την ώρα που κοιμόταν θα έπεφτε στα βράχια από κάτω και θα σκοτωνόταν. Τότε γλιστρώ στα κλεφτά, πάνω στο χώμα, όσο πιο ήσυχα μπορούσα για να μην τον ξυπνήσω.  Σιμώνω κοντά του, και τι να δω; Ήταν ο γείτονάς μου, ο χειρότερος εχθρός μου! Στην αρχή πέρασε απ’ το μυαλό μου να τον αφήσω εκεί. Γιατί, στ’ αλήθεια, δεν ήταν πολύς καιρός πριν που με φοβέρισε του λόγου του να με σκοτώσει για το σύνορο ανάμεσα στα χωράφια μας. Μέσα μου όμως ήξερα ποιο είναι το χρέος μου. Την ώρα που έβαλα τα χέρια μου γύρω του και τον αγκάλιασα, ο γείτονας ξύπνησε. Τότε, είδα το φόβο να φωλιάζει στα μάτια του σαν αντίκρισε ποιος ήμουνα. «Μη φοβάσαι» του είπα και τον τράβηξα μακριά απ’ τον γκρεμό. Μετά τον βοήθησα να σταθεί στα πόδια του. Ήρθε τότε κοντά μου. Στην αρχή θαρρούσα πως είχε κατά νου να με χτυπήσει και να με σκοτώσει και πως θα ξεστόμιζε κουβέντες. Όμως αντί γι’  αυτό, απλώνει τα χέρια του και μ’ αγκαλιάζει. Τότε μου είπε πως την προηγούμενη βραδιά έπεσε το σκοτάδι και δεν μπορούσε να γυρίσει στο χωριό. Πήρε την απόφαση να σταθεί εκεί που βρισκόταν και βρέθηκε για κακή του τύχη ένα βήμα απ’ τον γκρεμό. Με ευχαρίστησε με δάκρυα που του έσωσα τη ζωή. Για να μη σ’ τα πολυλογώ, πάψαμε να είμαστε εχθροί και δώσαμε όρκο μεταξύ μας για παντοτινή φιλία»

Την ώρα που τέλειωσε τα λόγια τούτα, η μάνα του είπε με τρεμάμενη φωνή:

«Γιε μου, καλά σε δασκάλεψα τόσα χρόνια! Αυτό που έκανες ήταν στ’ αληθινά ξεχωριστό, γιατί κινδύνεψες τη ζωή σου για να σώσεις έναν άνθρωπο που είχε ορκιστεί το χαμό σου. Με το κατόρθωμά σου άλλαξες την οργή σε αγάπη και σκόρπισες το καλό στον κόσμο».

Ύστερα, γύρισε και κοίταξε τους άλλους δυο και είπε:

«Το δαχτυλίδι μου θα το πάρει ο μικρός, αυτή είν’ η απόφασή μου η στερνή. Κι εσείς που κάματε το καλό θα το βρείτε μπροστά σας».

Ύστερα έκλεισε για πάντα τα μάτια της, και τα παιδιά της κατάλαβαν…

Σαν πέρασαν τα χρόνια, τα τρία αδέρφια παντρεύτηκαν κι απόκτησαν κι αυτά παιδιά. Τα δασκάλεψαν με τη σειρά τους, όπως είχαν μάθει από τη μάνα τους, να συμπονάνε τους φτωχούς και να βοηθάνε τους ανήμπορους ανθρώπους. Όταν ήρθε η ώρα, ο μικρός αδερφός άφησε το δαχτυλίδι της μάνας του κληρονομιά σε μια από τις δικές του θυγατέρες. Τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια άφησαν κληρονομιά ακόμα πιο πολύτιμη στα δικά τους παιδιά τη μνήμη της γιαγιάς τους. Να θυμούνται και να λένε την ιστορία της πιο ξεχωριστής ιστορίας….

……………………

ΔΗΜΗΤΡΗΣ Β. ΠΡΟΥΣΑΛΗΣ, Παραμύθια των παραμυθάδων, εκδόσεις Απόπειρα


 

- Στείλε Σχόλιο
24 Φεβρουαρίου 2014, 09:32
Ποιηματάκι λυπημένο
Το ποίημα της εβδομάδας  

Ποιηματάκι λυπημένο

για παιδάκι κρυωμένο.

 

Με λεμόνι, λίγο ρύζι

η μαμά του το ταΐζει.

 

Ύστερα ο γιατρός ρωτάει:

«Πέρασε την ιλαρά;

 

Τότε, κρυωμένο θα ‘ναι,

έχει κόκκινα λαιμά».

 

Και σαν έρθει το βραδάκι,

κουρασμένο το παιδάκι,

 

μία μέντα πιπιλίζει,

κι η μαμά το νανουρίζει.

 

Τζάνι Ροντάρι

.........

Καλή εβδομάδα

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
18 Φεβρουαρίου 2014, 11:25
Η Μακρόνησος όπως την έζησε ο Μενέλαος Λουντέμης
Μενέλαος Λουντέμης  

Όποιος δεν έχει διαβάσει την τριλογία «Σαρκοφάγοι» (Το κρασί των δειλών, Οι ήρωες κοιμούνται ανήσυχα, Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά), να το κάνει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ! Κι όποιος τη διάβασε, να την ξαναδιαβάσει και να την ξαναδιαβάσει και να την ξαναδιαβάσει…! Είναι από τα συγκλονιστικά εκείνα βιβλία εκείνα που σε σημαδεύουν για πάντα και σου αλλάζουν τη ζωή…

…………………………………………..

(Θα ζήσω να τα φωνάξω όλα αυτά;  Θα ζήσω για να πω… κι αν ζήσω θα μπορέσω να ιστορήσω τα ανιστόρητα;).

[…]

1.

Η επέλαση υπήρξε κι εδώ απότομη, φουρτουνιασμένη. Τα ουρλιαχτά ξεκίνησαν απ’ όλα μαζί τα σημεία του ορίζοντα. Φαίνεται ότι είμασταν περικυκλωμένοι από νωρίς πριν ακόμη δοθεί το σύνθημα. Και δεν το καταλάβαμε.

Η ορμή τους όμως ήταν ατιθάσευτη. Δεν θα αντέχαμε κι αν είμασταν πέτρινοι. Δεν είχαμε κι από πού να φυλαχτούμε. Κεφάλια, κόκκαλα, έτριζαν σπάζοντας… Κραυγές ανακατώνονταν με ουρλιαχτά. Μέσα στην παραζάλη χαθήκαμε μεταξύ μας. Ένα ρόπαλο σφύριξε δίπλα μου, βρήκε το γερο-πατέρα. Ώσπου να τρέξω να τον στηρίξω ένοιωσα στη ράχη μου δυό χτυπήματα τόσο βαρειά που νόμισα πως έπεσαν απάνω μου ολόκληρα σπίτια… «Παιδί… παιδί…» άκουσα μόνο να παραδέρνει μέσα στη θύελλα η φωνή του μπάρμπα-Γιακείμη. «Μην πέφτετε! ξεφώνιζε κάποιος σαν τρελλός. Μην πέφτετε… Θα σας σπάσουν τα κεφάλια με τις αρβύλες!!» Δοκίμασα να σηκωθώ… Κάποιος μούδινε ένα χέρι. Κατόπι ένοιωσα να το χάνω. Είχε πέσει. Δοκίμασα να τον σηκώσω. Έπεσα κι εγώ. Τα ουρλιαχτά γύρω μου κορυφώνονταν. Από πού έπνεε αυτό το μίσος; «Θα πεθάνετε όλοι! Όλοι!... Όλοι!... Όλοι!...Πραγματικά τώρα πια η μόνη μας ελπίδα ήταν να πεθάνουμε…

[…]

2.

Δυό αξιωματικοί παρήλασαν απ’ τη φάλαγγα ρωτώντας ένα όνομα. Τάκουσα ξεκάθαρα. Ήταν το δικό μου. Ο διπλανός μου πήγε να πει «εδώ είναι». Τούκλεισα το στόμα. Ξαναπέρασαν άλλη μια φορά, ξαναρώτησαν πιο επίμονα.

Δεν απάντησε κανείς.

-Δεν είναι ούτε δω… είπε ένας απ’ τους δυο. Θα είναι παραπίσω. Πάμε. «Φάλαγξ!! Εμπρός μαρς!»

Αλήθεια… Τι με ήθελαν; Δεν ήταν ούτ’ ένας απ’ αυτούς τους συμπονετικούς που μούπαν τα παιδιά. Αυτοί τώρα κάτου θα τρελαίνονται ή θα κλαίνε. Ήταν από κείνους που είχαν το γενικό πρόσταγμα της βραδυάς.

-Σε γύρευαν απ’ την αρχή της βραδυάς… άκουσα να μου λέει ο διπλανός μου. Εγώ νόμιζα ότι σε βρήκαν.

-Ποιο είναι τόνομά σου φίλε μου, τον ρωτώ.

-Μήπως θα ζήσουμε για να το θυμάσαι; Ντίνου, δάσκαλος, απ’ την Ήπειρο.

Τώρα πια έγινε φανερό. Ώστε με ζητούσαν απ’ την αρχή. Όλα ήταν καθαρά: Δεν ήθελαν να δ ω. Ίσως και να μη σκοτωθώ, και τους βάλω σε μπελάδες. Και κατηγορηθούν μετά για «δολοφόνοι». Σάματι οι δήμιοι είναι άγγελοι και μόνο σαν σκοτώνουν συγγραφείς είναι δολοφόνοι. Αργότερα διαπίστωσα ότι η εξαίρεση δεν αφορούσε μόνο εμένα. Ήταν γενική για όλους της κατηγορίας μου. Εγώ «παρεισέφρησα». Ίσως από λάθος τους, ίσως από πείσμα μου απέτυχαν.

[…]

3.

Μας ρίξανε μέσα με κλωτσιές. Ο διάδρομος ήταν σκοτεινός. Σταματήσαμε μπρος σε μιαν άλλη πόρτα. Ένας απ’ τους συνοδούς χτύπησε με τη μαγγούρα. Τα δυο θυρόφυλλα άνοιξαν με πάταγο… Ένα δυνατό άσπρο φως μας έλουσε. Το σκηνικό ήταν λιτό, σκληρό.  Από πάνω δυο χοντρά δοκάρια απ’  όπου κρέμουνταν μερικά θύματα γεμάτα αιματώματα. Ένα καζάνι κρύο νερό ήταν έτοιμο για το ξελυγοθίμισμα. Πιο πέρα ένα καζάνι με βραστό νερό για τα ξεφλουδίσματα. Και γύρω-γύρω οι μισόγυμνοι δήμιοι με λυσσασμένα χαρακτηριστικά παίζανε ασταμάτητα με κάτι συρματόσκοινα. Στα δεξιά ένας μακρόστενος μπάγκος με ένα μπρίκι για καφέ και πέντε στίβες με «δηλώσεις μετανοίας».

Μόλις εμφανίσθηκε η δεκάδα μας έδωσε αμέσως διαταγή να μας υποδεχθούν με τιμητικά μαστιγώματα. Αλλά πού; Πάνω στα ανυπεράσπιστα κορμιά των κρεμασμένων!

Αυτό πούνοιωσα ξαφνικά ήταν πιο δυνατό απ’ τη ζωή μου… Και γι’ αυτό την ξέχασα. Κοίταξα πρώτα τα θύματα, ύστερα τους δημίους, όλην αυτή την κολασμένη ορχήστρα… Και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι μου. Με μια φωνή που μόλις ξεχώρισα πως ήταν δική μου εξακόντισα καταπάνω στο «μαέστρο» της βραδυάς όλα τα επίθετα που μου ήρθαν στο στόμα. Όλους τους χαρακτηρισμούς που μάζευα απ’ την αρχή των παθών.

Ο μισοτρίβος  Αρχιδήμιος απόμεινε σα να κεραυνοβολήθηκε. Πρασίνισε… Άφρισε… Έψαξε για πιστόλι.. Ύστερα τάφησε κι έψαξε για λόγια. Δεν έβρισκε. Τότε άρχισε να βαδίζει, να βαδίζει… να βαδίζει. Τέλος κάτι άρχισε να αρθρώνει.

-Σε δυο λεπτά… είπε χλωμός ψελλίζοντας… σε δυο λεπτά θα πάψεις να μιλάς.

-Δε θα χρειαστεί κανένα λεπτό. Και η περιφρόνησή μου πάει πολύ. Τι περισσότερο μπορείς να μου κάνεις; Λέγε! Πέρα απ’ το να με σκοτώσεις, τι άλλο μπορείς να μου κάνεις;

Άρπαξε να καταξεσκίσει το ρούχο του.

-Ποιος είν’ αυτός; ξεφώνισε ουρλιάζοντας. Ποιος είν’ αυτός που τόλμησε; Ποιος; Τόνομά του! Γρήγορα τόνομά του!

Ένας λοχίας το είπε.

Ο αρχηγός δεν τον άφησε να τελειώσει.

-Αα… Ώστε ήρθες, ε; Ήρθες να δεις! Να καταγράψεις! Ε;

-Ήρθα να πεθάνω.

-Να πεθάνεις; Καλά πέθ… θα πεθ… Ώστε ήρθες για να…

-Είπα: Για να πεθάνω. Τι κατάντημα είν’ αυτό για ένα δήμιο να μην μπορεί να προφέρει μια «επαγγελματική» λέξη!

-Στους προλόγους κ. Συγγραφέα! Στους προλόγους! Μάταια ελπίζεις στον επίλογο. Θα κάνω ό, τι οφείλω. Αλλά πρώτα θα κάνω ό, τι επιθυμώ! Πρώτα θα σου αποδείξω την ασημαντότητά σου. Ναι. Θα αποδείξω ενώπιον όλων ότι είσαι ασήμαντος. Ότι σε αγνοούν! Όλοι!!

Στράφηκε στου δήμιους του:

-Ε, σεις! Απαντήστε του! Εσύ λοχαγέ Μακρυγιάννη!... Κι εσείς οι άλλοι αξιωματικοί… Είσθε όλοι αξιωματικοί μορφωμένοι. Τον ξ έ ρ ε τ ε τον κύριο αυτόν;  Άκουσε κανείς ποτέ αυτό τόνομα;

-Μπρρρ!... κάνανε περιφρονητικά όλοι.

-Ορίστε!... ξεφώνησε θριαμβευτικά. Απ’ όλους μόνο ένας, μόνον εγώ σε ξέρω.

-Θα ήταν αφύσικο να με γνωρίζουν αυτοί, του λέω.

-Και ποιοι τάχα θα πρέπει να σε γνωρίζουν;

-Οι ά ν θ ρ ω π ο ι!...

Άρχισε ξανά να πηγαίνει νευρικά απ’ τη μια άκρη του πάγκου στην άλλη. Το κορμί του όλο κλονίζονταν από σπασμούς.

-Καφέ!... ούρλιαξε σε κάποιον σα να τον έβριζε. Ε συ!... ρωτά τον γιατρό. Εσύ, τον γνωρίζεις; Στάσου. Και πρώτον πώς ονομάζεσαι;

-Νηφόρος Δημήτριος.

-Τον γνωρίζεις;

-Και τον τιμώ.

-Λιανίστε τον!

Ως δέκα πέσανε απάνω του. Μετά στράφηκε στο δάσκαλο.

-Κι εσύ; Τον ξέρεις;

-Και τον διδάσκω στα παιδιά μας.

-Πάρτε τον κι αυτόν. Πάρτε τον να τον θάψετε έξω! Ακόμη κείνος ο καφές;

-Έτοιμος κ. λοχαγἐ…

Τον πήρε, τον ρούφηξε, κάηκε, τον πέταξε…

Κατόπιν στράφηκε στους υπόλοιπους της δεκάδας μας και τους άρχισε ένα λογίδριο σαχλό, λυρικό, με κάτι νερόβραστα βιμπράτα.

-Ακούστε, τους λέει. Εσάς εγώ σας συμπαθώ… Όλους. Αλλά πέραν αυτού και σας λυπάμαι. Ναι σας συμπονώ. Σας συμπονώ διά την άχαρη τύχη να είσθε στην ίδια φάλαγγα με έναν φαρμακευτή. Η στωμυλία του θα πληρωθεί με αιώνια σιωπή… Εσάς… όμως, εσάς δεν σας εκάλεσα εδώ για να σας τιμωρήσω. Όχι. Σας εκάλεσα διά να σας αμείψω. Διότι είσθε θύματα, θύματά του. Έντιμοι χειρωνάκτες και είλωτες των αγρών. Πώς να υψώσω χέρι κατεπάνω σας; Από σας να ζητήσουμε δηλώσεις; Εμείς; Όχι. Θα φύγετε από εδώ τιμημένοι. Αλλά αφού πρώτα επιτελέσετε ένα ιερό χρέος. Το χρέος που έχετε απέναντι στον ίδιο σας τον εαυτό! Να φτύσετε καταπρόσωπο αυτόν τον άνθρωπο. Προσέκτε. Αν αρνηθήτε… Ιδού τι σας περιμένουν. Τα μαρτύρια. Αλλά είμαι πεπεισμένος ότι δε θα λάβετε. Δεν θα με υποχρεώσετε να σας τα δώσω. Λοιπόν ένας-ένας να περνά, να τον φτύνει, και κατόπιν να προχωρεί και να ανεβαίνει εις το πλοίον για το σπίτι του. Χωρίς δηλώσεις, χωρίς ταπεινώσεις, χωρίς διασυρμούς. Μια φτυσιά προς τιμήν σας και προς ατίμωσίν του. Και τώρα εμπρός! Πέρασε συ ο πρώτος. Άφησε τη δήλωση κ. Μακρυγιάννη. Δεν θα κηλιδώσουμε το ιερό χέρι ενός εργάτη. Πέρασε αγαπητέ μου. Έτσι. Φτύσε. Πλήρωσε και φύγε!

Έσυραν έναν αδύνατο, τυραγνισμένον άνθρωπο. Τον φέρανε μπροστά μου πρόσωπο με πρόσωπο.

-Έλα, του φώναξε ο Ξηρουχάκης.

Έκλεισα τα μάτια… Όλη η ζωή μου πήγαινε χαμένη. Αφού δεν μπόρεσα να κερδίσω την ψυχή αυτουνού, που για χάρη του τάφησα όλα.

-Φτύστον! ξανάπε ο Ξηρουχάκης πιο αυστηρά.

(Τι αξία είχε μια φτυσιά μπροστά στη ζωή που του δίνουν πίσω; Μπροστά στη λευτεριά που του χαρίζουν;).

-Φτύστον είπα! ξαναφώναξε ο Αρχηγός.

Κοίταξα άλλη μια φορά τον άνθρωπο που έσυραν μπροστά μου.

-Σε συγχωρώ… του λέω.

Ο άνθρωπος μ’ ένα ξαφνικό ξέσπασμα στράφηκε κατά τον αρχιβασανιστή χωρίς παράπονο, χωρίς επίπληξη, ήμερα.

-Σκοτώστε με… του λέει. Δεν το κάνω.

Ο Ξηρουχάκης ζαλίστηκε. Είπε με πάνινα χείλη:

-Ο άλλος…

-Σκότωσέ με! είπε κι ο άλλος. Δεν το κάνω.

-Εσύ;

-Σκότωσέ με.

Ο Ξηρουχάκης δάγκασε τα χείλη του ως το μάτωμα. Ύστερα στράφηκε κατά τους σμπίρους του:

-Να κατασπαραχθούν όλοι! φώναξε. Κατόπι δείχνοντας εμένα! Θα του μάθω εγώ και ρητορεία και γυμναστική που θα την θυμάται ως την λίγη ώρα που έχει ακόμα να ζήσει.

Τόλεγε μ’ ένα ύφος που θα διάβαζες απάνω του τον οίκτο… ένα βαθύ οίκτο για τον εαυτό του. Μια αμηχανία, ένα θλιβερό κατάντημα.

[…]

4.

Η πόρτα μας ξαφνικά σκοτείνιασε. Ένας όμιλος από παράταιρους ανθρώπους… Δημοσιογράφοι, εκφωνητές, απεσταλμένοι του ξένου τύπου, αντιπρόσωποι του ΟΗΕ.

Έγινε φως! Να ποια έννοια είχαν οι γαλιφιές, οι τσαλαπετεινισμοί, και τα μειδιάματα.

Οι ξένοι μας έδωσαν με πόνο το χέρι. Κάτι κυρίες που ήταν μαζί έβγαλαν τα μαντηλάκια τους. Πραγματικά. Η θέα μας ήταν τρομακτική… Σκιές ντυμένες με χωματόχρωμα ταλαιπωρημένα ρούχα… Ο «Παρθενώνας» τους έγινε Μπούχεμβάλντ.

-Διετάχθην να σας χρησιμεύσω ως Διερμηνέας, μας λέει γλυκά ο συνοδός μας-αξιωματικός.

-Ευχαριστούμε. Εξυπηρετούμεθα μόνοι μας.

Ένας απ’ τους ξένους φαίνεται ότι κάτι μυρίστηκε.

-Είναι με την έγκρισή σας ο κύριος εδώ; μας ρωτά γαλλικά.

-Χωρίς την έγκρισή μας.

-Παρακαλούμε να αποσυρθεί, λέει ευγενικά.

-Είμαι ο Διερμηνέας τους.

-Οι κύριοι μιλούν γαλλικά.

-Τότε να μείνω για τα αγγλικά.

-Τα μιλά ο κ. Φωτιάδης , επεμβαίνω εγώ.

-Όπως βλέπετε… η παρουσία σας, κύριε, είναι περιττή, του λέει ο ξένος και με γαλατικήν αβρότητα του δείχνει την πόρτα.

Δεν ήταν πιο περίλυπος ο Αδάμ την ώρα που τον εξώσανε απ’ τον παράδεισο απ’ τον συνοδό-αξιωματικό μας. Σε λίγο άρχισε η «ανάκριση». Η καλοπροαίρετη, χωρίς παγίδες και στρεψόδικα κλωθογυρίσματα. Μας είπαν, στην αρχή, πως ήρθαν προσκεκλημένοι απ’ τον ανώτερο Διοικητή για να παρακολουθήσουν τη διεξαγωγή των εκλογών. Αλλά στο περιθώριο της δραστηριότητάς τους ζήτησαν νάχουν μια συνάντηση μαζί μας πρώτα για να δουν ό, τι γίνεται και δεύτερο να πάρουν από πρώτο χέρι μια εικόνα της ογδόης Δεκεμβρίου.

Τους δώσαμε την εικόνα. Ακριβώς με τα χρώματα που την ζήσαμε. Αλλά εσύ καλέ μου αναγνώστη την ξέρεις, την έζησες μαζί μου και δεν χρειάζεται να την διαβάσεις. Εξάλλου βιάζομαι. Βιάζομαι να φύγω απ’ αυτή τη μέρα, απ’ αυτόν τον τόπο. Βιάζομαι να ξαναγυρίσω στη ζωή. Αν υπάρχει πια για μένα ζωή, κι αν θα με γνωρίσει, αν θα με δεχθεί ανάμεσά της, ή θα με ξεπεράσει και θα φύγει.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Ο άγγελος με τα γύψινα φτερά (Σαρκοφάγοι ΙΙΙ)

……………………………………

Στην παραπάνω φωτογραφία, όπου εικονίζεται κάτω αριστερά ο Μενέλαος Λουντέμης, είναι από εδώ:

http://erodotos.wordpress.com/2011/07/21/makronisos-ylika/

 

 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
17 Φεβρουαρίου 2014, 11:01
Με την ποίηση
Το ποίημα της εβδομάδας  

Με την ποίηση

δεν ονομάζεις τα πράγματα

δεν επισκέπτεσαι παράφορους τόπους

δεν ψάχνεις μέσα στα γεγονότα

να βρεις τα ίχνη μιας δύναμης

που τη λένε μοίρα ή σύμπτωση

δεν αντιλαλείς κανέναν ήχο

από σπάνια συναισθήματα

ή αόρατα τρομερά πουλιά.

Με την ποίηση

κομματιάζεις τα χέρια σου

δανείζεις την καρδιά σου στο τίποτα

κι έχεις τη βεβαιότητα

πως αλλάζεις τη θέση των άστρων.

 

ΤΑΣΟΣ ΡΟΥΣΣΟΣ

.......................

Καλή εβδομάδα : )

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
14 Φεβρουαρίου 2014, 14:50
Μέλιος+Αγράμπελη
Μενέλαος Λουντέμης  

Άμα πεινάς, το ξέρεις. Φωνάζουνε τα σπλάχνα σου. Άμα κρυώνεις το ίδιο. Άμα αγαπάς, πώς να το καταλάβεις; Γιατί: τι είναι η αγάπη; Κάποιος πήγε να πει κάτι και δεν είπε τίποτα. Είπε πως είναι κάτι σα φωτιά. Μα είναι; Άλλος είπε πάλι, πως είναι δροσούλα, άλλος σα δοξαριά. Τι είναι, τέλος πάντων… Κι αν, πάλι, αγάπη είναι κ ά τ  ι που το λένε «αγάπη», είναι αυτό η αγάπη;

Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά;

Ένα πουλάκι κελαηδά ολομόναχο σ’ ένα έρημο δάσος… Αν δεν τ’ ακούσει κανείς… είναι κελάηδηγμα; Κι είναι μπορετό να κελαηδήσει γλυκά ένα ολομόναχο πουλάκι, αν δεν υπάρχει πίσω από κάποιο φύλλο το αυτάκι ενός άλλου πουλιού;

Πήγαν κι οι σοφοί να πούνε κάτι πάνω σ’ αυτό, και τα κάνανε θάλασσα. Αυτοί, γι’ αγάπη!... Τα μωρά ξέρουνε περισσότερα.

Ένα λουλούδι είπε: «Αγάπη; είμαι εγώ». Τρελένεσαι με τέτοια καμώματα. Ένας «Πέρσης» θα πει αυτό είναι «τρίχα». Ένας βαρκάρης θ’ αφήσει τα κουπιά και θα σκουπίσει το κούτελό του. Δε θα ξέρει να πει τίποτα. Μπορεί α υ τ ό να είναι αγάπη. Μα είναι; Ποιος να του το πει;

Όσο έχεις κάτι μέσα σου και δε χρειάζεται να το πεις, το έχεις και ησυχάζεις. Σε καίει… Σε λιώνει… Εσύ το βλέπεις. Κι αντί να βάλεις τα κλάματα, το ρίχνεις στο τραγούδι. Είσαι μεθυσμένος, και δεν έχεις πιει ούτε στάλα!

Αυτό το «πράμα» πρέπει να σκάβεις μέσα σου μια λακκούβα να το θάβεις, κι ό, τι βρέξει. Μην το λες πουθενά. Άσ’ το να σε κάψει. Θα ξέρεις ότι χάνεσαι λίγο λίγο από μια αρρώστια που δεν ξέρεις τ’ όνομά της. Θα ξέρεις όμως ότι είναι μια αρρώστια, που σε κάνει όμορφο. Ομορφαίνεις και πεθαίνεις… Κι όταν θα νομίσεις ότι πέθανες… θα ‘χει τελειώσει η αρρώστια. Θα είσαι ζωντανός, μα θα είσαι άσκημος. Θα ‘χεις φριχτά ασκημίσει. Αλήθεια… αυτό είναι η αγάπη; Όποιος αγαπά δεν μπορεί να το πει. Κι όποιος δεν αγαπά, δεν το ξέρει.

Ο Μέλιος ένα πράμα μόνο ξέρει. Πως θέλει κ ά τ ι να πει. Κι ένα πράμα μόνο θέλει: να το πει σε κείνην.

Κείνη τη λένε Αγράμπελη, αλλά αυτό που θέλει να πει, πώς το λένε;

Τη νύχτα η φλόγα του λυχναριού τρέμει σαν πεταλούδα. Στρώνεται ξανά να τη συλλογιστεί. Πρέπει να τα πει. Μα πώς; Φέρνει βόλτες γύρω απ’ όλη της την ύπαρξη, ώσπου να ζαλιστεί. Ύστερα παίρνει να της γράψει: «Αγράμπελη». Τι ωραία θα ήταν, να μπορούσε να σταματήσει εδώ… «Στο χωριό τώρα είναι άνοιξη… Τα χόρτα είναι πολύ ψηλά. (Γιατί το είπε τώρα αυτό; Τι σχέση έχει, που τα χόρτα είναι ψηλά;). Ν’αγαπάς και τα χόρτα να είναι ψηλά… Ήθελα να σου πω για το φεγγάρι. Από δω είναι πολύ ωραίο. Ξέρεις;… Μια μέρα στο χωριό ήρθε ένας μ’ ένα βιολί. Το βράδι έπαιξε στο καφενείο. Οι χωριάτες πίνανε και λέγανε «αχ…». Τραγουδούσαν κιόλα με κάτι λυπημένα μάτια. Στο τέλος ο μουσικός πήρε το βιολί στην αγκαλιά, το φιλούσε κι έκλαιγε «Πολυξένη… Αχ, Πολυξένη…», έλεγε, ύστερα αποκοιμήθηκε στην καρέκλα. Μα τα χείλη του έλεγαν ακόμα μόνα τους… «Πολυξένη… Πολυξένη… Πολυξένη…».

Το πρωί τον ρώτησαν, τι του είχε κάνει αυτή η Πολυξένη; Είπε: «κάτι μου έκλεψε». Πρώτη φορά έβλεπα κάποιον να τον κλέβουν κι κείνος ν’ αγαπά τον κλέφτη.

Οι χωριάτες ησυχάσανε απ’ την απάντησή του και δεν τον ξαναρώτησαν. Εγώ όμως έσκασα. Παραφύλαξα λοιπόν να τον πετύχω μόνον. «Μπάρμπα… του λέω, τι σου ‘κλεψε;». –«Ποια; Η Πολυξένη;». –«Ναι, τι σου ‘κλεψε και κάνεις έτσι;». –«Τι μου ‘κλεψε; Μια κ λ ω σ τ ή…». –«Και τι ψυχή έχει μια κλωστή;». –«Έχει, παιδί μου, έχει… Άσε, να μεγαλώσεις και θα μάθεις. Καπνίζεις;». –«Όχι». –«Βλέπεις να κάνεις τίποτις ο καπνός;». –«Ναι, βήχα…». –«Άσε, θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις…». Δεν ξέρω τι πουν αυτά… Αγράμπελη, μα έχω σκοπό, άμα μεγαλώσω, να πάρω ένα βιολί. Τα καφενείς είναι γιομάτα χωριάτες, που λένε «αχ…».

Αγράμπελη… δεν ήξερα τι να κάνω. Μα δεν μπορούσα να μη σου γράψω. Θυμάμαι έναν Παραπονιάρη. Τώρα το παραμύθι κείνο είναι πολύ μακριά, αλλά είναι παντού τόσα αγόρια… Δε θέλω να σου θυμίσω το γάμο μας, αλλά εγώ δεν τον ξεχνώ ποτέ. Γράψε μου αν σου αρέσουν ακόμη τ’ άλογα… γιατί είμαι αποφασισμένος να πάρω ένα. Θα γράψω ένα βιβλίο και θα κερδίσω πολλά λεφτά, και αυτά θα γίνουν όλα. Σε παρακαλώ, όμως, να μην το μάθει κανείς. Θέλω να ‘χουμε το μυστικό μας μόνο εμείς οι δυό. Τώρα πια τα ‘μαθες όλα. Ό, τι έχω θα σ’ τα λέω όλα.

Έχω κι άλλο μεγάλο σχέδιο. Το καλοκαίρι που θα κλείσουνε τα σκολειά, θ’ ανέβω στα βουνά, να κάνω το δάσκαλο στα βλαχάκια. Είναι κανονισμένο αυτό και μόνο τη δική σου γνώμη θέλω. Όλα σ’ τα είπα, Αγράμπελη… Προχτές πήγα να κάνω σε κάποιον κάτι κακό. Τότε σε θυμήθηκα και ντράπηκα. Θέλω να με συχωρέσεις, Αγράμπελη, γι’ αυτό που έκανα, κι εγώ θα κάνω ό, τι θέλεις. Θέλω να τελειώσω το γράμμα μου και δεν μπορώ. Μοναχά να ξέρεις ότι δεν έχω κανέναν άλλον στον κόσμο… και πως ό, τι και να μου κάνουνε, εγώ δε θα θυμώνω, γιατί θα θυμάμαι εσένα. Δε θα κοιμηθώ όλη τη νύχτα. Θα περιμένω το γράμμα σου».

Το δίπλωσε και τ’ ακούμπησε στην καρδιά του. Ό, τι ήθελε, ας γινότανε. Κείνος θα της το ‘δινε, κι ας ρήμαζαν όλα. Να της το δώσει. Μα πώς, όμως; Πώς;

Να τη σταματήσεις στο δρόμο και να της πεις «πάρ’ το, αυτό είναι για σένα» και κείνη να κοκκινίσει, να γίνει παπαρούνα, να μπερδευτούνε, να μην ξέρουνε τι να κάνουνε…

Αδύνατο. Μα τότε λοιπόν; Τίποτε. Εδώ χρειαζότανε μια απόφαση γερή και γλήγορη. Θα ‘γραφε στο πανώγραμμα φαρδιά-πλατιά τ’ όνομά της και θα το ‘βαζε κρυφά μες στα βιβλία της… κι από κει κι ύστερα ας αποφάσιζε ο θεός και οι άγγελοι –που κάνουνε πως δεν ξέρουνε τίποτα και τα ξέρουνε όλα. Κι έτσι κι έγινε. Μα, μόλις τα ταχτοποίησε όλα και κατέβηκε στο διάλειμμα, άρχισαν να τον κυνηγάνε οι φόβοι. Αν το γράμμα παράπεφτε; Αν, πριν το πάρει κείνη στα χέρια της, πριν το δει, το μυριζότανε καμιά άλλη; Οι φόβοι άρχισαν να τον αγκυλόνουνε σαν καυτά σουβλιά. Σκέψου… Τα γλυκά του «φυλαχτά», αυτά που δεν ήθελε ούτε να τα μαντέψουν, να τα πάρουν ξένα χέρια, να τα σέρνουν οι ξένες βρώμικες γλώσσες, να τα ξεφτιλίζουν στους δρόμους. Να… τώρα, αυτές οι «κουβάρες» των κοριτσιών είναι δυνατό να κάνουν τίποτα άλλο;… Σκαρώνουν κι όλας τη συνομωσία. Αδύνατο πια να ξαναπατήσει σ’ αυτό το σκολειό. Κι έπρεπε να φύγει κι απ’ την πόλη, το δίχως άλλο. Όμορφα γραμματάκια… Αντίο. Αλλά δεν μπορούσε να μην της το γράψει κείνο το γράμμα. Πώς το λένε! Δεν μπορούσε να μην της το στείλει… Δεν μπορούσε τα λουλούδια να μοσκοβολάνε τόσο πολύ, το ποτάμι να κυλά τόσο αθώα, κείνος να ‘χει σκοπό να γράψει ένα βιβλίο, ν’ αγοράσει άλογο, να πάρει βιολί… και κείνη να μην ξέρει τίποτα… Πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Όχι. Καλύτερα που ήρθε έτσι. Καλύτερα να το μάθαιναν κι όλοι οι άλλοι, παρά να μην το ξέρει ούτε α υ τ ή.

Αυτή τη στιγμή κείνη δεν ξέρει τίποτα. Κάνει περίπατο «αλαμπρατσέτα» με την Καλιοντζή και μιλά μαζί της χαμηλά χαμηλά. Τι της λέει, και πάνε να της φύγουν τα γυαλιά απ’ το τέντωμα των ματιών της; Αχ… αν ήξερε! Θ’ ανέβαινε τώρα απάνω και θα ‘τρεχε στο θρανίο της, όπως το διψασμένο αρνάκι στο νερό. Θα το ‘κανε αλήθεια –για στάσου- θα τα ‘κανε αυτά, κείνο το πουλί, για κείνον; Γιατί; Τι τον είχε;

«Τον βλέπετε αυτόν με το ντρίλι; Μου ‘στειλε γράμμα για γάμο. Εγώ αυτόν; Ας γελάσω χα χα χα…». Να ποια ήταν η τραγωδία… Νομίζεις, κύριε, ότι έχει τόσο ωραία μάτια, για να κοιτάζουν εσένα; Η τάξη είναι γιομάτη ομορφόπαιδα. Οι τσέπες τους κουδουνίζουν σαν εκκλησιές. Δεν είναι ψέμα. Κερνοβολάνε όλη την τάξη, και μερικές φορές πετάνε και καμιά πόστα απ’ το παράθυρο, έτσι για να δείξουνε ότι για τα λεφτά δεν τους νοιάζει.

Είναι κι ένας με ωραία χωρίστρα, μαλλιά ξανθά, με σταχτιά μάτια και με στόμα… να, σαν κόκκινο κεράσι. Τον λένε Κοντολέων. Το ξέρει πως όλες μιλούν γι’ αυτόν. Αφήνει να τον διαλέγουν όλες κρυφά για δικό τους, και κείνος δε διαλέγει καμιά. Ξέρει τη δύναμή του, και γι’ αυτό περπατά ψηλομύτικα και σφυρίζει. Άμα θέλει αυτός, έτσι δα να κάνει, σου την κάνει τη Σταμίρη να τρέχει ξοπίσω του, σαν κουταβάκι δεμένο απ’ την αλυσίδα του.

Σ’ αυτόν θα πάει πρώτο να δείξει το γράμμα. «Κοίταξε, τι μου ‘γραψε αυτός. Τι τα πέρασε τα μούτρα του; Αυτό θέλω να ξέρω». Ο Κοντολέων θα νιώσει μια ξιπασμένη λύπη γι’ αυτόν και θα τον κάνει να σκίσει τα ρούχα του. Μεγάλες συμφορές τον βρήκαν τον καημένο το Μέλιο. Ήταν για να σκάσει… Μα τον λυπήθηκε ο μπαρμπα-Θόδος και χτύπησε την κουδούνα.

Ώσπου να φτάσει στην τάξη, κόντεψε να χάσει στη σκάλα την ψυχή του. Κάθισε στο θρανίο σαν κατηγορούμενος. Σε λιγο έφτασε η ώρα να μπουν και τα κορίτσια. Αυτή ήταν η πιο μεγάλη στιγμή της ζωής του. Η ματιά, που θ’ άλλαζαν στο σύντομα πέρασμά της, του ‘φτανε για όλη τη μέρα, και για όλη τη νύχτα. Του έφτανε να πλαγιάσει νηστικός και να κοιμηθεί σαν ευτυχισμένος θεός.

Πέρασε… Πρώτα προχωρούσε το γλυκό της άρωμα, κατόπι αυτή. Μα… Θεέ μου… τον κοίταξε; Τι έγινε; Πώς μπερδεύτηκε σήμερα έτσι; τον κοίταξε, ή όχι; Σκότωνε, έδερνε το νου του. Πώς δεν πρόσεξε αυτό το σημαντικό πράμα; Πώς του ξέφυγε έτσι σαν αστραπή;

Γύρισε πίσω κάτι δραματικά μάτια. Κείνη ήταν κατάχλωμη και κοιτούσε επίμονα και συλλογισμένα τον αντικρινό της τοίχο. Έχωσε το λαιμό της στο γιακά του. Τώρα θα σήκωνε το χέρι της και θα τον μαρτυρούσε. Ξανακοίταξε. Κείνη ακριβώς την ώρα κάτι είχε σκύψει να της πει η Καλιοντζή και κείνη την έσπρωξε με τον αγκώνα της νευριασμένα. Μα δεν ήταν πια χλωμή. Ήταν κόκκινη σα ρόδι. Ας τελείωνε και αυτή η ώρα… Ο μπαρμπα-Θόδος έχει το νου του να ποτίζει φλισκούνι τη Ζουμπουλιά, και διόλου δε σκέφτεται τι τραβάει ο φίλος του απάνω. Ας τελείωνε η ώρα. Πότε, λοιπόν θα τελείωνε κι αυτή η ώρα; Πώς τεμπέλιασαν και ψόφησαν, έτσι ξαφνικά, όλα; Πώς παραξένιασε ο κόσμος; Να, τώρα θα έπρεπε να σηκωθεί ο μπαρμπα-Θόδος, να τινάξει τη φουστάνα του, να στρώσει λίγο το μουστάκι του και ν’ αρπάξει την κουδούνα. Φταίει ο Αλμπέρ… Το βρήκε! Αυτός φταίει, που σβαρνάει το μάθημά του σαν τροκάνα… Σε μια στιγμή τα μικρά του ματάκια σταμάτησαν απάνου του… «Τι έχεις, λοιπόν, mon ami;». –«Βιάσου… βιάσου… βιάσου… φώναζαν τα μάτια του Μέλιου… Βιάσου! Τίποτ’ άλλο».

Τα ματάκια ρωτούσαν πάντα ανήσυχα και συμπονετικά. Κρίμα… τόσα αδερφικά μάτια και να μην ξέρουν καλά ελληνικά.

Τέλος η κουδούνα φώναξε με την πιο σκληρή της φωνή.

-«Entracte», είπε ο Αλμπέρ. Περάστε ευγενικά όλοι εις το αντράκτ.

Οι «Πέρσες» χύθηκαν σαν τρόχαλα.

-Γλυκά… φώναζε ο Αλμπέρ. Βαδίζετε γ λ υ κ ά…

Κανείς δεν έβγαζε τι πήγαινε να πει αυτό. Αλλά όλοι τον καταλάβαιναν.

«Ναι»… είπε η Αγράμπελη, καθώς περνούσε. Η φωνή της έτρεμε σαν τέλι. Ο Μέλιος κοίταξε μην το ‘λεγε στην Καλιοντζή. Όχι. Η Καλιοντζή ήταν πίσω. Τότε;… σ’ αυτόν; Όχι. Δεν το έλεγε σ’ αυτόν; Η τάξη άδειαζε. Τι ήθελε να πει με κείνο το «ναι..» της;

Στο δρόμο βάδιζε σα διαλυμένος ίσκιος. Σ’ έναν καθρέφτη είδε τα μάτια του. Τι κρεμασμένα που ήταν… Κάποτε είχε δει ένα πρόβατο, που του περνούσαν μαχαίρι. Τα μάτια του δεν ήταν τόσο πολύ κρεμασμένα. Όλη την ημέρα ο Μέλιος κλωθογύριζε σαν πουλί που το τυφλώσανε. Δεν άγγιξε ούτε ψίχουλο. Μόνο σε κάνα δυό βρύσες πήγε και ποτίστηκε. Οι βρύσες της πολιτείας τρέχανε καλόγνωμα για όλους. Μπούζια ήταν τα νερά τους τώρα την άνοιξη. Μερικές τραγουδούσαν κιόλας κάτι βουνίσια λιανοτράγουδα. Τα μεσάνυχτα πάλι γουργούριζαν σα νεροφίδες. Είχε μαζί τους γνωριμίες… Από τότε που νυχτοπερπάταγε, φορτωμένος απ’ τα πρωινά βάσανα της ζωής.

Από τότε που τον πήραν οι δρόμοι, στρατιωτάκι του πρώιμου πόνου, έτσι όπως γύρευε να τινάξει από πάνω του την πέτρα που τον σκέπαζε.

Κα τώρα ήρθε η αγάπη. Ήταν πιο βαριά. Πιο αβάσταχτη. Κάτι σαν αναμμένο μαχαίρι, και σα χάιδεμα με σπαρτίνες και γαρούφαλα. Δυνατό σα μπόρα και μαλακό σαν αφρός. Τραγούδι, σφάξιμο, και παραζάλη. Αβέβαιο σαν κύμα, και σίγουρο σαν την ανατολή. Ό, τι πεις κι ό, τι δεν πεις… Κοντινό σαν το χέρι σου και μακρινό σαν άστρο.

Η γριούλα στο σπίτι του έκανε τη «γητειά». –«Καλύτερα να πήγαινε κανείς από βόλι, παρά από “αβάσκαμα”». Έτσι έλεγε. Έβαλε σ’ ένα πιάτο καθαρό νερό, μουρμούρισε με πόνο κάτι, ύστερα βούτηξε το δάκτυλό της στο λάδι και το ‘σταξε πάνω απ’ το πιάτο. Ευθύς τα μάτια της γούρλωσαν κι άρχισε να κάνει το σταυρό της και να ευχαριστάει το Θεό.

-Δόξα σοι ο Θεός… Δόξα σοι ο Θεός… Δόξα σοι ο Θεός, έλεγε. Ποποπό, κοίτα ένα μάτι! Μπα, που να της έβγει σαν πεταλίδα, όποια και να το ‘κανε –ήμαρτον!

-Τι είναι, γιαγιά;

-Τι είναι… Αμ, δε γλέπεις; Το λάδι σκόρπισε σαν μπαρούτι. Καλά που το προφτάξαμε, αλλιώς θα ‘κανε «πατ», έχω δει κι άλλα τέτοια.

Έτρεξε κι η Ερασμία, σαν ανήσυχο πουλί, κι έσκυψε από πάνω του.

-Τι σε έτρεξε, τζιεράκι μου; Να σε κάνουμε κατιτίς, να γιάνεις. Μεγάλωσες πια. Κι έτσι τζιλβελής που γίνηκες, «τραβάς». Σε αφήνει, ύστερις, το κακό μάτι; Πώς να σ’ αφήκει, για…;

Ο Μέλιος δεν ήταν η πρώτη φορά που άκουε για το «κακό μάτι» μα το ίδιο, ως τότε, δεν τον είχε πειράξει ποτές. Στο χωριό σκάζανε, δαμάλια, απορρίχνανε γυναίκες, αρρώσταιναν κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά. Το κακό μάτι το ‘χε μια χηρευάμενη, που της θέρισε το σόι της όλο ο Χάρος. Κανένας δεν την άφηνε να ζυγώσει σε σπίτι. Μα το μάτι κείνης δούλευε όξω, στο δρόμο.

Οι δυό γυναίκες, σαν τελειώσαν τις «γητειές», τον καπνίσανε με χριστολούλουδα, που είχαν πάρει απ’ τον Επιτάφιο, και κατόπιν τον βάλανε να γείρει στο μιντέρι και του αρχίσανε τα κανακέματα.

-Ως αύριο το πρωί θα είσαι γερός σαν το μπρισίμι… του είπε η Ερασμώ.

-Κι αν δε γιάνω;

Τότε η Ερασμώ έσκυψε το κεφάλι της χαμηλά.

-Τότε θα είναι σεβντάς, φως μου, σεβντάς, σεβντάς…

-Τι θα πει αυτό;

-Έρως, αγοράκι μου… Έρως… Έρως… Αχ…

............................

 ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Ένα παιδί μετράει τ' άστρα

- Στείλε Σχόλιο
13 Φεβρουαρίου 2014, 20:10
Το κρασί των δειλών
Μενέλαος Λουντέμης  

… Η φύση κάνει τρομερά λάθη. Έστειλε στον κόσμο τους τραγικούς μας τότε που έλειπαν όλες οι τραγωδίες. Κι αναγκάστηκαν οι άνθρωποι να χωθούν ως το λαιμό μες στις σκόνες της Μυθολογίας για να βρουν θέματα. Και σήμερα… Σήμερα που οι τραγωδίες βγήκαν στο δρόμο και ζητούν συγγραφείς, δεν υπάρχει κανένας. Το τονίζω: Κανένας. Κάθε εποχή, λένε, φκιάχνει τους μεγάλους της σύμφωνα με το δικό της ανάστημα. Βλακείες. Ορίστε, ερχόμαστε στην εποχή μας. Μικρή είναι η εποχή μας; Και όμως πού είναι οι μεγάλοι της; Δεν υπάρχουν ούτε μέτριοι. Ζούμε την εποχή των μεγάλων γεγονότων και τον μικρών ανδρών. Κοιτάξτε απ’ άκρη σ’ άκρη τον πλανήτη μας. Τι συμβαίνει; Οι λαϊκές πλημμύρες σπάζουν τα φράγματα. Η οργή δεν έχει που να πάει. Κι οι οδηγοί απουσιάζουν. Πέθαναν όλοι στις ακατάλληλες γι’ αυτούς εποχές τους. Το τονίζω άλλη μία φορά. Η εποχή μας είναι μια μεγάλη αδικημένη…

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Το κρασί των δειλών

1 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
10 Φεβρουαρίου 2014, 22:00
ΤΟ ΧΡΕΟΣ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ
Το ποίημα της εβδομάδας  

Πολλά ποιήματα είναι ποτάμια.

Άλλα είναι χαμολούλουδα σε βραδινό κάμπο.

Άλλα είναι σαν πέτρες που δε χτίζουν τίποτα.

 

Πολλοί στίχοι είναι σα στρατιώτες έτοιμοι για τη μάχη.

Άλλοι σα λιποτάχτες κρυμμένοι πίσω απ’ τ’ ανθισμένα δέντρα.

Άλλοι σαν άγνωστοι στρατιώτες που δεν έχουν πρόσωπο.

 

Πολλά ποιήματα φωνάζουν δυνατά χωρίς ν’ ακούγονται.

Άλλα σωπαίνουνε με σταυρωμένα χέρια.

Άλλα σταυρώνονται και μιλούν σταυρωμένα.

 

Πολλοί στίχοι είναι σαν εργαλεία.

Εργαλεία σκουριασμένα, ριγμένα στο χώμα.

Κι άλλα καινούργια που δουλεύουν το χώμα.

 

Πολλά ποιήματα είναι σαν όπλα-

όπλα πεταμένα στο χώμα

κι όπλα στραμμένα στην καρδιά του εχθρού.

 

Πολλοί στίχοι στέκονται πίσω απ’ τη σιωπή

σαν τα χλωμά παιδιά πίσω απ’ τα τζάμια ενός ορφανοτροφείου-

κοιτάζουν μακριά, μες στη βροχή –δεν ξέρουν τι να κάνουν, πού να πάνε.

 

Πολλά ποιήματα είναι σα δέντρα

άλλα σαν κυπαρίσσια σ’ ένα λιόγερμα θλίψης

άλλα σα δέντρα οπωροφόρα σ’ ένα κολχόζ.

 

Πολλοί  στίχοι είναι σαν πόρτες-

πόρτες κλειστές σ’ ερημωμένα σπίτια

και πόρτες ανοιχτές σε ήμερες συγυρισμένες ψυχές.

 

Είναι και μαύρες πόρτες καμένες σε μια πυρκαιά,

κι άλλες τιναγμένες από μιαν έκρηξη

κι άλλες που μεταφέρουν ένα σκοτωμένο σύντροφο.

 

Υπάρχουν ποιήματα που καλπάζουν μες στο χρόνο

σαν το κόκκινο ιππικό του Σμυρνένσκη

ποιήματα καβαλλάρηδες που αφήνουν τα γκέμια και πιάνουν την αξίνα.

 

Πολλά ποιήματα γονατίζουν στη μέση του δρόμου,

πολλά ποιήματα άνεργα μ’ αδούλευτα χέρια,

πολλά ποιήματα εργάτες που ξεπερνούν χίλιες φορές τη νόρμα τους.

 

Υπάρχουν στίχοι σα δαντέλες στο λαιμό των κοριτσιών

ή σα δαχτυλιδόπετρες με μικρές μυστικές παραστάσεις

κι άλλοι που πλαταγίζουν ψηλά σα ρωμαλέες σημαίες.

 

Πολλά ποιήματα μένουν αργά τη νύχτα μες στην ερημιά’

βρέχουν κάθε τόσο τα τέσσερα δάχτυλα των στίχων τους σ’ ένα ρυάκι,

ύστερα χάνονται ονειροπαρμένοι μες στο δάσος και πια δεν επιστρέφουν.

 

Πολλοί στίχοι είναι σαν αργυρές κλωστές

δεμένες στα καμπανάκια των άστρων-

αν τους τραβήξεις, μια ασημένια κωδωνοκρουσία δονεί τον ορίζοντα.

 

Πολλά ποιήματα βουλιάζουν μες στην ίδια τους τη λάμψη,

περήφανα ποιήματα’  δεν καταδέχονται τίποτα να πουν.

Ξέρω πολλά ποιήματα που πνίγηκαν στο χρυσό πηγάδι της σελήνης.

 

Ένα σωστό ποίημα ποτέ δεν καθυστερεί σε μια γωνιά του ρεμβασμού.

Είναι πάντα στην ώρα του σαν τον συνειδητό, πρόθυμο εργάτη

είναι ένας έτοιμος στρατιώτης που λέει παρών στο πρώτο κάλεσμα της

εποχής του.

 

Κάποτε οι ποιητές μοιάζουνε με πουλιά μες στο δάσος του χρόνου,

οι άλμπατρος του Μπωντλαίρ, τα κοράκια του Πόε,

κάποτε σα σπουργίτια μες στο χιόνι ή σαν αητοί ψηλά σ’ απόκρημνα ιδανικά.

 

Υπάρχουν και ποιήματα όμορφα σαν τα πουλιά Γκλουχάρ-

το Μάη και τον Απρίλη πνίγονται μες στο ίδιο τους το ερωτικό τραγούδι

πνίγονται μες στη μελωδία τους και κουφαίνονται.

 

Το Μάη και τον Απρίλη τα χαράματα

μες στην κρυστάλλινη δροσιά του δάσους

βγαίνουν οι κυνηγοί με τα ντουφέκια τους και τα γκλουχάρ δεν τους

ακούνε.

 

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, αδέρφια μου,

ας κρατάμε τ’ αυτί μας στυλωμένο στο γυαλί της σιωπής,-

τα βήματα του εχθρού και του φίλου μας μοιάζουν στο θαμπόφωτο του

δάσους. Πρέπει να διακρίνουμε.

 

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές, μη και βουλιάξουμε μέσα στο τραγούδι μας

και μη μας εύρει ανέτοιμους η μεγάλη ώρα,

-ένας ποιητής δίνει παρών στο πρώτο κάλεσμα της εποχής του.

 

Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω απ’ τις σκάλες των αιώνων

ταριχευμένα, ωραία κι ανώφελα πουλιά σαν τα γκλουχάρ εκείνα

τα γαλαζόμαυρα μες στους βασιλικούς διαδρόμους της Μπιστρίτζας.

 

Σαν τα γκλουχάρ εκείνα με τα δυό φτερά τους σταυρωμένα,

σιωπηλά, πένθιμα, ταριχευμένα –διακόσμηση ξένων παλατιών-

με τα μάτια δυο μάταιες στρογγυλές απορίες κάτω απ’ τα κόκκινα φρύδια τους.

 

Το νου σας, σύντροφοι ποιητές,- ένας ποιητής

είναι ένας εργάτης στο πόστο του, ένας στρατιώτης στη βάρδια του,

ένας υπεύθυνος αρχηγός μπροστά στις δημοκρατικές στρατιές των στίχων.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

- Στείλε Σχόλιο
08 Φεβρουαρίου 2014, 15:52
Οδός Αβύσσου Αριθμός 0
Μενέλαος Λουντέμης  

…Τα τελευταία τούτα χρόνια στον τόπο αυτό ειπώθηκαν τα χειρότερα ψέματα της Ιστορίας. Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπουνταν τα στόματα που τα ‘λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόμφου, φτηνού λυρισμού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας… Τι φιλοπατρία είναι αυτή όταν οι πατριώτες πέθαιναν στο όνομα της Πατρίδας σαν προδότες; Και μόνο οι αρχαίες τραγωδίες μας –για πρώτη φορά στον τόπο που γεννήθηκαν- χλόμιαναν και μίκρυναν γιατί τις είχε ξεπεράσει η ζ ω ή. Τέλος.
……….
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Οδός Αβύσσου Αριθμός 0

- Στείλε Σχόλιο
07 Φεβρουαρίου 2014, 10:19
Το σπίτι που παίζει μουσική όταν βρέχει!
Παράξενα και όμορφα  

Νομίζω ότι αυτό είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κτίρια του κόσμου!

Πρόκειται για ένα σπίτι στο Neustadt Kunsthofpassage, που στον εξωτερικό του τοίχο, έχει ένα πολύχρωμο σύστημα αποστράγγισης με υδροροές. Όταν βρέχει, οι σταγόνες της βροχής σε συνδυασμό με τα μουσικά όργανα που βρίσκονται στις υδροροές, συνθέτουν μια γοητευτική ορχήστρα...

  Το Funnel Wall είναι ένα από τα πιο παράξενα και πιο απολαυστικά αξιοθέατα στην περιοχή φοιτητική περιοχή της Δρέσδης στη Γερμανία.

………….

http://www.athensbars.gr/music/spiti-poy-paizei-moysiki-otan-vrehei

 

4 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
05 Φεβρουαρίου 2014, 14:59
Τα παιχνίδια του Φλεβάρη
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Όταν γεννήθηκε ο Φλεβάρης, ο αδερφός του ο Γενάρης του έκανε δώρο ένα μπαλάκι από χιόνι.

-Τρώγε να μεγαλώσεις, για να μπορείς να παίξεις με τον αδερφό σου, του έλεγε κάθε τόσο η μαμά του. Μόλις μάθεις να τρέχεις, θα παίξετε χιονοπόλεμο, κυνηγητό και κρυφτό.

Ο Φλεβάρης, ωστόσο, αργούσε να μάθει να τρέχει.  Ούτε να περπατήσει καλά καλά δεν μπορούσε. Το γιατί δεν το είχε προσέξει κανείς στην αρχή. Έπειτα, πρώτος το παρατήρησε ο πατέρας του, ο Χειμώνας.

-Γυναίκα, είπε στην Παγωνιά. Το παιδί μας το δεύτερο θαρρώ πως γεννήθηκε λίγο κουτσό. Να δεις που δε θα μπορέσει να τρέξει ένας μήνας κανονικός…

-Να φωνάξουμε γρήγορα ένα γιατρό!, ανησύχησε η Παγωνιά. Να φέρουμε τον καλύτερο!

Έτσι, ο Χειμώνας φώναξε τον πατέρα του, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει πως ο πιο καλός γιατρός είν΄ ο Χρόνος.

-Μην ανησυχείτε, είπε ο παππούς Χρόνος, σαν είδε του Φλεβάρη τα πόδια. Ο Φλεβάρης μπορεί να είναι λίγο κουτσός, αλλά δε θ΄  αργήσει να μάθει να περπατάει. Κι αν δεν μπορέσει να τρέξει όσο οι άλλοι, ε, δεν πειράζει… Έχει άλλα χαρίσματα.  Γεννήθηκε για να κάνει τον κόσμο να χαίρεται και να ναι κι ο ίδιος ευτυχισμένος!

-Κυνηγητό και κρυφτό θα μπορεί να παίξει;, ρώτησε ανήσυχος ο Γενάρης.

-Θα μπορεί!, βεβαίωσε ο Χρόνος. Μόνο που θα παίζει αλλιώτικα όλα τα παιχνίδια.

Ο Φλεβάρης δε γινόταν, βέβαια, να τρέξει, έτρεχε όμως η σκέψη του. Κατάλαβε, λοιπόν, τι συλλογιζόταν ο αδερφός του και είπε:

-Θέλεις να παίξουμε χαρτοπόλεμο αντί χιονοπόλεμο;

-Δηλαδή;, δεν κατάλαβε ο Γενάρης.

-Θα δεις, έκανε κείνος όλο μυστήριο. Και φώναξε τον Άνεμο που περνούσε απέξω.

-Ε, φίλε, του είπε. Μπορείς να μας κάνεις μια χάρη;

-Ουουουου!, σφύριξε ο Άνεμος με χαρά.

-Μας χρειάζονται χρωματιστά χαρτιά, εξήγησε ο Φλεβάρης.

Σε λίγη ώρα το σπίτι του Χειμώνα και της Παγωνιάς είχε γεμίσει με λογής λογής πολύχρωμα χαρτιά.

Ο Φλεβάρης δεν μπορούσε, βέβαια, να παίξει όσα παιχνίδια χρειάζονταν τρέξιμο, μπορούσε όμως να σκαρώσει εύκολα παιχνίδια που χρειάζονται φαντασία. Πήρε, λοιπόν, ένα ψαλίδι με μύτες στρογγυλεμένες, για να μην τρυπηθεί, κι έκοψε από τα χαρτιά ένα σωρό χάρτινες κορδέλες. Ύστερα, βάλθηκε να κόβει μια μια τις κορδέλες σε μικρά μικρά κομματάκια. Όταν γέμισε με τα χαρτάκια δυο μεγάλες σακούλες, άφησε στην άκρη όσες κορδέλες περίσσεψαν και είπε στον αδερφό του:

-Έτοιμοι για χαρτοπόλεμο!

Ο Γενάρης κατάλαβε στη στιγμή πως παίζεται αυτό το παιχνίδι.

Πήρε, λοιπόν, τη μια σακούλα, έδωσε στον αδερφό του την άλλη κι άρχισαν να ρίχνουν ο ένας στον άλλο χούφτες χούφτες χαρτάκια πολύχρωμα. Κι έγινε ένα παιχνίδι τόσο τρελό, με τόσα γέλια και τέτοιες φωνές, που ξεσηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι.

-Τι φασαρία είν΄ αυτή;, παραξενεύτηκε ο Χειμώνας, που ήταν με την Παγωνιά στο εργαστήρι τους κι έφτιαχναν κρύσταλλα για την πλάση.

-Πάω στο σπίτι να δω τι τρέχει, σηκώθηκε η γυναίκα του ανήσυχη.

Όταν αντίκρισε το σπιτικό της η Παγωνιά, παραλίγο να λιποθυμήσει.

-Εγώ φταίω!, φώναξε ο Φλεβάρης. Δική μου ιδέα ήταν ο χαρτοπόλεμος!

-Όποιος και να το σκέφτηκε, απάντησε η Παγωνιά, εγώ ένα ξέρω: πως πρέπει να καθαρίσετε αμέσως το σπίτι, για να μη σας τις βρέξω. Όταν γυρίσω από τη δουλειά μου, θέλω να λάμπει ο τόπος.

Ο Φλεβάρης φώναξε πάλι τον Άνεμο, που περνούσε απ΄ έξω.

-Ε, φίλε! Μήπως μπορείς να ρθεις να μαζέψεις τις κορδέλες και το χαρτοπόλεμο που έχουμε σκορπίσει στο σπίτι;

-Ουουου!, έκανε ο Άνεμος πρόθυμα.

Τέντωσε, λοιπόν, ο Φλεβάρης την πόρτα και τα παράθυρα, για να μπει ο Άνεμος απ΄ όπου τον βόλευε περισσότερο. Έτσι, ο Άνεμος μπήκε από τα παράθυρα, στέγνωσε τις κορδέλες και το χαρτοπόλεμο, τα μάζεψε όλα καλά καλά και τα έβαλε στις μεγάλες του τσέπες. Ύστερα βγήκε από την πόρτα σφυρίζοντας ευχαριστημένος, που είχε βοηθήσει τους φίλους του. Μόνο που ξέχασε πως οι τσέπες του ήταν αέρινες. Έτσι,  μόλις βγήκε στο δρόμο, ξαμολήθηκαν οι κορδέλες και ξεχύθηκε ο χαρτοπόλεμος κάτω στη γη!...

-Πάει, τρελάθηκε ο κόσμος, γυναίκα!, είπε στην Παγωνιά ο Χειμώνας, που είδε από το εργαστήρι τους τι γινόταν. Οι άνθρωποι, κάτω στη γη, στολίζουν τους δρόμους και τις πλατείες τους με κορδέλες και γεμίζουν τον κόσμο με χαρτοπόλεμο!...

-Θα πεταχτώ ξανά μια στιγμή ως το σπίτι, μουρμούρισε εκείνη, σίγουρη πως οι γιοί της κάτι πάλι θα είχαν σκαρώσει.

Τα δυο αδέρφια, που χάζευαν από το μπαλκόνι του κρυστάλλινου σπιτιού τους τα κατορθώματα του Ανέμου, όταν είδαν την Παγωνιά να έρχεται αγριεμένη, κοκάλωσαν!

-Τώρα θα μας τις βρέξει, φοβήθηκε ο Γενάρης. Πρέπει να τρέξουμε να κρυφτούμε…

Ο Φλεβάρης, βέβαια, δε γινόταν να τρέξει για να κρυφτεί, ο νους του όμως έτρεχε διαρκώς στο παιχνίδι. Είπε λοιπόν:

-Εγώ λέω καλύτερα να παίξουμε ένα κρυφτό αλλιώτικο, που το σκέφτηκα τώρα δα.

-Τι σόι κρυφτό;, ρώτησε δύσπιστα ο Γενάρης.

-Έλα μαζί μου και μη ρωτάς, είπε ο Φλεβάρης όλο μυστήριο.

Βγήκαν λοιπόν, από την πίσω πόρτα και μια και δυό πήγαν στο σπίτι του παππού τους, του Χρόνου.

-Μπα! Καλώς τα εγγόνια μου, ξαφνιάστηκε ο Χρόνος. Πως από δω;

-Παππού, μας αφήνεις να μπούμε στην αποθήκη σου;, ρώτησε ο Φλεβάρης.

-Τι να κάνετε στην αποθήκη μου;, έσμιξε τα φρύδια ο παππούς.

-Θέλουμε να βρούμε παλιές φορεσιές, από εποχές περασμένες, να παίξουμε ένα κρυφτό διαφορετικό, του εξήγησε γελαστός ο Φλεβάρης.

«Καλά το έλεγα εγώ πως αυτό το παιδί θα παίζει αλλιώτικα όλα τα παιχνίδια και θα ναι πάντα χαρούμενο», συλλογίστηκε ο παππούς. Ξέσμιξε, λοιπόν, τα φρύδια και είπε:

-Σας αφήνω. Ορίστε και τα κλειδιά.

Σε λίγη ώρα ο Φλεβάρης βγήκε από την αποθήκη μασκαρεμένος με τα ρούχα του Καλοκαιριού. Κι ο Γενάρης με τα ρούχα του Φθινοπώρου!

-Τι σας έπιασε και μασκαρευτήκατε;, παραξενεύτηκε ο παππούς.

Όταν του είπαν τι έγινε με τα χαρτιά και πως γέμισε ο κόσμος κορδέλες και χαρτοπόλεμο, γέλασε ο Χρόνος και είπε:

-Έγιναν όλα όπως έπρεπε! Το έλεγα εγώ πως ο Φλεβάρης θα κάνει τον κόσμο χαρούμενο. Πάμε τώρα στη μάνα σας, και μη φοβάστε! Δεν πρόκειται να σας τις βρέξει, έτσι το λέει… Η Παγωνιά, άλλωστε, δεν είναι η Βροχή…

Ξεκίνησαν λοιπόν κι οι τρεις, χωρίς να θυμηθούν να κλείσουν την πόρτα της αποθήκης.

Ο Άνεμος, που έψαχνε από ώρα να ξαναβρεί τους φίλους του, σαν είδε την αποθήκη του Χρόνου ανοιχτή, μπήκε να ρίξει κι εκεί μια ματιά.

-Ουουουου!, έκανε σαν είδε τις παλιές φορεσιές. Τι πολλά και παράξενα ρούχα! Σίγουρα δεν τα χρειάζεται κανείς πια, για να είναι εδώ πεταμένα. Ας τα πάω στους φίλους μου να παίξουμε.

Σήκωσε, λοιπόν, όλες τις παλιές φορεσιές, τις έβαλε στις θεόρατες τσέπες του κι έφυγε σφυρίζοντας ικανοποιημένος. Μόνο που ξέχασε πάλι πως οι τσέπες του ήταν αέρινες και, μόλις βγήκε στο δρόμο, του έπεσαν όλες οι φορεσιές κάτω στη γη.

Όταν τις βρήκαν οι άνθρωποι, σάστισαν στην αρχή. Έπειτα, όμως, φόρεσαν ο καθένας από μία κι άρχισαν να χορεύουν και να γλεντούν.

Ο Χρόνος σταμάτησε κι άρχισε να χαζεύει κι εκείνος το πανηγύρι στη γη. Τόσο, λοιπόν, του άρεσε, που πήρε τα εγγόνια του, μασκαρεμένα όπως ήταν, και κατέβηκαν στη γη, για να γλεντήσουν παρέα με τους ανθρώπους. Και θα έμεναν στο γλέντι ως το βράδυ, αν ξάφνου δε θυμόταν ο παππούς Χρόνος πως περίμενε από ώρα σε ώρα τη θυγατέρα του.

-Ποπό!, έκανε. Πρέπει ν΄ ανέβουμε στη χώρα μας γρήγορα! Όπου να ναι θα έρθει να μου κάνει επίσκεψη και θα τα βάλει πάλι μαζί μας. Πρέπει να της μηνύσουμε πως το σπίτι θέλει σιγύρισμα! Πρέπει να τρέξουμε!

Ο Φλεβάρης δε γινόταν, βέβαια, να τρέξει. Δεν ξεχνούσε, ωστόσο, πως είχε ένα φίλο που μπορούσε να τους συντρέξει σε δύσκολη ώρα. Έτσι, φώναξε πάλι τον Άνεμο, του σφύριξε στ΄ αυτί τι ζητούσε, κι εκείνος του έφερε γρήγορα χαρτιά, κορδέλες, σπάγκο κι ένα ψαλίδι. Και τότε ο Φλεβάρης έφτιαξε στη στιγμή ένα μεγάλο χαρταετό με ουρά φουντωτή κι έγραψε πάνω ένα μήνυμα για τους γονείς του.

-Μπορείς τώρα να τον σηκώσεις ψηλά τον χαρταετό μου;, είπε στον Άνεμο.

-Ουουουου!, έκανε ο Άνεμος και πήρε μαζί του το χαρταετό στον αιθέρα.

Έτσι η Παγωνιά, που έψαχνε ακόμα για τα παιδιά της, είδε το χαρταετό, διάβασε το μήνυμα και κατάλαβε πως οι γιοί της ήταν καλά. Σκέφτηκε ακόμα πως ο Φλεβάρης της, που δε γινόταν να τρέξει, σίγουρα εκείνος είχε φτιάξει κάτι που να πετάει. Φόρεσε ύστερα τα γυαλιά τα κρυστάλλινα που είχε για μακριά και ξαναδιάβασε προσεχτικά το μήνυμα που ήταν γραμμένο στο χαρταετό, για να βεβαιωθεί πως δεν έκανε λάθος.

Το μήνυμα του Φλεβάρη έλεγε:

«Ο Γενάρης κι ο Φλεβάρης πέρασαν καλά.

Ο Χρόνος γυρίζει.

Ετοιμαστείτε! Έρχεται η Άνοιξη!»

ΛΟΤΗ ΠΕΤΡΟΒΙΤΣ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΠΟΥΛΟΥ

 

- Στείλε Σχόλιο
04 Φεβρουαρίου 2014, 09:58
Η καλαμιά και ο άνεμος
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

Η καλαμιά αγαπούσε πολύ τον άνεμο. Εκείνος όλο έφευγε. Κάποτε γυρνάει κουρασμένος κι αδύναμος χαράματα. Αχ! η καλαμιά: «Πού ήσουν κι εγώ σε περίμενα; Θα ξεχάστηκες πάλι στα μαλλιά καμιά μικρής ή στην απλώστρα της με τα ασπρόρουχα ή θα φοβήθηκες τη βροχή και κρύφτηκες; Ε;»

Αχ! η καλαμιά: «Καλά να σε είχαν κρατήσει οι γέροι κι οι ερωτευμένοι για τον αναστεναγμό τους. Μα η μαγεύτρα η θάλασσα να σ’ έχει πάρει κι εγώ να περιμένω;»

Ο άνεμος δε μίλησε, πλησίασε, πλησίασε μόνο και σ’ ένα τρύπιο καλάμι της καλαμιά, φύσηξε μια μελωδία με παράπονο. Έτσι γεννήθηκε η φλογέρα!

 

Λουδοβίκος των Ανωγείων, Άνοιξα μανταρίνι και σε θυμήθηκα


video 


- Στείλε Σχόλιο
03 Φεβρουαρίου 2014, 09:33
Πού κατοικεί η αγάπη
Το ποίημα της εβδομάδας  

Αν η σιωπή δε φέρνει αμηχανία

το ναι και τ’ όχι αν το λες με ίδια ευκολία

εκεί η αγάπη κατοικεί.

 

Όταν ακούς τα βήματα και τα γνωρίζεις

δεμένος με ελεύθερους βαδίζεις

εκεί η αγάπη κατοικεί.

 

Αν ένα βλέμμα δίδεις

κι όμως περισσεύγει

κρυφοκοιτάς πίσω απ’ το τζάμι όταν φεύγει

εκεί η αγάπη κατοικεί.

 

Όταν ρωτάς πώς, πότε, πού, γιατί

η αγάπη εκεί δεν κατοικεί.

Κι αν δεν μπορείς να συγχωρείς

πού μένει η αγάπη δε θα βρεις.

 

ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ ΤΩΝ ΑΝΩΓΕΙΩΝ

 (από το τραγούδι «Πού κατοικεί η αγάπη»)

……………….

Καλημέρα, καλή εβδομάδα

19 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
01 Φεβρουαρίου 2014, 21:54
Φεβρουάριος
Πρωτομηνιά  

Άνθη ανάκατα και χιόνι

τις αμυγδαλιές φορτώνει.

 

Κούτσα κούτσα κατεβαίνει,

όλη η πλάση τον προσμένει!

 

Μήνυμα πως δεν αργεί,

φτάνει η Άνοιξη στη γη.

 

Στο γαλάζιο το στεφάνι,

του ήλιου κάποια αχτίδα εφάνη.

 

Το ‘παν και το λένε τόσοι,

άνθρωποι με τόση γνώση:

 

«Ο Φλεβάρης και αν φλεβίσει,

καλοκαίρι θα μυρίσει»

 

Ρένα Καρθαίου

………………………

Το όνομα Φεβρουάριος προέρχεται από το λατινικό ρήμα februum που σημαίνει εξαγνίζω (=καθαρίζω). Πράγματι, στην αρχαία Ρώμη αυτόν τον μήνα γίνονταν διάφορες γιορτές εξαγνισμού και καθαρισμού των ανθρώπων από τις αμαρτίες τους.

Σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τον λένε Κουτσό και Κουτσοφλέβαρο γιατί έχει είκοσι οχτώ μέρες και κάθε τέσσερα χρόνια μεγαλώνει κατά μία μέρα. Ποτέ όμως δεν αποκτά ίση διάρκεια με τους άλλους μήνες, που κρατάνε τριάντα ή τριάντα μία μέρες. Από ονόματα όμως έχει ένα σωρό. Τα περισσότερα είναι σχετικά με τη μικρή του διάρκεια: Μικρός, Κουτσός, Ληψομηνάς, Φλιάρης, Γκουζούκης Κουτσούκης (=κουτσουρεμένος), Κούντουρος (κοντή+ουρά) και –το πιο γνωστό μας- Φλεβάρης.

Θα μου πείτε, εντάξει το «Κουτσός», το «Κούντουρος» και τα υπόλοιπα τα καταλαβαίνουμε. Οι φλέβες όμως ποια σχέση έχουν με τον Φεβρουάριο;

Ε, λοιπόν, οι φλέβες της γης είναι τα ποτάμια και τα υπόγεια νερά. Ο Φεβρουάριος, με τις πολλές βροχές που φέρνει, γεμίζει αυτές τις «φλέβες» και το έδαφος γίνεται γόνιμο.

Οι πρώτες τρεις μέρες του Φεβρουαρίου είναι αφιερωμένες σε τρεις γιορτές που λέγονται Συμόγιορτα, γιατί τελειώνουν με τη γιορτή του Αγίου Συμεών. Όμως γιορτάζουν και αρκετά ονόματα τούτο το μήνα.

1η Φεβρουαρίου γιορτάζει ο Άγιος Τρύφωνας.

Στις 2 Φεβρουαρίου τιμάμε την Υπαπαντή του Χριστού.

Στις 3 του μήνα γιορτάζει ο Άγιος Συμεών.

Στις 10 Φεβρουαρίου γιορτάζει ο Άγιος Χαράλαμπος.

Στις 19 Φεβρουαρίου γιορτάζει η Αγία Φιλοθέη η Αθηναία.

Στις 23 Φεβρουαρίου ο Άγιος Πολύκαρπος.

Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο καιρός την ημέρα της Υπαπαντής μπορεί να βοηθήσει στην «πρόβλεψη» των μεταβολών του καιρού που θα ακολουθήσει: «Καλοκαιρία της Παπαντής, μαρτιάτικος χειμώνας» και «Ό, τι καιρός κάμει στης Παπαντής, θα τον κάμει σαράντα μέρες», λένε οι παροιμίες.

ΑΛΛΕΣ ΠΑΡΟΙΜΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟ:

-Άσπρος Φλεβάρης, χαρούμενος χωραφιάρης.

-Γενάρη γέννα το παιδί, φλεβάρη φλέβισέ το.

-Θύμωσε ο Φλεβαράκης, πλάκωσε ο χειμωνάκης.

-Κάλλιο Μάρτης με παλούκια, παρά Φλεβάρης με μπουμπούκια.

-Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίζει του καλοκαιριού μυρίζει κι αν τις φλέβες του ανοίξει θε να κάψει να φλογίσει.

-Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει μα κι αν τύχει να θυμώσει μες στα χιόνια θα μας χώσει.

-Ο Φλεβάρης κι αν χιονίσει, πάλι άνοιξη θ’ ανθίσει.

-Ο Φλεβάρης με νερό, κουτσός μπαίνει στον χορό.

…………………………………………..

 

Περισσότερα στο περιοδικό Παράθυρο στην εκπαίδευση του παιδιού, τέυχος 85, Φεβρουάριος 2014, στην στήλη Λαική Παράδοση, από την Κατερίνα Μουρίκη.

 

 ΚΑΛΟ ΜΗΝΑ :)

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links