
Μικρασιατική καταστροφή. Βερτεκόπι(Σκύδρα).Δύο αγόρια. Ο Μέλιος, Έλληνας πρόσφυγας από την «Σταμπούλ» και ο Σουκρής, Τούρκος που σε λίγο θα αναγκαστεί να φύγει από τον τόπο που γεννήθηκε…..Ανταλλαγή πληθυσμών…Και στη μέση μια παιδική φιλία που δε γνωρίζει από σύνορα, από πολιτική….Και….η αγάπη….Τόσο απλή, τόσο αγνή, τόσο δυνατή…Μέσα από τα όμορφα παιδικά μάτια…..
[Ο διάλογος που ακολουθεί είναι από το «Συννεφιάζει», του αγαπημένου Μενέλαου Λουντέμη, ένα βιβλίο που λατρεύω, το έχω διαβάσει τόσες πολλές φορές, σχεδόν το ξέρω απ΄ έξω…Απολαύστε το….]
"-Αρκαντάς….ρωτάει σιγά. Είναι καλά στη Σταμπούλ; Έχουνε να λένε πως είναι πολύ καλά.
-Ναι….είναι πολύ καλά, Σουκρή…πολύ καλά…πολύ καλά…πολύ….
-Γιατί κλαις;
-Είναι πολύ καλά, Σουκρή…τόσο πολύ καλά….
-Τότε να πας κι εσύ.
-Δεν ξέρω το δρόμο. Ύστερα…δε μου κάνει και καρδιά.
-Γιατί; Έχεις εδώ κανέναν αρκαντάση;
-…Έχει κάτι ξανθά μαλλιά…
-Πως τον λένε;
-Σ ί ι κ α.
-Σίικα; Είναι παναπεί κορίτσι;
-Κορίτσι.
Ο Σουκρής με κοιτάζει παραξενεμένος.
-Και αφού είναι κορίτσι πώς το ξέρεις ότι είναι ξανθό;
-Κάθε μέρα το βλέπω πως είναι ξανθό…κάθε μέρα…κάθε μέρα…
Τώρα τα μάτια του ανοίγουν πιο πολύ.
-Σ΄ α φ ή ν ε ι ν α το β λ έ π ε ι ς;
-Μ΄ αφήνει…μ΄ αφήνει…
-Βάιιι! Τι καλά κορίτσια που έχετε σεις!…
Τώρα παραξενεύουμαι εγώ.
-Γιατί, Σουκρή….Τα δικά σας δεν αφήνουνε;
-Όχι.
-Είναι όμορφα;
-Ποιος το ξέρει; Έχουνε τα μούτρα τους σκεπασμένα.
-Γιατί; Μην είν΄ άρρωστα;
-Ποιος το ξέρει….
-Ξέρεις, Σουκρή…Τα δικά μας άμα θέλουνε σ΄ αφήνουνε να τους τραβήξεις και τα μαλλιά.
-Αλήθεια; Βάιιι…τι καλά κορίτσια που έχετε!
Τώρα κάθεται και καρφώνει το μυαλό του απάνου σε κάτι. Βήχει λίγο. Ύστερα με τραβάει απ΄ το μανίκι.
-Και…αρκαντάς…αφήνουνε και τα τουρκάκια να τους τα τραβήξουνε;
-Άμα θέλουνε.
-Μα θέλουνε;
-Άμα έχουνε αγάπη…
Το κουρεμένο του κεφάλι στρώθηκε να σκεφτεί όλα τούτα τα πρωτάκουστα πράματα και λυγούσε απ΄ την έγνοια, σαν το τρυφερό δεντράκι που το βάραιναν πρώιμοι καρποί.
-Εσείς έχετε, ε;
-Τι, Σουκρή;
-Αγάπη…Εσείς έχετε, ε;
-Ναι, έχουμε….Βέβαια…βέβαια. Έχουμε.
-Βάιιι….Και…αρκαντάς;
-Τι, Σουκρή;
-Και…δε γίνεται αγάπη με τ ρ ε ι ς;…όχι….δε γίνεται ε; Γίνεται;
-Τα μάτια του με κοιτούσαν παρακαλεστικά, σαν το αρνάκι που το κλείνεις έξω από το μαντρί του.
-Δε φταίω γω, Σουκρή. Εγώ θέλω να γίνεται…μα κάτι αγόρια στην πολιτεία επιμένουν πως δε γίνεται. Ρώτησα και μια βαβά που μου μπάλωνε το βρακί μου. Μου είπε: «Θεός φυλάξοι. Η αγάπη είναι σαν τα πουλιά, είπε. Δυο δυο. Δε γίνεται παραπάνου.»
-Α…
Το μούτρο του ήταν πικρό πικρό σαν ένα μοβ κρινάκι που το πετροβόλησαν.
-Μην πικραίνεσαι, Σουκρή…θα βρεις και συ κορίτσι…
-Ναι, μα θέλω να ναι ξανθό. Και να μ΄ αφήνει να του τραβάω και τα μαλλιά… Με πρέπει πρώτα να βρούμε αγάπη, ε; Που να την βρούμε όμως την αγάπη, αρκαντάς;
-Θα την έχει κείνη…ύστερα σου δίνει, αν θέλει, την μισή. Μα χρειάζεται να ξέρεις…
-Τι; πέφτει πάνω μου ο Σουκρής. Εσύ τι έκανες; Μάθε μου λίγο και μένα, αρκαντάς!….
-Να, Σουκρή.
-Α…
-Πρώτα πρώτα της λες «Καλημέρα». Αυτό δεν πρέπει να το ξεχάσεις: «Καλημέρα».
-Ύστερα;
-Ύστερα θα λες κάθε μέρα «Καλημέρα»…. «Καλημέρα»…
-Έτσι ε;….Και τότε…σ΄ αφήνει;
-Α…όχι. Μου φαίνεται όχι ακόμα. Δεν είναι τόσο εύκολο αυτό, Σουκρή. Ύστερα της λες : «Πετάς πέτρα ίσαμε κείνο το τζάμι;» Κείνη σου λέει: «Όχι». «Εγώ όμως μπορώ!» της λες…. «Πέτα σαν μπορείς» σου λέει. Εσύ φτύνεις τα χέρια σου, την πετάς και σπάζεις το τζάμι.
-Ύστερα;
-…Ο νοικοκύρης του σπιτιού με το τζάμι σε δέρνει. Κείνη πρέπει να ρθει να βάλει το χέρι της στο κεφάλι σου –να, έτσι…- και να σου πει «μην κλαις». Αν δεν έρθει, Σουκρή, πας…
-Ύστερα;
-….Κοιτάζει κάτι που έχεις…αλυσίδα…σουγιά…σφυρίχτρα…. «Να, πάρ΄ το» της λες. Κείνη πρέπει να κοκκινίσει. «Τι ωραίο!» θα σου πει.
-Το παίρνει;
-Άμα θέλει…
-Και τότε!…Μπορείς; Μπορείς να της τα τραβήξεις πια;
-Όχι, Σουκρή. Δεν πρέπει ακόμα να βιαστείς. Μια μέρα της λες πως είναι στο ποτάμι κάτι μαύρες χελώνες με τις ουρές τους που κάνουνε κολύμπι. Τις είδες με τα μάτια σου! και δε φοβήθηκες καθόλου…Κι αν θέλει ας έρτει να της τις δείξεις. Κείνη θα φοβάται…. «Μα αφού θα ‘μ α ι εγώ!» θα της πεις.
-Τελειώνει;
-Μη βιάζεσαι….Το μαθαίνει η μάνα της, την πιάνει και τη φορτώνει καλά ξύλο. Ύστερα απ΄ το ξύλο, Σουκρή, μπορεί και να μην ξανάρθει….
-Κι αν ξανάρθει; Ε….Κι αν ξανάρθει, αρκαντάς;
-Ε…τότε…τότε, Σουκρή, μου φαίνεται, πως μπορείς πια να της τα τραβήξεις λίγο….Λιγάκι όμως….Ε;…."
ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ, Συννεφιάζει, Εκδόσεις Δωρικός.