Ηλιαχτίδες
Όπου μαυρίλα κλώθεται και γνέθεται./Ήλιοι μικροί γενείτε κι όλο αλέθετε.
30 Ιουνίου 2014, 13:56
Ύμνος της ζωής
Το ποίημα της εβδομάδας  

Ζωή! Δεν είναι τίποτε γλυκύτερο στον κόσμο

απ’ την πεντάμορφη ζωή την ηλιοφωτισμένη!

Ζωή, κι αν έρχεσαι γοργά κι από χαρές γεμάτη

κι αν έρχεσαι με βάσανα και μ’ έγνοιες και μ’ αρρώστιες,

ζωή του γέρου και του νιού, της φτώχειας και του πλούτου,

με της δουλειάς τον ιδρώτα, με της αργίας τη γλύκα,

με την ειρήνην ήμερη, με τους αγρίους πολέμους

και μ’ όλες τις καλοκαιριές και μ’ όλους τους χειμώνες,

Ζωή, κι όπως κι αν δείχνεσαι, Ζωή ό, τι κι αν είσαι,

αν είσαι πράγμα ή όνειρο, καλή κακή κι αν είσαι,

χαρά σ’ εσέ, δόξα σ’ εσέ κι αγάπες και τραγούδια!

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ

Καλή εβδομάδα :)

- Στείλε Σχόλιο
25 Ιουνίου 2014, 21:49
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (η’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Στα σκοτεινά κατέβαινε η βασιλοπούλα το βουνό’ δεν έβλεπε τίποτα’ ήταν φοβερά κουρασμένη από το δρόμο που είχε κάμει, και κάθε λίγο σκόνταφτε στις πέτρες, αλλά δεν την πείραζε. Τα τελευταία λόγια της Ζωής της είχαν δώσει θάρρος, και αισθάνουνταν μέσα της μια δύναμη καινούρια. Συλλογίζουνταν τη μητέρα της και τον πατέρα της, και της ήρχουνταν μια λαχτάρα άγνωστη ως τότε, να τους φιλήσει και να ξανακούσει τη φωνή τους.

-Περίεργο! είπε μέσα της. Ως τώρα ποτέ δεν τους είχε συλλογιστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί.

Ο δρόμος ήταν δύσκολος. Αφού περπάτησε πολλή ώρα, κάθησε σε μια πέτρα για να ξεκουραστεί, και την πήρε ο ύπνος.

Είδε όνειρα περίεργα’ πως γύρισε στο παλάτι, και με αγάπη έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα της και της μητέρας της, και το βασιλόπουλο γονατιστό της φιλούσε τα χέρια ενώ ο λαός όλος ζητωκραύγαζε έξω από τα παράθυρα, και την έλεγε πολυαγαπημένη βασιλοπούλα, και άλλα λόγια που της φαίνουνταν ασυνήθιστα και χωρίς έννοια. Και αυτή απορούσε, και γύρευε να καταλάβει για ποιο λόγο αισθάνουνταν τόσην όρεξη να ευχαριστήσει όλους, γιατί την πλημμύριζε τόση χαρά, και γιατί την αγαπούσε τόσο ο λαός της, που ως τότε μόνο άκαρδη και άπονη την ήξερε.

-Θα βρέξει, μα τι πειράζει; είπε χαρούμενη η βασιλοπούλα’ σε λίγο θα είμαι στο παλάτι.

Μάζεψε μερικά βατόμουρα, και τα έφαγε για να σβήσει την πείνα της και τη δίψα της’ ύστερα τρεχάτη άρχισε πάλι να κατεβαίνει το βουνό.

Εκεί που πήγαινε όμως, άκουσε ομιλίες δυνατές, σαν φωνές που μάλωναν, και μεταξύ τους ξεχώρισε μια φωνή τόσο λυπητερή, που αμέσως σταμάτησε για να ακούσει καλύτερα…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
23 Ιουνίου 2014, 09:43
18
Το ποίημα της εβδομάδας  

Μες απ’ αυτό

το ποίημα

ξεφύτρωσε

ένα δέντρο’

από τις λέξεις

βγήκαν

τα κλαδιά

τα φύλλα

καταπράσινα

κι εκεί

στην πιο ψηλή

κορφή

ήρθε

και κάθισε

έν’ αηδόνι

κελάηδησε

ολημερίς

και χάθηκε

το λιόγερμα.

ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

Καλή εβδομάδα

 

- Στείλε Σχόλιο
18 Ιουνίου 2014, 08:03
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ζ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Άπλωσε το χέρι της η βασιλοπούλα, άρπαξε το κουτί και άνοιξε με βία το σκέπασμα. Μέσα είδε την καρδιά της.

Την ίδια στιγμή, παρουσιάστηκε μπροστά της μια νεράιδα κάτασπρα ντυμένη’ γύρω της χύνουνταν τόσο φως, που θαμπώθηκαν τα μάτια της βασιλοπούλας και τα σκέπασε με το χέρι της.

-Μη φοβάσαι, της είπε η νεράιδα’ είμαι η Ζωή, κι εγώ σε οδήγησα εδώ, για να ξαναβρείς την καρδιά σου. Μα πριν τη πάρεις, πρέπει να ξέρεις τι κάνεις. Η Μοίρα θέλησε να ζήσεις, χωρίς πόνους και λύπες, και σου πήρε την καρδιά σου’ εγώ όμως δεν παραδέχομαι τη ζωή χωρίς αισθήματα, και στου έδειξα το δρόμο για να τη βρεις πάλι. Θα μάθεις τώρα τη λύπη, αλλά θα μάθεις και τη χαρά, γιατί θα νιώσεις τι θα πει αγάπη. Ως τώρα σ’ αγάπησαν οι άλλοι’ εσύ δεν αγαπάς κανένα, ούτε καν τη μάνα σου. Θέλεις να ζήσεις ζωή δυνατή, ζωή γεμάτη χαρά και λύπη, λαχτάρα και πόνους;

-Ναι! είπε η βασιλοπούλα. Το θέλω!

-Πρέπει να το θελήσεις με όλη σου την δύναμη, είπε η νεράιδα, για να νικήσεις την απόφαση της Μοίρας.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα, με όλη μου την δύναμη.

-Εμπρός, λοιπόν, τράβα το δρόμο σου με θάρρος.

Και με το μαγικό της ραβδί, η Ζωή χτύπησε ελαφρά τη βασιλοπούλα στο στήθος.

Ένα φως τόσο δυνατό έλαμψε πάλι, που η βασιλοπούλα έκλεισε τα μάτια της. Όταν τ’ άνοιξε, ήταν νύχτα’ το κουτί και το μαγικό κλειδάκι είχαν ξαναχωθεί στο βράχο και η νεράιδα είχε γίνει άφαντη…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
16 Ιουνίου 2014, 18:38
ΑΝΑΠΝΟΕΣ
Το ποίημα της εβδομάδας  

Ι

Υπάρχουν άνθρωποι που τους διασχίζουνε ποτάμια

κι άλλοι μ’ ένα βάλτο σταματημένο στην καρδιά τους,

άνθρωποι μ’ ένα μέτωπο σαν αψίδα από νερό

άνθρωποι με δυο μάτια κομμένα απ’ τον ουρανό-

όταν κοιτάζουν αυτό το παράθυρο, κοιτάζουν αλλού,

κυκλοφορούν ξενιτεμένοι ανάμεσα στα μάτια και στα πράγματα

γυρεύοντας κάποια φιλία πίσω απ’ τους ώμους μας

μακριά, μακριά, σ’ ένα ισκιωμένο δάσος,

μακριά ένα πρόσωπο ζωγραφισμένο σ’ ένα σύννεφο,

μακριά, ξενιτεμένοι, αμήχανοι μπρος στα ίδια τους τα χέρια.

 

Τα ποιήματα είναι μεγάλα ποτάμια –

δε σταματούν ποτέ πριν απ’ τη θάλασσα.

Οι ποιητές ετοιμάζουν μια χώρα για όλα τα μάτια.

 

ΙΙΙ

Υπάρχουν κολώνες από πέτρα

κολώνες από κατακόρυφο νερό

κολώνες από δισταχτικό χαμόγελο –

κι αυτές που θα μπορούσαν να κρατήσουν ένα αέτωμα.

Μην εμποδίσετε, φίλοι, ένα χαμόγελο.

Επάνω στην εμπιστοσύνη χτίζονται τα σπίτια.

Η πράξη και τ΄ όνειρο είναι αδέλφια.

Κι είναι αδελφοί μας και τα δυό.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ  

...

Καλή εβδομάδα

- Στείλε Σχόλιο
12 Ιουνίου 2014, 15:45
ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ: 12 ΙΟΥΝΙΟΥ 1929-ΜΑΡΤΙΟΣ 1945:
Σπουδαίοι Άνθρωποι  

«…Μόλις τελείωσα, κι έκλεισα τούτο το βιβλίο και μόλις που μπορώ να συγκρατήσω τη συγκίνησή μου. Τι θα μπορούσε να ‘χε γίνει αυτό το υπέροχο παιδί που, δίχως να το ξέρει είχε γράψει ένα αριστούργημα;  […] Δεν είναι δυνατό να σκεφθείς, δίχως να σου ξεσκιστεί η καρδιά, το τι θα μπορούσε να δώσει αυτή η ευαισθησία κι αυτή η εξυπνάδα, τόσο καλά εναρμονισμένες, αν η τρομερή μηχανή με τις αναρίθμητες μάσκες που ήταν έτοιμη να συνθλίψει τον πολιτισμό μας ολόκληρο, δεν τις καταβρόχθιζε, δεν τις εκμηδένιζε. Δε μπορούμε να ξαναφέρουμε στο νου μας δίχως θλίψη αυτό το φίνο πρόσωπο, το παραδομένο στις σκιές…

Ήταν μια μικρή Εβραία δεκατριών χρόνων, κόρη Εβραίων εμπόρων, την εποχή των πρώτων ναζιστικών διώξεων. Είχαν πιστέψει πως στην Ολλανδία θα ‘βρισκαν την οριστική σωτηρία. Αλλά το τέρας είχε πλήθος μορφές: ποιος μπορεί να ‘ναι σίγουρος πως θα του ξεφύγει; […] Όταν, τον Ιούλη του 1942, οι Φρανκ, υποχρεώθηκαν να διαλέξουν ανάμεσα σε δυο αποφάσεις: να υπακούσουν στην πρόκληση της Γκεστάπο, ή να κρυφτούν όπως-όπως, απ’ αυτές τις δυο λύσεις προτίμησαν τη δεύτερη, ξεχνώντας, οι δυστυχισμένοι, πόσο μεγάλη είν’ η δύναμη του Λεβιάθαν κι η ανθρωποφαγική υπομονή του. Σ’ ένα παράρτημα, στο πίσω μέρος κάποιου χτιρίου τέτοιο που συναντούμε στα πιότερα χτίσματα του Άμστερνταμ, εγκαταστάθηκαν σαν τους τυφλοπόντικες στην τρύπα τους: να μην εμφανίζονται, να μην κάνουν διόλου θόρυβο. Φαντάζεται κανένας πόσα προβλήματα κάθε μορφής παρουσιάζονται γι’ αυτούς τους εθελοντικούς φυλακισμένους, και απ’ τα πιο μικρά δεν ήταν, χωρίς αμφιβολία, εκείνα που δημιουργεί η ανυπόφορη συγκατοίκηση οχτώ ατόμων, χωρίς ούτε μια στιγμή μοναξιάς, και που δεν ανανεωνόντουσαν καθημερινά και μ’ άλλη μορφή.

Μέσα σ’ αυτό το παράδοξο φόντο η Άννα ανακαλύπτει για πρώτη φορά την ύπαρξή της, κι αυτή των άλλων. Τη στιγμή που κάποιο άλλο παιδί αρχίζει ν’ αντιμετωπίζει τον εξωτερικό κόσμο και ν’ αποσπά απ’ τις διάφορες επαφές του, έναν απέραντο πλούτο, αυτό το κοριτσάκι δεν είχε μπρος του παρά το θέαμα της υγρής κρυψώνας, της αυλής, και των εφτά συγκατοίκων της –που ήταν γονείς, φίλοι, γνωστοί, και που μοιράζονταν την ίδια τύχη μαζί της. Το εκπληκτικό είναι, πως η ευαισθησία της δε βλάφτηκε ούτε μια στιγμή, πως μπόρεσε να διατηρήσει την ελευθερία της, τη φαντασία της κι αυτή ακόμη τη χαρά της μέσα στους χειρότερους κινδύνους, σ’ όλο το μάκρος του Ημερολογίου της –τον ήχο, τέλος, της παιδιάστικης αρετής της.»

ΝΤΑΝΙΕΛ ΡΟΠΣ

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

1.

Μπορούμε όλα να τα χάσουμε, τα πλούτη, το γόητρο, μα τούτη την ευτυχία της καρδιάς σου κανένας δε μπορεί να σου την πάρει, κάτι περισσότερο μάλιστα, θα την έχεις κοντά σου όσον καιρό θα ζεις. Όσο θα σηκώνεις τα μάτια, δίχως φόβο, προς τον ουρανό, όσο θα ‘σαι σίγουρος πως είσαι αγνός, τόσο πιο πολύ θα ‘σαι ευτυχισμένος, ό, τι κι αν συμβεί.

2.

Αυτός που είν’ ευτυχισμένος μπορεί να κάνει και τους άλλους ευτυχισμένους. Αυτός που δεν χάνει ούτε το κουράγιο, ούτε την εμπιστοσύνη του, δε θα χαθεί ποτέ μέσα στην αθλιότητα!

3.

Πρέπει να εργαστώ για να μη μείνω ολότελα αγράμματη, για να προχωρήσω, για να γίνω δημοσιογράφος, γιατί αυτό είναι που θέλω να κάνω. Είμαι σίγουρη πως μπορώ να γράφω, ότι είμαι ικανή γι’ αυτό. Μερικά απ’ τα διηγήματά μου ίσως είναι καλά, οι περιγραφές μου απ’ το Παράρτημα δε στερούνται χιούμορ, υπάρχουν μερικά σημεία πολύ εύγλωττα μέσα στο Ημερολόγιό μου, αλλά… ας ήξερα ότι έχω ταλέντο!

4.

Μια μέρα τούτος ο φριχτός πόλεμος θα πάρει τέλος, μια μέρα θα ‘μαστε άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι, κι όχι μόνο Εβραίοι.

5.

Αν ο Θεός μ’ αφήσει να ζήσω, θα πάω πολύ πιο μακριά απ’ τη μητέρα, δε θα μείνω μια ασήμαντη, θα ‘χω τη θέση μου μες στον κόσμο και θα εργαστώ για τους συνανθρώπους μου.

6.

Ξέρεις εδώ και καιρό ποια είν’ η πιο ακριβή μου επιθυμία: να γίνω δημοσιογράφος, κι αργότερα διάσημη συγγραφέας. Θα ‘μαι ικανή να ικανοποιήσω τις φιλοδοξίες μου (ή μήπως όλ’ αυτά είν’ η τρέλα μου για μεγαλοσύνες;).

Στις 4 Αυγούστου 1944, η «Φελντ-Πολιτζάι» έκανε έφοδο στο Παράρτημα. Όλοι οι κάτοικοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Η Γκεστάπο λεηλάτησε το Παράρτημα, αφήνοντας καταγής ανάκατα, παλιά βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες και χαρτιά. Ανάμεσα σ’ αυτά, η Μιεπ κι η Έλλη βρήκαν το Ημερολόγιο της Άννας.

Απ’ όλους όσους έμεναν στο Παράρτημα, μόνο ο πατέρα ξαναγύρισε.

Το Μάρτη του 1945 η Άννα πέθανε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπέργκεν-Μπέλσεν, δυο μήνες πριν απ’ την απελευθέρωση της Ολλανδίας.

ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ, ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ, Εκδοτικός Οίκος Ν. Δαμιανού, μετάφραση Δ. Κωστελένος.

Περισσότερα για την Άννα Φρανκ και για το Ημερόλογιό της μπορείτε να δείτε εδώ:

http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A4%CE%BF_%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B9%CE%BF_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%86%CE%BD%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%A6%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%BA

http://www.sansimera.gr/biographies/666

http://www.iefimerida.gr/news/109364/%CE%B1%CE%BD%CE%BD%CE%B1-%CF%86%CF%81%CE%B1%CE%BD%CE%BA-%CE%B7-%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CE%BD%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-16%CF%87%CF%81%CE%BF%CE%BD%CE%B7%CF%82-%CF%80%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CF%80%CE%B5%CF%83%CE%B5-%CE%B8%CF%8D%CE%BC%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%BF%CE%BB%CE%BF%CE%BA%CE%B1%CF%85%CF%84%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82-%CE%B5%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CE%BD%CE%B5%CF%82

Εδώ το Μουσείο Άννα Φρανκ :

http://www.annefrank.org/

...

 

 

 

 

 

- Στείλε Σχόλιο
11 Ιουνίου 2014, 17:25
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (στ’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Αμέσως πήδησε το κλειδάκι από τα χέρια της βασιλοπούλας κι έπεσα από το παράθυρο. Εκείνη ξαφνιάστηκε, και με φόβο μην το χάσει έτρεξε στο περιβόλι, και από κάτω από το παράθυρό της το ξαναβρήκε. Έλαμπε σα φωτιά’ πριν προφτάσει όμως να το πιάσει, πήδησε πάλι το κλειδάκι και έπεσε μερικά βήματα μακρύτερα. Έτρεξε πάλι η βασιλοπούλα να το πιάσει και πάλι πήδησε το κλειδάκι, και όλο το κυνηγούσε εκείνη, και όλο της ξέφευγε, και βγήκαν από το περιβόλι του παλατιού κι έτρεξαν στον κάμπο και ύστερα στο βουνό, και όλο πηδούσε το κλειδάκι και όλο το κυνηγούσε η βασιλοπούλα.

Είχε ανέβει κάμποσο ψηλά στο βουνό, όταν σ’ ένα γύρισμα του δρόμου απάντησε μια γριά κουρελιασμένη και βρώμικη, με μικρά πονηρά μάτια και κίτρινη όψη, που της άπλωσε το χέρι:

-Δώσε μου, χρυσή μου κοπέλα, μια πεντάρα ν’ αγοράσω λίγο ψωμάκι.

-Δεν έχω καιρό, αποκρίθηκε η βασιλοπούλα.

Και εξακολούθησε το δρόμο της, με τα μάτια καρφωμένα στο κλειδάκι της.

Παραπάνω είδε άλλη γυναίκα με ξέπλεκα μαλλιά, που κάθουνταν στα χώματα κι έκλαιγε απελπισμένα, σκυμμένη πάνω στο μωρό της που βογγούσε σιγά, με κλεισμένα μάτια.

-Το παιδάκι μου πεθαίνει! μοιρολογούσε η μητέρα. Αχ, και να μπορούσα να το σώσω!

-Πάρε το στο γιατρό, της φώναξε περνώντας η βασιλοπούλα.

-Πώς να το πάω στο γιατρό, αφού ούτε ψωμί δεν έχω ν’ αγοράσω! αποκρίθηκε η δυστυχισμένη.

Η βασιλοπούλα σήκωσε στους ώμους της με αδιαφορία, κι εξακολούθησε να κυνηγά το κλειδάκι της.

Ανέβαινε κι όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι. Στο δρόμο της είδε και άλλες δυστυχίες’ ποτέ όμως δε σταμάτησε. Οι δυστυχίες των άλλων δεν την συγκινούσαν εκείνη.

Ένα τυφλό παιδάκι έπεσε μπροστά της σ’ ένα χαντάκι’ κι έβγαλε μια φωνή κι έμεινε ακίνητο. Αλλά η βασιλοπούλα δε σταμάτησε να το σηκώσει.

Παραπάνω απάντησε χωροφύλακες που πήγαιναν έναν άνθρωπο με αλυσίδες στα χέρια. Έκλαιγε και δέρνουνταν ο δυστυχισμένος.

-Θα πληρώσω το χρέος μου, έλεγε’ αφήστε με να δουλέψω! Θα πεθάνουν τα παιδιά μου από την πείνα, αν με κλείσετε! Λυπηθείτε τα παιδιά μου!

Αλλά τον έσερναν οι χωροφύλακες, και η βασιλοπούλα, που μ’ ένα κουμπί του μανικιού της μπορούσε να πληρώσει δέκα φορές το χρέος του, δε σταμάτησε.

Ανέβαινε, ανέβαινε, η βασιλοπούλα, έφθασε σε γκρεμνούς και σε βράχους, όπου ούτε σπίτι ούτε άνθρωπος δε βρίσκουνταν πια, και όλο της ξέφευγε το κλειδάκι, και όλο ανέβαινε η βασιλοπούλα.

Είχε αρχίσει να κουράζεται, και το βουνό τέλος δεν είχε. Μα αν δεν είχε καρδιά η βασιλοπούλα, είχε όμως θέληση δυνατή, και είχε βάλει με το νου της να πάρει πίσω την καρδιά της.

Έφθασε τέλος στην κορυφή’ εκεί σταμάτησε το κλειδάκι. Έτρεξε η βασιλοπούλα να το πιάσει και έξαφνα άνοιξε ο βράχος μπροστά της, και μέσα στη σχισμάδα είδε ένα μικρό κουτάκι. Καθώς έσκυψε να το πιάσει, πήδησε το κλειδάκι για τελευταία φορά και χώθηκε μόνο του στην κλειδαρότρυπα…

(συνεχίζεται…)

 

- Στείλε Σχόλιο
09 Ιουνίου 2014, 10:49
Ο, ΤΙ ΑΓΑΠΗΣΑΜΕ
Το ποίημα της εβδομάδας  

Τον αγαπήσαμε πολύ, τον αγαπήσαμε τρελά

Αυτόν τον απαίσιο -αυτόν τον θεσπέσιο-

Κόσμο μας.

Τον αγαπήσαμε κι ας τον βλέπαμε

Μόνο πίσω απ’ τα σίδερα.

 

Αγαπήσαμε τις χειροπέδες μας

Πιο πολύ κι απ’ τα βραχιόλια

Που θα βάζαμε στα χέρια της αγαπημένης

Κι ας ζύγιζαν πολύ πιο βαρειά

(Είκοσι καράτια δάκρυα!)

 

Μα αν δεν λέγαμε «όχι» τότε

Αν δεν λέγαμε τότε «ποτέ»

Οι αλυσίδες που αρνηθήκαμε

Θα δένανε τα χέρια των παιδιών μας.

 

Και τα βιβλία μας, αυτά που γράψαμε

Για τον έφηβο του «Τώρα» και του «Αύριο»

Για τον έφηβο του σημερινού

Και για τον έφηβο του αυριανού –Αιώνα

Αν δεν λέγαμε αυτά τα «όχι» κι αυτά τα «ποτέ»

Τότε τα βιβλία μας

Θάπεφταν απ’ τα χέρια τους ντροπιασμένα.

 

Όσο για σένα, ωραίε ψαλμωδέ του Στίχου,

Αν δεν έχεις τη δύναμη,

Αν δεν έχεις την τόλμη –

Να δείξεις ένα δρόμο…

Κόψε καλύτερα το χέρι σου!

Μη δείχνεις το γκρεμό!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ-Κοντσέρτο για δυο μυδράλια κι ένα αηδόνι

Καλή εβδομάδα

- Στείλε Σχόλιο
04 Ιουνίου 2014, 11:10
Η Καρδιά της Βασιλοπούλας (ε’ μέρος)
Κόκκινη κλωστή δεμένη...  

…Ἐνας ψαράς στέκουνταν στην άκρη της λίμνης, όταν έπεσε μέσα το βασιλόπουλο. Καθώς τον είδε, ρίχθηκε στο νερό, κολύμπησε ως το μέρος όπου είχε βουλιάξει, βούτησε και τον έβγαλε λιποθυμισμένο, αλλά ζωντανό ακόμα.

Μεγάλο κακό έγινε στο παλάτι, όταν έφεραν πίσω το αναίσθητο βασιλόπουλο. Η βασίλισσα αμέσως κατάλαβε πως η κόρη της ήταν ανακατωμένη στην καταστροφή αυτή, κι έτρεξε στο δωμάτιό της για να την ξεμολογήσει.

Η βασιλοπούλα της διηγήθηκε ολόκληρη την ιστορία, χωρίς ν’ αποσιωπήσει καμιά από τις άκαρδες λέξεις της και πρόσθεσε:

-Τι φταίω εγώ αν είναι τόσο κουτός, που δεν καταλάβαινε πως γυρεύω το καλό του;

Από αγανάκτηση η βασίλισσα δε βαστάχθηκε πια, και τραβώντας τα μαλλιά της είπε:

-Είσαι καταδικασμένη, κόρη μου, όλο λύπες να σπέρνεις γύρω σου! Αχ! Τι κακό που σου έκαμνε η Μοίρα σου όταν σου πήρε την καρδιά!

Η βασιλοπούλα δεν κατάλαβε τα λόγια της μητέρας της.

-Τι θα πει, μου πήρε την καρδιά; ρώτησε. Ποια καρδιά;

Και τότε με κλάματα της διηγήθηκε η βασίλισσα την ιστορία της βάφτισής της.

Η βασιλοπούλα δεν είχε καρδιά, μα είχε μυαλό. Συλλογίστηκε λίγο και ξαναθυμήθηκε όλη της την περασμένη ζωή, και τότε κατάλαβε πολλά πράγματα, πολλά λόγια που είχε ακούσει και που ως τότε της είχαν φανεί ανεξήγητα.

Τι άκαρδη… τι άπονη… τι άσπλαχνη…

Όλα αυτά τα λόγια, που είχε ακούσει να λένε γι’ αυτήν σε διάφορες περιστάσεις της ζωής της , τα ένιωθε τώρα.

-Μητέρα, είπε συλλογισμένη’ φταίγω εγώ αν δεν έχω καρδιά;

-Όχι, παιδί μου’ η Μοίρα σου την πήρε.

-Και δεν μπορώ να την ξαναβρώ;

-Ναι, μπορείς, είπε η βασίλισσα, φθάνει να το θέλεις.

-Το θέλω, είπε η βασιλοπούλα.

Η βασίλισσα της εξήγησε τότε με τι τρόπο μπορούσε να την ξαναβρεί και η βασιλοπούλα θέλησε αμέσως να ξεκρεμάσει το κλειδάκι από το λαιμό της, αλλά η μητέρα της τη σταμάτησε.

 -Πρέπει πρώτα να ξέρεις, πως αν βρεις την καρδιά σου, θα χάσεις τη σημερινή σου ησυχία.

Και της ξανάπε τα λόγια της Ζωής:

-Σκέψου’ θέλεις να αντικρίσεις τόσες λύπες;

Συλλογίστηκε η βασιλοπούλα και αποκρίθηκε:

-Δεν ξέρω τι είναι η λύπη’ μα έχω περιέργεια να τη γνωρίσω. Κι έτσι που ζω δε βρίσκω τίποτε που να μ’ αρέσει στη ζωή. Δεν γνωρίζω λύπη, μα δεν ξέρω τι θα πει αυτό που λέτε σεις χαρά, ώστε δεν έχει και πολύ σημασία η ζωή μου.

Η βασίλισσα τη φίλησε με συγκίνηση.

-Πήγαινε, παιδί μου, με την ευχή μου, της είπε. Και η ίδια έλυσε την αλυσιδίτσα από το λαιμό της βασιλοπούλας και της έδωσε το χρυσό κλειδάκι…

(συνεχίζεται…)

- Στείλε Σχόλιο
02 Ιουνίου 2014, 18:24
Κόκκινα χείλη εφίλησα
Το ποίημα της εβδομάδας  

Κόκκινα χείλη εφίλησα κι έβαψε το δικό μου,

και στο μαντίλι το ‘συρα κι έβαψε το μαντίλι,

και στο ποτάμι το ‘πλυνα κι έβαψε το ποτάμι,

κι έβαψε η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου.

Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του,

κι έβαψε ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο.

Δημοτικό

Καλή εβδομάδα

- Στείλε Σχόλιο
Συγγραφέας
yokor
ΓΙΩΤΑ
ΝΗΠΙΑΓΩΓΟΣ εν ανεργία, ΜΑΜΑ εν ενεργεία, φοιτήτρια μεταπτυχιακού τμήματος δημιουργικής γραφής ΕΑΠ
από ΦΛΩΡΙΝΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/yokor

...Κατακλυσμούς ποτέ δε λογαριάσαμε μπήκαμε μες στα όλα και περάσαμε. Κι έχουμε για κατάρτι μας βιγλάτορα παντοτινό τον Ήλιο τον Ηλιάτορα!



Tags

25η Μαρτίου 28η Οκτωβρίου E-book Άνευ Άχρηστες γνώσεις και χρήσιμες πληροφορίες Αγαπημένες ιστοσελίδες Αινίγματα Αλέκος Παναγούλης Αλληλεγγύη Ανθρωπιά Αν είναι να μιλήσει κάποιος ας πει για την αγάπη Ανθολογία πεζού ποιήματος Ανθρωπιά Ανθρωπιά Αλληλεγγύη Ανθρωπιά-Αλληλεγγύη Από άλλα ιστολόγια Από άλλες σελίδες Από αρχείο περιοδικών-εφημερίδων Από τα (παλιά) Ανθολόγια του δημοτικού Από τα (παλιά)Ανθολόγια του δημοτικού Από τη λαϊκή μας παράδοση Αποσπάσματα από βιβλία Βιβλία Βιβλία μας Βιβλίο Γιάννης Ρίτσος Γιορτή της μητέρας Γιώτα Γραμματική της φαντασίας Γραφή Γρηγόριος Ξενόπουλος Διηγήματα Διηγήματα και ιστορίες Δικό μου Εαρινή Ισημερία Εικαστικά Έλληνες ποιητές Ελληνίδες ποιήτριες Ελληνική Λογοτεχνία Ελληνική λογοτεχνία Ένα κείμενο μία εικόνα Ένα κείμενο μία εικόνα Επέτειος 17ης Νοεμβρίου Επέτειος Πολυτεχνείου Επικαιρότητα Εργαστήριο συγγραφής-εκδόσεις Αλάτι Ευχάριστα :) Ευχάριστα :) Ευχές Ηλιαχτίδες Ηλιαχτιδογενέθλια Ημερολόγια Θρησκευτικές γιορτές Ιστορίες Μπονζάι Ιστορίες να σκεφτείς Καλωσόρισμα! Κόκκινη κλωστή δεμένη... Κόκκινη κλωστή δεμένη… Κυρά-Σαρακοστή Λαογραφία Λεξικό εννοιών Λογοτεχνικά είδη Μάρτης Μεγάλες προσωπικότητες Μενέλαος Λουντέμης Μικρός Πρίγκιπας Μουσικές επιλογές... Μπομπιροκαταστάσεις Μυθολογία Μυθολογία και ζωγραφική Ξένες ποιήτριες Ξένη λογοτεχνία Ξένη Λογοτεχνία Ξένη πεζογραφία Ξένοι ποιητές Οδυσσέας Ελύτης Οικογενειακές υποθέσεις :P Παγκόσμια Ημέρα Παγκόσμια Ημέρα Παιδικου Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Παιδικού Βιβλίου Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης Παιδικά βιβλία Παιδική λογοτεχνία Παναγιώτα Χρυσοβαλάντω Πανελλήνια Ημέρα κατά της Σχολικής Βιας και του Εκφοβισμού Παράξενα και όμορφα Πασκόσμια Ημέρα Βιβλίου Πάσχα Περί παραμυθιών περιοδικό Πλανόδιον Ποίηματα Ποίηση Ποιητικές συλλογές Προσευχή Προσωπικά Πρωτομαγιά Πρωτομηνιά Πρωτομηνιά Αλλαγή εποχής Πρωτομηνιά-αλλαγή εποχής Πρωτοχρονιά Σκέψεις Σπουδαίοι Άνθρωποι Σπουδαίοι άνθρωποι Τα βιβλία μας Τα βιβλία μου Τα παιδία παίζει Τζάνι Ροντάρι Τι να μας πουν κι οι ποιητές... Το πoίημα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Το ποιήμα της εβδομάδας Το ποίημα της εβδομάδας Παγκόσμια Ημέρα Φιλόσοφοι Φλωρινιώτικα Χαϊκού Χιόνι Χριστούγεννα Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα... Χωρίς μουσική η ζωή θα ήταν ένα σφάλμα…



Επίσημοι αναγνώστες (25)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links