…Λαστιχένιοι είν’ οι χαρακτήρες των ανθρώπων, Μέλιο. Θέλεις να γνωρίσεις το χαρακτήρα του διπλανού σου; Γίνε λιγάκι -λιγουλάκι ευτυχισμένος να τον γνωρίσεις. Καβάλα σ’ ένα άλογο, σε λίγη δόξα, φόρεσε λίγα φτερά… να τον μάθεις. Γύρνα αδύναμος, σκυφτός, συφοριασμένος… δε θα σε πειράζει κανείς. Περπάτα ειρηνικός, σίγουρος. Άσε στο λαιμό σου να φυτρώσει λίγη χαίτη για ν’ αρχίσουν γύρω σου να ουρλιάζουν σαν άγριοι. Αλλά εσύ την περηφάνεια σου, Μέλιο! Κράτα ψηλά και τράβα. Μ’ αυτήν θα γνωρίσεις τους αληθινούς καλούς. Αγάπα πιστά τους φίλους σου. Αυτή είναι όλη σου η περιουσία. Στέρεα περιουσία. Γιατί δεν μπορεί να στην κατασχέσει το «Δημόσιον» ούτε οι άνθρωποι. Αυτή την περιουσία μόνο εσύ μπορείς να τη χαλάσεις και να την σκορπίσεις, Μέλιο. Μόνο εσύ και κανένας άλλος. Ως κι ο Βάρδας (σ.σ. το άλογό του) κι αυτός περιουσία σου δεν έγινε απ’ τη μέρα που τον αγόρασες. Έγινε απ΄ τη μέρα που τον αγάπησες…
…Είναι κάμποσοι που σ’ όλη τους τη ζωή μασουλάνε «απαγορεύεται». Κάθουνται στις πόρτες κι η δουλειά τους είναι να παρασταίνουν την ταμπέλα: «απαγορεύεται». Κι άμα το πουν θαρρούν πως κάτι κάνανε και φουσκώνουνε σαν μπαλόνες.
Με τίποτις δεν τσακώθηκα τόσο, όσο μ’ αυτά τα «απαγορεύεται». Έβλεπα σ’ ένα μέρος ανθρώπους, κοιτούσα και τον εαυτό μου… ανθρωπάκι ήμουνα κι εγώ. Έκανα να μπω… με γάντζωνε απ’ το λαιμό το «απαγορεύεται». Έβλεπα παιδάκια να γελάνε και να πέφτουν στον άμμο. Όμορφο παιχνιδάκι. Πήγαινα να πέσω κι εγώ κι έπεφτα απάνου στο «απαγορεύεται». Μπούχτισα, το οχτρεύτηκα και δεν το ξαναζύγωσα… Είχα μάθει πια –κι ας μ’ έπνιγε ένας κόμπος στο λαιμό- πως τούτη δω ήταν η τάξη του κόσμου. Κακιά, άσκημη, -μα τι να πεις; Αυτή ήταν. Μα εγώ το ‘χα δέσει κόμπο: σαν θα μεγάλωνα θα την άλλαζα. Όχι, δε θα την άφηνα έτσι. Τ’ άλλα παιδάκια αλλιώς θα τα ‘βρισκαν τα πράματα. Άσε να μεγαλώσω πρώτα όμως και τα λέμε…