~~~~Πράξη Πρώτη - Σιέστα~~~~
Ανοίγεις τα μάτια. Βρίσκεσαι ξαπλωμένος σε ένα ημίσκληρο μεγάλο κρεβάτι με ωραίο πάπλωμα και μεγάλα μαξιλάρια. Σχεδόν σκοτάδι. Κοιτάς, ακούς, μυρίζεσαι, προσπαθείς να καταλάβεις τι ώρα της ημέρας είναι.
Απ'το παράθυρο μπαίνει ένα αδύναμο γαλάζιο φως. Φεγγάρι. Ησυχία... Είσαι σε ένα ανώι, στο χωριό.
Ακούγονται αμυδρά οι φωνές κάποιων παιδιών που κατηφορίζουν με τα ποδήλατά τους το δρόμο... Κάποιο αυτοκίνητο στο βάθος... Κάποια γυναίκα που φωνάζει τα παιδιά της να μαζευτούν γιατί νύχτωσε... Το βουητό απ' τον αυτοκινητόδρομο χιλιόμετρα μακριά.
Αλλά μπορεί να είναι κι η ιδέα σου... Όλα αυτά φτάνουν στα αυτιά σου σαν κύματα. Ακούγονται για μια στιγμή και μετά πνίγονται στην απέραντη σιωπή.
( ( ( ((Ησυχία)) ) ) )
Απολαμβάνεις τη γαλήνη... Δε θες να σηκωστείς. Χαζεύεις για μερικά λεπτά (;) ακόμη το σκοτεινό δωμάτιο. Αποφασίζεις να δεις τι ώρα είναι. Σηκώνεσαι και κοιτάς έξω απ' το παράθυρο. Σκοτάδι που διακόπεται από κάποιες πρωτόγονες λαμπίτσες των δρόμων. Τι γλυκά που φωτίζεται το χωριό.
Θυμάσαι το ποστ της Μπάρας προχθές, όπου εξήρες την πόλη και το πανδαιμόνιό της. Χεχ! Δε σου λείπει τώρα... Μα καθόλου. Σκέφτεσαι ότι νιώθεις τόσο όμορφα που θα μπορούσες να γράψεις ένα ποστ γι' αυτό. Ένα ποστ που να μοσχοβολάει όπως αυτά της mov και της neerie...
( ( ( ((Ησυχία)) ) ) )
Είναι τόσο ωραίο το βραδάκι στο χωριό...
Ποταβρίζεσαι* (=απλώνεις το χέρι) για το κινητό που θα σου πει με ακρίβεια την ώρα. Μιτσοκαμμάς* (=κλείνεις το μάτι) με το που φωτίζει βάναυσα το χώρο. Θα κοιμόσουνα 2-3 ωρίτσες. Μέλι.
Σηκώνεσαι και ανάβεις το φως - ω, της βαναυσότητος! Συνηθίζεις στο φως, ρίχνεις κάτι επάνω σου και βγαίνεις απ το δωμάτιο. Κατεβαίνεις σιγά σιγά τα σκαλιά. Μυρίζει φαγητό.
~~~~Πράξη Δεύτερη - Αφωνίας συνέχεια~~~~
Στο καθιστικό είναι ο ήμισυς και πιο πέρα δυο τρεις άλλοι μέλλοντες συγγενείς.
Με ύφος "σας τσάκωσα", ο ήμισυς με υποδέχεται με ένα "Νομίζω περιπαίζεις μας".
Με ύφος "μας πιάσανε", του γνεφοψυθιρίζω (αφωνία για 2 μέρες, remember?) "Σε ποιο θέμα;"
"Για το ότι δεν μιλάς".
"(Τι εννοείς;)"
Καταγγέλλοντας: "Άκουσα τη φωνή σου!!! Έλεγες Πού πάεις ρε κουμπάρε; και Πού πάεις ποδά;"
"(Μάνα μου, ήμισυ μου, είμαι τέλεια κρίμα τελικά!! Όσα δεν τους είπα στο δρόμο, τους τα έψαλα στον ύπνο μου!! Γι' αυτό και μας τελείωσε πάλι εκεί που πήγε να επανέλθει!)"
Γκρμφ.
~~~~Πράξη Τρίτη - Πρόβα Νυφικού~~~~
Πραγματικά όμως, πολλά νεύρα στο δρόμο.
Είχα λουστεί, χτενιστεί, απολεπιστεί (ναι, άντρες, είμαι ψάρι), απομασχαλιστεί, απομουστακιστεί, αρωματιστεί και ντυθεί, και κίνησα για... την πρώτη πρόβα νυφικού!!!
Γιούπι και γιούπι.
Είχα ραντεβού σε πέντε λεπτά κι εγώ απείχα μισή ώρα εξαιτίας κάποιων καλών Σαμαρειτών που βρήκα μπροστά μου που τους αφήνανε ό-λ-ο-υ-ς να περάσουν. Τόσο χαλάστηκα στο δρόμο, που άρχισα να σκέφτομαι ότι χέσθηκα για το παλιοφούστανο και ότι ας είναι όπως νάναι, δεν με ενδιαφέρει.
Τέλος πάντων, κάποτε έφτασα. Γνεφοψυθίρισα ένα συγνώμη που άργησα και που δεν μιλάω γιατί έχω φαρυγγίτιδα (κάνοντας τη χειρονομία σκηνοθέτη "cut! cut!" στο λαιμό) και μπήκαμε στα ενδότερα.
Εκεί γδύθηκα, έμεινα μόνο με το βρακί και το μανικιούρ (μανό :P). Κράτησε μπροστά μου ένα ασπριδερό πράγμα και μου είπε να περπατήσω μέσα. Εν δυο, μου το φόρεσε.
Τράβηξε, τέντωσε, έσπρωξε, κούμπωσε, καρφίτσωσε, έκοψε, έραψε, ξανατράβηξε, ξανατέντωσε. Με ρώτησε αν με ενδιέφερε να αναπνέω και έγνεψα καταφατικά. Τράβηξε, έσπρωξε, ξεκούμπωσε, έκοψε, ξήλωσε, μάζεψε, καρφίτσωσε και εξέπνευσα.
Anyways, δεν τρελάθηκα. Επιφυλάσσομαι...
Της παρήγγειλα να ξεφορτωθεί το τεράστιο συρμάτινο φωτοστέφανο γύρω απ'τα πόδια μου και αυτή με διαβεβαίωσε ότι την επόμενη φορά θα είναι πολύ καλύτερο. Φωτοστέφανο ή όχι, εγώ σκεφτόμουν πώς στο καλό θα χορέψουμε το συγκλονιστικό ταγκό μ' αυτό το πράγμα. Πιο πιθανό είναι να κάνουμε πατινάζ στον πάγο χωρίς τον πάγο.
Πάω να ροχαλίσω. Καληνύχτα...
~~~~Υπόκλιση~~~~
7 σχόλια - Στείλε ΣχόλιοΟ Άρχοντας του Δακτυλιδιού Όλα του γάμου δύσκολα
Photo courtesy of Sotiris Kouvopoulos - www.cadu.gr Template design by Jorge |