Δεν ξέρω αν θυμάστε την ταινία «Η Κόμισα της Κέρκυρας» με τους Βλαχοπούλου Αλεξανδράκη και δη το σημείο όπου ο τελευταίος σχεδιάζει να κάνει μια καντάδα για να την ρίξει; Σίγουρα το θυμάστε, τι στα κομμάτια τόσες και τόσες επαναλήψεις ούτε πλύση εγκεφάλου στο Big Brother…
Ρωτάει λοιπόν τον Αλεξανδράκη κάποιος «Σοβαρά θα τραγουδήσεις;», «Είσαι καλά ρε; Εγώ έτσι και ανοίξω το στόμα μου θα φύγει το Ποντικονήσι από τη θέση του, άλλους θα βάλω να τραγουδάνε και εγώ θα ανοίγω το στόμα μου» και έτσι εγγεννήθη το πρώτο play-back στον ελληνικό κινηματογράφο.
Αυτό τώρα το αναφέρω για να δείξω την ταύτιση απόψεων που έχω με τον μακαρίτη τον Αλεξανδράκη τόσο για τις φωνητικές μου ικανότητες στο τραγούδι, όσο και την ασχετοσύνη στο θέμα της καντάδας, έλα όμως που εδώ που βρέθηκα έκανα πράγματα τα οποία δεν περίμενα ότι θα έκανα ποτέ μου, ίνα εκπληρωθεί το λαϊκό ρηθέν «μεγάλη μπουκιά φάε μεγάλα λόγια μη λες», εμένα που με βλέπετε άμα μου έλεγε κανείς πριν κανά χρόνο ότι θα συμμετείχα σε καντάδα, το λιγότερο θα γέλαγα, το περισσότερο…άντε να μη πω τι θα έκανα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι με αιφινδιάσανε από τη μια και από την άλλη συμμετείχε στην όλη φάση και ένας κόμματος τόσο λιμπιστός, που όλο το νησί έχει καταθέσει τα διαπιστευτήρια του και είπα και εγώ δε βαριέσαι ας δοκιμάσω τουλάχιστο και η ρόμπα της καντάδας ένδοξο παράσημο στην μάχη για την –ας την πούμε Βασιλική- τι 100ος τι 101ος που λένε!
Ας τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, Επτάνησα, καντάδα και απόκριες πάνε πακέτο και είθισται στο νησί και δη στη Χώρα να ξεκινάει μια παρέα στα καντούνια, να τραγουδάει, να μπαίνει στα σπίτια, να τραγουδάει ξανά και να τους κερνάνε ποτό και γλυκά (το μόνο ενδιαφέρον της υπόθεσης αν με ρωτάτε).
Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια κάπου ξεφτάει το όλο θέμα, ίσως γιατί η πολιτιστική συνείδηση έχει πια αλλοτριωθεί, ίσως γιατί οι άνθρωποι πια κλείνονται στο καβούκι τους και δεν κάνουν συλλογικά δρώμενα, ίσως ακόμη … τέσπα 1002 λόγοι υπάρχουν αλλά παραμένουν ακόμη και κάποιοι άνθρωποι που έχουν τη ζωντάνια, την όρεξη και πάνω απ’όλα την χαβαλετζήδικη διάθεση, για να κάνουν κάτι συμμετοχικά και δημιουργικά και πιστεύω ότι για κάτι τέτοιες εστίες κρατάει ακόμη η επαρχία την υγεία του αυθεντικού και συλλογικού που λείπει από τις πόλεις.
Όλα αυτά βέβαια καλά και άγια και όταν είχαν πρωτορίξει την ιδέα από Γενάρη ακόμη να ξαναγίνει καντάδα στη Χώρα «έτσι για να καταλάβουμε Αποκριές και Επτάνησα μωρέ παιδιά!» εγώ σαν γνήσιος Αθηναίος επικρότησα αλλά στην απέξω-στον καναπέ-από μακρυά και αγαπημένοι που λένε-αλλά όλα και όλα επικρότησα!
Έφτασε λοιπόν η πρώτη Κυριακή της Αποκριάς, απόγευμα και παίρνω το λαπτοπ να πάω στο καφέ με το ασύρματο ίντερνετ, να συνδυάσω ρακόμελο και κυβερνοχώρο (αταίριαστος συνδυασμός) και όντας αρκετά βαρύθυμος με την ελπίδα να ξεσκάσω λίγο, ώσπου με την άκρη του ματιού μου πιάνω το κόμματο με μια φίλη μου καθηγήτρια να κατεβαίνουν πιο κάτω, σημείωση, μέχρι τότε ο κόμματος αγνοούσε ακόμη και την ύπαρξη μου και υποσχέθηκα στον εαυτό μου αυτή η απαράδεκτη κατάσταση να αλλάξει οσονούπω,
Ανοίγω το βήμα –πάντα με το λαπτοπ υπό μάλης- και καλά για να χαιρετίσω την φίλη μου «Βρε Μαράκι τι κάνεις χαθήκαμε;» δε μπορεί σκέφτηκα θα με γνωρίσει στη φίλη της και φυσικά «Γειά σου Κώστα όλα καλά από εδώ η Βασιλική» εγώ -και καλά αδιάφορος- τη χαιρέτισα και αυτή -πραγματικά αδιάφορη- με χαιρέτισε επίσης «Λοιπόν πάμε στην κυρία Ελένη για πρόβα καντάδας και καπάκι το βραδάκι το κάνουμε κιόλας, έρχεσαι; θα΄χει πλάκα!», διάθεση ανάμεσα πατάτας και αγκινάρας εγώ, αλλά θες ότι με συγκινούσε η Βασιλική, θες ότι με έτρωγε και ο απαυτός μου έτσι να σπάσω τη σπαρίλα που ένιωθα και «εννοείται και έρχομαι, εγώ παιδί μου είμαι γέννημα θρέμμα κανταδόρος, αμ πώς;» και πήγα.
Στης κυράς Ελένης το κουτούκι τώρα ήταν μια γουστόζικη κατάσταση με καμιά 10αριά άτομα (κυρίως καθηγητές και κάτι ψιλά ντόπιοι) να έχουνε στρώσει σκηνικό ρακοκρασοτσιγαρόπιώματος, οι κιθάρες να κουρδίζονται και οι σπανακοπιτούλες της κυράς Ελένης να λιανίζονται αλύπητα. Θρονιάστηκα και εγώ κοντά στη Βασιλική και επι το έργον,
τώρα αν ενδιαφέρεστε για το ρεπερτόριο, αυτό πήγαινε κάπως έτσι:
Καταρχάς με το κλασικό
«Λαλούν τ΄ αηδόνια και πλαντάζω
ανθούν τα ρόδα και μεθώ
το φεγγαράκι κουβεντιάζω
και μου’ ρχεται να τρελαθώ…»
επίσης με το must
«απόψε την κιθάρα μου
τη στόλισα κορδέλες
και στα καντούνια περπατώ
για τσ΄ όμορφες κοπέλες….»
ακόμη το ναζιάρικο
«το γελεκάκι που φορείς
εγώ το΄χω ραμμένο
με πίκρες και με βάσανα
το’χω φοδραρισμένο
άντε το μαλώνω, το μαλώνω
άντε κι ύστερα το μετανιώνω
άντε το μαλώνω και το βρίζω
άντε την καρδούλα του ραγίζω…»
το καψούρικο
«τικ-τικ, τίκι-τικιτάκ κάνει η καρδιά μου
σαν σε βλέπω να διαβαίνεις,
τικ-τικ, τίκι-τικιτάκ θέλω μικρή μου
να μαντέψω που πηγαίνεις…»
το διαχρονικό πουλοτράγουδο
«κελαηδήστε ωραία μου πουλάκια
κελαηδήστε, τραγουδήστε
κελαηδήστε, τραγουδήστε
τον ωραίο σας σκοπό…»
και ακόμη εν συντομία το «ανέβηκα στην πιπεριά…» έτσι για να θυμόμαστε και το αρχαίο σκανταλιάρικο και απελευθερωτικό πνεύμα της αποκριάς, το «σε ένα παπόρο μέσα…» άλλωστε είμαστε ή δεν είμαστε Επτάνησα; το κατσαμπακοειδές «θα γίνω βραζιλιάνα…» στο οποίο πάντα το μαράκες μου ακούγεται με ένα λ αντί για ρ, το αθηναϊκό-πλακιώτικο «Μπαρμπα Γιάννη με τις στάμνες»… και ό,τι ρετρο κανταδο τράγουδο τέλος πάντων ταίριαζε στην περίσταση,
μάλιστα προς το τέλος ένας ροκάς ντόπιος που επαγγέλλεται μπάρμαν και ομολογουμένως ήταν ο τελευταίος που περίμενα να δω σε καντάδα, αλλά είπαμε προπαντός η συλλογικότητα, πρότεινε πολύ σοβαρά να παίξουμε για τον Μητροπολίτη το θρησκευτικό άσμα
«ποιος δαίμων, ποιος δαίμων
ποια τύχη μ΄ έφερε να σε γνωρίσω
και μετά την γνωριμία
παρ΄ευθύς να σ’εραστώ
δεν υπάρχει Θεός δι’ εμέ
δεν υπάρχει για μένα Θεός
κι αν υπάρχει είναι κακούργος
και δι’ εμέ θα’ναι σκληρός»
αλλά αυτή η επιλογή θεωρήθηκε από τους υπόλοιπους κάπως υπερβολική (γιατί άραγες;) και απορρίφθηκε, εν τω μεταξύ τα σπανακοπιτάκια είχαν φαγωθεί μέχρι ενός, τα ρακιά είχαν στραγγίξει, τα τσιγάρα είχαν καπνιστεί, οι κιθάρες είχαν κουρδιστεί και ήταν πια ώρα να ξεκινήσουμε να κανταδοτρομοκρατήσουμε τον κόσμο.
Εγώ φυσικά αισθανόμουν κουμπωμένος, δηλαδή ντρεπόμουνα του θανατά, η Βασίλω πέρα βρέχει, αλλά είχα μπει πια στο χορό και βουρ στο καντούνι 15 μυστήριοι να ξελαρυγγιάζονται «απόψε την κιθάρα μου» σε ένα κοινό που αρχικά απαρτιζότανε από νυχτερίδες, κουκουβάγιες και φαντάσματα και τοκ-τοκ μπαίνουμε στο πρώτο σπίτι…
…οι άνθρωποι με τα σώβρακα που λέει ο λόγος αλλά το καταχαρήκανε και νασου τα κεράσματα (το καλό της υπόθεσης που λέγαμε) νάσου τα μεζεκλίκια, μέχρι και χορευτικά δρώμενα από τις πιωμένες δασκάλες και βγήκαμε από το σπίτι κάπως σαν τα παιδιά μετά από τα κάλαντα, έχοντας πάρει γερό μπουναμά.
Το κολάι λοιπόν το πήραμε, χαβαλές γινότανε και το αλκοόλ, που έρρεε άφθονο και εναλλασσόταν ανάλογα με την κάβα του κάθε νοικοκύρη (ας πούμε γύρναγε από ρακί, σε κρασί, σε λικέρ αμύγδαλο, σε ότι θές…) έφτιαξε ένα κεφάλι και μια διάθεση άλλο πράγμα και εμένα τουλάχιστον μου έφυγαν η ντροπή, τα σεκλέτια και δε πα να κουρεύεται και η κάθε Βασιλική…
Ξεκινώντας από την Κάτω Χώρα φτιάξαμε κεφάλι, φτάνοντας στη Μέσα Χώρα είχαμε γίνει ντίρλα και στην Πάνω Χώρα πια τρεκλίζαμε και θυμάμαι αμυδρά να επαναλαμβάνω λιαν δυνατά και φάλτσα το «τα 12 Ευαγγέλια τα κάνει 13»,
Στιγμές της καντάδας που μου έμειναν,
η συγκινητική, σε έναν παράλυτο πια παππού, που στα χρόνια του ήταν τραγουδιστής και κανταδόρος μέγας,
η τραγελαφική, στο αστυνομικό τμήμα όπου πέσαμε σε ανάκριση Αλβανού και χαίρετε,
η αποθέωση της ρόμπας, στη γεμάτη από κόσμο ταβέρνα όπου με έπιασε αυτό το stage-fright που λένε και οι Άγγλοι και ήμουν στο τσακα να την κοπανήσω-όντας ο πιο γραφικός πάντα με το λαπτοπ υπό μάλης-αλλά το ποτό με έπεισε να μείνω
και τέλος η κατάληξη σε φιλικό σπίτι όπου κορυφώθηκε η ποτο-φαγητο-κανταδο κατάσταση.
Τι μου έμεινε από την όλη φάση, σαν επιμύθιο να πούμε;
Μα πώς υπάρχουν πολλοί τρόποι να γίνεις γελοίος, αλλά άμα το κάνεις μαζί με άλλους 14, τσοντάρεις και λίγη μουσική, απαραιτήτως πολύ ποτό και πασπαλίσεις από πάνω λίγο αποκριάτικο πνεύμα, τότε μπορεί και να καταλάβεις πως είναι καλύτερα να είσαι αυθόρμητα καραγκιόζης από το να είσαι στημένα σοβαροφανής και σίγουρα έχει πιο πολύ-απείρως πιο πολύ-χαβαλέ!
9 σχόλια - Στείλε Σχόλιο