Κατεβαίνω που λέτε τις προάλλες στο αγαπημένο μου ουζερί μετά το μπάνιο, έτσι για μια ποικιλία περιποιημένη με παγωμένο ουζάκι, το καλύτερο αντίδοτο σύμφωνα με τον παππού μου για την αντιμετώπιση του καύσωνα (και άσε τους τηλέ-γιατρούς να κόπτονται για την άφθονη κατανάλωση νερού, τι διάολο πρόβατα είμαστε;)
Στο καφέ-εστιατόριο-ουζερί-μπαράκι του Κώστα τώρα επικρατούσε η συνηθισμένη ιλαρότης, μπολιασμένη με μπόλικο τουριστόκοσμο (άστε να λένε για την κρίση εδώ η πληρότης αγγίζει το φουλ), η συνηθισμένη ιλαρότης είπα; Μάλλον κατά τι ανεβασμένη, με τον Κώστα να πηγαίνει από παρέα σε παρέα και να γελάει πνιχτά, όταν κάποτε ήρθε και σε μας για να πάρει παραγγελία (μετά από αρκετή ώρα αν ρωτάτε, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να το πάρεις απόφαση, ότι δηλαδή οι ρυθμοί κίνησης στο νησί ξεπερνούν ακόμη και αυτούς της Τζαμάικας σε υποτονικότητα),
-Τι έγινε ρε Κωστή θα μας πεις και σε μας το αστείο να γελάσουμε λίγο;
-Χαχα δε το μάθατε ακόμη εδώ γελάει όλο το νησί, μέχρι και στην εφημερίδα θα το γράψουν (και όντως το ανέφερε ο τοπικός τύπος στο τεύχος Ιουλίου)
-Άντε και μας έσκασες, από τη μύτη θα μας βγει το χταποδάκι!
-Καλά σκάνε που λέτε μύτη με ποδήλατα, σακίδια, ξέρεις τώρα κάτι μπατίρηδες για κάμπινγκ, κοκκινοκώληδες (σημ. μετ. ο όρος αυτός υποδηλώνει στη νησιώτικη αργκό κυρίως τους εκ Μεγάλης Βρετανίας ορμώμενους τουρίστες, ενίοτε δε και γερμανοσκανδιναυούς, γενικά τους Βόρειους), έρχονται λοιπόν παραγγέλνουν τρεις πορτοκαλάδες-τη μπατιριά τους μέσα!-μου τείνουν ένα χάρτη του νησιού και πολύ ευγενικά με ρωτάνε «Excuse me sir, could you guide us to go to Megalochori?»
-Παρένθεση για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου, τον χάρτη τον είχανε διπλωμένο έτσι ώστε δε φαινόταν η κορυφή του με το όνομα του νησιού-
-Ακούω που λες και παραξενεύομαι, Μεγαλοχώρι; Τι Μεγαλοχώρι; Έχουμε τέτοιο και δεν το ξέρω; Τι κάνω τότες στο νησί 40 χρόνια, μπρίκια κολλάω; Φωνάζω και τη μάνα μου να δει…ρε μάνα ξέρεις εσύ κανένα Μεγαλοχώρι; τίποτες, μαζεύεται και κόσμος και κοιτάμε το χάρτη από δω, τον κοιτάμε από εκεί και σα να μη μας τα έλεγε καλά, τι καλά δηλαδή, που ήτανε άλλα νταλα-της Παρασκευής (που ειρήσθω εν παρόδω γιορτάζει και σήμερα) το γάλα! Δε μας έκοψε βλέπεις ευθύς εξαρχής να δούμε αν ο χάρτης είναι όντως του νησιού μας, τι στα κομμάτια ζωντόβολα και ζωντόβολα σωρό έχουν έρθει, αλλά με λάθος χάρτη ποτές!
Στο μεταξύ άρχισαν να κοιτάνε και τα ξεπλυμένα κοθώνια ψιλοειρωνικά, σου λέει εσείς δεν ξέρετε τον τόπο σας, μου θέλετε και τα μάρμαρα του Παρθενώνα; Δηλαδή δεν το είπαν αλλά είμαι σίγουρος ότι το σκέφτηκαν και γυρνάω που λες εκνευρισμένος το χάρτη και τι να δω ότι έγραφε στην κορυφή; Island of Santorini!!!
Κατάλαβες μωρέ τα βούιδα (σημ. μετ. η λέξη αυτή προέρχεται από το αρχ. ελλ. ουσ. ο βούς – του βοός, που υποδηλώνει το ευγενές αυτό ζώο το βόδι, η χρήση ωστόσο του οποίου ως επίθετο, δεν είναι ότι πιο ευγενικό μπορεί να απευθύνει κανείς σε συνομιλητή και κοίτα να δεις που το έχω υιοθετήσει μια και γεμίζει το στόμα σου ρε αδελφέ!), που μας την παίζανε και έξυπνα, πήγανε Πειραιά και μπλέξανε τα παπόρια, λες και ήταν τρένο της γραμμής, κατεβήκανε σε λάθος νησί αν έχεις το Θεό σου!!!
Χαχαχα, εδώ το γέλιο βγήκε αβίαστα, θες για την μνημειώδη γκάφα, θες για τη βλακεία των ξένων, πάντως και εμείς με τη σειρά μας το καταχαρήκαμε!
-Και μετά τι έγινε ρε συ Κώστα;
-Αφού σταματήσαμε να γελάμε, τους εξηγήσαμε πως εδώ δεν είναι Santorini, ότι κάνανε λάθος στον Πειραιά και ότι είναι ζωντόβολα (εντάξει το τελευταίο δεν το είπαμε, μια και ο Ξένιος Δίας πιάνει και τους λετσοτουρίστες, αλλά εννοήθη σαφώς και πειστικώς)
-Και αυτοί πως αντέδρασαν;
-Εντάξει στραβομουτσούνιασαν στην αρχή και κατάλαβαν και την καζούρα που τους κάναμε, αλλά μια και ήταν πιτσιρικάδες δε βάλανε δα και μαύρες πλερέζες, Greek island σου λέει το ένα, Greek island και το άλλο και εντάξει την Καλδέρα μπορεί να μη τη δουν, αλλά έννοια σου και έχουμε και εμείς κάτι τοπία μούρλια.
Αυτή λοιπόν είναι η ιστορία τριών Βρετανών που είπανε Σαντορίνη γιοκ, αλλά δε πιστεύω να τους κακόπεσε στην τελική και μας χάρισε άφθονο γέλιο…ακούς εκεί where is Megalochori?
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο