Ίσκιος μες τους ίσκιους, Κλάμα πνιγμένο στα νερά μιας βροχής που δεν ήρθε ποτέ.
Μαντήλι δεν βρήκα να υψώσω, λόγια δεν βρήκα να σου πρέπουν για όσα σε νόμιζα...
Ανήμπορα κοιτώ που γίνεσαι χτες.
Πως περπατάς έτσι με δεμένα τα χέρια σου από σκοτάδι, και το βήμα σου ίδιο παραμιλητό, τραυλό, αμήχανο, αβέβαιο…Και με μια μάσκα από σκοτάδι , ένα τίποτα μέσα στο τίποτα, ένα δαχτυλίδι από καπνό, ξαναγυρνάς εκεί από όπου δεν κατάφερα να σε αποσπάσω.