Vida que no se comparte
es vida sustraida
Πάμε πανόρμου, έχει καλά μαγαζάκια, τείνει να γίνει η νέα μας πιάτσα. Πολύς κόσμος. Ναι πάμε εκεί στο μπαρ, άντε πες μου. Σε προσέχω μίλα, ζάλισε με τώρα τι να κάνω που δε μπορούσα να μείνω σπίτι σήμερα με τέτοιο φεγγάρι, θα σε ανεχτώ.
Μίλα, εγώ θα σκέφτομαι τα δικά μου όμως. Ωχ. Τι ρίγος είναι αυτό; Αχ αυτό το κορίτσι απέναντι. Αυτή η θεά. Γεμάτο το μαγαζί. Πολύς κόσμος μπαινοβγαίνει, αλλά εσύ γλυκιά μου είσαι η γιατρειά μου σήμερα. Δεν ξέρω αν είναι το ποτό ή η ηλίθια που φορτώθηκα σήμερα να με ζαλίσει με ότι δεν κατάφερε ποτέ να γίνει, αλλά εγώ θέλω να φτάσω στη πρύμνη αυτής της υπέροχης βραδιάς μαζί σου. Να σε κρατάω αγκαλιά και να βλέπουμε το φεγγάρι. Και το φεγγάρι να μας βλέπει γυμνούς πάνω στην άμμο.
Τι; τι λες; ναι είναι άδικο που δε σε πήραν στο μεταπτυχιακό αλλά τι να σε κάνουν τέτοιο ζώο που είσαι; Ναι μπορούν να πάρουν τα λεφτά του μπαμπά σου αλλά άσε με τώρα, θαυμάζω τη ζωγραφιά του Θεού στο δίπλα τραπέζι.
Ω ναι, υπάρχεις Θέ μου και μας χαρίζεις έτσι τα δώρα σου. Κοίτα, είσαι απλά στον ίδιο χώρο μαζί μου, μιλάς με άλλους, μιλώ με άλλη κι όμως είμαι εκεί μαζί σου. Έχεις αναστατώσει το μυαλό, το κορμί και τη ψυχή μου. Έχω ξεχάσει τι κάνω εδώ και δε θυμάμαι καλά καλά ποιός είμαι. Μόνο ένα σου βλέμμα έχει σβήσει τα πάντα. Δεν υπάρχει αλλη μουσική, εκτός από τα κόκκινα σου χείλη που μιλούν. Κι ας μην ακούω τι λες, η καρδιά μου γνέφει καταφατικά σαν μαθητής προς το δάσκαλο. Έχεις αναστατώσει το πνεύμα και το σώμα μου.
Τι θες; ακόμα μιλας; Άσε με πια ήσυχο! Γεύομαι τώρα την ομορφιά του κόσμου. Νύσταξες; ωραία πήγαινε εσύ, πάρε ένα ταξί. Εγώ θα νυστάξω μόνο όταν κοπάσει αυτός ο άνεμος που με παρασέρνει. Έλα δε θα πάθεις τίποτα, άντε γεια καληνύχτα. Τα λέμε.
Ωραία έφυγε και το βάρος. Έρχομαι να σε μυρίσω κάτασπρό μου τριαντάφυλλο. Έρχομαι να σου διαβάσω τα παραμύθια των αγγέλων, για να δεχτείς την αγκαλιά μου. Μου έφτιαξες το βράδυ, τη διάθεση, τη ζωή. Έδωσες στα μάτια και στη ψυχή μου λάμψη και ομορφιά και είσαι κι εσύ τώρα μια σταγόνα στη βροχή, είσαι όλες οι σταγόνες στη βροχή που με λούζει. Τη βροχή του έρωτα.
Πόσο; 40 ευρώ; Ναι, έλα πάρε. Ακριβοί είναι ρε γαμώτο. Αλλά τι με νοιάζει εμένα, έχω βρει την απάντηση. Τι; και 20 της κοπέλας; Ποιάς μωρέ της ηλίθιας; Αντε τι να κάνω, ορίστε, κράτα τα ρέστα, κράτα τώρα που με έχει μεθύσει η ομορφιά και το bacardi.
Ωχ τώρα τον είδα αυτόν. Ναι μωρε, είναι ο γορίλλας της. Γιατί; γιατί ανθισμένε μου ιανθέ, σκορπάς τα πεταλά σου ανούσια στο κάθε λυσσασμένο σκύλο; το βλέπω στα μάτια σου, το νοιώθω στο βλέμμα σου ότι σκας, ουρλιάζεις μέσα σου. Δεν είναι αυτός που γεννήθηκες για να στολίζεις. 10 χρόνια μεγαλύτερος, ανίκανος να στρώσει τα φύλλα της μοναξιάς του, βουτάει μάζί σου στο βούρκο που έχει για σπιτικό. Κι ας ξέρει τον πατέρα σου, κι ας έχει δουλειά και λεφτά, ωραίο αμάξι, το ξέρω και το ξέρεις ότι άλλα λαχταρά η ψυχούλα σου. Άλλα θέλει για να ανθίσει το μπουμπούκι μέσα στα δυο σου στήθη. Που να βρει πάθος να σου δείξει αυτός; Πότε έμαθε τι είναι ο έρωτας για να σου προσφέρει λίγο; Σε βλέπω να σβήνεις λίγο λίγο μαζί του και δεν αντέχω, έρχομαι να σε πάρω μαζί μου, να γίνω υπηρέτης σου. Να προσπαθήσω να ανταποδώσω την ομορφιά που μου χαρίζεις. Είναι άδικο, έιναι η μεγαλύτερη αδικιά στον κοσμο αυτό, να σπαταλάμε την ομορφιά. Είναι λίγη και πολύτιμη. Είναι το χρυσάφι της καρδιάς μας. Έρχομαι...
cinema ελλάδα διάφορα αγάπη Αθήνα έρωτας ζωή άνθρωποι γυναίκες απόψεις πολιτική έγινε κι αυτό! σκέψεις εξεταστική παιδεία εφημερίδες μουσική πολιτκή σκεψεις tv ταξίδια