«Βρήκα το άλλο μου μισό», «Χωρίς αυτήν, είναι σαν να είμαι μισός», «Ο έρωτας τον χτύπησε κατακούτελα», «Ερωτοχτυπημένος» και άλλα ανάλογα ακούμε και διαβάζουμε για τον τρόπο που οι περισσότεροι βιώνουν ή βλέπουν τον έρωτα, δηλαδή είτε σαν μια εσωτερική δύναμη που μας ωθεί να αναζητούμε το άλλο μας μισό είτε σαν μια εξωτερική και αναξιόπιστη δύναμη που μας πλήττει απρόσμενα με το δικό της μοναδικό τρόπο. Στην πρώτη περίπτωση, ο έρωτας είναι σταθερός και προϋποθέτει εγγύτητα, ενώ, στη δεύτερη, προϋποθέτει απόσταση…
Φυσικά, αυτές οι δύο ροπές του συναισθηματικού μας κόσμου -κατά καιρούς- αλληλοσυγκρούονται, δημιουργώντας τα γνωστά αδιέξοδα, τον πόνο αλλά και τις χαρές και μοναδικές στιγμές που σχεδόν όλοι μας βιώνουμε στις σημαντικές σχέσεις που δημιουργούμε στο διάβα της ζωής μας…
Αν και οι κοινωνίες έχουν εξελιχθεί απίστευτα, μετά την εποχή των μεγάλων φιλοσόφων της αρχαιότητας, ο τρόπος που οι άνθρωποι βιώνουν την αγάπη παραμένει σχεδόν ίδιος και απαράλλαχτος από τη εποχή που δημιουργήθηκαν οι δύο αυτοί μύθοι, δηλαδή από την εποχή που ο Πλάτωνας έγραψε το περίφημο Συμπόσιό του, ο δε Ρωμαίος πλατωνικός φιλόσοφος Απουλήιος το μύθο του για τον Έρωτα και την πανέμορφη Ψυχή. Από τότε, ο άνθρωπος προσπαθεί να επιλύσει το αιώνιο μυστήριο της αγάπης, χωρίς, όμως, να το έχει καταφέρει ακόμα…
Στο Συμπόσιο, αναφέρεται πως ένας αριθμός φιλοσόφων μαζεύτηκε σε μια γιορτή στο σπίτι του τραγικού ποιητή Αγάθωνα για να μιλήσουν για την υπόσταση της αγάπης. Όταν ήρθε η σειρά του Αριστοφάνη να μιλήσει, ανέφερε πως κάποτε οι άνθρωποι είχαν οκτώ άκρα -4 πόδια και 4 χέρια- αλλά και δύο πρόσωπα. Μετά από μια διαμάχη τους με τους θεούς, ο Δίας αποφάσισε να τους τιμωρήσει χωρίζοντάς τους στα δύο. Από τότε, πορεύονται με προτεταμένα χέρια, αναζητώντας μονίμως το «έτερόν τους ήμισυ». Ο Πλάτων, λοιπόν, δια στόματος Αριστοφάνη, θέλει να καταδείξει πως η πραγματική φύση της αγάπης είναι η έμφυτη ανάγκη και λαχτάρα του ανθρώπου να επανενωθεί με το άλλο του μισό και να ξαναγίνει πλήρης. Με το συμβολικό αυτό τρόπο, ο μύθος καταδεικνύει πως η αγάπη υπάρχει εντός μας σαν αστείρευτη πηγή και σημαντικό μέρος της ύπαρξής μας. Προϋποθέτει, όμως, την παρουσία του Άλλου που, αν τον βρούμε, η αναζήτηση σταματά καθώς τώρα πλέον μπορούμε να αγαπούμε το άλλο μας μισό για την υπόλοιπη ζωή μας…
Αντίθετα, στο μύθο του Έρωτα, ο μικρός θεός εκτοξεύει τα βέλη του στα τυφλά και αυτοί που τα δέχονται κατακλύζονται από ένα τεράστιο πάθος. Ερωτεύονται ακαριαία, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξουν τα αισθήματά τους. Σύμφωνα με αυτόν το μύθο, η αγάπη πλήττει το άτομο εκ των έξω και είναι από τη φύση της αναξιόπιστη καθώς μπορεί να πληγούμε από νέα βέλη οποιαδήποτε στιγμή. Η σχέση πάθους, σε αντίθεση με τον προηγούμενο μύθο, απαιτεί απόσταση η οποία επιτρέπει την εξιδανίκευση του Άλλου. Ο κίνδυνος, όμως, αποκάλυψης της πραγματικότητας, δηλαδή του ποιος είναι πραγματικά ο Άλλος -που θα στερούσε την αγάπη από ενέργεια- απαιτεί την επαναδημιουργία της ξανά και ξανά, διαφορετικά παύει να υπάρχει…
Απουσία και απόσταση, λοιπόν, απαιτεί το πάθος για να διατηρηθεί και να συντηρηθεί. Με τον τρόπο αυτό, μπορούμε να συνεχίσουμε να φαντασιώνουμε, να ονειρευόμαστε, να λαχταρούμε, να επιζητούμε και να ποθούμε ακόμα περισσότερο τον Άλλον. Ο μύθος του πάθους σημαίνει πως οι δύο σύντροφοι προσπαθούν να ανταποκριθούν στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχει δημιουργήσει ο ένας για τον άλλον. Δεν μπορούν να αγαπήσουν τον άλλον για αυτό που πραγματικά είναι, η πραγματικότητα λυγίζει εμπρός στη δύναμη των χρωμάτων της φαντασίας…
Οι δύο αυτοί μύθοι στοιχειώνουν τη ζωή των περισσοτέρων καθώς είναι πρακτικά αδύνατη η ταυτόχρονή τους συνύπαρξη. Πάθος και ασφάλεια δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Ένα από τα δύο θα πρέπει να θυσιαστεί στο βωμό του άλλου. Έτσι, έχουμε πολλούς που ζουν μόνοι και δυστυχισμένοι(;), περιμένοντας να βρουν το άλλο τους μισό, το «σωστό» άτομο δίπλα στο οποίο θα βρουν την ασφάλεια και τη σταθερότητα που αναζητούν, κάνοντας οικογένεια. Από την άλλη, ποτέ δεν ήταν ευκολότερη η δημιουργία σύντομων ερωτικών σχέσεων. Η απουσία συνύπαρξης δίνει τη δυνατότητα να φαντασιώνουμε, μέχρι την απομυθοποίηση των εξιδανικεύσεών μας. Το αδιέξοδο καραδοκεί πάντα κάπου εκεί και το δίλημμα μοιάζει ανεπίλυτο.
Ίσως, τελικά, θα πρέπει ο καθένας μας να βρει τη λύση που του ταιριάζει, ξεπερνώντας κοινωνικά στερεότυπα που εγκλωβίζουν και «λύσεις» που οδηγούν για μία ακόμη φορά σε αδιέξοδα ή σε επανάληψη δοκιμασμένων πλην όμως αποτυχημένων συνταγών. Ίσως θα πρέπει να εξοικειωθούμε κάποια στιγμή στην ιδέα μιας ισορροπημένης μετακίνησής μας ανάμεσα στους δύο αυτούς μύθους ώστε να μπορέσει ο καθένας να λαχταρήσει την επανένωση με τον Άλλον, να θυσιάσουμε, δηλαδή, την επίπλαστη, συχνά, ασφάλειά μας για χάρη μιας ουσιαστικής αναζωογόνησης και αναβάθμισης της σχέσης.
Η ναρκισσιστική μας ανάγκη να είμαστε αναντικατάστατοι για τον Άλλον δεν είναι παρά μια επιθυμία να είμαστε ένας μικρός θεός στη ζωή του άλλου. Η ολοκλήρωσή μας ως ανθρώπων χρειάζεται την αγάπη, τον έρωτα και μια ικανοποιητική σεξουαλική ζωή αλλά όχι μόνον αυτά. Εάν δεν έχουμε και κάτι άλλο που να αγαπούμε στη ζωή, τότε ζητούμε -συνειδητά ή υποσυνείδητα- τα πάντα από το σύντροφό μας που, όμως, επειδή δεν είναι δυνατόν να μας τα παράσχει, απομυθοποιείται, η αξία του συρρικνώνεται εντός μας και τότε αρχίζει η συμβατική συνύπαρξη που βασίζεται, συνήθως, στην ανασφάλεια και στο φόβο μιας νέας αρχής…
- Στείλε Σχόλιο