Είχε το χάρισμα να διηγείται με τρόπο ταξιδιάρικο, σχεδόν μαγευτικό, όμορφες ιστορίες ο πατέρας. Κρεμόμασταν κυριολεκτικά από τα χείλη του για να ακούσουμε τη νέα ιστορία που είχε να μας πει κάθε φορά. Άλλαζε εκφράσεις το πρόσωπό του, έκανε παραστατικές χειρονομίες με τα χέρια, χρωμάτιζε τη φωνή του, άλλοτε χαμηλά και άλλοτε δυνατά, δίνοντας, με τον τρόπο αυτό, πρόσθετο ενδιαφέρον σε αυτό που μας διηγούνταν. Ακόμα και ως έφηβος, αλλά και πολύ αργότερα, τον παρότρυνα να μου διηγηθεί ιστορίες για τον ξεριζωμό και την προσφυγιά, τις απίστευτες κακουχίες και περιπέτειες που έζησαν μέχρι να έρθουν στην πατρίδα που δεν φάνηκε και τόσο γενναιόδωρη απέναντί τους τότε…
Από τις αμέτρητες ιστορίες που μας διηγήθηκε, μία θυμάμαι ακόμα καθώς μου έκανε μεγάλη εντύπωση το ασυνήθιστο περιεχόμενό της…
- Το μαγαζί αυτό ήταν το στολίδι της Θεσσαλονικιώτικης αγοράς, είπε. Όλοι θαύμαζαν το γούστο, την πρωτοτυπία και το μεράκι του νεαρού ιδιοκτήτη του. Ήταν πολύ όμορφος, λεπτός, ψηλός, με πάντα καλοχτενισμένα τα σπαστά μαύρα του μαλλιά, και κάθε μέρα κομψά ντυμένος στην τελευταία λέξη της μόδας. Έπαιζε τόσο όμορφα πίσω από την πάντα καθαρή και αστραφτερή βιτρίνα του μαγαζιού του που συχνά αναρωτιόμασταν, αν ο τόσος κόσμος που συνέρρεε καθημερινά μπροστά της ήταν για τα πιάνα που πουλούσε ή για τον ίδιο.
Το πανάκριβο αστραφτερό πιάνο από μαύρο μαόνι, πίσω από τη βιτρίνα, βρίσκονταν πάνω σε μία ολοστρόγγυλη βάση που γύριζε αργά, δίνοντας τη δυνατότητα να βλέπει ο κόσμος τόσο το πιάνο όσο και τον Δον Ζουάν-ιδιοκτήτη και ταλαντούχο νέο μουσικό από όλες τις πλευρές, θαυμάζοντας τη χάρη και την ομορφιά και των δύο.
Λέγανε πως πέρα από προικισμένος μουσικός -συνέθεσε, μάλιστα, και ένα τραγούδι που έγινε τεράστια επιτυχία πανελλαδικώς τη δεκαετία του 60 ή 70, νομίζω- ήταν και πολύ μεγάλος καρδιοκατακτητής. Τα κορίτσια τον ερωτεύονταν παράφορα αλλά αυτός δεν έπαιρνε ποτέ τον έρωτά τους στα σοβαρά. Τις βαριόταν γρήγορα μα πάντα υπήρχαν ένα σωρό άλλες που έλπιζαν πως θα έχουν καλύτερη τύχη από τις προηγούμενες. Αυτός, όμως, πάντα ανέμελος, bohème και bon-viveur, όταν κάποιος τον ρωτούσε πως και δεν ερωτεύθηκε ποτέ του, έχοντας γνωρίσει τόσες κοπέλες, αυτός, χαμογελώντας, απαντούσε με απόλυτη σιγουριά: «Μια σταλιά είν΄ η ζωή και δεν αξίζει λυπημένος να τη ζήσεις»…
Κάποια στιγμή, ο πάντα πανέμορφος, αστραφτερός και κομψός νεαρός Δον Ζουάν-ιδιοκτήτης έπαψε να παίζει στο πιάνο της βιτρίνας ή να εμφανίζεται στην εξώπορτα του μαγαζιού του. Τα ρούχα του δεν ήταν πλέον πεντακάθαρα και καλοσιδερωμένα, όπως παλιά. Συχνά, τον βλέπαμε αξύριστο, αγέλαστο και αχτένιστο και με ένα τσιγάρο -αυτός που ποτέ του δεν κάπνιζε- μονίμως κρεμασμένο στα όμορφά του χείλη.. Όλοι αναρωτιόνταν για τους λόγους της τεράστιας αυτής αλλαγής και οι φήμες οργίαζαν, ώσπου μια μέρα οι περαστικοί βρήκαν τη βιτρίνα άδεια και ένα χαρτί κολλημένο στην πόρτα της εισόδου που έγραφε: «Κλειστό λόγω αγάπης»…
Κανείς δεν έμαθε με σιγουριά τι απέγινε ο πανέμορφος και ταλαντούχος νέος μουσικός, και όχι μόνο. Κάποιοι είπανε πως έφυγε για Αθήνα όπου άνοιξε και πάλι ένα μαγαζί που πουλούσε πιάνα, κάπου στη Σόλωνος, κοντά στα Εξάρχεια.
Πριν από μερικά χρόνια, κάποιος άλλος είπε πως άκουσε πως ο χαρισματικός αυτός νέος, στα ώριμά του πλέον χρόνια, αποσύρθηκε σε ένα αγρόκτημα κοντά στη φύση, έχοντας μια εμμονή να περιμένει με λαχτάρα, κάθε χρόνο τέτοια εποχή, την Άνοιξη, τα διαβατάρικα πουλιά που φθάνουν από μέρη μακρινά, παρατηρώντας τα, με χαρμολύπη και νοσταλγία, να ερωτεύονται και να χτίζουν τις φωλιές τους, τιτιβίζοντας ύμνους του φτερωτού τους έρωτα…
Κι εδώ τελείωσε η ιστορία μας για σήμερα, αγαπημένα μου παιδιά. Ήταν η προσωπική, μα θλιβερή, ιστορία ενός πανέμορφου, προικισμένου νέου μουσικού, και όχι μόνο, αλλά και ένα μικρό παραθυράκι με θέα στην Ελλάδα που πέρασε…
19 σχόλια - Στείλε Σχόλιο