Κόσμος χτισμένος σε ποτάμια λευκά
ξεχασμένα απ' των ανθρώπων το βλέμμα,
ρουφούν απ' το δέρμα υγρές αναπνοές
αθόρυβα τις παίρνει το ρεύμα.
Με κοίταζες κρυμμένη σε υπόγεια σκοτεινά
να πίνω απ΄του κόσμου τη στέρνα,
φοβόσουν ν' ακουμπησεις τα αόρατα νερά
πληρώνεσαι εργασία με κέρμα.
Περπάτησα ένα βράδυ σε όχθες για να βρώ
αυτά που απ' την πλημμύρα χαθήκαν,
με χώματα και λάσπες καλύφθηκαν βαθιά
τιμές που δεν μας απονεμηθήκαν.
Με κοίταζες κρυμμένη σε υπόγεια σκοτεινά
να πίνω απ΄του κόσμου τη στέρνα,
φοβόσουν ν' ακουμπησεις τα αόρατα νερά
πληρώνεσαι εργασία με κέρμα.
Ψηλώσανε της πόλης πατώματα οροφές
στα μέτωπα βαθιές αυλακώσεις,
γεμίσανε οι κοίτες λευκές επιταγές
δε σου μεινε τίποτ' άλλο να δώσεις.