φίλες, φίλοι, Μετά από πολύ καιρό και ξέροντας πια πως με τις καταστάσεις που επικρατούν, ήταν που ήταν, τώρα έγιναν πιο δύσκολες με τους εκκδοτικούς οίκους, και επειδή εγώ δεν πληρώνω για να εκδώσω τα λογοτεχνήματά μου ποίηση, διηγήματα μυθιστορήματα, βιβλία και μεθόδους εκμάθησης Μουσικής, που μερικά ευτυχώς έχουν εκδοθεί, σκέφτηκα να τα δημοσιεύσω και να θέσω στην κρίση σας και την κριτική σας την νέα μου ποιητική συλλογή.
Διαβάστε τα ποιήματά μου και αν σας αρέσουν διαδώστε τα, γιατί έτσι, ποιος ξέρει κάποια στιγμή να συγκινηθούν οι πάσης φύσεως ανευθυνοϋπεύθυνοι... και να ασχοληθούν με μένα, με ότι γράφω, μουσική, λογοτεχνία και λοιπά. Ακόμα και το ίδιο το Κράτος.
σας ευχαριστώ.
ΓΙΑΝΝΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΛΙΨΗΣ. Ποιήματα
Ως πρόβατα επί σφαγή
Ο δρόμος ήταν ανοιχτός στους απρόσιτους ανέμους,
οι στρατιώτες τραγουδούσαν
με το όπλο υπό μάλης τον ύμνο της χαράς,
μπερδεύοντας σκόπιμα τα λόγια.
Ένας χαρταετός Κόκκινος,
που έσταζε αίμα
έκοβε κύκλους τη ζωή του,
μετρώντας τα νεαρά κεφάλια,
ως πρόβατα επί σφαγή.
Θα σας θυμάμαι
Με ποτίσατε νέκταρ ροδοφύλλων.
Με ζήσατε με ιστορικές συμπαιγνίες,
με αφήσατε να περιμένω με μετέωρο βήμα
στον προθάλαμο των αερίων.
Με στείλατε κρουαζιέρα στην χώρα των αγγέλων,
μακάρια ευτυχισμένο.
Θα σας θυμάμαι.
Ποιος ξέρει;
Ποιός ξέρει για το Σταυρό που σηκώνω;
Για τα έξι καρφιά στα πλευρά μου,
δύο χρυσά, δύο ασημένια, δύο χάλκινα;
Σαν μετάλλια Ολυμπιακών Αγώνων.
Ποιός ξέρει για τα βουρκωμένα μάτια μου;
Ποιός ξέρει για το παράπονο
που κρέμεται στα χείλη;
Μόνο εγώ ξέρω… τα κρατώ για πάρτη μου.
Της αγάπης.
Στων δακτύλων μου τις άκρες
πετάει η άνοιξη.
Πάνω στα βλέφαρα των ματιών μου,
κάνει τραμπάλα ένα αστέρι.
Χίλιες δύο ανάσες
κι έφτασα κοντά σου,
πάνω στο άρμα
που φτιάχτηκε από λέξεις αγάπης,
που ξεστόμισαν δυο πουλιά.
Δεν μπορώ ν’ ανέβω
Δεν μπορώ ν’ ανέβω την σκάλα τ’ ουρανού.
Δεν μ’ αφήνουν τα δακρυσμένα μάτια μου.
Οι μαγικές φωνές των παιδιών,
τα φτερουγίσματα των νέων καιρών.
Οι κεραυνοί των ξεχασμένων καταιγίδων.
Δεν μπορώ ν’ ανέβω τη σκάλα του ουρανού.
Δεν με αφήνουν τα αδυσώπητα ερωτήματα
των δύστυχων ανθρώπων,
οι μετουσιωμένες παρθένες,
που φωνάζουν δυνατά,
τα χέρια των γιγάντων
που κρατούν στους ώμους τους
την πεμπτουσία της ατέλειωτης νύχτας.
Αχ να μπορούσα
Αχ να μπορούσα να κρατήσω
μες τα χέρια μου τις ήσυχες λέξεις
των ήμερων καιρών μου.
Αχ να μπορούσα να χωρέσω
μέσα στα μάτια μου τη θάλασσα,
που τύλιξε το κορμί σου.
Θα ’μουν δίχως άλλο,
ένας Αετός περήφανος
με ανοιγμένα τα φτερά,
μια πλατειά ανοιχτή λεωφόρος.
Θα ‘μουν δίχως άλλο
ένα ποτάμι ορμητικό,
μες στα κακοτράχαλα βουνά
που δάκρυα δεν έχει να κατεβάσει.
Θα ‘μουν χιλιάδες κόκκινα λουλούδια,
με κίτρινους στήμονες,
θα ‘μουν χιλιάδες ναι, χιλιάδες όχι,
θα ‘μουν κι εγώ δεν ξέρω τι.
Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.
Πως φοβάμαι τη Δευτέρα.
Προέρχομαι από χειμερία νάρκη,
από πνευματική και σωματική ακαμψία.
Θα περάσουν οι διάφοροι σατραπίσκοι,
άλλος κραδαίνοντας το πελώριο μαχαίρι του,
άλλος σημαδεύοντάς με,
με το όπλο του,
και κάποιος τρίτος,
που ΄ναι ευγενικός,
μ’ ένα χαρτί με διάφορες σφραγίδες.
Κι’ εγώ με σφιγμένες τις γροθιές,
με τα δόντια σε τετράγωνη διάταξη,
θα τους αφήνω
να διαπράττουν τις βέβηλες πράξεις τους,
να λένε τις βαρύτατες λέξεις τους,
σηκώνοντας από καιρού εις καιρόν τους ώμους,
ψάχνοντας ένα τρόπο να τους ξεφορτωθώ,
να τους κοιμίσω πάλι,
ως τ’ άλλο Σαββατοκύριακο.
Κουράστηκα
Κουράστηκαν τα μάτια μου
κοιτάζοντας τον ορίζοντα,
‘κει που τα τραγούδια σιωπούν,
‘κει που οι ελπίδες ανοίγουν τα φτερά τους,
δοκιμάζοντας την ταχύτητα των ανέμων.
Κουράστηκα να με χτυπούν
οι ξαφνικές νεροποντές,
να με σταματούν στο δρόμο οι πολισμάνοι,
να με ξεχνούν οι δεύτερες μέρες της εβδομάδος
να με βρίσκουν οι μοιραίες συμπτώσεις
Κουράστηκα να περιμένω
το τρένο της Εδέμ,
κουράστηκα να αγναντεύω τις ψηλές βουνοκορφές,
τα μικρά ποταμάκια,
που δεν έχουν άλλα δάκρυα να πάρουν.
Έτσι δεν θα πικραίνομαι
Χριστέ μου,
ρίξε τη ματιά σου στο πρόσωπό μου.
Χρυσή μου Αυγή,
στείλε το δάκρυ σου
με την πρωινή βροχή.
Και σεις ακρογιαλιές μου όλες,
μαζευτείτε στου χεριού μου τη γροθιά.
Έτσι δεν θα πικραίνομαι.
Ευγνωμοσύνη
Ψυχή μου,
χάρηκες το γαλάζιο τ’ ουρανού και σήμερα,
το γέλιο του μικρού παιδιού στο καροτσάκι του.
Άφησες τους στεναγμούς σου
σαν θυμίαμα να ανεβαίνει,
σαν ελάχιστη ευγνωμοσύνη,
στην αόρατη δύναμη,
ελπίζοντας.
Απαλοιφή
Η καρδιά μου,
ακολουθεί τον ρυθμό των γεγονότων,
απαλείφοντας τις μπερδεμένες καταστάσεις,
τα ξέφρενα πανηγύρια,
τις ερειπωμένες πολιτείες,
τις εγκαταλειμμένες αυλές
των ακατοίκητων σπιτιών,
τα αδόξαστα γκαλτερίμια,
που ακατάπαυστα τα μυρμήγκια διαβαίνουν.
Να τραγουδώ
Δεν μπορώ,
παρά να τραγουδώ για κείνες τις νύχτες,
για κείνα τα όνειρα,
που κρατούσαν τις ματιές μας ανοιχτές,
τις αγκαλιές μας ζεστές,
τις φωνές μας δυνατές.
Δεν μπορώ,
παρά να τραγουδώ,
για τις ξεχασμένες πολιτείες,
τους αδύνατους ανέμους,
για τις αστραφτερές στέγες
που πλύθηκαν
από τη δυνατή βροχή των δακρύων
των ταλαίπωρων ανθρώπων.
Ξέρω κ’ εγώ
Ξέρω κ’ εγώ
που με πηγαίνουν οι αμήχανες φωνές μου;
Ξέρω κ’ εγώ που με πάνε τα τραγούδια των κρίνων;
Ξέρω κ’ εγώ που με πάνε τα κλειστά μάτια μου,
οι ανοιχτές πληγές μου,
τα αδυσώπητα σκιρτήματα
των ακοίμητων επιθυμιών μου;
Ξέρω κ’ εγώ πόσο πικρά είναι τα χείλη μου,
πόσο δακρυσμένα είναι τα μάτια μου;
Σας καλωσορίσω στον κατακόκκινο ουρανό μου.
Περιμένουν τα όνειρα
Στην πλατειά λεωφόρο,
με τα ήρεμα ποτάμια,
με τα κλειστά τα μάτια,
περιμένουν τα όνειρα.
Λουφάζουν στις εσοχές των ρείθρων,
στους στεναγμούς των ανθρώπων
στο μισοκίτρινο χορτάρι,
πάνω στα πέταλα του χαμομηλιού,
που τα σπρώχνει με πάθος
το ακούραστο μυρμήγκι.
Στην πλατειά λεωφόρο
περιμένουν οι πικραμένες νύχτες,
σπαρμένες στην απεραντοσύνη του ουρανού,
στα μισοσβησμένα φώτα των σπιτιών.
Στις συλλαβές των τραγουδιών που δεν έχουν τέλος.
Dimitris P. Kraniotis http://greekpoetics.blogspot.gr/2016/10/blog-post_85.htmlΓιάννης Σ. Ανδρεόπουλος: "Περιμένουν τα όνειρα"GREEKPOETICS.BLOGSPOT.COM
Δεν γυρίζουν
Δεν γυρίζουν πίσω οι ποταμοί των δακρύων,
Οι απύθμενες λέξεις των θνητών οραμάτων.
Οι τυχαίες παρουσίες των αδίστακτων γεγονότων.
Οδεύουμε ταλαιπωρημένοι,
προς το τέλος της μακράς χειμωνιάτικης νύχτας.
Στο τέλος του τούνελ το γαλάζιο μου φως.
Δεν έψαξα
Δεν έψαξα να βρω τα κιτρινισμένα γράμματα,
δεν έπλεξα σφικτά τα δάκτυλα μου
μπροστά στο στήθος μου.
Στην απελπισία μου απάνω,
πήρα το μολύβι και έγραψα μερικές σελίδες,
λέξεις χωρίς ειρμό.
Έβαλα στο πέτο του σακακιού μου
ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο,
το πικραμένο μου μειδίαμα στα χείλη,
και έσυρα τα πονεμένα μου πόδια
πάνω στο πλακόστρωτο δρόμο,
ανιχνεύοντας τα σημάδια που μου άφησαν
οι πράξεις των βέβηλων ανθρώπων.
Κουραστικό το ταξίδι,
λίγο το φως του ήλιου,
και οι άνεμοι, σώπασαν πάνω στη γένεσή τους.
Κάπου …χάθηκα.
Ταξιδεύω
Δεν μπορώ να γυρίσω πίσω,
δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά στους ανέμους.
Κρατώντας ψηλά τα χέρια μου,
με ανοιχτές τις παλάμες,
σε ψάχνω στον έναστρο ουρανό,
που αφουγκράζεται την φωνή μου.
Και ταξιδεύω ολονυχτίς
μέσα στους δύσκολους δρόμους,
στις ξέρες των ποταμιών,
στα ίχνη του άφησες πάνω στην άμμο.
Και ταξιδεύω ολονυχτίς,
με το τρένο της γραμμής,
και σε ψάχνω,
με το βλέμμα καρφωμένο στους αγρούς,
στις κορφές των δέντρων,
στις απότομες χαράδρες των βουνών.
Και σε ψάχνω παντού, μα τίποτα…
μόνο πέντε έξι λέξεις
που άφησες στο τσαλακωμένο χαρτί,
που κρατώ σφιχτά στο χέρι μου.
Σε ψάχνω
Σε ψάχνω
μα δεν σε βρίσκω πουθενά.
Κρατώ μες στην αγκαλιά μου
την αύρα σου,
είναι και αυτό κάτι.
Μα θέλω να φιλήσω τα χείλη σου,
θέλω να ακουμπήσω το Σώμα σου,
να παίξω μαζί σου.
Πως να γίνει;
Και μετά θα βυθιστώ
Θα ανοίξω το στόμα μου
και θα σου πω χίλιες λέξεις
των απρόσμενων καιρών μου.
Θα ανοίξω τα μάτια μου
να διαβάσεις της καρδιάς μου τις αποθυμιές.
Και μετά θα βυθιστώ
στο απέραντο γαλάζιο της θάλασσας της δικής σου,
θα γίνω εξερευνητής στο χαμένο νησί σου,
θα ψάξω για ένα μάτσο λουλούδια
και δύο τρείς χαρές,
μα δεν θα αφήσω το αβέβαιο συναίσθημα
να με πνίξει και να με γεμίσει με χίλια αν
Ταξίδι στην Ανδρομέδα.
Σε σεργιάνισα στου ουρανού την άκρη,
σου έδειξα τη μεγάλη Άρκτο,
στο παγωμένο τοπίο να κοιμάται.
Σε έβαλα στο Εξπρές για την Ανδρομέδα,
ταρακουνήθηκες λιγάκι, μα έφθασες.
Είμαι καλά.
Σ’ αγαπώ, μου είπες στο τηλέφωνο,
πάω να κοιμηθώ τώρα.
Είμαι κουρασμένη.
Σε έβλεπα στην οθόνη, κ’ ήσουν γεμάτη θλίψη.
Πότε θα ‘ρθείς; Σου είπα..
Ε! ξέρεις τώρα,
το άλλο καλοκαίρι.
Φτιάξε στο εξοχικό τα δέντρα να ναι πράσινα
και τα λουλούδια ανθισμένα.
Χρόνος είναι..
θα περάσει, Άντε καληνύχτα,
δηλαδή καλημέρα,
γιατί εδώ είναι πρωί .
Άντε γεια σου.
Σαν αστραπή
Σαν αστραπή που αυλάκωσε τον ουρανό,
πέρασες απ τη ζωή μου
και με έκανες τη νύχτα ν' αγαπώ
κι’ αλλού να μη δίνω το φιλί μου.
Κι όλα περάσανε σαν όνειρο απατηλό
και σε ένα άγγιγμά σου αναριγώ ψυχή μου,
έμαθα χωρίς τον πόνο να μη ζώ,
χαίρομαι, που λες, "δεν σε μισώ" καλή μου.
Ήταν το φιλί σαν γλυκόπικρο ποτό,
κ' ήπια απ αυτό με την ψυχή μου,
μ' έμαθες χωρίς εσένα να μη ζω
να σ’ αγαπώ, να σ’ αγαπώ καλή μου.
Σαν αστραπή μου θάμπωσες τα μάτια
κι΄ έγιανες την πληγή μου,
μου 'μαθες τον έρωτα σ ένα λεπτό,
σε λάτρεψα, μα έφυγες ψυχή μου.
Θα θελα.
Θα θελα ν’ άνοιγα πανιά,
για το πουθενά,
για κοντά και μακριά,
για όνειρα τρελά.
Θα θελα ν' άνοιγα πανιά,
για τη μεγάλη πόλη,
εκεί που πάνε όλοι,
μα δεν μπορώ, ούτε το θέλω τελικά.
Θα θελα ν’ άνοιγα πανιά,
υποθετικά,
στα χαρτιά και μυστικά,
για το πουθενά.
Η νύχτα.
Η νύχτα δεν περνά
και με τυραννά,
σαν το μαύρο πέπλο της απλώνει
και τ' όνειρο σκοτώνει,
με μια μαχαιριά.
Και αποζητώ το λυτρωμό,
να γελάσει το χειλάκι μου,
και αναθαρρώ, κι΄ αναριγώ
με το χλομό το φως σου,
φεγγαράκι μου.
Η νύχτα δεν περνά
και πιο πολύ πονά
σαν η καρδιά ξαναματώνει,
και στη γωνιά σκαλώνει.
Το παρελθόν
Μες το μυαλό μου όλα ανακατωμένα,
θλίψεις, χαρές, αγωνίες, ελπίδες,
παιδικές αναμνήσεις,
σκηνές στερητικές,
τρύπιες τσέπες και παντελόνια.
χαρούμενες Κυριακές,
και πανηγύρια,
του Αη Λιά
και της Αγιάς Παρασκευής
της Παναγιάς.
Και κόσμος πολύς,
με τα καλά του ντυμένος
και τ΄άλογα να δεινοπαθούν,
ανεβαίνοντας στα βουνά.
Μες στο μυαλό μου όλα ανακατεμένα,
μα όλα ζωντανά.
Αχ να γύριζε ο χρόνος πίσω,
να τα ξαναζήσω.
Της λήθης
Ξεχώρισαν οι γραμμές με τις ασφυκτικές καμπύλες
των αρχαίων ναών.
Τ' αετόπουλα λούφαξαν στην αγκαλιά του ήλιου,
χωρίς να βγάζουνε μιλιά.
Ξεθάρρεψαν τα αστέρια της νύχτας
και άρχισαν να τρεμοσβήνουν,
να κάνουν τον μυστικό χορό τους,
τη σκοτεινή σύναξή τους.
Ατέλειωτες και οι έγνοιες στο μυαλό μου
εισακούονται από τ’ ανοιχτά αυτιά του Θεού.
Όλα με οδηγούν στη χειμερία νάρκη,
όλα με αφήνουν να ξεχνώ το παρελθόν.
Δίχως εσένα.
Δίχως εσένα είναι άδεια η ζωή μου,
δίχως εσένα οι νύχτες είν’ μοναχικές.
Δίχως εσένα διψάει κ' η ψυχή μου
και οι ώρες που περνούνε είναι φονικές.
Δροσοσταλιά μου.
Δροσοσταλιά μου
ανθάκι μου φθινοπωρινό,
μες στην καρδιά μου
σ΄ έχω κρυμμένη
μα ψάχνω να σε βρω.
Τα μάτια δακρυσμένα,
τα όνειρα χαμένα
και γεμάτη η νύχτα ενοχές.
Τα χέρια μου λυμένα,
παράξενα στημένα
στους δρόμους οι ανθρώπινες σκιές.
Δροσοσταλιά μου
της δίψα μου αθάνατο νερό,
είσαι η χαρά μου
και ψάχνω να σε βρω.
Τα πάνω κάτω.
Έφερες τα πάνω κάτω στη ζωή μου,
ήσουνα για μένανε η αναπνοή μου.
Πίστεψα σε σένανε σούδωσα την καρδιά μου,
κι' έγινες ξαφνικά, κυρίαρχη στον έρωτα μου.
Ρεφραίν
Και έλεγες πως με αγαπούσες
κι εγώ το πίστεψα πολύ
κι' όταν με διπλοφιλούσες,
άδολα σ’ αγαπούσα πιο πολύ.
Μου είπες να φύγω.
Μου είπες να φύγω απ το σπίτι,
απ τη ζεστή μου τη γωνιά
κ' είναι μεγάλη μου η θλίψη
και σκέφτομαι την παγωνιά.
Σκοτώνουν τ' άλογα όταν γεράσουν,
το ίδιο έκανες και συ,
μα οι μέρες αστραπή θε να περάσουν,
το ξέρεις πόσο λίγη είναι η ζωή;
Μου είπες να φύγω από το σπίτι,
με τρόπο απαξιωτικό,
όμως σου είπα να περιμένεις
φοβάμαι να ξέρεις τον καιρό.
Να ξέρεις πως σε αγαπώ.
Να ξέρεις πως σε αγαπώ,
το χω γράψει στον απέναντι τοίχο
με γράμματα χονδρά,
με αράδες που τραγουδάνε
και μερικά ανθάκια ζωγράφισα
με έντονα χρώματα,
όπως τα παιδιά της
πρώτης δημοτικού.
Συγχώρεσέ με
γι' αυτή μου την απρέπεια.
Ότι έγραψα
το έγραψα με την καρδιά μου.
Μία καρδιά
που δεν μπόρεσες
να πιάσεις το σφυγμό της.
Σε εσένα.
Ξέχασε με, γιατί να με θυμάσαι;
Καλύτερα να ζεις μέσα στη λήθη,
όπως αυτός που με κρασί μεθά.
Ξέχασέ με, δεν θέλω να θυμάσαι
μες στο μυαλό σου να μην υπάρχω
και να μη σου λαβώνω την καρδιά.
.
Ξέχασε με, ξέχασέ με,
αν και δεν το θέλω και πολύ.
12 σχόλια - Στείλε Σχόλιο
Σκοπός του BLOG μου είναι η προώθηση και προαγωγή της ΜΟΥΣΙΚΗΣ, οποιασδήποτε μορφής τέχνης (των λεγόμενων ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ) και του λόγου, (ΠΟΙΗΣΗ, ΣΤΙΧΟΣ, ΔΙΗΓΗΜΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ), σχετική αρθρογραφία και προσωπικές απόψεις, κρίσεις και εκτιμήσεις.
Γάτες να αφυπνιστούμε ολοι ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ www.musicheaven.gr/html/story.php?id=1523 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ