ΜΟΥΣΙΚΗ, ΤΕΧΝΕΣ, ΛΟΓΟΣ
Η ΜΟΥΣΙΚΗ, ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ ΚΑΙ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΞΥΨΩΝΟΥΝ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
28 Νοεμβρίου 2017, 13:27
ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟ.


Φίλοι. φίλες, δημοσιεύω σήμερα ένα διήγημά μου που το αγαπώ πολύ, γιατί βασίζεται σε αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων.

Διαβάστε το και τα σχόλιά σας τα περιμένω.


ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΑΛΟΓΙΑΝΝΟ

Ήταν ένα πρωινό του Δεκέμβρη, πολύ κρύο. Ήμουνα μικρό παιδάκι, στην τετάρτη τάξη του Δημοτικού. Όπως πάντα ξυπνούσα στις επτά το πρωί. 
 Είχα ετοιμάσει τη σάκα μου αποβραδίς, πήγα και πήρα σαν κοροΐδο που ήμουν αφού ο αδερφός μου δεν πήγαινε, το γάλα, το τυρί, το βούτυρο, αλλά και το κορνμπίφ από την Ούντρα και αφού τύλωσα την κοιλιά μου με αυτά, καθόμουν μέχρι να έρθει η ώρα να φύγω για το σχολείο, στο τζάμι του παραθύρου του δωματίου μου και ρέμβαζα στο χιονισμένο τοπίο. 
Έτσι από ψηλά όπως ήταν το σπίτι μου, είχα μια θέα απερίγραπτη, πανο-ραμική. Το χωριό έμοιαζε με μια πανέμορφη καρτ ποστάλ, σαν αυτές που βγάζουν οι διάσημοι φωτογράφοι στα χιονισμένα τοπία . Μου φαίνονταν, έτσι μικρό παιδάκι όπως ήμουν, πως όλα ήταν ντυμένα στα γιορτινά τους. Τα σπίτια, τα δέντρα, οι γύρω λόφοι, και την ηρεμία του τοπίου την διέκοπταν τα πουλάκια, που άλλα κάθονταν στα κλαράκια των δέντρων και κελαηδούσαν, άλλα έκοβαν κύκλους, αναζητώντας την τροφή τους, που από ότι φαινόταν ήταν πολύ δύσκολο να την βρουν τέτοια μέρα. Μια μουσική πανδαισία και μια κινητικότητα των ιπτάμενων φίλων μας, που μόνο η φύση προσφέρει. 
Είχα μια αγωνία που δεν είδα να μου χτυπά το τζάμι μου ο καθημερινός, χειμωνιάτικος φίλος μου. Ένας πανέμορφος Καλογιάννος. Με τα κόκκινα, σταχτιά, πρασινωπά και με πάρα πολλές ακόμη αποχρώσεις πούπουλά του , απαλά σαν βελούδο, την ροζ μυτούλα του, τα πανέμορφα χρωματιστά φτερά του και τα ροδαλά του αδύνατα σαν μίσχος ποδαράκια του. Κυριολεκτικά τον λάτρευα. 
Στις οχτώ, άντε οχτώ και πέντε, έπρεπε να φύγω για το σχολείο και ήταν οχτώ παρά τέταρτο… και ακόμα, ο άτιμος… να φανεί. Άργησε ο αθεόφοβος στο σημερινό του ραντεβού. Καθόμουνα σε αναμμένα κάρβουνα και έβαζα χίλια δυο με το μυαλό μου, με πιο έντονη την υποψία μήπως και τον γράπωσε καμιά γάτα και τον έφαγε. 
Μου είχε γίνει συνήθεια, δύο χρόνια τώρα και νόμιζα πως ήταν πάντα ο ίδιος Καλογιάννος που με επισκεπτόταν… και μάλλον ο ίδιος ήταν. Πως αλλιώς να το σκεφθώ; Μόλις χειμώνιαζε ερχότανε και με εύρισκε. Να τον περιμένω κάθε πρωί, πίσω από το τζάμι του παραθύρου του δωματίου μου. 
Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, ξαφνικά, περίπου στις οχτώ παρά δέκα, τσακ, κατέφθασε, σεινάμενος και κουνάμενος... και τιτιβίζοντας.. και αμέσως μου χτύπησε με την μυτίτσα του το τζάμι. Σαν να μου έλεγε. 
-Ε, εδώ είμαι. Δεν σε ξέχασα. Φαινόταν πολύ χαρούμενος και ήταν σε μεγάλα κέφια. 
Αμέσως εγώ του άνοιξα… κι αυτός… δήθεν φοβισμένος, πέταξε λίγα μέτρα πιο πέρα, στην μισοανθισμένη αμυγδαλιά, για να με κάνει -ποιος ξέρει- να αγωνιώ; 
Μετά, κάνοντας μερικά κόλπα ιπτάμενος και σπαθίζοντας τον αγέρα για λίγο ακόμα, μπήκε μέσα στο δωμάτιο. 
Το συνήθιζε κάθε μέρα αυτό, δηλαδή έκανε πως ήθελε να μπει, πετούσε εδώ κι εκεί και μετά εφορμούσε μέσα στο δωμάτιο, όπου και καθότανε πάνω στο γραφείο μου, λες και ήταν δικό του. 
Έτσι έκανε και σήμερα. Ένα τόσο δα μικρό πουλάκι να κάνει τόσες ενέργει-ες; Ούτε άνθρωπος να ήταν. 
Τι γραφείο δηλαδή, ένα στρογγυλό τραπέζι σιδερένιο ήταν, από εκείνα που είχαν τα καφενεία παλιά. Κάπου το βρήκε ο πατέρας μου και μου το έφερε και εκεί πάνω διάβαζα, έγραφα, ζωγράφιζα και έκανα διάφορες παιδικές σαχλαμαρί-τσες. 
Μου άρεσε να ζωγραφίζω βουναλάκια, πουλάκια να πετούν, κλαδιά ανθισμένων δένδρων, σπιτάκια και παιδιά να παίζουν. Και ένα σωρό άλλα. Ώρες ολό-κληρες ζωγράφιζα, μέχρι να έρθει η μάνα μου να με ταρακουνήσει και να πιάσω τα βιβλία μου και να αρχίσω να διαβάζω. Αν και δεν διάβαζα και πολύ. Η δασκάλα μου έλεγε στους γονείς πως είμαι «σπίρτο». Και η αλήθεια είναι πως πολλά τα μάθαινα από την παράδοση.. στο σχολείο. 
Πήγα λοιπόν σιγά, σιγά προς το τραπεζάκι και ο Καλογιάννος κάνοντάς μου κόγκσες και τιτιβίσματα, τελικά δέχτηκε να τον βάλω στην παλάμη μου, όπως κάθε μέρα το συνήθιζα και το συνήθιζε και αυτός. Του είχα γίνει ο απαραίτητος φίλος. Στην τσέπη μου είχα λίγα ψίχουλα και με το αριστερό μου χέρι τα έβγαλα, όσα έπιασα με τα δάχτυλά μου, και τα έβαλα πάνω στο τραπέζι. 
Αυτός αστραπή, πήδηξε από το χέρι μου και άρχισε να τσιμπά με λαιμαργία, ευχαριστημένος τα ψίχουλα, ρίχνοντάς μου ματιές, σαν να μου έλεγε σε ευχαριστώ Γιάννο μου. Έτσι το καταλάβαινα εγώ τότε. 
Μόλις τέλειωσε και πριν προλάβει να την κοπανήσει, τον άδραξα με το χέρι μου και κρατώντας τον απαλά στη χούφτα μου, τον πήγα γοργά, γοργά στην μάνα μου. 
-Μαμά, ο φίλος μου ο Καλογιάννος, της είπα πετώντας από χαρά, που τον κρατούσα στα χέρια μου. Ο φίλος μου ο Καλογιάννος, επανέλαβα. Αν δεν με δει κάθε μέρα μαμά δεν γίνεται, θα σκάσει. 
-Αν και σήμερα άργησε λίγο ο άτιμος. Που λες να ήτανε μαμά; 
-Μπορεί ο χιονιάς να τον έκλεισε στην φωλιά του, είπε η μάνα μου. Μπορεί να ταΐζε τα παιδάκια του. Γιατί και τα πουλάκια έχουν παιδάκια Γιάννο μου.. και ξέρεις ε! και οι δυο γονείς τα ταΐζουν. Τα πουλάκια Γιάννο μου είναι πολύ καλοί γονείς. 
-Τι μαμά; έχει παιδάκια; Μα κι αυτός σαν παιδάκι είναι, είναι πολύ μικρός. 
-Ε, μικρό πουλάκι είναι, είπε η μάνα μου. Αλλά είδες πόσο καλλικέλαδος είναι; Ούτε μεγάλος καλλιτέχνης να ήτανε. Είδες πως τα κάνει όλα ωραία ο Θεός Γιάννο μου; 
-Ναι μαμά. Εγώ μαμά τον αγαπώ πολύ. Άμα μου λείψει πολύ θα στενοχω-ρηθώ. Μόνο που το σκέφτομαι μου έρχεται να κλάψω. 
-Γιάννο μου… μικρό πουλάκι είναι.. από χίλιους κινδύνους μπορεί να χαθεί. Κινδυνεύει από τις γάτες, από τις σφενδόνες των κακών παιδιών, από άλλα αρπακτικά πουλιά, από τον χιονιά και διάφορα άλλα. Στα λέω αυτά για να σε προετοιμάσω Γιάννο μου, γιατί μπορεί να χαθεί απότομα και φοβάμαι μη και στενοχωρηθείς πολύ. Έτσι είναι η ζωή, όλων των ζωντανών Γιάννο μου. Έρχονται και «φεύγουν», είπε η μαμά μου. 
-Να τον κρατήσω μέσα στο σπίτι μας μαμά; Να’ ναι πιο εξασφαλισμένος από τους εχθρούς του; 
-Όχι γιε μου. Ο Καλογιάννος δεν σκλαβώνεται. Θα πεθάνει γρήγορα. Άστον να πάει στο καλό του. Το κάθε ζωντανό έχει την τύχη του. Μπορεί να είναι τυχερός και να τον έχεις εδώ και του χρόνου, είπε τελειώνοντας η μαμά μου. 
-Μαμά, έχω μια απορία όμως. Γιατί με αγαπά τόσο πολύ και στέκεται να τον πιάσω; 
-Επειδή ξέρει πως τον αγαπάς πολύ Γιάννο μου, είπε εκείνη. Όμως οι άνθρωποι λένε πως οι καλές οι ψυχές των πεθαμένων ανθρώπων μεταμορφώνονται σε πουλάκια. 
-Μπορεί να ναι η ψυχούλα του παππού σου αυτός ο Καλογιάννος. Που σε αγαπούσε τόσο πολύ. Τον θυμάσαι Γιάννο μου τον παππού σου; 
-Ναι λίγο μαμά.. τον θυμάμαι που μου έφερνε καραμέλες. Ένας ψηλός γέρος με μουστάκια και άσπρα μαλλιά δεν ήταν; 
-Ναι… και πολύ καλός άνθρωπος, είπε η μαμά μου. Πολύς κόσμος έφαγε ψωμί από τα χέρια του. Θεός σχωρέσ’ τον, που τον θυμήθηκα τώρα. 
-Θυμάμαι και κάτι άλλο μαμά. Που μου ‘λεγε παραμύθια. Αλλά δεν θυμάμαι να σου τα πω. 
-Ήσουν μικρούλης Γιάννο μου, πως να θυμάσαι; Έλα, άφησε τον Καλογιάννο τώρα να φύγει και πήγαινε στο σχολείο σου… Και πρόσεχε μην γλιστρήσεις στο χιόνι… και έχουμε νταβαντούρια. 
-Θα προσέχω μαμά. Θα προσέχω, της είπα διστακτικά, σαν να μην ήθελα να φύγω για το σχολείο. 


Άνοιξα την πόρτα και τον άφησα ελεύθερο.. Να πετάξει. Αυτός έκανε μερικούς κύκλους και ξαναγύρισε στο χέρι μου. Του καλάρεσε που τον περιποιόμουνα και ίσως καταλάβαινε και πως τον αγαπούσα. Μετά.. ξαναπέταξε κι αυτή τη φορά απομακρύνθηκε, μέσα στα χιονισμένα δέντρα. Κάθισε πάνω σε ένα κλαδάκι και άρχισε το τραγούδι του. 
Ειλικρινά δεν ήθελα να πάω σχολείο και να κάθομαι να τον ακούω… τόσο όμορφα κελαηδούσε. Πίστευα πως για μένα έδινε τα ρέστα του, για μένα έδινε αυτό το ρεσιτάλ. Είχε μάλιστα στραμμένο το μάτι του προς το μέρος μου και με κοίταζε επίμονα. Τι άλλο ήθελε να μου πει; ότι τραγουδούσε για μένα. Εγώ ό-μως δεν είχα καιρό για χάσιμο και έφυγα αστραπή για το σχολείο, αφήνοντας τον καλό μου φίλο να τραγουδά ευτυχισμένος. 
Στο σχολείο η κυρία μας, μας έβαλε μια έκθεση. Ο τίτλος της ήταν.. «Για τον καλύτερό μου φίλο». 
Εγώ έγραψα για τον Καλογιάννο. Τον ζωγράφισα κιόλας, να κελαηδάει πάνω σε ένα ανθισμένο κλαδάκι αμυγδαλιάς. Όπως τον είδα να κάθεται και να κελαηδεί, πριν λίγη ώρα… 
Ζωγράφιζα πάρα πολύ όμορφα. Ο πατέρας μου έλεγε πως άμα μεγάλωνα θα πήγαινα στη Σχολή Καλών Τεχνών, να γίνω ζωγράφος.. και όποιος με ρωτούσε τι θα γίνω άμα μεγαλώσω, αυτό έλεγα και εγώ. Ζωγράφος θα γίνω… έλεγα με στόμφο. 
Η δασκάλα μου μόλις τελειώσαμε όλα τα παιδιά την έκθεση, πήρε το τετράδιο μου και άρχισε να διαβάζει αργά, αργά και με απαλή φωνή την έκθεσή μου. 
Όπως πάντα άρχιζε από εμένα. Μάλλον της άρεσαν οι εκθέσεις μου. 
Εγώ έγραψα ότι καλύτερο αισθανόμουν για τον Καλογιάννο μου. Καλογιάννο μου, γιατί τον θεωρούσα δικό μου φίλο. Έβαλα όλες τις εικόνες που έζησα μαζί του στο χαρτί με τα πιο όμορφα λόγια που μπορούσα. Όταν τελείωσε η κυρία μου, γύρισε και μου είπε. 
-Πάντα φαντασιόπληκτος είσαι Γιάννη, αλλά είναι πανέμορφη η έκθεσή σου. 
-Όχι κυρία, αλήθεια γράφω. Κάθε πρωί έχω στο σπίτι μου έναν Καλογιάννο. Είναι φίλος μου. Δυο χρόνια τώρα, κάθε χειμώνα έρχεται και με βρίσκει. Τον πιάνω στα χέρια μου κυρία. Αλήθεια λέω, επανέλαβα σαν να αισθανόμουνα προσβεβλημένος που δεν με πίστευε. 
-Άσε τα ψέματα Γιάννη, είπε χαμογελώντας με νόημα η κυρία μου. 
-Ρώτα και τη μαμά μου κυρία, της είπα με παράπονο. Κάθε πρωί έχουμε έναν τέτοιο επισκέπτη στο σπίτι μας. 
-Φοβάμαι όμως μην τον χάσω, γύρισα και της είπα σοβαρά. Άμα πεθάνει; Τι θα κάνω; 
-Θα βρεις άλλο Καλογιάννο Γιάννη. Έχεις μεγάλη φαντασία Γιάννη.
Αυτή ήταν κολλημένη με την φαντασία μου, ενώ εγώ της έλεγα την αλήθεια. Πώς να με πιστέψει όμως; Ήταν συνηθισμένο πράγμα κάποιος να πιάνει έναν Καλογιάννο στα χέρια του; Να τον ταΐζει να παίζει και να μιλά μαζί του; 
Δεν μπορούσε να πιστέψει η δασκάλα μου αυτό που συνέβαινε. Της είπα να βρει την μάνα μου και αυτή να της πει την αλήθεια. 
Πράγματι, σε μια γιορτή η δασκάλα μου και η μαμά μου συναντήθηκαν. 
-Κυρία Ιουλία, της είπε.. λέει την αλήθεια ο Γιάννος μου για το πουλάκι.. για τον Καλογιάννο. Κάθε πρωί έρχεται στο σπίτι μας. Τον πιάνει με τα χέρια του, ο Γιάννος μου, και τον διώχνει.. και αυτός.. δεν θέλει να φύγει. 
-Σοβαρά κυρία Κωνσταντία; της είπε εκείνη. Και δεν το πιστεύω.. το κουτσουνάκι μου. 
-Είναι σίγουρο αυτό που σου λέω. Να έλα στις επτάμιση αύριο το πρωί στο σπίτι μας… και θα δεις με τα ίδια σου τα μάτια τι ακριβώς συμβαίνει. Έλα να πιούμε έναν καφέ και ο Γιάννος θα τον φέρει.. Είμαι εντελώς σίγουρη γι’ αυτό. Θα έρθεις; 
-Θα έρθω. Είμαι περίεργη να δω, τι ακριβώς συμβαίνει, είπε η δασκάλα μου. 
Πράγματι την άλλη μέρα μόλις γύρισα από την Ούντρα κρατώντας το γάλα και όλα τα λοιπά φαγώσιμα, βρήκα την κυρία μου στην κουζίνα να πίνει καφέ με τη μαμά μου. 
Εγώ είπα «καλημέρα» και πήγα καταλαβαίνοντας γιατί ήρθε η δασκάλα μου αλλά και από καθημερινή συνήθεια να ταΐζω τον Καλογιάννο μου λίγο πριν φύγω για το σχολείο και την έστησα στο τζάμι του δωματίου μου. 
Πίστευα πως ο φίλος μου, δεν θα με προδώσει και πως θα είναι παρών στο καθημερινό μας ραντεβού. Σε λίγο πράγματι, ο Καλογιάννος μου, χαρούμενος και πεταχτός, προσγειώθηκε στο πρεβάζι του παραθυριού. 
Λες και τόξερε πως δεν έπρεπε να αργήσει, για να αποδείξω την αλήθεια στην δασκάλα μου. Ούτε λεπτό δεν άργησε σήμερα. Να μην της περάσει από το μυαλό πως έγραφα ψέματα στην έκθεσή μου και πως είχα δίκιο που επέμεινα να της λέω πως τον πιάνω κάθε πρωί τον Καλογιάννο μου στα χέρια μου. Και του άνοιξα και που με το μπήκε μέσα έφαγε όπως πάντα και σχεδόν θριαμβευτικά πήδηξε στη χούφτα μου. Εγώ κρατώντας τον απαλά και σχεδόν τρέχοντας, τον πήγα και τον έδειξα στη δασκάλα μου. Εκείνη αιφνιδιασμένη από αυτό που έβλεπε, γύρισε προς την μάνα μου και της είπε. 
-Ακόμα και που το βλέπω, δεν το πιστεύω, κυρία Κωνσταντία μου, είπε κεραυνοβολημένη. Πω, πω, τι όμορφο που είναι. 
-Σου είπα κυρία, πως εγώ δε λέω ποτέ ψέματα. Της φώναξα θριαμβευτικά. Μόνο άμα πρόκειται να φάω ξύλο, σου λέω ψέματα, της είπα με παιδική αφέλει-α. 
-Τι να πω, τι να πω Γιάννο μου; Από εδώ και πέρα στα περισσότερα που θα μου λες, θα σε πιστεύω. Όχι όλα, γιατί όλο και κάποιο ψεματάκι θα μου λες, είπε γεμάτη χαρά. Μεγάλη η χάρη σου Θε μου, είπε τελειώνοντας και θεωρώντας θαύμα αυτό που γινότανε κάθε μέρα σε μένα. 
Όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, πολλές φορές φέρνω στο μυαλό μου τον αγαπημένο φτερωτό μου φίλο των παιδικών μου χρόνων. Τον Καλογιάννο μου. Και ακόμα χαίρομαι για όσα έζησα μαζί του. Τι καλύτερη ανάμνηση από την παιδική μου ζωή; 

Γιάννης Ανδρεόπουλος 

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο

EVAGGELIASAKELLARIOU (28.11.2017)
Καλησπέρα, adreo. Πολύ καλό και αληθινό. Ε.Σ.
adreo (28.11.2017)
Σε ευχαριστώ Ευαγγελία για την εκτίμηση σου. Να είσαι καλά.
Γεια σου.

Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
adreo
ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ
Μουσικοσυνθέτης
από ΝΕΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/adreo

Σκοπός του BLOG μου είναι η προώθηση και προαγωγή της ΜΟΥΣΙΚΗΣ, οποιασδήποτε μορφής τέχνης (των λεγόμενων ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ) και του λόγου, (ΠΟΙΗΣΗ, ΣΤΙΧΟΣ, ΔΙΗΓΗΜΑ, ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ), σχετική αρθρογραφία και προσωπικές απόψεις, κρίσεις και εκτιμήσεις.



Tags

Γάτες να αφυπνιστούμε ολοι ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ www.musicheaven.gr/html/story.php?id=1523 ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΔΙΗΓΗΜΑ Η ΗΧΟΓΡΑΦΗΣΗ



Επίσημοι αναγνώστες (7)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...

Links