Όποτε κατέβαινα στην Αθήνα, με φιλοξενούσε στο σπίτι του, στα Εξάρχεια. Ήταν ένα πολύ παλιό και χωρίς κεντρική θέρμανση διαμερισματάκι, ιδιαίτερα λιτό, όπως και όλη του η ζωή άλλωστε. Οι στοίβες βιβλίων και περιοδικών που βρίσκονταν διάσπαρτες παντού σου έδιναν την εντύπωση πως βρίσκεσαι σε κάποιο παλαιοπωλείο μιας άλλης εποχής. Όμως, όσο σκοτεινός, κρύος και ακατάστατος κι αν ήταν ο χώρος που ζούσε, η παρουσία, ο λόγος, η ανθρώπινη ζεστασιά και η σοφία του μπάρμπα Γ. τον έκαναν να φαντάζει μέσα μου σαν καταφύγιο απύθμενης θαλπωρής και πηγής αστείρευτης γνώσης που κάθε φορά αποχωριζόμουν με ένα αίσθημα χαρμολύπης.
Σε όποιο δρόμο κι αν βαδίζαμε, σε όποιο μέρος και αν καθόμασταν, υπήρχαν πάντοτε άτομα κάθε ηλικίας -από απλούς καθημερινούς ανθρώπους μέχρι και πολύ επώνυμους καλλιτέχνες, πολιτικούς κ.ά.- που τον χαιρετούσαν με σεβασμό, του μιλούσαν εγκάρδια και τον κερνούσαν καραφάκια με το αγαπημένο του λευκό κρασάκι. Οι νέοι τον λάτρευαν και αποζητούσαν τη συντροφιά και τις κάθε είδους συζητήσεις μαζί του, παρότι οι περισσότεροι από αυτούς θα μπορούσαν να ήταν τα εγγόνια που ποτέ, από επιλογή, δεν απέκτησε.
Από παιδί στους κοινωνικούς αγώνες, αργότερα ξακουστός καπετάνιος του Ε.Λ.Α.Σ. και, τέλος, δεκαετίες φυλακής, εξορίας και ατέλειωτων κακουχιών, βασανιστηρίων, στρατοδικείων και διαπομπεύσεων που ούτε στο ελάχιστο κατάφεραν να τον λυγίσουν. Πέρα από την κλονισμένη του υγεία, τίποτα απολύτως δεν μαρτυρούσε το Γολγοθά της ζωής που έζησε. Πάντα με χιούμορ απίστευτο, ζωντάνια εφήβου, αγωνιστικότητα, δημιουργικότητα, φρέσκιες ιδέες και καμία πικρία, διάθεση παρελθοντολογίας ή αναζήτησης ευσήμων για τους ατέλειωτους αγώνες μιας ολόκληρης ζωής. Αντίθετα, αρνήθηκε θέσεις υψηλές, μεγαλεία και «παράσημα» κάθε είδους, επιλέγοντας, με απόλυτη πεποίθηση και χωρίς την παραμικρή διάθεση υιοθέτησης ρόλου μεγαλομάρτυρα, να ζει απίστευτα λιτά και με μοναδική αξιοπρέπεια, αρνούμενος κάθε είδους «συνδρομή» απ΄όπου κι αν αυτή προέρχονταν. Εξασφάλιζε τα προς το ζην κάνοντας διάφορες δουλειές, μα κυρίως μεταφράσεις βιβλίων στα ελληνικά από διάφορες γλώσσες που είχε μάθει στα ατέλειωτα χρόνια φυλακής και εξορίας του.
-Σήμερα το απόγευμα θα πάμε στα Αναφιώτικα. Μας περιμένει για να μας φιλέψει ένας παλιός αντάρτης μου και τώρα πολύ καλός ζωγράφος. Έχει πάντα και πολύ καλό κρασάκι δικό του, είπε χαμογελώντας.
Όταν φθάσαμε ήταν ήδη σούρουπο, ένα υπέροχο ανοιξιάτικο σούρουπο πνιγμένο στις ευωδιές των λουλουδιών των μικρών κήπων που στόλιζαν την πρόσοψη του κάθε σπιτιού. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν τα Αναφιώτικα. Μου έδωσαν την αίσθηση ενός μικρού παραδείσου, μιας μικρής όασης γαλήνης κάποιας αλλοτινής εποχής.
Ο φίλος του μπάρμπα Γ. μας περίμενε καθισμένος στο κατώφλι του κουκλίστικου μικρού σπιτιού του. Μετά τις απαραίτητες συστάσεις, καθίσαμε στο τραπεζάκι της μικρής αυλής. Από το εσωτερικό του σπιτιού, έρχονταν η ερεθιστική μυρωδιά φρεσκομαγειρεμένου φαγητού. Το ταψί με το φαγητό πήρε θέση στο τραπέζι έτσι όπως βγήκε από το φούρνο. Σε μια μεγάλη γαβάθα η φρεσκοκομμένη σαλάτα, στην υπέροχη κεραμική κανάτα -έργο του ίδιου- το σπιτικό κρασάκι και απέναντί μας η Ακρόπολη. Σκηνικό ονειρικό με πρωταγωνιστές δύο υπέροχους ανθρώπους που τόσα πολλά είχαν να πουν και άλλα τόσα να σου μάθουν.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η συζήτηση δεν άργησε να περάσει το κατώφλι της πολιτικής. Περισσότερο άκουγα παρά συμμετείχα. Δεν θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από τη συζήτηση εκείνη, έχουν περάσει άλλωστε πάνω από είκοσι χρόνια. Πριν από λίγους μήνες, όμως, μου ήρθαν στο νου, κυριολεκτικά από το πουθενά, τα προφητικά λόγια του μπάρμπα Γ. που είπε κάποια στιγμή, αναφερόμενος στο ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο του μέσου έλληνα της περιόδου εκείνης:
-Τώρα, γλυκαίνουν και ξεγελούν τον κόσμο, μοιράζοντάς του πολύχρωμα γλειφιτζούρια τα οποία μετά από πολλά χρόνια θα χρειαστεί να ξεχρεώσει, βάζοντας ίσως ενέχυρο ακόμα κι αυτήν, είπε, δείχνοντας με μια κίνηση του κεφαλιού του την Ακρόπολη!!!
Τότε μου φάνηκε σαν ένα αστείο, σαν μια προσπάθεια να δώσει έμφαση στην ασυδοσία που επικρατούσε τότε και στις παράλογες παροχές που δίνονταν προς άγραν ψηφοφόρων και προς όφελος συγκεκριμένων ομάδων ανθρώπων. Δεν είδα, όμως, στα χείλη του το συνηθισμένο του χαμόγελο. Το πρόσωπό του είχε πάρει προς στιγμή μια ασυνήθιστα σοβαρή έκφραση. Αμέσως μετά, όμως, σήκωσε το ποτήρι του και είπε χαμογελώντας και πάλι:
-Παροχές που δεν κατακτώνται μετά από σκληρούς αγώνες είναι απλή δωροδοκία. Ευτυχώς που δεν θα ζούμε εμείς οι μεγαλύτεροι για να δούμε αυτό το ξεπούλημα και την κατάντια που θα ακολουθήσει.
Η τελευταία φορά που τον συνάντησα ήταν μετά από τρία χρόνια περίπου, στο μισοσκότεινο διάδρομο ενός νοσοκομείου. Φαινόταν ταλαιπωρημένος, αλλά η διάθεσή του ήταν όπως πάντα καλή. Δεν μου είχε πει πως νοσηλευόταν. Τυχαία το ανακάλυψα κατεβαίνοντας στην Αθήνα για να τον δω.
Μετά από δύο μέρες, πέθανε. Το ήξερε από καιρό, δεν είπε, όμως, τίποτα σε κανέναν για να μη τους γίνει βάρος και μη τυχόν και τους ανησυχήσει. Έφυγε, όπως ήταν και σε όλη του τη ζωή, σαν παλληκάρι, στερώντας όλους εμάς που τον γνωρίσαμε από κοντά έναν άνθρωπο με μοναδικό ήθος και σπάνια σοφία, γενναιότητα, απλότητα, διορατικότητα και γενναιοδωρία.
Πόσο δίκιο είχες και πάλι μπάρμπα Γ., βλέποντας δεκαετίες μπροστά…
ΥΓ. Το ποστ αυτό το ανήρτησα για πρώτη φορά τον Φλεβάρη του 2012. Το ξανακάνω γιατί το θεωρώ ακόμα τόσο μα τόσο επίκαιρο...
7 σχόλια - Στείλε Σχόλιο