Παίρναμε το πλούσιο παραδοσιακό μας πρωινό κάτω από τη σκιερή πέργκολα του ολάνθιστου κήπου του όμορφου πετρόκτιστου ξενώνα στο Μικρό Πάπιγκο, κτισμένου στους πρόποδες του μεγαλειώδους ορεινού όγκου του Βίκου που συμπλήρωνε μπροστά μας, με τον πιο τέλειο τρόπο, το ονειρικό τοπίο της μοναδικής Ζαγορίτικης φύσης.
Επιστρέφαμε από την πρώτη φάση των καλοκαιρινών μας διακοπών, μετά από μια υπέροχη δωδεκαήμερη επίσκεψη στα Επτάνησα, και το πέρασμα από τα Ζαγοροχώρια -αγαπημένος προορισμός όλων μας- θα ήταν η καθιερωμένη τριήμερη ολοκλήρωσή τους σε βουνό, μιας και βρίσκονται στο δρόμο της επιστροφής μας προς Θεσσαλονίκη.
Οι φετινές μας διακοπές ήταν δώρο προς τη μονάκριβή μου που κατάφερε για μία ακόμη φορά να μας εκπλήξει ευχάριστα, περνώντας τη φορά αυτή στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και στη σχολή Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών. Αποφάσισε να αλλάξει εντελώς ρότα στα μέχρι τώρα ενδιαφέροντα και τις ενασχολήσεις της και, χωρίς να μας πει το παραμικρό, προετοιμάστηκε μόνη της, κάνοντας κάποια ιδιαίτερα για να φρεσκάρει τις γνώσεις της σε μαθήματα με τα οποία εδώ και πολλά χρόνια δεν είχε καμία επαφή και που δεν αποτελούσαν μέρος του επαγγελματικού της προσανατολισμού, έδωσε πανελλήνιες και κατάφερε να περάσει στη σχολή της επιλογής της.
Όπως την παρατηρούσα, έτσι όπως ασχολούνταν με το κινητό της, άρχισαν να εμφανίζονται μέσα μου, σαν σε κινηματογραφική ταινία, ατέλειωτες εικόνες από τη στιγμή της γέννησής της, από τα χρόνια μας στη Σουηδία, από τότε που μείναμε οι δυο μας και τη μεγάλωνα μόνος και από πολλές άλλες νοσταλγικές στιγμές μεγάλης χαράς, αλλά και μεγάλης λύπης…
Ούτε κι εγώ ξέρω πως μου ήρθε και, ψάχνοντας στο Youtube, βρήκα ασυναίσθητα αυτό το υπέροχο τρυφερό τραγούδι της ανάρτησής μου με το οποίο νανουρίζονταν και, τελικά, αποκοιμόνταν με ένα αχνό χαμόγελο στα χειλάκια της η μονάκριβή μου, μέχρι τα δύο της περίπου χρόνια. Από τότε και μετά, το τραγούδι αυτό δεν ξανακούστηκε στο σπίτι μας. Πάτησα το «play» και καθώς η συσκευή μου άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες, εγώ συνέχισα να παρατηρώ την μονάκριβή μου για να δω κάποια τυχόν αντίδρασή της. Στο πρώτο ρεφρέν, είδα τα χείλη της κάτι να ψελλίζουν τραγουδιστά, ενώ συνέχισε να ασχολείται με το κινητό της. Πάγωσα. Αυτό που αρχικά ψέλλιζε, έγινε, αμέσως μετά, το σιγοτραγούδισμα των στίχων του ρεφρέν. Η έκπληξή μου ήταν τόσο μεγάλη που δεν μπόρεσα να κρατηθώ και τη ρώτησα με έναν απότομο τρόπο που την τρόμαξε:
«Τι κάνεις εκεί, βρε κορίτσι μου;».
Γυρνά προς το μέρος μου, με κοιτά λίγο τρομαγμένη και απορημένη, απαντώντας μου:
«Συνομιλώ με κάτι φίλους μου στο κινητό, μπαμπά, δεν βλέπεις;»
«Μα εσύ μόλις τώρα τραγουδούσες αυτό το Σουηδικό τραγούδι, πως είναι δυνατόν να το θυμάσαι;» της απαντώ.
Κοιτώντας με λίγο έντρομη μου λέει: «Δεν ξέρω, μπαμπά. Μήπως ήταν η ιδέα σου;»
Δεν θέλησα να την αναστατώσω περισσότερο εκείνην τη στιγμή, γύρισα και κοίταξα τη σύντροφό μου και αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό της εκείνην την σχεδόν πάντα ήρεμη και καθησυχαστική της έκφραση, που σήμαινε πως είναι καλύτερα να σιωπήσω και να μη το συνεχίσω, ηρέμησα. Αμέσως μετά, είπε προς τη μονάκριβή μου και την καλή της φίλη που είχαμε μαζί μας όλον αυτόν τον καιρό:
«Κορίτσια, αν έχετε τελειώσει με το πρωινό σας, προτείνω να ξεκινήσουμε τη σημερινή μας εξόρμηση προς τους Κήπους για να βγάλουμε φωτογραφίες στα πανέμορφα γεφύρια που έχει η περιοχή αυτή».
Μετά την επιστροφή μας στη Θεσσαλονίκη, και χαλαρώνοντας, ένα Σαββάτο απόγευμα, στον αναπαυτικό δερμάτινο καναπέ του καθιστικού μας, τρώγοντας γλυκά, ακούγοντας μουσική και συζητώντας, ρωτώ τη μονάκριβή μου:
«Στ΄ αλήθεια, βρε κορίτσι μου, δεν θυμάσαι τίποτα άλλο από εκείνο το σουηδικό τραγούδι που σιγοτραγούδησες για λίγο, όταν το άκουσες εκείνο το πρωί στις διακοπές μας, ενώ ασχολούσουν με το κινητό σου;»
«Απολύτως τίποτα, μπαμπά, δεν θυμάμαι καν πως το τραγούδησα!»…
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Δεν ξέρω τι φαινόμενο ήταν αυτό. Εμένα μου φάνηκε, πάντως, σαν να ήταν ένα στιγμιαίο «ξεκλείδωμα» του υποσυνείδητου, σε μια στιγμή απόλυτης χαλαρότητας και ξεγνοιασιάς που, όμως, «ξανακλείδωσε», όταν η έκπληκτη αντίδρασή μου επανέφερε την μονάκριβή μου απότομα στο τώρα…
Να ΄σαι καλά, καπετάνισσά μου, και να συνεχίσεις να μας εκπλήσσεις ευχάριστα και μοναδικά, όπως εσύ, από μικρή, γνωρίζεις...
Θυμάσαι που από 5 χρονών ζητούσες και σε έδενα με ιμάντες μπροστά στο τιμόνι του ιστιοφόρου που ήταν ψηλότερο από σένα και όμως κατάφερνες με μαεστρία απίστευτη για την ηλικία σου να το πιλοτάρεις; Πάντα τέτοια, ψυχούλα μου!!!
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο