Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Η νύχτα ήταν μαγευτική, όπως όλες, άλλωστε, τέτοια εποχή, στον τόπο αυτό. Οι νιφάδες του χιονιού αιωρούνταν αναποφάσιστες, πριν σπεύσουν αργά να συμπληρώσουν το παχύ, αφράτο πανωφόρι που σκέπαζε τα πάντα στο πανέμορφο προάστιο της Στοκχόλμης. Στεκόμασταν, με το φίλο και συγκάτοικό μου στο δωμάτιο που νοικιάζαμε, μπροστά στη μπαλκονόπορτα του καθιστικού, χαζεύοντας αμίλητοι τη μαγεία του τοπίου που σε τίποτα δεν διέφερε από τις χριστουγεννιάτικες καρτ-ποστάλ και τις πανέμορφες εικόνες χριστουγεννιάτικων παιδικών παραμυθιών χωρών του Βορρά. Απέναντι και σε απόσταση τριάντα περίπου μέτρων η μία από την άλλη, οι συστοιχίες των κουκλίστικων διώροφων σπιτιών, σε ημικυκλικό σχηματισμό, με τα παράθυρά τους φωτισμένα και στολισμένα σαν μικρές χριστουγεννιάτικες βιτρίνες.
- Πάω να τσιμπήσω κάτι, είπα στο φίλο μου και κίνησα για την κουζίνα.
Με τον Μάο της τεράστιας αφίσας, στον απέναντι τοίχο, να με κοιτά με ένα μυστηριώδες, αχνό χαμόγελο τύπου Τζοκόντας, λες και έλεγχε πόσο μεγάλη μερίδα θα βάλω στο πιάτο μου, κάθισα στο τραπέζι για να φάω, παρέα πάντα με την περίφημη Κόκκινη Βίβλο του μεγάλου ηγέτη, που ήθελε ο Έλληνας-ιδιοκτήτης του διαμερίσματος που μέναμε ανελλιπώς να διαβάζει τρώγοντας. Δεν είχα προλάβει να κατεβάσω την πρώτη μπουκιά από το κάτι σαν φαγητό που είχαμε προσπαθήσει να μαγειρέψουμε το μεσημέρι, ως 19χρονα ελληνόπουλα που, μέχρι τότε, ούτε αυγά δεν ξέραμε πως τηγανίζονται, όταν ακούω τον συγκάτοικό μου να φωνάζει από μέσα.
- Τι γίνεται εδώ, ρε μαλάκα μου, τι κάνει η άλλη απέναντι; Ω ρε πούστη μου, τι κάνουμε τώρα;
Με τη μπουκιά στο στόμα, έτρεξα προς το μέρος του φίλου μου που στέκονταν αποσβολωμένος μπροστά στη μπαλκονόπορτα, κοιτάζοντας προς τα έξω. Στάθηκα δίπλα του και τότε είδα αυτό που τον έκανε, δικαιολογημένα, να αναστατωθεί τόσο. Στο παράθυρο της κουζίνας του διαμερίσματος του πρώτου ορόφου, ακριβώς απέναντί μας στα τριάντα μέτρα περίπου, μια χαμογελαστή κοπέλα έγνεφε με το ένα χέρι της «Έλα» ή «Ελάτε», δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε εκείνη τη στιγμή, και στο άλλο χέρι κρατούσε ένα μεγάλο μπλοκ ζωγραφικής όπου σε κάθε λευκή του σελίδα έγραφε και ένα κεφαλαίο γράμμα που, τελικά, σχημάτιζαν τη λέξη «COFFEE”, που συνοδεύονταν με ένα ερωτηματικό «?», στο τέλος.
Κοιταχτήκαμε με γουρλωμένα μάτια, μη μπορώντας να αρθρώσουμε λέξη, μέχρι που βρήκα το κουράγιο να μονολογήσω:
- Και τώρα τι κάνουμε; Λες να πάμε; Και αν έρθει ο δικός της και ξευτιλιστούμε;
Την είχαμε δει κάποιες φορές στο λεωφορείο. Ήταν γύρω στα 25. Μία-δυο φορές μας χαμογέλασε καλοσυνάτα. Ήταν πολύ όμορφη, λεπτή, ψηλή, με ξανθά καρέ μαλλιά, γαλαζοπράσινα μάτια, υπέροχο χαμόγελο και κάτι, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση, ήταν τα όμορφα, λεπτά και μακριά δάχτυλά της. Μέχρι και μερικές βδομάδες πριν, βλέπαμε τα βράδια πως έρχονταν τα Σαββατοκύριακα ένας τύπος, που φαίνονταν να είναι το αγόρι της, δειπνούσαν μαζί, έβλεπαν αγκαλιασμένοι τηλεόραση και κάποια στιγμή έσβηναν τα φώτα και πήγαιναν για ύπνο…
Βλέποντας την αμηχανία και την αναποφασιστικότητά μας, φοράει το μπουφάν της, κατεβαίνει κάτω, πλησιάζει προς το μέρος μας, στέκεται κάτω από το μπαλκόνι μας και μας γνέφει να κατεβούμε. Ο φίλος μου έτρεξε προς την εξώπορτα, σκουντουφλώντας σε ότι βρήκε μπροστά του, φωνάζοντάς μου, λες και βρισκόμουν διακόσια μέτρα μακριά του: «Εγώ κατεβαίνω», μη αφήνοντάς μου περιθώρια να επιλέξω κάτι άλλο από το να αποδεχθώ αδιαμαρτύρητα και βασανιστικά αυτό που μόνος του αποφάσισε…
Η θέα των δυο τους μέσα στο διαμέρισμά της δεν αντέχονταν άλλο και τράβηξα προς την κουζίνα να κάνω παρέα τον Μάο, προσπαθώντας να ξεχαστώ ξεφυλλίζοντας, απλά για να κάνω κάτι, την Κόκκινη Βίβλο του πάνω στο τραπέζι. Όταν κάποια στιγμή επέστρεψα, δήθεν αδιάφορα, μπροστά στην μπαλκονόπορτα και είδα τα φώτα του διαμερίσματός της σβηστά, μόνο που δεν κατέρρευσα…
Έτσι κύλησαν και οι επόμενες μέρες, με το φίλο μου να πηγαίνει τα βράδια στη Laila -αυτό ήταν το όνομά της- κι εγώ να σκέφτομαι πως ίσως θα μπορούσα να είμαι εγώ στη θέση του, αν ήμουν λίγο πιο τολμηρός και παρτάκιας. Οι αφηγήσεις του για το πώς περνά μαζί της με σκότωναν, με την αφεντιά μου, όμως, να προσπαθεί να δείχνει άνεση και χαλαρότητα, μη τολμώντας να ρωτήσει πολλά, αν και οι αφηγήσεις του δεν άφηναν και πολλές απορίες για το πώς περνά τις νύχτες του με τη θεά…
Θα είχαν περάσει 2-3 βδομάδες περίπου, όταν ένα βράδυ, και καθώς πλησίασα προς την μπαλκονόπορτα για να δω τι συμβαίνει απέναντι, βλέπω τη Laila να σηκώνεται από τον καναπέ, όπου κάθονταν με το φίλο μου, να πλησιάζει στο παράθυρο και να μου γνέφει να πάω. Νόμιζα πως θα λιποθυμήσω, τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν, αλλά, τη φορά αυτή, δεν θα συγχωρούσα ποτέ τον εαυτό μου αν ξανάκανε το ίδιο λάθος…
Σε ένα λεπτό, βρισκόμουν έξω από την πόρτα της χτυπώντας το κουδούνι. Μπαίνοντας, με φίλησε σταυρωτά στα μάγουλα και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Καλησπέρισα, και κάθισα δίπλα στο φίλο μου που ήταν σοβαρός κι αγέλαστος, αποφεύγοντας να με κοιτάξει στα μάτια. Σε λίγο, φάνηκε κι η Laila, κρατώντας στα όμορφα χέρια της ένα δισκάκι με ένα μπουκάλι κρασί και τρία ποτήρια πάνω του. Ήρθε και κάθισε ανάμεσά μας, γέμισε τα ποτήρια με κόκκινο κρασί και έγειρε πίσω. Ήταν πολύ πρόσχαρη και διαχυτική και με τους δυο μας. Έγερνε πότε-πότε το κεφάλι της άλλοτε στο δικό μου και άλλοτε στον ώμο του φίλου μου, βγάζοντας μικρά ναζιάρικα επιφωνήματα που λίγωναν, με το φίλο μου να προσπαθεί να δείξει, χωρίς επιτυχία, άνετος και χαλαρός, και μ΄αυτήν όχι μόνο να δείχνει πως δεν χαλιέται, αλλά ίσως και να το ευχαριστιέται…
Είχαμε σχεδόν αδειάσει και το δεύτερο μπουκάλι κρασί που έφερε η πεντάμορφη, όταν κάποια στιγμή σηκώθηκε από ανάμεσά μας και κατευθύνθηκε νωχελικά προς την κρεβατοκάμαρά της, λέγοντας με δήθεν (;) νυσταγμένη φωνή:
- Εγώ πάω μέσα να ξαπλώσω γιατί νιώθω κουρασμένη, όποτε θέλετε, ελάτε κι εσείς.
Κοιταχτήκαμε αμίλητοι με το φίλο μου. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Σφίχτηκε η καρδιά μου. Σηκώθηκα και το «Πάμε μέσα», που θα ΄θελα να του πω, μετατράπηκε αυθόρμητα σε ένα «Καληνύχτα. Εγώ πάω σπίτι. Καλό σας ξημέρωμα»…
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο