Ζω σημαίνει επικοινωνώ!
30 Δεκεμβρίου 2019, 20:18
«Would you like to meet us again?»


Ήταν 29 του Δεκέμβρη, σαν σήμερα, αργά το βράδυ. Έχουν συμπληρωθεί μερικές δεκαετίες από την παγερή εκείνη νύχτα που το αεροσκάφος  των Σκανδιναβικών Αερογραμμών τροχοδρομούσε, μουγκρίζοντας πάνω στον παγωμένο αεροδιάδρομο, γράφοντας τον επίλογο ενός περιπετειώδους ταξιδιού στο άγνωστο που «επέλεξε»  να κάνει ο δεκαοκτάχρονος, τότε, νέος της ιστορίας αυτής. Βυθισμένος στις σκέψεις του,  παρατηρούσε από το μικρό φινιστρίνι, τα σύννεφα του παγωμένου χιονιού που σήκωναν οι τεράστιες τουρμπίνες που αστραποβολούσαν σαν ασημόσκονη, έτσι όπως φωτίζονταν από τους δυνατούς προβολείς του αεροσκάφους.

Κατάφερε, τελικά, να φύγει. Τρεις μέρες είχε όλο κι όλο στη διάθεσή του για να το πράξει. Τόσο ίσχυε το διαβατήριο που με μύριες δυσκολίες και κάποιες δωροδοκίες κατάφερε να αποκτήσει τότε, εξαιτίας των πολιτικών φρονημάτων της οικογένειάς του…

Λίγο αργότερα, στην αίθουσα αναμονής αποσκευών, είδε  τις αποσκευές του να προβάλουν πάνω στον κυλιόμενο ιμάντα, πλησιάζοντάς τον αργά και διστακτικά, λες και κάτι ήξεραν... Μία βαλίτσα όλο κι όλο και μια μεγάλη δερμάτινη τσάντα γεμάτη με χάλκινα διακοσμητικά αντικείμενα. Ιδέα του πατέρα του ήταν που, ως άνθρωπος του καθημερινού μόχθου με πενταμελή οικογένεια, μη έχοντας περισσότερα χρήματα να του δώσει, πέραν του ενός χαρτονομίσματος των 500 δολαρίων, καλά κρυμμένου στο εσωτερικό της ζώνης που φορούσε, μιας και απαγορεύονταν η έξοδος συναλλάγματος τότε, πίστευε, ο καημένος, πως ίσως ο γιός του καταφέρει, κάποια στιγμή,  να τα πουλήσει σε ανάλογα καταστήματα, βγάζοντας έτσι κάποια επιπλέον χρήματα ή, στην καλύτερη περίπτωση, παίρνοντας παραγγελίες για μεγαλύτερες ποσότητες μινιατούρων χάλκινων μπρικιών, γουδιών και άλλων συναφών διακοσμητικών αντικειμένων…

Στη δίωρη ανάκριση που ακολούθησε στα γραφεία της αστυνομίας του αεροδρομίου, προσπάθησε να δώσει όσο πιο πειστικές εξηγήσεις μπορούσε για τους λόγους που δεν είχε εισιτήριο επιστροφής, αρκετά χρήματα για να συντηρήσει τον εαυτό του και κάποιον για να τον φιλοξενήσει. Τελικά, του επέτρεψαν την είσοδο στη χώρα, περισσότερο επειδή τον λυπήθηκαν παρά επειδή τον πίστεψαν, αλλά αυτό είναι μία άλλη πολύ πονεμένη ιστορία…

Η όλη καθυστέρηση είχε, τελικά, ως αποτέλεσμα να χάσει το τελευταίο λεωφορείο για την πόλη. Στο ταξί, που αναπόφευκτα χρειάσθηκε να πάρει, παρακάλεσε τον οδηγό να τον πάει στο φθηνότερο ξενοδοχείο της πόλης. Φθάνοντας στο κέντρο της, μετά από ένα 45λεπτο ταξίδι μέσα στο κατάλευκο από τα χιόνια τοπίο, η θέα και μόνο της εισόδου του ξενοδοχείου τον έκανε να νιώσει ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήταν περασμένες 2.00, μετά τα μεσάνυχτα, η θερμοκρασία έξω στους μείον 15 βαθμούς Κελσίου, η κούρασή του μεγάλη από την υπερένταση και η επιλογή μία και μοναδική, δηλαδή, αυτή του  οδηγού του ταξί…

Το επόμενο πρωί και έχοντας μαζέψει τα πράγματά του, κατέβηκε στη ρεσεψιόν. Αφού πλήρωσε, σχεδόν με τρεμάμενο χέρι, το λογαριασμό του δωματίου του που, μαζί με το κόστος του δρομολογίου με το ταξί από το αεροδρόμιο, εξανέμισαν ήδη πάνω από το 1/3 των χρημάτων που διέθετε, παρακάλεσε τον νέο άνδρα που βρίσκονταν πίσω από τον γκισέ να του συστήσει το πιο φθηνό ξενοδοχείο που γνωρίζει. Με οδηγό τη γραμμή ενός μπλε στυλό πάνω σε έναν χάρτη της πόλης, κίνησε με τα πόδια προς την παλιά πόλη όπου βρίσκονταν το «ξενοδοχείο» που του προτάθηκε. Μετά από πεζοπορία μισής περίπου ώρας, βρήκε,  ρωτώντας, το μέρος που έμελε να μείνει το επόμενο διάστημα. Πέντε κορώνες η βραδιά το κόστος, τη στιγμή που η τιμή του δωματίου του προηγούμενου ξενοδοχείου ήταν 120 κορώνες! Το πανδοχείο, γιατί περί πανδοχείου επρόκειτο, βρίσκονταν σε ένα στενό σοκάκι της παλιάς πόλης και σ΄ ένα παλιό κτίριο του 18ουαιώνα, χωρίς θέρμανση και ζεστό νερό, και χρησιμοποιούνταν πλέον αποκλειστικά από αλκοολικούς κι άλλους ξωμάχους της ζωής, ενώ, ακόμα παλαιότερα, από μέθυσους ναυτικούς…

Κλείνοντας πίσω του την πόρτα του δωματίου του, ένιωσε ένα ρίγος να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του με αυτό που αντίκρισε. Απέναντί του,  ένα άθλιο παλιό μεταλλικό κρεβάτι με ένα παλιό λεκιασμένο πάπλωμα και μια τρύπια κουβέρτα, και δίπλα ακριβώς  ένα  μικρό κομοδίνο, πάνω στο οποίο υπήρχε ένα παμπάλαιο πορτατίφ. Στην άλλη άκρη, ένα τραπεζάκι με μία ετοιμόρροπη καρέκλα και παραδίπλα ένας νιπτήρας με μια κανάτα παγωμένο νερό για πλύσιμο. Τριγυρνούσε μέσα στο παγωμένο δωμάτιο, σαν αγρίμι σε κλουβί. Ήθελε να ουρλιάξει από απόγνωση. Έβγαλε τα παπούτσια του, κάθισε με τα ρούχα και το πανωφόρι του πάνω στο κρεβάτι, κουκουλώθηκε με το λεκιασμένο πάπλωμα και την τρύπια κουβέρτα και προσπάθησε να κοιμηθεί για να μη σκέφτεται, για να μη νιώθει…

Όταν κάποια στιγμή άνοιξε τα μάτια του, ήταν ήδη σκοτάδι έξω, παρόλο που η ώρα ήταν 3 το μεσημέρι. Σηκώθηκε, πλησίασε στο παράθυρο και, βλέποντας το χιόνι που έπεφτε στο στενό και σχεδόν έρημο σοκάκι, άρχισαν να του ΄ρχονται στο νου  εικόνες και υπέροχες μυρωδιές από τις προετοιμασίες που γίνονταν τις μέρες αυτές, όπως και κάθε χρονιά, στο πατρικό του για την υποδοχή της  πρωτοχρονιάς, που ήταν την επομένη μέρα, και από τα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής του καθισμένα γύρω από το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι να τρώνε, να τραγουδούν, να γελούν και να χορεύουν. Το φανάρι του δρόμου, που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι στο ύψος του παραθύρου του μισοσκότεινου δωματίου του, φέγγισε τα υγρά του μάγουλα και τα τρεμάμενά του χείλη που πάσχιζαν να ψελλίσουν λόγια παρηγοριάς…

Δεν τον χωρούσε άλλο το θλιβερό και παγωμένο δωμάτιό του. Έκλεισε πίσω του την πόρτα και βγήκε στο δρόμο. Στην είσοδο του μετρό που, εντελώς τυχαία βρήκε, έβγαλε εισιτήριο και μπήκε σε ένα βαγόνι του συρμού για να ζεσταθεί και για να περάσει την ώρα του ανάμεσα σε κόσμο. Μη γνωρίζοντας τις διαδρομές, έκανε το ίδιο δρομολόγιο μπρος-πίσω μέχρι το βράδυ, νιώθοντας ανακούφιση που βρίσκεται, επιτέλους, ανάμεσα σε ανθρώπους ζωντανούς. Φθάνοντας, κάποια στιγμή, σε ένα σταθμό, του έκανε εντύπωση το πλήθος των νέων ατόμων που βρίσκονταν στην πλατφόρμα  και ο δυνατός ήχος μοντέρνας μουσικής που ακούγονταν. Ενστικτωδώς σηκώθηκε από τη θέση του και μόλις πρόλαβε να αποβιβασθεί, πριν ο συρμός ξεκινήσει. Ο ήχος της δυνατής μουσικής προέρχονταν, όπως διαπίστωσε, από ένα κλαμπ η είσοδος του οποίου βρίσκονταν μέσα στον υπόγειο σταθμό. Πλησίασε διστακτικά και μπήκε…

Αυτό που αντίκρισε τον άφησε έκθαμβο. Ένας υπέροχος χώρος που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί, γεμάτο από νέους ανθρώπους και πανέμορφες κοπέλες. Στη μέση υπήρχε μία μεγάλη πίστα χορού, τριγύρω τραπεζάκια και, πίσω τους, ο χώρος ορθίων με διάφορα σταντς. Ένιωσε πολύ άσχημα, όταν διαπίστωσε πως θα πρέπει να ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ΄το γάλα, με τα κλασσικά ελληνικά του ρούχα που ουδεμία σχέση είχαν με τα όμορφα, μοντέρνα και χρωματιστά ρούχα των υπολοίπων. Στάθηκε δίπλα σε μία κολώνα για να μη πολυφαίνεται και κοιτούσε μαγεμένος όλη αυτήν την ομορφιά τριγύρω του, υπό τους ήχους μιας εξίσου όμορφης μουσικής. Παρατήρησε πως όλοι -άντρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια- σηκώνονταν, όποτε το επιθυμούσαν, ζητώντας το άτομο που ήθελαν για χορό. Σπάνια κάποιος αρνούνταν την πρόσκληση. Θα είχαν σίγουρα περάσει δύο ώρες, στη διάρκεια των οποίων προσπαθούσε να βρει το θάρρος για να πάει να ζητήσει κι αυτός κάποια κοπέλα για χορό, όταν αναβόσβησαν τα φώτα και ο DJ κάτι είπε από το μικρόφωνό του. Αμέσως μετά, οι περισσότερες κοπέλες ξεχύθηκαν  στο χώρο, προσκαλώντας η κάθε μια τους και από έναν άντρα για χορό. Αρκετό καιρό μετά, έμαθε πως στα περισσότερα κλαμπ, πριν το κλείσιμο, οι κοπέλες είναι αυτές που ζητούν τους άνδρες για τον τελευταίο χορό…

Κοιτούσε αποσβολωμένος όλα όσα διαδραματίζονταν μπροστά του, όταν την είδε να τον πλησιάζει, να στέκεται ακριβώς απέναντί του και να τον προσκαλεί σε χορό. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως μπορεί ο ίδιος να είναι η επιλογή της πανέμορφης κοπέλας που στέκονταν χαμογελαστή ακριβώς μπροστά του, γι΄αυτό και γύρισε να κοιτάξει πίσω του. Εκεί, όμως, δεν υπήρχε κανένας. Όταν στράφηκε και πάλι προς το μέρος της, αυτή του είχε ήδη πιάσει το χέρι και τον οδηγούσε στη γεμάτη από ζευγάρια πίστα χορού, αγκαλιάζοντάς τον και γέρνοντας το κεφάλι της στον δεξί του ώμο. Μύριζε υπέροχα, και το λεπτό κορμί της του φάνηκε τόσο ζεστό και τρυφερό κάτω από το λεπτό της φόρεμα. Νόμισε πως θα λιποθυμήσει κι η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Ποτέ του δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να ζήσει κάτι τέτοιο…

Μετά από λίγη ώρα, κατάφερε να βρει το κουράγιο και να τη ρωτήσει, με τα αγγλικά που ήξερε, ορισμένα πράγματα για την ίδια, έτσι για να πει κάτι κι αυτός. Έμαθε πως το όνομά της ήταν Majvor, πως ήταν 21 ετών και πως εργάζονταν ως νοσοκόμα σε ένα μεγάλο νοσοκομείο στα νότια της Στοκχόλμης. Ξαφνικά, τα φώτα άναψαν και όλοι άρχισαν να αποχωρούν. Αυτός, μη ξέροντας τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, τη ρώτησε μέσα στη σαστιμάρα του: «Would you like to meet us again?». Δεν του απάντησε καν. Τον κοίταξε χαμογελώντας και, κρατώντας του το χέρι, κατευθύνθηκε προς την γκαρνταρόμπα για να πάρει το πανωφόρι της. Αφού το φόρεσε, όπως και ένα πολύχρωμο πλεκτό σκουφάκι που την έκανε ακόμα πιο γλυκιά και όμορφη, του ξανάπιασε το χέρι και κατευθύνθηκε προς την έξοδο, με αυτόν να τη ρωτά ξανά: «Would you like to meet us again?». Στάθηκαν στην πλατφόρμα του σταθμού, που ήταν γεμάτη από νεαρόκοσμο που μιλούσε δυνατά και γελούσε, με αυτήν να γέρνει και πάλι το κεφάλι της στον ώμο του, μέχρι που έφθασε ο συρμός. Πίστεψε πως όλα τελείωσαν. Θα μπει στο τραίνο, σκέφτηκε, θα του γνέψει, το πολύ, ένα «αντίο», κουνώντας το χέρι της πίσω από το τζάμι του παραθύρου και αυτό ήταν. Ότι αρχίζει ωραίο τελειώνει με πόνο, που λέει και το τραγούδι. Η πόρτα άνοιξε κι αυτή σχεδόν τον τράβηξε από το χέρι για να την ακολουθήσει, μιας κι αυτός πίστεψε πως θα μείνει στην πλατφόρμα να κοιτά το συρμό να χάνεται και τον ίδιο να γυρνά στο παγωμένο του δωμάτιο…

Το σπίτι της, που βρίσκονταν σε ένα πολύ γραφικό προάστιο,  ήταν ένα πολύ όμορφα διακοσμημένο μικρό διαμέρισμα, στολισμένο στο πνεύμα των ημερών. Του είπε να καθίσει όπου βολεύεται στο όμορφο καθιστικό της και, αφού άναψε τα κεριά και τα διάφορα μικρά φωτιστικά που υπήρχαν διάσπαρτα στο χώρο, δημιουργώντας μια υπέροχη ρομαντική ατμόσφαιρα, χάθηκε στο βάθος του διαδρόμου…

Όταν επέστρεψε, μετά από ένα τέταρτο περίπου, φορούσε ένα πολύ χαριτωμένο ζευγάρι πιτζάμες με μικρά αρκουδάκια πάνω του, ενώ η ίδια μοσχοβολούσε σαπούνι και καθαριότητα. «Θέλεις κάτι να πιεις ή προτιμάς να πάμε να ξαπλώσουμε;» τον ρώτησε. «Πάμε καλύτερα να ξαπλώσουμε» της απάντησε, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του για όλα τα πρωτόγνωρα που ζούσε. Αφού έβγαλε τα ρούχα του, πήγε και τη βρήκε κάτω από τα ζεστά σκεπάσματα του κρεβατιού της…

Ήταν τέτοια η τρυφερότητα, η γλύκα και το πάθος που εξέφραζε, τα λόγια που έλεγε, καθώς και η ομορφιά του κορμιού της που ο αυτός νόμιζε πως είτε ζει ένα όνειρο είτε πως έχει τρελαθεί. Είχε πια ξημερώσει και το αχνό φως του πρωινού άρχισε να αποκαλύπτει το υπέροχο πλάσμα που είχε από ώρα αποκοιμηθεί, παντελώς αποκαμωμένο, και αυτός να μη χορταίνει να το γεύεται, να μη μπορεί να ξεδιψάσει το πάθος του…

Όταν μετά από λίγες ώρες, την αποχαιρετούσε στην πόρτα της εισόδου του διαμερίσματός της, κρατούσε σφιχτά στο χέρι του ένα μικρό χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου του σπιτιού της. Τις μέρες που ακολούθησαν, της τηλεφώνησε δεκάδες φορές από όποιον τηλεφωνικό θάλαμο έβρισκε μπροστά του. Ποτέ δεν του απάντησε. Η απορία του μεγαλύτερη και από τη θλίψη του. Μα έδειχνε τόσο πολύ να τον θέλει…

Ήταν το πρώτο μεγάλο πολιτισμικό σοκ που έζησε, μόλις τη δεύτερη μέρα μετά την άφιξή του στη χώρα αυτή, γιατί ακολούθησαν και πολλά άλλα, ακόμα πιο συγκλονιστικά…

2 σχόλια - Στείλε Σχόλιο

Orfeus (30.12.2019)
Γιατρέ μου,
με προκαλείς! :)
sven (30.12.2019)
Γιώργο μου,
βγάλ΄το από μέσα σου...!!!

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!

Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να έχετε συνδεθεί ως μέλος. Πατήστε εδώ για να συνδεθείτε ή εδώ για να εγγραφείτε.

Επιστροφή στο blog
Συγγραφέας
sven
από ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΕΥΡΥΤΕΡΑ ΠΡΟΑΣΤΙΑ


Περί Blog
blogs.musicheaven.gr/sven



Επίσημοι αναγνώστες (39)
Τα παρακάτω μέλη ενημερώνονται κάθε φορά που ανανεώνεται το blogΓίνε επίσημος αναγνώστης!

Πρόσφατα...
Δημοφιλέστερα...
Αρχείο...


Φιλικά Blogs

Links