Photo Sven: Μία εργατική Πρωτομαγιά στη Στοκχόλμη...
Ήσουν ο ορισμός της πραότητας, της γλυκύτητας, της εντιμότητας, της συναισθηματικής, και όχι μόνο, γενναιοδωρίας, του πολύ καλού ανθρώπου, συζύγου, πατέρα, γιού, αδελφού, συναδέλφου και φίλου. Στα 35 χρόνια της ακλόνητης φιλίας μας, ποτέ δεν σε είδα θυμωμένο, έτσι τουλάχιστον όπως εννοούμε το θυμωμένος εμείς οι υπόλοιποι. Ποτέ σου δεν πίκρανες κανέναν και πάντα έδινες τόπο στην οργή, βρίσκοντας ελαφρυντικά για τους άλλους. Ακόμα και όταν σου τηλεφώνησε, πριν από ένα μήνα, ο ανεκδιήγητος Μιζέριας για να σε ρωτήσει πως είσαι, μετά από έναν χρόνο που ήταν εξαφανισμένος, κάνοντάς το με έναν χυδαίο τρόπο, σαν να ήθελε να του πεις πόσος χρόνος σου απομένει να ζήσεις («Σου είπαν κάτι οι γιατροί που δεν θέλεις να μου το πεις, μήπως;»). Μου το ανέφερες χαμογελώντας και προσπαθώντας να με καθησυχάσεις και να με αποτρέψεις να του τηλεφωνήσω και να του πω πολύ σκληρές κουβέντες…
Ήσουν ο άνθρωπος που όλοι αγαπούσαν και που πάντα ήθελαν να ΄χουν στην παρέα τους. Όποιος έρχονταν στις Σαββατιάτικες τσιπουροκατανύξεις μας, από τα πρώτα πράγματα που ρωτούσε ήταν: «Ο Ευθύμης που είναι, δεν θα ΄ρθει;». Ήταν τόσο έντονη η θετική σου αύρα και ενέργεια, που όλοι την εισέπρατταν και τη ρουφούσαν σαν οξυγόνο ψυχής…
Θυμάμαι την τελευταία συνάντησή μας στο Deseo, τον περασμένο Οκτώβρη. «Φέτος, ήταν πολύ καλή χρονιά για τα σταφύλια» είπες. «Θα φτιάξω καλό κρασάκι και τσιπουράκι για τις συναντήσεις μας». Ούτε εσύ πρόλαβες να το φτιάξεις ούτε κι εμείς να το γευθούμε μαζί με την ευλογημένη παρουσία σου. Έβηχες πότε-πότε και όταν διέκρινες κάποια υποψία ανησυχίας στο βλέμμα μου, έσπευδες να συμπληρώσεις, για να με καθησυχάσεις: «Πολύ ενοχλητική ώρες-ώρες αυτή η αλλεργία». Εγώ, όμως, γνώριζα καλά πως ποτέ δεν είχες κανενός είδους αλλεργία… Ψυχούλα μου, γλυκιά.
Πάλεψες γενναία και με θάρρος περισσό τον καρκίνο που δεν είπε να σε αφήσει σε χλωρό κλαρί. Πρώτα, παχύ έντερο, μετά συκώτι, οστά και τέλος, πνεύμονες. Πρόλαβε και «γλύτωσε» ο εγκέφαλος, αν «γλύτωσε»... Τρία μεγάλα και επώδυνα χειρουργεία, χωρίς ιδιαίτερο αποτέλεσμα…
Ποτέ δεν θα λησμονήσω εκείνο το χειμωνιάτικο απόγευμα, πριν από 35 χρόνια, που σε επισκέφθηκα στο σπίτι που νοικιάζατε μαζί με το Γιώργο το χοντρό (που «έφυγε» πολύ νωρίς κι αυτός, πριν από μερικά χρόνια) και τον Αρίστο (ακόμα ένα κομμάτι μάλαμα που «έφυγε» κι αυτός από την ίδια αρρώστια, πριν από περίπου δύο μήνες), σε ένα προάστιο της Στοκχόλμης. Πίναμε το καφεδάκι μας και καπνίζαμε το αναθεματισμένο, όταν ο Γιώργος ο χοντρός, ο «θεωρητικός» της παρέας, μου λέει, γνωρίζοντας την αγάπη μου για την ποίηση, πως ανακάλυψε ένα φοβερό ποίημα του Ρίτσου κι, όταν ζήτησα να το διαβάσω, σε φώναξε να φέρεις το χαρτί πάνω στο οποίο το αντέγραψες γιατί ήθελες, τάχα μου, να το έχεις, όπως μου είπε. Όταν το διάβασα, έμεινα. «Από ποια ποιητική συλλογή είναι αυτό και δεν το θυμάμαι;», ρώτησα. Τότε σκάσατε όλοι στα γέλια και ο χοντρός μου είπε καμαρώνοντας: «Το φιλαράκι μας από δω ξύπνησε προχθές βράδυ, αργά μετά τα μεσάνυχτα, αναζήτησε, μισοκοιμισμένος, χαρτί και στυλό και έγραψε αυτό το αριστούργημα». Αυτό ήταν το πρώτο και το τελευταίο σου. Ούτε εσύ ήξερες πως σου ήρθε αυτή η έμπνευση. Πολλές φορές, τα επόμενα χρόνια, μέχρι και πρόσφατα, σε ρωτούσα αν το έχεις κάπου κρατημένο να το διαβάσω και η απάντησή σου ήταν πως δεν ξέρεις που μπορεί να είναι. Μάλλον, θα πρέπει να έχει χαθεί. Και δεν έλεγες ψέματα…
Θυμάμαι, ακόμα, τις ολονύκτιες πολιτικές μας συζητήσεις, τις ζυμώσεις και τις συγκρούσεις στις συνελεύσεις του Ελληνο-σουηδικού Συλλόγου Στοκχόλμης και στις πύρινες συναντήσεις του Διοικητικού συμβουλίου του Συλλόγου Ελλήνων Φοιτητών Στοκχόλμης, του οποίου ήμασταν μέλη, στη διάρκεια των οποίων δεχόμασταν επιθέσεις πανταχόθεν, ως μη ανήκοντες πολιτικά στις παραδοσιακές πολιτικές οργανώσεις και κόμματα, αλλά στην εξωκοινοβουλευτική, όπως αποκαλούνταν αργότερα, αριστερά.
Θυμάμαι τις διαδηλώσεις, τα συλλαλητήρια, τις απεργίες πείνας έξω από πρεσβείες δικτατορικών καθεστώτων ή κρατών, που επέβαλαν τα θέλω τους με το νόμο των όπλων και του πολέμου, και πόσα άλλα που μας ένωναν και σμίλευαν τη φιλία μας.
Έκανες μια υπέροχη οικογένεια για την οποία θα πρέπει να είσαι πολύ υπερήφανος. Μια καταπληκτική σύντροφο και σύζυγο που, όπως κι εσύ, ήταν πάντα με το χαμόγελο στο στόμα, φιλόξενη, φιλικότατη και γενναιόδωρη, την οποία ποτέ δεν δυσαρέστησες, στα σχεδόν 30 χρόνια της κοινής σας ζωής. Αυτό μας είπε και η ίδια, όταν κατέβηκε κάτω στην είσοδο για να της δώσουμε, τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα, γλυκά, τσουρέκια και αυγά καλλιτεχνήματα, που ζωγράφισε ένα προς ένα η Μαριάνθη, και να της δώσει, με τη σειρά της, και η Αγγελική ένα δώρο που της πήρε, σαν ένα συμβολικό ευχαριστώ, για την επί χρόνια 24ωρη ιατρική και ανθρώπινη συμπαράστασή της σε κάθε σας δυσκολία. «Πονάω διπλά και τριπλά», μας είπε, «γιατί ποτέ του δεν μας πίκρανε. Μόνο όμορφες στιγμές έχουμε να θυμόμαστε όλοι μαζί του, τόσο καλός άνθρωπος ήτανε, όλα αυτά τα χρόνια της κοινής μας ζωής»…
Αποκτήσατε δυο παιδιά διαμάντια που μεγάλωσαν σαν ελεύθεροι άνθρωποι, με αγάπη, αυτονομία, ισοτιμία και ενθάρρυνση να κάνουν πάντα αυτό που τα ίδια αγαπούν. Όταν η Αγγελική τηλεφώνησε το πρωί τη Μαριάνθη στο νοσοκομείο για να της πει πως έχει μεγάλη ανησυχία και φόβο, για το πώς είσαι, αυτή της απάντησε: «Τρέξε αμέσως κοντά του και κράτησέ του το χέρι. Εμείς τα λέμε αργότερα». Μόλις που σε πρόλαβε, πριν κλείσεις για πάντα τα ωραία μεγάλα μάτια σου. Έφυγες με ένα αχνό χαμόγελο, μας είπε η Αγγελική, σαν να ήθελες να τους καθησυχάσεις και να τους δείξεις πως φεύγεις ευχαριστημένος για την τόσο όμορφη κοινή σας ζωή.
Καλό κατευόδιο, αγαπημένε και καλύτερέ μου φίλε-αδελφέ…
Ο πόνος δυσβάσταχτος και το κενό δυσαναπλήρωτο. Μα πρέπει να το αντέξουμε κι αυτό..
Εκεί που θα πας, θα έχεις, τουλάχιστον, καλή παρέα φίλων αγαπημένων. Το καρντασάκι μας το Νικόλα τον Παπάζη, τον Μεγακλή, τον Θαλασσομάχο, τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και άλλους…
8 σχόλια - Στείλε Σχόλιο