"Καλημέρα", είπε και χάιδεψε το πρόσωπο. Πέρασε τη θέρμη του στα χείλη και τον γυμνό λαιμό. Στάθηκε στο λακκουβάκι που σχηματίζεται στην κλείδα κι έφτιαξε μια λιμνούλα από ζέστη. Χώθηκε παιχνιδιαρης στα σκεπάσματα να ανακατέψει τα σεντόνια και τα παγωμένα από τη νύχτα μέλη.
"Είμαι εδώ" , ξαναδηλωσε και συνέχισε το ταξίδι του στο κρεβάτι.
"Είσαι εδώ" του απάντησα και τον κοίταξα με μάγουλα να καίνε.
"Έλα, σήκω... Πάμε" επέμεινε.
"Έρχομαι"....
Πήρα τον καφέ μου... Εκεί στην ερημιά της άμπωτης, στο γνωστό φανάρι ξέρω θα με περιμένει...
- Στείλε Σχόλιο