Τι κι αν. Να τα σήμαντρα στέκουν όρθια
αγέρωχα έτοιμα να δώσουν το σύνθημα
Θωρούν δυο μάτια μεγάλα τεράστια, δυο κάρβουνα.
Στρατιές ολόκληρες από μεγάλα καρβουνιασμένα μάτια
εκεί στην έρημη γωνιά πάντα τη φτώχεια μας κοιτάν
Λευτέρη για τη ζωή στήνουν καυγά στήνουν φωνές
αυτοί
κλαίνε μανάδες κι αγκαλιές σε αντάρες και πολέμους
τρέχουν σα γάργαρα νερά τα δάκρυα τα μαύρα
φωνάζουν ξανά και πάλι και ξανά κι είναι ένα ψωμί πικρό
και ο μαστραπάς γερμένος χυμένο στο πλάι
το κρασί που πίναμε για να γλυκάνουμε
για να ξεχάσουμε ότι μας χώριζε
και χάραζε τα σύννεφα από όνειρα, που τριγυρνούσαν
μες το ζαλισμένο μας κεφάλι, σαν ξεμάκραιναν στον ουρανό
Καθώς τα μάτια μας τα ακολουθούν πατώντας πάνω σε προσμονές σε ελπίδες.
Αυτές στολίζουν τη σκέψη γεννούν τους πόθους.
Αλλαγές νότες ρομαντικές ποίηση Πεζό Ποιημα ποίημα Ποίημα Σκέψεις Τραγούδι