Σου είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι αυτό το σπονδυλωτό έργο έφτασε στο τέλος του. Σου έρχεται να πεις: μα πως πέρασαν κιόλας δύο ώρες;
Πως να περιγράψεις κάποιες μουσικές όταν εκ προοιμίου γνωρίζεις πως η εμβάθυνσή τους απαιτεί τουλάχιστον μια συναισθηματική γενναιότητα; Πως να τις κρίνεις όταν νιώθεις πως δεν αντέχουν στην κριτική, όχι λόγω αλαζονείας, ούτε επειδή "ξεμακραίνουν" ... αλλά για τον ένα και μοναδικό λόγο, ότι δε φτιάχτηκαν γι' αυτό.
Για να μιλήσεις για τον "Διπλανό Ουρανό" θα πρέπει να έχεις στο νού σου τις, για κάτι παραπάνω από 25 χρόνια, ιστορίες του Παύλου Παυλίδη. Τον τρόπο που γεννήθηκαν, ενηλικιώθηκαν, ωρίμασαν και... πέθαναν (;) ή απλά ετοιμάζονται για την στερνή τους αφήγηση. Κι όμως. Σου είναι αδύνατο να πιστέψεις ότι αυτό το σπονδυλωτό έργο, που ξεκίνησε κάπου στα τέλη των 80's με τα Μωρά στη Φωτιά, συνεχίστηκε από τα μέσα των 90's με τα Ξύλινα Σπαθιά και άρχισε να κλείνει με τους B-movies, εκεί κάπου στο 2004... έφτασε στο τέλος του... Σου έρχεται να πεις... "μα πως πέρασαν κιόλας δύο ώρες...".
Ο Παύλος όμως δεν είναι πια "μόνος" του. Έχει τους B-movies. Για την ακρίβεια, μπορούμε πλέον με σιγουριά να λέμε, ότι οι B-movies έχουν τον Πάυλο. Αφομοίωσαν τον Παύλο. Κι αυτός ο δρόμος δεν έχει τέλος.
Σε αυτόν τον δίσκο λοιπόν, τον έκτο κατά σειρά μεγάλο τους δίσκο, οι B-movies ρίχνουν τους τόνους, απλώνουν τεμπέλικα σχεδόν τους στάτες των μηχανών τους, χαμηλώνουν ευλαβικά τα γκάζια μέχρι το ρελαντί τραβώντας, με απορία ενδεχομένως, τα κλειδιά από τον διακόπτη και ξεκαβαλικεύουν τα άγρια άλογα που καλπάζουν στα όνειρά τους, για να βγούν μια βόλτα με τα πόδια κλωτσώντας μια μπάλα και τρέχοντας ξωπίσω της, στα σοκάκια μιας πόλης που χτίστηκε για να δημιουργεί αναμνήσεις και να αναζωπυρώνει με κάθε μικρή ανάσα την γλυκιά αίσθηση της νοσταλγίας.
Συνοδοιπόροι τους σε αυτήν την ανέμελη καλοκαιρινή βολτίτσα, είναι ο "Χρόνος" και ο "Έρωτας". Δυό τυπάκια που ποτέ δεν μπόρεσαν να μονιάσουν και μπερδεύονται συνεχώς στα πόδια τους σε μια ύστατη προσπάθεια για την τελική συμφιλίωση. Στοιχειώνοντας παράλληλα, κάθε ιστορία του Παύλου Παυλίδη, κάθε χορδή του Θανάση Τζίνγκοβιτς και του Τόλη Δεληγιάννη, κάθε κύμβαλο του Ορέστη Μπενέκα και κάθε μεμβράνη του Αλέκου Σπανίδη. Τόσο, που ξεχνάς ότι υπάρχουν... λες και η μουσική τους ξεπηδά μέσα από τα ηχεία όντας προερχόμενα από κάποιον "Διπλανό Ουρανό" κι όχι από τα φυσικά τους μουσικά όργανα.
Μη μπορώντας όμως να αποφύγω την "ύπουλη" παγίδα της κριτικής και των ρηχών της πλαισίων, θα πω με βεβαιότητα ότι αυτός ο δίσκος δεν είναι ο καλύτερός τους.
Ίσως γιατί δεν τον βλέπω ως ένα δίσκο μουσικής. Πιο πολύ ιπτάμενο θυμίζει, από τον διπλανό ουρανό και αυτός. Ίσως πάλι, γιατί δεν θέλησαν να συμπεριλάβουν σε αυτόν, τα άκρως αισθαντικά τους τραγούδια 'Το φεγγάρι" και τον "Πύργο του Ποτέ" που, καλά καλά πλέον, ούτε στις συναυλίες τους δεν παίζουν. Ή τέλος, ίσως γιατί δεν θέλησαν να παίξουν μουσική αυτή την φορά, αλλά να αφηγηθούν τις ιστορίες που σίγουρα έχουν συμβεί, σε αντίθεση με τον προηγούμενό τους δίσκο και τις "Ιστορίες που ίσως έχουν συμβεί".
Ο "Διπλανός Ουρανός" είναι όλα όσα έχουμε αφήσει να τρέχουν δίπλα μας, σε ένα παράλληλο Σύμπαν. Αυτά που μας καταδιώκουν ως το τέρμα της "μητέρας των μαχών"... την αναπόφευκτη εξιλέωση του μυαλού και της ψυχής. Είναι η εξομολόγηση με τον εαυτό μας και ταυτόχρονα ένα κάλεσμα για τους δυνατούς. Ένα "Μικρό Πλεούμενο" σε μια ατέλειωτη θάλασσα. Για όσους η ομορφιά, αφήνει άφωνους.
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#29569 / 13.03.2017, 19:58 / Αναφορά Ωραία προσέγγιση! |