ελληνική μουσική
    417 online   ·  211.149 μέλη
    αρχική > e-Περιοδικό > Φταίνε Τα Τραγούδια

    Συνέντευξη: Άρης Δαβαράκης. Οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια.

    Άρης Δαβαράκης: Είμαι πολύ ευτυχής για όλο αυτό που μου έχει συμβεί μέχρι τώρα!

    Συνέντευξη: Άρης Δαβαράκης. Οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια.

    Γράφει ο Κωνσταντίνος Παυλικιάνης (CHE)
    227 άρθρα στο MusicHeaven
    Τετάρτη 24 Φεβ 2021

    Με αφορμή τα 40 χρόνια που συμπληρώνονται φέτος από τότε που ο Άρης Δαβαράκης έκανε την πρώτη του στιχουργική εμφάνιση, αποφάσισα να κάνω μία συνέντευξη-αφιέρωμα, στην οποία με μεγάλη μου χαρά ανταποκρίθηκε και τον ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου έκανε.

    Με τα δικά του λόγια, λοιπόν, αποκαλύπτει την ιστορία του και τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια που αγαπήσαμε, από τη "Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων" με τον Βασίλη Λέκκα, το "DNA" με τους Ωmega Vibes, την "Αλεξάνδρεια" με τον Γιάννη Κότσιρα, το "Ποδήλατο" με τον Κώστα Μακεδόνα, μέχρι τη "Ρίζα Του Ιεσσαί" με την Έλλη Πασπαλά και το "Τώρα Μένω Μόνος Μου" με τον Δημήτρη Μπάση.
    Συστάσεις δεν χρειάζονται πολλές, οπότε αφήνουμε τον ίδιο να αποκαλυφθεί!

    Άρης Δαβαράκης: Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια το 1953 από γονείς που ήταν κι αυτοί γεννημένοι στην Αλεξάνδρεια. Οι παππούδες κι οι γιαγιάδες ήταν από Κέρκυρα, Τήνο, Σμύρνη και Κρήτη. Όταν ήμουν 11 χρονών, το 1964, μετακομίσαμε μόνιμα στην Ελλάδα, αλλά στο μεταξύ τα καλοκαίρια πηγαινοερχόμουν. Έκτη Δημοτικού πήγα στου Μωραΐτη, εδώ πέρα, και Γυμνάσιο στο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου.

    Ως έφηβος, πώς ονειρευόσασταν τη ζωή σας; Τί σκεφτόσασταν ότι θα κάνατε μεγαλώνοντας;
    Α.Δ.: Την εφηβεία μου, εδώ στην Αθήνα, την πέρασα με πολλές δυσκολίες καθώς υπήρχαν θέματα οικονομικά και αλλαγής περιβάλλοντος, γιατί οι γονείς μου ήταν εκπαιδευμένοι και μεγαλωμένοι στην Αλεξάνδρεια και είχαν μεγάλη δυσκολία προσαρμογής. Πέρασα μία περίεργη εφηβεία, στην οποία προσπαθούσα να ενταχθώ. Δεν ήθελα να λέω ότι είμαι από την Αλεξάνδρεια και να μιλάω γι’ αυτήν, ήθελα να ενταχθώ όσο γίνεται στην εδώ ζωή, κάτι που έβλεπα ότι οι γονείς μου δεν το καταφέρνανε πολύ εύκολα κι εγώ μέσα μου αποφάσισα σαν παιδί -τώρα τα βλέπω εκ των υστέρων- να κάνω μια προσπάθεια να είμαι μέρος της εδώ ζωής. Οι γονείς μου ήταν 35άρηδες, σχεδόν 40, κι έχοντας γεννηθεί και ζήσει εκεί με μία μεγάλη οικονομική άνεση, εδώ δυσκολεύτηκαν πάρα πολύ. Δεν ήμασταν απ’ αυτούς που έχουμε καταφέρει να βγάλουμε τα λεφτά από την Αίγυπτο στην Ελλάδα και υπήρχαν πολλές φορές δυσκολίες γι’ αυτούς. Στο σχολείο ήμουνα κάκιστος μαθητής, από τους χειρότερους. Ήμουνα πολύ δραστήριος, έβγαζα το περιοδικό του σχολείου, αλλά στα μαθήματα ήμουν πάρα πολύ κακός. Δεν διάβαζα. Περιέργως, ούτε στιγμή δεν μου πέρασε από το μυαλό τι θ’ απογίνω. Ούτε τι δουλειά θα κάνω. Δεν υπήρχε αυτό το πράγμα στο κεφάλι μου. Άκουγα πολλά τραγούδια, έγραφα στιχάκια, αλλά όταν με ρώτησαν οι γονείς μου τι θέλω να κάνω είπα ότι θέλω να κάνω σινεμά. Να γίνω σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Παρόλη την οικονομική δυσκολία και τα λοιπά, δούλευαν σε δυο δουλειές και οι δύο, με στείλανε στο Παρίσι για να σπουδάσω κινηματογράφο. Δεν κατάφερα να μπω στη σχολή που ήθελα και γράφτηκα στη Σορβόννη, όπου έκανα στην ουσία φιλολογία και διάφορα άλλα. Δεν τα κατάφερνα ούτε στο Πανεπιστήμιο ούτε πουθενά αλλού. Τα κατάφερνα σε πολλά άλλα πράγματα, αλλά όχι στο διάβασμα.

    Η είσοδός σας στον κόσμο της δισκογραφίας και της στιχουργικής πώς έγινε;
    Α.Δ.: Το στιχουργικό άρχισε να διαμορφώνεται από τον καιρό της εφηβείας και της σεξουαλικότητας. «Σεξουαλικότητα»… Δεν ήταν κάτι τέτοιο τότε, απλώς ήθελα να πω πράγματα για ανθρώπους που μ’ αρέσανε, κορίτσια, αγόρια -γιατί μ’ αρέσαν και τ’ αγόρια πολύ- και ήθελα να τα λέω εμμέσως. Οπότε έγραφα στιχάκια, για να μη σας τα πολυλογώ, και τα έδινα και τους έκανα κι εγώ εντύπωση ας πούμε. Ένας από τους φίλους μου (σ.σ. Τάσος Μελετόπουλος) είχε ένα πιάνο, αρχίσαμε και γράφαμε τραγουδάκια, τα δοκιμάζαμε με φίλους -κι εν τω μεταξύ άρχισα να κάνω εκπομπές στο Γ’ Πρόγραμμα- και δοκιμάσαμε με τον φίλο μου να συμμετάσχουμε στους Μουσικούς Αγώνες της Κέρκυρας, του Μάνου Χατζιδάκι. Πέρασε ένα τραγούδι μας, το τραγούδησε η Τάνια Τσανακλίδου, είδε ο Χατζιδάκις ότι έγραφα στίχους και μου είπε:
    - Γιατί δεν μου έχεις δώσει στίχους;
    Εμένα μου φαινόταν εντελώς παράλογο να δώσω στίχους στον Μάνο Χατζιδάκι. Και μου έδωσε 2-3 κασέτες με μουσικές, του άρεσαν οι στίχοι μου, άρεσαν και στον Γκάτσο, κι έτσι ξεκίνησε η συνεργασία μου με τον Μάνο Χατζιδάκι, που ήταν το… πρώτο λαχείο!

    Θα σας διαβάσω τίτλους τραγουδιών, των οποίων έχετε γράψει τους στίχους, και θα ήθελα να μας πείτε την ιστορία τους.

    Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΕΩΝ – Βασίλης Λέκκας
    (1982, μουσική: Μάνος Χατζιδάκις, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Αυτό το τραγούδι μ’ έκανε. Δεν υπάρχει θέμα. Αυτό το τραγούδι μού άνοιξε όλες τις πόρτες, γιατί ήταν με τον Χατζιδάκι, γιατί το είπε ο Βασίλης Λέκκας και μετά ο Νταλάρας, κι έγινε μεγάλη επιτυχία. Ο Χατζιδάκις έκανε σπουδαία πράγματα, τον «Μεγάλο Ερωτικό», τόσα και τόσα, αλλά για αρκετά χρόνια δεν έκανε κάποιο τραγούδι «σουξέ». Δεν έκανε επιτυχία. Κι έτυχε να κάνουμε μαζί μία, πράγμα το οποίο «έγραψε». Μετά είχα πολλές προτάσεις, από διάφορες μεριές, και προχωρήσαμε.

    Αυτό που είναι εντυπωσιακό είναι ότι κάνατε αυτή τη «θεαματική» είσοδο ως νέος στιχουργός και αυτό που το καθιστά ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι ότι αυτό το τραγούδι προέρχεται από μία παράσταση («Πορνογραφία») που γνώρισε παταγώδη αποτυχία.
    Α.Δ.: Ακριβώς, όπως τα λέτε! Σ’ αυτή την παράσταση έχω γράψει και κείμενα και άλλα τραγούδια. Αυτό το τραγούδι προϋπήρχε με αγγλικούς στίχους και ήταν από μία ιταλική ταινία που είχε κάνει ο Μάνος Χατζιδάκις, στη διάρκεια της δικτατορίας νομίζω, με τίτλο «The Martlet’s Tale» (1970). Αυτή την κασέτα, λοιπόν, μου έδωσε ο Χατζιδάκις, και ανάμεσα στ’ άλλα τραγούδια για την «Πορνογραφία» ήταν κι αυτό το αγγλικό, όπως το είχε ηχογραφημένο για την ταινία. Μου είπε ότι θέλει ένα ερωτικό τραγούδι για τον Λέκκα, να βγει κάποια στιγμή να το πει και να τον ερωτευτεί όλο το θέατρο. Αυτή ήταν η οδηγία. Δοκίμασα ένα-δύο πράγματα, προχωρούσαμε προς την πρεμιέρα και στην πρόβα δεν το είχα ακόμα έτοιμο. Κάποια στιγμή κάθισα και το έγραψα και το πήγα στην πρόβα και του άρεσε του Χατζιδάκι πάρα πολύ, τόσο ώστε δεν προσέξανε καν ότι είχαμε κάνει ένα σημαντικό λάθος: το «Σαν παλιό σινεμά και σαν τη Χαλιμά που μιλάει με τα παιδιά κ.λπ.» επαναλαμβάνεται δύο φορές, ενώ κανονικά θα έπρεπε να είχε άλλα λόγια στο δεύτερο κουπλέ. Εγώ με τη βιασύνη μου και τον ενθουσιασμό μου πάω στο «τώρα είμαι γυμνός, νιώθω σαν θεός» και επαναλαμβάνω το ίδιο κουπλέ. Μου είπε ο Μάνος:
    - Δεν έχεις κάνει δεύτερο κουπλέ! Το ίδιο θα πούμε;
    - Ε….
    - Καλά, καλά! Άστο έτσι όπως είναι! Μια χαρά!

    Κι έφυγε έτσι το τραγούδι κι έτσι πέρασε και ακούγεται ακόμα. Ήταν μια παραγγελία στην ουσία, όπως είπα, για ένα ερωτικό τραγούδι για τον Λέκκα, που να τον ερωτευτεί όλο το θέατρο. Βέβαια… δεν ξέρω αν τον ερωτεύτηκε όλο το θέατρο (γέλια), αλλά μου έδωσε μία γραμμή.

    Οι στίχοι έδιναν πάντως την εντύπωση ότι έχουν γραφτεί από έμπειρο στιχουργό που έχει στις πλάτες του μεγάλη γραφή.
    Α.Δ.: Ναι, αυτό είναι το περίεργο. Γιατί μέχρι το τραγούδι της Κέρκυρας που το ερμήνευσε η Τάνια Τσανακλίδου και ηχογραφήθηκε και σε δίσκο, έλεγα ότι αυτά είναι τα δικά μου τα εφηβικά, αλλά εκεί κατάλαβα κι εγώ ότι είμαι καλός σ’ αυτή τη δουλειά κι επειδή άρχισα να το ακούω κι από ανθρώπους πολύ σημαντικούς, ότι «κοίτα να το δουλέψεις, μπορείς ν’ ασχοληθείς μ’ αυτό», πήρα θάρρος σχετικά.

    Πώς βιώσατε την απήχηση του τραγουδιού από τον κόσμο;
    Α.Δ.: Εντάξει, αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο δώρο. Ξαφνικά από αυτό που λέγαμε πριν, «τι θα γίνει», «τι θα κάνεις», το οποίο δεν με απασχολούσε συνειδητά αλλά υποσυνείδητα υπήρχε η έγνοια του πώς θα επιβιώσω, βρέθηκα με μία «χρυσή ταυτότητα» στο χέρι, με τις δισκογραφικές να ασχολούνται μαζί μου ως ο «νέος στιχουργός», να μου προτείνουν πράγματα… Εγώ πιστεύω πάρα πολύ στον Θεό, στο σύμπαν, στο οικοσύστημα, δηλαδή θεωρώ ότι όλοι μας είμαστε δέκτες, οι οποίοι λαμβάνουν σήματα. Αν είμαστε ανοιχτοί και χαλαροί, τα βγάζουμε προς τα έξω. Δεν είναι δικά μας όλα αυτά. Ανήκουμε σ’ ένα ολόκληρο «πράγμα».  Κι ένιωσα ότι ανήκω κι εγώ σ’ αυτό, ότι είμαι ένας άνθρωπος που μπορώ να κάνω κάτι που να μη με στριμώχνει ψυχολογικά, παρόλο που για την επιβίωση έκανα παράλληλα και δημοσιογραφία. Το βίωσα, λοιπόν, σαν ένα μεγάλο δώρο από τον ουρανό γιατί είχα χάσει και τους δύο γονείς μου. Πεθάνανε και οι δύο στα 50 τους και δεν προλάβανε το «Σαν παλιό σινεμά». Αυτό βγήκε το 1982, ενώ ο πατέρας μου πέθανε το 1976 και η μητέρα μου το 1979. Και οι δύο νέοι… Δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν. Κι όλη αυτή η ιστορία είναι η σχέση μου με το Γ’ Πρόγραμμα του Μάνου Χατζιδάκι, με τις νυχτερινές εκπομπές, με το γεγονός ότι βρήκα έναν τρόπο να ζω και να βγάζω κάποια χρήματα και να κάνω κάτι ωραίο, σ’ ένα πολύ ωραίο περιβάλλον. Θεώρησα τον εαυτό μου πάρα πολύ τυχερό. Νομίζω ότι κι ο Χατζιδάκις είδε σε μένα ένα παιδί λίγο «χαμένο στο διάστημα» και με βοήθησε να βρω την άκρη μου. Βέβαια, εντάξει, αν δεν μπορούσα να γράψω στίχους, δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι, αλλά είχε τη διορατικότητα να δει ότι μπορώ να το κάνω. Από τους Αγώνες της Κέρκυρας διέκρινε, μαζί με τον Γκάτσο, ότι μπορώ να δοκιμάσω. Και το δοκιμάσαμε και βγήκε καλό. Από κει και πέρα τα πράγματα ήρθαν πολύ πιο απλά.      

    DNA – Ωmega Vibes
    (1996, μουσική: Δημήτρης Πανόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Α, πού το θυμηθήκατε αυτό; Βεβαίως! Είχα τότε συμβόλαιο με τη SONY και ο Δημήτρης Πανόπουλος συνεργαζόταν με την εταιρία, βγάζανε αυτόν τον δίσκο (σ.σ. «Renaissance»), και μου πρότειναν από την εταιρεία να δοκιμάσω να γράψω πάνω σ’ αυτές τις μουσικές και βγήκε αυτό το τραγούδι. Αυτό το τραγούδι είχε πάρα πολλούς στίχους, δηλαδή ήταν… τίγκα στους στίχους! (γέλια) Έγραφα πάνω στη μελωδία από την αρχή μέχρι το τέλος και τελικά τα παιδιά κρατήσανε μόνο αυτή τη φράση: «D.N.A., κάθε Βαλκάνιος το λέει, όταν σβηστεί αυτή η γραμμή στον χάρτη, θα ‘ναι Βυζάντιο ξανά». Όλα τ’ άλλα τα πετάξανε! (γέλια). Και καλά κάνανε, γιατί ήταν πολύ ωραία η επιλογή τους.

    Όλο το υπόλοιπο τί απέγινε;
    Α.Δ.: Θα σας γελάσω! Γιατί έχω κι αυτό: Δεν κρατάω τίποτα. Δεν έχω ούτε φωτογραφία. Με τον Χατζιδάκι, με τη Μελίνα, με τη Λαμπέτη, τον Τσαρούχη, όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους εξαιρετικούς και σπουδαίους… Δεν είχα ποτέ στο μυαλό μου να κρατήσω κάτι. Ζούσα πολύ τη στιγμή. Κι ακόμα μου συμβαίνει. Τώρα είμαι 67 χρονών και ζω το τώρα. Είναι βασικό χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσής μου. Η φιλοσοφία μου είναι ότι όλοι έχουμε έρθει για μια βόλτα, για κάποιες δεκαετίες ανάλογα ο καθένας, και θέλουμε να ζήσουμε αυτή την εμπειρία που η ψυχή μας ζητάει κάθε βράδυ για να ολοκληρωθεί και να πάει ένα βήμα παραπέρα. Οπότε δεν βρίσκω ότι έχει σημασία να σημαδεύουμε με υλικό αυτά τα πράγματα. Και γενικώς αν μου πείτε να βρω οποιοδήποτε χειρόγραφο… δεν υπάρχει τίποτα!

    Το «DNA», αν δεν κάνω λάθος, είχε ακουστεί και στην Τουρκία.
    Α.Δ.: Ναι, το «DNA» είχε γνωρίσει επιτυχία και στη γύρω περιοχή. Δεν ξέρω λεπτομέρειες, ξέρω ότι πήγε καλά και μετά ξανασυνεργαστήκαμε με τα παιδιά, με τους Ωmega Vibes, κάναμε σχεδόν έναν ολόκληρο δίσκο, ακριβώς γιατί ταιριάξαμε και πήγε καλά και το τραγούδι. Κάναμε, λοιπόν, άλλον έναν δίσκο, αλλά δεν πέτυχε τόσο πολύ.

    Η αλήθεια είναι ότι παραξενεύτηκα που το τραγούδι αυτό ακούστηκε στην Τουρκία. Αναρωτιόμουν… άραγε οι Τούρκοι καταλάβαιναν τι έλεγε ο στίχος «όταν σβηστεί αυτή η γραμμή στον χάρτη, θα ‘ναι Βυζάντιο ξανά»;
    Α.Δ.: Λογικά όχι! (γέλια). Τι να πω! Ή μπορεί να είναι και μερικοί που να το πήρανε θετικά. Πάντως δεν ήτανε ότι χάλασε κι ο κόσμος στην Τουρκία, απλώς ακούστηκε από κάποιους. Δεν ήτανε κάποιο σουξέ που μετράει κάποιες δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες πωλήσεις και τέτοια, αλλά πήγε καλά για τα μέτρα τα δικά μας -γιατί εγώ δεν είμαι του σουξέ έτσι κι αλλιώς. Δεν τα ‘χω καταφέρει πολλές φορές.  

     

    ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ – Γιάννης Κότσιρας
    (1996, μουσική: Ευανθία Ρεμπούτσικα, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Η «Αλεξάνδρεια» βγήκε μόνη της γιατί αγαπώ πολύ την πόλη μου και τη θυμήθηκα. Πάνω σε μια μουσική της Ευανθίας, μου ‘ρθε η ιδέα να γράψω αυτά τα λόγια. Αυτό το τραγούδι γράφτηκε στο Άγιον Όρος. Ήμουνα εκεί οδοιπόρος κι έκανα βόλτες. Είχα και το κασετοφωνάκι κι είπα «κάτσε να το παραδώσω». Κάποια στιγμή έκατσα σε μια πέτρα και το ‘γραψα. Αυτό το τραγούδι το αγαπώ πάρα πολύ κι είναι ίσως το δεύτερο τραγούδι, μετά τη «Μπαλάντα Των Αισθήσεων Και Των Παραισθήσεων», που μου ‘δωσε επίσης μια ταυτότητα, αντίστοιχη περίπου με το «Σαν παλιό σινεμά». Περιμένω το τρίτο, να γίνει τριάδα. Δεν το έχω κάνει ακόμα.

    Είχατε πει στην αρχή της συνέντευξής μας, ότι όταν είχατε έρθει στην Ελλάδα δεν θέλατε να το λέτε και πολύ ότι είσαστε από την Αλεξάνδρεια. Παρόλα αυτά γράψατε τραγούδι για την πόλη σας. Μήπως έτσι την «απενοχοποιήσατε» μέσα σας;
    Α.Δ.: Αυτό το τραγούδι, όπως είπατε, γράφτηκε το 1996 και ήταν στον πρώτο δίσκο του Κότσιρα. Εγώ ήρθα το 1964 και δεν ήθελα να μιλώ για την Αλεξάνδρεια ως το 1970. Μέχρι εκεί. Κι αυτό επειδή υπήρχε μία τάση από τους Αλεξανδρινούς να εμφανίζονται «χτυπημένοι» και λέγανε οι γονείς «εμείς που είχαμε… που κάναμε…». Εμένα δεν μ’ άρεσε όλο αυτό. Ήμουν μικρός ακόμα. Δεν ήθελα να το κουβαλάω. Κι είχα και τη μάνα μου, η οποία έλεγε «να ‘ναι καλά ο Νάσερ που επιτέλους μας έδιωξε κι ήρθαμε στην υπέροχη Ελλάδα», παρόλα αυτά που τραβούσαμε. Ήταν όμως αρνητική στη νοσταλγία η μάνα μου και μ’ επηρέαζε πάρα πολύ. Δεν τα ‘χω καλά με τη νοσταλγία γενικότερα.

    Παρόλα αυτά, από την Αλεξάνδρεια ήταν ο Μάνος Λοΐζος, ο Ντέμης Ρούσσος, ο Δάκης...
    Α.Δ.: Ήταν μία πολυπολιτισμική κοινωνία. Κι άλλοι πολλοί καλλιτέχνες ήταν από κει. Η Άλκηστις (Πρωτοψάλτη), ο Georges Moustaki κι ο Γιάννης Κότσιρας εν μέρει, γι’ αυτό και το τραγούδησε έτσι όπως το τραγούδησε.

    Ισχύει ότι χάρη σε σας έμαθε ο Κότσιρας ότι έχει καταγωγή από την Αλεξάνδρεια;
    Α.Δ.: Έτσι μου ‘χει πει. Στην αρχή δεν μου είπε κάτι για την Αλεξάνδρεια. Καθόλου. Κι έμαθε ότι από τη μεριά της μητέρας του είχε καταγωγή από κει. Όχι ότι γεννήθηκε εκεί ή κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι ότι η φράση «για σαλάμ» είναι μια έκφραση πολύ αραβική κι ο Γιάννης στο στούντιο την είπε κατ’ ευθείαν, δεν χρειάστηκε δηλαδή να του εξηγήσω, ούτε με ρώτησε καν «τί είναι αυτό», και το είπε πολύ ωραία. Και τον ρώτησα «από που το ‘χεις αυτό;». Και το έψαξε κι έμαθε ότι κάποιος παππούς του ήταν από κει. Συμπτώσεις. Έχω γράψει και βιβλίο με τίτλο… «Συμπτώσεις Δεν Υπάρχουνε». Όλα έρχονται και δένουνε κάποια στιγμή κι όχι εκ συμπτώσεως, αλλά γιατί μας οδηγούν σιγά-σιγά κάπου.

    ΚΑΤΣΕ ΚΑΛΑ – Κώστας Μακεδόνας
    (1996, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    ΤΟ ΠΟΔΗΛΑΤΟ – Κώστας Μακεδόνας
    (1996, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Αυτή ήταν μια δουλειά που μου έδωσε επίσης μεγάλη χαρά και άλλα credits στιχουργικά. Όντας με συμβόλαιο στη SONY για δύο χρόνια, μου προτάθηκε να κάνω τους στίχους σ’ έναν δίσκο όπου ο Μακεδόνας θα τραγουδούσε Νικολόπουλο. Μου δόθηκαν οι μουσικές και κάθισα και έγραψα και πήγα στο στούντιο με τον Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος ήταν μαγικός! Δηλαδή ένα άλλο πράγμα! Πολύ απλός άνθρωπος, προσγειωμένος, αλλά με τέτοια μεγάλη εμπειρία στο είδος του… Μου άνοιξε ένα κομμάτι που ούτε το ήξερα, λίγο πιο λαϊκό… Κι όταν λέω «λαϊκό», εννοώ αυτή την εκπληκτική κληρονομιά που κουβαλάμε και την οποία ο Νικολόπουλος την έχει υπηρετήσει κατά τον καλύτερο τρόπο και με παράσημα. Κι αυτή ήταν μία μεγάλη τύχη στη ζωή μου, ότι έγινε αυτός ο δίσκος που έδειξε και μία άλλη πλευρά μου. Ήταν μια πάρα πολύ ωραία εμπειρία. Αυτό ξεκίνησε από μία συνεργασία μου με τον Σπύρο Παπαδόπουλο, το προηγούμενο καλοκαίρι πριν από αυτόν τον δίσκο, σε θερινό θέατρο, όπου είχε ανεβάσει μία παράσταση με μουσική του Νικολόπουλου, και με είχε φωνάξει για τους στίχους. Εκεί, λοιπόν, γράψαμε διάφορα τραγούδια για την παράσταση κι εκεί ήρθαν από τη SONY και τ’ άκουσαν και μας πρότειναν να κάνουμε δίσκο με τον Μακεδόνα. Δηλαδή κάποιες μελωδίες και βάσεις υπήρχαν από το θεατρικό του Σπύρου Παπαδόπουλου, όπου είχα γράψει τα λόγια.

    Μετά τα περισσότερα τα άλλαξα. Ένα που δεν άλλαξα, κι υπήρχε στην παράσταση, ήταν το «Ποδήλατο», διότι υπήρχε ένα χορευτικό με ποδήλατα κι εγώ το προσάρμοσα και στη δική μου εσωτερική ανάγκη, για τα 16, την ανηφόρα, την ορθοπεταλιά… Ήταν μια προσπάθεια να μην σταματάμε, αλλά να συνεχίζουμε, και μ’ εκφράζει πάρα πολύ και γι’ αυτό το αγαπάω πολύ. Το «Ποδήλατο» το κρατήσαμε στον δίσκο του Μακεδόνα όπως ήταν στην παράσταση. Το «Κάτσε Καλά» δεν υπήρχε στην παράσταση. Δεν μπορώ, όμως, να πω με σιγουριά, γιατί μερικά ήταν μόνο μουσικές ενώ σε άλλα μπήκαν στίχοι που δεν χρησιμοποιήθηκαν στον δίσκο καθώς ήταν μόνο για το θεατρικό, γιατί ταιριάζανε με την υπόθεση και είχανε λόγια σχετικά με το τι συνέβαινε στη σκηνή. Πάντως, η πρώτη επαφή και η καλή χημεία με τον Νικολόπουλο έγινε εκεί. Και ο Θύμιος Παπαδόπουλος ήταν ο παραγωγός μας. Συνεργάστηκα με τον Χρήστο Νικολόπουλο και σε άλλα τραγούδια, για τη Λίτσα Διαμάντη, τον Δημήτρη Μπάση κ.ά., και πάντα μας πετύχαινε. Και τελευταίως έχουμε γράψει, εννοώ πριν 3-4 χρόνια, για την Αφροδίτη Χατζημηνά. «Η Ζυγαριά» λέγεται το τραγούδι.

    ΛΕΕΙ, ΛΕΕΙ, ΛΕΕΙ – Γιάννης Κότσιρας & Έλλη Πασπαλά
    (1996, μουσική: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Εδώ περνάμε πάλι σε μία μαγική για μένα φάση, η συνεργασία μου με τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο και την Ευανθία Ρεμπούτσικα. Ήταν ζευγάρι τότε, ζούσαν μαζί, και είχαν το στούντιο κάτω από το σπίτι τους. Γνωριστήκαμε γιατί μας είχε ζητήσει η Φρόσω Ράλλη, τηλεοπτική παραγωγός, να γράφουμε κάθε εβδομάδα ένα τραγούδι για μια εκπομπή που λεγόταν «Εσύ Αποφασίζεις». Κάθε φορά χρειαζόταν κι ένα άλλο τραγούδι και γράφαμε, γράφαμε, γράφαμε, και κάποια στιγμή ο Γιώργος Κυβέλος και ο Τάσος Φαληρέας -που δεν ζει πια- είχανε τον Κότσιρα έτοιμο να κάνουνε τον πρώτο του δίσκο και, ακούγοντάς μας στην τηλεόραση, σκέφτηκαν εμάς. Ζήτησαν κάποια απ’ αυτά τα τραγούδια, γράφτηκαν και άλλα, κι έτσι έγινε ο πρώτος δίσκος του Κότσιρα, ο οποίος έχει και το «Λέει, Λέει, Λέει». Τη μουσική την είχε γράψει ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος για μία άλλη τηλεοπτική σειρά, αλλά ήταν ορχηστρικό κι εγώ αποφάσισα να του βάλω λόγια. Ήταν δύσκολο γιατί ήταν κοφτό: «Λέει, λέει, λέει». Όταν το κατάφερα, ο Παναγιώτης εντυπωσιάστηκε. Μου λέει:
    - Μα αυτό δεν ήταν για τραγούδι!

    Τελικά έγινε επιτυχία. Και στον ίδιο δίσκο ήταν κι η «Αλεξάνδρεια». Αυτά τα τραγούδια, μου ανοίξανε κι άλλους δρόμους. Και κάθε βήμα ήταν λες κι ήταν γραμμένο να γίνει. Η συνεργασία μου με την Ευανθία και τον Παναγιώτη ήταν ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο και για τη ζωή μου την προσωπική, γιατί τους αγαπώ πάρα πολύ και είναι φίλοι αγαπητοί. 

     

    Η ΡΙΖΑ ΤΟΥ ΙΕΣΣΑΙ – Έλλη Πασπαλά
    (1998, μουσική: Νίκος Αντύπας, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Ναι, συνεργαστήκαμε και με τον Νίκο Αντύπα πολύ. Γράψαμε 2-3 τραγούδια τα οποία είπε η Χαρούλα Αλεξίου παλιότερα. Στο «Έι» είχαμε δύο τραγούδια μόνο γιατί δεν κατάφερα να βγάλω όλο τον δίσκο και κλήθηκε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος να ολοκληρώσει. Ξεκίνησα μόνος μου αλλά δεν μπορούσα. Ήταν μεγάλη η πίεση και το άγχος, γιατί ήταν μετά το «Δι’ Ευχών» και καταλαβαίνετε… Με τέτοιο συνθέτη και τέτοια τραγουδίστρια, γιατί η Αλεξίου είναι σπουδαία τραγουδίστρια, τα ‘παιξα! (γέλια) κι έμεινα με δύο τραγούδια. Με τον Νίκο έχουμε κάνει πολλά πράγματα, αλλά και με την Έλλη Πασπαλά, στη συνεργασία μου με τον Καλαντζόπουλο. Μετά ήρθε η «Ρίζα Του Ιεσσαί»… Στον Άγιο Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, στη Σκουφά, υπάρχει ένα εικόνισμα, αριστερά όπως μπαίνει κανείς, στην πύλη, όπου είναι ο Ιεσσαί κάτω ξαπλωμένος κι ένα δέντρο βγαίνει από το σώμα του, σαν να φυτρώνει από το σώμα του, και πάνω είναι η Παναγία. Το κοίταξα και ρώτησα κάτι φίλους στο Άγιον Όρος και μου είπαν ότι όταν λένε «η ρίζα του Ιεσσαί» εννοούν την Παναγία, γιατί ήταν απόγονος της φυλής του Ιεσσαί. Είχε ρίζες στον Ιεσσαί. Έτσι ήρθε στο μυαλό μου να γράψω κάτι για την Παναγία, που να μην είναι εξαιρετικά κραυγαλέο. Ήθελα να το κάνω πιο «γειωμένο». Πίστευε και μη φοβάσαι. Έτσι όπως κάνεις, έτσι όπως πας, τον δρόμο χάνεις και παραπατάς, αλλά μη σε νοιάζει γιατί υπάρχει η ρίζα του Ιεσσαί. Έτσι ζω κι εγώ ο ίδιος. Και οι φίλοι που αγαπώ, όταν περνάνε δύσκολα, τους λέω να κοιτάνε ψηλά, να κοιτάνε στον ουρανό. Δεν είμαστε επαρκείς με το σαρκίο που κουβαλάμε. Υπάρχει και κάτι άλλο.

     

    ΤΩΡΑ ΜΕΝΩ ΜΟΝΟΣ ΜΟΥ – Δημήτρης Μπάσης
    (1998, μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Άρης Δαβαράκης)

    Α.Δ.: Γινόταν ένας δίσκος μετά από μία μεγάλη επιτυχία που είχε κάνει ο Μπάσης με στιχουργό την Ελένη Γιαννατσούλια (σ.σ. «Ψίθυροι Καρδιάς» σε μουσική επίσης του Χρήστου Νικολόπουλου, 1997) και μου ζήτησαν και μένα να γράψω κάποιους στίχους. Το «Τώρα Μένω Μόνος Μου» πήγε καλά. Ακούστηκε πολύ.

    Υπάρχει κάποιο τραγούδι, όπου έχετε γράψει τους στίχους, και στο οποίο να έχετε κάποια ιδιαίτερη αδυναμία;
    Α.Δ.: Είχα κάνει στη SONY, την ίδια εποχή που κάναμε το «DNA» και τον δίσκο του Μακεδόνα, έναν δίσκο ολόκληρο με συνθέτη τον Τάσο Μελετόπουλο, με τον οποίο είχαμε πάει και στους Αγώνες της Κέρκυρας, και τραγουδιστή τον Γιώργο Δημόπουλο, ο οποίος δεν έγινε γνωστός. Τίτλος του δίσκου: «Ήπιες Το Γάλα Μου», από το αγγλικό «You drunk my milk», σαν αστείο λογοπαίγνιο. Είναι μια δουλειά που την αγαπώ πάρα πολύ και δεν έχει ακουστεί καθόλου. Πουθενά. Είναι πολύ κοντά σε μένα στιχουργικά και μελωδικά και ο Δημόπουλος ήταν εξαιρετικός ερμηνευτικά.

    Τί μπορεί να έφταιξε και δεν βρήκε τον δρόμο του στο ευρύ κοινό;
    Α.Δ.: Σ’ αυτά τα πράγματα δεν ξέρεις ποτέ. Είναι μυστήρια. Όταν γράφω, γράφω αυτό που γράφω και δεν ξέρω καθόλου αν θα ‘ναι επιτυχία ή αν θα ‘ναι αποτυχία. Αυτό έρχεται πολύ μετά. Όλα όσα γνώρισαν επιτυχία, με κατέπληξαν και με καταπλήσσουν ακόμα. Και στις παραστάσεις που κάναμε πέρυσι με τον Σαββόπουλο, με κατέπληξε το γεγονός ότι ερχόταν κόσμος ν’ ακούσει τα τραγούδια μου -γιατί είχε μόνο δικά μου τραγούδια- κι ήρθαν κι ο Γιάννης Κότσιρας, ο Κώστας Μακεδόνας, η Ευανθία Ρεμπούτσικα, ο Παναγιώτης Καλαντζόπουλος, ο Γιώργος Νταλάρας, απλώς και μόνο για να μου δώσουν κουράγιο ας πούμε και βοηθούσε και το γεγονός ότι υπήρχε και κάποιος σκοπός. Με καταπλήξαν, λοιπόν, όλα αυτά. Δεν θεωρούσα ότι ήταν πολύ φυσικά. Κι ευτυχώς συνεχίζω να εκπλήσσομαι.

    Συνέντευξη: Άρης Δαβαράκης. Οι ιστορίες πίσω από τα τραγούδια.

    Απ’ όλες αυτές τις συνεργασίες σας, υπάρχει κάποιο περιστατικό που να το ξεχωρίζετε;
    Α.Δ.: Ναι. Όταν μου δόθηκαν οι πρώτες κασέτες από τον Χατζιδάκι για να δοκιμάσω, μετά τους Αγώνες της Κέρκυρας, γύρισα μια μέρα στο Τρίτο Πρόγραμμα και μου είπε: «Να σου πω. Έλα εδώ μέσα στο γραφείο». Και μου λέει: «Γράφεις καλά. Μ’ αρέσει το γράψιμό σου». Νόμιζα ότι μου το έλεγε έτσι, σαν φιλοφρόνηση. Και συνέχισε: «Πάρε αυτό και, κοίταξε να δεις, θα κάνουμε αυτό, θα κάνουμε το άλλο…». Μου είχε πει να πάμε το μεσημέρι στο GB Corner, εκεί κάτω από το Μεγάλη Βρετανία, όπου συχνά συναντιότανε με τον Νίκο Γκάτσο -ήξερα τον Γκάτσο αλλά όχι καλά, όχι όσο τον Χατζιδάκι- και μου είπε κι ο Γκάτσος καλά λόγια. Δηλαδή μου ‘πε «Άρη, έχεις ταλέντο αλλά θέλω να το δουλέψεις πολύ. Πρέπει να προσέξεις αυτό, πρέπει να προσέξεις εκείνο…». Βγήκα και… παραπατούσα από το GB. Και τον μελέτησα τον Γκάτσο. Από τη δικά μου γενιά, είναι η Λίνα Νικολακοπούλου στην οποία έχω μεγάλο σεβασμό, όπως και σε πολλούς άλλους, όπως τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, που ‘χει γράψει της Παναγιάς τα μάτια, και πάρα πολλούς ακόμα που δεν χωράνε να σας τους πω, αλλά ο Γκάτσος είναι ο πρώτος στη σειρά. Όλα αυτά τα 40 χρόνια δεν μου έχουν αφήσει καμία πικρία. Δεν έχω να πω κανένα παράπονο. Με πάρα πολύ ευγνωμοσύνη, μεγάλη χαρά κι ένα «Δόξα τω Θεώ» γι’ αυτήν την τύχη. Βλέπουμε πώς είναι ο κόσμος σήμερα, πώς ζούμε όλοι στα δύσκολα, και, ειδικά τώρα που μιλάμε, θα ήταν τρελό κάποιος σαν και μένα, χωρίς ειδικά προσόντα, χωρίς σπουδές, χωρίς καμιά μόρφωση μεγαλοπρεπή, να έχω και παράπονο! Είμαι πολύ ευτυχής για όλο αυτό που μου έχει συμβεί μέχρι τώρα κι επειδή πάντα, σας λέω, με νοιάζει το «τώρα», αισθάνομαι ότι πρέπει, μόλις μας δοθεί ευκαιρία και ξεφύγουμε απ’ αυτό το κακό, να συνεχίσουμε και να είμαστε καλά και υγιείς. Η τελευταία μου προσπάθεια, με μία πολλή καλή παρέα, ήτανε αυτή η παράσταση που κάναμε στο Άλσος με τον Διονύση Σαββόπουλο. Πέρυσι τέτοια μέρα, ας πούμε, παίζαμε με τη Βίκυ Καρατζόγλου, την Κατερίνα Μακαβού, τον Σταύρο Νιφοράτο και τον Παντελή Καλαμάκη. Παίχτηκαν 35-40 τραγούδια μου, αλλά τραγουδισμένα από καινούργιες φωνές, και με τίμησαν όλοι οι άνθρωποι που αναφέραμε. Κάναμε περίπου 10 Δευτέρες και μας έπιασε ο κορωνοΐός. Αν δεν είχε μπει στη μέση αυτό που ζούμε όλοι, θα κάναμε κι άλλα πράγματα. Μ’ όλους έχουμε κάνει από ένα-δύο τραγούδια που κυκλοφορούν, αλλά τα οποία δεν μπορέσαμε να τα προωθήσουμε. Με νοιάζει η συνεργασία με νέους συνθέτες, με τους οποίους έχω ήδη συνεργαστεί και μ’ αρέσει πολύ η δουλειά μαζί τους. Ευτυχώς, υπάρχει το Internet και μπορούν και μου στέλνουν mp3 κι εγώ τους στέλνω τους στίχους και βάζουν μια φωνή και μπορούμε να δούμε τι κάνουμε, αλλά είμαστε εγκλωβισμένοι… Γράφω χρονογραφήματα στο greekschannel, κάνω και σεμινάρια στιχουργικής εδώ, γιατί είναι οι συνθήκες αυτές που είναι, αλλά, όπως σας είπα, είμαι σε συνεχή επικοινωνία με συνθέτες και με ερμηνευτές και δοκιμάζουμε να κάνουμε διάφορα πράγματα. Πάμε και σε κανά στούντιο κάθε τόσο στα… κρυφά, με τη μετακίνηση 6 (γέλια). Ο Θεός πρώτα απ’ όλα να μας δίνει υγεία ώστε να προχωρήσουμε όρθιοι.

    Εκτός από τη γεωγραφική και καλλιτεχνική σας πορεία, οι περιπέτειες σας με την υγεία σας και τη δικαιοσύνη, που σας οδήγησε για ένα διάστημα στη φυλακή, δίνουν ένα χαρακτήρα «κινηματογραφικής» ζωής. Τολμώ να πω πως η ζωή σας είναι μία περιπέτεια.
    Α.Δ.: Μια ωραία περιπέτεια. Πάρα πολύ ωραία. Ακόμα και στα πολύ δύσκολα. Επειδή μ’ αρέσει πολύ το γράψιμο, κι έχω δοκιμάσει να γράψω και μυθιστόρημα -χωρίς μεγάλη επιτυχία αλλά συνεχίζω να προσπαθώ- πιστεύω ότι αν το ψάξεις λίγο πιο προσεκτικά όλες οι ζωές, αν υπάρχει διάθεση για μυθοπλασία, είναι ένα μυθιστόρημα. Μερικές ναι, επειδή έχουν να κάνουν με πράγματα πιο προβεβλημένα, όπως είναι τα τραγούδια, το σινεμά, το θέατρο ή την τέχνη γενικότερα -ή τον πλούτο-, μεγεθύνουν τα γεγονότα και τα κάνουν πιο μυθιστορηματικά, ανεξάρτητα αν είναι μυθιστορηματική η ζωή κάθε ανθρώπου που ξεκινάει απ’ οπουδήποτε και πάει μπροστά. Αν δεις από τι ψυχικές περιπέτειες περνάει και πως αναπτύσσεται και φτάνει στο γάμο, στην ευτυχία και πως φτάνει στο τέλος. Επειδή πάντα υπάρχει το τέλος.     




    σχολιάστε το άρθρο


    Για να στείλετε σχόλιο πρέπει να είστε μέλος του MusicHeaven. Παρακαλούμε εγγραφείτε ή συνδεθείτε

    #29999   /   24.02.2021, 12:56   /   Αναφορά
    Πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη, CHE!

    Μία παρατήρηση μόνο γιατί από παρατηρητικότητα τίποτα άλλο...

    Πως είναι δυνατόν να έχει γεννηθεί ο Άρης Δαβαράκης, όπως γράφεις, το 1968 και να λέει με ένα σημείο της συνέντευξης και συγκεκριμένα στη ερώτησή σου " Όλο το υπόλοιπο τί απέγινε;" πως είναι τώρα 67 ετών;
    #30000   /   24.02.2021, 12:58
    Δεν πάω καλά! Διάβασα το σύντομο βιογραφικό σου και νόμισα πως είναι του...Ά. Δαβαράκη!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!

    Άλλο κακό μη με βρει...

    CHE
    #30001   /   24.02.2021, 13:02
    Χα, χα. Πάνω που ήμουν έτοιμος να απαντήσω, με πρόλαβες. Το αστείο είναι που με ξεκινάς εκθειάζοντας την... παρατηρητικότητα. Άσε, το παθαίνω κι εγώ, μη στεναχωριέσαι! Χαίρομαι που τη βρήκες ενδιαφέρουσα τη συνέντευξη.