"Η αγάπη για τον τόπο μου σημαίνει και αγάπη για τη γλώσσα του"
Το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη», που δια φωνής Δημήτρη Μητροπάνου αποτελεί ένα από τα πλέον διαχρονικά τραγούδια της ελληνικής δισκογραφίας. Όμως το τραγούδι αυτό δεν ήταν απλά ένα στιχουργικό πυροτέχνημα. Ο σπουδαίος στιχουργός Φίλιππος Γράψας παρέδωσε και παραδίδει ακόμα στίχους που απέχουν πολύ από το να τους θεωρήσει κανείς «συνηθισμένους». Κι αυτό δεν είναι τυχαίο, διότι πίσω από αυτή τη γραφή βρίσκεται ένας άνθρωπος που από παιδί διαβάζει ακατάπαυστα λογοτεχνία και έχει ιδιαίτερα αναπτυγμένη την τέχνη του λόγου. Η αγάπη για την ποίηση και, ταυτόχρονα, η αγάπη για τον τόπο του και τη γλώσσα, έβγαλε πρωτίστως ωφελημένο το ελληνικό τραγούδι και τον απαιτητικό ακροατή.
Έτυχε για προσωπικούς λόγους να ανέβω για δύο μέρες στη γενέτειρά μου, τη Θεσσαλονίκη, και αμέσως σκέφτηκα ότι πρέπει απαραιτήτως να «ξεκλέψω» λίγο χρόνο και να κάνω μία συνέντευξη με τον Φίλιππο Γράψα. Χάρη στη βοήθεια του στιχουργού Χριστόφορου Μπαλαμπανίδη, κλείσαμε τη συνάντησή μας στην καφετέρια του Βασιλικού Θεάτρου της Θεσσαλονίκης και αυτό που προέκυψε είναι οι υπέροχες ιστορίες που θα διαβάσετε αμέσως τώρα.
Φ.Γ.: Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη την ανατρεπτική δεκαετία του 1940, τότε που τέλειωνε ένας παγκόσμιος πόλεμος για να ξεκινήσει ένας ντόπιος, εμφύλιος. Ο πατέρας μου ήταν ο ηλεκτρολόγος του τότε Δημοτικού Νοσοκομείου και η μητέρα μου νοσηλεύτρια στο ίδιο Νοσοκομείο. Το σπίτι μας ήταν σε μια γειτονιά κολλημένη στα κάστρα της Άνω Πόλης, με πολλούς Μικρασιάτες πρόσφυγες. Από παιδί αγαπούσα πολύ το διάβασμα λογοτεχνίας και ποίησης, ίσως περισσότερο από τα σχολικά βιβλία. Δεν ήταν παράξενο, λοιπόν, που ήμουν συνέχεια με ένα βιβλίο στο χέρι παρά με την μπάλα με την οποία μεγαλουργούσαν οι φίλοι μου. Επομένως, όταν υπάρχει τέτοια έφεση στο διάβασμα, πλουτίζεις τις γνώσεις, το λεξιλόγιο κ.λπ. και κάποια στιγμή κάτι θα σκαρώσεις κι εσύ σ’ ένα πρόχειρο τετράδιο. Αυτά, βέβαια, έπρεπε να κοπούν γιατί κάτι όφειλα να σπουδάσω.
Είχατε προτίμηση σε κάποια «σχολή» λογοτεχνίας;
Φ.Γ.: Στα πρώτα γυμνασιακά μου χρόνια ήμουν βουτηγμένος στον Καζαντζάκη, τον Λουντέμη, τον Μυριβήλη, τον Παλαμά, τον Σολωμό, τον Δροσίνη και άλλους πεφωτισμένους Έλληνες συγγραφείς και ποιητές. Αργότερα ταξίδεψα στην ξένη λογοτεχνία και ποίηση. Οι βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης με είχαν τακτικό πελάτη.
Φανταζόσασταν τον εαυτό σας ως δημιουργό;
Φ.Γ.: Όχι. Νεαρός δεν το φαντάστηκα. Επιθυμία μου ήταν να γράφω κι έγραφα. Αργότερα, όμως, άρχισα να πιστεύω ότι μερικά από τα γραπτά μου θα μπορούσαν να γίνουν τραγούδια. Και πολύ αργότερα ήρθαν οι ευκαιρίες γι’ αυτό.
Είπατε προηγουμένως ότι σπουδάσατε…
Φ.Γ.: Για διάφορους λόγους δεν έδωσα ποτέ στο Πανεπιστήμιο, παρ’ όλο που τότε μέναμε απέναντι από το Πανεπιστήμιο. Πήγα στον «Ευκλείδη», μια Τεχνική Σχολή. Καμία σχέση, βέβαια, με μουσική και στίχο.
Μπήκατε, όμως, στη… δισκογραφία!
Φ.Γ.: Όταν πια είχα τελειώσει με τη Σχολή, κάποιοι φίλοι μουσικοί, ξέροντας ότι εγώ κάτι «γρατζουνάω» στο χαρτί, ζήτησαν να τα διαβάσουν. Έτσι μελοποιήθηκαν οι πρώτοι στίχοι μου. Συνθέτης ο Νίκος Κατσίκας. Ερμηνεύτρια η Ειρήνη Κουρδάκη που πρώτη είχε ερμηνεύσει τις «Μπαλάντες Της Οδού Αθηνάς» στους αγώνες της Κέρκυρας υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι.
ΜΑ ΕΓΩ ΣΕ ΘΕΛΩ ΤΟΣΟ – Χριστιάνα
(1986, μουσική: Κώστας Χαριτοδιπλωμένος, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Μια μέρα η Χριστιάνα είχε πάει στο σπίτι του Γιάννη Σπανού. Ετοιμάζανε δισκογραφική δουλειά. Ο Σπανός είχε κάποιους στίχους μου στο πιάνο που τους είδε η Χριστιάνα και της άρεσαν. Όταν ήρθε στη Θεσσαλονίκη για εμφανίσεις, έβαλε τον ρεσεψιονίστ του ξενοδοχείου που έμενε, να με ψάξει στο τηλέφωνο. Συναντηθήκαμε και διάλεξε κάποιους στίχους μου. Συμμετείχα σε δύο δίσκους της, στο «Η Νύχτα Το Απαιτεί» (1986) με δύο τραγούδια σε μουσική Λάκη Με Τα Ψηλά Ρεβέρ και στο «Σ’ Απόσταση Αναπνοής» (1989) πάλι με δύο τραγούδια σε μουσική Κώστα Χαριτοδιπλωμένου. Από τον πρώτο, επιτυχία έγινε το «Κάποιος Να Βάλει Μουσική» κι από το δεύτερο το «Μα Εγώ Σε Θέλω Τόσο». Με τη Χριστιάνα έγινε η ουσιαστική είσοδός μου στη δισκογραφία. Γίναμε πολύ φίλοι. Δεν ξεχνώ την αμέριστη βοήθειά της. Ούτε τα πανέμορφα πράσινα μάτια της.
Σ’ ΑΝΑΖΗΤΩ ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1992, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Το 1981, ένας φίλος κιθαρίστας, Σαλονικιός, μου είπε να γράψω ένα στίχο, να στείλουμε στους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας για το 1982. Τους Αγώνες διοργάνωναν ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Δήμο Κερκυραίων. Η σκέψη και μόνο ότι τον στίχο μου θα τον διάβαζε ο Χατζιδάκις με αναστάτωσε. Γυρνώντας στο σπίτι έζησα κάτι καταπληκτικό. Κάθισα να γράψω και σε λιγότερο από μισή ώρα είχα σχεδόν τελειώσει το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη». Απίστευτο μα αληθινό. Οι Αγώνες, όμως, εκείνης της χρονιάς ματαιώθηκαν και φυσικά το τραγούδι δεν ακούστηκε. Έξι μήνες μετά, συναντηθήκαμε με τον Χατζιδάκι, που είχε έρθει για μία συναυλία στη Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης. Μετά τη συναυλία, η Ειρήνη Κουρδάκη, που όπως σου είπα είναι η ερμηνεύτρια που πρωτοτραγούδησε στους προηγούμενους Αγώνες τις «Μπαλάντες Της Οδού Αθηνάς», μας σύστησε λέγοντας:
- Κύριε Μάνο, από δω ο Φίλιππος Γράψας.
Λέω «τώρα τι του λέει, πού να με ξέρει ο άνθρωπος» κι όμως μου δίνει το χέρι του και μου λέει:
- Α, είσαι ο «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη»! Μπράβο, να συνεχίσεις να γράφεις!
Μετά από έξι μήνες θυμόταν τον στίχο και το όνομά μου! Με την προτροπή του αυτή, λοιπόν, συνέχισα να γράφω… πετώντας! Εν πάση περιπτώσει, έμαθα από φίλους ότι μια βραδιά, στον Μαγεμένο Αυλό, που ήταν το στέκι του, έδωσε τον στίχο στον Μίνω Αργυράκη να τον διαβάσει δυνατά στους σπουδαίους ανθρώπους της παρέας του, λέγοντας:
- Να ένας στίχος που και μόνο γι’ αυτόν θα μπορούσε να γίνει ένα φεστιβάλ!
Έκτοτε, το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη» έζησε την περιπέτειά του. Το κράτησαν στα χέρια τους πολλοί συνθέτες. Κανένας δεν ασχολήθηκε. Το βρίσκαν μεγάλο και αντιεμπορικό ποίημα. Η ευτυχής του κατάληξη ήρθε μετά από μια δεκαετία όταν εμφανιζόταν σ’ ένα μαγαζί στη Θεσσαλονίκη ο Γιώργος Χατζηνάσιος με τον Μάριο Τόκα και ερμηνευτή τον πολύ καλό φίλο μου Διονύση Θεοδόση, που μου ζήτησε στίχους να τους δώσει στον Τόκα. Του έδωσα ένα ντοσιέ με καμιά δεκαριά στίχους. Ο Μάριος, μετά από ένα χρόνο και ύστερα από νέα παρότρυνση του Διονύση, άνοιξε το ντοσιέ κι έφτασε στο «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη» που ήταν μέσα. Διαβάζοντάς το, έμεινε σε μια ατάκα που λέω «βρες το μαχαίρι που στα δύο μάς χωρίζει» και του θύμισε την πατρίδα του την Κύπρο. Δηλαδή λειτούργησε κι αυτό το στοιχείο σ’ αυτό το τραγούδι. Εγώ μιλούσα για έναν έρωτα, περισσότερο για τον έρωτά μου για τη Θεσσαλονίκη. Εκεί τα μπέρδεψα λίγο (γέλια). Τότε, λοιπόν, ήταν να κάνει ο Μάριος ένα δίσκο με τη Χαρούλα Αλεξίου. Πήγε με το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη» και άλλα τραγούδια στο σπίτι της για να επιλέξουν αλλά, για κάποιον λόγο, η δουλειά δεν έγινε. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η Χαρούλα δεν ήθελε να πει το τραγούδι. Αφού, λοιπόν, δεν τα βρήκανε, ο Μάριος με ρώτησε αν θέλω να το δώσουμε στον Μητροπάνο. Και φυσικά ήθελα. Εγώ έχασα την ευκαιρία να ακούσω τραγούδι μου από τη Χαρούλα, αλλά από την στιγμή που το είπε ο Μητροπάνος και έγινε ό,τι έγινε, το τυχερό του ήταν ο Μητροπάνος. Το «Σ’ Αναζητώ Στη Σαλονίκη», λοιπόν, μπορώ να πω ότι το φοβερό ζεϊμπέκικο που έγραψε ο Μάριος και το ερμήνευσε μοναδικά ο Δημήτρης είναι αυτό που ξεκίνησε την πιο ζωντανή φάση της καριέρας μου. Από κει και πέρα άλλαξαν πολλά πράγματα για μένα.
Το τραγούδι είχε πάει και στον Νταλάρα;
Φ.Γ.: Αυτό το γράφει ο Μάτσας στο βιβλίο του «Πίσω Απ’ Τη Μαρκίζα», ότι ο Νταλάρας το απέρριψε [σ.σ. Ο Μάκης Μάτσας στο βιβλίο του αναφέρει ότι το συγκεκριμένο τραγούδι πρώτα το είχε ακούσει ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος το απέρριψε, στη συνέχεια η Χαρούλα Αλεξίου, ενώ πριν το δώσουν στον Δημήτρη Μητροπάνο, ο Μάκης Μάτσας σκεφτόταν να προτείνει τον τότε νέο στον χώρο Γιάννη Πλούταρχο].
Η ΕΘΝΙΚΗ ΜΑΣ ΜΟΝΑΞΙΑ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1992, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Έλληνας είμαι, τι πιο λογικό να αγωνιώ για τη χώρα μου. Πολλές φορές αισθάνομαι ότι είμαστε μόνοι και αβοήθητοι στη λαιμαργία των γειτόνων. Έτσι δεν πρέπει να υπάρχει απορία γιατί έγραψα την «Εθνική Μας Μοναξιά». Πάνω σ’ αυτό ήθελα να πω ότι η αγάπη για τον τόπο μου σημαίνει και αγάπη για τη γλώσσα του. Βλέπω με λύπη τη γλώσσα μας να αλλοιώνεται με προσθήκες νέων στοιχείων και λέξεων κυρίως βέβαια στο λεξιλόγιο των νέων. Δεν φαίνεται η κατάσταση αναστρέψιμη. Ο στιχουργός οφείλει αφ’ ενός να έχει τις αντένες του στραμμένες στην πραγματικότητα, προβάλλοντας τα θέματα που απασχολούν τον κόσμο, κι αφ’ ετέρου να προσέχει τη γλώσσα. Αυτό προσπαθώ ν’ ακολουθήσω κι εγώ, όπως και πολλοί συνάδελφοι, προσπαθώντας όταν γράφω σημερινό τραγούδι, που απευθύνεται σε νεότερο κοινό, να κρατήσω ισορροπία ανάμεσα στην ωραιότατη πάντα γλώσσα μας και τη γεμάτη με ξένα στοιχεία γλώσσα.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος είχε πει για την «Εθνική Μας Μοναξιά» το εξής: «… Το τραγούδι «Η Εθνική Μας Μοναξιά» το ολοκληρώνει ο Μάριος όταν ήδη είμαστε στη μείξη για τα άλλα. Γίνεται μια φασαρία τότε γιατί σε μας άρεσε ο τίτλος «Η Εθνική Μας Μοναξιά», ενώ οι άλλοι τον βλέπανε «ποιητικό», «δύσκολο». Ευτυχώς, ο Ηλίας Μπενέτος άμα θέλει περνάει κάποια πράγματα τελείως… δημοκρατικά: «Αυτό είναι και τέλειωσε»…».
Φ.Γ.: Αλήθεια είναι! Και μόνος σου μπορείς να καταλάβεις ότι ο τίτλος «Η Εθνική Μας Μοναξιά» δεν είναι και τόσο… εμπορικός!
ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1992, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Το «Μια Στάση Εδώ» ήταν το τραγούδι που αγαπούσε ο Δημήτρης περισσότερο, όπως μου είχε πει. Κοίταξε να δεις. Πολλές φορές τα τραγούδια που γράφουμε δεν είναι τυχαία, αλλά έχουνε στοιχεία αυτοβιογραφικά. Πάντα πιστεύω ότι τα αληθινά τραγούδια είναι αυτά που μετράνε στον κόσμο. Αυτό συμβαίνει με όσα έγραψα για τη Θεσσαλονίκη. Και το «Μια Στάση Εδώ» περιγράφει μια φορτισμένη συναισθηματικά στιγμή.
ΑΠΟΨΕ ΟΛΑ ΜΟΥ ΤΑ ΕΠΙΤΡΕΠΩ – Γιάννης Πάριος
(1993, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Εδώ, λοιπόν, θέλαμε ένα τραγούδι κεφιού. Έγραψα για ένα φλερτ σ’ ένα μαγαζί. Σίγουρος ο άνδρας λέει στο ρεφρέν «Απόψε όλα μού τα επιτρέπω / θα ‘ρθεις να κάτσεις δίπλα μου το βλέπω». Στο κουπλέ, όμως, λέει «στο διπλανό τραπέζι μία ματιά με παίζει». Ο Γιάννης επενέβη στον στίχο και το έκανε… «στο διπλανό τραπέζι ένας Θεός με παίζει»! Το τραγούδι έτοιμο, το άκουσα πρώτη φορά τότε από ένα κασετόφωνο, στο πλοίο πηγαίνοντας με τον Μάριο στην Τζια, όπου είχε σπίτι. Πέρασα μαύρη εκδρομή. Δεν μ’ άρεσε αυτή η επέμβαση καθόλου. Στον γυρισμό έδειξα στον Γιάννη την ενόχλησή μου αλλά επενέβη ο Μάριος και με παρακάλεσε να μη δώσω συνέχεια μια και το τραγούδι είχε πια γραφτεί. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί ότι αγαπώ πολύ τον Πάριο και τον θεωρώ κορυφαίο ερμηνευτή και εξαιρετικό στιχουργό. Ας πούμε ότι κι αυτά συμβαίνουν στο τραγούδι.
ΚΑΖΑΜΠΛΑΝΚΑ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1993, μουσική: Γιάννης Σπανός, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Σ’ αυτόν τον δίσκο (σ.σ. «Ο Μητροπάνος Τραγουδάει Σπανό»), έγραψα όλα τα τραγούδια πάνω σε μουσικές του Σπανού. Έτσι συνήθως δούλευε ο Σπανός. Σου έδινε τη μελωδία κι εσύ έβαζες τους στίχους. Τις πιο πολλές φορές η μελωδία σε οδηγεί στο θέμα κι αυτή τη φορά με ταξίδεψε στην Καζαμπλάνκα. Η στιχουργική είναι μια δουλειά αγωνίας, χαράς, ανυπομονησίας κ.λπ. Μπορεί να περνάν ώρες, μέρες, 24ωρα και να σου λείπει η λέξη, η ατάκα, η ρίμα και να τρελαίνεσαι. Κι όταν έρχεται η λύση, εκείνο το «επιτέλους, τέλος» είναι μια λύτρωση που δεν λέγεται. Η ποίηση, που εγώ τη θεωρώ τη σημαντικότερη μορφή γραπτού λόγου, είναι, ας πούμε, ελεύθερη, χωρίς μέτρα. Ο στίχος για τραγούδι έχει μέτρα, έχει συνήθως δύο κουπλέ κι ένα ρεφρέν. Έχει όρια, μέσα στα οποία πρέπει να γράψεις μια συγκεκριμένη ιστορία.
ΤΑ ΛΑΔΑΔΙΚΑ – Δημήτρης Μητροπάνος
(1994, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Σου είπα ότι ήμουν ανήσυχος νεαρός, μ’ έναν φοβερό έρωτα για τη Θεσσαλονίκη. Ήμουν, ας πούμε, ο περίεργος της παρέας γιατί ενώ οι άλλοι παλεύαν με τη μπάλα, εγώ καθόμουν κάπου μ’ ένα βιβλίο. Η Άνω Πόλη ήταν γειτονιές κυρίως προσφύγων. Οι γιαγιάδες, οι μαμάδες και οι φιλενάδες, οι κυράδες τέλος πάντων κάθε γειτονιάς, βγάζαν έξω τα σκαμνάκια τους και περνούσαν τις ώρες τους πλέκοντας, κεντώντας και, βεβαίως, κουτσομπολεύοντας. Μέσα στην κουβέντα τους, φυσικά, δεν μπορούσε να μην έχει πρώτη θέση το θέμα Λαδάδικα… η ακολασία… θα μας κάψει ο Θεός κ.λπ. κ.λπ. Ακούγοντας, λοιπόν, εγώ αυτά, πώς να ελέγξω τη φαντασία μου. Την κοπανούσα και κατηφόριζα στα Λαδάδικα. Με μεγάλη προσοχή, μη με δουν και με κυνηγήσουν, παρακολουθούσα τι γινότανε. Κάτω ήταν τα εμπορικά μαγαζιά και πάνω τα σπίτια με τις κόκκινες λάμπες και τα κλειστά παντζούρια. Παλιά σπίτια με ξύλινες σκάλες. Από τη μια οι βιαστικοί που ανέβαιναν να συναντήσουν τα κορίτσια κι από την άλλη οι επίσης βιαστικοί που κατέβαιναν να εξαφανιστούν, μην τους δει κανείς (γέλια). Εν τω μεταξύ, πολλές φορές άκουγα καυγάδες και κλάματα κι άλλες φορές γέλια. Όλα αυτά τα κράτησε ζεστά η μνήμη μου. Ήρθε ο καιρός και τα έκανα στίχους που τους μετέτρεψε ο Μάριος Τόκας σ’ ένα εξαιρετικό ζεϊμπέκικο που το ερμήνευσε μοναδικά ο Μητροπάνος κι έγινε αυτή η επιτυχία που όλοι ξέρουμε.
ΑΝ ΔΕΝ ΓΕΝΝΗΘΕΙΣ ΑΣΤΕΡΙ – Κατερίνα Κούκα
(1995, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Μ’ αυτό το τραγούδι έφαγα την πρώτη μου κρυάδα. Μια κακιά κριτική. Μία δημοσιογράφος, που έγραφε στο Δίφωνο, έβαλε σ’ ένα κείμενό της τίτλο «Ο Γράψας του γράψαντος». Μια ειρωνεία κι ένα θάψιμο κανονικό για τους στίχους μου. Κι αφού μου τα έριχνε χοντρά, κατέληγε «τι θα λέγατε αν χαρακτηρίσουμε τους στίχους του Γράψα νεοσκυλάδικους;». Κανονικό σοκ για μένα.
Μήπως είχανε άλλες προσδοκίες από σας; Ότι θα γράφατε πιο απαιτητικούς στίχους.
Φ.Γ.: Μπορεί, αλλά χρειάζονται και άλλου ύφους τραγούδια. Η αγαπημένη και αξέχαστη, σπουδαία στιχουργός Μαριανίνα Κριεζή μ’ ένα αιχμηρό κειμενάκι στα «Νέα» στις 25/05/1996 με υπερασπίστηκε.
[σ.σ. μου δίνει να διαβάσω το απόσπασμα από την εφημερίδα «Τα Νέα»]
«Δεν σ’ αρέσει ο Φίλιππος Γράψας κύριε Ενωματάρχα; Δεν πειράζει, αρέσει σε άλλους. Ο Γράψας του Γράψαντος, όπως τιτλοφορείται ένα μοχθηρό κειμενάκι του αστείου της παρέας που γελάει μόνος του με τις κρυάδες του, αυτός είναι το πρόβλημα; Γιατί; Πρώτον διότι γράφοντας τους στίχους του υπέροχου «Σ’ αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα» έσπασε το φράγμα των επιτυχιών μιας χρήσης, μ’ ένα διαχρονικό σουξέ. Και δεύτερον, αμέσως μετά ο δράστης έγραψε χωρίς την άδεια της αστυνομίας και τα «Λαδάδικα» πανάθεμά τον και πια δεν πιάνεται. Πάει σου ξέφυγε κύριε Ενωματάρχα».
Η Μαριανίνα ήταν δύναμη. Δεν φοβόταν, δε λογάριαζε κανέναν. Αυτό που ήθελε να πει, το έλεγε. Κρίμα, έφυγε νωρίς, αφήνοντας όμως σπουδαίο αποτύπωμα στο ελληνικό τραγούδι. Πραγματικά μ’ αυτή την κριτική είχα στενοχωρηθεί πολύ και θυμάμαι που ο φίλος μου Γιάννης Κακουλίδης μου είχε πει κάτι πολύ σωστό:
- Αυτά θα έχεις από δω και τώρα. Αν δεν μπορείς να τα δεχτείς, πήγαινε σπίτι σου!
ΜΥΚΟΝΟΣ – Κατερίνα Κούκα
(1995, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Είχα πάει ένα ταξίδι στα Δωδεκάνησα και επέστρεφα με πλοίο στη Θεσσαλονίκη από τις Κυκλάδες. Ακούγοντας τόσα και τόσα για τη Μύκονο, έγραψα μέσα στο πλοίο τη «Μύκονο» την ώρα που το πλοίο έπιανε στο νησί. Εκεί μέσα γράφτηκε. Ένα τραγούδι εύθυμο, ευχάριστο. Έβαλε και έναν ωραίο μπάλο για εισαγωγή ο ενορχηστρωτής μας, ο Κούρος, και συμπληρώθηκε με τον καλύτερο τρόπο ο δίσκος της Κατερίνας. Έφαγα, όμως, την ίδια άδικη κριτική από την ίδια δημοσιογράφο με το «Αν Δεν Γεννηθείς Αστέρι».
ΠΑΡΑΞΕΝΗ ΒΡΟΧΗ (ΣΩΜΑ ΥΠΟΤΑΓΗΣ) – Φάνης Μεζίνης
(1995, μουσική: Αλέκος Χαραλαμπίδης, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Αυτό το τραγούδι έχει άλλη ιστορία. Μου έφερε ο Φάνης Μεζίνης κάποιες μουσικές του Αλέκου Χαραλαμπίδη για να περάσω στίχους. Πάνω σε μία από αυτές τις μουσικές, έγραψα το «Παράξενη Βροχή». Το τραγούδι έγινε μεγάλη επιτυχία με τον Φάνη. Ποια είναι η συνέχεια του τραγουδιού λοιπόν. Κάποτε με πήρε τηλέφωνο ο κύριος Μάτσας -είχα συμβόλαιο με τη Minos κι έπρεπε να δίνω 20 τραγούδια τον χρόνο- και μου λέει να πάω να βρω τον Βασίλη Καρρά να του δώσω στίχους γιατί θέλει να κάνει στροφή στην καριέρα του «κι ίσως μπορείς να τον βοηθήσεις σ’ αυτό». Έγραψα 10 κομμάτια προσπαθώντας να πιάσω το κλίμα του Καρρά. Αφού τελείωσα, ανέβηκα στο «Χωριό της ειρήνης», ένας πολύ ωραία διαμορφωμένος πολυχώρος, δημιουργία του Βασίλη σ’ ένα λόφο πάνω από τη Θεσσαλονίκη. Καθόμαστε στο γραφείο του και αφού διαβάζει ό,τι του πήγα, κλείνει το ντοσιέ και μου λέει:
- Φίλιππα, εγώ είμαι πωλητής!
Δηλαδή ότι οι δίσκοι του πουλάνε κι αυτά που του πήγα ήταν δύσκολα, δεν θα πουλούσανε. Απόλυτα σεβαστό. Επικοινώνησα με τον κύριο Μάτσα, του είπα ό,τι έγινε και το θέμα έκλεισε εκεί. Δεν έκλεισε όμως… Μετά από χρόνια, βάζει ο Βασίλης σε δίσκο του, σε δεύτερη εκτέλεση, το «Παράξενη Βροχή», τον πιο δύσκολο ίσως στίχο μου! Και το κάνει επιτυχία! [σ.σ. περιλαμβάνεται στο άλμπουμ «Στα Είπα Όλα», 2010]. Την εποχή που το έβγαλε ο Καρράς το έβγαλαν και άλλοι, μεταξύ τους κι ο Αντύπας [σ.σ. στο άλμπουμ «Υπάρχουν Δύο Ελλάδες», 2010]. Τελευταία ξαναβγήκε με μια μοντέρνα διασκευή από την Ελεωνόρα Ζουγανέλη [σ.σ. στο άλμπουμ «Πάρ’ το Αλλιώς», 2021].
ΘΥΜΑΜΑΙ ΕΝΑΝ ΠΑΤΕΡΑ – Στέλιος Διονυσίου
(1997, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Θέλησε ο Μάριος να κάνουμε μια δουλειά για τον Στέλιο Διονυσίου. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν ο πατέρας του Στέλιου. Ο Στράτος. Κι έγραψα σκεπτόμενος εκείνον το «Θυμάμαι Έναν Πατέρα», μιας και ήταν από τους ερμηνευτές που θεωρώ από τους μεγάλους του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού.
ΨΗΛΑ ΤΑ ΧΕΡΙΑ – Στέλιος Διονυσίου
(1997, μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Άλλο ένα τραγούδι από τον ίδιο δίσκο [σ.σ. «Με Όνομα Βαρύ Σαν Ιστορία»]. Αυτό βοήθησε πολύ την καριέρα του Στέλιου. Το 2019, κάναμε με τον Χρήστο Νικολόπουλο έναν δίσκο για τον Στέλιο [σ.σ. «Γυρνάω Σελίδα»].
Η ΖΩΗ – Δημήτρης Μπάσης
(2002, μουσική: Θοδωρής Λαχανάς, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Η εταιρεία ζητούσε ένα τραγούδι για τον Δημήτρη Μπάση. Έγραψα το «Η Ζωή». Το μελοποίησε πολύ ωραία ο νέος και ταλαντούχος Θοδωρής Λαχανάς. Αποτέλεσμα, μια μεγάλη επιτυχία. Ήταν πάνω από δύο χρόνια πρώτο στα ραδιόφωνα και συνεχίζει ακάθεκτο.
Πάντως η συνεργασία σας με τον Μάριο Τόκα και τον Δημήτρη Μητροπάνο είναι αυτή που «σημάδεψε» την καριέρα σας. Δυστυχώς σήμερα δεν ζει κανείς από τους δύο…
Φ.Γ.: Ναι, μου λείπουν. Δεν ξεχνώ την παρέα μας, τις πλάκες μέσα στο στούντιο, στα ταβερνάκια, στα ταξίδια για τις συναυλίες, μερικές από τις οποίες έμειναν θρυλικές, όπως οι απίστευτες συναυλίες στο Παλέ ντε Σπορ στη Θεσσαλονίκη, στο Βεάκειο του Πειραιά, στον Λυκαβηττό… και τόσες άλλες εδώ και στο εξωτερικό. Κάποτε ο κύκλος του Δημήτρη προσπάθησε να μας απομακρύνει… Με τον Μάριο είμασταν σαν αδέλφια. Με τους κοινούς φίλους που είχαμε, καμιά φορά συζητάμε για τις συνθήκες μέσα στις οποίες έφυγε απ’ τη ζωή ο Μάριος… Όπως και να ‘χει, στις μεγάλες μας επιτυχίες, τα ονόματα των τριών μας θα είναι πάντα δίπλα.
Εσείς συνεχίζετε να γράφετε.
Φ.Γ.: Φυσικά. Το 2005, ο διάσημος Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ Chico Freeman έκανε ένα CD με την εξαιρετική ερμηνεύτρια Αθηνά Κωσταβάρα, που περιείχε 11 πασίγνωστα αμερικάνικα κομμάτια τζαζ και πρόσθεσε και δυο τραγούδια με μουσική δική του και ελληνικούς στίχους δικούς μου. Ο τίτλος του CD «Tell Me The Truth» και των τραγουδιών μου «Φωτιές Στην Αμμουδιά» και «Μίλα Μου Για Σένα». Την ίδια εποχή γράψαμε τραγούδια με τον Στέφανο Κορκολή για τη Μαρινέλλα και με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα για την Αλέκα Κανελλίδου. Πριν από λίγο καιρό, κάναμε μια δουλειά με τον Γιώργο Θεοφάνους για τον Μανώλη Μητσιά με τίτλο «Ό,τι Θέλω Είναι Αυτό». Ξεκινήσαμε από το σίριαλ «Μαύρο Ρόδο». Δέκα ωραία τραγούδια που αγγίζουν όλο το φάσμα των συναισθημάτων του σύγχρονου ανθρώπου. Κοινωνικά, ερωτικά κ.λπ. Ο Μανώλης είναι πάντα ένας μεγάλος του ελληνικού τραγουδιού. Είναι η δεύτερη φορά που συνεργαζόμαστε δισκογραφικά μετά τον «Βίο Ανθόσπαρτο» που κάναμε με τον Τόκα. Με τον σπουδαίο Γιώργο Θεοφάνους είναι η πρώτη μας ολοκληρωμένη συνεργασία. Σ’ αυτή τη δουλειά συμμετέχουν σε δύο τραγούδια η Ελένη Βιτάλη και ο Μπάμπης Στόκας. Παλιά με τον Γιώργο είχαμε γράψει ένα κομμάτι για την Ελένη Δήμου. Μόλις γράψαμε ένα τραγούδι με τον Νικολόπουλο για τη Μαριώ, το «Κομπολόι» [σ.σ. η Μαριώ δεν αποχωρίζεται ποτέ το κομπολόι που ήταν του πατέρα της]. Νομίζω πως ένα τέτοιο τραγούδι της έλειπε. Συνεργάζομαι με τον Σταύρο Σιόλα. Πριν από καιρό, δώσαμε ένα τραγούδι μας στην Ελένη Τσαλιγοπούλου, τη «Μοναξιά Μου», και αργότερα ένα τραγούδι μας, το «Δύσκολη Σιωπή», στην Ελεωνόρα Ζουγανέλη που το έκανε επιτυχία. Κι έχουμε πράγματα στα σκαριά με τον Σταύρο. Έχουμε κάνει και μια ολοκληρωμένη δουλειά με τον Θανάση Πολυκανδριώτη που περιμένει τη σειρά της. Συνεργάζομαι και με νέους συνθέτες. Είναι κάτι που μ’ ευχαριστεί πολύ. Υπάρχουν ταλαντούχα παιδιά αλλά δεν υπάρχουν ευκαιρίες όπως π.χ. εταιρείες. Έμεινε πια μόνο το διαδίκτυο κι όποιος είναι τυχερός…
Υπάρχει κάποιο τραγούδι σας που πιστεύετε ότι αδικήθηκε, που δεν ακούστηκε όσο θα θέλατε;
Φ.Γ.: Νομίζω ναι. Στο «Παρέα Μ’ Έναν Ήλιο» (1994) υπάρχει ένα τραγούδι «Ο Άσωτος». Άκουσέ το. Πολλοί πίστευαν ότι αυτό θα γινόταν το σουξέ του δίσκου, με ερμηνευτή τον Δημήτρη Μητροπάνο, κι όμως σουξέ έγιναν τα «Λαδάδικα». Τον «Άσωτο» τον ακούω στα ραδιόφωνα συνήθως την Κυριακή του… Ασώτου! Άλλο τραγούδι που νομίζω ότι αδικήθηκε είναι το «Γεντί Κουλέ» (2001). Μιλάει για τις φημισμένες φυλακές της Θεσσαλονίκης, που σφράγισαν μια μεγάλη σκληρή εποχή με ποινικούς αλλά και πολιτικούς επώνυμους κρατούμενους. Εγώ, λοιπόν, όπως σου είπα, άφηνα τους φίλους να μεγαλουργούν με την μπάλα -τώρα αυτά τα λέω σ’ έναν ΠΑΟΚτζή (γέλια)- και σκαρφάλωνα στα κάστρα γύρω από τις φυλακές να ακούσω συγκλονισμένος τους κρατούμενους να ανταλλάσσουν καλημέρες και τραγούδια από τα κάγκελα των κελιών τους. Μια φορά, μέσα στα τόσα που ακούγονταν, ακούστηκε κι ότι πιάσανε έναν κρατούμενο που του φέραν στο επισκεπτήριο χασίσι μέσα στο ψωμί κι έγινε χαμός! Αυτά, ή περίπου αυτά, τα αξέχαστα μού βγήκαν αργότερα σε στίχο που ο Μάριος Τόκας τον μετέτρεψε σ’ ένα ωραίο ζεϊμπέκικο με σπουδαίο ερμηνευτή τον Πασχάλη Τερζή.
ΑΗ ΓΙΩΡΓΗΣ – Μαριώ
(2003, μουσική: Λουδοβίκος των Ανωγείων, στίχοι: Φίλιππος Γράψας)
Φ.Γ.: Θα ήθελα να κάνω μια ιδιαίτερη μνεία για αυτή τη δουλειά. Το 2003, η δισκογραφική εταιρεία Λύρα ανέθεσε σε αρκετούς δημιουργούς να γράψουν από ένα τραγούδι ο καθένας για τον πατέρα του. Εγώ έγραψα τον «Άη Γιώργη». Θεωρώ ότι ο πατέρας μου πέρασε από τη ζωή σαν ένας άγιος άνθρωπος. Χάρηκα, λοιπόν, πολύ που αυτό το τραγούδι, σε υπέροχη μουσική του Λουδοβίκου των Ανωγείων και τη συγκινητικά τρυφερή φωνή της Μαριώς συνοδεία μόνο ενός πιάνου, έγινε επιτυχία. Θα ήθελα να πω τελειώνοντας, ότι είμαι πολύ τυχερός που συνεργάστηκα με πολλούς από τους πιο σημαντικούς συνθέτες, ερμηνευτές και ενορχηστρωτές. Ο καθένας από την πλευρά του έδωσε βήματα στην καριέρα μου. Και επίσης τυχερός που βρίσκομαι στον χώρο του τραγουδιού, γιατί θεωρώ σημαντική προσφορά στην καθημερινότητα αυτό το τρίλεπτο διάλειμμα ενός τραγουδιού.
(Οι φωτογραφίες προέρχονται από το προσωπικό αρχείο του κ. Φίλιππου Γράψα, πλην της τελευταίας που είμαστε μαζί κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Τον ευχαριστώ θερμά!)
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο
#30180 / 04.04.2025, 22:59 / Αναφορά Πόσο όμορφη συνέντευξη! Μπήκα εχθές την διάβασα και σήμερα το ξαναέκανα και άκουσα όσα τραγούδια δεν άκουσα εχθές! Διαμαντάκι το υπέροχο άρθρο σου αγαπητέ Κωνσταντίνε! Όσο για όλους αυτούς τους στίχους μιλάει από μόνη της η διαχρονικότητα που περιβάλλει τα τραγούδια! |
#30181 / 05.04.2025, 10:55 Ευχαριστώ πολύ Kristalo για τα καλά σου λόγια. Θέλω να πιστεύω ότι οι συνεντεύξεις μου είναι διαφορετικές από αυτές που συνήθως βλέπουμε σε άλλα media. Βέβαια είναι μία αμφίδρομη διαδικασία αφού οι συνομιλητές έχουν τον κυρίαρχο ρόλο. Εγώ απλά προσπαθώ να νιώσουν άνετα και οικεία μαζί μου, πάντα με σεβασμό και εκτίμηση για τη δουλειά τους, ώστε κι αυτοί με τη σειρά τους να αφηγηθούν απλόχερα τις ιστορίες τους. Μέχρι στιγμής έχω συγκεντρώσει πάνω από 400 ιστορίες τραγουδιών από τη δεκαετία του 1960 ως σήμερα όπως μου τις διηγήθηκαν οι ίδιοι οι δημιουργοί τους και, βέβαια, έπεται συνέχεια. |
#30182 / 05.04.2025, 13:37 / Αναφορά Άρτια από κάθε άποψη η παρουσίαση του σπουδαίου στιχουργού Φ. Γράψα, γλαφυρός και τεκμηριωμένος ο λόγος σου. Μου άρεσε ιδιαίτερα η σαφήνεια και η διακριτική και χωρίς πλατιασμούς παρέμβαση σε κάθε ερώτηση σου στη συνέντευξη, γεγονός που παρείχε άνεση και χώρο στον συνεντευξιαζόμενο. Καλή συνέχεια |
#30183 / 05.04.2025, 13:53 Ευχαριστώ πολύ για τα καλά σου λόγια. Οφείλω να πω ότι όταν έκανα την απομαγνητοφώνηση στις πρώτες μου συνεντεύξεις, συνειδητοποίησα πόσο κακός ήμουν όταν προέτρεχα και συμπλήρωνα -βασικά διέκοπτα- τον συνομιλητή μου πριν ολοκληρώσει την πρότασή του. Ειλικρινά, εκνευρίστηκα πολύ με τον εαυτό μου, αλλά ήμουν άπειρος τότε. Με τον καιρό εννοείται ότι έχω μάθει να περιμένω και ν' αφήνω όλα τα περιθώρια στον συνομιλητή να αναπτύξει αυτό που θέλει. |