Ένα πολυεπίπεδο τραγούδι μοναξιάς για τις μοναχικές ψυχές...
Το «Eleanor Rigby» περιλαμβάνεται στον δίσκο «Revolver», που κυκλοφόρησε το 1966.
Μπορεί ο George Harrison να ευαισθητοποίησε το κοινό για να συγκεντρωθούν χρήματα για τους πρόσφυγες από το Μπαγκλαντές (το 1971) και ο John Lennon να προώθησε τη χρήση δημιουργικών κηρυγμάτων περί δημιουργίας ενός κόσμου όπου όλοι θα ζουν ειρηνικά, αλλά πρώτος απ’ όλους ήταν ο Paul McCartney, όπως εκφράστηκε στο «Eleanor Rigby», που κινητοποίησε το κοινό με τρόπο που δημιούργησε την επιθυμία να δοθεί προσοχή στις καταθλιπτικές ψυχές που μας περιβάλλουν.
Το «Eleanor Rigby» είναι ένα υπέροχο baroque Pop/Rock τραγούδι, που συνέθεσε ο Paul McCartney, και αποτελεί ένα πολυεπίπεδο διήγημα μοναξιάς όπου τα έγχορδα κλέβουν την παράσταση. Αποτελεί ένα πρώιμο παράδειγμα της πειραματικής φάσης των Beatles, κατά τη διάρκεια της οποίας έπαιρναν ρίσκα ν’ ασχοληθούν με άλλα είδη μουσικής.
Ο ομώνυμος χαρακτήρας του τραγουδιού υπήρξε για καιρό πηγή ίντριγκας για τους θαυμαστές των Beatles. Ωστόσο, η έρευνα που έγινε για να εξηγηθεί με λεπτομέρεια η ιστορία της δημιουργίας των περισσότερων τραγουδιών των Beatles αποκαλύπτει ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες, πειστικές μαρτυρίες από αυτόπτες μάρτυρες και τους ίδιους τους δημιουργούς. Μπορεί να υπάρχουν αντικρουόμενες λεπτομέρειες που ήρθαν στο φως και που θέτουν αμφιβολίες για ορισμένες πτυχές, αλλά συνολικά ο αναγνώστης μπορεί να αποκτήσει μια αρκετά σαφή εικόνα για να κατανοήσει τη γενική γένεση αυτής της συγκεκριμένης σύνθεσης. Μία λεπτομερής δήλωση απευθείας από αξιόπιστη πηγή είναι συνήθως αρκετή για να καταπνίξει προηγούμενες ιδέες που ο ακροατής μπορεί να είχε για πολλά χρόνια. Ωστόσο, η έμπνευση και η δημιουργία του «Eleanor Rigby» για να φτάσει στην τελική του μορφή όπως το γνωρίζουμε, είναι μία πολύ περίπλοκη αποστολή για να αποκρυπτογραφηθεί, καθώς πηγαίνει πολύ πιο βαθιά από το «ποιος έγραψε τι» και «πότε». Επιπλέον, αποτελεί το πιο διφορούμενο απ’ όλα τα τραγούδια των Beatles, με πληθώρα λεπτομερειών που μερικές φορές συνιστούν μία αρμονική εικόνα αλλά μερικές φορές εντελώς αντικρουόμενη.
Το μεγαλύτερο μέρος του «Eleanor Rigby» γράφτηκε από τον Paul McCartney αλλά συνολικά πιστώνεται στον Paul McCartney και τον John Lennon, αν και όλοι οι Beatles μαζί με τον φίλο τους, Pete Shotton, και τον παραγωγό George Martin συνεισέφεραν με ιδέες για να ολοκληρωθεί το τραγούδι.
Ο McCartney εμπνεύστηκε τη μελωδία καθώς πειραματιζόταν με το πιάνο του. Ο ίδιος θυμάται να γράφει τη μελωδία του «Eleanor Rigby» στο όρθιο πιάνο που υπήρχε στο μουσικό δωμάτιο στο υπόγειο του σπιτιού τής τότε κοπέλας του, Jane Asher, στον αριθμό 57 της Wimpole Street στο Λονδίνο, όπου διέμενε ως φιλοξενούμενος. Είναι το ίδιο πιάνο που είχαν χρησιμοποιήσει ο Paul και ο John για να συνθέσουν το «I Want To Hold Your Hand». Ενώ πολλά άλλα κλασικά κομμάτια των Beatles γράφτηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, σ’ αυτό το δωμάτιο (συμπεριλαμβανομένου και του «I Want To Hold Your Hand»), το «Eleanor Rigby» χρειάστηκε πολλή περισσότερη δουλειά πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο. Υπάρχει ένα demo όπου το τραγούδι ακούγεται μισό τόνο χαμηλότερα, με τα φωνητικά του Paul να συνοδεύονται από την ακουστική του κιθάρα.
Ο Σκωτσέζος μουσικός Donovan Leitch είπε ότι μια μέρα πέρασε από το σπίτι του ο Paul McCartney και έπαιξε για πρώτη φορά μία πρώιμη εκδοχή του τραγουδιού στην κιθάρα, με αυτοσχέδιους ήχους και λέξεις, όπου ο χαρακτήρας ονομαζόταν Ola Na Tungee. Σ’ αυτό το σημείο, το τραγούδι αντικατόπτριζε μία ινδική μουσική επιρροή και οι στίχοι του παρέπεμπαν στη χρήση ουσιών, με φράσεις όπως «Ola Na Tungee, blowing his mind in the dark with a pipe full of clay». Σ’ αυτή τη μορφή έπαιξε το τραγούδι ο Paul McCartney στον γείτονά του και folk τραγουδιστή Donovan.
Donovan: Μια μέρα ήμουν μόνος στη φωλίτσα μου προβάροντας μερικούς ήχους στο μαγνητόφωνό μου Uher. Χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ο Paul μόνος του. Παίξαμε λίγο. Μου έπαιξε μια μελωδία για έναν περίεργο τύπο που λεγόταν Ola Na Tungee. «Ola Na Tungee / Blowing his mind in the dark / with a pipe full of clay / no one can say». Τα λόγια δεν είχαν βγει ακόμα σωστά γι’ αυτόν.
---
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Lionel Bart, σε κάποιο στάδιο του τραγουδιού το επώνυμο της Eleanor ήταν Eleanor Bygraves. Ο Bart είπε επίσης ότι συμβούλεψε τον Paul McCartney να μην δώσει στο τραγούδι τον τίτλο «Eleanor Bygraves».
Το «Rigby» προήλθε από το όνομα του καταστήματος Rigby & Evens Ltd, που ήταν μία κάβα που εντόπισε ο McCartney στον αριθμό 22 της King Street στο Bristol της Αγγλίας. Ο McCartney βρέθηκε στο Bristol όταν επισκεπτόταν τότε την κοπέλα του, την ηθοποιό Jane Asher, κατά τη διάρκεια που εκείνη συμμετείχε στο θεατρικό έργο «The Happiest Days Of Your Life» που ανέβηκε στο Bristol Old Vic τον Ιανουάριο του 1966. Του Paul McCartney τού άρεσε ο τρόπος που ηχούσαν τα δύο ονόματα «Eleanor» και «Rigby» γιατί του ακουγόταν φυσικό ως ονοματεπώνυμο και ταίριαζε με τον ρυθμό που έγραφε. Ο ίδιος εξήγησε ότι τα τραγούδια του προέρχονταν κυρίως από τη φαντασία του.
Paul McCartney: Μπορώ ν’ ακούσω ένα ολόκληρο τραγούδι σε μια συγχορδία. Στην πραγματικότητα, πιστεύω ότι μπορείς ν’ ακούσεις ολόκληρο τραγούδι σε μια νότα, αν ακούσεις αρκετά. Αλλά κανείς δεν ακούει αρκετά. Καθόμουν στο πιάνο όταν το σκέφτηκα [το «Eleanor Rigby»], σαν τον κωμικό Jimmy Durante, επινοώντας μία συγχορδία σε Μι μινόρε και βάζοντας από πάνω μία μελωδία. Απλά μου ήρθε. Έχει σχεδόν ασιατικό ινδικό ρυθμό. Όταν άρχισα να φτιάχνω τη μελωδία, ανέπτυξα τον στίχο. Όλα προήλθαν από την πρώτη γραμμή. Ενώ πείραζα τη συγχορδία, μου ήρθαν μερικές λέξεις: «Dazzie-de-da-zu picks up the rice in the church where a wedding has been…». Αυτή η ιδέα κάποιας να μαζεύει το ρύζι μετά από έναν γάμο, το οδήγησε σ’ αυτήν τη σπαραχτική κατεύθυνση προς τους «μοναχικούς ανθρώπους». Απλά μου ήρθαν τα πρώτα λίγα μέτρα και μου ήρθε αυτό το όνομα στο μυαλό μου –«Daisy Hawkins picks up the rice in the church where a wedding has been». Αυτές οι λέξεις απλά βγήκαν σαν ρεύμα συνείδησης, αλλά άρχισαν να θέτουν τον τόνο σ’ όλα αυτά, γιατί μετά πρέπει να αναρωτηθείς, τι εννοούσα; Είναι περίεργο πράγμα: οι περισσότεροι αφήνουν το ρύζι εκεί, εκτός αν είναι καθαρίστρια. Υπάρχει, λοιπόν, πιθανότητα να είναι καθαρίστρια στην εκκλησία ή είναι λίγο πιο οδυνηρό από αυτό; Μπορεί να είναι κάποια μοναχική γεροντοκόρη αυτής της ενορίας που δεν πρόκειται να παντρευτεί -κι αυτό επέλεξα. Έτσι αυτό έγινε ένα τραγούδι για τους μοναχικούς ανθρώπους. Δεν ξέρω γιατί… Έτσι ξεκινούν σχεδόν όλα τα τραγούδια μας, με τον πρώτο στίχο να προτείνεται από βιβλία ή εφημερίδες. Δεν μπορούσα να σκεφτώ πολλά περισσότερα, οπότε το άφησα για μια μέρα. Ήμουν στο Μπρίστολ όταν αποφάσισα ότι το Daisy Hawkins δεν ήταν καλό όνομα. Δεν πίστευα ότι ακουγόταν αρκετά αληθινό. Ήξερα ότι θα μπορούσα να τα καταφέρω καλύτερα τότε… Ήθελα ένα πολύ ωραίο όνομα που δεν ακουγόταν λάθος. Έπρεπε να ακούγεται σαν το όνομα κάποιας, αλλά αρκετά διαφορετικό και δεν ήταν μόνο η Valerie Higgins. Έπρεπε να είναι λίγο πιο υποβλητικό. Πάντα θέλω να έχω ένα όνομα που να ακούγεται σωστό. Κοιτάζοντας τις παλιές μου σχολικές φωτογραφίες θυμήθηκα τα ονόματα και όλα λειτουργούσαν: James Stringfellow, Grace Pendleton. Ενώ όταν διαβάζεις μυθιστορήματα, είναι όλα σαν το «James Turnbury» και δεν είναι αληθινό. Οπότε ήθελα πολύ ν’ αποκτήσω ένα αληθινό όνομα γι’ αυτήν τη μελωδία και την όλη ιδέα. Περιπλανιόμουν κοιτάζοντας τα μαγαζιά και είδα το όνομα Rigby από ένα κατάστημα. Και νομίζω ότι το Eleanor ήταν από την Eleanor Bron, την ηθοποιό με την οποία συνεργαστήκαμε στην ταινία «Help!». Μου άρεσε απλώς το όνομα. Έψαχνα ένα όνομα που ν’ ακούγεται φυσικό. Το Eleanor Rigby ακουγόταν φυσικό. Μετά πήγα το τραγούδι στο σπίτι του John στο Weybridge. Καθίσαμε, γελάσαμε, γίναμε λιώμα και το τελειώσαμε. Όλα κατά κάποιο τρόπο έρευσαν από κει. Αναρωτιέμαι αν υπάρχουν κορίτσια που ονομάζονται Eleanor Rigby.
Αφού, λοιπόν, κατέληξε στον τίτλο «Eleanor Rigby» και έχοντας γράψει τη μελωδία και το πρώτο κουπλέ μόνος του, ο Paul McCartney παρουσίασε το τραγούδι στους υπόλοιπους Beatles που συγκεντρώθηκαν στο μουσικό δωμάτιο που είχε ο John Lennon στο σπίτι του (το Kenwood στο Weybridge). Αφού άκουσαν τους στίχους για την Eleanor Rigby που μαζεύει το ρύζι σε μια εκκλησία μετά από έναν γάμο, ο Lennon, ο George Harrison, ο Ringo Starr και ο Pete Shotton (παιδικός φίλος του Lennon με τον οποίο υπήρξαν μαζί και στους Quarrymen) συνεισέφεραν με τις ιδέες τους. Τότε ο McCartney και ο John Lennon δημιούργησαν άλλον έναν μοναχικό ηλικιωμένο χαρακτήρα, αυτόν του ιερέα McKenzie, ο οποίος έχει επίσης εξέχοντα ρόλο και ο οποίος στους στίχους του τραγουδιού γράφει κηρύγματα που κανείς δεν ακούει. Μάλιστα στην αρχική του εκδοχή ο πατέρας McKenzie λεγόταν… πατέρας McCartney. Εξέτασαν επίσης την πιθανότητα ενός στίχου με κάποιον που ρίχνει μια ματιά μέσα στους σκουπιδοτενεκέδες. Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγγραφέας και ιστορικός των Beatles, Robert Rodriguez, μελετώντας τον αυθεντικό προχειρογραμμένο στίχο, προσδιόρισε τον George Harrison ως τον δημιουργό του βασικού στίχου «Ah, look at all the lonely people», τον οποίο ευχαρίστως δέχθηκε ο McCartney. Ο Ringo Starr συνέβαλε με τον στίχο «writing the words of a sermon that no one will hear» και πρότεινε να κάνει τον «πατέρα McCartney» να μπαλώνει τις κάλτσες του τη νύχτα, κάτι που άρεσε στον Paul. Εκείνη την στιγμή ο Shotton πρότεινε στον McCartney ν’ αλλάξει το όνομα του ιερέα ώστε να μην παρεξηγήσουν οι ακροατές τον φανταστικό χαρακτήρα του στίχου με τον πραγματικό πατέρα του McCartney. Ο Paul McCartney αποφάσισε ότι δεν ήθελε να φρικάρει τον πατέρα του και αντ’ αυτού διάλεξε ένα όνομα, με τις κατάλληλες συλλαβές, από τον τηλεφωνικό κατάλογο.
Ένας άλλος προβληματισμός ήταν το στιχουργικό περιεχόμενο του τελευταίου κουπλέ. Ο McCartney δεν μπορούσε ν’ αποφασίσει πώς να τελειώσει το τραγούδι. Κάποιος (πιθανόν ο ίδιος) ήθελε να τελειώσει το τραγούδι με τους δύο χαρακτήρες να αναπτύσσουν μία ρομαντική σχέση μεταξύ τους, κάτι που απορρίφθηκε (πιθανόν από τον John) επειδή έκανε την ιστορία πολύ περίπλοκη. Είναι βέβαιο ότι ο Shotton πρότεινε το πιο σκοτεινό τέλος, με τους δύο μοναχικούς ανθρώπους να συναντιούνται όταν είναι πια αργά, καθώς ο πατήρ McKenzie πρωτοστατεί στην κηδεία της Eleanor Rigby. Ο John Lennon απέρριψε την ιδέα κατευθείαν, αλλά ο McCartney δεν είπε τίποτα και χρησιμοποίησε την ιδέα, αναγνωρίζοντας αργότερα τη βοήθεια του Shotton.
Pete Shotton: Το μεγαλύτερο μέρος του τραγουδιού γράφτηκε στο μουσικό δωμάτιο του John στο σπίτι του στο Kenwood, κατά τη διάρκεια μιας από τις επισκέψεις μου το Σαββατοκύριακο. Οι άλλοι τρεις Beatles και οι γυναίκες τους είχαν έρθει για δείπνο και μετά μαζευτήκαμε όλοι γύρω από την τηλεόραση στην αγαπημένη βιβλιοθήκη της Cyn. Αυτή τη συγκεκριμένη νύχτα, ο John βαρέθηκε το τηλεοπτικό πρόγραμμα και είπε:
- Ας πάμε πάνω να παίξουμε λίγη μουσική!
Ο Paul, ο George και ο Ringo ακολούθησαν τον John στον πάνω όροφο, σ’ ένα δωμάτιο δίπλα στο μικρό του στούντιο ηχογράφησης. Ο Paul, όπως πάντα, είχε φέρει μαζί την κιθάρα του, την οποία έβγαλε και άρχισε να παίζει. Είπε:
- Έχω αυτή τη μικρή μελωδία εδώ. Συνεχίζει να αναδύεται στο μυαλό μου αλλά δεν έχω φτάσει πολύ μακριά μ’ αυτό.
Τότε τραγούδησε την αρχή του «Eleanor Rigby». Καθίσαμε όλοι, κάνοντας προτάσεις, πετώντας λίγους στίχους ή φράσεις όλοι μας, εκτός από τον Beatle που είχε προτείνει τη συγκέντρωση εξ αρχής. Στη συνέχεια, ο Paul έφτασε στο κουπλέ για τον κληρικό, το όνομα του οποίου ήταν πατέρας McCartney. Ο Ringo σκέφτηκε τον στίχο «darning his socks in the night», που άρεσε σε όλους. Είπα:
- Στάσου ένα λεπτό, Paul. Οι άνθρωποι θα νομίζουν ότι είναι ο καημένος ο μπαμπάς σου που έμεινε ολομόναχος στο Liverpool και μπαλώνει τις κάλτσες του!
Γελάει.
- Δεν το σκέφτηκα ποτέ αυτό! Καλύτερα να αλλάξουμε το όνομα. Πώς θα τον ονομάσουμε τότε;
Στη συνέχεια παρατήρησα έναν τηλεφωνικό κατάλογο που βρισκόταν εκεί κοντά και είπα:
- Δώσε μας αυτόν τον τηλεφωνικό κατάλογο. Θα ρίξω μια ματιά στους Mac!
Ένα όνομα που μας διασκέδασε ιδιαίτερα ήταν το McVicar, αλλά δεν φαινόταν να ταιριάζει στη ροή του στίχου όταν το τραγούδησε ο Paul. Έτσι του ζήτησα να δοκιμάσει το «Father McKenzie» και φάνηκε ότι άρεσε σε όλους. Αφού παίξαμε με μερικές ακόμη φράσεις, ο Paul είπε:
- Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι δεν έχω ιδέα πώς να τελειώσω αυτό το τραγούδι.
Είπα:
- Γιατί δεν βάζεις την Eleanor Rigby να πεθαίνει και ο πατέρας McKenzie να της κάνει την ταφή; Μ’ αυτόν τον τρόπο θα έχεις δύο μοναχικούς ανθρώπους να έρχονται μαζί στο τέλος, αλλά θα είναι πολύ αργά.
Τότε ο John έκανε το πρώτο του σχόλιο σε όλη τη συνάντηση:
- Δεν νομίζω ότι καταλαβαίνεις πού προσπαθούμε να το πάμε, Pete.
Το μόνο που σκέφτηκα να πω ήταν «Άντε γ…, John». Ο Paul πακετάρισε την κιθάρα του και βγήκαμε όλοι έξω από το δωμάτιο. Ακόμα και όταν ο George έφτιαξε ένα τσιγαριλίκι για να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, συνέχισα να νιώθω περισσότερο από κομματάκι τσιτωμένος από τον αδικαιολόγητο σαρκασμό του John. Ίσως η υπέροχη πρότασή μου να μην ήταν τόσο καλή τελικά… Αν και ο John ήθελε να λάβει τα εύσημα σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις, για τους περισσότερους στίχους, η δική μου ανάμνηση είναι ότι το «Eleanor Rigby» ήταν ένα κλασσικό Lennon/McCartney, στο οποίο η σύνθεση του John ήταν σχεδόν μηδενική.
---
Από την παραπάνω μαρτυρία φαίνεται ότι το γράψιμο του τραγουδιού ολοκληρώθηκε στο σπίτι του John. Ωστόσο, μια άλλη αφήγηση, αυτή του ίδιου του John, δείχνει ότι οι τελευταίες πινελιές έγιναν στους στίχους όταν το συγκρότημα ήταν ήδη στο στούντιο ηχογράφησης, οπότε ο McCartney αναζήτησε τη συμβολή του Neil Aspinall και του Mal Evans, οι οποίοι ήταν από καιρό οδικοί managers των Beatles.
John Lennon: [Ο Paul] είχε όλη την αρχή: «Eleanor Rigby picks up the rice in the church where wedding has been». Είχε την ιστορία και ήξερε που πήγαινε. Έπρεπε, λοιπόν, να σκεφτούμε: «Υπάρχει κανείς άλλος σ’ αυτήν την ιστορία;». Είχαμε την ιδέα με τον πατέρα McCartney για λίγο, αλλά ο Paul είπε ότι ο πατέρας του θα στεναχωριότανε, οπότε το αλλάξαμε σε McKenzie, παρόλο που το McCartney ακουγόταν καλύτερα. Και μετά προχωρήσαμε σε νέους χαρακτήρες… Είναι δύσκολο να περιγράψω, ακόμα και με την καθαρότητα της μνήμης, την στιγμή που πέφτει το μήλο. Το πράγμα θ’ αρχίσει να κινείται με τη δική του ταχύτητα, μετά ξυπνάς στο τέλος του και το έχεις όλο αυτό σε χαρτί. Ποιος είπε τι σε ποιον καθώς το γράφαμε, δεν ξέρω. Ένα μέρος του το επιλύσαμε μαζί: ο Paul δεν είχε το μεσαίο μέρος –«Ah, look at all the lonely people». Εκείνος, ο George κι εγώ καθόμασταν στο δωμάτιο και πετούσαμε ιδέες κι έφυγα για να πάω στην τουαλέτα. Άκουσα κάποιον να λέει αυτόν τον στίχο και γύρισα και είπα «Αυτό είναι!». Το πρώτο κουπλέ είναι του Paul και τα υπόλοιπα είναι βασικά δικά μου. Ο Paul είχε το θέμα, το όλο κομμάτι για την Eleanor Rigby στην εκκλησία όπου είχε γίνει ένας γάμος. Ήξερε ότι είχε αυτό το τραγούδι και χρειαζόταν βοήθεια. Αλλά εκείνη την εποχή δεν ήθελε να ζητήσει τη βοήθειά μου και, αντί να μου ζητήσει να κάνω τους στίχους, καθόμουν με τον Mal Evans και τον Neil Aspinall και μας είπε: «Ε, παιδιά, τελειώστε τους στίχους!», ενώ εκείνος ασχολούταν με το κομμάτι ή την ενορχήστρωση ή κάτι σε άλλο μέρος του γιγαντιαίου στούντιο της EMI. Καθόμουν εκεί με τον Mal Evans, έναν road manager που ήταν εγκαταστάτης τηλεφώνων, και τον Neil Aspinall, έναν φοιτητή λογιστικής που έγινε road manager, και απευθυνόταν σε μας τους τρεις. Με πρόσβαλε και με πλήγωσε που το πέταξε στον αέρα έτσι. Στην πραγματικότητα ήθελε να το κάνω εγώ, αλλά δεν το ζήτησε… και φυσικά δεν υπάρχει δικός τους στίχος στο τραγούδι γιατί τελικά πήγα σ’ ένα δωμάτιο με τον Paul και τελειώσαμε το τραγούδι. Αλλά αυτό είναι το είδος της αναισθησίας που είχε και που με αναστάτωσε τα τελευταία χρόνια. Τέτοιος άνθρωπος είναι. Δεν σήμαινε τίποτα γι’ αυτόν. «Ορίστε, τελειώστε αυτούς τους στίχους», λες και μιλούσε σ’ οποιονδήποτε τριγύρω. Ήθελα ν’ αρπάξω ένα κομμάτι από το τραγούδι κι έτσι το έγραψα μαζί τους καθισμένος σ’ εκείνο το τραπέζι και σκεπτόμενος «Πώς τόλμησε να το πετάξει έτσι στον αέρα;».
Το «Eleanor Rigby», το οποίο συχνά περιγράφεται ως ένας θρήνος για τους μοναχικούς ανθρώπους ή ως σχόλιο για τη ζωή στη μεταπολεμική Βρετανία, αφηγείται την ιστορία μίας μοναχικής γυναίκας, της Eleanor Rigby, που «πέθανε στην εκκλησία και θάφτηκε μαζί με τ’ όνομά της». Οι πρώτοι στίχοι απεικονίζουν τον πρώτο από τους δύο κύριους χαρακτήρες του τραγουδιού, την Eleanor Rigby, μια γυναίκα που ζει σ’ έναν φανταστικό κόσμο που έφτιαξε για τον εαυτό της επειδή είναι τόσο μοναχική και άγνωστη στον υπόλοιπο κόσμο. Στους γάμους ο κόσμος ρίχνει ρύζι ή κομφετί στο παντρεμένο ζευγάρι και η Eleanor Rigby καθαρίζει το ρύζι από το πάτωμα της εκκλησίας, οπότε ξέρουμε ότι δεν ήταν ο δικός της γάμος. Η περιγραφή είναι όλο νόημα και είναι τόσο καλά γραμμένη ώστε γνωρίζουμε ότι κανείς άλλος δεν εμφανίζεται σε αυτή την σκηνή, αφού όλοι έχουν φύγει κι αυτή είναι η μόνη που συγυρίζει. Γιατί δεν τη βοηθά κανένας άλλος; Της ζήτησε κάποιος να το κάνει αυτό; Γιατί μόνο αυτή; Πιθανότατα ανέλαβε αυτό το έργο μόνη της. Κι έχει δει όλα όσα μπορεί ν’ αντέξει για την ευτυχία των άλλων. Με ελάχιστες λέξεις ξέρουμε ήδη πολλά γι’ αυτόν τον χαρακτήρα. Έτσι λειτουργεί η ανώτερη γραφή.
Στη συνέχεια, το τραγούδι δίνει την πρώτη από τις έξι τετρασύλλαβες βλοσυρές απόψεις για την κατάσταση που περιγράφεται, οι οποίες βρίσκονται όλες στο τελευταίο μέτρο των στροφών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η φράση «lives in a dream». Δεν γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο για την ίδια την Eleanor Rigby. Αν π.χ. ήταν ανύπαντρη ή χήρα. Γνωρίζουμε ότι ζει σ’ ένα όνειρο, το οποίο είναι μια εναλλακτική πραγματικότητα, όπως κάνουν πολλοί άνθρωποι στον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν απαντούν στην αλήθεια, φεύγουν από αυτή και προσπαθούν να στήσουν κάτι άλλο στη θέση της. Στη συνέχεια, η μοναξιά της Eleanor Rigby απεικονίζεται στη δεύτερη στροφή. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο, που σημαίνει ότι είναι παθητική και παρακολουθεί τις ζωές που δεν είναι δικές της. Ακολουθεί ένας στίχος συναρπαστικής Rock ψυχεδέλειας. Ο στίχος «wearing the face that she keeps in a jar by the door» θα μπορούσε να είναι απλά ένας σουρεαλιστικός στίχος σχεδιασμένος για να δημιουργήσει μια ατμόσφαιρα αγωνίας και μυστηρίου. Ωστόσο στην πραγματικότητα είναι μία αναφορά στην κρέμα προσώπου που φοράει η Eleanor Rigby σε μια προσπάθεια να δείχνει νεότερη. Η δεύτερη από τις έξι τετρασύλλαβες βλοσυρές απόψεις είναι το ρητορικό ερώτημα «Who is it for?»: αφού είναι μόνη της και έχει λίγους έως καθόλου γνωστούς, τότε «για ποιον είναι;». Παρόλο που δεν τη βλέπει κανείς, προσπαθεί να φαίνεται ωραία σε περίπτωση που την προσέξει κάποιος. Αυτό αναπτύσσει περαιτέρω την ιδέα της μοναξιάς, υπονοώντας ότι η Eleanor Rigby δεν έχει κανέναν για να δείξει το πρόσωπό της.
Paul McCartney (The New Yorker, 18/10/2021): Η αγαπημένη κρέμα προσώπου της μαμάς μου ήταν της Nivea και τη λατρεύω μέχρι σήμερα. Αυτή είναι η κρέμα που σκεφτόμουν στην περιγραφή του προσώπου που τηρεί η Eleanor «σ’ ένα βάζο δίπλα στην πόρτα». Πάντα με τρόμαζε λίγο το πόσο συχνά χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες κρέμα προσώπου.
---
Το ρεφρέν ρωτά από που έρχονται οι μοναχικοί άνθρωποι. Αλλά από πού πήρε ο Paul την ιδέα για τη μοναχική ηλικιωμένη κυρία; Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι ήταν μια συγχώνευση διαφόρων μοναχικών ηλικιωμένων που γνώρισε στην πραγματική ζωή. Τον Paul τον έλκυαν άτομα που είχαν εμπειρίες που ο ίδιος δεν είχε. Ο Paul McCartney είπε ότι η έμπνευσή του για το «Eleanor Rigby» ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που ζούσε μόνη σ’ έναν ήσυχο δρόμο στο Λίβερπουλ και την οποία γνώριζε πολύ καλά. Ο Paul έκανε τα ψώνια της και καθόταν στην κουζίνα της ακούγοντας ιστορίες και ραδιόφωνο.
Σε κάθε δρόμο στον κόσμο υπάρχουν αμέτρητοι μοναχικοί άνθρωποι, με αναρίθμητες ιστορίες που περιμένουν να ειπωθούν. Ο Paul McCartney, όμως, ήταν αρκετός σοφός ώστε να ακούσει.
Paul McCartney: Ήξερα πολλά για τους ηλικιωμένους. Ήμουν πρόσκοπος και επισκεπτόμουν συχνά ντόπιους συνταξιούχους ως καλή πράξη. Πίστευα ότι ήταν το σωστό -και εξακολουθώ στην πραγματικότητα- αλλά αυτό που λέω είναι ότι δεν ντρεπόμουν να πάω και να ρωτήσω κάποιον αν ήθελε να πάω στον γιατρό γι’ αυτόν ή να βοηθήσω ηλικιωμένες να περάσουν τον δρόμο. Μου είχε ενσταλαχτεί ότι ήταν καλή πράξη. Κάθισα, λοιπόν, με πολλές ηλικιωμένες που κουβέντιαζαν για τον πόλεμο και όλα αυτά και, καθώς φανταζόμουν τον εαυτό μου ως συγγραφέα, ένας μέρος μου συγκέντρωνε υλικό. Υπήρχε μια γωνιά του εγκεφάλου μου που απολάμβανε κάτι τέτοιο, δημιουργώντας ένα ρεπερτόριο ανθρώπων και σκέψεων. Προφανώς οι συγγραφείς έλκονται πάντα από τη λεπτομέρεια: η μοναχική ηλικιωμένη που ανοίγει το κουτάκι με τη γατοτροφή και την τρώει η ίδια, η μυρωδιά της τροφής για τις γάτες, το χάος στο δωμάτιό της, η ανησυχία της για το καθάρισμα, όλες οι ανησυχίες ενός ηλικιωμένου προσώπου.
Μεγαλώνοντας γνώρισα πολλές ηλικιωμένες κυρίες -εν μέρει μέσω αυτού που ονομαζόταν Bob-a-Job Week, όταν οι πρόσκοποι έκαναν δουλειές για ένα σελίνι. Έπαιρνες ένα σελίνι για τον καθαρισμό ενός υπόστεγου ή το κούρεμα ενός γκαζόν. Ίσως η μοναξιά τους με έκανε να τις συμπονήσω. Ήθελα να γράψω ένα τραγούδι που θα τα συνόψιζε. Το «Eleanor Rigby» βασίζεται σε μια ηλικιωμένη κυρία με την οποία τα πήγαινα πολύ καλά. Όταν ήμουν μικρός ζούσα σε αυτό που αποκαλούσαν οικιστικό συγκρότημα, που είναι σαν τις φτωχογειτονιές -υπήρχαν πολλές ηλικιωμένες κυρίες και μου άρεσε να κάθομαι με αυτές γιατί είχαν αυτές τις υπέροχες ιστορίες, στην προκειμένη περίπτωση για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μία, συγκεκριμένα, γυναίκα που έμενε κοντά μου στον οδό Forthlin 20, πήγαινα στο σπίτι της και όχι μόνο μία ή δύο φορές. Περνούσα και τη γνώρισα. Έτσι γίναμε πολύ καλοί φίλοι και ήταν μια μοναχική ηλικιωμένη κυρία. Έμαθα ότι ζούσε μόνη της, οπότε πήγαινα εκεί κι απλώς κουβέντιαζα, κάτι που είναι κάπως τρελό αν σκεφτείς ότι ήμουν ένας νεαρός τύπος του Λίβερπουλ. Αργότερα, της πρότεινα να πηγαίνω να της παίρνω τα ψώνια -ξέρετε, δεν μπορούσε να βγει έξω κι ήταν στον δρόμο μου. Μου έδινε μία λίστα κι έφερνα τα πράγματα και καθόμασταν στην κουζίνα της. Θυμάμαι ακόμα έντονα την κουζίνα γιατί είχε ένα κρυσταλλικό ραδιοφωνάκι. Αυτό δεν είναι κάποια μάρκα, είχε πράγματι κρύσταλλο μέσα του. Τα κρυσταλλικά ραδιόφωνα ήταν αρκετά δημοφιλή στις δεκαετίες του 1920 και του 1930. Mου τράβηξε το ενδιαφέρον, γιατί οι άνθρωποι στον πόλεμο έφτιαχναν τα δικά τους ραδιόφωνα. «Τι; Μπορείς να φτιάξεις ραδιόφωνο; Λαμπρά!». Την επισκεπτόμουν, λοιπόν, και μόνο που άκουγα τις ιστορίες της εμπλούτιζε την ψυχή μου και επηρέασε τα τραγούδια που θα έγραφα αργότερα. Είχα, λοιπόν, στο μυαλό μου αυτή τη φιγούρα μιας μοναχικής ηλικιωμένης κυρίας, σκέφτηκα ότι ήταν ένας υπέροχος χαρακτήρας κι έτσι αυτή θα ήταν μέρος του «Eleanor Rigby». Οπότε άρχισα αυτό το τραγούδι για τη μοναχική ηλικιωμένη κυρία που μαζεύει το ρύζι από την εκκλησία, που ποτέ δεν πραγματοποιούνται τα όνειρα που είχε στη ζωή της. Το «Eleanor Rigby» μπορεί στην πραγματικότητα να ξεκίνησε μ’ ένα εντελώς διαφορετικό όνομα. Daisy Hawkins ήταν; Μπορώ να καταλάβω ότι το Hawkins είναι πολύ ωραίο, αλλά δεν ήταν σωστό. Ο Jack Hawkins είχε παίξει τον Κουίντο Άρριο στο «Μπεν Χουρ». Έπειτα ήταν και ο Jim Hawkins από ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία, το «Νησί Των Θησαυρών». Αλλά δεν ήταν σωστό. Όμως, αυτό είναι το πρόβλημα με την ιστορία. Ακόμα κι αν ήσουν εκεί, που προφανώς ήμουν, μερικές φορές είναι πολύ δύσκολο να πάρεις θέση. Είναι σαν την ιστορία του ονόματος Eleanor Rigby σε μία ταφόπλακα στο νεκροταφείο της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου στο Woolton, όπου ο John κι εγώ σίγουρα περιπλανηθήκαμε μιλώντας ατελείωτα για το μέλλον μας. Δεν θυμάμαι να έχω δει τον τάφο εκεί, αλλά υποθέτω ότι μπορεί να τον είχα καταγράψει υποσυνείδητα. Η ζωή μου είναι γεμάτη από ευτυχή ατυχήματα και, επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου προέρχεται το όνομα Eleanor Rigby, η μνήμη μου μ’ έχει να επισκέπτομαι το Μπρίστολ, όπου η Jane Asher έπαιζε στο Old Vic. Έκοβα βόλτες στην πόλη το βράδυ, περιμένοντας να τελειώσει η παράσταση. Θυμάμαι καθαρά ότι είχα το όνομα Eleanor, έψαχνα για ένα πιστευτό επώνυμο και περιπλανιόμουν στο λιμάνι του Μπρίστολ. Καθώς περπατούσα στην περιοχή της αποβάθρας, είδα μία ταμπέλα καταστήματος που έγραφε Rigby και σκέφτηκα «αυτό είναι!». Είναι ένα πολύ συνηθισμένο όνομα, αλλά ιδιαίτερο, ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα. Ήταν πραγματικά τόσο τυχαίο. Eleanor Rigby λοιπόν. Ένιωσα υπέροχα. Το είχα! Όταν επέστρεψα στο Λονδίνο, έγραψα το τραγούδι στο μουσικό δωμάτιο της κυρίας Asher στο υπόγειο της Wimpole Street 57, όπου ζούσα τότε. Περίπου την ίδια εποχή, είχα αρχίσει ξανά μαθήματα πιάνου. Πήρα μαθήματα ως παιδί, αλλά ως επί το πλείστον ήταν απλά εξάσκηση στις κλίμακες και μου φαινόταν περισσότερο σαν εργασία για το σπίτι. Αγαπούσα τη μουσική αλλά μισούσα τις εργασίες για το σπίτι που συνόδευαν την εκμάθηση. Νομίζω ότι συνολικά έκανα στα μαθήματα πιάνου τρεις προσπάθειες -την πρώτη φορά όταν ήμουν παιδί και οι γονείς μου με έστειλαν σε κάποιον που γνώριζαν από την περιοχή. Μετά, όταν ήμουν 16, σκέφτηκα ότι ίσως ήρθε η ώρα να προσπαθήσω και να μάθω να παίζω σωστά. Έγραφα τα δικά μου τραγούδια σ’ εκείνο το σημείο και ασχολούμουν πιο σοβαρά με τη μουσική, αλλά ήταν πάλι οι ίδιες κλίμακες. «Γκρρρ! Φύγε από δω!». Και, όταν ήμουν στα 20 μου, η μαμά της Jane, η Margaret [Eliot, δασκάλα όμποε], μου διοργάνωσε μαθήματα με κάποιον από το Guildhall School of Music and Drama, όπου εργαζόταν. Έπαιξα ακόμα και το «Eleanor Rigby» στο πιάνο για τον δάσκαλο, αλλά αυτό ήταν πριν προλάβω να βάλω τα λόγια. Εκείνη την εποχή, απλώς απέκλεια τους στίχους και τραγουδούσα «Ola Na Tungee» πάνω σε ακόρντα Μι μινόρε. Δεν θυμάμαι τον δάσκαλο να εντυπωσιάστηκε πολύ. Δεν τα πήγαινα καλά μαζί του. Ξενέρωσα μ’ αυτόν όταν του παρουσίασα το «Eleanor Rigby» γιατί νόμιζα ότι θα ενδιαφερόταν αλλά δεν ενδιαφέρθηκε. Ο δάσκαλος ήθελε απλά να μ’ ακούσει να παίζω ακόμη περισσότερες κλίμακες ώστε να βάλω ένα τέλος στα μαθήματα. Όταν άρχισα να δουλεύω τις λέξεις σοβαρά, το «Eleanor» ήταν πάντα μέρος της εξίσωσης, νομίζω επειδή είχαμε δουλέψει με την Eleanor Bron στην ταινία «Help!» και τη γνωρίζαμε από το Establishment, το club του Peter Cook στην Greek Street. Την ξέραμε, λοιπόν, πολύ καλά. Νομίζω, επίσης, ότι ο John μπορεί να έβγαινε μαζί της για λίγο καιρό και μου άρεσε πολύ αυτό το όνομα. Ήταν η πρώτη φορά που ασχολήθηκα με αυτό το όνομα. Το ίδιο το τραγούδι γράφτηκε για να προκαλέσει το θέμα της μοναξιάς, με την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε τους ακροατές να συμπάσχουν. Οι εναρκτήριοι στίχοι «Eleanor Rigby / picks up the rice in the church where a wedding has been / lives in a dream». Είναι λίγο περίεργο να μαζεύεις το ρύζι μετά από έναν γάμο. Δεν σημαίνει αυτό ότι ήταν η καθαρίστρια, κάποια που δεν ήταν καλεσμένη στον γάμο, και έβλεπε τις γιορτές μόνο από απόσταση; Γιατί να το έκανε αυτό; Ήθελα να το κάνω πιο οδυνηρό από το να καθαρίζει απλώς μετά κι έτσι έγινε περισσότερο για κάποια που ήταν μόνη. Κάποια που δεν ήταν πιθανό να κάνει τον δικό της γάμο, αλλά μόνο να τον ονειρευτεί.
Αφού ακούγεται ο λυπητερός στίχος «all the lonely people, where do they all come from… where do they all belong», το δεύτερο κουπλέ του τραγουδιού εισάγει έναν φαινομενικά άσχετο χαρακτήρα, τον οποίο και πάλι πετυχαίνουμε στη μέση κάποιας δραστηριότητας. Πρόκειται για τον ιερέα McKenzie, ο οποίος μπαλώνει τις κάλτσες του και η πρώτη εντύπωση είναι ότι αποτελεί το… «αποκορύφωμα» της κοινωνικότητάς του. Είναι αυτό που κάνει όταν ολοκληρωθούν τα καθήκοντά του. Όταν δεν εκτελεί κάποια εργασία του επαγγέλματός του, είναι μόνος όπως και η Eleanor. Αμφότεροι είναι εγκλωβισμένοι σε διαφορετικές εκδηλώσεις της μοναξιάς -η οποία λαμβάνει στοιχεία αγγαρείας και σκληρής δουλειάς- αλλά χωριστά ο ένας από τον άλλον.
Ορισμένοι θεώρησαν, λανθασμένα, ότι ο χαρακτήρας του ιερέα McKenzie αποτελεί αναφορά στον Tommy McKenzie, παρουσιαστή στο Northwich Memorial Hall, όπου έπαιξαν και οι Beatles. Ωστόσο, ο Paul McCartney ήταν αρκετά σαφής σε ό,τι αφορά την έμπνευση για το όνομα του ιερέα.
Paul McCartney: Μετά πρόσθεσα τον ιερέα, τον εφημέριο πατέρα McKenzie. Κι έτσι υπήρχαν μόνο δύο χαρακτήρες. Ήταν σαν να έγραφα μια σύντομη ιστορία, βασισμένη σ’ αυτές τις ηλικιωμένες κυρίες που γνώρισα ως παιδί. Αρχικά, ο ιερέας λεγόταν πατέρας McCartney επειδή είχε τον σωστό αριθμό συλλαβών. Πήγα το τραγούδι στον John περίπου σ’ εκείνο το σημείο και θυμάμαι ότι το έπαιζα σ’ αυτόν και είπε:
- Αυτό είναι τέλειο, το «πατέρας McCartney».
Το λάτρεψε. Αλλά δεν ένιωθα πραγματικά άνετα μ’ αυτό επειδή είναι ο μπαμπάς μου -ο πατέρας μου McCartney. Σκέφτηκα πως ο κόσμος θα πίστευε ότι ήταν ο μπαμπάς μου αυτός που κάθεται και μπαλώνει τις κάλτσες του. Ο μπαμπάς μου είναι ένας ευτυχισμένος τύπος. Είχα τον πατέρα McCartney ως ιερέα μόνο και μόνο επειδή ήξερα ότι ήταν σωστό για τις συλλαβές, αλλά ήξερα ότι δεν το ήθελα, παρόλο που άρεσε στον John. Ανοίξαμε, λοιπόν, τον τηλεφωνικό κατάλογο, πήγαμε στο McCartney και βλέπαμε τι ακολουθούσε, και λίγο μετά, ήταν ο McKenzie. Σκέφτηκα, ω αυτό είναι καλό, και διάλεξα το όνομα McKenzie. Δεν γράφτηκε για κάποιον. Εμφανίστηκε ένας άνδρας ο οποίος είπε:
- Είμαι ο πατέρας McKenzie.
Οποιοσδήποτε ονομαζόταν πατέρας McKenzie και είχε κάποια μικρή επαφή με τους Beatles φυσιολογικά θα σκεφτόταν «Λοιπόν, μιλούσα με τον Paul και μπορεί άνετα να το είχε γράψει για μένα». Ή μπορεί να μιλούσε με τον John και να νόμισε ότι ο John το σκέφτηκε. Ο John ήθελε να μείνει το McCartney, αλλά του είπα:
- Όχι, είναι ο μπαμπάς μου! Ο πατέρας McCartney!
- Είναι καλό, λειτουργεί καλά!
Συμφώνησα ότι λειτουργούσε, αλλά δεν ήθελα να το τραγουδήσω. Ήταν πολύ φορτωμένο, έθετε πάρα πολλά ερωτήματα. Ήθελα να είναι ανώνυμο. Ο πατέρας McKenzie «μπαλώνει τις κάλτσες του τη νύχτα». Ξέρετε, είναι ένας θρησκευόμενος άνθρωπος, οπότε θα μπορούσα να πω ότι «προετοιμάζει τη Βίβλο του», κάτι που θα ήταν πιο προφανές. Αλλά το να «μπαλώνει τις κάλτσες του» λέει κάτι περισσότερο γι’ αυτόν. Έτσι μπαίνεις σ’ αυτήν την υπέροχη φαντασία.
---
Σύμφωνα με τους στίχους, ο ιερέας McKenzie γράφει κηρύγματα που κανείς δεν θα ακούσει. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει είτε ότι δεν έρχεται κανείς στην εκκλησία του είτε ότι τα κηρύγματά του δεν περνούν στο ακροατήριό του σε πνευματικό επίπεδο. Έχει χάσει την εκκλησία του; Είναι αυτό ένα σχόλιο για τη φθίνουσα επιρροή του Χριστιανισμού; Ή για την αδυναμία των ανθρώπων να επικοινωνήσουν; Οι ενορίες χρησίμευαν παραδοσιακά ως τόπος δραστηριότητας της κοινότητας, ωστόσο μέσα στη μανία και την πολιτιστική αναταραχή της δεκαετίας του 1960, η Εκκλησία και παρόμοιες ιστορικά εδραιωμένες κοινωνικές και θρησκευτικές δομές άρχισαν να καταρρέουν. Έτσι οι ηλικιωμένοι -στο πλαίσιο του τραγουδιού- μένουν κυριολεκτικά πίσω, όπως πιθανώς συμβολίζεται όταν το νεαρό ζευγάρι φεύγει από την εκκλησία μετά τον γάμο του και είναι η ηλικιωμένη Eleanor Rigby που μένει πίσω για να καθαρίσει. Μπορεί να ειπωθεί ότι ο McCartney αποδοκιμάζει, ως ένα βαθμό, κάποια από την ταχεία αποδόμηση κουλτούρας που λάμβανε χώρα τη δεκαετία του 1960. Αυτή η διαδικασία έκανε πολλούς ανθρώπους, ειδικά τους ηλικιωμένους, να αισθάνονται απομονωμένοι και μόνοι δεδομένου ότι έμειναν χωρίς τα συστήματα της κοινότητας με τα οποία ήταν εξοικειωμένοι. Ένα τέτοιο θέμα ταιριάζει επίσης με μερικά άλλα τραγούδια του McCartney, όπως το «When I’m Sixty-Four» (1967), το οποίο μιμείται το μουσικό στυλ των προηγούμενων γενεών και του οποίου οι στίχοι συμπονούν κάποιον που γερνάει και χρειάζεται φροντίδα. Η τρίτη από τις έξι τετρασύλλαβες βλοσυρές απόψεις είναι η διαπίστωση «no one comes near», η οποία ακολουθείται από την απεικόνιση του ιερέα McKenzie να μπαλώνει τις κάλτσες του, δημιουργώντας μία επιπλέον εικόνα απομόνωσης του ιερέα και έλλειψης συντροφικότητας. Αλλά, όπως υποστηρίζει η τέταρτη τετρασύλλαβη άποψη, «what does he care?» (τι τον νοιάζει;).
Ακολουθεί και πάλι το ρεφρέν. Το ερώτημα: «All the lonely people / Where do they all belong?» αφορά όλους τους μοναχικούς ανθρώπους μεταξύ των οποίων και τους δύο χαρακτήρες της ιστορίας: την Eleanor Rigby και τον πατέρα McKenzie. Θα μπορούσε ο ένας να έβρισκε παρηγοριά στον άλλο: ας πούμε ο ιερέας θα ανέβαινε στο ποδήλατό του -σαν να βρισκόμαστε σε κάποια αγροτική ενορία την εποχή του Εδουάρδου- και θα πήγαινε στην Eleanor για τσάι και μερικά ακίνδυνα κουτσομπολιά για τους ντόπιους ή για το αν είναι καλύτερα το αγαπημένο γουρούνι του γείτονα, το οποίο είχε αρρωστήσει. Όμως αυτό δεν συνέβη.
Αν είχαν βρει ο ένας τον άλλον πριν το ατυχές τέλος, ίσως να έβρισκαν κάποιον να συσχετιστούν, κάποιον στον οποίο να νιώθουν ότι ανήκουν. Όμως τί κοινό θα είχε κάποια που πιθανώς αναζητεί έναν σύντροφο, με έναν ιερέα; Σίγουρα θα μπορούσαν να μιλήσουν σε κάποιο επίπεδο, αλλά υπάρχει μια θεμελιώδης αποσύνδεση. Αυτό είναι μέρος της ευφυίας του τραγουδιού. Αυτοί οι δύο μοναχικοί άνθρωποι δεν συναντιούνται, αλλά ακόμη και αν το έκαναν δεν θα βοηθούσε.
Η ιστορία, λοιπόν, μέχρι στιγμής εισάγει δύο απομονωμένους στη ζωή χαρακτήρες, που φαίνονται άσχετοι μεταξύ τους όταν παρουσιάζονται αντίστοιχα στα δύο πρώτα κουπλέ. Ωστόσο «συναντιούνται» μετά τον θάνατο της Eleanor, με τον ιερέα να τη θάβει, ερχόμενοι σε μία τραγικά ειρωνική εγγύτητα μεταξύ τους στην τελική σκηνή, σαν να ήταν κάποιου είδους μυθιστόρημα του John Dos Passos. Το τρίτο και τελευταίο κουπλέ είναι αυτό που προτάθηκε από τον Pete Shotton, φίλο του John Lennon. Η Eleanor Rigby πεθαίνει στην εκκλησία και «θάφτηκε με τ’ όνομά της», με τον στίχο να υπονοεί ότι δεν άφησε κανέναν απόγονο και ότι ήταν η τελευταία των Rigby. Ο πατέρας McKenzie τη θάβει και είναι ο μοναδικός παρών, αφού στην κηδεία δεν έρχεται κανείς, ούτε κάποιος συγγενής της Eleanor, ούτε κάποια φίλη της, κάτι που επιβεβαιώνεται από την πέμπτη τετρασύλλαβη δήλωση: «nobody came». Ακόμα και ο ιερέας φαίνεται ότι αγνοούσε ότι τόσα χρόνια οι δυο τους μοιράζονταν τη μοναξιά τους πίσω απ' τους τοίχους της ίδιας εκκλησίας. Τα δύο άτομα που θα μπορούσαν να είχαν συναντηθεί και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον, τώρα «συναντιούνται» με ειρωνικό τρόπο όταν πια είναι αργά. Ο μοναχικός ιερέας απεικονίζεται να βγάζει το χώμα από τα χέρια του φεύγοντας από τον τάφο. Μετά την ταφή της Eleanor Rigby, έρχεται η τελευταία τετρασύλλαβη βλοσυρή δήλωση καθώς μαθαίνουμε ότι «κανείς δεν σώθηκε» (no one was saved), μια δήλωση που θα μπορούσε να σχετίζεται με τις μειωμένες πνευματικές αξίες εκείνης της περιόδου. Κατά μία εκδοχή, ο στίχος υποδεικνύει ότι η ψυχή της δεν αναλήφθηκε στους ουρανούς, όπως υποσχέθηκε η Εκκλησία. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ένα σαφές χτύπημα στον Χριστιανισμό και στην έννοια της σωτηρίας από τον Ιησού. Άλλωστε το τραγούδι γράφτηκε την ίδια περίοδο που ξέσπασε η οργή για τις δηλώσεις του John Lennon (που τον έφεραν σε μεγάλο μπελά): «Η Χριστιανοσύνη θα φύγει. Θα συρρικνωθεί και θα εξαφανιστεί. Δεν χρειάζεται να διαφωνήσω για αυτό. Ξέρω ότι έχω δίκιο και θα αποδειχθεί. Είμαστε πιο δημοφιλείς από τον Ιησού τώρα. Δεν ξέρω τι θα φύγει πρώτο. Το Rock & roll ή ο χριστιανισμός. Ο Χριστός ήταν μια χαρά, αλλά οι οπαδοί του είναι χαζοί και συνηθισμένοι. Αυτοί που το διαστρεβλώνουν μου το χαλάνε».
Με μια ευρύτερη έννοια, μπορεί οι Beatles στο «Eleanor Rigby» να σχολιάζουν την αποξένωση των ανθρώπων στον σύγχρονο κόσμο, με μια απαισιοδοξία που είναι σπάνια σ’ ένα κομμάτι των Beatles (και πιο σπάνια σ’ ένα κομμάτι όπου κυριαρχεί ο Paul McCartney). Για ποιο λόγο αυτοί οι χαρακτήρες ασκούν τα μικρά τους καθήκοντα και ποιο είναι το νόημα; Αυτές είναι οι ερωτήσεις που θέτει το τραγούδι, αν και με συγκρατημένο τόνο. Η απαισιοδοξία για την αξία της οργανωμένης θρησκείας υπονοείται στο ερημικό πορτρέτο του πατέρα McKenzie και στην οριστικότητα της φράσης «no one was saved» (κανείς δεν σώθηκε).
Μπορεί να πει κανείς ότι στο «Eleanor Rigby» υπάρχουν περισσότερες ερωτήσεις παρά απαντήσεις, αλλά μπορούμε προφανώς να πούμε ότι μιλάει για την απελπισία, τις διαψευσμένες ελπίδες και όνειρα και πάνω απ’ όλα για τη μοναξιά. Στο τραγούδι αυτό η μοναξιά και η κατάθλιψη δεν αφορά όλους τους ξεχασμένους αδιακρίτως, αφορά τους ηλικιωμένους. Ένα τραγούδι σπάνιας θεματολογίας, και τότε και σήμερα, καθώς στην πλειοψηφία τους οι νέοι είναι κάτι παραπάνω από αυτοαναφορικοί, προκειμένου επιτέλους να ακουστούν. Όμως οι Beatles έσκυψαν τρυφερά πάνω απ' τον εγκλεισμό των ηλικιωμένων σε εκκλησίες και σπίτια-νεκροταφεία, και τραγούδησαν για τις παραμελημένες ανησυχίες και τις τύχες αυτών των ανθρώπων.
Αυτό το τραγούδι, για τους παραμελημένους ηλικιωμένους και την απόλυτη οριστικότητα της μοίρας τους, έχει μία αισθητική βερισμού* και αποτελεί ένα παράδειγμα του γιατί το βεληνεκές των Beatles έφτασε τόσο πέρα από το παραδοσιακό ακροατήριο της Rock μουσικής.
* Βερισμός: καλλιτεχνικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Ιταλία στα τέλη του 19ουαιώνα και που προβάλλει θέματα της καθημερινής κοινωνικής ζωής, με έμφαση στον ρεαλισμό και τα βίαια πάθη των απλών ανθρώπων. Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη verismo («ωμός ρεαλισμός»).
Και οι τέσσερις προσέφεραν στους στίχους και βοήθησαν στο να φτιαχτεί η ιστορία για όλους τους μοναχικούς ανθρώπους. Οι στίχοι αντιπροσωπεύουν και μία απόκλιση από τα προηγούμενα διασκεδαστικά τραγούδια που έγραψε ο Paul McCartney, αποφεύγοντας τις αντωνυμίες πρώτου και δευτέρου προσώπου αλλά και τη θεματολογία ενός τυπικού τραγουδιού αγάπης.
Γυρνώντας τον χρόνο λίγο πίσω, στο φθινόπωρο του 1964, ακούγοντας το «No Reply» του John Lennon ο μουσικός εκδότης Dick James παρατήρησε στον τραγουδοποιό ότι ο ίδιος -και οι Beatles- σημείωναν πρόοδο. Ερωτηθείς τι εννοούσε, ο James απάντησε λέγοντας ότι το «No Reply» έλεγε μία πλήρη ιστορία.
Ο υπαινιγμός ήταν ότι τα άλλα τραγούδια των Beatles δεν το είχαν κάνει, αν και δεν ήταν η πρόθεση του συγκροτήματος να παράγει τραγούδια αυτής της φύσης. Ήταν ξεσπάσματα ήχων με μεγάλη ενέργεια, με αλλαγές στις συγχορδίες και θαρραλέες μελωδικές πράξεις που συνεχίζουν να μας συγκινούν, αν και αυτά τα πρώτα τραγούδια των Beatles δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Ο John Lennon και ο Paul McCartney χρησιμοποίησαν μια πληθώρα αντωνυμιών για να αυξήσουν τον άμεσο χαρακτήρα αυτών των τραγουδιών, σαν να ήταν μυστικά που προορίζονταν μόνο για ένα άτομο -εσένα- και που μπορούσε να ακούσει όλος ο κόσμος, κάτι που ήταν Ο.Κ. και συμβάδιζε μ’ αυτό που ένιωθαν σαν αφοσίωση. Αλλά οι Beatles δεν αφηγούνταν ιστορίες στα τραγούδια τους. Λίγοι το έκαναν στον χώρο του Rock ‘n’ roll. Στη folk υπήρχε ο Bob Dylan και στην αρένα της Rock ο Ray Davies των Kinks, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, άρχισε να εξερευνά μία αφηγηματική φωνή στην οποία τα τραγούδια εντόπιζαν τις πράξεις των χαρακτήρων. Ωστόσο, δεν υπήρχε τίποτα σαν το «Eleanor Rigby» του Paul McCartney, ένα ολοκληρωμένο έργο λογοτεχνίας που αξίζει έπαινο στη σύγχρονη εποχή. Τα τραγούδια των Beatles επικεντρώνονταν σε μένα (me), σε σένα (you), σε μας (us), αλλά όχι το «Eleanor Rigby». Αυτό δεν έμοιαζε με κανένα άλλο τραγούδι των Beatles. Δεν έμοιαζε με κανένα άλλο τραγούδι γενικώς.
Στο «Eleanor Rigby» ο αφηγητής του τραγουδιού μιλάει σε τρίτο πρόσωπο και παίρνει τη μορφή ενός αποστασιοποιημένου θεατή που μοιάζει με μυθιστοριογράφο ή σεναριογράφο. Ο βιογράφος των Beatles, Steve Turner, λέει ότι αυτή η νέα προσέγγιση των Beatles αντανακλά την πιθανή επιρροή από τον Ray Davies των Kinks και συγκεκριμένα από τραγούδια όπως το «A Well Respected Man» (1965) και το «Dedicated Follower Of Fashion» (1966).
Στο βιβλίο «Fab: An Intimate Life Of Paul McCartney» (2010), ο συγγραφέας Howard Sounes συγκρίνει την αφήγηση του τραγουδιού με τους απομονωμένους διαλυμένους χαρακτήρες ενός θεατρικού έργου του Samuel Beckett. Καθώς η Rigby πεθαίνει μόνη, δεν παρευρίσκονται τεθλιμμένοι συγγενείς στην κηδεία της και ο ιερέας φαίνεται να έχει χάσει το εκκλησίασμά του και την πίστη του. Κατά την άποψη του Walter Everett, η περιγραφή της Rigby και του McKenzie από τον McCartney εξυψώνει τη μοναξιά και τις χαμένες ζωές των ατόμων σε παγκόσμιο επίπεδο με τον αυτοβιογραφικό τρόπο του «Nowhere Man» του John Lennon. Ο Everett προσθέτει ότι οι εικόνες του McCartney είναι ζωντανές και ωστόσο αρκετά κοινές ώστε να προκαλούν τεράστια συμπόνοια γι’ αυτές τις χαμένες ψυχές.
Από συνθετικής άποψης, ο Paul έδωσε στο κομμάτι μία από τις πιο εξαιρετικές θλιμμένες μελωδίες του. Στην τελική του μορφή, το «Eleanor Rigby» είναι ένα έξοχο παράδειγμα όπου αναμειγνύονται ο αιολικός και ο δωρικός τρόπος. Γραμμένο σε Μι μινόρε (E minor), το τραγούδι βασίζεται στην εξέλιξη της συγχορδίας Em-C, τυπική του αιολικού τρόπου, ενώ η μελωδία του κουπλέ είναι γραμμένη σε δωρικό τρόπο. Σύμφωνα με τον μουσικολόγο Dominic Pedler, αυτό προσθέτει έναν «αέρα αναπόφευκτου στη ροή της μουσικής (και ίσως στη δεινή θέση των χαρακτήρων του τραγουδιού)».
Ο επαγγελματίας δάσκαλος πιάνου από το Guildhall School Of Music, στον οποίο έπαιξε για πρώτη φορά ο Paul McCartney το «Eleanor Rigby» στις αρχές του 1966, μπορεί να μην το σκέφτηκε πολύ αλλά ο Paul το είδε ως μια πραγματική ανακάλυψη στην καριέρα του ως τραγουδοποιός.
Ο Paul McCartney ηχογράφησε ένα demo του «Eleanor Rigby» στο σπίτι των Asher. Αργότερα υποστήριξε ότι η Marianne Faithfull εξέφρασε ενδιαφέρον να ηχογραφήσει το τραγούδι αφού αυτή και ο Mick Jagger άκουσαν το demo.
Paul McCartney: Θυμάμαι που σκέφτηκα, τι θα κάνω όταν θα είμαι 30; Τα 30 ήταν μεγάλη ηλικία. Θα είμαι ακόμα σε συγκρότημα; Θυμάμαι ότι ήμουν κοντά στο σπίτι του John Dunbar [σ.σ. Βρετανός καλλιτέχνης, σύζυγος τότε της Marianne Faithfull. Κουμπάρος τους ήταν ο Peter Asher, αδελφός της Jane Asher], είχα μία πολύ ξεκάθαρη εικόνα του εαυτού μου μ’ ένα μπουφάν ψαροκόκαλο, με δερμάτινα μπαλώματα στους αγκώνες και μια πίπα, και σκεπτόμενος το «Eleanor Rigby» ότι αυτός θα μπορούσε να είναι ένας δρόμος που θα μπορούσα να πάρω, μπορούσα να γίνω ένα πιο σοβαρός δημιουργός, όχι τόσο Pop. Ήταν η πρώτη αμυδρή ιδέα να γράψω ένα κομμάτι για σόλο πιάνο, για κλασική ορχήστρα ή το «Liverpool Oratorio». Ποτέ δεν μπήκα σ’ αυτό τότε -απλά έμεινα στην Pop. Αλλά θυμάμαι ότι φανταζόμουν τον εαυτό μου με τα μπαλώματα, σκεπτόμενος «Ναι, δεν θα ήταν κακό στην πραγματικότητα, να είσαι πολύ καλός -στα φοβερά γηρατειά των 30!
Πριν ξεκινήσει η κανονική ηχογράφηση του τραγουδιού, έπρεπε να ληφθεί μία απόφαση ως προς την ενορχήστρωσή του. Όπως αναφέρει ο ηχολήπτης Geoff Emerick στο βιβλίο του, «Here, There And Everywhere: My Life Recording The Music Of The Beatles» (2007), το τραγούδι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον Paul McCartney στον παραγωγό George Martin σε μια άγνωστη ημερομηνία στο στούντιο.
Το «Eleanor Rigby» ηχογραφήθηκε στα στούντιο της EMI στο Λονδίνο στις 28-29 Απριλίου και στις 6 Ιουνίου του 1966, με παραγωγό τον George Martin. Με διάρκεια δύο λεπτά και τον Paul πιο minimal κι από κυκλαδικό ειδώλιο, το «Eleanor Rigby» είναι ένα μεγαλοπρεπές έργο τέχνης από τους Beatles σε μια περίοδο όπου συνέχιζαν τη μεταμόρφωσή τους από ένα συγκρότημα προσανατολισμένο κυρίως στο Rock and roll και την Pop σε μία πιο πειραματική μπάντα βασισμένη στο στούντιο.
Το «Eleanor Rigby» δεν έχει την τυπική Pop υποστήριξη. Έχουμε υπέροχες τριφωνίες των Paul McCartney, John Lennon και George Harrison αλλά, χωρίς πιάνο, drums, μπάσο ή κιθάρα στο τραγούδι. Τα μέλη των Beatles δεν έπαιξαν ούτε μία νότα, αλλά συμμετέχουν στο ρεφρέν για μερικές στιγμές κλασικής αρμονίας των Beatles και τα φωνητικά στριμώχνονται στα κενά της ενορχήστρωσης. Η αρχική ιδέα να χρησιμοποιηθούν έγχορδα στο τραγούδι ήταν του Paul McCartney, κάτι που επιβεβαίωσε και ο John Lennon.
John Lennon (στην τελευταία μεγάλη συνέντευξη που έδωσε με τη Yoko Ono το 1980): Το «Eleanor Rigby» ήταν το μωρό του Paul και βοήθησα στην εκπαίδευση του παιδιού. Η υπόκρουση με βιολιά ήταν ιδέα του Paul. Η Jane Asher τον είχε μετατρέψει σε Vivaldi και ήταν πολύ καλό. Τα βιολιά βγήκαν κατευθείαν από τον Vivaldi. Δεν μπορώ να πιστωθώ γι’ αυτό, καθόλου.
---
Ο Paul αποφάσισε αρχικά ότι το τραγούδι θα έπρεπε να έχει μόνο έγχορδα, όπως στο «Yesterday» (1965), όπου έπαιξε με την κιθάρα του υποστηριζόμενος από ένα κουαρτέτο εγχόρδων. Βασικά είχε στο μυαλό του μια διασκευή που θα θύμιζε το κλασικό έργο του Vivaldi «Οι Τέσσερις Εποχές». Ο McCartney, να μην το ξεχάσουμε, συνέβαλε στο «Revolver» με τραγούδια που στάθηκαν διακριτικά ως μουσική για όλες τις εποχές. Αν το «Here There And Everywhere» ηχεί σαν την άφιξη της άνοιξης και τα «Good Day Sunshine» και «Got To Get You Into My Life» αποπνέουν όλη την ηλιόλουστη ευτυχία του καλοκαιριού, τότε το «For No One» και το «Eleanor Rigby» διαδραματίζονται κάπου μεταξύ φθινοπώρου και χειμώνα, αμφότερα βασισμένα σε μια αυστηρή αίσθηση χαμένων ελπίδων και υφέρποντος τρόμου.
Όπως αναγνωρίζεται στο βιβλίο που συνοδεύει την deluxe έκδοση του «Revolver» (2022), η ρυθμική ώθηση του «Eleanor Rigby» θυμίζει το έργο «Χειμώνας: Allegro Non Molto» από τις «Τέσσερις Εποχές» του Vivaldi.
Paul McCartney: Εγώ σκέφτηκα την υπόκρουση, αλλά ήταν ο George Martin αυτός που την ολοκλήρωσε. Εγώ απλά κοπανάω στο πιάνο. Ήξερε τι εννοούσα. Θυμάμαι ότι το έπαιξα στον George Martin. Είχαμε ήδη κάνει το «Yesterday», οπότε γι’ αυτό είπε:
- Νομίζω ότι αυτό το τραγούδι ταιριάζει [με τα έγχορδα].
Αλλά αντί για ένα κουαρτέτο, τώρα ήθελε οκτέτο για να κάνει κάτι διαφορετικό. Και το έφερα έτσι [επιδεικνύει στο πιάνο] και μετά μου έδειχνε ο George:
- Λοιπόν, εντάξει, αυτό είναι ένα είδος Rock ‘n’ roll, είναι σχεδόν όλα σε μία οκτάβα. ΟΚ, οπότε το βιολοντσέλο θα πάει εκεί και μετά η βιόλα θα πάει εκεί και μετά…
Έτσι χώρισε όλες τις νότες και αυτή ήταν η υπέροχη ενορχήστρωση που έκανε. Επειδή, ξέρεις, το «Yesterday» είχε μόνο μια κιθάρα, αποφασίσαμε να προσπαθήσουμε να πάμε λίγο παραπέρα και να έχω αυτό κι εγώ να τραγουδούσα σ’ αυτό. Έδειξα, λοιπόν, στον George τις συγχορδίες και μετά τις μετέφερε.
Όταν έγραφε την ενορχήστρωση των εγχόρδων, ο Martin άντλησε έμπνευση από το έργο του Αμερικανού συνθέτη Bernard Herrmann και ιδιαίτερα από τη μουσική που έγραψε για την ταινία «Ψυχώ» (Psycho, 1960). Στην πραγματικότητα ο Martin ανέφερε ότι επηρεάστηκε από τη μουσική του Herrmann για την ταινία «Φαρενάιτ 451» (Fahrenheit 451, 1966), αλλά σίγουρα έκανε λάθος καθώς η ταινία αυτή έκανε πρεμιέρα τον Σεπτέμβριο του 1966, δηλαδή μετά την ηχογράφηση του «Eleanor Rigby». Εν πάση περιπτώσει, λίγο αφότου ο George Martin ενεπλάκη με το τραγούδι, αυτός και ο Paul συγκεντρώθηκαν στο σπίτι του Martin για να δουλέψουν πάνω στην ενορχήστρωση, με παρόμοιο τρόπο με αυτό που είχαν κάνει στο «Yesterday» την προηγούμενη χρονιά.
George Martin: Ο Paul ήρθε μια μέρα στο διαμέρισμά μου και έπαιξε πιάνο και έπαιξα κι εγώ πιάνο και σημείωσα τη μουσική του. Εμπνεύστηκα πάρα πολύ από τον Bernard Herrmann, ιδιαίτερα από μια κινηματογραφική μουσική που έκανε για την ταινία του Truffaut «Φαρενάιτ 451». Αυτή με εντυπωσίασε πραγματικά, ειδικά το έντονο γράψιμο στο έγχορδα. Παρατήρησα ιδιαίτερα ότι τα έγχορδα που έγραψε ήταν κάθε άλλο παρά γλυκανάλατα. Ήταν αιχμηρά και πολύ απειλητικά. Αυτό το είδος της σύντομης επίθεσης που παίρνεις στα έγχορδά του ήταν πολύ χρήσιμο στο «Eleanor Rigby». Έπρεπε να είναι πολύ marcato. Έπρεπε να είναι ένας απόλυτα σφιχτός ρυθμός, για τον οποίο δεν φημίζονται τα έγχορδα. Όταν ο Paul μού είπε ότι ήθελε τα έγχορδα στο «Eleanor Rigby» να παίζουν ρυθμό, ήταν η μουσική του Herrmann που αποτέλεσε ιδιαίτερη επιρροή.
Paul McCartney: Ο George Martin με είχε μυήσει στην ιδέα του κουαρτέτου εγχόρδων μέσω του «Yesterday». Στην αρχή είχα αντισταθεί την ιδέα, αλλά όταν λειτούργησε την ερωτεύτηκα. Έτσι κατέληξα να γράφω το «Eleanor Rigby» έχοντας στο μυαλό μου ένα συστατικό εγχόρδων. Όταν πήγα το τραγούδι στον George, είπα ότι για συνοδεία ήθελα μια σειρά από μαχαιριές [σ.σ. στακάτο] σε συγχορδία Μι μινόρε. Στην πραγματικότητα, ολόκληρο το τραγούδι είναι μόνο δύο συγχορδίες: Ντο ματζόρε και Μι μινόρε. Στην εκδοχή των πραγμάτων από τον George, συνδύασε την ιδέα μου για τις μαχαιριές και τη δική του έμπνευση από τον Bernard Herrmann, ο οποίος είχε γράψει τη μουσική για την ταινία «Ψυχώ». Ο George ήθελε να φέρει λίγο απ’ αυτό το δράμα στην ενορχήστρωση. Και, φυσικά, υπάρχει κάποιο είδος τρελής σχέσης μεταξύ της Eleanor Rigby, μιας ηλικιωμένης γυναίκας που έμεινε αβοήθητη, και της μουμιοποιημένης μητέρας στο «Ψυχώ».
---
Ο παραγωγός George Martin, στον οποίο αξίζει να αποδοθούν εύσημα για την δουλειά του, επέλεξε να χρησιμοποιήσει δύο κουαρτέτα εγχόρδων. Έτσι χρησιμοποίησε ένα σύνολο εγχόρδων που στην προκειμένη περίπτωση αποτελείτο από τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλα, που δημιουργούν κάτι που θα μπορούσε να σταθεί μόνο του ως κλασική συμφωνία, προσδίδοντας ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά του «Eleanor Rigby».
George Martin: Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό πάνω στις γραμμές του «Yesterday». Ο Paul ήρθε στο διαμέρισμά μου μια μέρα. Έπαιξε το πιάνο, έπαιξα το πιάνο και σημείωσα τη μουσική του. Υπάρχει επίσης ένα οκτέτο στην ηχογράφηση, που αποτελείται από τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλα.
Αφού αποφασίστηκε η ενορχήστρωση, η μουσική ηχογραφήθηκε στις 28 Απριλίου 1966 στο στούντιο 2 της EMI, στην Abbey Road του Λονδίνου, και το βασικό κομμάτι ολοκληρώθηκε στις 29 Απριλίου.
Τη μουσική εκτέλεση ανέλαβε ένα μικρό σύνολο εγχόρδων, ένα οκτέτο για την ακρίβεια, που αποτελούνταν από τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλα, υπό τη διεύθυνση του George Martin. Ο Martin, κατανοώντας ξεκάθαρα την ιδιαιτερότητα ενός συνόλου εγχόρδων, έγραψε την παρτιτούρα που εκτέλεσαν οι Tony Gilbert (πρώτο βιολί), Sidney Sax (βιολί), John Sharpe (βιολί), Juergen Hess (βιολί), Stephen Shingles (βιόλα), John Underwood (βιόλα), Derek Simpson (τσέλο) και Norman Jones (τσέλο).
Αυτή η πρώτη συνεδρία ήταν σύντομη. Οι οκτώ κλασικοί μουσικοί μαζί με τον Paul, τον John και την ομάδα παραγωγής της EMI, που αποτελούνταν από τον George Martin, τον Geoff Emerick και τον Phil McDonald, μπήκαν στο στούντιο στις 5 το απόγευμα και σε λιγότερο από τρεις ώρες είχαν έτοιμη τη βάση. Ο Paul και ο John έμειναν ως επί το πλείστον στο δωμάτιο ελέγχου, ενώ ο George Martin διηύθυνε τους μουσικούς στο στούντιο.
Ακολουθώντας τις οδηγίες του Paul να ακούγονται τα έγχορδα «αιχμηρά», ο Geoff Emerick σημείωσε όσα είπε ο Paul και άρχισε να σκέφτεται πώς να το πετύχει. Τα μικρόφωνα τοποθετήθηκαν πολύ πιο κοντά στα όργανα από το κανονικό, για να παράγουν έναν πιο πρόχειρο και ακατέργαστο ήχο, αλλά ταυτόχρονα άμεσο, ρυθμικό και «Rock», γεγονός που προκάλεσε ανησυχία στους κλασικά εκπαιδευμένους μουσικούς της ηχογράφησης, που δεν ήταν συνηθισμένοι σ’ ένα τέτοιο στήσιμο, με τα μικρόφωνα σε τόσο κοντινή απόσταση από τα όργανα. Ο μηχανικός ήχου Geoff Emerick δέχθηκε επιπλήξεις από τους μουσικούς, οι οποίοι του έλεγαν: «Δεν πρέπει να το κάνεις αυτό». Φοβούμενοι ότι η κοντινή απόσταση θα αποκάλυπτε τις παραμικρές ελλείψεις στην τεχνική τους, οι μουσικοί συνέχισαν να απομακρύνουν τις καρέκλες τους από τα μικρόφωνα μέχρι που ο Martin τούς μάλωσε: «Σταματήστε να μετακινείτε τις καρέκλες!».
Geoff Emerick: Αφού άκουσε τον Paul να παίζει αυτό το όμορφο τραγούδι στην ακουστική κιθάρα, ο George Martin ένιωσε ότι η μόνη συνοδεία που ήταν απαραίτητη ήταν αυτή ενός κουαρτέτου διπλών εγχόρδων. Τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλα. Ο Paul δεν γοητεύτηκε αμέσως από την ιδέα -φοβόταν μήπως ακουγόταν υπερβολικά γλυκερό, πολύ «Mancini»- αλλά ο George τον έπεισε τελικά, διαβεβαιώνοντάς τον ότι θα έγραφε μία ενορχήστρωση εγχόρδων που θα ήταν η κατάλληλη. «Εντάξει, αλλά θέλω τα έγχορδα να ακούγονται πραγματικά αιχμηρά», προειδοποίησε ο Paul καθώς υπέγραψε την ιδέα. Τα κουαρτέτα εγχόρδων ηχογραφούνταν παραδοσιακά με μόνο ένα ή δύο μικρόφωνα, τοποθετημένα ψηλά, έτσι ώστε να μην ακούγονται οι δοξαριές. Αλλά έχοντας κατά νου την οδηγία του Paul, αποφάσισα να βάλω τα μικρόφωνα πολύ κοντά στα όργανα, σχεδόν ακουμπώντας τα, κάτι που ήταν μια νέα ιδέα. Πραγματικά, κανείς δεν το είχε κάνει πριν. Οι μουσικοί τρομοκρατήθηκαν! Ένας από αυτούς, μου έριξε ένα βλέμμα περιφρόνησης, γούρλωσε τα μάτια του προς το ταβάνι και είπε σιγανά:
- Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό, ξέρεις.
Τα λόγια του κλόνισαν την αυτοπεποίθησή μου και μ’ έκαναν να κάνω δεύτερες σκέψεις. Αλλά συνέχισα παρόλα αυτά, αποφασισμένος ν’ ακούσω τουλάχιστον πώς ακουγόταν. Κάναμε μια λήψη με τα μικρόφωνα αρκετά κοντά και στη συνέχεια, στην επόμενη λήψη, αποφάσισα να το πάω στα άκρα και να μετακινήσω τα μικρόφωνα πολύ κοντά -ίσως μόλις μια ίντσα ή κάπου τόσο μακριά από κάθε όργανο. Ήταν μια λεπτή γραμμή: δεν ήθελα να κάνω τους μουσικούς να νιώσουν τόσο άβολα ώστε να μην μπορούν να δώσουν την καλύτερή τους απόδοση, αλλά η δουλειά μου ήταν να πετύχω αυτό που ήθελε ο Paul. Αυτός ήταν ο ήχος που του άρεσε κι αυτός ήταν ο τρόπος που χρησιμοποιήσαμε τα μικρόφωνα παρά τη δυσφορία των μουσικών των εγχόρδων. Σε κάποιο βαθμό, μπορούσα να καταλάβω γιατί ήταν τόσο αναστατωμένοι: φοβόντουσαν μήπως παίξουν κάποια νότα χάλια και βρεθούν κάτω από το μικροσκόπιο που θα σήμαινε ότι οποιαδήποτε απόκλιση στο παίξιμό τους θα μεγεθυνόταν. Επίσης, οι τεχνικοί περιορισμοί εκείνη την εποχή ήταν τέτοιοι που δεν μπορούσαμε να περάσουμε την απόκλιση εύκολα, οπότε έπρεπε να παίζουν σωστά ολόκληρο το τραγούδι από την αρχή μέχρι το τέλος κάθε φορά. Ακόμη και χωρίς να κοιτάξω από το τζάμι της αίθουσας ελέγχου, μπορούσα να ακούσω τον ήχο των οκτώ μουσικών να σέρνουν τις καρέκλες τους προς τα πίσω πριν από κάθε λήψη, οπότε έπρεπε να συνεχίσω να πηγαίνω εκεί κάτω και να μετακινώ τα μικρόφωνα πιο κοντά μετά από κάθε λήψη. Ήταν κωμικό, πραγματικά. Τελικά, ο George Martin τούς είπε εμφατικά να σταματήσουν να απομακρύνονται από το μικρόφωνο.
---
Η τεχνική του κοντινού μικρόφωνου έδωσε στο τραγούδι μία χροιά διαφορετική από οτιδήποτε είχε ακουστεί στο παρελθόν. Επιπλέον, ο George Martin πειραματίστηκε στο στούντιο με τεχνικές που θα ικανοποιούσαν τις καλλιτεχνικές επιθυμίες των Beatles και ηχογράφησε δύο εκδοχές, μία με vibrato και μία χωρίς, από τις οποίες χρησιμοποιήθηκε η τελευταία.
Ενώ το «Yesterday» παίζεται legato (δηλαδή οι νότες συνδέονται διαδοχικά χωρίς κενό ενδιάμεσα), το «Eleanor Rigby» παίζεται κυρίως staccato (δηλαδή οι νότες παίζονται διακεκομμένα) με μελωδικά στολίδια. Στο μεγαλύτερο μέρος, τα όργανα ντουμπλάρονται -δηλαδή υπηρετούν σαν ένα απλό κουαρτέτο εγχόρδων αλλά με δύο όργανα που παίζουν το καθένα από τα τέσσερα μέρη.
Ηχογραφήθηκαν 14 λήψεις (δέκα από αυτές ήταν πλήρεις) που αποτυπώθηκαν σε δύο ρολά ταινίας τεσσάρων καναλιών. Τα κανάλια 1 και 2 περιείχαν δύο βιολιά το καθένα, ενώ το κανάλι 3 περιείχε τα δύο τσέλα και το κανάλι 4 τις δύο βιόλες. Μετά την 1ηλήψη και πριν τη δεύτερη, εξέφρασε ένα αίτημα ο Paul, ο οποίος βρισκόταν στην αίθουσα ελέγχου ενώ ο George Martin διεύθυνε στο στούντιο. Σύμφωνα με τη λεπτομερή αφήγηση του Mark Lewisohn στο «The Complete Beatles Recording Sessions: The Official Story Of The Abbey Road Years 1962-1970» (2013), ο George Martin προσπάθησε να καλμάρει τον Paul, ο οποίος ήθελε να παίξουν οι μουσικοί χωρίς vibrato, όπως επέμενε στο παρελθόν για το «Yesterday», με αποτέλεσμα να διαδραματιστεί ένα διασκεδαστικό περιστατικό. Μεταξύ της 1ηςκαι της 2ηςλήψης, ο George Martin ρώτησε τους μουσικούς αν μπορούσαν να παίξουν χωρίς vibrato. Δοκίμασαν γρήγορα δύο εκδοχές, μία με vibrato και μία χωρίς vibrato -χωρίς να υπολογιστούν ως λήψεις- και στο τέλος ο Martin φώναξε τον Paul McCartney και τον ρώτησε:
- Μπορείς ν’ ακούσεις τη διαφορά;
- Εεε… όχι πολύ!
Ειρωνικά, οι μουσικοί μπορούσαν και προτιμούσαν να παίξουν χωρίς vibrato, κάτι που πρέπει να ευχαρίστησε τον Paul. Αυτή η ηχογράφηση, η οποία έφερε την ένδειξη «Talking (Keep)» στο κουτί της ταινίας, συμπεριλήφθηκε στην deluxe έκδοση του «Revolver» (2022). Η ηχογράφηση αυτή αποκαλύπτει, επίσης, ότι οι μουσικοί αναγνώρισαν ότι ήταν πολύ δύσκολο να μην παιχτεί με vibrato και μουρμούραγαν καλοκάγαθα «τόσα χρόνια εκμάθησης και λέει ότι ακούγεται το ίδιο!». Ο George Martin τούς ζήτησε στη συνέχεια να διατηρήσουν το vibrato αρκετά στενό και όχι πολύ πλατύ.
Η 14η (και τελευταία) λήψη κρίθηκε ως η καλύτερη, με τον George Martin να ζητά από τους μουσικούς να παίξουν με περισσότερο σθένος και αυτοπεποίθηση καθώς προχωρούσε η συνεδρία. Αυτή η λήψη μιξαρίστηκε σε ένα κανάλι άλλης τετρακάναλης ταινίας, ώστε να έχει διαθέσιμα τρία κανάλια για τα φωνητικά overdubs που θα γίνονταν στην επόμενη ηχογράφηση.
Paul McCartney: Πραγματικά ήμουν πολύ ενθουσιασμένος. Στο Abbey Road μαζεύτηκαν κάτω οι οκτώ τύποι και το έκαναν ζωντανά. Κατέβηκα και είπα «γεια» και το άκουγα εκεί κάτω, που είναι πάντα ωραίο στην αρχή. Μετά ανεβαίνεις πάνω και βλέπεις τι κάνουν οι μηχανικοί. Ξέρεις, τα είχαν βάλει όλα μαζί, έβαζαν τα σωστά κομματάκια νεραϊδόσκονης και τώρα το έκαναν σαν δίσκο.
Στους μουσικούς δόθηκε για τη δουλειά τους η τυπική αμοιβή των 9 λιρών, που προβλεπόταν από την Ένωση Μουσικών, ώστε να παίξουν την παρτιτούρα που έγραψε ο George Martin.
Stephen Shingles (μουσικός): Πήρα περίπου 5 λίρες και έκανε δισεκατομμύρια λίρες. Και, σαν ηλίθιοι, τους δώσαμε όλες τις ιδέες μας δωρεάν.
---
Δεδομένου ότι οι μουσικοί τηρούσαν αυστηρά την προγραμμένη παρτιτούρα του George Martin, μπορεί εύκολα να υποτεθεί ότι οι «ιδέες» τους μάλλον ήταν ελάχιστες.
Geoff Emerick: Στο τέλος, οι μουσικοί έκαναν καλή δουλειά, αν και ήταν σαφώς ενοχλημένοι, τόσο πολύ που αρνήθηκαν μια πρόσκληση να ακούσουν την αναπαραγωγή. Δεν μας ένοιαζε πολύ τι σκέφτονταν, ούτως ή άλλως. Ήμασταν ευχαριστημένοι που είχαμε καταλήξει σε έναν άλλο νέο ήχο, ο οποίος ήταν πραγματικά ένας συνδυασμός του οράματος του Paul και του δικού μου.
---
Ωστόσο, ακούγοντας την εκδοχή «Talking (Keep)», που διατίθεται στην deluxe έκδοση του «Revolver», μπορούμε να ακούσουμε τους μουσικούς να γελούν και να συζητούν τις εκτελέσεις τους με τον George Martin, γεγονός που υποδηλώνει ότι ίσως δεν ήταν και πολύ «ενοχλημένοι», όπως ανέφερε ο Geoff Emerick.
Τα έντονα έγχορδα παράγουν εμφατικούς, δραματικούς παλμούς στο ύφος του Bernard Herrmann, ενώ οι παραλλαγές του ρυθμού συμπληρώνουν διακριτικά τους στίχους. Ακούστε, για παράδειγμα, πώς οι χορδές επιταχύνουν στο σημείο όπου φαίνεται να εργάζεται ο ιερέας McKenzie. Τα όργανα έχουν ένα στεγνό, τραχύ ηχόχρωμα, ιδιαίτερα αποτελεσματικό όταν τα τσέλα ντουμπλάρουν τη μελωδία καθώς στιχουργικά ο ιερέας σκουπίζει τη βρωμιά από τα χέρια του. Όπως και στο «Yesterday», τα τσέλα έχουν πολλές οξείες γραμμές, που συμπεριλαμβάνουν τονικά arpeggios στο ρεφρέν και πλήρεις κλίμακες Ντο ματζόρε στο δεύτερο κουπλέ.
Το απόγευμα της 28ης Απριλίου, στις 19:50, η συνεδρίαση ολοκληρώθηκε. Το επόμενο απόγευμα, στις 17:00 της 29ης Απριλίου, έλαβε χώρα άλλη μία συνεδρία στα στούντιο της EMI, αυτή τη φορά στο στούντιο 3, για να προστεθούν τα φωνητικά. Τα κύρια φωνητικά του Paul McCartney προστέθηκαν στο τέταρτο κανάλι, τα αρμονικά φωνητικά του John Lennon και του George Harrison στην εισαγωγή και στη γέφυρα προστέθηκαν στο τρίτο κανάλι και μία απόπειρα του Paul να ντουμπλάρει τη φωνή του μπήκε στο δεύτερο κανάλι. Ωστόσο, ακούγοντας το δεύτερο κανάλι, ο Paul δυσαρεστήθηκε με το ντουμπλάρισμά του, δηλώνοντας: «Είναι χάλια αυτό!».
Paul McCartney (στο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «McCartney 3, 2, 1»): Δεν πίστευα ότι το τραγουδούσα καλά. Θυμάμαι ότι μίλησα με τον George (Martin). Του είπα:
- Δεν το τραγουδάω αυτό (καλά).
- Όχι, είναι εντάξει.
Με ηρεμούσε. Και το ντουμπλάραμε, νομίζω ότι μάλλον επειδή δεν πίστευα ότι το είχα τραγουδήσει καλά. Έτσι, όταν θα το ντουμπλάραμε, θα καλύπταμε τυχόν αμαρτίες.
---
Στο τέλος, το δεύτερο κανάλι αυτής της ταινίας δεν χρησιμοποιήθηκε, με το ADT (Artificial Double Tracking) να εφαρμόζεται στη βασική φωνή του Paul από το τέταρτο κανάλι κατά τη διάρκεια του τελευταίου σταδίου μίξης. Εκτός από τη βασική φωνή του Paul McCartney, οι Beatles δεν εμφανίζονται σχεδόν καθόλου στο κομμάτι, αλλά προσθέτουν εξαιρετικές πλήρεις αρμονίες στα ρεφρέν. Έτσι, δύο φωνητικά κανάλια ηχογραφήθηκαν με τη βασική φωνή του McCartney στα δεξιά και τα υποστηρικτικά μέρη του Lennon και του Harrison στα ρεφρέν στα αριστερά. Το σόλο κανάλι του Paul είναι η ραχοκοκαλιά της φωνητικής ρύθμισης. Το βασικό φωνητικό σήμα στέλνεται προς τα αριστερά για τα ρεφρέν αλλά προς τα δεξιά στο τελευταίο ρεφρέν, όπου τα αποσυντονισμένα σήματα συνδυάζονται στο ίδιο κανάλι. Το τραγούδι θεωρήθηκε ολοκληρωμένο στη 01:00 μετά τα μεσάνυχτα. Στη συνέχεια παρήχθησαν τρεις μονοφωνικές μίξεις του τραγουδιού από τους George Martin, Geoff Emerick και Phil McDonald, αν και καμία από αυτές δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ.
Ο λόγος που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ ήταν επειδή στις 6 Ιουνίου 1966 ηχογραφήθηκε ένα επιπλέον φωνητικό μέρος, καθιστώντας τις προηγούμενες μονοφωνικές μίξεις άχρηστες. Αφού ολοκληρώθηκε η μίξη κάποιων άλλων κομματιών του «Revolver», ο Paul έμεινε στο studio 3 της EMI έτσι ώστε, γύρω στα μεσάνυχτα, να προσθέσει το νέο φωνητικό μέρος πάνω από τα ήδη ηχογραφημένα φωνητικά του. Το φωνητικό μέρος που προστέθηκε ήταν η φράση «Ah, look at all the lonely people» στο ρεφρέν του τραγουδιού. Αυτό ζητήθηκε από τον George Martin, ο οποίος είχε την ιδέα η φράση αυτή να λειτουργεί αντιστικτικά με τη μελωδία στο τελευταίο ρεφρέν. Για τον λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε ένα επιπλέον κανάλι προκειμένου να προστεθεί η φωνητική αντιμελωδία στο τελευταίο ρεφρέν, περασμένη μέσω ενός ηχείου Leslie και επαυξημένη στο ίδιο κανάλι, το αριστερό. Μέχρι τη 01:30 η ηχογράφηση είχε ολοκληρωθεί. Η φράση «Ah, look at all the lonely people» χρησιμοποιήθηκε ως in media res (στο μέσον των πραγμάτων) αλλά και ως ο πρώτος στίχος του τραγουδιού, με αυτό το «ah» να δίνει μία νότα λογοτεχνικής βαρύτητας. Συναντάται στην ποίηση, αλλά και στα έργα του Σαίξπηρ. Αυτή η φράση καθιστά αμέσως εμάς, τους ακροατές, ως θεατές που έχουν μαζευτεί για να γίνουν μάρτυρες ενός γεγονότος. Νιώθουμε μέρος αυτού του τραγουδιού -αυτής της ιστορίας- σαν να έχουμε μια δουλειά να κάνουμε, όπως καλούνται σύμβουλοι για να επιβλέψουν ή να τσεκάρουν κάτι.
Αμφότερες η μονοφωνική και η στερεοφωνική μίξη του τραγουδιού, έγιναν στις 22 Ιουνίου 1966 κατά τη διάρκεια της τελικής μίξης του δίσκου «Revolver», στο στούντιο 3 της EMI, από τον George Martin, τον Geoff Emerick και τον δεύτερο μηχανικό Jerry Boys. Τα κύρια φωνητικά στη μονοφωνική μίξη είναι κάπως πιο δυνατά από τη στερεοφωνική. Η στερεοφωνική μίξη περιέχει μια κραυγαλέα ανωμαλία στην αρχή του πρώτου κουπλέ, όπου η μετάβαση από τα διπλά φωνητικά στη σόλο φωνή του Paul γίνεται απότομα, καθώς οι δύο πρώτες συλλαβές του εναρκτήριου «El-ea-nor», με τα διπλά φωνητικά, είναι κεντραρισμένες πριν γυρίσουν σε μονή φωνή για το υπόλοιπο κουπλέ. Οι αρμονίες στο φόντο και το τελευταίο φωνητικό που ηχογράφησε στο τέλος ο Paul ακούγονται στο αριστερό κανάλι, ενώ η κύρια φωνή του Paul ακούγεται στο δεξί κανάλι.
Οι κορυφές και οι εκτονώσεις της φωνής έναντι της συνοδείας σ’ έναν βαθμό αποσυντονίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, το φωνητικό μέρος έχει κορυφωθεί κι έχει ήδη τελειώσει πολύ πριν την αλλαγή της συγχορδίας στο 3ομέτρο, ενώ και η εμφατική άφιξη του βιολοντσέλου στο χαμηλό Μι στη μέση του ίδιου μέτρου καθυστερεί μερικά beats πίσω από την αλλαγή της συγχορδίας.
Παρόλο που η μουσική εδώ παίζεται με συγκοπές, το τραγούδι χαρακτηρίζεται συνολικά από μία κίνηση που μοιάζει με ανήσυχο αναστεναγμό, όπως μια κοφτή, απότομη εισπνοή που αποβάλλεται σε αργή κίνηση, που ισχύει όχι μόνο σε πρώτο πλάνο για τον ρυθμό αλλά και για πολλές άλλες παραμέτρους, όπως το φραζάρισμα και τα περιγράμματα της ίδιας της μελωδίας. Αυτή η «ανησυχία» προκύπτει από τον τρόπο με τον οποίο η μουσική ξεκινά αμέσως από αυτό που υποθέτει κανείς ότι είναι μια κορύφωση της έντασης, αλλά που αυξάνεται λίγο ακόμα περισσότερο πριν τελειώσει.
Η δομή του τραγουδιού είναι σε μια μορφή abbcbbcabbc, δηλαδή εισαγωγή-κουπλέ-κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-κουπλέ-ρεφρέν-γέφυρα (εισαγωγή)-κουπλέ-κουπλέ-ρεφρέν (φινάλε). Ο ακροατής ξαφνιάζεται από το ύφος του πρώτου μέτρου του τραγουδιού, με τα τριμελή αρμονικά φωνητικά στον στίχο «Ah, look at all the lonely people» (που σε αρκετά αυτιά ακούγεται σαν «lovely people») πάνω από τα παλλόμενα τέταρτα του οκτέτου των εγχόρδων, τα οποία παίζουν έντονο ρυθμό. Ακούγονται επίσης κάποια μέρη από τα βιολοντσέλα, ενώ μέρη με βιολιά απαντούν στις φωνητικές φράσεις. Η εκτεταμένη μελωδική γραμμή των βιολοντσέλων και οι όγδοες νότες των βιολιών που μοιάζουν με πριόνι, δημιουργούν μια εντυπωσιακή αλλά πολυάσχολη εισαγωγή οκτώ μέτρων στο τραγούδι. Η έναρξη του τραγουδιού με τη γέφυρα (κάνοντάς την εισαγωγή στο τραγούδι) είναι κάτι που είχε γίνει στο παρελθόν στον κατάλογο των Beatles, όπως στο «Can’t Buy Me Love», και πιθανόν να πιστώνεται στον George Martin αυτό το στοιχείο της ενορχήστρωσης αφού ήταν δική του η πρόταση στο προηγούμενο τραγούδι.
Τα κουπλέ χαρακτηρίζονται από μία διατύπωση των φράσεων (φραζάρισμα) εκτός σταθερού ρυθμού, που έρχεται σε αντίθεση με το υποκείμενο beat της συνοδείας, που είναι σαν εμβατήριο. Το μήκος των 5 μέτρων είναι αρκετά ασυνήθιστο, αλλά αυτό που το κάνει πραγματικά αξιοσημείωτο είναι η εσωτερική ανάλυση αυτών των 5 μέτρων σε ένα μοτίβο 1+3+1, σε συνδυασμό με τον αρμονικό ρυθμό, γεγονός που έχει ενδιαφέρον αν συγκριθεί με το «Yesterday». Οι εκφραστικές αποτζιατούρες* αφθονούν, αλλά η πιο πικάντικη είναι αυτή που δημιουργεί ένα πρόσθετο έκτο στη συγχορδία Ντο (στη λέξη «been»).
* Appoggiatura (ή επέρειση): Πρόκειται για καλλωπιστικό φθόγγο. Είναι ένας μικρός φθόγγος που προηγείται ενός κύριου φθόγγου, ακουμπάει σε αυτόν και συνδέεται με αυτόν με μια μικρή σύζευξη συνάφειας.
Το πρώτο κουπλέ 5 μέτρων ξεκινά στο 0:14 με τον Paul να τραγουδά σ’ ένα κανάλι, εισάγοντάς μας στον πρώτο χαρακτήρα αυτής της θλιβερής ιστορίας. Η μελωδική του γραμμή παίζει επανειλημμένα με συγκοπές σε μορφή τρίστιχων («in a church / where a wedding has been») πάνω από τον οξύ ήχο του πλήρους οκτέτου των μουσικών για όλο το πρώτο κουπλέ, με εξαίρεση τα τσέλα που ανυψώνουν τη μελωδία στο τέταρτο μέτρο. Υπάρχει μία δωρική κλίση (Ντο δίεση, C#) στις λέξεις «in» και «church». Η βρετανική προφορά του Paul στο «been» γίνεται μια τέλεια ομοιοκαταληξία με το «dream». Περιέργως, η μετάβαση πίσω στο βασικό κλειδί του Μι μινόρε εμφανίζεται στα μέσα του πέμπτου μέτρου.
Αμέσως μετά, στο 0:23, ακολουθούν άλλα 5 μέτρα, με τον Paul να επαναλαμβάνει την ίδια ακριβώς μελωδική γραμμή (και η Ντο δίεση ν’ ακουμπά στις λέξεις «that» και «keeps»). Αυτή τη φορά, ωστόσο, η ενορχήστρωση εντείνεται με τα βιολιά να παίζουν όγδοα πάνω από τα τσέλα και τη μελωδική γραμμή του τέταρτου μέτρου να παίζουν οι βιόλες.
Στη συνέχεια, στο 0:31, ακούγεται ένα σαν ρεφρέν, με μήκος 8 μέτρα, που παρεμβαίνει ως γενικό σχόλιο του σκηνικού, λέγοντας «all the lonely people, where do they all come from… where do they all belong». Τα φωνητικά του Paul χειρίζονται τώρα με τεχνητό ντουμπλάρισμα για να τονίσουν το μήνυμα του τραγουδιού. Τα βιολιά, σε κατιούσα χρωματική γραμμή, επιστρέφουν στο να παίζουν νότες τετάρτου, ενώ οι βιόλες παίζουν ένα διπλά επαναλαμβανόμενο πέρασμα με τέσσερις νότες πάνω από μία νότα μπάσου που κρατούν οι βιόλες. Ένα μόνο βιολί (αναμφίβολα ο Tony Gilbert ως πρώτος βιολιστής) επαναλαμβάνει την τελευταία μελωδική γραμμή του Paul («where do they all belong») στο τελευταίο μέτρο που εκτείνεται στην πραγματικότητα στο πρώτο μέτρο του επόμενου κουπλέ.
Οι επόμενες δύο στροφές ακολουθούν το ίδιο μοτίβο με το πρώτο ζεύγος αλλά με ορχηστρική έμφαση. Καθώς στο 0:45 ο Paul εισάγει στην ιστορία τον πατέρα McKenzie, τα έγχορδα παίζουν νότες τετάρτου (και η Ντο δίεση ακουμπά στη λέξη «of» και στη συλλαβή «ser-» της λέξης «sermon» και αργότερα, στο 0:54, στις λέξεις «in» και «night»). Οι τσελίστες παρεμβάλουν ένα χαμηλό όγδοο στο τέταρτο μέτρο που λιγοστεύει στο πέμπτο. Οι τσελίστες επαναλαμβάνουν την ίδια γραμμή στην τέταρτη στροφή αλλά προηγείται ένα λεπτομερές πέρασμα από τις βιόλες που εμφανίζεται και στα 5 μέτρα. Όλο αυτό το διάστημα τα στακάτο όγδοα παίζονται από τα βιολιά και όποιον άλλο δεν παίζει στα παραπάνω περάσματα.
Στη συνέχεια, στο 1:03, το ρεφρέν επαναλαμβάνεται με την ακριβή διαμόρφωση όπως ακούγεται την πρώτη φορά, με την κατιούσα χρωματική γραμμή από τα βιολιά, με εξαίρεση το ένα βιολί που παίζει ένα ανοδικό πέρασμα ακριβώς μετά τον στίχο «where do they all come from». Κι ενώ το vibrato είχε απορριφθεί σ’ αυτή την εκτέλεση, η τελευταία νότα αυτού του περάσματος το απαιτεί. Η δεύτερη προσέγγιση της φράσης του ρεφρέν είναι μελωδικά λίγο πιο υπερβολική από την πρώτη. Η πρώτη φτάνει στο Μι αλλά η δεύτερη εκτείνεται μέχρι το Σολ. Όλα αυτά δείχνουν μία από τις βασικές αρχές μιας σύνθεσης: όχι μόνο δεν επιδεικνύετε όλο σας το οπλοστάσιο από την πρώτη φορά, αλλά ό,τι κρατάτε για την επόμενη φορά πρέπει να είναι ιδιαίτερα συναρπαστικό. Και, σαν να υπογραμμίζει αυτή την αλήθεια, έχουμε το βασικό βιολί να μιμείται σε ζωηρή συγκοπή την ουρά αυτού του δεύτερου ρεφρέν κάθε φορά που εμφανίζεται αυτό το μέρος. Αλλά ακόμα κι αυτή η δεύτερη επανάληψη της φράσης του ρεφρέν δεν επισκιάζει την «απόλυτη» κορύφωση αυτού του τραγουδιού, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στη φράση της εισαγωγής (που φτάνει στο Λα) -οι απόλυτες κορυφές είναι μία ακόμη από αυτές τις αρχετυπικές αρχές της ζωής, της αγάπης και της μουσικής.
Η γέφυρα του τραγουδιού στο 1:17 είναι μία περιληπτική επανάληψη της εισαγωγής. Αυτή είναι και η τελευταία που ακούγεται με τις τριμερείς αρμονίες του Paul, του John και του George.
Στο 1:31 ξεκινά η πέμπτη στροφή. Αν και μελωδικά είναι το ίδιο δομημένη, με τα έγχορδα να παίζουν όγδοα, δείχνει αρκετές στρατηγικές ορχηστρικές διαφορές. Ενώ τα τσέλα παίζουν ένα μοτίβο με σκαμπανεβάσματα και για τα 5 μέτρα, τα βιολιά κρατάνε μία υψηλή νότα και στα 5 μέτρα. Εν τω μεταξύ, οι βιόλες παίζουν μία αταίριαστη μελωδία που ξεκινά στα μέσα του δεύτερου μέτρου στη λέξη «church» (η δε Ντο δίεση ακουμπά στη λέξη «and» και στη συλλαβή «bur-» της λέξης «buried»). Η έκτη στροφή, που ξεκινά στο 1:40, είναι επίσης δραματικά διαφορετική. Τα έγχορδα αλλάζουν σε νότες τετάρτου, με τα βιολιά και τις βιόλες να παίζουν τις νότες στακάτο και τα τσέλα να μιμούνται τη μελωδική γραμμή του Paul στη φράση «wiping the dirt from his hands as he walks from the grave» (με τη Ντο δίεση ν’ ακουμπά στις λέξεις «from» και «hands») ενώ στη συνέχεια η στροφή κατεβαίνει αργά στο τελευταίο μέτρο. Συνολικά, αυτή η δραματική αλλαγή στην ενορχήστρωση ταιριάζει απόλυτα στο οδυνηρό κλίμα των στίχων.
Η τελική επανάληψη του ρεφρέν στο 1:49 έχει ευφυώς αρκετά παρόμοια ενορχήστρωση με το πρώτο ρεφρέν εκτός από δύο προφανείς προσθήκες. Χωρίς αμφιβολία, λόγω της απουσίας της ανιούσας γραμμής του βιολιού που ακουγόταν στο δεύτερο ρεφρέν, πάρθηκε η απόφαση να ηχογραφήσει ο Paul μία σόλο φωνητική επανάληψη της μελωδικής γραμμής «aah, look at all the lonely people» της εισαγωγής/γέφυρας ώστε να κυριαρχήσει στην κύρια μελωδία και να ξεχωρίσει το συμπέρασμα για μια μεγάλη τελική εντύπωση. Επιπλέον, η μελωδική γραμμή του βιολιού στο όγδοο μέτρο περιορίζεται σε τέταρτα και ενώνεται αρμονικά από το υπόλοιπο οκτέτο ώστε να ολοκληρωθεί η ενορχήστρωση για ένα κατάλληλο, κομψό και εκλεπτυσμένο τέλος.
Το «Eleanor Rigby» παραμένει προσεγμένο μέχρι το τέλος του. Η φωνητική ερμηνεία του Paul είναι εκπληκτική στην απλότητά της, ενώ είναι ακριβής στον τόνο και μεταφέρει τέλεια την απόγνωση της ιστορίας του. Οι αρμονίες του John και του George, αν και δεν είναι εγγενώς σημαντικές, εντούτοις εκτελούνται καλά και προσθέτουν κι ένα στοιχείο των Beatles στο τραγούδι.
Με τη δημιουργία του γοητευτικού «Eleanor Rigby», ο Paul McCartney τοποθετείται ανάμεσα στους κλασικούς δημιουργούς, τραγουδώντας συνοδεία του συνόλου εγχόρδων. Η στακάτο ώθηση του διπλού κουαρτέτου και η αίσθηση του κατεπείγοντος δίνει ολοένα και λίγο παραπάνω σκαμπρόζικη ένταση, που συνήθως δεν την έχουμε στα κουαρτέτα εγχόρδων. Με το διπλό κουαρτέτο εγχόρδων που δημιουργεί ένα πένθιμο ηχητικό τοπίο, το οποίο ταιριάζει απόλυτα με τους εντυπωσιακούς στίχους για τη μοναξιά, την ανωνυμία και τον θάνατο, το «Eleanor Rigby» έσπασε απότομα τις μουσικές συνήθειες της Pop, τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά, σηματοδοτώντας μία πραγματική απομάκρυνση από τις δημοφιλείς μουσικές συμβάσεις. Μέσα σε μόλις 123 δευτερόλεπτα, ξεδιπλώνεται όλη η μαγεία των «σκαθαριών», μαζί με την ευφυΐα του Martin, παραδίδοντας μία τραγωδία στον μικρόκοσμο. Τα δε όρια της Pop μουσικής επεκτάθηκαν σε σημεία πέρα απ’ την τότε φαντασία. Κάθε δοξαριά και μια μαχαιριά στην καρδιά. Κάθε νότα και «κάτσε, των Beatles δεν είναι ο δίσκος, τι βιολιά είναι αυτά;». Όροι όπως «crossover», «fusion» ή «υβριδικό» κατά κάποιο τρόπο δεν φαίνεται να αποδίδουν δικαιοσύνη. Το τραγούδι είναι ένα αμάλγαμα του οποίου τα στοιχεία δεν μπορούν να διαχωριστούν τόσο εύκολα και να συνδυαστούν ξανά.
Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη στον David Frost λίγο πριν την κυκλοφορία του τραγουδιού, ο Paul McCartney είπε ότι ήταν απογοητευμένος με την ενορχήστρωση εγχόρδων και συμφώνησε μ’ ένα σχόλιο που είχε ακούσει, ότι το τέλος του τραγουδιού έμοιαζε με μία παρωδία αφήγησης σε στυλ Disney. Πρόσθεσε, ωστόσο, ότι ήταν σύνηθες στους Beatles να αντιπαθούν αρχικά τις νέες τους ηχογραφήσεις μετά την ολοκλήρωση ενός δίσκου.
Ο άρρηκτος κανόνας κάθε καλού τραγουδιού Rock and roll προέρχεται από τον βρυχηθμό των κιθάρων. Παρόλο που πολλοί μεγάλοι θρύλοι της Rock έχουν έρθει στο προσκήνιο χωρίς εξάχορδο στην πλάτη τους, το καθοριστικό χαρακτηριστικό των μελωδιών τους προέρχεται είτε από συνεργαζόμενους μουσικούς είτε από άφωνους ήρωες της κιθάρας που δίνουν σε κάθε στροφή μικρά κομμάτια γλυκού στον ακροατή. Αν και οι Beatles είναι γνωστοί ως ένα από τα πιο καινοτόμα συγκροτήματα στην ιστορία της Rock, ήξεραν πότε να βγάλουν τις κιθάρες από την εξίσωση.
Όταν αποκτούσαν εμπειρία στο Αμβούργο και στο Λίβερπουλ, η σκέψη ότι κάποιο κομμάτι των Beatles θα παιζόταν χωρίς κιθάρα ήταν αδιανόητη. Από την στιγμή που είδε καλλιτέχνες όπως τον Chuck Berry, ο John Lennon δεν ήθελε να κάνει τίποτε άλλο εκτός από το να παίζει μουσική με μία κιθάρα κρεμασμένη πάνω του δίνοντας την καλύτερη εντύπωση από Chuck Berry, Elvis Presley ή Roy Orbison, ανάλογα με το τραγούδι που έπαιζε το συγκρότημα.
Μετά το «Rubber Soul» (1965), οι Beatles αναζητούσαν ένα εξίσου φιλόδοξο εγχείρημα και ο δίσκος «Revolver» ήταν η επόμενη φάση της μουσικής εξέλιξης του συγκροτήματος. Διαθέτοντας μία ισορροπημένη προσέγγιση στη σύνθεση των τραγουδιών, κάθε κομμάτι του δίσκου έμοιαζε σαν νέα δημιουργική προσπάθεια, από τις ψυχεδελικές εμπνεύσεις του Lennon στο «I’m Only Sleeping» μέχρι τους funk λεονταρισμούς του George Harrison στο «Taxman». Από το «Eleanor Rigby» και μετά, οι Beatles κατάφερναν να περνάνε το μήνυμά τους χωρίς καμία συνοδεία κιθάρας. Ενώ οι Beatles ήταν στην αιχμή αυτού που θα γινόταν το Rock, το μέλλον τους δεν χρειαζόταν πλέον να εξυπηρετεί την παραδοσιακή Rock ενορχήστρωση.
Η κοφτή ενορχήστρωση του «Eleanor Rigby» δίνει ένταση, με κάτι από την εμφάνιση γεροντοκόρης της Eleanor: τα έγχορδα τη φέρνουν στο μυαλό να ράβει ή να σκουπίζει τα σκαλιά, από αυτά τα καθημερινά πράγματα που κάνει κανείς χωρίς να σκέφτεται. Τα έγχορδα ακούγονται επίσης σαν soundtrack ταινίας τρόμου. Η ερμηνεία του Paul McCartney είναι εξαιρετική: δημιουργεί μια απόσταση από την «κάμερα» του τραγουδιού («Look at him working…»), γεγονός που μας αποτρέπει να εκλάβουμε το τραγούδι ως μελόδραμα και μας επισημαίνει ότι δεν είναι ηδονοβλεψία αλλά ότι η μοναξιά στην οποία καταλήγουν οι άνθρωποι τον ανησυχεί.
Στις 5 Αυγούστου 1966, το «Eleanor Rigby» κυκλοφόρησε ταυτόχρονα στον δίσκο «Revolver» και σε δίσκο 45 στροφών -σε ένα αρκετά τολμηρό ζεύγος με το «Yellow Submarine», άλλο ένα από τα λεγόμενα singles με… δύο πρώτες πλευρές ακολουθώντας το μοτίβο που έθεσε το single «We Can Work It Out / Day Tripper» τον προηγούμενο Δεκέμβριο. Έτσι, όμως, οι Beatles πήγαν κόντρα στην πολιτική τους, σύμφωνα με την οποία διασφάλιζαν πως τα κομμάτια του άλμπουμ δεν θα κυκλοφορούσαν σε single στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με το βρετανικό μουσικό περιοδικό Melody Maker, ο λόγος που συνέβη αυτό ήταν για να εμποδίσουν την πώληση επανεκτελέσεων του «Eleanor Rigby». Ο George Harrison επιβεβαίωσε ότι περίμεναν δεκάδες καλλιτέχνες να κάνουν επιτυχία μ’ αυτό το τραγούδι, ωστόσο είπε επίσης ότι το κομμάτι «πιθανότατα θα τραβήξει μόνο τύπους σαν τον Ray Davies [των Kinks]». Οι μουσικοκριτικοί Roy Carr και Tony Tyler περιέγραψαν αργότερα το κίνητρο πίσω από την κυκλοφορία του single ως έναν «αυξανόμενο ελιγμό στην ολοένα και πιο καινοτόμο μουσική βιομηχανία», βασιζόμενο στην πολιτική των βρετανικών δισκογραφικών εταιρειών να επανεκδίδουν σε E.P. τα πιο δημοφιλή κομμάτια ενός δίσκου, ιδιαίτερα εκείνα που είχαν επιλεχθεί για να κυκλοφορήσουν ως single στις Η.Π.Α.
Σκόπιμα ή όχι, το «Eleanor Rigby» και το «Yellow Submarine» κάνουν ένα τέλειο ζευγάρι. Στη μία πλευρά η συντριπτική απομόνωση και στην άλλη ένα τραγούδι που εκτιμά τη χωρίς περιορισμούς κοινότητα, με το ένα να είναι μία αφήγηση και να διαδραματίζεται σε μία θολά αναγνωρίσιμη πόλη και το άλλο να καλεί σε ομαδική συμμετοχή σε μία φανταστική ουτοπία, αποτελεί την καλύτερη έκφραση αυτού που έκανε σπουδαίους τους Beatles.
Ο συνδυασμός μιας ζοφερής «μπα-ροκ» θρηνωδίας, χωρίς όργανα που να παίζονται από τους Beatles, και ενός παράξενου καινοτομικού και ανόητου τραγουδιού είναι ίσως η καλύτερη επίδειξη της απεριόριστης ποικιλίας των Beatles και που σηματοδότησε μία σημαντική απόκλιση από το περιεχόμενο των προηγούμενων singles του συγκροτήματος. Ο Nicholas Schaffner στο βιβλίο του με τίτλο «The Beatles Forever» (1978) έγραψε ότι όχι μόνο οι δύο πλευρές του single είχαν ελάχιστα κοινά μεταξύ τους, αλλά και ότι το «Yellow Submarine» ήταν το πιο επιπόλαιο και εξωφρενικό κομμάτι που θα έβγαζαν ποτέ οι Beatles ενώ το «Eleanor Rigby» παραμένει το πιο ανελέητα τραγικό τραγούδι που επιχείρησε το συγκρότημα και το πιο σοβαρό απ’ όσα είχαν κυκλοφορήσει ποτέ. Επίσης, γεγονός ασυνήθιστο για τα singles που κυκλοφόρησαν μετά το 1965, οι Beatles δεν έκαναν κάποια ταινία για την προώθηση αυτών των τραγουδιών. Ο μουσικός ιστορικός David Simonelli ομαδοποιεί το «Eleanor Rigby» με το «Taxman» και τα «Paperback Writer» και «Rain» (singles που είχαν κυκλοφορήσει οι Beatles τον Μάιο του 1966) ως παραδείγματα αιχμηρού κοινωνικού σχόλιου των Beatles που εδραίωσαν την κυριαρχία τους στην κοινωνική σκηνή του Λονδίνου.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κυκλοφορία του «Eleanor Rigby» συνέπεσε με την τελευταία περιοδεία του συγκροτήματος αλλά και με τη δημόσια αναταραχή που δημιουργήθηκε από τη δήλωση του Lennon ότι οι Beatles είχαν γίνει πιο δημοφιλείς από τον Ιησού Χριστό, δήλωση που έγινε μόλις 5 μήνες πριν την κυκλοφορία του τραγουδιού. Ο Lennon προέβλεψε την πτώση του Χριστιανισμού ενώ περιέγραψε τους μαθητές του Χριστού ως «στενόμυαλους» και «κοινότοπους». Στις νότιες πολιτείες των Η.Π.Α., ορισμένοι ραδιοφωνικοί σταθμοί αρνήθηκαν να παίξουν τη μουσική του συγκροτήματος και οργάνωσαν δημόσιες καύσεις δίσκων και αναμνηστικών των Beatles. Για τον λόγο αυτό, η Capitol Records ήταν επιφυλακτική για τις θρησκευτικές αναφορές του «Eleanor Rigby» και προώθησε το «Yellow Submarine» ως την κύρια πλευρά του single. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνέντευξης Τύπου για την περιοδεία του συγκροτήματος, στις 11 Αυγούστου, ένας δημοσιογράφος ρώτησε αν τα κηρύγματα του πατέρα McKenzie που δεν εισακούγονται αποτελούν αναφορά στην παρακμή της θρησκείας στην κοινωνία. Ο McCartney απάντησε ότι το τραγούδι αφορά μοναχικά άτομα, ένα από τα οποία τυγχάνει να είναι ιερέας. Γενικά, όμως, στις συνεντεύξεις Τύπου καθ’ όλη τη διάρκεια της αυγουστιάτικης περιοδείας στις Η.Π.Α., οι δημοσιογράφοι επικεντρώνονταν συνήθως σε θρησκευτικά θέματα παρά στη νέα μουσική του συγκροτήματος. Στις 24 Αυγούστου, όταν ρωτήθηκε τι αποτέλεσε την έμπνευση για το «Eleanor Rigby», ο Lennon είπε ειρωνικά «Δύο ανώμαλοι… δύο νεόπλουτοι». Τελικά, οι DJs άρχισαν να παίζουν το single στα μέσα της περιοδείας των Beatles, καθώς άρθηκαν τα ραδιοφωνικά μποϊκοτάζ. Μάλιστα, ως ένα από τα πιο «σοβαρά» κομμάτια ολόκληρου του ρεπερτορίου των Beatles, αυτό το τραγούδι εξάτμισε ευθέως αρκετούς από τους συνήθως υποτιθέμενους περιορισμούς που επιβάλουν τα ραδιόφωνα που παίζουν Pop και Rock μουσική. Παρά, λοιπόν, τη διαμάχη που εξακολουθούσε να επικρατεί γύρω από το συγκρότημα εξαιτίας των σχολίων του Lennon, το τραγούδι απέφυγε σε μεγάλο βαθμό την κριτική, πιθανώς λόγω του μέρους των εγχόρδων που έκανε πιο διαχειρίσιμους τους σκοτεινούς στίχους του τραγουδιού.
Οι Beatles μόλις είχαν αρχίσει να γράφουν και να τραγουδούν τραγούδια που δεν αφορούσαν την αγάπη, όπως το «Nowhere Man» και το «Paperback Writer». Όμως το «Eleanor Rigby» ήταν διαφορετικό ακόμα κι απ’ αυτά τα δύο τραγούδια: όχι μόνο δεν αφορούσε την αγάπη, αλλά γράφτηκε εξ ολοκλήρου σε τρίτο πρόσωπο. Επιπλέον, ήταν το πρώτο όπου οι ίδιοι οι Beatles δεν έπαιξαν κανένα όργανο. Ενώ ήταν γνωστό ότι ο Paul McCartney χρησιμοποιούσε πιάνα και ορχήστρες στις μπαλάντες του, το «Eleanor Rigby» ήταν το πρώτο τραγούδι που έκανε το συγκρότημα χωρίς κανένα μέλος του να παίζει κάποιο όργανο.
Το «Eleanor Rigby» επιλέχθηκε ως το δεύτερο τραγούδι του δίσκου «Revolver», μετά το εκρηκτικά κυνικό «Taxman». Ο συγγραφέας Tim Riley λέει ότι η διαφθορά του φοροεισπράκτορα στο «Taxman» και η συγκλονιστική απεικόνιση του θανάτου μίας ηλικιωμένης γεροντοκόρης ονόματι Eleanor κάνει τον κόσμο του «Revolver» πιο δυσοίωνο από οποιοδήποτε άλλο ζεύγος εναρκτήριων τραγουδιών. Η Rigby και ο McKenzie είναι λυπημένοι στη μοναξιά τους και στην προφανή ματαιότητα της ζωής τους, ενώ η κατάστασή τους επεκτείνεται σε όλη την ανθρωπότητα, όπως γίνεται και στο «Nowhere Man», με τις εικόνες του McCartney να είναι ζωντανές και αρκετά κοινές ώστε να προκαλούν τεράστια συμπόνια γι’ αυτές τις χαμένες ψυχές.
Στην κριτική που δημοσίευσε το βρετανικό μουσικό περιοδικό Melody Maker για το «Revolver», το «Eleanor Rigby» χαρακτηρίστηκε ως «συμπαθητικό τραγούδι» και ένα από τα καλύτερα κομμάτια του δίσκου. Το New Musical Express έγραψε ότι δεν είχε την άμεση απήχηση του «Yellow Submarine» αλλά έχει διαρκή αξία και ότι το χειρίστηκε όμορφα ο Paul McCartney με τα έγχορδα τύπου μπαρόκ. Η Record Mirror, παρόλο που επαίνεσε την ενορχήστρωση με τα έγχορδα, βρήκε το τραγούδι αρκετά ευχάριστο αλλά μάλλον ασύνδετο λέγοντας ότι είναι εμπορικό αλλά προτιμάει «περισσότερο ψαχνό από τους Beatles». Ο Ray Davies άσκησε μια δυσμενή κριτική για το τραγούδι όταν κλήθηκε από το Disc and Music Echo να πει την άποψή του για καθένα από τα τραγούδια του δίσκου «Revolver» και απέρριψε το «Eleanor Rigby» ως ένα τραγούδι που σχεδιάστηκε «για να ευχαριστήσει τους δασκάλους μουσικής στα δημοτικά σχολεία». Κάνοντας ρεπορτάζ από το Λονδίνο, η αμερικανική εφημερίδα The Village Voice έγραψε ότι ο δίσκος «Revolver» ήταν πανταχού παρών στην πόλη, σαν να συσπειρώνονταν οι Λονδρέζοι πίσω από τους Beatles ως απάντηση στον ανταγωνισμό που υπήρχε στις Η.Π.Α. προς το συγκρότημα. Επιπλέον έγραψε: «Το Eleanor Rigby είναι μία μπαλάντα με ορχήστρα για την οδύνη της μοναξιάς. Οι χαρακτήρες της, η ίδια η Eleanor και ο πατέρας McKenzie, αντιπροσωπεύουν τη συναισθηματική στέρηση. Η Eleanor πέθανε στην εκκλησία και θάφτηκε μαζί με τ’ όνομά της. Ο καλός πατέρας γράφει λόγια στο κήρυγμα που κανείς δεν θα ακούσει/κανείς δεν πλησιάζει. Ως σχόλιο για την κατάσταση της σύγχρονης θρησκείας, αυτό το τραγούδι δύσκολα θα εκτιμηθεί απ’ όσους βλέπουν τον John Lennon ως αντίχριστο. Αλλά το Eleanor Rigby είναι πραγματικά γι’ αυτούς που δεν λαμβάνουν αγάπη και φροντίδα. Όταν η Eleanor βάφεται, ο αφηγητής ρωτά: Για ποιόν; Ενώ όταν ο πατέρας μαντάρει τις κάλτσες του, το ερώτημα είναι: Τι τον νοιάζει;». Σχολιάζοντας τους στίχους, η βρετανική εφημερίδα The Guardian έγραψε: «Εκεί έχεις μια ποιότητα σπάνια στην Pop μουσική, τη συμπόνια, γεννημένη από την ικανότητα ενός καλλιτέχνη να εκφραστεί σε άλλες καταστάσεις». Επιπλέον, βρήκε αυτή τη «συγκεκριμένη κατανόηση του συναισθήματος» εμφανή και στα νέα ερωτικά τραγούδια του McCartney και τον περιέγραψε ως «τον Beatle με την ισχυρότερη παραμένουσα δύναμη». Το αμερικανικό μουσικό περιοδικό KRLA Beat, ενώ παραπονιόταν ότι η προσοχή των Αμερικανών ήταν υπερβολικά στραμμένη στην εικόνα και τις μη μουσικές δραστηριότητες του συγκροτήματος, προέβλεψε ότι το «Eleanor Rigby» θα γινόταν ένα «σύγχρονο κλασικό τραγούδι» προσθέτοντας ότι, εκτός από την ποιότητα της ενορχήστρωσης των εγχόρδων, η μελωδία «είναι μια από τις πιο όμορφες που υπάρχουν στην τρέχουσα σκηνή της Pop» και ότι οι στίχοι είναι αξέχαστοι. Το Cash Box βρήκε το single «μοναδικό» και το «Eleanor Rigby» ως «μία δυνατά ενορχηστρωμένη, στοιχειωμένη ιστορία θλίψης και απογοήτευσης». Ο μουσικός και κριτικός από το Λίβερπουλ George Melly δήλωσε ότι «η Pop ενηλικιώθηκε» με το «Eleanor Rigby», ενώ ο τραγουδοποιός Jerry Leiber είπε: «Δεν νομίζω ότι έχει γραφτεί ποτέ καλύτερο τραγούδι».
Το «Eleanor Rigby» ανέβηκε στο No 1 του Ηνωμένου Βασιλείου (το ενδέκατο No 1 των Beatles) ενώ έφτασε και στο No 11 των Η.Π.Α. Έγινε επίσης No 1 στην Αυστραλία, Βέλγιο, Καναδά και Νέα Ζηλανδία και No 6 στη Φινλανδία.
Γεγονός είναι ότι στα μέσα της δεκαετίας του 1960 τα τσέμπαλα και τα κουαρτέτα εγχόρδων άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους στα συγκροτήματα της Rock: οι Rolling Stones ηχογράφησαν το «Lady Jane» (1966) και οι Kinks το «Too Much On My Mind» (1966) πριν κυκλοφορήσουν οι Beatles το «Eleanor Rigby», με το οποίο ένωσαν τον Henry Purcell (Άγγλο μπαρόκ συνθέτη του 17ουαιώνα) με τον… Francois Truffaut (Γάλλο σκηνοθέτη του νέου κύματος). Το 1966, τα πράγματα κινούνταν τόσο γρήγορα που κάθε single των Beatles έμοιαζε σαν μια νέα εποχή και ο πειραματισμός στο στούντιο ήταν απαραίτητος.
Η Beatlemania ήταν εξίσου μαζική στις Η.Π.Α. και στο Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά υπήρχαν βασικές διαφορές στον τρόπο με τον οποίο η μουσική των Beatles παρουσιάστηκε σε κάθε κοινό καθώς και στο πώς ανταποκρίθηκαν. Το γεγονός της συγκριτικά μέτριας πορείας του «Eleanor Rigby» στους αμερικανικούς πίνακες επιτυχιών έχει αποδοθεί στο καταθλιπτικό θέμα του τραγουδιού καθώς και στο κλίμα που δημιουργήθηκε από τα σχόλια του John Lennon ότι οι Beatles ήταν πιο δημοφιλείς από τον Ιησού. Επιπλέον, το αμερικανικό κοινό είχε διαφορετικές εκδόσεις των δίσκων των Beatles, αν και το «Eleanor Rigby» συμπεριλήφθηκε τόσο στο βρετανικό όσο και στο αμερικανικό «Revolver» όταν κυκλοφόρησε τον Αύγουστο του 1966. Το single ανέβηκε στο No 1 του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά στις Η.Π.Α. το No 11 μπορεί να ήταν ικανοποιητικό για οποιονδήποτε καλλιτέχνη, όχι όμως για single των Beatles, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη ότι -παραδόξως- το «Yellow Submarine», που ήταν στο ίδιο single, έφτασε στο No 2 χωριστά, λόγω των κανόνων των αμερικανικών charts.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Jonathan Gould, το «Eleanor Rigby» ήταν το πρώτο single των Beatles από το 1963 που δεν προοριζόταν για την κορυφή των αμερικανικών charts, γεγονός που ο ίδιος αποδίδει στην επιφυλακτικότητα της Capitol που επέλεξε αρχικά να παραβλέψει το τραγούδι.
Ενώ το «Eleanor Rigby» θα γινόταν ορόσημο στην ιστορία του συγκροτήματος, ήταν μόνο μία από τις πολλές επανεφευρέσεις που επιφύλασσε ο δίσκος «Revolver». Με τη συμπερίληψη συνθέσεων που ξεφεύγουν από τη μορφή των τυπικών τραγουδιών αγάπης και από τη λαμπερή Pop σκηνή, ο δίσκος αυτός σηματοδότησε την αρχή μιας αλλαγής στο βασικό κοινό των Beatles, καθώς η βάση των θαυμαστών τους, στην οποία κυριαρχούσε το νεαρό -κυρίως γυναικείο- κοινό, άρχισε να δίνει τη θέση της σε όλο και περισσότερους άνδρες και πιο σοβαρούς ακροατές. Πολλοί από τους λιγότερο προοδευτικούς θαυμαστές των Beatles αποξενώθηκαν από τη νέα μουσική του συγκροτήματος το 1966, ειδικά από τα ασυμβίβαστα, ψυχεδελικά τραγούδια του Lennon. Στη δημοσκόπηση των αναγνωστών του περιοδικού The Beatles Book για το «Revolver», το «Eleanor Rigby» και τα ερωτικά τραγούδια του McCartney ήταν με διαφορά τα πιο δημοφιλή κομμάτια.
«Δεν νομίζω ότι προσπαθήσαμε ποτέ να δημιουργήσουμε τάσεις. Προσπαθούμε να συνεχίσουμε να προχωράμε και να κάνουμε κάτι διαφορετικό». Αυτή η δήλωση από τον Paul McCartney το 1966 είναι χαρακτηριστική της επίμονης στάσης «προς τα εμπρός» που έγινε το δόγμα των Beatles ειδικά από εκείνη τη χρονιά και μετά. Ενώ φαινομενικά κάθε κίνηση που έκαναν μουσικά έγινε πράγματι η νέα «τάση», που μιμήθηκε οποιοσδήποτε επιθυμούσε να αφήσει το στίγμα του στα charts, ο στόχος τους ήταν απλά να είναι καινοτόμοι.
Άθελά τους, ξεπέρασαν τον εαυτό τους καθώς το προηγούμενο μπροστινό βήμα του «Yesterday», με φόντο το κουαρτέτο εγχόρδων στην ακουστική κιθάρα και το σόλο φωνητικό του Paul, έγινε στην περίπτωση του «Eleanor Rigby» ένα τεράστιο άλμα ενός διπλού κουαρτέτου εγχόρδων που έπαιζε μια κλασικά γραμμένη παρτιτούρα που δημιούργησαν ο Paul και ο George Martin χωρίς κανένα όργανο των Beatles. Αυτό δεν ξεκίνησε μια τάση, αλλά έκανε τον ανταγωνισμό να μείνει με το στόμα του ανοιχτό, αφήνοντας τους πάντες στην σκόνη.
Παρόλο που το «Eleanor Rigby» δεν ήταν το πρώτο Pop τραγούδι που ασχολήθηκε με τον θάνατο και τη μοναξιά, σύμφωνα με τον συγγραφέα και μουσικοκριτικό Ian MacDonald, «προκάλεσε σοκ στους ακροατές της Pop το 1966». Οι θαυμαστές των Beatles (όσο και οι φίλοι της Pop μουσικής) βρέθηκαν απροειδοποίητα, μέσα από τις ραδιοφωνικές συχνότητες των AM, ένα βήμα πριν την κλασική μουσική. Οι λάτρεις της κλασικής μουσικής μπορεί να ανατριχιάζουν με αυτόν τον υπαινιγμό και να το θεωρούν πολύ τραβηγμένο, αλλά μπορούμε τουλάχιστον να το δούμε ως ένα «πάντρεμα» της κλασικής μουσικής με την Pop μουσική εκείνης της εποχής. Περιέργως, η πλειονότητα των θαυμαστών των Beatles εκείνης της δεκαετίας αποδέχθηκαν το τραγούδι ως εντυπωσιακά ψυχαγωγικό και όχι πολύ «εξεζητημένο» για το γούστο τους. Ήταν ένα θλιβερό μήνυμα κατάθλιψης και απελπισίας, γραμμένο από ένα διάσημο Pop συγκρότημα, με μελαγχολικά φωνητικά σαν… κηδεία, και παρόλα αυτά ανέβηκε στο No 1 (του Ηνωμένου Βασιλείου).
Pete Townshend (των Who, 1967): Είναι βασικά η κύρια πηγή έμπνευσής μου -και όλων των άλλων γι’ αυτό το θέμα. Νομίζω ότι το «Eleanor Rigby» ήταν μια πολύ σημαντική μουσική κίνηση προς τα εμπρός. Σίγουρα με ενέπνευσε να γράφω και ν’ ακούω πράγματα σ’ αυτό το πνεύμα.
---
Κάποια στιγμή προς τα τέλη του 1966, δοκιμαζόταν μια νέα μορφή single που ονομαζόταν «pocket discs» (δίσκοι τσέπης), οι οποίοι ήταν εύκαμπτοι 3,75” που μπορούσαν να μεταφερθούν «εν κινήσει» στην τσέπη σας (όπως ισχυρίζονταν οι κατασκευαστές) μέχρι να φτάσετε σ’ ένα σπίτι φίλου ή κάπου όπου υπήρχε πικάπ. Αυτοί οι δίσκοι κατασκευάζονταν από την Americom με άδειες από δισκογραφικές εταιρείες, όπως την Capitol, για να κυκλοφορούν νέα singles σε αυτή την εναλλακτική μορφή. Έγιναν δοκιμαστικές εκτυπώσεις του single «Yellow Submarine / Eleanor Rigby» είτε σε ανοιχτό μπλε είτε σε κόκκινο εύκαμπτο βινύλιο, αλλά κανένα αντίτυπο δεν πουλήθηκε στο ευρύ κοινό. Σήμερα οι συλλέκτες θα πλήρωναν χιλιάδες δολάρια για ένα αντίτυπο.
Tο 1967, η Capitol κυκλοφόρησε τη μουσική των Beatles σε μία άλλη ολοκαίνουργια αλλά βραχύβια μορφή ονόματι playtapes. Αυτές οι κασέτες δεν είχαν τη δυνατότητα να περιλαμβάνουν ολόκληρους δίσκους, έτσι κυκλοφόρησαν σ’ αυτή τη φορητή μορφή δύο περικομμένες εκδόσεις τεσσάρων τραγουδιών του «Revolver», με το «Eleanor Rigby» να είναι το ένα από αυτά, αν και αναφέρεται λανθασμένα ως «All The Lonely People». Αυτά τα playtapes είναι ιδιαίτερα συλλεκτικά σήμερα.
Τον Μάρτιο του 1967, οι New York Times έγραψαν ότι στο «Eleanor Rigby» οι Beatles «ρωτούν από που έρχονται όλοι οι μοναχικοί άνθρωποι και πού ανήκουν, σαν να θέλουν πραγματικά να μάθουν. Η ικανότητά τους για διασκέδαση ήταν εμφανής από την αρχή. Η ικανότητά τους για οίκτο είναι κάτι νέο και είναι ένας σημαντικός λόγος για να τους αποκαλούν καλλιτέχνες».
Τον ίδιο μήνα, στα 9α ετήσια βραβεία Grammy, το «Eleanor Rigby» ήταν υποψήφιο σε τρεις κατηγορίες, κερδίζοντας τελικά αυτό της καλύτερης σύγχρονης ερμηνείας για τον Paul McCartney.
Tον Νοέμβριο του 1968, κυκλοφόρησε σε ραδιοφωνικούς σταθμούς ένας δίσκος 12 ιντσών που περιείχε πέντε διαφημίσεις για την προώθηση της ταινίας κινουμένων σχεδίων «Το Κίτρινο Υποβρύχιο». Η ετικέτα σ’ αυτόν τον δίσκο μονής όψης (η άλλη πλευρά του δίσκου ήταν κενή) έγραφε «Apple Films Presents ‘The Yellow Submarine’ (A United Artists Release)» και περιείχε δύο διαφημίσεις του ενός λεπτού, δύο των 30 δευτερολέπτων και μία των 10 δευτερολέπτων. Σε μερικά από αυτά τα ραδιοφωνικά spots ακούγεται ένα μικρό μέρος του «Eleanor Rigby».
Η ιστορία όμως της Eleanor Rigby δεν ολοκληρώνεται εδώ. Η θλιβερή ιστορία της Eleanor Rigby, που έζησε μια μοναχική ζωή και κανένας δεν ήρθε στην κηδεία της, γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα, αλλά και ανατριχιαστική, όταν μαθεύτηκε ότι, όντως, μια γυναίκα με το ίδιο όνομα έζησε μια εξίσου καταθλιπτική ζωή στο Liverpool.
Στην αρχή κανένα μέλος της μπάντας δεν παραδέχτηκε τη σύνδεση του «Eleanor Rigby» με κάποιο υπαρκτό πρόσωπο λέγοντας πως όλη η ιστορία είναι ένα δημιούργημα της φαντασίας τους. Ωστόσο, οι αναμνήσεις ειδικά του McCartney για το πώς επέλεξε το όνομα της πρωταγωνίστριάς του τέθηκαν υπό λεπτομερή εξέταση όταν, συμπτωματικά ή όχι, το 1984 στο νεκροταφείο της εκκλησίας του Αγίου Πέτρου στο Woolton του Λίβερπουλ ανακαλύφθηκε μία ταφόπλακα με χαραγμένο το όνομα Eleanor Rigby. Η πραγματική Eleanor Rigby γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 1895 και έζησε στο Λίβερπουλ, όπου την επομένη των Χριστουγέννων του 1830 παντρεύτηκε έναν άντρα που ονομαζόταν Thomas Woods. Πέθανε από εγκεφαλική αιμορραγία στις 10 Οκτωβρίου 1939 σε ηλικία 44 ετών και θάφτηκε στον τάφο του παππού της, John Rigby, του οποίου το όνομα είναι πρώτο στην επιγραφή. Λίγα μέτρα πιο μακριά υπάρχει μια άλλη ταφόπλακα με χαραγμένο το όνομα McKenzie. Ωστόσο το τραγούδι έκανε με κάποιο τρόπο και τα δύο ονόματα αθάνατα. Παρά το γεγονός ότι εμφανίζονται σε τόσο κοντινή απόσταση, ο McCartney έχει αρνηθεί ότι αυτές οι ταφόπλακες ήταν η πηγή των ονομάτων, αν και συμφωνεί ότι μπορεί να έχουν αποτυπωθεί υποσυνείδητα.
Η εκκλησία του Αγίου Πέτρου ήταν το μέρος όπου ο Lennon πήγαινε κατηχητικό όταν ήταν μικρός και όπου συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον McCartney σε πανηγύρι της εκκλησίας, πριν από μία εμφάνιση των Quarrymen, στις 6 Ιουλίου 1957. Εκείνη τη συγκεκριμένη μέρα, ο 15χρονος Paul έπαιξε λίγο στο πιάνο της εκκλησίας, όσο οι Quarrymen έστηναν τα όργανά τους, κούρδισε την κιθάρα του 17χρονου John Lennon, τραγούδησε λίγο Chuck Berry πριν τη δώσει πίσω και κάτσει κάπου για να παρακολουθήσει τον John να παίζει με το συγκρότημά του. Ο Paul πίστευε ότι ο John ξεχώριζε από τους υπόλοιπους Quarrymen. Ήταν ένας frontman με αυτοπεποίθηση, έδειχνε cool και ακουγόταν υπέροχος. Το κοινό τούς λάτρευε -συμπεριλαμβανομένου και του νεαρού Bob Molyneux που ηχογράφησε τη συναυλία σ’ ένα μαγνητόφωνο (αυτό που δεν συνειδητοποίησε τότε ο Bob είναι πως είχε ηχογραφήσει ένα κομμάτι της ιστορίας του Rock & Roll και το 1994, όταν πια ήταν ένας συνταξιούχος αστυνομικός, βρήκε την ξεχασμένη ηχογράφηση και, παρά την κακή ποιότητα ήχου, την πούλησε στην EMI, μέσω Sotheby’s, για 78.500 λίρες). Αργότερα εκείνο το απόγευμα, ο John και οι υπόλοιποι από το συγκρότημα συμφώνησαν ότι ο Paul είναι καλό παιδί και τον προσκάλεσαν για ποτό, λέγοντας ψέματα για την ηλικία τους ώστε να τους σερβίρουν. Ο John εντυπωσιάστηκε εξίσου από τη φυσική ικανότητα του Paul στην κιθάρα. Ακούγανε την ίδια μουσική ή, για την ακρίβεια, ήταν παθιασμένοι με αυτή. Ντυνόταν με του ίδιου τύπου παντελόνια και τα φωνητικά του δεν ήταν χάλια. Εκείνο το βράδυ, τα μέλη του συγκροτήματος συζήτησαν το ενδεχόμενο να καλέσουν τον Paul να συμμετάσχει στους Quarrymen και δύο εβδομάδες αργότερα ο Pete Shotton, μέλος της μπάντας, εντόπισε τον McCartney να κάνει ποδήλατο στο Woolton και τον προσκάλεσε να παίξει για πρώτη φορά μαζί τους ως ένας από τους Quarrymen. Από τότε ο Lennon και ο McCartney έγιναν φίλοι. Άραζαν συχνά στην αυλή της εκκλησίας και περνούσαν συχνά από το νεκροταφείο της εκκλησίας, διότι από κει έκοβαν δρόμο, και εννέα χρόνια αργότερα, με το «Eleanor Rigby», ο Paul McCartney πήγε τους θαυμαστές των Beatles πίσω σ’ εκείνο το πρώτο σημείο συνάντησης.
Paul McCartney: Νόμιζα, τ’ ορκίζομαι, ότι έφτιαξα το όνομα Eleanor Rigby έτσι. Θυμάμαι ξεκάθαρα ότι είχα το όνομα Eleanor κι έψαχνα τριγύρω για ένα πιστευτό επώνυμο και μετά τριγυρνούσα στις αποβάθρες του Bristol κι είδα το κατάστημα εκεί. Αλλά φαίνεται ότι στο νεκροταφείο του Woolton, όπου συνήθιζα να κάνω πολύ παρέα με τον John, υπάρχει μια ταφόπλακα για μια Eleanor Rigby. Προφανώς, λίγα μέτρα πιο δεξιά υπάρχει κάποιος που ονομαζόταν McKenzie.
Είναι δελεαστικό να φαντάζεται κανείς τους έφηβους Lennon και McCartney να σκέφτονται με θλίψη την ταφόπλακα, να φαντάζονται τη ζωή της Eleanor και αργότερα να σκαρφίζονται τους στίχους. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι λίγοι γνώριζαν την ύπαρξη του τάφου μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και ο ίδιος ο McCartney αρνήθηκε ότι ήταν η έμπνευση πίσω από το τραγούδι.
Ο McCartney είπε ότι ενώ περνούσε συχνά από την αυλή της εκκλησίας, δεν θυμόταν να είχε δει ποτέ τον τάφο της Rigby. Απέδωσε δε τη σύμπτωση σε προϊόν υποσυνείδητης επιρροής όταν χρειαζόταν ένα πιστευτό όνομα για τη μοναχική γεροντοκόρη.
Paul McCartney: Ήταν εντελώς σύμπτωση ή στο υποσυνείδητό μου. Υποθέτω ότι ήταν πιο πιθανό στο υποσυνείδητό μου γιατί θα ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους τους τάφους όπου γυροφέρναμε με τον John και τριγυρνούσαμε εκεί. Ήταν το μέρος όπου συνηθίζαμε να λιάζουμε αλλά θα μπορούσαν να υπάρχουν 3000 ταφόπλακες στη Βρετανία με το όνομα Eleanor Rigby. Είναι πιθανό να το είδα και να το θυμήθηκα υποσυνείδητα. Μπορεί να είναι τόσο υποσυνείδητο -αλλά αυτό είναι απλώς μεγαλύτερο από μένα. Δεν ξέρω την απάντηση σ’ αυτό. Η σύμπτωση είναι απλώς μια λέξη που λέει ότι δύο πράγματα συνέπεσαν. Βασιζόμαστε σ’ αυτήν ως εξήγηση, αλλά στην πραγματικότητα απλώς την ονομάζει -δεν πηγαίνει παραπέρα από αυτό. Αλλά ως προς το γιατί συμβαίνουν μαζί, υπάρχουν πιθανώς βαθύτεροι λόγοι που ο μικρός μας εγκέφαλος δεν μπορεί να κατανοήσει.
---
Ο McCartney απέρριψε επίσης ισχυρισμούς ανθρώπων που, λόγω του ονόματός τους και της σχέσης τους με τους Beatles, πίστευαν ότι ήταν ο πραγματικός ιερέας McKenzie.
Το 1989, η φιλανθρωπική οργάνωση Sunbeams Music Trust -η οποία παρέχει μουσικοθεραπεία σε παιδιά με ειδικές ανάγκες και ενήλικες με εγκεφαλικές κακώσεις- προσέγγισε τον Paul McCartney ζητώντας την υποστήριξή του για να ανοίξει ένα ειδικά διαμορφωμένο κέντρο και κάνοντας αναφορά στο πώς η μουσικοθεραπεία ενισχύει την ποιότητα ζωής και βοηθά στην ανάρρωση. Ο McCartney απάντησε στο αίτημα στέλνοντας μία προσεκτικά διπλωμένη σελίδα από το λογιστικό βιβλίο με τους μισθούς που καταβλήθηκαν από το Liverpool City Hospital το 1911. Μεταξύ των υπαλλήλων που αναφέρονται είναι και η Eleanor Rigby, η οποία εργαζόταν στο νοσοκομείο ως λαντζιέρα.
Annie Mawson (Sunbeams Music Trust): Έγραψα στον Paul και του ζήτησα μισό εκατομμύριο λίρες. Αλλά στο τέλος της επιστολής είπα απλά: «ξέρω ότι είσαι άνθρωπος που νοιάζεται πολύ και νιώθω ότι είναι προνόμιο να μοιράζομαι την ιστορία μου μαζί σου». Εννέα μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1990, έφτασε αυτός ο εκπληκτικός φάκελος στο ταχυδρομείο. Είχαν περάσει εννέα μήνες αφότου του είχα γράψει, κάτι που αποτέλεσε μέρος του μυστηρίου γιατί πάντα σκέφτεσαι ότι κατέληξε στο καλάθι των αχρήστων.
---
Ο φάκελος που περιείχε το έγγραφο του 1911 είχε την επίσημη σφραγίδα περιοδείας του Paul McCartney, ο οποίος εκείνη την περίοδο έδινε συναυλίες. Η Mawson δεν συνειδητοποίησε αμέσως τη σημασία του μητρώου μέχρι που διάβασε τη λίστα με τα ονόματα και εντόπισε την E. Rigby. Το έγγραφο πρόσφερε μία από τις πιο ξεκάθαρες ενδείξεις για την ταυτότητα της Eleanor Rigby, της γυναίκας που στο τραγούδι πεθαίνει μόνη της χωρίς να τη θρηνήσει κανένας. Η Eleanor Rigby που αναφέρεται στο έγγραφο είναι το ίδιο πρόσωπο με αυτό που αναγράφεται στην περιβόητη ταφόπλακα.
Το έγγραφο -υπογεγραμμένο από την 16χρονη τότε Rigby- προσέλκυσε το ενδιαφέρον των συλλεκτών λόγω των όσων υποτίθεται ότι αποκαλύφτηκαν σχετικά με την έμπνευση πίσω από το τραγούδι των Beatles. Τον Νοέμβριο του 2008, το έγγραφο πουλήθηκε σε δημοπρασία για 115.000 λίρες. Η εφημερίδα Guardian έγραψε ότι με το έγγραφο αυτό αποδεικνύεται ότι ο McCartney ήξερε περισσότερα για την πραγματική Eleanor Rigby απ’ όσα μας έκανε να πιστέψουμε.
Paul McCartney: Η Eleanor Rigby είναι ένας εντελώς πλασματικός χαρακτήρας που δημιούργησα… Αν κάποιος θέλει να ξοδέψει χρήματα αγοράζοντας ένα έγγραφο για να αποδείξει ότι ένας πλασματικός χαρακτήρας υπάρχει, τότε είναι εντάξει με μένα.
---
Η ταφόπλακα της Eleanor Rigby στο Woolton έγινε ορόσημο για τους θαυμαστές των Beatles που επισκέπτονται το Λίβερπουλ και γι’ αυτό δέχεται τακτικά επισκέψεις από ξεναγήσεις. Ενώ ο σερ Paul παραμένει αμφίθυμος σχετικά με την αρχική έμπνευση πίσω από το τραγούδι, μία ψηφιοποιημένη εικόνα της ταφόπλακας προστέθηκε στο μουσικό βίντεο του «Free As A Bird» (1995). Το συνεχές ενδιαφέρον για μια πιθανή σύνδεση μεταξύ της πραγματικής Eleanor Rigby και του τραγουδιού, οδήγησε το 2017 στη δημοπρασία του τάφου, μαζί με μία Βίβλο που κάποτε ανήκε στη Rigby και μια χειρόγραφη από τον George Martin παρτιτούρα του τραγουδιού (υπογεγραμμένη από τον George Martin και τον Paul McCartney) καθώς και άλλα αναμνηστικά αντικείμενα των Beatles. Η καημένη Eleanor Rigby, όχι μόνο δεν πήγε κανείς στην κηδεία της -σύμφωνα με τους στίχους του τραγουδιού- αλλά δεν βρέθηκε και κανείς να πληρώσει αρκετά για τον τάφο της, αφού τα συμβόλαια της ταφής απέτυχαν να πωληθούν στη δημοπρασία. Τα χαρτιά αυτά (ένα πιστοποιητικό αγοράς και μία απόδειξη) βγήκαν στο σφυρί μαζί με μια μικρή Βίβλο του 1899 με το όνομα της Eleanor Rigby γραμμένο μέσα. Το γεγονός ότι αμφισβητείται έντονα ότι η συγκεκριμένη γυναίκα ήταν πράγματι η έμπνευση για το τραγούδι των Beatles, ίσως ήταν ο λόγος που τα χαρτιά του τάφου της δεν έπιασαν την τιμή βάσης των 2.000 λιρών. Ο David Beford, ο οποίος έχει γράψει πολλά βιβλία για το συγκρότημα, είπε ότι σκέφτηκε πως ήταν «περίεργο» να υπάρχει τόσο ενδιαφέρον για μια γυναίκα φαινομενικά άσχετη με το τραγούδι.
David Bedford: Την παρτιτούρα ενός τραγουδιού, μπορείς να το καταλάβεις, αλλά έναν τάφο, το βρίσκω πραγματικά ασυνήθιστο. Δεν είμαι σίγουρος ποιος θα ήθελε να αγοράσει τους τίτλους ιδιοκτησίας ενός τάφου και θα μ’ ενδιέφερε να δω ποιος τους αγοράζει και για πόσα χρήματα. Η μυθολογία του τάφου μεγαλώνει κάθε χρόνο.
---
Ωστόσο ο Bedford είπε επίσης ότι πίστευε ότι θα ήταν «μεγάλη σύμπτωση αν ο τάφος δεν είχε μπει ποτέ στο μυαλό του McCartney, τουλάχιστον σε κάποιο υποσυνείδητο επίπεδο». Επιπλέον, η στάση του Paul McCartney δημιουργεί μια εύλογη απορία: εφόσον είχε ο ίδιος στην κατοχή του τη λίστα μισθοδοσίας με το όνομα της Eleanor Rigby και την έστειλε στην Annie Mawson εκτιμώντας ότι αυτό το αντικείμενο είχε κάποια αξία συνδέοντας το με την επιτυχία των Beatles, γιατί να παρέμβει λέγοντας ότι τα συμβόλαια για τον τάφο της Eleanor δεν είχαν καμία σχέση με το τραγούδι;
Spencer Leigh (συγγραφέας): Ο John Lennon είχε διασυνδέσεις σ’ εκείνη την εκκλησία και μάλιστα είχε συμμετάσχει στη χορωδία της. Ο θείος του πέθανε το 1955 όταν ήταν αρκετά νέος. Το όνομά του ήταν George Toogood Smith. Ο John αγαπούσε αυτό το όνομα και πολύ συχνά έπαιρνε τους φίλους του στο νεκροταφείο για να τους δείξει. Είναι πολύ πιθανό ο McCartney να είδε τον τάφο της Rigby και να το αποθήκευσε στο κεφάλι του. Είναι απλώς πιθανό να το είχε στο μυαλό του. Αλλά στην πραγματικότητα δεν το γνωρίζουμε και νομίζω ότι και ο ίδιος ο McCartney δεν το ξέρει. Η αληθινή Eleanor Rigby δούλευε σαν λαντζιέρα. Απλά ταιριάζει τόσο τέλεια.
---
Η Karen Fairweather της Omega Auctions παραδέχτηκε ότι η σύνδεση μεταξύ της πραγματικής Eleanor Rigby και του τραγουδιού δεν έχει τις ρίζες της σε «συγκεκριμένο γεγονός». «Υπάρχει φυσικά η ταφόπλακα και το ότι η οικογένεια Rigby ζούσε στον δρόμο πίσω από τον δρόμο όπου ζούσε ο John Lennon», πρόσθεσε. Μπορεί το ονοματεπώνυμο Eleanor Rigby να είναι πράγματι μια υποσυνείδητη επιλογή, ωστόσο μοιάζει υπερβολικά τυχαίο που οι στίχοι την τοποθετούν για πρώτη φορά σε μία εκκλησία, στην οποία τελικά θάβεται.
Η χειρόγραφη παρτιτούρα του «Eleanor Rigby», που αναμενόταν να πιάσει τουλάχιστον 20.000 λίρες (22.000€), αποσύρθηκε από τη δημοπρασία λίγο πριν ξεκινήσει λόγω διαφωνίας περί της ιδιοκτησίας της παρτιτούρας.
Το «Eleanor Rigby» αποτελεί ένα σπάνιο παράδειγμα περίπτωσης όπου ο John Lennon ισχυρίστηκε ότι είχε πιο ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία του τραγουδιού από αυτόν που υποστηρίχθηκε από τους υπόλοιπους ότι είχε. Συγκεκριμένα, ο Lennon δήλωνε ότι έγραψε το μεγαλύτερο μέρος του «Eleanor Rigby», το οποίο φαίνεται μάλλον απίθανο καθώς έρχεται σε αντίθεση με τις αναμνήσεις όλων των υπόλοιπων που ήταν παρόντες στη δημιουργία του τραγουδιού. Στις συνεντεύξεις που έδιναν μετά τη διάλυση των Beatles, ο Lennon και ο McCartney σπάνια είχαν διαφορές στις δηλώσεις τους σχετικά με το ποιος έγραψε τι. Ωστόσο, η συμβολή του Lennon στο «Eleanor Rigby» παραμένει ασαφής. Το 1971, ο John Lennon είπε στον δημοσιογράφο Mike Hennessey για το ποιος έγραψε το «Eleanor Rigby»: «Και οι δύο. Είχα γράψει ένα μεγάλο μέρος από τους στίχους, ας πούμε το 70%. Ο Ray Charles έκανε μια φανταστική διασκευή σε αυτό το κομμάτι». Το ποσοστό αυτό (70%) επικαλέστηκε και στον δημοσιογράφο Alan Smith. Μάλιστα έστειλε κι ένα γράμμα στο βρετανικό περιοδικό Melody Maker διαμαρτυρόμενος για τα σχόλια του παραγωγού των Beatles, George Martin. Στο γράμμα αυτό, ο Lennon έγραψε ότι «περίπου το 50% των στίχων γράφτηκαν από μένα στα στούντιο και στο σπίτι του Paul».
Ο Lennon θυμόταν ότι ενέκρινε τον στίχο του ρεφρέν στο στούντιο, καθώς δημιουργήθηκε από τους McCartney και Harrison πιθανότατα αφού τα όργανα είχαν ήδη ηχογραφηθεί. Ο τελευταίος στίχος, για τον οποίο γράφει ο Shotton, δεν υπάρχει στο χειρόγραφο του McCartney κι έτσι πιθανότατα δημιουργήθηκε στο στούντιο. Για να επιβεβαιωθεί ότι το γράψιμο της τελευταίας στιγμής έγινε στο στούντιο ηχογράφησης, το περιοδικό Hit Parader ζήτησε το 1971 από τον George Martin εάν θα μπορούσε να ξεκαθαρίσει τις διαφορές σχετικά με το γράψιμο του τραγουδιού.
George Martin: Είχα υποθέσει ότι ήταν όλο του Paul. Βασικά θυμάμαι ότι πράγματι στην ηχογράφηση έλειπαν μερικοί στίχοι από τον Paul και τους ήθελε και γυρνούσε και ρωτούσε τους ανθρώπους «τι μπορούμε να βάλουμε εδώ;» και ο Neil [Aspinall], ο Mal [Evans] κι εγώ κάναμε προτάσεις… πολύ ασήμαντες, πραγματικά. Όλοι συνέβαλαν πράγματα περιστασιακά.
Σ’ αυτήν την απάντηση του George Martin παρατηρούμε την παράλειψη του ονόματος του John Lennon. Το 1980, ο Lennon θυμήθηκε ότι έγραψε τα πάντα εκτός από τον πρώτο στίχο. Γενικά ο Lennon ισχυριζόταν ότι έγραψε τους περισσότερους στίχους του «Eleanor Rigby», με τον Paul McCartney να απαντά «Ναι, περίπου μισή γραμμή!». Οι ισχυρισμοί του John Lennon έγιναν σε μια εποχή που δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τον Paul McCartney και επιπλέον κανείς άλλος δεν τα θυμάται έτσι. Ακόμα και ο στενός φίλος του, ο Pete Shotton, θυμόταν ότι η συνεισφορά του Lennon ήταν σχεδόν μηδενική. Ο Shotton, ο οποίος ήταν παρών στη συνάντηση που έγινε στο Weybridge, λέει ότι ο Ringo έβαλε τον ιερέα να μπαλώνει τις κάλτσες του και ότι ο ίδιος ο Shotton πρότεινε ο ιερέας McKenzie να θάβει την Rigby στο τέλος και ότι ολόκληρη η συνεισφορά του Lennon ήταν να εναντιωθεί στην πρόταση του Shotton, που τελικά έγινε η βάση του τελευταίου κουπλέ. Ο δε Paul McCartney είπε ότι «ο John με βοήθησε σε λίγα λόγια αλλά θα το έβαζα 80-20 σε μένα, κάτι τέτοιο».
Σύμφωνα με τον McCartney, το «In My Life» και το «Eleanor Rigby» είναι τα μόνα τραγούδια που φέρουν την υπογραφή Lennon-McCartney, όπου αυτός και ο John Lennon διαφώνησαν σχετικά με το ποιος τα έγραψε. Κατά την άποψη του μουσικολόγου Walter Everett, η γραφή του στίχου πιθανότατα ήταν μια ομαδική προσπάθεια και, ανεξάρτητα ποιος έγραψε τους στίχους, ο McCartney είχε την επίβλεψη αυτής της μελέτης χαρακτήρων των οποίων οι στίχοι είναι χαραγμένοι με πολύ σαφή εστίαση.
Ο Lennon και ο McCartney ήταν εξίσου καινοτόμοι, κάτι που είναι μια αλήθεια που το κοινό άργησε να κατανοήσει. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι ο Lennon ήταν ο καλλιτεχνικός τύπος και ο McCartney ο τέλειος επαγγελματίας. Όπου ο Lennon ήταν ριζοσπαστικός, ο McCartney ήταν ο μάστορας του δοκιμασμένου και του αληθινού. Αυτό, όμως, είναι μια ανιστόρητη ανοησία. Ο καθένας, με το ταλέντο που είχε και τον φόβο για τον άλλον -υγιής φόβος αλλά φόβος- ωθούσε τον άλλο να κάνει ό,τι μπορούσε. Έτσι λειτουργεί ο ανταγωνισμός. Εάν ανταγωνίζεστε κάποιον που είναι φοβερός σ’ αυτό που αναλαμβάνετε κι οι δύο, σίγουρα αυτή δεν είναι μια χαλαρωτική κατάσταση. Μπορεί να είναι ο καλύτερος φίλος σας, αλλά θα έχετε μία νευρικότητα. Ο Lennon έγραφε ιστορίες στο συγκρότημα, αλλά και πριν από το συγκρότημα, όταν ακόμα πήγαινε σχολείο, έβγαζε μία ψευτο-εφημερίδα δικής του δημιουργίας -που στην ουσία ήταν ένα σατιρικό λογοτεχνικό περιοδικό- με όνομα The Daily Howl. Αλλά αν και δεν είναι τόσο φανταχτερό όσο οι προχωρημένες δουλειές των Beatles για τις οποίες μιλάμε συνήθως –«Tomorrow Never Dies», «A Day In The Life»- τίποτα στην παραγωγή του συγκροτήματος δεν ήταν τόσο παράξενο, εύστοχο και προοδευτικό όσο το αφηγηματικό τραγούδι του McCartney και αυτό έχει να κάνει με τη λογοτεχνική του ποιότητα.
Σε μία συνέντευξή του το 2007, ο George Martin είπε ότι ήταν τέτοιος ο αμοιβαίος θαυμασμός και η αίσθηση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο τραγουδοποιών, που ο McCartney εμπνεόταν πάντα από τον Lennon ως στιχουργός και ενώ ο McCartney έγραψε σχεδόν ολόκληρο το «Eleanor Rigby», το τραγούδι δεν θα είχε δημιουργηθεί χωρίς την επιρροή του John.
Στο βιβλίο «The Beatles And The Historians: An Analysis Of Writings About The Fab Four» (2016), η ιστοριογράφος Erin Torkelson Weber λέει ότι σύμφωνα με όλες τις διαθέσιμες αναφορές ο McCartney είναι ο κύριος στιχουργός του τραγουδιού και μόνο οι αναμνήσεις του John Lennon μετά το 1970 έρχονται σε αντίθεση μ’ αυτό. Το 1970, καθώς άναβε ο πόλεμος του Τύπου μεταξύ των δύο, αμφότεροι ισχυρίστηκαν για τον εαυτό τους ότι έγραψαν το μεγαλύτερο μέρος του «Eleanor Rigby». Το δε γεγονός ότι το τραγούδι ερμηνεύεται από τον Paul McCartney είναι από μόνο του μια έμμεση απόδειξη υπέρ του, αφού η συνηθισμένη φόρμουλα των Beatles σχεδόν πάντα ήθελε τον κύριο δημιουργό του τραγουδιού να είναι και ο βασικός ερμηνευτής του. Μετά τη διάλυση, το ζήτημα της δημιουργίας -καθορίζοντας αν ο Lennon ή ο McCartney έγραψαν έναν συγκεκριμένο στίχο ή μία μελωδία- έγινε μία από τις πιο δημοφιλείς πηγές εικασιών στον Rock Τύπο και μεταξύ των θαυμαστών. Η Weber αναφέρει την πιθανότητα ο μάνατζερ Allen Klein να επηρέασε τη μνήμη του Lennon. Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης το 1971, ο Klein είπε ότι θύμισε στον Lennon ότι «έγραψε το 60 ή 70% του στίχου» και ότι «απλά δεν θυμότανε, μέχρι που τον έβαλα κάτω και τον έκανα να τα βάλει όλα σε τάξη». Το 1980, ο Lennon εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τον τρόπο με τον οποίο ο McCartney είχε αναζητήσει τη δημιουργική συμβολή στα υπόλοιπα μέλη των Beatles και στους φίλους, αντί να συνεργαστεί απευθείας μαζί του. Εκτός από την αναφορά σ’ αυτό το συναισθηματικό πλήγμα, η Weber ανέφερε ότι η αποθεωτική κριτική του τραγουδιού μπορεί να υποκίνησε τους ισχυρισμούς του Lennon, καθώς στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη διάλυση των Beatles προσπαθούσε να απεικονίσει τον εαυτό του ως μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυία από τον McCartney και το status του «Eleanor Rigby» ως ένα από τα σπουδαιότερα τραγούδια των Beatles μπορεί να έπαιξε ρόλο. Άλλωστε, από τη στιγμή που εκατομμύρια ακροατές το άκουσαν για πρώτη φορά στο «Revolver», το «Eleanor Rigby» θεωρήθηκε ένα λυρικό και μουσικό αριστούργημα, ένα τραγούδι πρωτόγνωρο.
Το σίγουρο και αναμφισβήτητο είναι ότι η μουσική του τραγουδιού, δηλαδή το 50% της δημιουργίας του, γράφτηκε από τον Paul McCartney. Και σύμφωνα με τις ενδείξεις και τις μαρτυρίες των περισσότερων εμπλεκομένων, ο Paul McCartney έγραψε και το μεγαλύτερο μέρος των στίχων, άλλωστε το τραγούδι τείνει να ακολουθεί περισσότερο το στυλ αφήγησης του Paul. Συνεπώς, ένα ποσοστό γύρω στο 85% φαίνεται να ανήκει στον McCartney και το 15% στους υπόλοιπους Beatles. Το γεγονός ότι επισήμως το τραγούδι ανήκει μισό-μισό στους Paul McCartney και John Lennon είναι σαν να αποδίδεται το 100% των στίχων στον… John Lennon, κάτι που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αυτό, όμως, όχι μόνο δεν είναι πρωτόγνωρο αλλά είναι ο κανόνας αφού σε όλα τα τραγούδια που έγραψε είτε ο Paul McCartney είτε ο John Lennon αναφέρονται επισήμως τα ονόματα και των δύο ως δημιουργοί αφήνοντας το δύσκολο έργο τού «ποιος έγραψε τι» στους μουσικούς ερευνητές.
Το «Eleanor Rigby» εμφανίζεται σε πολλές από τις συλλογές με τις μεγαλύτερες επιτυχίες του συγκροτήματος, συμπεριλαμβανομένων των «A Collection Of Beatles Oldies» (1966), «The Beatles 1962-1966» (1973) και «1» (2000). Η αρχική στερεοφωνική μίξη είχε μόνο τη βασική φωνή στο δεξί κανάλι κατά τη διάρκεια των κουπλέ, με τα έγχορδα να μιξάρονται σε ένα κανάλι, ενώ το μονοφωνικό single και το μονοφωνικό άλμπουμ είχαν μία πιο ισορροπημένη μίξη.
Η πρώτη φορά που η αυθεντική βρετανική έκδοση του δίσκου «Revolver» διατέθηκε στις Η.Π.Α. ήταν η έκδοση βινυλίου Original Master Recording που κυκλοφόρησε μέσω του Mobile Fidelity Sound Lab κάποια στιγμή το 1985. Αυτός ο δίσκος περιείχε το «Eleanor Rigby» και ετοιμάστηκε χρησιμοποιώντας τεχνολογία mastering μισής ταχύτητας από την αρχική ταινία που δανείστηκαν από την EMI. Αυτή η έκδοση του δίσκου ήταν διαθέσιμη μόνο για μικρό χρονικό διάστημα και είναι αρκετά συλλεκτική σήμερα.
Το 1986, το single με το «Yellow Submarine» και το «Eleanor Rigby» επανεκδόθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο με αφορμή την 20ή επέτειο από την κυκλοφορία του, φτάνοντας στο No 63 των βρετανικών charts.
Η πρώτη εμφάνιση του «Eleanor Rigby» σε CD ήταν στις 30 Απριλίου 1987 όταν κυκλοφόρησε σε ψηφιακή μορφή το άλμπουμ «Revolver».
Τον Φεβρουάριο του 1994, η Capitol επανέκδωσε το single, στο πλαίσιο της σειράς «For Jukeboxes Only», σε κίτρινο βινύλιο, κάτι που δεν αποτελεί έκπληξη δεδομένου ότι το «Yellow Submarine» θεωρείται από τους περισσότερους στις Η.Π.Α. ως η Α’ πλευρά του single. Αυτό το single είναι αρκετά σπάνιο σήμερα και γίνεται ακόμη περισσότερο όσο περνάει ο καιρός.
Στις 18 Μαρτίου 1996, κυκλοφόρησε μία νέα ορχηστρική μίξη του «Eleanor Rigby», δηλαδή χωρίς φωνητικά, που δημιουργήθηκε ειδικά από τον George Martin και συμπεριλήφθηκε στην πολυαναμενόμενη συλλογή των Beatles «Anthology 2». Σ’ αυτή τη μίξη τα έγχορδα για πρώτη φορά ακούγονται στερεοφωνικά.
Στις 13 Σεπτεμβρίου 1999, κυκλοφόρησε το άλμπουμ «Yellow Submarine Songtrack», που συνόδευε το βίντεο/DVD της ταινίας «Το Κίτρινο Υποβρύχιο» που είχε επανακυκλοφορήσει πρόσφατα. Ενώ το «Eleanor Rigby» δεν συμπεριλήφθηκε στο αρχικό soundtrack του 1969, είχε εξέχοντα ρόλο στην ταινία, γεγονός που του έδωσε θέση σ’ αυτή τη νέα κυκλοφορία. Για τους σκοπούς αυτού του άλμπουμ, δημιουργήθηκε μία νέα στερεοφωνική μίξη του «Eleanor Rigby» στα Abbey Road Studios από την ομάδα των Peter Cobbin, Paul Hicks, Mirek Stiles και Allan Rouse. Η μίξη αυτή τοποθετεί τη φωνή του McCartney στο κέντρο και απλώνει τα έγχορδα σε όλο το στερεοφωνικό εύρος, με τα βιολιά στο αριστερό κανάλι και τις βιόλες και τα τσέλα στο δεξιό, με αποτέλεσμα να κάνει το τραγούδι να ακούγεται πιο ζωντανό από ποτέ.
Αργότερα, ο George Martin και ο γιος του, Giles Martin, δημιούργησαν μία νέα στερεοφωνική μίξη για να συμπεριληφθεί στο soundtrack του Cirque Du Soleil «Love» (2006). Αυτή η μίξη συνδύασε την ορχηστρική εκτέλεση με φωνητικά για μια εκτεταμένη παρουσίαση του τραγουδιού. Για τον λόγο αυτό προσθέτει ένα μέρος μόνο για έγχορδα στην αρχή του κομματιού και κλείνει με μία μετάβαση που περιλαμβάνει μέρος της ακουστικής κιθάρας του Lennon από το τραγούδι «Julia» (1968).
Για αυτούς που θέλουν να αποκτήσουν την αυθεντική μονοφωνική μίξη του 1966 αλλά σε μία ζωηρή remastered κατάσταση, τότε το box set «The Beatles In Mono» (2009) είναι η ιδανική λύση. Αυτό το ολοκληρωμένο set περιλαμβάνει όλες τις αυθεντικές μονοφωνικές μίξεις της δεκαετίας του 1960 καθώς και μερικές μη διαθέσιμες στερεοφωνικές μίξεις.
Το 2015, ο Giles Martin έστρεψε για άλλη μια φορά την προσοχή του στα master tapes του «Eleanor Rigby» στα Abbey Road Studios για να δημιουργήσει, μαζί με τον Sam Okell, μία ακόμα πιο ζωηρή στερεοφωνική μίξη του τραγουδιού, που συμπεριλήφθηκε στην επανέκδοση της συλλογής «1». Αυτή η επανέκδοση και το box set περιλαμβάνει και ένα video clip του τραγουδιού, το οποίο έχει ληφθεί από την ταινία «Το Κίτρινο Υποβρύχιο» (1968), σκηνοθεσίας του George Dunning.
Στις 6 Ιουλίου 2018, το single «Yellow Submarine / Eleanor Rigby» επανακυκλοφόρησε ως picture disc περιορισμένης έκδοσης για τον εορτασμό της 50ής επετείου από την κυκλοφορία της ταινίας «Το Κίτρινο Υποβρύχιο».
Ο Giles Martin και ο Sam Okell επέστρεψαν στο «Eleanor Rigby» για άλλη μια φορά, για να δημιουργήσουν μία ακόμη, εκπληκτική, στερεοφωνική μίξη του τραγουδιού προκειμένου να συμπεριληφθεί στις νέες εκδόσεις του «Revolver» που κυκλοφόρησαν το 2022. Το Special Edition Deluxe 2CD Set περιλαμβάνει αυτή τη νέα στερεοφωνική μίξη καθώς και την πλήρως ορχηστρική δεύτερη λήψη από τις ηχογραφήσεις του 1966. Η Deluxe Edition, η οποία είναι διαθέσιμη ως box set με 5 CD αλλά και ως box set με 4 LP και ένα EP, περιλαμβάνει τις ίδιες εκδοχές καθώς και τη μίξη της ηχογράφησης «Talking (Keep)» μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης λήψης από την αρχική συνεδρία, αλλά και το αυθεντικό μονοφωνικό master του 1966. Τον Νοέμβριο του 2023, η στερεοφωνική μίξη του Giles Martin συμπεριλήφθηκε στην έκδοση της 50ής επετείου της συλλογής «The Beatles / 1962-1966» (γνωστής και ως «The Red Album»).
Ο Giles Martin συμμετείχε επίσης, μαζί με τον Paul, στην εισαγωγή λίγων αρμονιών, από τις υποστηρικτικές αρμονίες που χρησιμοποιήθηκαν στις αρχικές ηχογραφήσεις του «Eleanor Rigby», στο τραγούδι των Beatles «Now And Then», που κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2023. Η εισαγωγή αυτών των αρμονιών επιτεύχθηκε στα Abbey Road Studios από τον Giles Martin χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που χρησιμοποίησε για να κάνει το άλμπουμ «Love», όπως αναφέρθηκε παραπάνω. Την παραγωγή του «Now And Then» έκαναν ο Paul McCartney και ο Giles Martin (με τον Jeff Lynne ως πρόσθετο παραγωγό λόγω της δουλειάς του στο τραγούδι το 1995) και τη μίξη ο Spike Stent.
Στις περιοδείες που έκαναν οι Beatles το 1966, δεν υπήρχε προϋπολογισμός για κουαρτέτο διπλών εγχόρδων κι έτσι το συγκρότημα δεν μπόρεσε να ερμηνεύσει το «Eleanor Rigby» επί σκηνής. Ωστόσο, με την αυγή της εποχής των synthesizer, ο Paul έδωσε πολλές ζωντανές εκτελέσεις του τραγουδιού κατά τη διάρκεια της συναυλιακής του καριέρας.
Ο Paul McCartney ξεκίνησε να τραγουδά ζωντανά το «Eleanor Rigby» κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας περιοδείας του, το 1989-1990. Το 2002, το τραγούδι συμπεριλήφθηκε και στις περιοδείες Driving USA, Back In The US, Driving Mexico και Driving Japan. Στη συνέχεια συμπεριλήφθηκε στις περιοδείες Back In The World (2003), Summer Tour (2004), US Tour (2005), Summer Live (2009), Good Evening Europe (2009), Up And Coming Tour (2010-2011), On The Run (2011-2012), Out There! (2013-2015), One On One (2016-2017) και Freshen Up (2018-2019).
Ζωντανές ηχογραφήσεις του «Eleanor Rigby» περιλαμβάνονται στα albums του Paul McCartney «Tripping The Live Fantastic» (1990), «Back In The U.S.» (2002), «Back In The World Live» (2003) και «Good Evening New York City» (2009).
Μπορεί ο McCartney να μην φόρεσε τελικά μπουφάν ψαροκόκαλο, ωστόσο ακολούθησε και το μονοπάτι της κλασικής μουσικής κυκλοφορώντας τέσσερα άλμπουμ, ξεκινώντας με το «Liverpool Oratorio» (1991) έως το πιο πρόσφατο του είδους, το «Ecce Cor Meum» (2006).
Το «Eleanor Rigby» ακούγεται στις ταινίες «Το Κίτρινο Υποβρύχιο» (Yellow Submarine, 1968), «Give My Regards To Broad Street» (1984, όπου ο Paul McCartney εμφανίζεται με βικτωριανό κοστούμι. Πρόκειται για νέα ηχογράφηση στα Abbey Road Studios το 1983, με παραγωγό τον George Martin. Στο συνοδευτικό soundtrack, ο McCartney συνοδεύει τον εαυτό του με μία ακουστική κιθάρα Martin D-28 και με την υποστήριξη του Gabrieli String Quartet το κομμάτι οδηγεί σε μία συμφωνική επέκταση με τίτλο «Eleanor’s Dream»), «Φοιτητής Στα Ψέματα!» (Accepted, 2006, από τον David Schommer) και «Yesterday» (2019).
Στην ταινία «Το Κίτρινο Υποβρύχιο», το «Eleanor Rigby» ακούγεται στην σκηνή που το υποβρύχιο του συγκροτήματος παρασύρεται στους έρημους δρόμους του Λίβερπουλ. Η δηκτικότητά του δένει αρκετά καλά με τον Ringo Starr, ο οποίος παριστάνεται βαριεστημένος και καταθλιπτικός. Ο χαρακτήρας του Starr δηλώνει: «Σε σύγκριση με τη ζωή μου, η ζωή της Eleanor Rigby ήταν ένας χαρούμενος, τρελός κόσμος». Η Stephanie Fremaux, θεωρητικός των μέσων ενημέρωσης, στο βιβλίο «Beatles On Screen: From Pop Stars To Musicians» (2018) ομαδοποιεί το «Eleanor Rigby» με το «Only A Northern Song» και το «Lucy In The Sky With Diamonds» ως σκηνή που μεταφέρει πιο ξεκάθαρα τους στόχους των Beatles ως μουσικών. Η ίδια περιγράφει ότι η σκηνή απεικονίζει «στιγμές χρώματος κι ελπίδας σε μια χώρα κομφορμισμού και μοναξιάς». Με ειδικά εφέ και κινούμενα σχέδια υπό τη διεύθυνση του Charlie Jenkins, το μέρος του «Eleanor Rigby» ενσωματώνει φωτογραφίες με ανθρώπινες φιγούρες, τραπεζίτες και ομπρέλες που φαίνονται στις στέγες, ατενίζοντας τους δρόμους. Το 2012, με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας σε DVD, το βρετανικό μουσικό περιοδικό Record Collector θαύμασε τη σκηνή του «Eleanor Rigby» ως ένα ασυνήθιστα συγκινητικό ιντερλούδιο μελαγχολίας στο ύφος του René Magritte [Βέλγος σουρεαλιστής καλλιτέχνης, γνωστός για τις απεικονίσεις οικείων αντικειμένων σε απροσδόκητα πλαίσια που συχνά προκαλούσαν ερωτήματα σχετικά με τη φύση και τα όρια της πραγματικότητας].
Το «Eleanor Rigby» σχετίζεται επίσης με τη σειρά ταινιών «Η Εξαφάνιση Της Έλενορ Ρίγκμπι» (The Disappearance Of Eleanor Rigby, 2013), όπου το όνομα της ηρωίδας επιλέχθηκε από τους γονείς της από το τραγούδι των Beatles.
Στην τηλεοπτική του εκπομπή «Inside Pop: The Rock Evolution», που προβλήθηκε τον Απρίλιο του 1967, ο Αμερικανός συνθέτης και μαέστρος Leonard Bernstein υπερασπίστηκε το ταλέντο των Beatles μεταξύ των σύγχρονων καλλιτεχνών της Pop και υπογράμμισε την ενορχήστρωση εγχόρδων του τραγουδιού ως παράδειγμα των εκλεκτικών ιδιοτήτων που έκαναν την Pop μουσική της δεκαετίας του 1960 άξια αναγνώρισης ως τέχνη.
Οι στίχοι του τραγουδιού έγιναν αντικείμενο μελέτης από κοινωνιολόγους, οι οποίοι από το 1966 άρχισαν να βλέπουν το συγκρότημα ως εκπρόσωπους της γενιάς τους. Ο Σκωτσέζος δημοσιογράφος και συγγραφέας Hunter Davies είχε σκοπό να κάνει το «Eleanor Rigby» επίκεντρο της στήλης του στους Sunday Times όταν επισκέφτηκε για πρώτη φορά τον Paul McCartney τον Σεπτέμβριο του 1966 και οι δυο τους συζήτησαν για το τραγούδι. Ως αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας, ο Davies επιλέχθηκε να γράψει την επίσημη βιογραφία των Beatles, «The Beatles: The Authorized Biography», που εκδόθηκε το 1968.
Ο κριτικός λογοτεχνίας Karl Miller συμπεριέλαβε τους στίχους στην ανθολογία «Writing In England Today» (1968). Ο George Melly στο βιβλίο του «Revolt In Style» (1970) θαύμασε την «ευφάνταστη αλήθεια του Eleanor Rigby», παρομοιάζοντας το με την στάση του Ιρλανδού συγγραφέα James Joyce απέναντι στη δική του πατρίδα στο βιβλίο «Dubliners».
Το 1978, οι Roy Carr και Tony Tyler στο βιβλίο τους «The Beatles: An Illustrated Record» απέρριψαν την κοινωνιολογική συνάφεια του τραγουδιού προσθέτοντας ότι «αν και επαινέθηκε πολύ εκείνη την εποχή (από κοινωνιολόγους), το Eleanor Rigby ήταν συναισθηματικό, μελοδραματικό και αδιέξοδο». Την ίδια χρονιά, ο Nicholas Schaffner στο βιβλίο «The Beatles Forever» λέει ότι, ενώ ορισμένοι στίχοι ήταν τετριμμένοι και μερικοί κριτικοί είχαν βρει ότι η συμπόνια του τραγουδιού παρέκκλινε προς μία περισσότερο απογοητευτική τροπή, το τραγούδι πέτυχε μέσα από τις ασάφειές του. Πρόσθεσε δε ότι το επόμενο έργο του Paul McCartney στο ύφος της αφήγησης, το «She’s Leaving Home», για μία φευγάτη έφηβο, ήταν συγκριτικά υπερβολικά κυριολεκτικό και έμοιαζε με σαπουνόπερα.
Η μυθιστοριογράφος και ποιήτρια A.S. Byatt αναγνώρισε στο τραγούδι ότι είχε τη «μινιμαλιστική τελειότητα» μιας ιστορίας του Samuel Beckett. Το 1993, μιλώντας στο BBC Radio 3, η Byatt είπε ότι ο στίχος «Wearing a face that she keeps in a jar by the door» μεταφέρει ένα επίπεδο απόγνωσης απαράδεκτο για τις ευαισθησίες της αγγλικής μεσαίας τάξης και, αντί να αποτελεί αναφορά στο μακιγιάζ, υποδηλώνει ότι η Rigby είναι απρόσωπη, δεν είναι τίποτα, όντας μόνη στο σπίτι της. Αυτόν τον στίχο ο Ian McDonald, στο βιβλίο «Revolution In The Head: The Beatles’ Records And The Sixties» (2005), τον θεωρεί ως την πιο αξιομνημόνευτη εικόνα που έβγαλαν οι Beatles.
Ο Mark Kurlansky στο βιβλίο «1968: The Year That Rocked The World» (2005), σχολιάζοντας την πλειοψηφία των νέων που υπό την επήρεια ναρκωτικών, όπως η μαριχουάνα και το LSD, έδιναν όλο και περισσότερο εξαντλητικές αναλύσεις σε ταινίες και στη Rock μουσική, γράφει: «Τα τραγούδια των Beatles εξετάστηκαν όπως τα ποιήματα του Tennyson. Ποια ήταν η Eleanor Rigby;».
Οι Michael Campbell και James Brody, ακαδημαϊκοί της μουσικής, στο βιβλίο τους «Rock And Roll: An Introduction» (2007) υπογραμμίζουν το μελωδικό σχήμα και την ευφάνταστη υποστήριξη του «Eleanor Rigby» για να καταδείξουν, σε συνδυασμό με παρόμοια συνεργατικά στοιχεία στο «A Day In The Life» (1967), πως η χρήση μουσικής και στίχων από τους Beatles τούς κατέστησε μαζί με τον Bob Dylan «τους πιο υπεύθυνους για την ανύψωση του επιπέδου του λόγου τους και τη διεύρυνση των οριζόντων τους». Ο David Simonelli στο βιβλίο του «Working Class Heroes: Rock Music And British Society In The 1960s And 1970s» (2013) αναφέρει το «Eleanor Rigby» ως παράδειγμα επιρροής των Beatles που, ανεξάρτητα από το στυλ του τραγουδιού, η προοδευτικότητά τους καθόριζε τις παραμέτρους της Rock μουσικής. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «με την κυκλοφορία του Eleanor Rigby, ενός τραγουδιού που ηχογραφήθηκε με ένα συγκρότημα μουσικής δωματίου και χωρίς ούτε έναν Beatle να παίζει κάποιο όργανο, η Rock μουσική απέκτησε έναν ορισμό -αν το έπαιξαν οι Beatles, ό,τι και να ήταν, ήταν μουσική Rock». Ο ίδιος αναφέρει ότι οι Moody Blues στον δίσκο τους «Days Of Future Passed» (1967) πήραν τον πειραματικό τόνο του «Eleanor Rigby» και του «Strawberry Fields Forever» των Beatles και τον έκαναν καλαίσθητο, παραδίδοντας Rock και Pop μουσική που να συνδέεται με τη ρομαντική μουσική του 19ουαιώνα, που ένας ενήλικας, μορφωμένος και συνήθως μεσαίας τάξης ακροατής θα έβρισκε ευχάριστη.
Ο Spencer Leigh στο βιβλίο «Love Me Do To Love Me Don’t» (2016) χαρακτηρίζει το τραγούδι «τέλειο», τόσο ως προς τη μελωδία του όσο και ως προς την αναπαράσταση μίας τυπικής γυναίκας από το Λίβερπουλ εκείνης της εποχής. Το 2018 ο Colin Campbell, καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γιορκ, δημοσίευσε ολόκληρο βιβλίο αναλύοντας τους στίχους, με τίτλο «The Continuing Story Of Eleanor Rigby», οπότε είναι σαφές ότι συμβαίνουν πολλά στα δύο λεπτά του τραγουδιού. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Craig Brown στο βιβλίο «One Two Three Four: The Beatles In Time» (2020), απ’ όλα τα τραγούδια των Beatles οι στίχοι του «Eleanor Rigby» είναι αυτοί που έχουν επαινεθεί περισσότερο και απ’ όλους τους σωστούς ανθρώπους. Σε αυτούς περιλαμβάνονται ποιητές όπως ο Allen Ginsberg και ο Thom Gunn, ο οποίος παρομοίωσε το τραγούδι με το ποίημα «Miss Gee» του W.H. Auden. Ο δε Ginsberg έπαιξε το «Eleanor Rigby», μεταξύ άλλων τραγουδιών, στον Αμερικανό συγγραφέα Ezra Pound όταν τον επισκέφτηκε στη Βενετία το 1967 (η επίσκεψη ήταν μια κίνηση του Ginsberg για να διαβεβαιώσει τον Pound ότι παρά τον ασπασμό του φασισμού από τον τελευταίο και τον αντισημιτισμό του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η θέση του ως δημιουργός της ποίησης του 20ού αιώνα παρέμενε αναγνωρισμένη τη δεκαετία του 1960).
Paul McCartney: Ο Allen Ginsberg μού είπε ότι ήταν υπέροχο ποίημα, οπότε θα πάω με τον Allen. Δεν ήταν αδυσώπητος. Ένας άλλος πρώιμος θαυμαστής του τραγουδιού ήταν ο William S. Burroughs, ο οποίος, φυσικά, κατέληξε και στο εξώφυλλο του «Sgt. Pepper». Εκείνος κι εγώ είχαμε γνωριστεί μέσω του συγγραφέα Barry Miles και του βιβλιοπωλείου Indica και στην πραγματικότητα είδε το τραγούδι να παίρνει μορφή όταν χρησιμοποιούσα μερικές φορές το στούντιο προφορικού λόγου που είχαμε στήσει στο υπόγειο του διαμερίσματος του Ringo στη Montagu Square. Το σχέδιο για το στούντιο ήταν να ηχογραφήσουμε ποιητές -κάτι που κάναμε πιο επίσημα λίγα χρόνια αργότερα με την πειραματική εταιρεία Zapple, θυγατρική της Apple. Εκείνη την περίοδο πειραματιζόμουν πολύ με τις λούπες ταινίας, χρησιμοποιώντας μία μπομπίνα Brenell -την οποία έχω ακόμα- και αρχίσαμε να βάζουμε περισσότερα πειραματικά στοιχεία στα τραγούδια μας. Το «Eleanor Rigby» κατέληξε στον δίσκο «Revolver» και για πρώτη φορά ηχογραφούσαμε τραγούδια που δεν μπορούσαν να αναπαραχθούν στην σκηνή -τραγούδια όπως αυτό και το «Tomorrow Never Knows». Έτσι ο Burroughs κι εγώ κάναμε παρέα και είχε δανειστεί την μπομπίνα μου μερικές φορές για να δουλέψει τα κομμάτια του. Όταν άκουσε την τελική εκδοχή του «Eleanor Rigby», είπε ότι εντυπωσιάστηκε από το πόση αφήγηση έβαλα σε τρεις στροφές. Και μου φάνηκε μια σημαντική ανακάλυψη στιχουργικά -περισσότερο από ένα σοβαρό τραγούδι.
William Burroughs (Αμερικανός μυθιστοριογράφος στο βιβλίο του Barry Miles «Paul McCartney: Many Years From Now»): Ήμουν ένας από τους ανθρώπους που άκουσαν το τραγούδι σε όλα τα διαφορετικά του στάδια. Τον είδα εκεί πολλές φορές. Έμπαινε απλά μέσα και δούλευε στο «Eleanor Rigby»… έτσι είδα το τραγούδι να παίρνει σάρκα και οστά… Έβλεπα ότι ήξερε τι έκανε.
---
Αναφορές και πληροφορίες για το τραγούδι περιλαμβάνονται και στα βιβλία «All Together Now: The First Complete Beatles Discography, 1961-1975» (1976) των Harry Castleman και Walter J. Podrazik, «The Beatles Forever» (1978) του Nicholas Schaffner, «A Day In The Life: The Music And Artistry Of The Beatles» (1996) του Mark Hertsgaard, «The Beatles As Musicians: Revolver Through The Anthology» (1999) του Walter Everett, «The Beatles Anthology» (2000) των Beatles, «All We Are Saying: The Last Major Interview With John Lennon And Yoko Ono» (2000) του David Sheff, «The Beatles Diary» (2001) των Barry Miles και Keith Badman, «The Songwriting Secrets Of The Beatles» (2003) του Dominic Pedler, «The Beatles’ Recorded Legacy: That Magic Feeling» (2003) του John C. Winn, «A Hard Day’s Write: The Stories Behind Every Beatles Song» (2005) του Steve Turner, «The Unreleased Beatles» (2006) του Richie Unterberger, «The Beatles: Image And The Media» (2007) του Michael R. Frontani, «The Rock Canon: Canonical Values In The Reception Of Rock Albums» (2008) της Carys Wyn Jones, «Can’t Buy Me Love: The Beatles, Britain And America» (2008) του Jonathan Gould, «The Bee Gees: Tales Of The Brothers Gibb» (2009) του Andrew Môn Hughes, «The Rough Guide To The Beatles» (2009) του Chris Ingham, «Fab: An Intimate Life Of Paul McCartney» (2010) του Howard Sounes, «Revolver: How The Beatles Re-imagined Rock’n’Roll» (2012) του Robert Rodriguez, «Encyclopedia Of Great Popular Song Recordings» (2013) του Steve Sullivan, «The Beatles Lyrics: The Unseen Story Behind Their Music» (2014) του Hunter Davies, «Beatleness: How The Beatles And Their Fans Remade The World» (2014) της Candy Leonard, «The Beatles Encyclopedia: Everything Fab Four» (2014) του Kenneth Womack, «1966: The Year The Decade Exploded» (2016) του Jon Savage και «Beatles ’66: The Revolutionary Year» (2017) του Steve Turner. Επιπλέον περιλαμβάνεται σε αρκετά βιβλία με παρτιτούρες και εκμάθησης μουσικών οργάνων.
Το New Musical Express επέλεξε το «Eleanor Rigby» ως το single της χρονιάς για το 1966. Το Melody Maker το συμπεριέλαβε μεταξύ των πέντε αξιομνημόνευτων singles της χρονιάς και η λονδρέζικη εφημερίδα The Evening Standard αναγνώρισε το single και το άλμπουμ «Revolver» ως τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς. Το AllMusic αναφέρει την εστίαση του τραγουδιού στις παραμελημένες ανησυχίες και τις τύχες των ηλικιωμένων ως ένα παράδειγμα του γιατί η απήχηση των Beatles έφτασε τόσο πολύ πέρα από το παραδοσιακό Rock κοινό.
Οι ακροατές του BBC Radio 2 ψήφισαν το «Eleanor Rigby» ως ένα από τα 100 κορυφαία τραγούδια του 20ού αιώνα. Το βρετανικό μουσικό περιοδικό Mojo το κατέταξε στο No 19 με τα 100 καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών, ενώ το Rolling Stone το κατέταξε στο No 243 των 500 καλύτερων τραγουδιών όλων των εποχών επισημαίνοντας ότι είναι μία από τις πιο ριζοσπαστικές στροφές των Beatles, τόσο μουσικά όσο και συναισθηματικά. Με βάση τις εμφανίσεις του τραγουδιού σε επαγγελματικές κατατάξεις και λίστες, η συγκεντρωτική ιστοσελίδα Acclaimed Music αναφέρει το «Eleanor Rigby» ως το 186οπιο αναγνωρισμένο τραγούδι της ιστορίας.
Ο δίσκος «Revolver» εμφανίστηκε δεύτερος στη λίστα της βρετανικής εφημερίδας The Observer με τους 100 καλύτερους βρετανικούς δίσκους. Η λίστα συντάχθηκε από μία ομάδα 100 ατόμων. Στο σχόλιό του για την εφημερίδα, ο δημοσιογράφος και κριτικός John Harris επισήμανε ότι το «Eleanor Rigby» μπορεί να είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα του δίσκου, λέγοντας ότι «φέρνει τέλεια στον νου μία Αγγλία που θυμίζει βομβαρδισμένη περιοχή και γεροντοκόρες, όπου στις πιο σκοτεινές στιγμές φαίνεται ότι πράγματι κανείς δεν σώθηκε. Η βασική φωνή είναι τέλεια: ερμηνευμένο με μια απαθή αγγλική προφορά, χωρίς vibrato ή αυτοσχεδιασμούς, όλα εκφράζονται με την ίδια ακρίβεια που απαιτούσε η εθιμοτυπία των προαστίων» και κατέληξε γράφοντας ότι ενώ οι περισσότεροι τραγουδοποιοί της Pop ανέκαθεν κάλυπταν την αγγλικότητα με ειρωνεία, εδώ, σε μια σπάνια στιγμή για τη βρετανική Rock, η μεταπολεμική Βρετανία απεικονίζεται ως προς τις πραγματικά σοβαρές πτυχές της.
Ο Barry Gibb των Bee Gees είπε ότι το τραγούδι τους «Melody Fair» (1969) ήταν επηρεασμένο από το «Eleanor Rigby». Επίσης, το «Lonely People» (1974) των America γράφτηκε από τον Dan Peek ως μία αισιόδοξη απάντηση στο κομμάτι των Beatles.
Στη ραδιοφωνική εκπομπή του BBC Radio 4 «Desert Island Discs», το «Eleanor Rigby» επιλέχθηκε από την Αμερικανίδα σοπράνο Cathy Berberian, τον Γάλλο τραγουδιστή Charles Aznavour, την Αγγλίδα ηθοποιό Patricia Hayes, τον Βρετανό πολιτικό Geoffrey Howe κ.ά. Ο Αμερικανός τραγουδοποιός Marshall Crenshaw ανέφερε το τραγούδι στη λίστα του με τα 10 τραγούδια που αντιπροσωπεύουν την τέλεια δημιουργία τραγουδιού. Επίσης, ο Παντελής Θεοχαρίδης, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Θοδωρής Μαραντίνης και ο Κώστας Θωμαΐδης είπαν ότι το «Eleanor Rigby» είναι ένα από τα αγαπημένα τους τραγούδια.
George Melly (τραγουδιστής της jazz): Το «Eleanor Rigby» φαινόταν να έχει γραφτεί από τις εμπειρίες των Beatles στο Λίβερπουλ. Το Λίβερπουλ ήταν πάντα στα τραγούδια τους αλλά αυτό αφορούσε το είδος της ηλικιωμένης γυναίκας που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία και αργότερα: πολύ αξιοσέβαστες γυναίκες του Λίβερπουλ, ζώντας σε σπίτια με δύο δωμάτια πάνω, δύο δωμάτια κάτω, με τα κατώφλια σχολαστικά καλογυαλισμένα και την εκκλησία το μοναδικό σταθερό πράγμα στη ζωή τους. Υπάρχει η μοναξιά του και με χτύπησε σαν ποίημα από την αρχή. Αν διαβάσεις το «Love Me Do» χωρίς τη μουσική, δεν σημαίνει πολλά, αλλά αν διαβάσεις το «Eleanor Rigby» είναι ένα ποίημα για κάποιον, το οποίο ήταν κάτι πρωτόγνωρο σε Pop τραγούδι.
Το 2002, το τραγούδι εντάχθηκε στο Grammy Hall Of Fame και θεωρείται δικαιολογημένα ως μία από τις πραγματικά διαχρονικές συνθέσεις των Beatles.
Αν και κανένα μέσο μουσικής ικανότητας δεν φαίνεται να είναι πάνω από το φάσμα που μπορεί αντιμετωπίσει ο Paul McCartney, η εξαιρετική του διαδρομή ως Pop/Rock τραγουδοποιός/μουσικός/τραγουδιστής ευτυχώς φαίνεται να είναι εκεί όπου λάμπει περισσότερο. Και μπορούμε να είμαστε εξίσου ευγνώμονες που επέλεξε να εστιάσει την προσοχή του σε αυτό το είδος για το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας του. Σε αυτή την αρένα, το «Eleanor Rigby» λάμπει ως ένα εντυπωσιακό παράδειγμα του τι ήταν ικανός να πετύχει ο Paul και συλλογικά τα μέλη των Beatles.
Ο Paul McCartney ήταν μόλις 23 ετών όταν έγραψε αυτό το ευαίσθητο πορτρέτο των γηρατειών. Ανεξάρτητα από την προέλευση του ονόματος, το «Eleanor Rigby» αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα της καλλιτεχνίας των Beatles, δημιουργώντας αβίαστα ένα καλειδοσκόπιο νοημάτων με τις λεπτά κατασκευασμένες λυρικές αποχρώσεις του. Η ελεγειακή αυτή μπαλάντα για τους ξεχασμένους ηλικιωμένους λειτούργησε ως υπόδειγμα βαθιάς συναισθηματικής τραγουδοποιίας και σηματοδότησε ένα τεράστιο άλμα προς τα εμπρός στον τρόπο που οι Beatles σκέφτονταν την τέχνη τους, μετά την εξερεύνηση νέων και πιο περίπλοκων μουσικών ιδεών όπως το «Day Tripper» και το «Paperback Writer».
Το «Eleanor Rigby» είναι ένα τραγούδι που τυχαίνει να είναι ταυτόχρονα και ένα διήγημα. Ή μήπως είναι ένα διήγημα που έτυχε να είναι τραγούδι; Σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης. Η ποιητική ουσία του τραγουδιού ξεπερνά τα όρια της συνήθους στιχουργικής και, για κάποιους, είναι ένας οδυνηρός στοχασμός για τη μοναξιά, ενώ άλλοι θεωρούν ότι είναι ένας θρήνος για τη φευγαλέα φύση των αναμνήσεων, που κανείς δεν μπορεί να τις γραπώσει και να τις κρατήσει άθικτες για πάντα. Η ομορφιά του «Eleanor Rigby» έγκειται στην ικανότητά του να παραμένει διαχρονικό και να γίνεται καμβάς για μυριάδες συναισθήματα και προβληματισμούς.
Η μοναδική σύνθεση του «Eleanor Rigby» δίνει επιπρόσθετη αξία σε αυτή τη μελαγχολική γοητεία του τραγουδιού, δημιουργώντας μια μοναχική σκιά που περιπλανάται ανάμεσα στα έγχορδα και τονίζεται από τις φωνητικές αρμονίες. Το νόημα του τραγουδιού συχνά παραβλέπεται, αλλά η κατανόηση της ομορφιάς του έρχεται όταν βλέπεις στην αντανάκλασή του μία παραβολή της σύγχρονης ζωής και τη βαθιά αποσύνδεση που υπάρχει ακόμα και στην καρδιά μιας πολύβουης κοινωνίας.
Το «Eleanor Rigby» παραμένει ένα σημαντικό κομμάτι της ιστορίας του συγκροτήματος. Ομολογουμένως, θα μπορούσε να διασωθεί και με διαφορετική ενορχήστρωση από αυτή του διπλού κουαρτέτου, αλλά η συμβολή του George Martin ξεπερνά κατά πολύ την απλή ενορχήστρωση και είναι πραγματικά αναπόσπαστο μέρος του μηνύματος του τραγουδιού, ενώ βοήθησε επιπλέον να αλλάξει ο τρόπος που ο κόσμος αντιλαμβανόταν την Pop μουσική -όχι ότι το «Eleanor Rigby» είναι ένα πραγματικά Pop κομμάτι με τη συμβατική έννοια.
Χρωστώντας πολλά στην κλασική μουσική, ο George Martin θα γινόταν κεντρικό πρόσωπο στην καριέρα του συγκροτήματος, κάνοντας ενορχηστρώσεις για πρόσθετα όργανα που θα συμπλήρωναν το συγκρότημα. Μερικές από τις σπουδαιότερες δουλειές του Martin με τους Beatles προήλθαν από τις ενορχηστρώσεις του, είτε αυτό σήμαινε να εξηγήσει σε μια ορχήστρα τι να παίξει όταν δημιουργούσε το χάος στο «A Day In The Life» είτε όταν δημιουργούσε την εκλεπτυσμένη ομορφιά που έβγαζε από τους μουσικούς των εγχόρδων στο «Eleanor Rigby». Αν και οι κιθάρες κυριαρχούν στην καριέρα του συγκροτήματος, τα πράγματα πήραν μία άλλη τροπή από τότε που δούλεψαν πάνω στα τραγούδια του «Rubber Soul». Αν ο Martin ακολουθούσε το παράδειγμα πολλών σύγχρονων παραγωγών, κανείς δεν θα τον κατηγορούσε αν διεκδικούσε τα εύσημα για το «Eleanor Rigby». Το ίδιο συμβαίνει και με τον George Harrison (που σκέφτηκε τον στίχο «All the lonely people») και τον Ringo Starr («darning his socks»), παρά το γεγονός ότι ο τελευταίος ήταν ο μοναδικός από τους Beatles που απουσίαζε από την ηχογράφηση αφού δεν χρειάζονταν τύμπανα στην ενορχήστρωση του τραγουδιού, ούτε και η φωνή του.
Στο «Eleanor Rigby» συναντάμε ένα επίπεδο ή μια διάσταση περαιτέρω δυνητικής ανάπτυξης που, δυστυχώς, δεν έχει συνειδητοποιηθεί από το ευρύ κοινό. Θα μπορούσε, άραγε, κάποιος άλλος τραγουδιστής ή συγκρότημα να κάνει αυτό το είδος στιλιστικής συγχώνευσης με τόσο επιβλητικό σεβασμό και επιτυχία; Πολλά άλλα επηρεασμένα από την κλασική μουσική τραγούδια άλλων συγκροτημάτων εκείνης της περιόδου διασώθηκαν στην καλύτερη περίπτωση ως αξιοπερίεργα. Παραμερίζοντας προς το παρόν την αδιαμφισβήτητη και ιδιαίτερη ποιότητα του «Eleanor Rigby», ίσως ένα κρίσιμο στοιχείο της επιτυχίας του είναι το γεγονός ότι κυκλοφόρησε με τη σφραγίδα της αυθεντικότητας των Beatles.
Λόγω, μεταξύ άλλων, και του ανεξίτηλου αποτυπώματος της σχολαστικής ενορχήστρωσης του George Martin, το «Eleanor Rigby» δεν είναι και το πιο εύκολο τραγούδι για να επανεκτελεστεί ωστόσο αυτό κατά κάποιο τρόπο δεν εμπόδισε πολλούς καλλιτέχνες να ηχογραφήσουν τη δική τους εκδοχή. Το ότι εκατοντάδες καλλιτέχνες έχουν διασκευάσει αυτό το κομμάτι είναι απόδειξη για τον ακαταμάχητο πόλο έλξης που αποτελεί το υλικό των Beatles. Το «Eleanor Rigby» αποδείχθηκε ιδιαίτερα δημοφιλές στους θρύλους της soul, οι οποίοι αντικατέστησαν τα θρηνητικά έγχορδα με μελωδίες πιάνου και χάλκινων πνευστών. Αλλά η επίδραση του τραγουδιού εκτείνεται πολύ πέρα από τη μουσική. Ενώ τα ερωτήματα για την έμπνευση του τραγουδιού πλανώνται, η Eleanor Rigby έγινε ένα είδος μετωνυμίας για όλους τους απομονωμένους και άπορους. Στις 3 Δεκεμβρίου 1982, αποκαλύφτηκε στην οδό Stanley του Λίβερπουλ το άγαλμά της, δωρεά του Tommy Steele ως φόρο τιμής στους Beatles και στη μνήμη όλων των μοναχικών ανθρώπων. Πρόκειται για το γλυπτό μίας γυναίκας σ’ ένα παγκάκι, με την πινακίδα να γράφει «Eleanor Rigby – “All the lonely people”». Με τρόπο που απαθανατίζει τους παραμελημένους και καταπιεσμένους, οποιοσδήποτε μπορεί να κάτσει εκεί και να κάνει παρέα στην Eleanor. Σήμερα αποτελεί πόλο έλξης για selfies και τουρίστες αλλά και… βανδάλους. Σύμφωνα με την αστική λαογραφία, ο Steele τοποθέτησε μια σελίδα από τη Βίβλο, ένα ζευγάρι ποδοσφαιρικές κάλτσες, δύο σαιξπηρικά σονέτα κι ένα τετράφυλλο τριφύλλι μέσα στο άγαλμα για να φέρει καλή τύχη στην πόλη και να μην έχει την… τύχη της Eleanor Rigby. Ένα πράγμα είναι σίγουρο: ασχέτως αν ο Paul McCartney είχε σκοπό ή όχι να κάνει διάσημο το όνομα μιας λαντζιέρας νοσοκομείου, η Eleanor Rigby δεν θα είναι ποτέ ξανά μοναχική.
Άλλες εκτελέσεις:
Χρήστος Δάντης: Αυτή η διασκευή του κλασικού τραγουδιού από τους Beatles θυμίζει πόσο πολύ έχει εξελιχθεί η τεχνολογία στην ηχογράφηση και μίξη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, η διαδικασία αυτή ήταν πολύ πιο δύσκολη και απαιτητική!
Cody Fry: Πάντα μου άρεσε αυτό το τραγούδι αλλά, κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μου ερχόταν στο μυαλό το ρεφρέν «ah, look at all the lonely people». Η δημιουργία αυτής της ενορχήστρωσης ήταν σαν μουσικοθεραπεία, ειδικά με τη βοήθεια σχεδόν 400 θαυμαστών μου που τραγουδούσαν στη χορωδία και, φυσικά, μιας πραγματικής ορχήστρας. Είναι σχεδόν σαν μία εκδοχή «Φαντασίας» του τραγουδιού, ειδικά το φινάλε, όπου η μελωδία προσπαθεί να βρει τη θέση της στις αλλαγές των συγχορδιών, αλλά ποτέ δεν το κάνει πραγματικά. Τα πράγματα είναι λίγο μπερδεμένα και η ένταση συνεχίζει να ανεβαίνει. Είναι τόσο πλούσιο τραγούδι. Συμβαίνουν τόσα πολλά σ’ αυτό.
Οι στίχοι:
Ah, look at all the lonely people (x2)
Eleanor Rigby
Picks up the rice in the church where a wedding has been
Lives in a dream
Waits at the window
Wearing the face that she keeps in a jar by the door
Who is it for?
All the lonely people
Where do they all come from?
All the lonely people
Where do they all belong?
Father McKenzie
Writing the words of a sermon that no one will hear
No one comes near
Look at him working
Darning his socks in the night when there's nobody there
What does he care?
All the lonely people
Where do they all come from?
All the lonely people
Where do they all belong?
Ah, look at all the lonely people
Ah, look at all the lonely people
Eleanor Rigby
Died in the church and was buried along with her name
Nobody came
Father McKenzie
Wiping the dirt from his hands as he walks from the grave
No one was saved
All the lonely people (ah, look at all the lonely people)
Where do they all come from?
All the lonely people (ah, look at all the lonely people)
Where do they all belong?
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο