Μια υπέροχη μουσική διαδρομή από τα ωδεία στα σκυλάδικα και από κει στους Κατσιμίχα και τον Νταλάρα!

Γιάννης Ιωάννου. Το όνομά του θα το δείτε σε πάμπολλους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας, είτε ως μουσικό, είτε ως ενορχηστρωτή, αλλά και ως συνθέτη. Σ' αυτήν εδώ τη συνέντευξη αφηγείται -έξω από τα δόντια- την περιπετειώδη διαδρομή και τις συνεργασίες του όλα αυτά τα χρόνια, από τα σκυλάδικα μέχρι τους αδελφούς Κατσιμίχα και τον Γιώργο Νταλάρα. Παρά το γεγονός ότι η συνέντευξη -το ομολογώ- είναι μεγάλη σε μέγεθος, πιστέψτε με ότι οι ιστορίες που διηγείται θα σας συνεπάρουν. Όπως συνεπήρε και μένα τόσο όταν τον άκουγα στο σπίτι του, όσο και όταν τον ξανάκουσα στην απομαγνητοφώνηση. Φίλες και φίλοι, ιδού η Αποκάλυψη του... Ιωάννου!
Γιάννης Ιωάννου: Γεννήθηκα το 1953 στην Αθήνα, Πατήσια, όπου ακόμα κατοικώ όπως βλέπεις. Κατωπατησιώτης γέννημα-θρέμμα. Είμαστε άλλη φυλή εμείς οι Κατωπατησιώτες. Το έχει πει πολύ ωραία ο Γιάννης ο Ζουγανέλης, καλή του ώρα: «Τα παιδιά απ’ τα Πατήσια, που ξηγιόμαστε στα ίσια», επειδή είμαστε ντόμπροι και τα λέμε στη μούρη ό,τι είναι να πούμε. Ο πατέρας μου καταγόταν από το νομό Εντιρνέ, δηλαδή από την άλλη μεριά του ποταμού Έβρου. Ακόμα υπάρχει ένα παραποτάμιο χωριό που τότε λεγόταν Αίνος. Το 1922, η Ανατολική Θράκη δόθηκε στην Τουρκία. Αυτό όλο το μέρος ήταν γεμάτο από Έλληνες και ο Αίνος ήταν ελληνικό χωριό, όχι τούρκικο, παρότι ήταν Οθωμανική Αυτοκρατορία ακόμη. Δόθηκε, λοιπόν, στους Τούρκους και αναγκάστηκαν με την ανταλλαγή πληθυσμών να μετακομίσουν όλοι κακήν κακώς στην Αλεξανδρούπολη. Αυτό το χωριό του πατέρα μου, από τότε ονομάζεται Ενέζ και είναι στο δέλτα του Έβρου, δηλαδή σχεδόν εκεί που ενώνεται ο Έβρος με τη θάλασσα.
Ο πατέρας μου ορφάνεψε 4 ετών. Ήτανε μια οικογένεια με τέσσερα αδέρφια: ο παππούς, η γιαγιά και τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων μία κόρη -η πιο μεγάλη- και τρία αγόρια. Ο Βενιαμίν της οικογένειας ήταν ο πατέρας μου. Επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο παππούς μου ήταν Τούρκος υπήκοος και είχε πάει στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου σκοτώθηκε. Η γιαγιά η Σμαράγδα έπαθε δάγκειο πυρετό και πέθανε. Πριν πεθάνει, όμως, επειδή ένιωθε ότι θα πεθάνει -ήταν πολύ βαριά άρρωστη- κάλεσε τον μπακάλη της γειτονιάς, που γνωριζόντουσαν, και του έδωσε όλα της τα χρυσαφικά και ό,τι πολύτιμο είχε και του λέει:
- Παρ’ τα αυτά, σε παρακαλώ, να προσέχεις τα παιδιά γιατί εγώ, όπως αισθάνομαι, θα πεθάνω.
Ο «καλός» αυτός άνθρωπος πήρε το κομπόδεμα με τα χρυσαφικά και ό,τι άλλο και εξαφανίστηκε. Οπότε, ξαφνικά, μείνανε τέσσερα ορφανά να περιφέρονται. Κάποια στιγμή, μία υπηρεσία του τούρκικου κράτους μάζεψε τα ορφανά -ήταν πολλά, δεν ήταν μόνο η δική μου οικογένεια- και επειδή, εν τω μεταξύ, συνεχίζονταν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, τα έβαλε νύχτα σε κάρα, σκεπασμένα με άχυρα, και τα μετέφεραν. Ο κόσμος έδινε ψωμιά στα παιδιά που ήτανε μέσα στα κάρα για να έχουνε να φάνε, δηλαδή τα πόναγε ο κόσμος, χωρίς να ξέρει τι παιδιά ήταν αυτά. Και τα πήγανε στη Χάλκη, όπου εκεί χωρίσανε τα κορίτσια από τα αγόρια και εκεί ο πατέρας μου έχασε την αδερφή του. Όλα τα αγόρια τα πήγαν στην Πρίγκηπο, όπου εκεί είχε ένα άλλο ορφανοτροφείο.
Κάποια στιγμή, ήρθε εντολή ότι θα μεταφερθούν στην Ελλάδα τα ελληνόπουλα, τα μαζέψανε και τα φέρανε στη Σύρο. Στη Σύρο, τότε, είχανε κάνει μέσω του Σχεδίου Μάρσαλ, αν θυμάμαι καλά, μία Γεωργική Σχολή στην Ερμούπολη, για να βοηθήσουν τα ορφανά. Υπάρχει ακόμα ο χώρος αλλά είναι εγκαταλελειμμένος. Οι ντόπιοι εκεί δεν τη λέγανε Γεωργική Σχολή, τη λέγανε Αμερικανική. Αυτό ήταν οικοτροφείο και σχολή. Από κει βγήκανε σχεδόν όλοι γεωπόνοι και όταν φτάνανε σε κάποια ηλικία, εφηβική, περνάγανε οι Φραγκοσυριανοί, που σχεδόν όλοι ήτανε τσιφλικάδες με κτήματα, παίρνανε ένα παιδί για παραγιό και φεύγανε. Συνήθως αυτή ήταν η εξέλιξη. Ο πατέρας μου ήταν εκεί με τον αδερφό του, τον Μιχαλιό -ο άλλος δεν ξέρω τι είχε απογίνει-, και όταν πήρανε τον αδερφό του κόντεψε να τρελαθεί. Δεν είχε κανέναν στον κόσμο εκτός από αυτόν. Ο Μιχαλιός ήταν λίγο μεγαλύτερος και ήταν η παρέα και ο προστάτης του πατέρα μου. Κι έχει καβαλήσει ο πατέρας μου τη μάντρα της Σχολής και ήταν «να το σκάσω ή να μην το σκάσω» και, τελικά, το έσκασε. Περιπλανήθηκε, είχε περιπέτειες διάφορες, κάποια στιγμή, μεγάλος πια, μετά το στρατιωτικό, βρέθηκε εδώ στην Αττική και έμπειρος πια γεωπόνος βρέθηκε να είναι κηπουρός σε κάποια βίλα της Εκάλης. Όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Αθήνα, η πρώτη τους δουλειά ήταν να επιτάξουν τα κτήρια που τους έκαναν για διοικητήρια κ.λπ. Πήγαν εκεί κάποιοι υψηλόβαθμοι των Ναζί, επιτάξανε τη βίλα και μαζί τον κηπουρό. Και ξαφνικά ο πατέρας μου, ο οποίος μέχρι τότε δεν είχε απολύτως καμία σχέση με την πολιτική, τα κομματικά και όλα αυτά, βρέθηκε να δουλεύει, χωρίς να το έχει επιλέξει, για τους Γερμανούς. Στη φάση αυτή, τον προσέγγισαν από την Εθνική Αντίσταση και του ζήτησαν να βοηθήσει για την πατρίδα, να διώξουν τον κατακτητή, και έγινε κάτι σαν κατάσκοπος. Ό,τι μπορούσε να μάθει, το έλεγε στους άλλους. Δια αυτής της οδού, η φυσική εξέλιξη ήταν να καταλήξει στον ΕΑΜ και μετά στον ΕΛΑΣ. Με το τουφέκι στον ώμο, έχει γυρίσει σχεδόν όλη την Ελλάδα με τα πόδια. Το αυτί του ήταν κομμένο από κάποια σφαίρα. Εν τω μεταξύ, κράταγε ημερολόγιο γιατί έβλεπε πράγματα που δεν του αρέσανε. Δεν ήταν γαλουχημένος με κάποια ιδεολογία, ώστε η ιδεολογία να λειτουργεί σαν φίλτρο. Όταν οι άλλοι κοιμόντουσαν, αυτός έκοβε από τον ύπνο του και έγραφε. Κάποια στιγμή, αναβαθμίστηκε και έγινε διμοιρίτης. Στο τέλος, επειδή ήταν τελείως καθαρός και άμεμπτος, τον βάλανε στην ΟΠΛΑ. Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα. Η ΟΠΛΑ ήταν σαν αυτό που λέμε «οι αδιάφθοροι της Αστυνομίας». Αν κρίνανε, με βάση τις εντολές της Διοίκησης, ότι κάποιοι είχαν συμπεριφορά παρεκκλίνουσα, έπεφτε τσεκούρι. Δεν ξέρω τι είδους τσεκούρι έπεφτε, τους σκοτώνανε επί τόπου ή τους δικάζανε, πάντως η ΟΠΛΑ επενέβαινε σ’ αυτά τα πράγματα. Γενικά, κάποιοι από τους διοικούντες την ΟΠΛΑ θελήσανε να ξεκαθαρίσουνε λογαριασμούς μαζί με άλλους και χρησιμοποιήσανε την οργάνωση, με αποτέλεσμα να δυσφημιστεί. Όταν έφυγαν οι Γερμανοί, η ομάδα όπου ήταν ο πατέρας μου έφτασε στην Εκάλη και φυλάγανε τα κτήρια μέχρι να δούνε τι θα γίνει και να μεταβιβάσουνε τον έλεγχο. Επειδή ο πατέρας μου ήταν πολλά χρόνια εκεί και είχε νταλαβέρια με άτομα από την Κηφισιά, τη Νέα Ερυθραία και από κείνα τα μέρη, πάρα πολλοί τον γνωρίζανε και τον βλέπανε εκεί σκοπό, να φυλάει με το τουφέκι του. Πολλοί θελήσανε να λεηλατήσουνε αλλά ο πατέρας μου δεν τους άφηνε, με αποτέλεσμα να τον καταριούνται. Τελικά, τυχαία, χρόνια αργότερα, ανακάλυψε ότι στη διοίκηση της Χωροφυλακής στην Εκάλη υπήρχαν κάτι κατάστιχα με κάποιους που ήταν χαρακτηρισμένοι και καταγεγραμμένοι σαν ήρωες. Εκεί ήταν καταχωρημένος ο πατέρας μου. Η ειρωνεία της τύχης ήταν ότι όλα αυτά πήραν φωτιά και καήκαν και δεν υπάρχει τίποτα. Μετά μαζεύτηκε στα Πατήσια, όπου γνώρισε τη μάνα μου, η οποία ήταν επτά γενιές Αθηναίοι -Γκάγκαροι που λέμε. Σε ηλικία 50 χρονών περίπου, από μία τυχαία συζήτηση στο καφενείο, όπου πήγαινε και έπαιζε σκάκι, έμαθε ότι μπορεί κάποιοι στην Αλεξανδρούπολη να είναι συγγενείς του. Τους έγραψε και ήταν όντως ξαδέρφια του, οι οποίοι τόσο πολύ χαρήκανε μ’ αυτή τη σύνδεση που ήρθανε οι άνθρωποι από την Αλεξανδρούπολη. Από αυτούς έμαθε ότι η αδερφή του ζει και είναι παντρεμένη στη νότια Ιταλία μ’ έναν Ιταλο-Έλληνα, που είχε γνωρίσει στην Κέρκυρα. Της έγραψε και τη βρήκε. Πήγε στην Ιταλία και είδα πρώτη φορά τον πατέρα μου να κλαίει. Δεν θα ξεχάσω, πριν ακόμα πάει, επειδή όλα αυτά τα χρόνια ακούγαμε τις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού, για να δώσει χαρά στους άλλους ανθρώπους και να συνεχίσουν να ελπίζουν και να ψάχνουν, έφερε έναν φωτογράφο, βάλαμε τα καλά μας και στηθήκαμε μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο και βγάλαμε φωτογραφία οικογενειακή: ο μπαμπάς, η μαμά και το παιδάκι. Και την έβαλε στην εφημερίδα με την ιστορία αυτή. Κάθε χρόνο στη γιορτή του πατέρα μου, 21 Μαΐου, του πήγαινα ένα δώρο. Ήταν καλλίφωνος, ήταν φιλόμουσος, ζωγράφιζε ωραία, ήταν άνθρωπος που του άρεσε το διάβασμα -είχε μεγάλη εγκυκλοπαιδική μόρφωση- και ήταν πολύ καλός σκακιστής -δεν κατάφερα ποτέ στη ζωή μου να τον κερδίσω στο σκάκι. Το 1982, λοιπόν, του πήρα ένα ραδιοκασετόφωνο. Ω ρε χαρά! Την επόμενη χρονιά, το 1983, πήγα και πήρα ένα κουτί με δέκα 60άρες κασέτες, κόλλες διαγωνισμού, ένα κουτί στυλό, πάω στη μανούλα μου, που είχε ένα ψιλικατζίδικο εδώ στη γειτονιά, και της λέω «Για κάνε ένα ωραίο δεματάκι, με φιόγκο απάνω κ.λπ.» και το βράδυ πάω στο σπίτι, «έλα μπαμπά μου, να σε χαιρόμαστε», και του δίνω το δώρο. Το ψαχουλεύει με τα χέρια του και μου λέει:
- Τι είναι αυτό το πράγμα;
Δεν μπορούσε να καταλάβει. Λέω:
- Θα σου πω. Θα μ’ ακούσεις με προσοχή. Να κάτσεις και να γράψεις από τότε που θυμάσαι τον εαυτό σου μέχρι σήμερα, όλα όσα έζησες. Δηλαδή, μια αυτοβιογραφία!
Το σκέφτεται λίγο. Δεν του καλάρεσε.
- Τι λες ρε συ; Και να τα πάρεις εσύ μετά και να πας να τα εκδώσεις και να με κάνεις ρεζίλι;
- Πώς θα τα εκδώσω; Αφού θα τα έχεις εσύ, δεν θα τα έχω εγώ. Άμα θες, μου τα δίνεις ν’ ακούσω ή να διαβάσω.
Τέλος πάντων, δεν είπε τίποτα, πήρε το πακέτο, πήγε κάπου μέσα και το έκρυψε και ήρθε, φάγαμε, ήπιαμε, είπαμε «καληνύχτα», και μετά από καμιά 20αριά μέρες, κάνα μήνα, ρωτάω τη μάνα μου στο τηλέφωνο:
- Ρε, μαμά, τι γίνεται; Γράφει τίποτα;
- Δεν ξέρω, βρε παιδάκι μου. Πάει μέσα στην κουζίνα, κλείνεται, βάζει και τον σύρτη και τον ακούω μία κλαίει, μία γελάει. Δεν ξέρω, όμως, τι κάνει.
Όταν πέθανε το 1990 και πέρασαν στην κατοχή μου αυτά τα πράγματα, τι είχε κάνει ο μπαγάσας. Είχε κάτσει και είχε γράψει όλη του τη ζωή στις κόλλες διαγωνισμού και μετά τα διάβασε στις κασέτες! Γέμισε 9,5 ώρες διήγηση. Όταν τα πήρα αυτά τα πράγματα στα χέρια μου, έκανα ό,τι θα έκανες κι εσύ. Ξεκίνησα ν’ ακούσω. Αριθμημένες οι κασέτες. Έκανα πολλές προσπάθειες, αλλά δεν μπόρεσα ν’ ακούσω πέρα από την πρώτη πλευρά της πρώτης κασέτας γιατί με πιάνανε τα κλάματα. Τις πιο πολλές ιστορίες τις ξέραμε σκόρπια γιατί μας τις έλεγε. Όλο αυτό που σου είπα, το έκανα podcast 5 λεπτών, για το Chania Film Festival. Είχανε δώσει ένα θέμα σχετικό με τις κασέτες, μια ιστορία γύρω από μια κασέτα, και έκανα εγώ αυτό.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει καλύτερη ιστορία.
Γ.Ι.: Απ’ ό,τι μου είπανε κι αυτοί οι ίδιοι -ήτανε μια μεγάλη ομάδα- «όποτε ακούμε αυτό το πράγμα, κλαίμε όλοι». Όταν μπαίνω στη διαδικασία να το κάνω αυτό και να διηγούμαι, γίνομαι πιο συγκινητικός απ’ ό,τι είμαι τώρα. Έγραψα και μία πρωτότυπη μουσική για background σ’ όλο αυτό, ένα χαλί ας πούμε, και με αφορμή αυτό το πράγμα τελικά μου έχουν κάνει πρόταση από το Chania Film Festival να το κάνουμε βιβλίο. Αν τα καταφέρουμε, δεν ξέρω, να γίνει και κάτι σαν ντοκιμαντέρ. Θέλουν να συμμετάσχω κι εγώ, για να αξιοποιήσουν το συγκινητικό της αφηγήσεώς μου, ποιος ξέρει, πάντως το συζητάμε ακόμη. Έβαλα έναν φίλο που έχω, είναι ιστορικός στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και είναι συνεργάτης του ΙΜΕ (Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού) και έχει και συνδέσεις με συλλόγους από τη Θράκη, που πολλά από αυτά που λέει ο πατέρας μου και ονόματα που αναφέρει, τα τσεκάρισε και είναι υπαρκτά. Μου λέει ότι πέρα από αυτά που λέει ο πατέρας μου στην αφήγησή του, είναι και πολύ καλής ποιότητας κείμενο διότι έχει και λαογραφική αξία, γιατί κάνει και περιγραφές.
Εσύ πως μπήκες στη μουσική;
Γ.Ι.: Υπήρχε ένας θείος στο σόι, ο Δημήτρης ο Μεταξάς, που είχε κάνει μία σχολή κοντά στην πλατεία Κολιάτσου, η οποία ήταν παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου. Επειδή τραγουδούσαμε στα γλέντια και με άκουσε ότι ήμουν σωστός, λέει στη μάνα μου:
- Ρε, Άννα, δεν φέρνεις το παιδί, να ξεκινήσω να του μαθαίνω ακορντεόν;
- Άντε να το κάνουμε.
Ήμουν 10 και κάτι χρονών τότε και ξεκίνησα να μαθαίνω ακορντεόν στη σχολή του θείου μου. Όταν δίναμε εξετάσεις, δίναμε στο Ελληνικό Ωδείο στη Φειδίου -τώρα είναι πια ερείπιο, δεν υπάρχει το κτήριο. Έκανα κάποιες σπουδές, εκείνος με έβαλε στη νοοτροπία ότι είμαι μουσικός και πρέπει να ξέρω και τούτο κι εκείνο και το άλλο, όχι μόνο γύρω από τη μουσική, αλλά και γύρω από την πιάτσα και γύρω από τους μουσικούς και για θέματα δουλειάς και όλα αυτά. Επειδή ο θείος ήτανε παλιός μαέστρος, γατόνι της πιάτσας, κάποια στιγμή μόνος του μου είπε:
- Επειδή έχεις ταλέντο και καλό είναι να προχωρήσεις, σου προτείνω να πας να γραφτείς στο Ωδείο Αθηνών και να συνεχίσεις εκεί τις σπουδές σου, γιατί εδώ θα μάθεις ακορντεόν, θα μάθεις και θεωρία που κάνουμε, αλλά από κει και πέρα δεν μπορώ να σε βοηθήσω παραπάνω.
Κάποια στιγμή, εγώ επαγγελματίας μουσικός πλέον, έφυγα και πήγα στο Ωδείο Αθηνών, που τότε ήταν στην Πειραιώς. Πάω εκεί, χτυπάω την πόρτα, μπαίνω μέσα, έρχεται ένας κυριούλης με γυαλάκια, ο οποίος ήτανε ο επιστάτης Χρήστος Μούτσης, όπως έμαθα αργότερα, θείος του βιολιστή και συνθέτη Δήμου Μούτση. Μου λέει:
- Τι θέλεις;
- Είμαι μουσικός και θέλω να μάθω θεωρητικά.
- Πόσο χρονών είσαι;
- 18.
- Α, δεν μπορείς. Είσαι μεγάλος!
- Τι θα πει «μεγάλος»; Μου είπαν ότι το καλύτερο ωδείο είναι εδώ.
- Καλά σου είπανε ότι είναι το καλύτερο ωδείο, αλλά δεν μπορείς να γραφτείς. Είσαι μεγάλος!
- Συγνώμη, μπορώ να μιλήσω στον διευθυντή;
- Όχι! Πώς θα μιλήσεις στον διευθυντή; Πρέπει να κλείσουμε ραντεβού για να μπορέσει να σε δεχτεί.
Όπως μου τα λέει όλα αυτά, ήτανε μια σκάλα ξύλινη στριφτή που ανέβαινε πάνω και κάνω ένα «μπραφ» και ανεβαίνω την σκάλα.
- Έλα εδώ! Που πας;
Τέλος πάντων, πάω πάνω, βλέπω μια πόρτα, την ανοίγω, μπαίνω μέσα και βγαίνω στον γραμματέα του διευθυντή. Ήταν ένας γέρος με ένα κεφάλι σαν χελώνα.
- Τι θέ-λε-τε, κύ-ρι-ε;
Του λέω εν τάχει την ιστορία, «είμαι επαγγελματίας μουσικός, πηγαίνω σε άλλο ωδείο και νιώθω ότι με κοροϊδεύουν» κ.λπ.
- Φο-βά-μαι ό-τι δεν μπο-ρεί-τε να…
Και φώναζα εγώ, οπότε ξαφνικά ανοίγει μια πόρτα που ήτανε δίπλα, και βγαίνει ένας ψηλός, ο οποίος ήτανε ο διευθυντής Μενέλαος Παλλάντιος. Ο Μενέλαος Παλλάντιος ήταν και μουσουργός και πολύ παλιός δάσκαλος, περισσότερα από 50 χρόνια καθηγητής μουσικής, και στον Πειραιά, σε ένα πολύ σοβαρό ωδείο κι εκεί, και στο Ωδείο Αθηνών. Εκείνη την περίοδο ήταν και πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών. Μεγάλη προσωπικότητα. Λοιπόν, λέει:
- Τι γίνεται, κύριε; Γιατί φωνάζετε; Τι τρόπος είναι αυτός;
- Μπορώ να σας πω;
- Περάστε στο γραφείο μου!
Μπαίνω στο γραφείο του, κλείνει την πόρτα, του λέω την ιστορία και με ακούει πολύ προσεκτικά ο άνθρωπος. Ήμουνα και αλαφιασμένος και ψιλοαγριεμένος, αλλά αυτός τα είχε δει όλα στη ζωή του. Όταν τελείωσα, μου λέει:
- Λυπάμαι, κύριε. Αλλά οι σπουδές που κάνατε είναι αστείες!
- Κύριε διευθυντά, επειδή το ψυχανεμίστηκα γι’ αυτό είμαι εδώ.
Δεν λέει τίποτα, βγαίνει έξω και λέει:
- Φωνάξτε μου τον κύριο Βαβαγιάννη!
Ο κύριος Βαβαγιάννης ήταν ένας μαέστρος της Κρατικής Ορχήστρας, ο οποίος δίδασκε και στο Ωδείο Αθηνών και τύχαινε εκείνη την ώρα να είναι εκεί. Έρχεται ο κύριος Βαβαγιάννης να μου κάνει κάποιες ερωτήσεις. Λέει ο διευθυντής:
- Κύριε Βαβαγιάννη, εδώ έχουμε έναν μουσικό με μεγάλη έφεση να γίνει καλύτερος μουσικός και θα ήθελα να τον εξετάσετε και να μου πείτε τι ψάρια πιάνει.
Μου κάνει κάτι ερωτήσεις ο κύριος Βαβαγιάννης, οι οποίες ήταν θεωρητικές. Του απαντούσα σωστά, σκεπτόμενος στο μυαλό μου το αρμόνιο που έπαιζα τότε, και του λέει:
- Σωστά τα λέει, αλλά μου τα λέει ανορθόγραφα! (γέλια)
Για παράδειγμα, «κλίμαξ» έλεγε αυτός, «σκάλα» έλεγα εγώ.
- Όχι «σκάλα», κύριε! «Κλίμακα» είναι!
Έλεγα «μινόρε».
- Όχι, κύριε, «μινόρε»! «Ελάσσον»!
Μου λέει:
- Ρε δίεση ελάσσον. Ξέρετε αν έχει κάποιο τριημιτόνιο;
- Ναι, έχει ένα.
- Μεταξύ ποιων βαθμίδων σχηματίζεται αυτό το τριημιτόνιο;
- Μεταξύ 6ης και 7ης βαθμίδος.
- Ωραία. Και ποιοι είναι οι φθόγγοι;
Σκέφτομαι και πάλι με βάση το clavier του αρμονίου και του λέω:
- Σι και Ρε φυσικό.
Εκεί είναι που γυρνάει στον Παλλάντιο και του λέει:
- Σωστά τα λέει, ξέρει, αλλά μου τα λέει ανορθόγραφα!
Και γιατί το είπε. Δεν έπρεπε να πω «Ρε φυσικό», έπρεπε να πω «Ντο διπλή δίεση». Ενώ είχα κάνει σπουδές και είχα πληρώσει, ο Παλλάντιος με έβαλε από το μηδέν, φίλε! Έκανα ένα τρίμηνο-τετράμηνο σαν εντατικό, όπου πέρασα όλη τη θεωρία -τρία χρόνια είναι η θεωρία κανονικά- και φρεσκάρισα και ξεκαθάρισα πολλά πράγματα στο μυαλό μου και μετά με ξεκίνησε αρμονία από την αρχή. Επειδή στην ουσία τα έχω διδαχθεί τρεις φορές όλα αυτά, τα έχω μάθει καλά.
Επειδή είπες πριν ότι ήσουν ήδη επαγγελματίας μουσικός, πώς έγινε αυτό;
Γ.Ι.: Ξεκίνησα από pop/rock συγκροτήματα. Πρώτα έπαιξα με τους Youngbirds και μετά με τους Foremost. Μέχρι το 1975, έπαιζα με τους Foremost, με τους οποίους κάναμε μόνο ένα single με δύο τραγούδια. Μετά το 1975, διαλύσανε οι Foremost και ήμουν ελεύθερος επαγγελματίας, οπότε πια εκεί μεταπήδησα κατευθείαν στο έντεχνο. Από το 1977, ξεκινά η σχέση μου με τη δισκογραφία. Έπαιζα στην μπουάτ «Ζορμπάς» στη Ρόδο και έμπλεξα εκεί με τον Τάκη Βούη, ο οποίος κάθε ένα-δύο χρόνια έκανε ένα μεγάλο άλμπουμ, που το έβγαζε στη Music Box. Τότε ανήκε στον Martin Gesar, έναν κυριούλη πολύ καλό και μικροκαμωμένο. Και προτάθηκα σαν ενορχηστρωτής για το επόμενο άλμπουμ του Τάκη Βούη. Εκεί πέρα ήταν παραγωγός ένας εξαιρετικός άνθρωπος και καταπληκτικός μαέστρος και ενορχηστρωτής, ο Αλέκος ο Λασκαρίδης, ο οποίος μου έδωσε τα φώτα του και πολλές ευκαιρίες. Με περιέβαλε με πολλή εμπιστοσύνη και αυτό μου έκανε καλό. Γενικά, όταν λειτουργώ υπό καθεστώς εμπιστοσύνης μπορεί να ξεπεράσω τον εαυτό μου, αλλιώς με έχεις πετάξει στα σκουπίδια εκ των προτέρων. Αυτό ήταν, ας πούμε, το βάπτισμα, όπου με ρώτησε κάποια στιγμή, πριν μπούμε στο στούντιο:
- Θέλεις δεύτερους μουσικούς για να τους μιλάς σε άλλη γλώσσα ή θες πρώτους μουσικούς;
- Πρώτους μουσικούς θέλω!
Αλλά δεν ήξερα τι σημαίνει ούτε το ένα, ούτε το άλλο. Μου κάλεσε, λοιπόν, πρώτους μουσικούς, πρώτα ονόματα της εποχής εκείνης, όπου αυτοί άμα σε πάρουν στο ψιλό μπορεί να σε κοροϊδέψουνε, μπορεί να σε ειρωνευτούνε, και να μην πάρεις χαμπάρι. Ενώ οι άλλοι μουσικοί, μπορείς να τους βρίσεις κιόλας. Ποτέ δεν το έκανα αυτό στη ζωή μου. Δεν μιλάω έτσι. Δεν συμπεριφέρομαι στους συναδέλφους μου μ’ αυτόν τον τρόπο. Μετά, από κει και πέρα, το ένα έφερε το άλλο. Μετά έγινα μαέστρος στο θέατρο, συνεργάστηκα με πολύ μεγάλα ονόματα, ξεκίνησα, να καταλάβεις, στο θέατρο Μινώα με τον Μενέλαο Θεοφανίδη, που ήταν από τις τελευταίες του δουλειές γιατί ήτανε μεγάλος σε ηλικία. Εκείνος είχε γράψει τη μουσική, αλλά εγώ ήμουν ο μαέστρος, εγώ έκανα τις πρόβες με τους ηθοποιούς, και ταυτόχρονα, για να συμπληρώσω το εισόδημα ήθελα να δουλέψω και κάπου αλλού -γιατί το θέατρο εκείνη την εποχή είχε τρεις διπλές παραστάσεις, που σημαίνει ότι Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή πήγαινες γύρω στις 17:00 και σχόλαγες από το θέατρο 23:00 με 00:00. Τότε ξεκίνησα να δουλεύω και σε ένα σκυλάδικο στους Αμπελοκήπους, στην οδό Έσλιν. Εκεί, σε αυτό το στενάκι, υπήρχε μια υπόγα κι ήταν ένα σκυλάδικο που λεγόταν Ανατολή, όπου το πρόγραμμα ξεκινούσε στη 01:00. Με βόλευε, κατάλαβες; Δούλευα από τη 01:00 μέχρι τις 07:00. Με ήλιο γύρναγα σπίτι μου! Ήτανε σκληρή φάση, σαν να είμαι ανθρακωρύχος στο Βέλγιο. Τέτοιο πράγμα. Εκεί, στο σκυλάδικο, τα είδα όλα! Έχω παίξει εκατοντάδες, για να μην σου πω χιλιάδες, ουσάκ, ζεϊμπέκικα, τα οποία δεν είχα ξανακούσει ποτέ πριν και δεν ξανάκουσα ποτέ μετά! Δεν ξέρω πού τα βρήκανε αυτά! (γέλια). Εκείνο το σκυλάδικο το είχε ένας μπράβος εκ Θεσσαλονίκης, πολύ παιδαράς και πολύ ζόρικος, ο Πάνος Μιχαηλίδης, ο οποίος ήτανε επιχειρηματίας στο μαγαζί, πρώτο όνομα τραγουδιστής και έδερνε κιόλας αν χρειαζότανε. Είχε και τραγουδίστριες και τραγουδιστές, αλλά αυτός ήταν το πρώτο όνομα. Εκεί δεν κάνανε ποτέ πρόβα. Μου είπαν:
- Από αύριο, δουλεύεις!
- Πώς δουλεύω; Πρόβα δεν θα κάνουμε;
- Τι πρόβα; Εδώ πέρα δεν κάνουμε πρόβες!
(γέλια) Υπήρχε μία Farfisa -αρμόνιο- που είχε κάτι μαύρα πλήκτρα αριστερά, τα οποία είχαν ήχο μπάσου. Εγώ έπαιζα, λοιπόν, μπάσο στο αριστερό χέρι και στο δεξί ό,τι άλλο χρειαζόταν να παίξω, είτε ακόρντα, είτε μελωδία. Υπήρχε ένας drummer δεξιά μου -τέσσερις μουσικοί είμασταν- ο οποίος ήταν αστυφύλακας -στον Θεό σου κι έπαιζε το βράδυ στο σκυλάδικο! (γέλια). Μπροστά και διαγώνια από μένα ήταν ένας κιθαρίστας του οποίου, επί μέρες πολλές που δουλεύαμε μαζί, έβλεπα μόνο την πλάτη και στην φάτσα δεν ήξερα ποιος είναι (γέλια) και μπροστά μου ακριβώς ήταν ο μπουζουξής, νομίζω Θανάση τον λέγανε, που ήτανε ο γιος του κρεοπώλη της περιοχής -καλό μπουζούκι και καλό παλικάρι. Μετά από 8-10 μέρες, πετυχαίνω τον κιθαρίστα όταν είχαμε σχολάσει το πρωί, 07-07:30, και τον γνώρισα από την στολή του. Πάω κοντά και του λέω:
- Ρε φίλε, ο κιθαρίστας είσαι;
- Ναι!
- Έλα ρε να μιλήσουμε. Παίζουμε στο ίδιο πατάρι τόσες μέρες και δεν έχουμε συναντηθεί!
Ήταν, λοιπόν, ένας τύπος περίπου στο ύψος μου, πολύ πιο αδύνατος από μένα, και παρατήρησα ότι στο χέρι του είχε έναν τεράστιο μαύρο λεκέ και του λέω:
- Τι έχει το χέρι σου;
- Α, δεν είναι τίποτα.
- Δηλαδή;
- Είναι επειδή, όπως παίζω κιθάρα, εδώ βάζω το τσιγάρο!
(γέλια) Σκέψου πόσα χρόνια το έκανε και από τον καπνό έβαψε το χέρι του. Τέλος πάντων, τον ρώτησα:
- Γιατί φοράς αυτή την στολή;
- Δουλεύω στα τρόλεϊ και φεύγω από δω και πιάνω κατευθείαν δουλειά στα τρόλεϊ!
Με τον καιρό εντόπισα ότι όλο το ξύλο πέφτει 5 με 6 γιατί ήταν η ώρα που έρχονταν οι λογαριασμοί και οι πιο πολλοί πελάτες πηγαίνανε εκεί και νομίζανε ότι αυτοί ήταν οι μόνοι μάγκες σ’ αυτή τη χώρα. Έλεγαν «Πόσο κάνει;», έλεγε ο σερβιτόρος για παράδειγμα «δέκα χιλιάδες» και του έλεγαν «πάρε ένα χιλιάρικο και είμαστε εντάξει». Αυτό σήμαινε ότι αυτός θα φάει ξύλο, δεν υπήρχε περίπτωση. Ε, και μετά τους έβαζε ο Πάνος Μιχαηλίδης σ’ ένα σημείο που είχε κατεβαίνοντας στην σκάλα, με κάτι πόρτες σαν σαλούν, και τους έκανε μαύρους στο ξύλο. Όταν το πήρα χαμπάρι, ζήτησα να κάνω εκεί πέρα το μισάωρο διάλειμμα που δικαιούμουν. Σκέψου ότι η 4μελής ορχήστρα γινόταν 3μελής. Όταν έπεφτε ξύλο, έμπαινα κι εγώ εκεί, σ’ έναν χώρο 1,5 επί 1,5, και εκεί που έδερνε ο άλλος εγώ ήμουνα από δίπλα για να βλέπω! (γέλια). Ένα βράδυ, μας λέει:
- Κοιτάξτε, απόψε θα έρθει ο Μητροπάνος με την ορχήστρα του. Όταν τελειώσει από το κέντρο, θα έρθει από δω!
- Α, ωραία!
Τότε ήταν στον Διογένη ο Μητροπάνος και είχε τις επιτυχίες του Μουσαφίρη, «Τι Το Θες Το Κουταλάκι», «Κάνε Κάτι Να Χάσω Το Τρένο» κ.λπ., μεγάλες επιτυχίες εκείνη την εποχή. Ο Μητροπάνος ήταν φίλος του Μιχαηλίδη. Γνωριζόντουσαν από τη Θεσσαλονίκη. Λοιπόν, σκάει ο Μητροπάνος, 3-4 η ώρα, κάθονται σε ένα τραπέζι και να τα μπουκάλια και λοιπά και του λένε:
- Δημήτρη, δεν θα μας πεις κανένα τραγούδι;
- Τι να πω; Τα παιδιά δεν θα ξέρουνε αυτά που θέλω να πω.
Επειδή ήμουνα πριν στη Ρόδο και το είχα πολύ φρέσκο το ρεπερτόριο του Θεοδωράκη σαν παίχτης, του λέω:
- Ό,τι θέλετε από Θεοδωράκη και από πολιτικό τραγούδι, τα ξέρω όλα!
- Α, εντάξει!
Παίρνει το μικρόφωνο.
- Πάμε το «Μαουτχάουζεν»!
Ξεκινάμε, τα παίζουμε…
- Πάμε «Ρωμιοσύνη»!
Κάναμε διατριβή στον Θεοδωράκη εκείνο το βράδυ. Αρχίσανε οι πελάτες να διαμαρτύρονται (γέλια) και έλεγε ο Μητροπάνος:
- Άμα δεν σ’ αρέσει, να πας να φύγεις!
Σούρα, πίτα. Είχε πιει μόνος του ένα μπουκάλι. Τέλος πάντων, έγινε αυτό μία φορά και το ευχαριστήθηκε. Τελειώσαμε κατά τις 08:15. Μετά, επειδή του άρεσε, ξανάρθε μόνος του, χωρίς τους μουσικούς του, και έγινε πάλι το ίδιο σκηνικό. Έπαιζα μόνο εγώ, αρμόνιο και πιάνο, και ό,τι ήθελε το ήξερα. Οι άλλοι μουσικοί δεν ήξεραν και έφευγαν. «Πάμε αυτό», «πάμε και τούτο», «πάμε κι εκείνο» κι έχει πάει η ώρα 08:30 και δεν λέει να τελειώσει. Ξέρεις τι θα πει να παίζεις από τη 01:00 και να έχει πάει 08:30 το πρωί; Σκέψου ότι εγώ έπαιζα και στο θέατρο, από τις 5 το απόγευμα, και είχα κλείσει 15 ώρες! Εν τω μεταξύ, το αφεντικό δεν είχε πει ποτέ «πάρε ρε μεγάλε ένα 50άρικο ή ένα 100άρικο, αφού κάθεσαι μόνος σου και παίζεις ως τις 08:00». Τα παίρνω στο κρανίο, σβήνω το αρμόνιο και κατεβαίνω. Μένει σύξυλος ο Μητροπάνος, όχι την ώρα που τραγούδαγε αλλά όταν τελείωσε το τραγούδι, κι ήρθε αυτός, ο Πάνος Μιχαηλίδης, να μου ζητήσει το λόγο που το έκανα αυτό και τον είδα ότι είχε πρόθεση να με δείρει -επειδή τον ήξερα πια, τόσο καιρό που δούλευα εκεί. Εντάξει, προσπάθησα να του εξηγήσω με τρόπο νηφάλιο ότι δεν είναι εντάξει και το καλύτερο που βρήκε να κάνει είναι να με απολύσει. Και με απέλυσε. Είμαι ο μόνος μουσικός που έχει απολυθεί από δουλειά επειδή κατέβηκε «αυθαίρετα» στις 08:30 το πρωί παίζοντας από τη 1 τη νύχτα. Συνέχισα στο θέατρο και, μετά από κάνα δυο μήνες, με ξαναφωνάξανε να πάω πάλι γιατί δεν βρίσκανε, λέει, αρμόνιο σαν και μένα και τέτοια. Πήγα πάλι κάνα δυο μήνες εκεί και συμπλήρωσα τα λεφτά που ήθελα γιατί ήθελα να πάρω αυτοκίνητο -που θα οδηγούσε η γυναίκα μου.
Όταν πήγα να πρωτοπαίξω στα μπουζούκια σαν μουσικός, υπήρχε μια αντιπαλότητα τεράστια μεταξύ των μπουζουξήδων και αυτών που έπαιζαν αρμόνιο. Τέλος πάντων, συνέχισα στο θέατρο, έγραφα και μουσική για το θέατρο, και γενικά είχα γίνει έμπειρος σ’ αυτό, μόνο που το θέατρο εκ των πραγμάτων δεν μπορούσε να σε ζήσει πολύ. Πιο πολλές πρόβες έκανες παρά παραστάσεις, οι θεατρώνες τις περισσότερες φορές καθυστερούσαν τις πληρωμές ή τα τρώγαν τα λεφτά και έπρεπε να τρέχεις… Καταλαβαίνεις. Περιπέτειες. Οπότε έπρεπε να βρω κάτι σίγουρο για την οικογένειά μου και βρήκα μια δουλειά να παίξω στα Ξημερώματα, εθνική οδός στο 6ο-7οχιλιόμετρο, με γνωστούς τραγουδιστές κ.λπ. Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι ποιος ήρθε στην κυβέρνηση, και άλλαξε τα ωράρια στα κέντρα και είπε 3 η ώρα τελειώνουν όλα, που σήμαινε ότι θα αρχίζανε νωρίτερα, δεν θα αρχίζανε μετά τις 12. Οπότε αναγκάστηκα να εγκαταλείψω το θέατρο και έπεσα στο μπουζουξίδικο. Το ένα μπουζουξίδικο με πήγε στο άλλο, από κει πήγα μετά στην παραλία, από την παραλία ανέβηκαν οι μετοχές μου μέχρι που έφτασα στα παλιά Δειλινά, στη Φαντασία κ.λπ. Εκεί ήταν μόνο πρώτα ονόματα και έφτασα να είμαι το λατρεμένο παιδί του Γιάννη Πάριου στη Νεράιδα, ενώ είχε προηγηθεί ο Στράτος Διονυσίου, η Ρίτα Σακελλαρίου, η Δούκισσα… Εεεε, τα έχω ψιλοαπωθήσει αυτά μέσα μου γι’ αυτό με βλέπεις και ψάχνομαι.
Ήταν τόσο αρνητική η εμπειρία;
Γ.Ι.: Όταν τη ζούσα δεν ήταν τόσο αρνητική. Είχα συνηθίσει. Να σου πω, αν δεν το γνωρίζεις ήδη, ότι υπήρχε μία μεγάλη κατηγορία μουσικών οι οποίοι κλείνανε για όλο τον χειμώνα και για όλο το καλοκαίρι. Δεν χώραγε στο μυαλό τους ότι μπορεί να υπάρξει μία περίοδος όπου δεν θα δουλεύανε. Ούτε υπήρχε περίοδος «α, εγώ κάνω συναυλίες το καλοκαίρι». Όχι. Κέντρο! Ας είναι λιγότερα τα λεφτά, αλλά να είναι κάθε μέρα. Ήτανε ανασφάλεια, ξέρεις, νοοτροπία. Με αυτήν τη λογική, είναι ένα μαγκανοπήγαδο αυτό. Μπαίνεις εκεί, περνάνε τα χρόνια και δεν το καταλαβαίνεις. Έφτασα σε ένα σημείο όπου δεν άντεχα άλλο ψυχολογικά. Με είχε χαλάσει αυτό το σκηνικό. Είπα ότι το καλοκαίρι δεν θα ξαναδουλέψω σε κέντρο, θα κοιτάζω να κάνω συναυλίες, τουλάχιστον να αλλάζω παραστάσεις. Δεν μπορώ το κάθε μέρα και το ξενύχτι και όλα αυτά. Το έκανα αυτό το πράγμα, εντέλει. Υπήρχε πολλή δουλειά τότε, δηλαδή να σου πω -μπορεί να ακουστεί υπερβολή αλλά είναι αλήθεια- ότι 92 μέρες έχει το καλοκαίρι και κάναμε 100 συναυλίες. Απίστευτη δουλειά. Και χρήματα βγαίνανε και έπαιζες υπό καλύτερες συνθήκες και δεν είχες να κάνεις ούτε με σπασίματα ούτε με καβγάδες. Μετά σιγά-σιγά έμπλεξα με το στούντιο, σε άλλη βάση, όχι όπως είχα ξεκινήσει παλιότερα. Έπαιζα και σαν session μουσικός, έκανα και ενορχηστρώσεις και φαίνεται ότι είχα αρχίσει να πηγαίνω καλά γιατί είχα πολλές προτάσεις, πολλές δουλειές, σε κάποιο σημείο δηλαδή είχα μια ατζέντα που ήταν στήλη και μέρα, γιατί θυμάμαι ότι έγραφα πολλά πράγματα, και κάθε μέρα ήταν γεμάτη. Κάποια στιγμή που κοιτάω το καρνέ μου, έχω κλεισμένα εφτά συνεχόμενα εξάωρα ρε φίλε! Συνεχόμενα! Δεν θυμάμαι τώρα πώς έγινε και κλειστήκαν. Και κοιμόμουν λίγο στο ταξί, από το ένα στο άλλο, και άμα ξέκλεβα μισή ώρα εκεί στο στούντιο… Καταλαβαίνεις τώρα. Δεν υπήρχε λόγος να δουλεύω σε κέντρα. Είχα αρχίσει να κολλάω τότε -είχανε γίνει της μόδας- τα ένσημα πολλαπλής απασχόλησης. Δηλαδή από τα κέντρα παίρνεις κανονικά ένσημα σαν μισθωτός και όταν κάνεις δουλειές με εταιρείες δίσκων, που κόβεις μπλοκάκι, κόβεις πολλαπλής απασχόλησης. Αυτά αφορούσαν τον Γιάννη τον εκτελεστή, τον μουσικό, καταλαβαίνεις.
Το 1981 έπαιξες όργανο στα «Επεμβαίνεις» και «Συχνότητα» (μουσική: Σταμάτης Κραουνάκης, στίχοι: Κώστας Τριπολίτης, ερμηνεία: Βίκυ Μοσχολιού. Ενορχήστρωση και διεύθυνση: Νίκος Λαβράνος)
Γ.Ι. Τότε συνεργαζόμουνα και με τη Βίκυ Μοσχολιού και με τον Νίκο Λαβράνο. Ο Νίκος Λαβράνος για μένα ήταν ένα άλλο κεφάλαιο. Θα ήταν άδικο αν δεν πω ότι έμαθα και από τον Νίκο Λαβράνο πολλά πράγματα, χωρίς να μου πει, απλά έβλεπα. Είμαι τύπος πολύ παρατηρητικός. Παρατηρούσα τον Νίκο πώς έφτιαχνε τις βάσεις, πώς έκανε το ένα, πώς έκανε το άλλο κι ύστερα, αυτός ο ίδιος, όταν ανακάλυψε ότι ακούω πολύ καλά και μπορώ να γράφω, μου ανέθετε να γράφω σε νότες και πήγαινα στο στούντιο και έβλεπα τις δικές μου παρτιτούρες. Κάποτε, βέβαια, -πρέπει να το πω κι αυτό- μου είχε δώσει έναν μεγάλο αριθμό από αραβικά κομμάτια και μου είπε:
- Σε παρακαλώ, κάν’τα μου αυτά νότες.
Με πλήρωσε ο άνθρωπος, δεν μπορώ να πω, και κάποια στιγμή έκανε έναν δίσκο σε κάποια τραγουδίστρια και με φώναξε κι εμένα στο στούντιο να παίξω και βλέπω δύο από τα κομμάτια αυτά. Και μάλιστα τον είχα ρωτήσει:
- Τι τα θες όλα αυτά τα κομμάτια;
- Θα εκδώσω κάποια συλλογή.
Κι όταν είδα τις παρτιτούρες μου από κείνα τα αραβικά που του ‘χα γράψει, τα οποία τα έβαζε για δικά του, του είπα:
- Αυτά είναι από τη συλλογή;
Μου έκλεινε το μάτι και κοίταγε αλλού μετά. Ένας άλλος δίσκος στον οποίο είχα παίξει και είχα γράψει όλα τα κομμάτια σε νότες για τον Νίκο Λαβράνο, ήτανε ένας δίσκος «Ο Βοσκόπουλος Τραγουδάει Μανώλη Χιώτη» (1984) και παίζει μπουζούκι ο Σπόρος [σ.σ. Γιάννης Σταματίου]. Ο Σπόρος σαν μπουζουξής μιμείται τον Χιώτη. Εγώ εκεί μέσα έπαιζα ακορντεόν. Ό,τι ακορντεόν υπάρχει, το παίζω εγώ και φυσικά δεν έχει γράψει το όνομά μου γιατί εκείνη την εποχή ακόμη δεν το είχαμε κερδίσει αυτό. Έλεγε τον συνθέτη και πολλές φορές ούτε καν τον ενορχηστρωτή.
Το 1987 έπαιξες πιάνο στο «Άγγελέ Μου Και Φονιά» (μουσική: Μάριος Τόκας, στίχοι: Σαράντης Αλιβιζάτος, ερμηνεία: Κωνσταντίνα)
Γ.Ι.: Θυμάμαι ότι αυτό το είχαμε γράψει σ’ ένα στούντιο στο Κολωνάκι. Με τον Μάριο Τόκα έχουμε συνεργαστεί πολύ και ήταν αγαπημένος φίλος. Το 1987 είπες; Ε, εκεί κοντά, είχε μια συναυλία στον Λυκαβηττό και ο μαέστρος με τον οποίο συνεργαζότανε ο Τόκας ήτανε ο Νίκος Κούρος. Κάτι είχε γίνει, είχε αρρωστήσει, πήγε να κάνει κάτι εξετάσεις, κάτι τέτοιο ήτανε, και δεν μπορούσε να ασχοληθεί με τη συναυλία αυτή και μου λέει:
- Θέλω να αναλάβεις εσύ.
- Μετά χαράς!
Ανέλαβα εγώ, κάναμε πρόβες κ.λπ., ούτως ή άλλως ήμουνα και στην ορχήστρα του Πάριου, δεν θα ήταν ο Πάριος αλλά θέλω να πω ότι υπήρχαν μουσικοί διαθέσιμοι και συμπληρώσαμε και τους υπόλοιπους. Κάποια στιγμή κάνω πρόβα σε ένα στούντιο εδώ στα Πατήσια, στου Τάσου του Κυριαζή, και ο Μάριος μου λέει:
- Έχω γράψει ένα καινούργιο τραγούδι και θέλω να το πει ο Γιάννης [Πάριος]. Μπορείς να το ενορχηστρώσεις;
Κι έπρεπε εγώ να το ενορχηστρώσω και να το παίξουμε ή αύριο ή μεθαύριο, κάπως έτσι, που σε μένα δεν ήταν δύσκολο να το ενορχηστρώσω όσο το να το κάνουμε πρόβα και να το παίξουμε αύριο ή μεθαύριο. Το κομμάτι θα το ξέρεις γιατί προέκυψε σουξέ μεγάλο. Το πιάνω, το ενορχηστρώνω, το φτιάχνω, το γράφω και σε παρτιτούρα, τους το μοιράζω, το παίζουμε και καταχαρήκανε και ο Μάριος και ο Πάριος. Μάριος-Πάριος. Έχει και ομοιοκαταληξία (γέλια). Για του λόγου το αληθές, κάπου υπάρχει ένα video στο YouTube κι έχει βγει ο ίδιος ο Μάριος Τόκας και είπε:
- Αυτό το κομμάτι είναι ανέκδοτο. Παρουσιάζεται για πρώτη φορά εδώ και την ενορχήστρωση την έχει κάνει ο Γιάννης Ιωάννου.
Είναι το «Σαν Τρελό Φορτηγό». Η ιδέα μου ήταν ότι χρησιμοποίησα κάτι τύμπανα που έχω βάλει μέσα και άκου τώρα να δεις τι είναι οι «καλοί» συνάδελφοι. Οι «καλοί» συνάδελφοι είναι ο Φίλιππος Τσεμπερούλης, εξαίρετος σολίστ, και ο Μπάμπης Λασκαράκης, που ήταν κιθαρίστας, και ήταν συνάδελφοί μου και στην ορχήστρα του Πάριου, δηλαδή βλεπόμασταν κάθε μέρα. Μετά τον Λυκαβηττό και μετά από αυτήν την κουβέντα που είπε ο Μάριος Τόκας, ότι η πατρότητα της ενορχήστρωσης είναι δική μου, θα το ηχογραφούσαν το τραγούδι στο στούντιο. Φυσικά δεν με φωνάξανε, αφού την ενορχήστρωση στον δίσκο την έκανε ο Νίκος Κούρος, όμως ενώ μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τη δική μου ενορχήστρωση, όπου είχα γραμμένο μέχρι και το σόλο κλαρίνο του Τσεμπερούλη στη μέση, πιάσανε και το αλλάξανε, κρατήσανε τα κυριότερα σημεία της ενορχήστρωσής μου όταν γράψανε στο στούντιο κι όταν ήρθε η ώρα που λέγανε «πρέπει να βάλουμε το όνομα του Γιάννη», πετάχτηκε ο Τσεμπερούλης, πρώτος και καλύτερος, και λέει:
- Έλα μωρέ, ποιος Ιωάννου, αφού εμείς το φτιάξαμε το κομμάτι!
Βέβαια, δεν ζει ο Μάριος για να το πει αλλά υπάρχει το βίντεο και φαντάζομαι, αν χρειαστεί, ότι ο Γιάννης ο Πάριος θα το επιβεβαιώσει αυτό που λέω. Μπορεί να μην ξέρει τη λεπτομέρεια, γιατί δεν ειπώθηκε μπροστά του, αλλά ο Γιάννης ξέρει ποιος έκανε την ενορχήστρωση. Και είναι αγαπημένο πρόσωπο. Δεν είναι οποιοσδήποτε.
Το 1987 έπαιξες πλήκτρα στο «Ατέλειωτο Ταξίδι» (μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης, στίχοι: Λευτέρης Παπαδόπουλος, ερμηνεία: Τόλης Βοσκόπουλος)… Αυτό που λέει «να κάνουμε έναν έρωτα όλο τρέλα…»
Γ.Ι.: Καλά που μου το ‘πες! Δεν το θυμόμουνα! Ναι, έχω παίξει στου Βοσκόπουλου ηχογραφήσεις, έχω παίξει, εκτός αυτού που αναφέρεις τώρα, και σε δίσκο του Βοσκόπουλου όπου την ενορχήστρωση έκανε ο Κώστας Κλάββας. Με τον Θανάση [Πολυκανδριώτη], ο οποίος είναι φίλος αγαπητός, έχω συνεργαστεί πολύ. Υπάρχει και κάτι αστείο. Την εποχή που συνεργαζόμουνα με τον Θανάση πιο στενά, εγώ τότε κομπιουτεράς -με τα sampler μου, με τα sequencer κ.λπ.- του είχα ενορχηστρώσει ένα δίσκο, όπου τραγουδούσανε όλο νέες κοπέλες [σ.σ. δίσκος «Εντελώς Τυχαία», 1988]. Μέσα σε αυτές τις νέες κοπέλες ήταν και η Κατερίνα Κούκα και η κόρη του, η Μαρία. Αυτά όλα, λοιπόν, τα είχα προγραμματισμένα, δηλαδή ήταν computerized. Κάποια στιγμή, ο Θανάσης έχει κανονίσει να πάμε σε μία πρωινή εκπομπή της ΕΡΤ στην τηλεόραση, μάλλον ΕΡΤ 1 ήτανε, και την εκπομπή την παρουσίαζε ο Κωνσταντάρας ο υιός. Αυτές οι εκπομπές είναι σπονδυλωτές, έχουν το ένα θέμα, έχουν το άλλο, και σε κάποιο σημείο μάς έδινε ένα 20λεπτο ή ένα ημίωρο, όπου θα έπρεπε να μπούμε εμείς μέσα και να πούμε τα τραγούδια μας. Και είμαι τώρα, πρόσεξε να δεις (γέλια), με δύο sampler, που εκείνη την εποχή σήμαινε ότι έπρεπε να φορτώσεις τους ήχους σου από δισκέτα, δεν είναι το «ανάβεις και είναι όλα στη μνήμη». Τα έχω επάνω σε βάσεις, αυτές που ακουμπάμε τα synthesizer, καλωδιωμένα όλα κ.λπ., και τους έχω πει:
- Παιδιά, με το που θα μπούμε μέσα πόσο χρόνο έχω;
- Έξι λεπτά!
Έπρεπε μέσα σε 6 λεπτά να τα ανάψω, να ζεσταθούν, να φορτώσω τις δισκέτες και να τα φέρω σε κατάσταση όπου πατάω το play και έφυγε. Ο Θανάσης θα έπαιζε μπουζούκι πάνω σ’ αυτό και θα ήτανε κι οι τραγουδίστριες. Είναι, λοιπόν, ο ηχολήπτης της ΕΡΤ, ο οποίος έπρεπε να πάρει μία μονοφωνική έξοδο από το ένα sampler και μία μονοφωνική από το άλλο. Δύο πράγματα ήτανε αλλά αυτός είχε πιο πολύ άγχος από μένα. Δεν τους είχε ξανατύχει προφανώς να κάνουν κάτι τέτοιο. Φωνάζει ο σκηνοθέτης από τα μεγάφωνα:
- Έτοιμοι παιδιά! Σε 5, 4, 3, 2, 1, πάμε!
Με το «πάμε!» έπρεπε εγώ να πατήσω το play και να αρχίζουμε να παίζουμε. Από τα δύο sampler που είχα, το ένα έπαιζε τύμπανα και μπάσο και όλα τα άλλα πράγματα, που είχε μέσα ο προγραμματισμός, ήταν από το άλλο sampler. Πατάω το play, ξεκινάμε, μπαίνει ο Θανάσης και παρατηρώ ότι κάτι δεν ακούω. Δεν ακουγόταν, φίλε, το sampler που είχε όλα τα άλλα όργανα εκτός από τα drums και το μπάσο. Μ’ έχει κόψει κρύος ιδρώτας και την ώρα που κυλάει δεν μπορώ να πω τίποτα, αφού είμαστε στον αέρα. Πόσα τραγούδια θα παίζαμε, δεν θυμάμαι, τέσσερα-πέντε, ε, τα δύο χαθήκανε έτσι. Κι αυτός ο χριστιανός, για τον ηχολήπτη λέω, ο οποίος ήταν πάνω στο control, δύο fader ήμουν εγώ γι’ αυτόν κι ένα το μπουζούκι τρία και τρεις τραγουδίστριες. Από τα πέντε κομμάτια, σωστά παίχτηκαν τα τρία. Κι όταν τελειώσαμε και τα μάζεψα εγώ άρον-άρον και τα βγάλαμε έξω, έρχεται αυτός και μου λέει:
- Αυτό το σημερινό, να πάει και να μην έρθει!
Φαντάσου, να τον είχανε βάλει να διευθύνει κάνα διαστημόπλοιο! (γέλια). Πνιγήκανε σε μια κουταλιά νερό. Επίσης, να σου πω και κάτι άλλο με τον αγαπημένο μου Θανάση. Την εποχή της καραντίνας, μου ήρθε μια ιδέα. Έχω ένα κομμάτι που το έχω κυκλοφορήσει στις «Τέσσερις Εποχές», αλλά ήθελα να το κάνω και τραγούδι και επρόκειτο να το πει ο Μητσιάς. Του λέω:
- Θανάση, θα ήμουνα πολύ ευτυχής αν έπαιζες εσύ σαν σολίστας σε δύο κομμάτια που έχω και τα λέω «πατησιώτικα».
Το ένα είναι το «Πατησιώτικο Χασάπικο» και το άλλο είναι το «Πατησιώτικο Ζεϊμπέκικο». Του τα δίνω, τα μαθαίνει, και έρχεται εδώ, φίλε, και τα έγραψε και τα έχω έτοιμα. Ήταν ό,τι είχε περάσει ο καημένος και κορονοϊό, είχε συνέλθει βέβαια, και έπαιξε με το μπουζούκι του Χιώτη, που έχει αποκτήσει. Θα τα βγάλω αυτά κάποια στιγμή.
Το 1987, έπαιξες πιάνο και DX7 στα «Ένα Λικεράκι», «Θα Προχωράμε Μαζί» και «Χάνομαι» (μουσική: Αντώνης Βαρδής, στίχοι: Μάνος Τσιλιμίδης στο πρώτο, Γιάννης Πάριος στα άλλα δύο, ερμηνεία: Χριστίνα Μαραγκόζη, ενορχήστρωση: Αντώνης Βαρδής).
Γ.Ι.: Με τον Αντώνη Βαρδή είχα συνεργαστεί πολύ και έπαιζα μαζί του. Σ’ εκείνη τη φάση είμασταν στη Θεσσαλονίκη, κάπου κοντά στο αεροδρόμιο, με τη Δήμου, τη Μαραγκόζη κ.λπ. και με άκουσε ο Πάριος και είπε:
- Αυτόν τον κιμπορντίστα που έχετε, τον θέλω!
Κι έτσι έγινε και από το 1986 και μετά πήγα με τον Γιάννη. Έκατσα κάμποσο μαζί του, με τίμησε, δεν μπορώ να πω. Πραγματικά με τίμησε. Ο Βαρδής ήταν ένας πολύ ταλαντούχος μουσικός. Δεν ήξερε μουσική αλλά ήταν πολύ καλός μουσικός. Ταλαντούχος συνθέτης αλλά είχε κάποια όρια. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο ήτανε καταπληκτικός. Έπαιζε πολύ ωραία κιθάρα και τραγουδούσε καλά κι ο ίδιος. Σαν προσωπικότητα ο Βαρδής είχε μόνο ένα θέμα: ήτανε καβγατζής, άρπαζε εύκολα φωτιά και ήταν εριστικός. Δεν ξέρω για ποιο λόγο. Προσπαθούσε να αποδείξει ότι «εγώ είμαι ο μάγκας και κάνω κουμάντο», ενώ δεν υπήρχε λόγος να το αποδείξει. Και από διάφορες λεπτομέρειες αυτού του στυλ, κάποια στιγμή τα σπάσαμε και σταμάτησα να συνεργάζομαι, αλλά μαζί του κάναμε καλά παιξίματα. Και έχω παίξει και σε δίσκους αρκετούς. Μου έχει δώσει, σαν παραγωγός που ήτανε στη SONY Music, δουλειές και σαν ενορχηστρωτής. Ας πούμε παίζω πιάνο, σε δική του δουλειά, στο «Συγκάτοικοι Είμαστε Όλοι Στην Τρέλα», που είναι γνωστό κομμάτι [σ.σ. «Σχήμα Λόγου», 1986]. Παίζω σε όλο το άλμπουμ εκτός από ένα κομμάτι, στο οποίο δεν μπορούσα να πάω γιατί είχα κάποια δουλειά.
Στην εισαγωγή, λοιπόν, του τραγουδιού «Σχήμα Λόγου», που ακούγεται ένα πιάνο…
Γ.Ι. Είμαι εγώ! Και σε διάφορα άλλα στον ίδιο δίσκο. Σε μία ηχογράφηση δεν μπήκα μέσα και κοίτα να δεις την αδικία που μου έγινε. Πήγε κι έπαιξε ένας Γιουγκοσλάβος πιανίστας, ο Ζλάταν, που ζούσε τότε στην Ελλάδα, κι έπιασε ο μπαγάσας [ο Βαρδής] κι έγραψε σαν πιανίστα σε όλο το άλμπουμ τον Ζλάταν! Δεν έγραψε εμένα. Δεν ξέρω γιατί. Επειδή είχε ξενικό όνομα; Όταν του το ‘πα -και του το ‘πα έντονα- του πέσαν τα μούτρα. Όταν έρχεται κανείς εδώ, σ’ αυτό το σπίτι, για να του γράψω τις παρτιτούρες για να τις πάρει στο στούντιο κι όταν η πρώην γυναίκα μου τού έκανε φασολάδα με ρέγκα, που του άρεσε, και τρώγαμε παρέα και μετά, για το άλμπουμ, δεν θυμόταν ότι του έπαιξα εγώ πιάνο, πώς το βλέπεις;
Έχεις συνεργαστεί επίσης με τον Τάκη Μουσαφίρη. Έπαιξες, μεταξύ άλλων, στο «Και Μόνο Που Με Κοιτάς Λιώνω» (ερμηνεία: Γιώργος Σαρρής, 1987), στα «Ένα Λεπτό Περιπτερά» και «Και Τότε Μόνος» (ερμηνεία: Στράτος Διονυσίου, 1990) και στο «Θέλω Να Τ’ Ακούω» (ερμηνεία: Μαρινέλλα, 1990). Όλα σε μουσική, στίχους και ενορχήστρωση του Τάκη Μουσαφίρη.
Γ.Ι.: Ναι, καλά εντάξει (γέλια). Το «Και Μόνο Που Με Κοιτάς Λιώνω» ήταν από τις πρώτες φορές στη δισκογραφία που έκανα ενορχήστρωση με υπολογιστή φορητό, με Commodore 64. Με τον Τάκη τον Μουσαφίρη, τον συγχωρεμένο, έχω συνεργαστεί πολύ, δηλαδή εκείνος με φώναζε στις ηχογραφήσεις του να πάρω τα συμπράγκαλα -να καταλάβεις είχα καθημερινά μεταφορά. Ερχόταν εδώ και κουβαλάγαμε τις τσάντες με τις δισκέτες, τις θήκες που είχα μέσα τους ήχους, τα synthesizers στη μασχάλη, τα samplers κ.λπ. και τρέχαμε στα στούντιο. Το κάναμε κάθε μέρα με τον Μάκη Τζώρτζη, τον μεταφορέα. Ο Μουσαφίρης τα έλεγε και ποιητικά, ήταν έτσι large στα λόγια, μου έδινε έναν οδηγό, δηλαδή ένα πεντάγραμμο με μια μελωδία και τα ακόρντα από κάτω, κι αυτό άλλοι το λένε ενορχήστρωση. Δεν είναι ενορχήστρωση αυτό. Αυτό είναι οδηγός και μάλιστα λειψός. Με φώναζε στο στούντιο μόνο μου, αφού έγραφε τις βάσεις, μου έδινε την παρτιτούρα και του έλεγα:
- Τάκη, τι θες να παίξω εδώ πέρα;
- Έλα τώρα, χριστιανέ μου! Εγώ θα σου πω τι θα παίξεις; Εσύ ξέρεις καλύτερα από μένα! Πάω να κάτσω έξω!
Που σήμαινε ότι εγώ έπρεπε να βάλω τη φαντασία μου, για να ενορχηστρώσω στην ουσία το κομμάτι. Ήταν μια βάση γυμνή κι όταν λέμε «βάση» ήτανε τα μπετά μόνο. Μετά, βέβαια, όταν έβγαινε ο δίσκος, έγραφε «ενορχήστρωση: Τάκης Μουσαφίρης». Και πολλές φορές -εκεί μόνο θύμωσα μαζί του- ξέχναγε να δώσει και τα play back για να πληρωθώ από την εταιρεία. Αλλά ήξερε να μου κάνει πολύ ωραία κομπλιμέντα. Μου έλεγε:
- Τι να πω! Εσένα τα χέρια σου δεν κρέμονται από τους ώμους, κρέμονται από την ψυχή σου!
Από τέτοια ο Τάκης ήτανε αστέρι. Από την στιγμή που άρχισε να συνεργάζεται μαζί μου μ’ αυτόν τον τρόπο, κάναμε το ένα σουξέ μετά το άλλο. Δίσκους ολόκληρους. Και έφτασε κάποια στιγμή που είχα αρχίσει να χαλιέμαι με περιστατικά, σαν αυτό που σου ‘πα ότι ξέχναγε να δώσει τα play back στην εταιρεία, μου είχανε προκύψει και διάφορες δουλειές, κάνει έναν δίσκο με την Παπίου, όπου εγώ δεν μπορούσα να πάω.
- Μα…
- Δεν μπορώ, Τάκη μου. Δεν μπορώ καθόλου. Δεν έχω χρόνο.
Δεν πήγα. Αφήσανε τον δίσκο στη μέση και, απ’ ό,τι έμαθα, μέχρι που κρύφτηκε μην τον καθαρίσει κάποιος. Ποιος ξέρει…
Το 1988, έπαιξες πλήκτρα και ακορντεόν στο «Κοριτσάκι» (μουσική: Σπύρος Παπαβασιλείου, στίχοι: Σταμάτης Κόκοτας, ερμηνεία: Σταμάτης Κόκοτας. Ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας: Σπύρος Παπαβασιλείου).
Γ.Ι.: Θα ‘χα παίξει, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα ιδιαίτερα.
Την ίδια χρονιά, έπαιξες synthesizer και έκανες ενορχήστρωση στο «Μου Φτάνει Που Μ’ Αγάπησες» (μουσική: Χρήστος Νικολόπουλος, στίχοι: Λευτέρης Χαψιάδης, ερμηνεία: Θέμης Αδαμαντίδης).
Γ.Ι.: Έχω πολύ καλή ανάμνηση από τον Θέμη Αδαμαντίδη και, μάλιστα, γράφω ένα τραγούδι, το έχω σχεδόν έτοιμο, που σκέφτομαι να του προτείνω να το τραγουδήσει. Ο Θέμης έχει εξελιχθεί σε πολύ καλό λαϊκό τραγουδιστή. Θα σου πω για τη συνεργασία μου με τον Χρήστο Νικολόπουλο, αλλά πρώτα θα σου πω για τη γνωριμία μου. Ο Χρήστος είναι ένα άτομο το οποίο εκτιμώ. Κάποτε έκανα ενορχήστρωση στη Music Box, είναι μία από τις δουλειές που μου είχε δώσει ο Αλέκος Λασκαρίδης, και ήταν τα τραγούδια ενός συνθέτη από τας Σέρρας, ένας Σταύρος Κάξος, που δεν τον ξέρει ούτε η μάνα του. Επάγγελμα ελαιοχρωματιστής, εντελώς λαϊκός τύπος και λαϊκός συνθέτης, που είχε δώσει 6 τραγούδια στον τραγουδιστή Δημήτρη Ξανθάκη -καλός λαϊκός τραγουδιστής- και που τα ενορχήστρωσα εγώ, και τα 6 τραγούδια από την άλλη πλευρά ήταν των Ατραΐδη-Βασιλόπουλου και τα ενορχήστρωνε ο Νικολόπουλος και έτυχε να γράφουμε στο ίδιο στούντιο. Εκεί πέρα γνωρίστηκα με τον Χρήστο. Για μπουζούκι κάλεσα τον Χρήστο να παίξει, δέχτηκε, γιατί έπαιζε και σαν μπουζουξής στις ηχογραφήσεις. Έχει παίξει την άμμο της θάλασσας ο Χρήστος και είναι και πολυγραφότατος συνθέτης και πολύ έντιμος άνθρωπος -αυτό το υπογραμμίζω. Αργότερα, συνεργάστηκα και σε άλλες δουλειές που έχω κάνει με τον Χρήστο, να παίξει μπουζούκι δηλαδή, και κάποια στιγμή έκανε το στούντιο το δικό του στην Κάτω Κηφισιά, όπου είναι και το σπίτι του, και έχω ενορχηστρώσει σε δύο περιπτώσεις δικά του κομμάτια που τα έχω γράψει στο στούντιό του. Νομίζω ότι ένα ήταν με την Κατερίνα Κόρου, αν δεν κάνω λάθος, και το άλλο ήτανε με τον Μητροπάνο σε στίχους του Παπαδόπουλου [σ.σ. άλμπουμ «Πάρε Αποφάσεις», 1991]. Σε κάποιο νεκρό χρόνο, του λέω του Μητροπάνου εκεί στο στούντιο:
- Δημήτρη, έλα να σου πω κάτι το οποίο είμαι σίγουρος ότι δεν το θυμάσαι.
- Τι;
Και του λέω εν συντομία την ιστορία με το σκυλάδικο στους Αμπελόκηπους και ντράπηκε ο άνθρωπος γιατί ένιωθε ότι ήταν η αφορμή να με διώξουν τότε από τη δουλειά. Του πέσανε τα μούτρα και μετά δεν μου μίλαγε. Ντρεπόταν να μου μιλήσει. Τον έπιασα και του είπα:
- Δημήτρη, δεν σου κρατάω κακία ούτε σου ρίχνω ευθύνες για κείνο το πράγμα. Μην είσαι χαζός, αυτός εκεί πέρα ήταν κάφρος.
Έτσι κατά κάποιο τρόπο ισορρόπησε η σχέση μας και συνεργαστήκαμε και αργότερα.
Το 1988 έπαιξες synthesizer στο τραγούδι «Στο Άδειο Μου Πακέτο (Μα Τι Να Πω)» (μουσική: Αλέξης Παπαδημητρίου, στίχοι: Μαρί Μωραΐτη, ερμηνεία: Φίλιππος Νικολάου].
Γ.Ι.: Με τον Φίλιππο Νικολάου συνεργαζόμουνα στη Νεράιδα, μαζί με τη Βίσση, την Julie Massino και τη Δούκισσα, έπαιζα στην ορχήστρα δηλαδή. Προφανώς γι’ αυτόν τον λόγο με φώναξε να παίξω στην ηχογράφηση.
Το 1989 έκανες ενορχήστρωση στο «Αυτός Ο Έρωτας, Αυτό Τ’ Αγόρι» [μουσική: Ανδρέας Μέξας, στίχοι: Λευτέρης Χαψιάδης, ερμηνεία: Ρίτα Σακελλαρίου].
Γ.Ι.: Με τη Ρίτα είχα συνεργαστεί στα Δειλινά. Παίζαμε 2-3 χρόνια, κάθε χειμώνα. Η Ρίτα ήταν μια γυναίκα-μπαξές και η πρώτη που πέταγε… κοτσάνες, δηλαδή τα ήξερε μισά αλλά είχε το θάρρος να τα λέει και είχε γίνει γραφική. Ήτανε μια γυναίκα καλή κατά βάθος, πονόψυχη, αλλά όπως οι πιο πολλοί λαϊκοί άνθρωποι ήτανε λίγο του «τι κλίμα επικρατεί τώρα», «τι ατμόσφαιρα» και «είμαι με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, εγώ δεν θα πάω κόντρα». Αν, δηλαδή, αυτή την στιγμή είμαστε όλοι εναντίον του Κωνσταντίνου, είμαι κι εγώ εναντίον του Κωνσταντίνου. Κάπως έτσι. Στο βάθος, όμως, δεν είχε τίποτα με τον Κωνσταντίνο. Την άλλη στιγμή, έξω από αυτή την ατμόσφαιρα, ήτανε εντάξει με τον Κωνσταντίνο. Αυτό το είχα υποστεί. Κάτι συγκινητικό που θυμάμαι από τη Ρίτα ήταν το εξής: στα Δειλινά υπήρχε ένα καμαρίνι για τους μουσικούς. Πριν ανέβουμε, μπορούσαμε να κάτσουμε εκεί όλοι μαζί, να καπνίσουμε ένα τσιγάρο, και μετά στη συνέχεια, όταν κάναμε διάλλειμα εκ περιτροπής, επειδή ήταν μεγαλούτσικη η ορχήστρα αριθμητικά, αν δεν ήθελε κάποιος να πάει κάπου αλλού, πήγαινε στο καμαρίνι και μπορούσε να χαζέψει, να διαβάσει κάτι όσο καθότανε… Ήτανε γιορτινές μέρες, κοντά στα Χριστούγεννα και εκεί, λοιπόν, έχω πάει εγώ πιο νωρίς κι έχω κάτσει στο καμαρίνι των μουσικών, δεν ήταν κανείς, δεν έχουμε αρχίσει ακόμη, έτυχε να έχω τελειώσει κάποιο στούντιο και να πάω πιο νωρίς, και ξαφνικά μπαίνει η Σακελλαρίου κι έψαχνε κλαίγοντας να βρει κάποιον άνθρωπο να μιλήσει. Της λέω:
- Ρίτα μου, τι έγινε; Τι συμβαίνει;
- Άσε… ξέρεις πόσο σκληρό πράγμα είναι να πηγαίνεις σπίτι σου και να ‘ναι άδειο; Να μην υπάρχει ένας άνθρωπος να πεις μια κουβέντα, να κάνεις μια αγκαλιά;
- Κάτσε εδώ να κάνουμε παρέα.
Έκατσε εκεί κάνα 20λεπτο, τα είπαμε και μετά έφυγε και πήγε στο καμαρίνι της και, ποιος ξέρει, θα συνέχισε να κλαίει εκεί πέρα… Εμείς θα ξεκινούσαμε σε λίγο και άρχισε να μπαίνει κόσμος και δεν ήθελε να τη βλέπουν ότι κάθεται στο καμαρίνι των μουσικών.
Το 1990, έπαιξες ακορντεόν στο «Πάρε Με» (μουσική: Μιχάλης Καπούλας, στίχοι: Τέρρυ Σιγανός, Τασούλα Θωμαΐδου, ερμηνεία: Ελένη Δήμου, ενορχήστρωση: Μιχάλης Καπούλας).
Γ.Ι.: Το «Πάρε Με» ήταν μεγάλη ιστορία διότι έπαιξα το ακορντεόν στην εισαγωγή αλλά όπως το έκανε ο Άκης ο Γκολφίδης, που ήταν ο ηχολήπτης, έγινε θεϊκό. Αυτό το ακορντεόν, τώρα που μιλάμε, βρίσκεται στο πατάρι. Ένα Hohner μαύρο. Είχε εκείνο τον ήχο τον γαλλικό, το μιζέτ που λέμε, που κάνει λίγο vibrato, δεν είναι ίσιο όπως είναι τα βαλκανικά όπου ο ήχος είναι ολόισιος. Το έπαιξα κι εγώ λίγο γλυκά και όμορφα και του άρεσε πολύ και, μετά, οτιδήποτε έκανε με τη Δήμου με φώναζε κι έπαιζα κάνα ακορντεόν, έτσι για το καλό. Στάθηκε και γούρικο δηλαδή. Έκανα και την ενορχήστρωση σε δύο δίσκους του Λεωνίδα Βελή: «Ταυτότητα Καρδιάς» (1990) και «Αθήνα-Θεσσαλονίκη» (1991). Παράλληλα, μάλιστα, έκανα την ενορχήστρωση και στον δίσκο της Αρλέτας «Άσε Τα Κρυφά Κρυμμένα» (1991) και μέσα στην ίδια μέρα δούλευα το πρωί τον ένα δίσκο και το απόγευμα τον άλλον! Μιλάμε για δύο εντελώς διαφορετικούς δίσκους, ο ένας λαϊκός, ο άλλος έντεχνος, νέο κύμα, και μάλιστα κάναμε πλάκα γι’ αυτό. Ο Βελής είναι ένας πολύ καλός τραγουδιστής, έξυπνος και πολύ συμπαθής.
Το 1991, έπαιξες ακορντεόν στο «Ό,τι Δεν Σε Σκοτώνει» (μουσική-στίχοι-ερμηνεία: Νίκος Πορτοκάλογλου. Ενορχήστρωση: Νίκος Πορτοκάλογλου, με τη βοήθεια των μουσικών).
Γ.Ι.: Για να είμαι ειλικρινής, δεν το θυμάμαι τώρα αυτό. Προς τιμήν του που λέει «ενορχήστρωση με τη βοήθεια των μουσικών», γιατί αυτό συνέβαινε κατά κόρον γενικά -όχι για τον Νίκο. Στις δουλειές, αν δεν υπήρχε επώνυμος ενορχηστρωτής και δήλωνε ο συνθέτης ότι κάνει ενορχήστρωση, συνήθως γινότανε με τη βοήθεια των μουσικών. Έλεγε μια ιδέα ένας μουσικός, μια ιδέα ο άλλος μουσικός…
Την ίδια χρονιά (1991), πιάνο, keyboards, ενορχήστρωση και διεύθυνση ορχήστρας στο άλμπουμ του Αντώνη Καλογιάννη «Σε Ανύποπτο Χρόνο». Εδώ περιλαμβάνεται και το «Χόρεψέ Με» (μουσική: Leonard Cohen, στίχοι: Ανδρέας Νεοφυτίδης).
Γ.Ι.: Αυτό το τραγούδι είναι διασκευή του «Dance Me To The End Of Love» και έχει γραφτεί -η διασκευή- στο όνομά μου. Εγώ τον Καλογιάννη, σαν άνθρωπο και συνεργάτη του Θεοδωράκη, τον έχω περί πολλού σαν τραγουδιστή. Είναι μια φωνή η οποία έχει γράψει μέσα μου. Εκείνη την εποχή δουλεύαμε με τον Καλογιάννη στη Νεράιδα, που ήτανε Πάριος, Καλογιάννης, Πίτσα Παπαδοπούλου και Άλκηστις Πρωτοψάλτη. Κάναμε αυτή τη συνεργασία και όταν πήγαμε στο στούντιο, καταλαβαίνεις τώρα, ένιωθα ένα δέος. Ήξερα ότι είχε πάει στη Ρωσία με τον Θεοδωράκη, ότι είχε κάτσει στην άκρη ο Χατσατουριάν και του γύρευε αυτόγραφο και κάτι τέτοια. Προσπαθούσα να κάνω τη δουλειά μου με δέος, δεν έλεγα τίποτα, τραγούδαγε ο Αντώνης μέσα, είχα κάνει τις ορχήστρες, και έλεγε:
- Δεν μου λέτε τίποτα!
Αυτός από μέσα κι εγώ στο control με τον ηχολήπτη.
- Αντώνη μου, τι να σου πούμε; Εσύ είσαι σαν δάσκαλος! Εμείς, τι να σου πούμε;
- Όχι, όχι, να μου πείτε. Αν κάτι δεν ακούγεται καλά, να μου το πείτε να το διορθώσω.
Ε, όταν μου είπε έτσι, έβαλα μπροστά την κριτική μου ικανότητα γιατί μέχρι τότε την είχα σβηστή. Οπότε άκουγα όχι λάθη ερμηνευτικά και τέτοια, απλά είχε προβλήματα ο λαιμός του. Είχε γρέζια, είχε πέτρες, ξύλα, χόρτα ξερά, είχε διάφορα… Του λέω:
- Αντώνη μου, ο λαιμός σου δεν είναι καθαρός. Ή να σου φέρουμε μέσα νερό να πιείς ή να καταπιείς ή να σταματήσουμε για λίγο…
- Όχι, όχι, θα το βρω. Χρρρρρρ!
Έκανε τα σχετικά του εκεί, τα μαγικά, καθάριζε τον λαιμό του και ξαναέλεγε το ίδιο ακριβώς. Μια, δυο, τρεις, τον σταμάτησα και η επόμενη κίνηση ξέρεις ποια ήτανε; Πετάει τα ακουστικά κάτω μ’ έναν τρόπο:
- Γαμ… τη…, που θα μου πείτε εμένα!
Και βγαίνει έξω φωνάζοντας:
- Φεύγω! Σταματάει ο δίσκος! Χαλάει η δουλειά!
Ακούς τώρα; Αντίδραση… Βαρδή! Βγήκα έξω στον διάδρομο να τον καλμάρω και τελικά κατάλαβα με τον καιρό ότι το «έπαιζε». Αυτό ήτανε στιλάκι. Μου άρεσε πολύ ως ερμηνευτής -γιατί για μένα είναι διαφορετικό πράγμα ο ερμηνευτής από τον τραγουδιστή- αλλά αυτή του η πλευρά μού το χάλασε. Πολύ μού του χάλασε γιατί όταν ένας άνθρωπος το «παίζει», δεν ξέρεις αν είναι αυτό που σου δείχνει τώρα ή κάτι άλλο που σου δείχνει μετά. Του έκανα και άλλον ένα δίσκο, δύο δίσκους κάναμε, και από κάποιο σημείο και μετά αποτραβήχτηκα.
Βρήκα κι έναν άλλο τρόπο ενορχήστρωσης, ακόμα πιο σχολαστικό -τύφλα να έχουν οι Παρθένοι- αλλά αποτελεσματικό για την κρίση μου. Δεν έγραφα βάσεις όπως έγραφαν οι άλλοι. Οι άλλοι καλούσαν τους μουσικούς και γράφανε και τελειώνανε γρηγορότερα στο στούντιο, αλλά αν καθόσουν κάτω με διάθεση να ψάξεις να βρεις θα έβρισκες. Εγώ κατέληξα σε κάποιες περιπτώσεις να γράφω δύο-δύο ή να φέρω δυο-τρεις να γράψω μια βάση και μετά όλους τους άλλους έναν-έναν. Τα λέω όλα αυτά για να καταλήξω ότι οι ενορχηστρωτικές μου μέθοδοι αλλάξανε. Κάποια στιγμή, μου προτάθηκε από τη Λύρα να κάνω την ενορχήστρωση σ’ έναν δίσκο στη Βούλα Σαββίδη, η οποία έκανε την επανεμφάνισή της μετά από 20 χρόνια, μετά από τα «Πέριξ» (1974) που είχε τραγουδήσει υπό τη διεύθυνση του Μάνου Χατζιδάκι. Και μου έλαχε εμένα ο κλήρος να πρέπει να κάνω αυτό το πράγμα [σ.σ. άλμπουμ «Το Φίλημα Του Χρόνου», 1992]. Ωραία, να το κάνω. Σαν έμπειρος μουσικός και σαν ρεαλιστής, σεβόμενος τα χρήματα που θα έδινε η εταιρεία, δεν ήθελα να ρισκάρω και να σπαταλήσω τίποτα. Το πρώτο πράγμα που έπρεπε να κάνω είναι τι ψάρια πιάνει η Βούλα Σαββίδη, γιατί καλό είναι να την ακούς στα «Πέριξ» αλλά ήθελα να ξέρω τι κάνει σήμερα. Την έφερα εδώ, λοιπόν, σ’ αυτό το σπίτι, τη δοκίμασα και σε κάποια νότα μού έφευγε. Της έπαιζα π.χ. Σολ και μου έλεγε Λα. Της λέω:
- Βούλα, αυτή η νότα δεν είναι έτσι κορίτσι μου. Είναι έτσι.
Της ξαναέπαιζα το Σολ κι έλεγε Λα. Κατάλαβα ότι αγχώθηκε, γιατί η γυναίκα, προς Θεού, είναι καλή τραγουδίστρια. Όμως στην πορεία κατάλαβα ότι άμα μου κολλήσει στο στούντιο, εκεί θα έχουμε πρόβλημα και θα ξεφύγουμε από το budget της εταιρείας. Οπότε έκανα την εξής τρελή επιλογή: την πήγα στο Sierra και γράψαμε όλο το υλικό πιάνο-φωνή, που σήμαινε ότι ήμουνα εγώ κι αυτή, δεν είχαμε ούτε μουσικούς να πληρώνουμε, ούτε πολλές ώρες. Εν τω μεταξύ, είχαμε γνωριστεί κι ένιωθε μαζί μου άνετα και, αν γινόταν ένα λάθος, σταματάγαμε, πηγαίναμε απ’ την αρχή ή, άμα μου έβγαινε καλό το πιάνο, την έβαζα και τραγουδούσε, είτε ήμουνα κοντά της και την οδηγούσα, τέλος πάντων προχώρησε η δουλειά. Μπόρεσα να έχω μία αποδεκτή ερμηνεία, όχι άριστη, αλλά αποδεκτή σε όλα τα κομμάτια. Κι ήτανε συνθέσεις της Γαλάνη, του Τσακνή, του Νότη Μαυρουδή, του Παντελή Θαλασσινού… Καταλαβαίνεις ότι η ευθύνη μου ήταν μεγάλη απέναντι σε όλα αυτά τα πρόσωπα. Αφού ακούσαμε το υλικό όλοι μαζί και συμφωνήσαμε ότι είναι καλές οι ερμηνείες, τότε ξεκίνησα να βάζω τα όργανα πάνω από το πιάνο, έχοντας δηλαδή δεδομένη τη φωνή. Στο τέλος, σε πολλά από αυτά δεν κράτησα καν το πιάνο. Και έκανα στη Βούλα Σαββίδη και τον επόμενο δίσκο [σ.σ. «Καινούργια Ρούχα», 1994], που ήταν όλα τα κομμάτια του Τάσου Γκρους. Η Βούλα είναι φίλη αγαπημένη, την εκτιμάω πολύ. Δεν είναι τραγουδίστρια που εμφανίζεται τακτικά. Τέλος πάντων, έγινε αυτή η δουλειά και με χαλάρωσε πολύ σαν ενορχηστρωτή. Μου έδειξε ότι δεν υπάρχει τελικά κανένα ταμπού, κανένας περιορισμός, αρκεί να είσαι εφευρετικός και να μπορείς σε κάθε περίσταση που βρίσκεται μπροστά σου να βρεις τη λύση για το πώς μπορεί να γίνει καλύτερα η δουλειά.
Πάμε τώρα στους αδερφούς Κατσιμίχα. Το 1992, έπαιξες πλήκτρα, ακορντεόν, Hammond και έκανες την ενορχήστρωση σε αρκετά τραγούδια του άλμπουμ «Η Μοναξιά Του Σχοινοβάτη»: «Έλα Στ’ Όνειρό Μου», «Η Μοναξιά Του Σχοινοβάτη», «Καλό Ταξίδι», «Χίλια Γράμματα»…
Γ.Ι.: Αυτό έγινε στη φάση που η Ακτή, label της SONY, είχε για παραγωγό τον Κοντοσταβλάκη και ξεκίνησε αυτή η δουλειά και, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ο Κοντοσταβλάκης παραιτήθηκε, έφυγε και έμεινε αυτό το project χωρίς παραγωγό. Δεν με πείραζε εμένα που ήταν χωρίς παραγωγό, εμείς ούτως ή άλλως όλοι γνωριζόμαστε, οι Κατσιμιχαίοι, οι μουσικοί, οι ηχολήπτες κ.λπ., και είχαμε επιλέξει τι θα κάνουμε. Για να είμαι ειλικρινής, στη «Μοναξιά Του Σχοινοβάτη» εκείνη την περίοδο ο Χάρης είχε τις κλειστές του, σε σημείο που δεν τον είδαμε ποτέ στο στούντιο. Εγώ δεν μίλησα ποτέ με τον Χάρη για το συγκεκριμένο άλμπουμ. Το μανιπουλάριζε όλο ο Πάνος, μόνος του. Είχαμε να κάνουμε διαρκώς με τον Πάνο. Λοιπόν, δόθηκαν κάποια κομμάτια στον Νίκο Ζέρβα να ενορχηστρώσει και κάποια άλλα, ένα-δύο, στον Γιώργο Ανδρέου. Ο Γιώργος Ανδρέου, γενικά σαν προσωπικότητα, θέλει όπου πάει να χώνεται και να φαίνεται για πρώτος. Αυτά που λέω, να τα γράψεις όπως τα λέω. Στη φάση εκείνη, τον είχα συναντήσει λίγο καιρό πριν σαν ηχολήπτη στο Polysound. Αναβαθμίστηκε, λοιπόν, πήγε στο Sierra, όπου εκεί πέρα ήθελε να κάνει και ενορχήστρωση και να είναι και ο ηχολήπτης. Αλλά επειδή θέλει να τη χώνεται γενικά, με το έτσι θέλω κι αφού δεν υπήρχε παραγωγός να τα ρυθμίσει αυτά τα θέματα, δεν ξέρω πως, έψησε τους Κατσιμιχαίους ότι θα τραγουδήσουν και θα τους γράψει αυτός τις φωνές, ενώ είχαμε συμφωνήσει οι ενορχηστρωτές όλοι ότι ηχολήπτης θα είναι ένας πάρα πολύ καλός ηχολήπτης, ο Παναγιώτης ο Πετρονικολός, που πέθανε πρόσφατα [σ.σ. Φεβρουάριο του 2025]. Εξαίρετος ηχολήπτης και καλός συνάδελφος.
Είχαμε συμφωνήσει έτσι και ο Ανδρέου έκανε τα δικά του. Μέχρι που κάποια στιγμή προσπαθούσε να επιβάλει στους Κατσιμίχα πώς να τραγουδήσουνε και στο τέλος τον παρατήσανε και φύγανε. Απόδειξη ότι ακόμα και κάποιο κομμάτι που του είχανε δώσει να το ενορχηστρώσει, εν τέλει το ενορχήστρωσα εγώ. Πριν τελειώσει η δουλειά, όταν σχεδόν είχαμε φτάσει στις μίξεις, ανέλαβε παραγωγός στην Ακτή ο Θύμιος ο Παπαδόπουλος. Τότε ο Θύμιος μπήκε στο κόλπο και ανέλαβε να κάνει τις μίξεις με τον ηχολήπτη. Είναι και ο ίδιος πολύ καλός ενορχηστρωτής και ανέλαβε και σαν δεξί χέρι του Θάνου Μικρούτσικου όταν σταμάτησα να συνεργάζομαι με τον Θάνο -όχι ότι υπήρξε κάποιος λόγος, απλά από ένα σημείο και πέρα δεν μπορούσα άλλο γιατί είχα διάφορα ενώ ο Θάνος ήθελε έναν συνεργάτη μόνιμο- και συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το τέλος. Στο επόμενο άλμπουμ των Κατσιμιχαίων [σ.σ. «Της Αγάπης Μαχαιριά», 1994] ενορχηστρωτής ήταν ο Θύμιος. Υπάρχει, όμως, εκεί ένα κομμάτι, το οποίο έλεγε ο Θύμιος ότι δεν το καταλαβαίνει να το ενορχηστρώσει, δηλαδή ήταν έξω από την αισθητική του. Ήταν ένα κομμάτι του Χάρη και πήγανε, νομίζω, στον Γανωσέλη, το αρνήθηκε, πήγανε στον Κούρο, το αρνήθηκε, δεν πήγανε στον Ανδρέου -προφανώς δεν ήθελε ο Χάρης- και μετά, σαν επόμενη επιλογή, ήρθανε σε μένα, εδώ σε αυτό το σαλόνι, και καθόντουσαν ο Θύμιος με τον Χάρη εκεί που κάθεσαι εσύ. Υποτίθεται ότι αυτό το άλμπουμ που κάνανε, θα έβγαινε για Χριστούγεννα. Όπως θα θυμάσαι, εκείνα τα χρόνια οι κυκλοφορίες των Χριστουγέννων και οι κυκλοφορίες για το Πάσχα ήτανε… must. Δηλαδή έπρεπε να κόψουμε τον λαιμό μας να είναι έτοιμος. Μου δίνουν ένα κομμάτι με την εξής οδηγία: ότι θέλουμε να είναι σαν κάτι ιταλικές μπαλάντες που έχουνε συμφωνική συνοδεία και κάποια φωνητικά που κλασικίζουνε. Αυτό ήταν με μια κιθάρα, όπως μου το έδωσε ο Χάρης. Ήτανε ποίημα της Λένας Παππά που το είχε μελοποιήσει ο Χάρης: «Το Δωμάτιο». Εγώ όταν διάβασα τα λόγια, το θεώρησα δώρο Θεού για μένα. Λέω «τι κομμάτι μού έστειλες Θεέ μου!». Έκατσα κάτω και το έφτιαξα με πάρα πολλή αγάπη και μάλιστα, για να προλάβουμε επειδή δεν είχε χώρο το Sierra, πήγα σε άλλο στούντιο και έγραψα τις ορχήστρες. Το κάναμε όλο και μάλιστα τραγούδησα κιόλας για να το δουλέψουμε, με φωνητικά, με έγχορδα και απ’ όλα. Το πήγα στο Sierra και το τραγούδησε ο Χάρης με τη μία, γιατί δεν είχα αλλάξει τίποτα στη δομή -η δομή ήταν όπως το είχε κάνει εκείνος, οπότε ένιωθε οικεία μέσα στο κομμάτι.
Το είπε και περιμένω να κυκλοφορήσει το CD όλο χαρά, να πάω να το πάρω. Καταλαβαίνεις. Για μένα ήταν σημαντικό, όχι καλλιτεχνικά, αλλά συναισθηματικά. Κάτι μου έκανε αυτό. Πάω παίρνω το CD, κοιτάω και για κάθε τραγούδι έγραφε τους συντελεστές και τους στίχους. Εκεί που ήταν το «Δωμάτιο», έγραφε «ποίηση Λένας Παππά». Τίποτε άλλο. Αυτά τα CD τα πρώτα είχανε βγάλει κάπου 25.000. Μόλις το αντιλαμβάνομαι, παίρνω τον Θύμιο τηλέφωνο και του λέω:
- Κοίτα να δεις, φίλοι-φίλοι αλλά θα σου κάνω εξώδικο και θα σταματήσω τον δίσκο!
- Μην το κάνεις αυτό, δεν φταίω εγώ.
- Βρε μεγάλε, συγνώμη. Πώς έγινε τώρα αυτό; Μπορείς να μου εξηγήσεις;
Τελικά, βγήκε ο Τάκης Μουζάκης και πήρε την ευθύνη. Αυτός κάνει δημόσιες σχέσεις και τέτοια και επειδή είχε αυτός σαν γραφείο τις συναυλίες των Κατσιμιχαίων, ανέλαβε, λέει, να επιμεληθεί το ένθετο του CD για να κερδίσουνε χρόνο και παρέπεσε το κειμενάκι που αφορούσε εμένα και τους μουσικούς. Και μου λέει:
- Σου υπόσχομαι στην επόμενη κοπή θα υπάρχει το όνομά σου.
Όντως, μετά το έβαλε. Τι να σου πω… τόσο πολύ πικράθηκα και χαλάστηκα από αυτό το πράγμα, που μέχρι που έφτιαξα ιστοσελίδα στο Internet ειδικά γι’ αυτό το θέμα, για να το γνωστοποιήσω. Όμως ευσταθεί αυτό που είπε, να έχασε το κείμενο μέσα στη φούρια. Στέκει, δεν είναι απίθανο. Αλλά υπάρχει ένας άλλος λόγος, ο οποίος επίσης δεν είναι απίθανος. Επειδή σε όλο το άλμπουμ η ενορχήστρωση είναι του Θύμιου Παπαδόπουλου, θα ήτανε «κάπως» να υπάρχει ένα κομμάτι τόσο διαφορετικό από όλα τα υπόλοιπα, γιατί ο ήχος του «Δωματίου» είναι πολύ διαφορετικός, και να γράφει ότι είναι άλλου ενορχηστρωτή. Κατάλαβες; Περάσανε χρόνια -να δεις η ζωή γυρίσματα που έχει- και μετά το 2017 έγραψα και κάποιους στίχους, έκανα όλα αυτά που κάνω, και κάποια στιγμή που κάνω όλα αυτά τα πράγματα και δεν έβρισκα ανθρώπους να πουν τα δικά μου τραγούδια, είπα να τα τραγουδήσω μόνος μου. Όχι για να δηλώσω τραγουδιστής, αλλά για να καταγραφούν με κάποιο τρόπο τα τραγούδια μου και να μπορώ να τα κυκλοφορήσω. Και άμα γουστάρει κάποιος άλλος και του αρέσει ένα τραγούδι μου, ας το πάρει και ας το κάνει επανεκτέλεση. Έχω κάνει έναν δίσκο που λέγεται «Ο Πόλεμος Και Η Ειρήνη» (2022), που τραγουδάω μόνο εγώ. Μέσα εκεί υπάρχουνε δικές μου συνθέσεις και υπάρχουνε και δύο κομμάτια τα οποία δεν είναι δικά μου και πήρα άδεια για να τα πω, γιατί τα αγαπούσα ιδιαίτερα. Το ένα είναι το «Δωμάτιο» και το άλλο είναι ο «Μέτοικος», με τους ελληνικούς στίχους του Δημήτρη Χριστοδούλου. Για να πω το «Δωμάτιο» έπρεπε να πάρω άδεια από τον Χάρη και τον Πάνο Κατσιμίχα. Και απευθύνομαι σε… ποιον; Στον φίλο τους και παραγωγό τους, Θύμιο Παπαδόπουλο! (γέλια) Του λέω έτσι κι έτσι, «θέλω να με φέρεις σε επαφή ή να τους το μεταφέρεις» κ.λπ. Συμπτωματικά, η γυναίκα του Πάνου είναι δικηγόρος και είναι αυτή που καταπιάνεται με τα νομικά θέματα του έργου τους. Έκανα το αίτημα, ζητήσανε να ακούσουνε το τραγούδι και μου δώσανε το Ο.Κ. Κοίτα γυρίσματα που έχει ο καιρός. Ο Θύμιος Παπαδόπουλος μεσολάβησε καθώς και η κόρη της Λένας Παππά -πήραμε και από κει την άδεια- και κυκλοφόρησε. Δεν το έχω πει καταπληκτικά, τώρα θα το ξανακάνω πάλι, θα το πω καλύτερα γιατί το έχω ενορχηστρώσει και καλύτερα.
Το ξέρεις ότι είμαι εγώ αυτός που έφερε τον Αντώνη Ρέμο στην Αθήνα; Έκανα μία ενορχήστρωση στον Τάσο Γκρους και παραγωγός του δίσκου αυτού που γράφαμε ήταν ο Κώστας Χατζηδουλής. Ο Χατζηδουλής μού λέει κάποια στιγμή:
- Έχουμε εντοπίσει δύο πρόσωπα στη Θεσσαλονίκη, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, και θέλουμε να πας εκεί, θα σου πληρώσουμε εμείς τα έξοδα, να πας να τους βρεις, να τους γνωρίσεις, να φτιάξεις μια ατμόσφαιρα, να τους κάνεις ένα demo σε ένα στούντιο και να μας το φέρεις κάτω. Εντάξει;
- Εντάξει!
Στη Θεσσαλονίκη, πάω σε ένα μπουζουξίδικο δεύτερης-τρίτης κατηγορίας, όχι σκυλάδικο, αλλά από αυτά που είναι ψιλοαδιάφορα, τέτοιο στυλ, που όμως είχανε κόσμο χωρίς μεγάλα ονόματα. Βρίσκω το αγόρι, του λέω έτσι κι έτσι, είμαι ο τάδε, έχω έρθει από την Αθήνα κ.λπ. και επικοινωνώ και με το κορίτσι -δεν ήταν σε κέντρο εκείνη. Κανονίζω το στούντιο του πανεπιστημίου, να πάμε να γράψουμε εκεί πέρα, πάμε και γράφω πιάνο-φωνή. Έκατσα 2-3 μέρες, ήρθα κάτω, τους φέρνω τις ηχογραφήσεις και τους άρεσε το αγόρι. Το κορίτσι δεν τους άρεσε. Καλούνε το αγόρι να έρθει κάτω, έρχεται το αγόρι και τον βάζουν στο στούντιο μέσα και τραγουδάει ένα τραγούδι του Τάσου Γκρους. Δεν είχε καμία σχέση με τη δουλειά αυτή του Γκρους ο Θύμιος Παπαδόπουλος, που ήταν επίσης παραγωγός στην ίδια εταιρεία και ήταν παραγωγός του Μανώλη Λιδάκη. Και κάποια στιγμή πάνε στο στούντιο Digital, εν απουσία όλων μας, ο Θύμιος με τον Μανώλη Λιδάκη, βάζουνε τον ηχολήπτη, ακούνε τις ταινίες, ακούνε τη φωνή του τραγουδιστή σε κάποια κομμάτια που ήτανε να πει, και λέει ο Μανώλης:
- Αυτό μου αρέσει. Θα το πάρω για τον δικό μου δίσκο.
Με το έτσι θέλω. Δεν θυμάμαι τι έγινε τέλος πάντων αλλά τελικά ανεστάλη το ντεμπούτο του τραγουδιστή για κάνα χρόνο και τον βγάλανε μετά από τη SONY σε άλλο είδος από αυτό που θα έβγαινε με τον Γκρους -θα έβγαινε σαν έντεχνος. Αυτός ήταν ο Αντώνης Ρέμος. Αξίζει να σου πω ότι το τραγούδι που πήρε ο Λιδάκης με τον τσαμπουκά ήταν τα «Φτερά Του Έρωτα», το οποίο το είχα ενορχηστρωμένο. Το πήρανε, λοιπόν, και, μόλις το έμαθα, πήρα τηλέφωνο τον Θύμιο και του λέω:
- Άκου να σου πω κάτι, η εισαγωγή και κάτι χαρακτηριστικές φράσεις με φλάουτο κ.λπ. είναι όλες δικές μου! Αν το χρησιμοποιήσεις έτσι όπως είναι, θα γράψεις «ενορχήστρωση: Γιάννης Ιωάννου», αλλιώς άλλαξέ τα!
Τελικά, ό,τι μπορούσε το άλλαξε για να μην βάλει «Γιάννης Ιωάννου». Κατάλαβες;
Έχεις μελετήσει κάποιον ενορχηστρωτή Έλληνα ή ξένο;
Γ.Ι. Δεν το μαθαίνεις αυτό. Σαφώς έχω μελετήσει αλλά δεν μπορείς να ξέρεις στην πράξη τι έκανε αυτός. Στα synthesizers πρωτοπόρος ήταν ο Γανωσέλης και μετά, όταν αποτραβήχτηκε ο Γανωσέλης, εγώ ήρθα στα πόδια του. Τότε ανοίχτηκα στη δισκογραφία και η δουλειά μου αβγάτισε. Ο ενορχηστρωτής, στις περισσότερες των περιπτώσεων, παίρνει μία μελωδία με τα σώβρακα και καλείται να την ντύσει ανάλογα και να της δώσει έναν χαρακτήρα. Υπάρχουν συνθέτες που μπορούν με μια κιθάρα τραγουδώντας να δώσουν και χαρακτήρα στο κομμάτι τους και υπάρχουν και συνθέτες που δεν μπορούν. Υπάρχουν συνθέτες που δεν ξέρουν να βάλουν τα σωστά ακόρντα στη μελωδία που γράψανε. Επίσης, καλείται ο ενορχηστρωτής σε πολλές περιπτώσεις να βάλει εισαγωγή στα κομμάτια. Ας πούμε για τον αγαπημένο μου φίλο τον Παντελή τον Θαλασσινό, που μου λέει:
- Εγώ λατρεύω να μου βάζεις εσύ εισαγωγή.
Γιατί του έχω στρώσει κάμποσα κομμάτια.
ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ – Καλλιόπη Βέττα
(1999, μουσική: Γιάννης Κ. Ιωάννου. Στίχοι: Άγγελος Κατσίρης)
Γ.Ι.: Κάποια στιγμή, γνώρισα σε μία συναυλία την Καλλιόπη Βέττα, η οποία ήτο γυμνάστρια. Είχε τελειώσει τη Γυμναστική Ακαδημία της Μόσχας, αριστούχος, προπονήτρια του βόλεϊ, και με πολύ καλές τραγουδιστικές επιδόσεις. Ήτανε η πρώτη φορά που πραγματικά κάτι με τσίγκλησε να γράψω γι’ αυτή τη φωνή. Το πρώτο κομμάτι που έγραψα για την Καλλιόπη ήταν το «Πικρό Τσιγάρο» (1997) -που δεν θα το ξέρεις και δεν το τραγουδάει και ποτέ γιατί είναι εναντίον του καπνίσματος (γέλια). Ε, μετά όλα είχαν ψιλοχαλαρώσει κι είχα αρχίσει να κάνω ταξίδια για συναυλίες, να κλείνουμε live, όχι όμως σε κέντρα να πάμε να παίξουμε 15 μέρες, αλλά μία-δύο μέρες εδώ, άλλες δύο εκεί, μία από την άλλη, ταξίδια με το αυτοκίνητο ή με το αεροπλάνο. Κι έχουμε κάνει πολύ σημαντικά πράγματα μαζί. Έχουμε παίξει, ας πούμε, με την Καλλιόπη, με ορχήστρα, στην Όπερα του Καΐρου. Έχουμε πάει στο Καζακστάν δύο φορές κι έχουμε παίξει στην Όπερα της Αστανά. Έχουμε παίξει σε συνεννόηση με τον Υπουργό Πολιτισμού, ο οποίος ήταν τσελίστας. Έχουμε παίξει στην παλιά Όπερα στο Χάρκοβο, στη Σμύρνη και -για να μην σου λέω διάφορα μέρη- σε όλη την Ελλάδα, από τη μία άκρη μέχρι την άλλη κατ’ επανάληψη πολλές φορές. Ως συνθέτης έγραφα σκόρπια πράγματα, στην πραγματικότητα αυτά τα σκόρπια έχουν ξεκινήσει από τη δεκαετία του 1980, αλλά με τις δισκογραφικές δεν τα πήγαινα καλά. Όλο το σκηνικό με την «Αποκάλυψη» ήταν μια μουσική, όπου κάλεσα τον Άγγελο [Κατσίρη] να γράψει στίχους πάνω σ’ αυτή. Την εισαγωγή και τη μελωδία του κουπλέ την σκέφτηκα στο σπίτι της κόρης του Θεοδωράκη καθώς κάναμε πρόβα με την ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Στο σπίτι είχε δύο πιάνα του Μίκη. Το ένα από αυτά ήταν το πιάνο στο οποίο είχε συνθέσει ο Μίκης τη «Ρωμιοσύνη». Έτυχε να παίζω με αυτό το πιάνο και όπως σκάλιζα κάτι -μ’ αρέσει να σκαλίζω όπως και οι περισσότεροι πιανίστες, νομίζω, βάζουν τα χέρια τους και παίζουν μόνα τους- και, όπως έπαιζα, μου προέκυψε αυτό το πράγμα, δηλαδή ένα άρπισμα στην αρχή και μετά η μελωδία του κουπλέ. Μετά ήρθανε και οι άλλοι, ξεκινήσαμε την πρόβα, όμως το θυμόμουνα. Κι όταν ήρθα στο σπίτι, το κατέγραψα και μου έλειπε ένα ρεφρέν. Τη μουσική του ρεφρέν, αν θες το πιστεύεις, την έγραψα στον δρόμο, σε μια ανηφόρα, περιμένοντας την Καλλιόπη με τον άνδρα της. Θα ερχόντουσαν με το αυτοκίνητο και, καθώς περίμενα να με πάρουν, άρχισα να μουρμουράω τη μελωδία του ρεφρέν. Το μισό γράφτηκε, λοιπόν, εκεί στην πρόβα στο πιάνο του Θεοδωράκη και το υπόλοιπο, το ρεφρέν, γράφτηκε στον δρόμο περιμένοντας την Καλλιόπη Βέττα με τον άνδρα της τον Μιχάλη. Μετά, όταν γράφαμε ήδη εκείνο το άλμπουμ, το «Φως», κάλεσα τον Άγγελο τον Κατσίρη που ήταν γνωστός μου από πιο παλιά -είχα παίξει ακορντεόν σ’ έναν δίσκο που είχε κάνει με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, τα «Κόκκινα Πατίνια» (1984)- και του λέω:
- Μπορείς να γράψεις κάποιον στίχο γι’ αυτό;
Το πήρε, λοιπόν, και ήρθε την επομένη ημέρα ή μετά από δύο ώρες, θα σε γελάσω, και έφερε αυτόν τον στίχο που ξέρεις. Όμως του λέω:
- Ρε συ, τα λόγια που έχεις στο ρεφρέν δεν πάνε στην Καλλιόπη. Μήπως να το πεις εσύ;
Εγώ τότε προσπαθούσα να βγάλω την Καλλιόπη νεράιδα. Αυτός έχει μια βραχνή φωνή κάπως. Κι έτσι τον έβαλα και τραγούδησε αυτός το ρεφρέν.
Το 2011, βγάλαμε ένα άλμπουμ με την Καλλιόπη Βέττα στην Warner Music. Ήτανε τότε που άρχισε να γίνεται αισθητή η κρίση. Το 2012, αν θυμάμαι καλά, ήταν τόσο χάλια τα πράγματα, που η μαμά πολυεθνική αποφάσισε να κλείσει το ελληνικό τμήμα και απέλυσε το προσωπικό και ξαφνικά το άλμπουμ που είχαμε κάνει εκεί…, καταλαβαίνεις, βρέθηκα να έχω φάει μία στο κεφάλι. Ήτανε η πρώτη μου προσπάθεια να κάνω ολόκληρο άλμπουμ με δικά μου τραγούδια στην Καλλιόπη Βέττα, γιατί ανέκαθεν ήμουν ο παραγωγός της. Περνούσε ο καιρός και φτάσαμε στο σωτήριον έτος 2017. Με έψηνε ο Κούρτης που είχε την FM Records, «έλα να κάνουμε κάτι» και «έλα να κάνουμε κάτι», γιατί όλα τα προηγούμενα χρόνια συνεργαζόμουνα μ’ αυτόν σαν ενορχηστρωτής, όχι σαν συνθέτης. Εκεί είχα την ιδέα να κάνω τις «Τέσσερις Εποχές» (The 4 Seasons), εννοώ άλμπουμ και εποχή. Υπογράψαμε και στην ουσία από τότε ξεκινάω να είμαι μόνο συνθέτης. Δηλαδή εκεί πέρα τον σχόλασα τον ενορχηστρωτή για τους άλλους και τον κράτησα να δουλεύει μόνο για μένα. Στο μεταξύ είχα διαβάσει και μια ωραία ρήση, μ’ άρεσε πάρα πολύ, που λέει: αν δεν ασχοληθείς εσύ με τα όνειρά σου, θα έρθει και θα σε νοικιάσει κάποιος άλλος για να ασχοληθείς με τα δικά του. Εγώ ήμουνα όλα τα χρόνια το δεύτερο. Δηλαδή ήμουνα αυτός που πλήρωνες για να ομορφαίνω τα δικά σου όνειρα. Ακόμα και τώρα έχω προτάσεις και λέω «παιδιά, έχει κλείσει το μαγαζί αυτό, δεν υπάρχει».
ΕΛΕΝΙΤΣΑ – Γιώργος Νταλάρας
(2025, μουσική: Γιάννης Ιωάννου, στίχοι: Πάνος Σταθόγιαννης)
Γ.Ι.: Κάποια στιγμή που έκανα κρούσεις σε τραγουδιστές να μου πουν τραγούδια και εισέπραττα από παντού ευγενικά «όχι» και σε κάποιες περιπτώσεις δεν εισέπραττα τίποτα -μιλάμε για ανθρώπους με τους οποίους είχα συνεργαστεί και είχα άριστες σχέσεις αλλά σαν αυτούς που τους καλλωπίζουν τα όνειρά τους. Όταν εγώ τους κάλεσα να συμμετάσχουν στο δικό μου όνειρο, τίποτα. Τον Κινέζο όλοι. Ο μόνος που δεν έκανε τον Κινέζο, που του πήρε όμως χρόνο γιατί έτσι λειτουργεί, όπως έχω διαπιστώσει, είναι ο Γιώργος Νταλάρας, ο οποίος με τίμησε δεόντως. Κάναμε μαζί την «Ελενίτσα». Η «Ελενίτσα» κυκλοφόρησε τον Φλεβάρη του 2025 και έχει σουξέ. Η συνεργασία μου με τον Νταλάρα είναι μια πολύ σημαντική στιγμή στην καριέρα μου. Με τον Γιώργο γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, δεκαετίες αρκετές. Έχουμε συνεργαστεί και σε κάποια τηλεοπτικά και σε κάποιες συναυλίες με Θεοδωράκη κ.λπ., αλλά απευθείας με τον Γιώργο σαν συνθέτης δεν είχα συνεργαστεί ποτέ. Είπα για την τηλεόραση γιατί ήμουνα ο μαέστρος της εκπομπής του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Η Άλλη Μεριά Του Φεγγαριού» στην κρατική τηλεόραση. Σαν μαέστρος της εκπομπής είτε έπαιζα πιάνο, είτε έπαιζα ακορντεόν, και σε τέτοιες περιπτώσεις έχουμε συνεργαστεί με τον Νταλάρα. Και με την ορχήστρα Μίκης Θεοδωράκης. Κάποια στιγμή, πεθαίνει η γυναίκα του Θανάση Πολυκανδριώτη, η Μάγδα -Θεός σχωρέσ’ την- και πηγαίνω στην κηδεία κάπου μακριά, στην Κηφισιά, στην Εκάλη -θα σε γελάσω- πάντως πολύ μακριά από δω για μένα. Πήρα ένα ταξί, λοιπόν, πήγα εκεί, κόσμος πολύς και οι καλεσμένοι στην κηδεία ήταν ως επί το πλείστον καλλιτέχνες. Εκεί πέρα, όπως μίλαγα με την Κατερίνα Κούκα, βλέπω ξαφνικά τον Γιώργο τον Νταλάρα. Πάω τον χαιρετάω, «Γεια σου Γιώργο», «Γεια σου Γιάννη, τί γίνεται;», «Καλά» και του λέω:
- Βρε Γιώργο, τώρα μου ήρθε έτσι έμπνευση, φλασιά. Τόσα χρόνια γνωριζόμαστε και δεν έχουμε κάνει κάτι μαζί. Θα ήθελες να συνεργαστούμε, να πεις κάποιο δικό μου τραγούδι; Να δοκιμάσουμε έστω.
- Μετά χαράς.
- Δώσε μου το τηλέφωνό σου.
Μου δίνει το τηλέφωνο του σπιτιού του και μετά από λίγο καιρό, όχι άμεσα με το που πήρα το τηλέφωνο, του έστειλα κάποια τραγούδια. Εκείνος έχει κάποιες δικλείδες ασφαλείας. Σε καλεί, ας πούμε, με απόκρυψη και δεν ξέρεις ποιος είναι. Καλά κάνει γιατί αλλιώς ο καθένας θα τον έπαιρνε τηλέφωνο και θα του σκότιζε τον έρωτα. Λοιπόν, καταλήξαμε ότι του αρέσουν κάμποσα τραγούδια από αυτά που του είχα στείλει. Ωραία, να προχωρήσουμε. Σ’ αυτό το στυλ κάθε 2-3 μήνες μιλάγαμε σ’ ένα τηλέφωνο, εκείνος καταγίνεται με χίλια πράγματα, εγώ δεν καταγίνομαι με τόσα, τέλος πάντων φάγαμε ένα, δύο, τρία χρόνια, μπορεί και κάτι παραπάνω, εγώ του έλεγα να κάνουμε ένα άλμπουμ το οποίο να είναι δικό του, όχι δικό μου στο οποίο να συμμετέχει. Μου λέει «καλά το σκέφτεσαι». Τελικά, επειδή δεν βρίσκαμε κάποιον να χρηματοδοτήσει το άλμπουμ -εγώ δεν είχα λεφτά να πληρώσω μουσικούς κ.λπ.- καταλήξαμε σε ένα τραγούδι. Αυτό το ένα τραγούδι ήταν η «Ελενίτσα». Η «Ελενίτσα» είναι η Ελλάδα. Είναι ένας ωραίος στίχος του Πάνου Σταθόγιαννη που μιλάει για την Ελλάδα με έναν πολύ γλαφυρό και νόστιμο τρόπο. Τέλος πάντων, μιλάμε για τα όργανα, διαφωνούμε σε ένα σημείο που εγώ βάζω μία μπάσα τούμπα, μου είπε «δεν μου αρέσει ο ήχος» και όχι «δεν θέλω την τούμπα», «όχι, είναι καλός ο ήχος», διαφωνούμε τέλος πάντων, κλείνουμε το τηλέφωνο και εξαφανίζεται ο Νταλάρας. Λέω «πάει τώρα, θύμωσε και δεν πρόκειται να γίνει τίποτα». Περνάει το καλοκαίρι [του 2024], φτάνουμε στον Σεπτέμβρη-Οκτώβρη, κάπου εκεί, και είχε μια συναυλία στον Λυκαβηττό τότε, δεν ξέρω πως μου ήρθε και παίρνω την Άννα [Νταλάρα] τηλέφωνο, δηλαδή πήρα στο σπίτι τηλέφωνο και τυχαίνει να το σηκώσει η Άννα, μιλάω μαζί της, της λέω «έτσι κι έτσι ο Γιώργος» και μου λέει:
- Α, δύσκολη μέρα σήμερα, γιατί έχει Λυκαβηττό…
- Σε παρακαλώ, πες του ότι πήρα κι εκείνος ξέρει. Όποτε μπορέσει, ας με πάρει.
Με παίρνει τηλέφωνο σε μία ώρα. Μου είπε ότι πέρασε ένα δύσκολο καλοκαίρι και δεν μπορούσε, γι’ αυτό χάθηκε, άρα κατάλαβα ότι δεν είχε θυμώσει, δεν είχε κάτι που πίστευα εγώ. Κάνουμε ένα cut εδώ, για να σου πω το περίεργο. Έχεις ακουστά τον Κώστα Κακογιάννη, έναν συνθέτη που είναι ανιψιός του αείμνηστου Μιχάλη Κακογιάννη; Ζει και δραστηριοποιείται στην Κύπρο. Είχε μια μουσική εκπομπή στην κυπριακή τηλεόραση, όπου ήταν συμπαρουσιαστής με μια κοπέλα, και είχε κανονίσει να κάνει ένα αφιέρωμα στην Καλλιόπη Βέττα, οπότε ήθελε να κάνω μία συμμετοχή 5-10 λεπτά και να πω κάποια πράγματα σαν μέντορας και παραγωγός της Καλλιόπης. Έπρεπε, όπως καταλαβαίνεις, να μαγνητοσκοπηθεί αυτό και λέω «α, ωραία, θα κάνουμε και ταξίδι στην Κύπρο». Αυτοί, όμως, για να γλιτώσουν τα έξοδα, γιατί οπωσδήποτε βάλε αεροπορικά, βάλε ξενοδοχείο κ.λπ., κανονίσανε διάφορες τέτοιου είδους σφήνες, που είχανε για συνεντεύξεις, να τις κάνουνε σ’ έναν χώρο στον Γέρακα, νοικιάσανε ένα τηλεοπτικό συνεργείο από δω, και πηγαίναμε εμείς από δω πέρα με ένα ταξί, κάναμε τη δουλειά μας και τελειώναμε. Σε τέτοια φάση, πάω κι εγώ εκεί πέρα, μου γίνεται το κομμάτι αυτό με τη συνέντευξη, μου λένε να κάνουμε και για μένα κάτι για άλλη στιγμή, το κάνουμε κι αυτό, και την ώρα που κάνουμε αυτό το άλλο, μου λέει ο δημοσιογράφος:
- Σε γνωρίζω τόσα χρόνια. Θα ήθελα να μου πεις πώς έτυχε να ξεκινήσεις να τραγουδάς.
- Α, καλή ερώτηση.
Του λέω, λοιπόν, αυτό που σου είπα πριν, ότι είχα κάνει κρούσεις σε διάφορους τραγουδιστές, φίλους και επώνυμους, και από παντού εισέπραξα ευγενικά όχι, εκτός του Γιώργου Νταλάρα, ο οποίος με αντιμετώπισε διαφορετικά. Τελειώνει η ιστορία, μου καλούνε ταξί και γυρνάω σπίτι μου. Πόσο πήρε από τον Γέρακα για να έρθω εδώ; Κάθομαι στον υπολογιστή μου εκεί πίσω, μία ώρα θα ήταν από την ώρα που έφυγα από το στούντιο, ντριν, τηλέφωνο, βλέπω απόκρυψη. Ώπα, λέω. Γιώργος Νταλάρας. Του λέω:
- Γιώργο, πολλά χρόνια θα ζήσεις!
- Γιατί;
- Πριν από λίγο μίλαγα για σένα!
Και του λέω την στιχομυθία αυτή, μιλήσαμε γύρω στη μία ώρα στο τηλέφωνο, διότι μου εξηγούσε και μου ζήτησε συγνώμη για όλη την καθυστέρηση. Μου λέει:
- Δεν θα με πιστέψεις ότι επειδή καταπιάνομαι με πάρα πολλά ζητήματα, κάποιες φορές υπάρχουνε πράγματα τα οποία ενώ κρατάω και σημειώσεις και ημερολόγιο, κάτι παραπέφτει, το ξεχνάω και μένει πίσω. Έχω ηχογραφήσει τραγούδια με τον Νίκο Τάτση, ήτανε τελειωμένα και έχουν περάσει 16 χρόνια! Και ο άλλος δεν μου έλεγε τίποτα! Όταν το πήρα είδηση, το βγάλαμε το άλμπουμ στη Minos.
Εγώ θεώρησα ότι αυτό το τηλεφώνημα, μία ώρα αφού έφυγα από εκεί, έγινε γιατί κάποιος του το σφύριξε ότι «ο Ιωάννου μίλησε για σένα στην τηλεοπτική συνέντευξη». Έτσι θεώρησα και πήρα αμέσως τον Κακογιάννη τηλέφωνο. Του λέω έτσι κι έτσι…
- Μήπως πήρες τον Νταλάρα τηλέφωνο;
- Όχι, εγώ δεν έχω με τον Νταλάρα συζητήσεις και τέτοια.
Λέω ή σκηνοθέτης τον πήρε ή κάποιος από το τηλεοπτικό συνεργείο, δεν εξηγείται αλλιώς. Τέτοια σύμπτωση; Τέλος πάντων, από αυτό το γεγονός δρομολογήθηκε η «Ελενίτσα». Μπήκαμε στο στούντιο και τελείωσε αισίως κάνα δυο εβδομάδες πριν ξεκινήσει τις εμφανίσεις του στο Vox με τον Παπακωνσταντίνου. Θέλω να σου πω ότι αυτό που μου έκανε εντύπωση -πολύ μεγάλη εντύπωση- είναι ότι έχει ανέβει απίστευτα στην εκτίμησή μου γιατί εν τέλει ο Γιώργος είναι ένας πολύ τρυφερός άνθρωπος, τον οποίο δεν είχα γνωρίσει. Δηλαδή, αν δεν σε αφήσει, αν δεν σου επιτρέψει να το δεις αυτό, δεν το βλέπεις από μακριά. Είναι ευγενέστατος, είναι ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος και αυτό που με έχει εντυπωσιάσει είναι ότι ο μπαγάσας έχει μία απίστευτα μεγάλη προσωπική δισκογραφία και εν τέλει το κομμάτι, την «Ελενίτσα», την πίστεψε, την αγάπησε, και είναι ένα κομμάτι το οποίο, αν θέλεις, του πάει. Του πάει σαν είδος, γιατί στο βάθος είναι ένα ρεμπέτικο κομμάτι. Έγινε μια πρώτη παρουσίαση στην εκπομπή του Μπογιόπουλου στον Real FM, όπου ήτανε ο Νταλάρας, ο Παπακωνσταντίνου και ο Οδυσσέας Ιωάννου. Εκεί πρωτοπαρουσίασε την «Ελενίτσα» και μίλησε με τα καλύτερα λόγια και για την «Ελενίτσα» και για μένα. Μετά, στο πρόγραμμα που παίζανε δύο μέρες την εβδομάδα, γινόταν διάλειμμα και αμέσως μετά το διάλειμμα ξεκινούσε με την «Ελενίτσα» σε κάθε παράσταση. Στο τέλος έλεγε και κάτι για το τραγούδι. Δηλαδή δεν πέρασε απαρατήρητο το κομμάτι. Μετά, όταν πήγε στο Μέγαρο και έκανε τις δύο βραδιές με το ρεμπέτικο, την έβαλε και εκεί την «Ελενίτσα» γιατί τη θεωρεί ρεμπέτικο. Στα ρεφρέν είχα βάλει να τα τραγουδάει μια ανδρική χορωδία. Αυτός, λοιπόν, για να δώσει μία νοστιμιά, η οποία νοστιμιά έχει να κάνει με τα ονόματα που θα συμμετάσχουν, έπιασε, φίλε, και κάλεσε για χορωδία γνωστούς τραγουδοποιούς και τραγουδιστές -ήταν εντελώς δική του ιδέα. Δηλαδή: ο Θοδωρής Κοτονιάς, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης -μαέστρος στην Εστουδιαντίνα- ο Κώστας Τριανταφυλλίδης, ο Θοδωρής Μέρμηγκας, ο Βαγγέλης Κορακάκης και ο γιος του ο Βασίλης, που είναι εξαιρετικός μπουζουξής, ο Αποστόλης Βαλαρούτσος, ο Απόστολος Μόσιος, τραγουδάω κι εγώ στη χορωδία, τραγουδάει, χωρίς να αναφέρεται, και ο Μίνως Μάτσας, στου οποίου το στούντιο γράφαμε… αυτοί όλοι τραγουδάνε, σκέψου! Κι έτσι προχωράμε. «Ελενίτσα» κι άγιος ο Θεός. Θα υπάρξει και συνέχεια. Του έχω στείλει υλικό και μόνος του μου είπε:
- Μόλις ξεμπερδέψω με όλα αυτά, να μπούμε να γράψουμε και τα υπόλοιπα.
Αλλά δεν τον βλέπω να ξεμπερδεύει. [σ.σ. βάζει την «Ελενίτσα» να παίζει]. Έχω βάλει κάτι σαν λατέρνα εδώ. Έβαλα και δύο μπαγλαμάδες, μία κιθάρα, κανονάκι… ό,τι θες. Στο demo που είχα στείλει στον Γιώργο Νταλάρα, τραγουδούσα εγώ και το είχα ψιλοενορχηστρωμένο. Ήταν ένα κλικ πιο αργό και η χορωδία δεν ήταν τόσο άρτια, ήταν τέσσερις φωνές δικές μου σε play back. Όλη μου η πρεμούρα ήταν να πετύχω τη λατέρνα. Η λατέρνα είναι κάπως σαν το πιάνο, αλλά έχει και άλλους ήχους. Είχα και το κουδουνάκι… Αυτή η μελωδία της «Ελενίτσας» ταιριάζει στον Νταλάρα, ενώ σε έναν άλλο τραγουδιστή δεν ταιριάζει.
Μουσικά Είδη:GospelΜουσικά Όργανα:ακορντεόνΈγχορδακιθάραΚαλλιτέχνες:ForemostΔούκισσαΜαρινέλλαLeonard CohenΑλέξης ΠαπαδημητρίουΑνδρέας ΜέξαςΑντώνης ΒαρδήςΑντώνης ΡέμοςΒίκυ ΜοσχολιούΒούλα ΣαββίδηΓιάννης ΠάριοςΓιάννης ΙωάννουΓιώργος ΑνδρέουΓιώργος ΣαρρήςΕλένη ΔήμουΘανάσης ΠολυκανδριώτηςΘύμιος ΠαπαδόπουλοςΚατερίνα ΚούκαΚατερίνα ΚόρουΚώστας ΤριπολίτηςΚώστας ΚλάββαςΛευτέρης ΧαψιάδηςΛευτέρης ΠαπαδόπουλοςΜάνος ΤσιλιμίδηςΜαρί ΜωραΐτηΜαρίζα ΚωχΜάριος ΤόκαςΜίκης ΘεοδωράκηςΜιχάλης ΚαπούλαςΜπάμπης ΛασκαράκηςΝίκος ΠορτοκάλογλουΝίκος ΛαβράνοςΝίκος ΚούροςΠίτσα ΠαπαδοπούλουΡίτα ΣακελλαρίουΣαράντης ΑλιβιζάτοςΣπύρος ΠαπαβασιλείουΣταμάτης ΚραουνάκηςΣταμάτης ΚόκοταςΣταύρος ΚάξοςΣτράτος ΔιονυσίουΤασούλα ΘωμαΐδουΧρήστος ΝικολόπουλοςΧριστίνα ΜαραγκόζηΜουσική Γενικά:συνέντευξηΜουσική Εκπαίδευση:παρτιτούραπαρτιτούρεςΕταιρίες:SONYMartin
Αν σου αρέσει να γράφεις για μουσικά θέματα, σε περιμένουμε στην ομάδα συντακτών του ιστορικού, ανεξάρτητου, πολυφωνικού, υγιούς και δημοφιλούς ηλεκτρονικού περιοδικού μας.
Στείλε το άρθρο σου
σχολιάστε το άρθρο